ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ
Ἀπόσπασμα ΟΜΙΛΙΑΣ
ΣΤΗΝ Δ´ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
ΠΗΓΗ: «ΑΛΛΗ
ΟΨΙΣ»
Προσέξτε
τώρα πόσο ταπεινὸς ἦταν ὁ εἰδωλολάτρης
αὐτός, πόσο συντετριμμένος
στάθηκε μπροστὰ
στὸν Κύριο, ἂν καὶ δὲν
εἶχε διαβάσει τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ
τοὺς προφῆτες. Εἶχε μόνο τὸν κοινὸ νοῦ, τὸ μοναδικὸ φῶς
γιὰ νὰ διακρίνει τὴν ἀλήθεια
ἀπὸ τὸ ψέμα, τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ
κακό. Ἤξερε
πὼς ὁποιοσδήποτε ἄλλος κάτοικος τῆς Καπερναοὺμ θὰ τὸ λογάριαζε μεγάλη τιμὴ νὰ δεχτεῖ τὸν ἑκατόνταρχο στὸ σπίτι του. Στὸν Χριστὸ ὅμως ὁ ἑκατόνταρχος
δὲν ἔβλεπε ἕνα συνηθισμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ
καὶ εἶπε: οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς.
Τί μεγάλη, τί ὑπέροχη πίστη
στὸν
Χριστὸ καὶ τὴ δύναμή Του!
Μόνον εἰπὲ λόγῳ καὶ ἡ ἀρρώστια
θὰ ξεπεραστεῖ, ὁ δοῦλος
μου θὰ γίνει καλά. Οὔτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος δὲν μποροῦσε, γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, νὰ φτάσει σὲ τόσο μεγάλη πίστη. Στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ὁ ἑκατόνταρχος ἔνιωσε τὴν παρουσία, τὸ πῦρ
καὶ τὸ φῶς τοῦ οὐρανοῦ. Γιατί ἔπρεπε νὰ μπεῖ
τόσο μεγάλη φωτιὰ
στὸ σπίτι του, ὅταν καὶ μία σπίθα θὰ ἦταν ἀρκετή;
Γιατί νὰ
βάλει ὁλόκληρο
τὸν ἥλιο στὸ σπίτι του, ὅταν ἀρκοῦσε καὶ μία μόνο ἀκτίνα του; Ἂν ὁ ἑκατόνταρχος
γνώριζε τὶς
Γραφές, ὅπως
ἐμεῖς σήμερα, ἴσως νὰ ἔλεγε στὸν Χριστό: «Ἐσύ, ποὺ μόνο μὲ τὸν
λόγο Σου δημιούργησες τὸν
κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο, μπορεῖς μ’ ἕνα Σου λόγο νὰ θεραπεύσεις τὸν ἄρρωστο.
Μία μόνο λέξη Σου εἶναι
ἀρκετή, γιατί εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴ φωτιά, πιὸ λαμπερὴ ἀπὸ τὴν ἀκτίνα
τοῦ ἥλιου. Μόνον εἰπὲ
λόγῳ! Πόση ντροπὴ πρέπει νὰ προξενήσει σὲ πολλοὺς ἀπὸ μᾶς σήμερα ἡ μεγάλη αὐτὴ
πίστη, σὲ μᾶς ποὺ γνωρίζουμε τὶς Γραφές, ἀλλὰ ἡ
πίστη μας εἶναι
ἑκατὸ φορὲς μικρότερη!
Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν τελείωσε μὲ τὰ
λόγια αὐτά.
Συνέχισε γιὰ νὰ ἐξηγήσει ποῦ στήριζε τόσο πολὺ τὴν
πίστη του στὴ
δύναμη τοῦ
Χριστοῦ: «Καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιῶτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι,
καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῶ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ» (Ματθ. η´ 9).
Τί ἦταν ὁ ἑκατόνταρχος; Ἕνας ἄνθρωπος
ποὺ εἶχε στὴν ἐξουσία
του ἑκατὸ στρατιῶτες καὶ ὑπῆρχαν ἄλλοι ἑκατὸ
ποὺ τὸν ἐξουσίαζαν. Ἐκεῖνοι
ποὺ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία του ἦταν ὑποχρεωμένοι
νὰ τὸν ὑπακοῦν.
Ὅταν λοιπὸν αὐτός, ποὺ εἶχε
καὶ ἀνωτέρους νὰ τὸν ἐξουσιάζουν,
ἀλλὰ ποὺ εἶχε
κι ὁ ἴδιος μικρότερη ἐξουσία, μποροῦσε νὰ
δίνει διαταγὲς στοὺς στρατιῶτες καὶ τοὺς
δούλους του, πόση μεγαλύτερη ἐξουσία
εἶχε ὁ Χριστός, ποὺ δὲν ἐξουσιάζεται ἀπὸ
κανέναν ἄνθρωπο,
ποὺ εἶναι ὁἴδιος ἡ ὑπέρτατη ἐξουσία στὴ φύση καὶ στὸν ἄνθρωπο. Ὅταν τόσοι ἄνθρωποι ὑποτάσσονται στὴν ἀδύναμη
φωνὴ τοῦ ἑκατόνταρχου, πῶς νὰ μὴν ὑποτάσσονται τὰ πάντα στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ,
ποὺ εἶναι δυνατὸς σὰν
τὴ ζωή, ὀξὺς σὰν
ξίφος καὶ
φοβερὸς σὰν τὴν καταιγίδα;
Ποιοί εἶναι οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ
δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ; Δὲν
εἶναι κάθε λογικὴ ὕπαρξη ἐντεταγμένη στὸν στρατὸ τοῦ
Χριστοῦ;
Οἱ ἄγγελοι, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς
θεοφοβούμενους ἀνθρώπους,
δὲν εἶναι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ; Ὅλες
οἱ δυνάμεις τῆς φύσης, τῶν ἀσθενειῶν καὶ τοῦ
θανάτου, δὲν
εἶναι δοῦλοι Του; Ὁ Κύριος διατάζει τὴ ζωή. Λέει: «πήγαινε σ’ αὐτὴν ἢ τὴν ἄλλη ὕπαρξη»
καὶ πηγαίνει. Λέει «ἔλα πίσω» καὶ γυρίζει. Στέλνει ζωή, ἐπιτρέπει τὴν ἀρρώστια
καὶ τὸ θάνατο. Θεραπεύει τοὺς ἀρρώστους καὶ ἀνασταίνει
τοὺς νεκρούς.
Στὸ λόγο Του, οἱ ἀγγελικὲς δυνάμεις κάμπτουν, ὅπως ἡ φλόγα στὸν ἰσχυρὸ ἄνεμο. «Αὐτὸς
εἶπε καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν»
(Ψαλμ. λβ´ 9). Κανένας δὲν
μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στὴ
δύναμή Του, δὲν
τολμᾶ ν’ ἀμφισβητήσει τὸν λόγο Του. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν
ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ´ 46). Δὲν μιλοῦσε σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἐξουσιάζεται,
ἀλλὰ ὡς ἄρχοντας,
«ὡς ἐξουσίαν ἔχων» (Ματθ. ζ´ 29). Εἶχε τέτοιο πρόσωπο ποὺ ἔκανε τὸν ἑκατόνταρχο
νὰ τὸν ἱκετεύσει: εἰπὲ
λόγῳ καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς
μου.
Θεραπεία παραλυτικοῦ δὲν μπορεῖ νὰ
κάνει κανένας θνητὸς ἄνθρωπος στὴ γῆ,
γιὰ τὸν Χριστὸ ὅμως
ἦταν ἐντελῶς συνηθισμένο πράγμα. Δὲν χρειαζόταν νὰ καταβάλει κάποια μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ κάνει τὴν θεραπεία, οὔτε κὰν
νὰ πάει στὸ σπίτι τοῦ ἑκατόνταρχου.
Δὲν εἶχε ἀνάγκη οὔτε κὰν
νὰ δεῖ τὸν ἄρρωστο.
Δὲν χρειαζόταν νὰ τὸν πιάσει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ νὰ τὸν σηκώσει. Μόνο εἰπὲ λόγῳ καὶ τὸ ἔργο
θὰ γίνει. Αὐτὸ ἦταν
τὸ μέτρο τῆς πίστης τοῦ ἑκατόνταρχου,
τῆς ἀπὸ μέρους του ἀποδοχῆς τοῦ
Χριστοῦ.
Ἀκούσας
δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε
τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν
λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν
τῷἸσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον» (Ματθ. η´ 10).
Γιατί θαύμασε ὁ Χριστός, ἀφοῦ
γνώριζε ἀπὸ πρὶν ποιὰ θὰ ἦταν
ἡ ἀπάντηση τοῦ ἑκατόνταρχου; Δὲν προκάλεσε τὴν ἀπάντηση
αὐτὴ μὲ τὰ
λόγια Του, ἐγὼ ἐλθὼν
θεραπεύσω αὐτόν;
Γιατί λοιπὸν
τώρα θαυμάζει; Ἁπλὰ γιὰ νὰ
διδάξει ἐκείνους
ποὺ ἦταν μαζί Του. Θαυμάζει γιὰ νὰ τοὺς δείξει τί ἀξίζει νὰ θαυμάζεται
σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Θαυμάζει τὴ μεγάλη πίστη τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, γιὰ νὰ διδάξει τοὺς πιστοὺς πὼς
πρέπει νὰἐκτιμοῦν τὴ μεγάλη πίστη.
Καὶ πραγματικὰ δὲν ὑπάρχει τίποτα στὸν κόσμο ποὺ ν’ ἀξίζει
τόσο θαυμασμὸ ὅσο ἡ μεγάλη πίστη κάποιου ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς δὲν
θαύμαζε τὴν ὀμορφιὰ τῆς
θάλασσας τῆς
Γαλιλαίας, ἐπειδὴ τέτοια ὀμορφιὰ σὲ
σύγκριση μὲ τὰ κάλλη τοῦ οὐρανοῦ, ποὺ ἁπλωνόταν μπροστὰ στὰ
μάτια Του, δὲν ἄξιζε τίποτα. Οὔτε καὶ τὴ
μεγάλη σοφία τῶν ἀνθρώπων θαύμαζε, οὔτε τὰ πλούτη καὶ τὴ
δύναμή τους. Ὅλ’
αὐτὰ εἶναι μηδαμινὰ μπροστὰ στὴ
σοφία, τὸν
πλοῦτο καὶ τὴ δύναμη τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ποὺ τοῦ ἦταν τόσο οἰκεία.
Ἀλλ’
οὔτε καὶ τὶς μεγάλες ἐθνικὲς
συναθροίσεις ποὺ
γίνονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ τὴ γιορτὴ θαύμαζε. Τέτοιες συναθροίσεις ἦταν ἐντελῶς ἀσήμαντες σὲ σύγκριση μὲ τὴ
σύναξη τῶν ἀγγέλων στὸν οὐρανό,
ποὺ γινόταν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ὅταν οἱ ἄλλοι θαύμαζαν τὸ περίφημο κάλλος τοῦ ναοῦ
τοῦ Σολομώντα, Ἐκεῖνος μιλοῦσε γιὰ τὴν ἰσοπέδωσή του. Τὸ μόνο ποὺ ἄξιζε νὰ θαυμάζει κανεὶς ἦταν ἡ μεγάλη πίστη κάποιου
ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ μέγιστο καὶ κάλλιστο γεγονὸς στὴ γῆ.
Μὲ τὴν πίστη ὁ σκλάβος ἐλευθερώνεται, ὁ μισθωτὸς γίνεται υἱὸς Θεοῦ, ὁ θνητὸς ἄνθρωπος μεταβάλλεται σὲ ἀθάνατο. Ὅταν ὁ δίκαιος Ἰὼβ κειτόταν πληγωμένος στὶς στάχτες καὶ τὰ ἐρείπια
ὅλης του τῆς περιουσίας, ὅταν εἶχε χάσει καὶ τὰ
παιδιὰ του ἀκόμα, ἡ πίστη του στὸν Θεὸ
παρέμεινε ἀναλλοίωτη,
ἀκλόνητη. Ἐνῶ ὑπέφερε
ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ
τοὺς πόνους, ἔκραζε:
«Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας»
(Ἰὼβ α´ 21).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου