ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: Ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος!
Ὁ µήνας Μάϊος εἶναι ὁ µήνας τοῦ χρόνου πού περικλείει
µέσα του τήν ἀρχή καί τό τέλος µιᾶς αὐτοκρατορίας, τήν ἵδρυση καί τήν πτώση τῆς ὡραιότερης, πλουσιότερης
καί λαµπρότερης πόλης πού ὑπῆρξε ποτέ στόν κόσµο. Μιᾶς πόλης πού ὀνοµάστηκε ἀπό τούς ταξιδιῶτες πού θαµπώθηκαν ἀπό τή δόξα καί τήν ὀµορφιά της, Πόλη τῶν πόλεων. Μιᾶς πόλης πού ξεπέρασε σέ δύναµη τή θρυλική Βαβυλώνα, σέ
πολυτέλεια τήν παραµυθένια Βαγδάτη, σέ πλοῦτο τή Δαµασκό µέ τίς χρυσές πύλες της.
Μάϊο (11 Μαΐου τοῦ 330) ἔγιναν τά ἐγκαίνιά της. Μάϊο (21
Μαΐου τοῦ
337) «ἐκοιµήθη
ἐν
Κυρίῳ» ὁ πρῶτος βασιλιάς καί ἱδρυτής της, Μάϊο πέθανε, παίρνοντας µαζί της στό
θάνατο καί στό θρύλο τόν τελευταῖο βασιλιά της, ὀχτώ µέρες µετά τή γιορτή του πού ἦταν καί ἡ γιορτή τοῦ πρώτου βασιλιά της.
Χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία γήινα χρόνια µετά ἀπό τή χρονιά πού ὁ πρῶτος καί µεγάλος ἅγιος βασιλιάς Κωνσταντῖνος ἔδωσε ζωή στήν Πόλη του, ἄφησε τό θρόνο του –πού
κέρδισε µέ τό παραπάνω– στήν αἰωνιότητα καί κατέβηκε νά συµπαρασταθεῖ στόν συνονόµατό του
βασιλιά καί νά τόν βοηθήσει νά µήν παραδώσει τήν Πόλη τους, ὅσο εἶχε ἀκόµα ἀναπνοή στό σῶµα του. Κατέβηκε γιά νά
τόν πάρει µαζί του προτοῦ «οἱ βάρβαροι διαβοῦν». Κατέβηκε γιά νά γίνει ἐκεῖνος µεσίτης στό Θεό γιά
τίς ἁµαρτίες
τοῦ
τελευταίου συνονόµατου βασιλιά τῆς Πόλης πού εἶχε τό ὄνοµα καί τῶν δύο τους. Γιατί, ἐκτός ἀπό τό ὄνοµα, εἶχαν οἱ δυό τους καί πολλά ἄλλα κοινά γνωρίσµατα.
Πρῶτα-πρῶτα, ἔζησαν καί οἱ δύο σέ παρόµοιες ἐποχές. Σέ ἐποχές πού σήµαιναν ἕνα τέλος καί µία ἀρχή. Ὁ πρῶτος ἔζησε στήν ἐποχή πού ἡ παντοδύναµη αὐτοκρατορία τῆς Ρώµης ἔπρεπε νά πέσει. Γιατί εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα της νά πέσει. Γιατί τό
ἤθελε
νά πέσει. Γιατί εἶχε κουραστεῖ νά πολεµάει βαρβάρους καί εἶχε ἀφεθεῖ νά ἐξοµοιωθεῖ µέ αὐτούς. Γιατί εἶχε ξεχάσει τίς ἀρετές πού τήν εἶχαν κάνει µεγάλη καί ἰσχυρή καί εἶχε ἀφήσει τήν ἀδικία καί τό χυµένο ἀθῶο αἷµα νά γίνει ὁ βρόχος πού θά ἔφερνε τό τέλος. Γιατί εἶχε ἀφήσει τούς πατρογονικούς
θεούς της γιά νά φέρει ξένους σκοτεινούς καί ἄγριους βαρβαρικούς θεούς, ἀγνοῶντας καί σταυρώνοντας τόν
Θεό πού ἔγινε
ἄνθρωπος.
Τότε, βρέθηκε ἕνας νεαρός µέ ἕνα παράξενο ὄνοµα πού πρῶτος αὐτός πῆρε, ἕνας νεαρός πού µεγάλωσε µέ τήν ἀπειλή τῆς δολοφονίας του νά
σκιάζει ὅλες
τίς µέρες τῆς ζωῆς
του. Κι αὐτός ὁ ἀφανής καί ἄπειρος καί κυνηγηµένος
νεαρός ἀρνήθηκε
νά συµπράξει µέ τό θάνατο τῆς ἐποχῆς του καί ἄνοιξε τό νοῦ καί τήν ψυχή του στό µόνο Θάνατο πού ἔφερε τήν Ἀνάσταση στό ἀνθρώπινο γένος. Γι’ αὐτό καί µπόρεσε κι ἐκεῖνος, ἀπό τό θάνατο τοῦ κόσµου του, νά χτίσει
τήν ἀνάσταση
ἑνός
νέου κόσµου. Καί, ἀπό τήν πτώση τῆς Παλαιᾶς Ρώµης, ἔδωσε στόν κόσµο τή γέννηση τῆς Νέας Ρώµης.
Χίλια ἑκατόν εἴκοσι τρία χρόνια µετά, κι ἀφοῦ εἶχαν ὑπάρξει ἄλλοι δέκα συνονόµατοι
βασιλιάδες µεταξύ τους –ὁ καθένας µέ τά λάθη του, ὁ καθένας µέ τίς ἁµαρτίες του– ἦρθε νά καθήσει στό θρόνο τοῦ πρώτου ὁ πρῶτος µετά τούς δέκα, ὁ ἑνδέκατος Κωνσταντῖνος. Ἦρθε κι αὐτός σέ µία ἐποχή πού σήµαινε ἕνα τέλος καί µία ἀρχή. Ἦρθε τήν ὥρα πού ἡ Νέα Ρώµη εἶχε γεράσει κι αὐτή σάν τήν παλαιά καί ἔπρεπε νά πέσει. Γιατί εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα της νά πέσει. Γιατί τό
ἤθελε
νά πέσει. Γιατί εἶχε κουραστεῖ νά πολεµάει βαρβάρους καί εἶχε ἀφεθεῖ νά ἐξοµοιωθεῖ µέ αὐτούς. Γιατί εἶχε ξεχάσει τόν πρῶτο βασιλιά πού τήν ἔχτισε καί τίς ἀρετές πού τῆς ἔδωσε. Γιατί εἶχε ἀρνηθεῖ τό Θεό πού τήν κράτησε
καί τήν ἔκανε
µεγάλη. Γιατί, στή θέση τῶν ἁγίων βασιλιάδων, ἔθρεψε προδότες σάν τόν Ἀλέξιο πού ἄνοιξε τή θύρα στούς
Σταυροφόρους γιά νά κερδίσει τό θρόνο τοῦ πατέρα του, κι ἀντί νά πάρει τό θρόνο παρέδωσε τήν Πόλη πού
δέν τοῦ ἀνῆκε, δέν ἦταν δική του νά τή δώσει,
στούς βαρβάρους πού τήν κατασπάραξαν, τή βίασαν, τή λεηλάτησαν µέ τέτοιο µῖσος, πού θύµιζε τόν ἀφανισµό τῆς Τροίας!
Σέ αὐτούς τούς καιρούς ἦρθε ὁ τελευταῖος, µετά τόν πρῶτο, βασιλιάς Κωνσταντῖνος. Κι αὐτός κυνηγηµένος ἀπό ἐχθρούς καί «φίλους» ὅπως ὁ πρῶτος, κι αὐτός µεγάλος γιά τούς
µικρούς πού τόν περιστοίχιζαν, κι αὐτός ἔχοντας µητέρα µία Ἑλένη, πού ἡ ἁγιότητά της τόν σκέπαζε
καί τόν βοηθοῦσε χωρίς νά φαίνεται.
Εἶχε κι αὐτός πολλά κοινά στοιχεῖα στό χαρακτῆρα του µέ τόν πρῶτο. Εἶχε κοινή τήν εὐφυΐα, τήν ἱκανότητα νά βλέπει
µακριά, τήν γενναιότητα νά πέφτει πρῶτος στή µάχη χωρίς νά νοιάζεται γιά τόν ἑαυτό του. Θά µποροῦσε νά γίνει κι αὐτός ὁ πρῶτος γιά µία νέα γενεά.
Δέν ἔγινε
ὅµως.
Γιατί, ἀντίθετα
ἀπό
τόν πρῶτο,
ἔκανε
τό λάθος νά µήν ἀνοίξει τό νοῦ καί τήν καρδιά του στό µόνο Θάνατο πού φέρνει
τήν ἀνάσταση.
Ἐπηρεασµένος
µᾶλλον
ἀπό
τίς ἀπόψεις
τοῦ
µεγάλου του ἀδερφοῦ -µέ τό µόνο πού τόν ἔδενε ἀµοιβαία ἐκτίµηση καί ἀγάπη καί τόν ὁποῖο διαδέχτηκε- ἔστρεψε τήν ἐλπίδα του στούς λαούς πού µόνο κακό εἶχαν κάνει στήν αὐτοκρατορία. Δείχνοντας
τήν ἴδια
ἀφροσύνη
µέ τόν Ἀλέξιο,
νόµισε ὅτι
ἡ
Δύση θά θεωρήσει ὑποχρέωσή της νά βοηθήσει τούς χριστιανούς πού κινδύνευαν ἀπό τούς ἀλλόθρησκους βαρβάρους.
Καί ἔφερε
στήν Ἁγία
Σοφία σάν λειτουργούς, αὐτούς πού δέν εἶχαν διστάσει λίγα χρόνια πρίν νά βεβηλώσουν
τήν χρυσή Ἁγία Τράπεζα –τόν τόπο πού εἶχαν Λειτουργήσει τόσοι καί τόσοι ἅγιοι– µέ ὄργια πού ἀνατριχιάζει κανείς νά τά
διαβάζει καί µετά νά τεµαχίσουν τό χρυσό της γιά νά τόν πάρουν λάφυρο στίς
πατρίδες τους, πού δέν εἶχαν δεῖ οὔτε στά πιό τρελά ὄνειρά τους τέτοιο πλοῦτο…
Εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς πῶς ἄντεξε ἡ τόσο ἀγαθή καί γενναία καρδιά του νά ἐλπίσει σ’ αὐτούς πού κατέστρεψαν καί βεβήλωσαν τούς τάφους
τῶν παλιῶν βασιλιάδων τῆς αὐτοκρατορίας του, ἀκόµη
καί τόν τάφο τοῦ
πρώτου Κωνσταντίνου καί τῆς
µητέρας του, στό ναό τῶν
Ἁγίων Ἀποστόλων. Αὐτούς πού ξέθαψαν τόν µεγάλο πολεµιστή καί
βασιλιά, τόν Βασίλειο –αὐτόν
πού ζήτησε νά ταφεῖ στό Ἕβδοµο ἀντί γιά τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, γιά νά ἀκούει καί ἀπό τόν τάφο του τό βῆµα τῶν στρατῶν πού ἔκαναν παρελάσεις καί γυµνάσια, αὐτοῦ πού τόν ἔτρεµαν
καί νεκρό οἱ ἐχθροί του- καί ἔβαλαν στό στόµα τοῦ σκελετοῦ του ἕνα καλάµι σάν ψεύτικη φλογέρα γιά νά τόν ἐµπαίξουν.
Εἶναι δυνατόν ὁ
εὐφυής καί δυνατός νοῦς του νά µήν ὑποψιαζόταν ὅτι τό βαθύ καί καταλυτικό µῖσος καί ὁ φθόνος τῶν λαῶν τῆς
Δύσης δέν µαλακώνουν µέ τίποτα καί νά ἐλπίζει κάτι καλό ἀπό
αὐτούς; Δέν κατάλαβε ὅτι δέν ἦταν τυχαῖο τό ὅτι ὁ πρῶτος ἅγιος Κωνσταντῖνος,
παρ’ ὅλο πού
στέφθηκε στό York τῆς
Βρετανίας, στράφηκε στήν Ἀνατολή
καί δέν ἤθελε οὔτε γιά ἐπίσκεψη νά πάει στή Ρώµη! Δέν εἶδε ὅτι, µπορεῖ
ἡ Δύση νά κυνήγησε καί
νά ἐξόντωσε τούς λύκους ἀπό τά δάση της καί τά βουνά της –στίς µέρες
µας ἔφτιαξαν
τεράστιους αὐτοκινητόδροµους
ἐκεῖ πού κάποτε κυνηγοῦσαν οἱ λύκοι– ἔχουν
πάρει ὅµως οἱ ἴδιοι µέχρι καί σήµερα τή θέση τῶν λύκων, δείχνοντας τήν ἴδια ἁρπαχτικότητα καί ἀγριότητα
καί τήν ἀδίσταχτη
ἔλλειψη ἐλέους.
Πάντως, ὅπως καί νά ἔχουν τά πράγµατα, ὅποια λάθη κι ἂν ἔκανε, δέν ντρόπιασε ὁ τελευταῖος βασιλιάς τό ὄνοµα τοῦ πρώτου. Στό τέλος ἔµειναν οἱ ὁµοιότητες, ὄχι οἱ διαφορές. Γι’ αὐτό µποροῦµε νά ἐπαναλάβουµε κι ἐµεῖς µαζί µέ τόν Καρυωτάκη:
…κι ἔπεσεν χάµου ὁ Τρανός! Θρηνῆστε τό χαµό του
Μά µή! Σέ τέτοιο θάνατο ὁ θρῆνος δέν ταιριάζει!
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος
141
Μάϊος 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου