Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Απο την θρυλικη γραφιδα του Νεοχρυσοστομου Γιγαντα ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ

 

ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

ΔΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑΝ

 

του νεοχρυσοστομου των ημερων μας

πατρος ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ



Ο ΑΓΙΟΣ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται τὴν 11η Νοεμβρίου, εἶνε μία πελωρία μορφή. Ἐὰν ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα τηλεόρασι μὲ σκοπὸ νὰ παράγῃ ἔργα μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ προέβαλλε σὲ συνέχειες ὄχι ἔργα ἐπαίσχυντα καὶ φθοροποιά, ἀλλ᾿ ἔργα ἀνωτέρας πνοῆς, θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριλάβῃ στὸ πρόγραμμά της καὶ τὴν παραγωγὴ μιᾶς ταινίας μὲ θέμα τὴ μεγάλη αὐτὴ μορφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ ἡ τηλεόρασις ἔδειχνε σὲ σειρὰ ἐκπομπῶν ἕνα ἔργο μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ, νὰ εἶστε βέβαιοι πὼς δὲν θὰ ἔμενε μάτι ἀδάκρυτο, βλέποντας στὸ πρόσωπό του τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας.  



Στὴν ταραχώδη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, στὰ δύσκολα τοῦτα χρόνια, κάτι σημαντικὸ ἔχει νὰ μᾶς πῇ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Τὰ χρόνια εἶνε παράλληλα· ὅ,τι συνέβη στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συμβαίνει καὶ σήμερα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἀγωνίστηκε, ἔτσι πρέπει ν᾿ ἀγωνισθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς κατὰ τὸ ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13, 7), δηλαδή· Νὰ θυμᾶστε τοὺς πνευματικούς σας ὁδηγούς, ποὺ σᾶς δίδαξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπανεξετάζοντας ποῦ σᾶς ἔφερε ἡ συναναστροφὴ μαζί τους νὰ μιμῆσθε τὴν πίστι τους. Ἐπιτρέψατέ μου, λοιπόν, ἐν συντομίᾳ νὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν σας τὴν γιγαντιαία μορφὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως.

* * *




Ἀνοίγουμε τὴν ἱστορία καὶ μεταφερόμεθα στὸ παρελθόν, στὰ παλαιότερα ἔνδοξα χρόνια. Ὅπως ὑπάρχει διαστημόπλοιο, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἀστροναῦτες μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ἄλλο πλανήτη, ἔτσι ὑπάρχει καὶ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ μεταφερθοῦμε σὲ ἕναν ἄλλο καιρό, στὸ παρελθόν, καὶ νὰ δοῦμε νὰ ζωντανεύουν ἐμπρός μας παλαιὲς ἱστορίες καὶ ἀρχαῖες δόξες. Τὸ δὲ μέσον αὐτὸ εἶνε ἡ φαντασία μας. Ἂς ταξιδέψουμε λοιπὸν μὲ τὴ φαντασία μας πίσω, στὸν καιρὸ τοῦ Βυζαντίου, κι ἂς σταματήσουμε στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, στὴν Κωνσταντινούπολι.  



Βρισκόμαστε στὸ 795 μ.Χ.. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε, ποιός ἦταν τότε ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ βασίλευε στὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξο αὐτὴ πόλι; Ὤ «ματαιότης ματαιοτήτων»! «Ἆρα τίς ἐστι, βασιλεὺς ἢ στρατιώτης;…». «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Κανείς δὲν θυμᾶται. Ὅπως καὶ μετὰ ἀπὸ 100 χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε σήμερα πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, ποιός εἶνε πρωθυπουργός, καὶ ποιός εἶνε ὑπουργὸς τῆς δικαιοσύνης;… Καὶ ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε ἀρχιεπίσκοπος καὶ ποιός εἶνε ἐπίσκοπος;… Ἀλλ᾿ ἂν ἡ ἱστορία σβήνῃ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἐπρόδωσαν τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, θὰ ζοῦν ὅμως πάντοτε μέσ᾿ στὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν, τὰ ὀνόματα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111, 6).  



Καὶ ἐνῷ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως ἐκείνου, τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ ἀτίμασε τὸν βίο του μὲ μία αἰσχρὰ πρᾶξι, ἔχει σβησθῆ καὶ μόνο οἱ ἱστοριοδῖφαι ἐρευνοῦν γιὰ νὰ βροῦν τ᾿ ὄνομά του, ἡ ἱστορία ἔχει γράψει μὲ χρυσᾶ γράμματα τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀσκητοῦ, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ποιός ἦταν ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης; Δὲν θὰ ἐξιστορήσω ἐδῶ ὅλο τὸν βίο του. Τρεῖς μαθηταί του ἔχουν γράψει τὴν ἱστορία του.

 

* * *

Γεννήθηκε τὸ 759 στὴν Κωνσταντινούπολι. Δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βράχο. Κανείς δὲν γεννιέται ἀπὸ βράχο. Ὅλους μιὰ μάνα μᾶς γέννησε. Καὶ ἡ μάνα παίζει σπουδαῖο ῥόλο. Πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλον ἄνδρα ζητῆστε τὴ γυναῖκα, ζητῆστε τὴ μάνα. Ὅπως πίσω ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο εἶνε ἡ Ἐμμέλεια καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο εἶνε ἡ Ἀνθοῦσα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο εἶνε ἡ Νόννα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα, εἶνε ἡ Μόνικα ἡ ἁγία, ἔτσι λοιπὸν καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη εἶνε ἡ μάνα, ἡ γλυκυτάτη μάνα. Τὸ ὄνομά της; Θεοκτίστη.  




Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα του, ὁ Θεόδωρος πῆγε στὸν τάφο της καὶ ἔκλαψε, ἔκλαψε σὰν τὸ Χριστό, καὶ ἐξεφώνησε ἕνα λόγο περισπούδαστο. Ἐκεῖ ὀνομάζει τὴ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα «διμήτηρ», δηλαδὴ μάνα δυὸ φορές. Ὦ μάνα γλυκειά, μάνα δυὸ φορές! Τί θὰ πῆ δυὸ φορὲς μάνα; Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε· «Μὲ γέννησες δυό φορὲς. Μιὰ φορὰ μὲ γέννησες μὲ τὸ φυσικὸ τρόπο· μικρά γέννησις αὐτή. Ἀλλὰ μὲ γέννησες καὶ κατ᾿ ἄλλο τρόπο, πνευματικό τρόπο. Μαζὶ μὲ τὸ γάλα, ποὺ μὲ πότισες, μὲ πότισες καὶ τὸ γάλα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱερὰ διδασκαλία». Καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ εὖ ζῆν ὤφειλε στὴ μητέρα του. Ἐκείνη τὸν ἔπαιρνε τὴν ἡμέρα στὰ γόνατά της καὶ τὸν δίδασκε, καὶ τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ μπροστὰ στὰ ἀφρίζοντα κύματα τοῦ Βοσπόρου, τὸν γονάτιζε καὶ τὸν μάθαινε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὦ μάνα γλυκειά, δυὸ φορὲς μὲ γέννησες! Γυναῖκες ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε, νά ᾿στε μάνες ὄχι μιὰ ἀλλὰ δυό φορές. Τὸ νὰ γεννήσετε εἶνε δύσκολο καὶ σπουδαῖο, ἀλλὰ ὄχι καὶ μεγάλο. Γεννοῦν καὶ τὰ σκυλιά, γεννοῦν καὶ τὰ λιοντάρια, γεννοῦν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα τῆς ζῳολογικῆς κλίμακος. Τὸ γεννᾷν δὲν σὲ κάνει μάνα. Μάνα θὰ γίνῃς, ἂν μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ φυτέψῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα. Ἂν τὸ κάνῃς αὐτό, ἐσὺ μὲν θὰ γεράσῃς, θ᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά σου, θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ἐπάνω στὸν τάφο σου θὰ ἔλθῃ κάποιος, ετε στρατηγὸς ετε ἐπίσκοπος ετε ἐργάτης ετε οἰκογενειάρχης…, καὶ θὰ πῇ· «Μάνα, γλυκειά μου μάνα, δυό φορὲς μὲ γέννησες». Ἂν δὲν σᾶς τὸ ποῦν αὐτό, τότε δὲν εἶστε ἄξιες μητέρες καὶ ἄξιες Ἑλληνίδες. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἦτο «διμήτηρ», ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς νὰ γίνετε διμήτορες. Δυό φορὲς νὰ γεννήσετε. Νὰ φέρετε παιδιὰ στὸν κόσμο, κι αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσετε στὸ Χριστό.  



Ἀπὸ τέτοια μάνα βγῆκε. Κλωνάρι ἔνδοξο ἐκλεκτῆς, γενναίας, σπανίας οἰκογενείας. Ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία του. Ἔκτισε μοναστήρι. Τί μοναστήρι; Κοντὰ στὸ Θεόδωρο τὸ Στουδίτη μαζευτήκανε ―παρακαλῶ μετρῆστε― 1.000 νέοι! Λεβεντιὰ καὶ δόξα. Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔφτειαξαν κοινόβιον. Τί σημαίνει κοινόβιο; Κράτος Θεοῦ. Ἐπιτρέψτε μου νὰ μιλήσω μὲ τὴ σύγχρονη γλῶσσα, ἂν καὶ κινδυνεύω νὰ παρεξηγηθῶ· τὸ κοινόβιο τοῦ Στουδίτου ἦταν μία σοσιαλιστικὴ χριστιανικὴ κοινωνία. Ὅλα κοινά. Τίποτε ίδιον, κανείς δὲν εἶχε ἰδιοκτησία. Κ᾿ εὕρισκες νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα κι ὅλες οἱ δουλειές· καὶ γεωργοί, καὶ βοσκοί, καὶ κτίστες, καὶ ξυλουργοί, καὶ σιδηρουργοί, καὶ ἀγωγιάτες, καὶ μάγειροι, καὶ ὑποδηματοποιοί, …ἀκόμη καὶ τυπογράφοι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ μεγαλύτερο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς. ―Μὰ εἶνε δυνατόν, τὸ 795 τυπογραφεῖο; Ἡ τυπογραφία, μεγάλη ἐφεύρεσι στὴν ὁποία ὀφείλει τόσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔγινε, ὅπως ξέρουμε, τὸν 15ο αἰῶνα. Πῶς λοιπὸν τὸν 8ο αἰῶνα εἶχε ὁ Στουδίτης τυπογραφεῖο;  




Οἱ καλόγεροι ξενυχτοῦσαν ἀντιγράφοντας κείμενα μέχρι τῆς πρωϊνὲς ὧρες. Τὰ ἅγια χεράκια τους ἔγραφαν Ἀποστόλους, ἔγραφαν Εὐαγγέλια, ἔγραφαν πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Ἀθανάσιο…), ἔγραφαν καὶ κλασσικούς (Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Θουκυδίδη…). Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι κλασσικοὶ συγγραφεῖς, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὰ ἅγια χέρια τῶν καλογήρων ἐκείνων, ποὺ ἦταν οἱ τυπογράφοι τῆς ἐποχῆς καὶ ἀντέγραφαν καλλιγραφικῶς ὅλα τὰ σπουδαῖα κείμενα.  



Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἀκόμα καὶ ποιητής. Οἱ λεγόμενοι ἀναβαθμοὶ τῆς Ὀκτωήχου, ποὺ εἶνε μέλι γλυκύτατο, τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου, ποὺ ψάλλονται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ πολλοὶ ἄλλοι ὕμνοι, εἶνε ὅλα ἔργα τοῦ θεοπνεύστου αὐτοῦ ἀνδρός, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Αὐτό ἦταν τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος του; Επαμε, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶχε μοναστήρι, καὶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ τελειώσῃ τὴ ζωή του ἐκεῖ. Πέθανε λοιπὸν στὸ μοναστήρι;  



Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀδελφότητες ―ἂς τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι― δὲν εἶνε αὐτοσκοπός. Εἶνε μέσα. Τὸ ἐπαναλαμβάνω· οἱ ἀδελφότητες καὶ τὰ μοναστήρια δὲν εἶνε αὐτοσκοπός, ἀλλὰ εἶνε μέσα. Καὶ τὰ μέσα αὐτὰ ἔχουν ἀξία, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει σκοπός. Καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.  



Ἔρχονται στιγμές, ποὺ θὰ θυσιάσῃς ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ τὸ μοναστήρι σου· καλεῖσαι νὰ τὸ κάνῃς ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως κάτω στὴν Κρήτη, στὸ Ἀρκάδι, ὁ Γαβριὴλ ἔβαλε φωτιὰ κ᾿ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, καὶ ἡ φλόγα τοῦ Ἀρκαδίου φώτισε τὸν κόσμο καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Κρήτης, ἔτσι κι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Γιὰ νὰ κτίσῃ τὸ περιλάλητο μοναστήρι τοῦ Στουδίου, κατέβαλε κόπους καὶ μόχθους ἐτῶν. Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ πού, γιὰ νὰ διατηρήσῃ τὸ μοναστήρι του, ἔπρεπε νὰ κάνῃ συμβιβασμοὺς σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως. Τότε ἐκεῖνος δὲν λυπήθηκε τὸ μοναστήρι του. Δὲν εἶπε Θὰ ὑποχωρήσω. Ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή, δραματικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας, τὸ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, τὸ ἔκανε λιβάνι καὶ θυσία. Τότε τὸ μοναστήρι αὐτὸ διαλύθηκε. Ἀπὸ τοὺς χίλιους μοναχούς, ποὺ διώχθηκαν βιαίως, ἄλλοι πέθαναν στὴν ἐξορία, ἄλλοι ὑποβλήθηκαν σὲ ποικίλες δοκιμασίες καὶ μαρτύρια ὁμολογώντας τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ὑπέστησαν κακώσεις, ἔχασαν τὰ μάτια τους ἢ ἄλλα μέλη τοῦ σώματός τους. Σκορπίσθηκαν οἱ σεβάσμιοι μοναχοί, ἐρείπια ἔγινε τὸ περίφημο μοναστήρι.  



Φυσικὸ εἶνε νὰ ῥωτήσῃ κανείς· Μὰ πῶς διαλύθηκε μία τόσον ἔνδοξος ἀδελφότης; Πῶς; Ἐδῶ ἀκριβῶς θέλω νὰ προσέξετε, ἀγαπητοί μου. Στὰ χρόνια ἐκεῖνα συνέβη ἕνα θλιβερὸ γεγονὸς καὶ ἡ είδησι διαδόθηκε μέσ᾿ στὴν πόλι. Πῶς διαδόθηκε; Ἐφημερίδες τότε δὲν ὑπῆρχαν, ῥαδιόφωνα δὲν ὑπῆρχαν, τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν. Ἀλλ᾿ ἡ πρώτη ἐφημερίδα ποιά εἶνε; Εἶνε τὸ στόμα. Αὐτή εἶνε ἡ πρώτη ἐφημερίδα. Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριὸ καὶ προλάβατε τὴ ζωὴ τῶν προηγουμένων ἐτῶν, θὰ θυμᾶστε, ὅτι στὴν κοινωνία ἐκείνη μέσα σὲ πέντε λεπτὰ μάθαιναν ὅλοι τὸ κάθε τι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα λοιπὸν διαδόθηκε καὶ μέσα στὴν Πόλι, στὴν Κωνσταντινούπολι, τὸ θλιβερὸ γεγονός. Στὰ σπίτια, στὶς συνοικίες, στὸν ἱππόδρομο, στὸ λιμάνι ποὺ ἦταν οἱ ναῦτες, στὰ καΐκια, στὰ πλοῖα, παντοῦ, μιὰ κουβέντα εἶχαν· ―Πώ πώ τί ἔγινε! Δυστύχημα. Χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δυστύχημα. Χειρότερο κι ἀπὸ τὸ νὰ χαλάσῃ μιὰ ἐκκλησία. Γιατὶ τὸ νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία εἶνε φοβερό, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ συνέβη ἦταν ἀκόμη πιὸ φοβερό. ―Τί συνέβη λοιπόν; Τί δυστύχημα ἦταν αὐτό;




Πρόκειται γιὰ πνευματικὸ δυστύχημα. Μέσα στὰ ἀνάκτορα ὁ τότε αὐτοκράτορας, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄ (780-797), εἶχε μιὰ ἁγία γυναῖκα. Τὸ ὄνομά της Μαρία. Δὲν εἶχε ὁ Κωνσταντῖνος κανένα παράπονο ἐναντίον τῆς Μαρίας. Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μαρτυροῦν, ὅτι ἡ Μαρία ὑπῆρξε ὑπόδειγμα γυναικός. Κι ὅμως μιὰ μέρα ὁ αὐτοκράτορας τὴ διώχνει, τὴν πετάει ἔξω ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα. Ἔπειτα μὲ στρατιῶτες τὴν παίρνει καὶ τὴν στέλνει σ᾿ ἕνα μοναστήρι· κ᾿ ἐκεῖ, χωρὶς τὴ θέλησί της, τὴν κάνει καλόγρια, πρᾶγμα ποὺ ἀπαγορεύουν οἱ κανόνες. Δὲν σταματᾷ ὅμως ἐδῶ τὸ κακό. Ἀφοῦ ἔδιωξε τὴ νόμιμη σύζυγό του, παίρνει ὡς σύζυγο μιὰ ἄλλη γυναῖκα, μιὰ νέα, ποὺ ἔλαμπε ἀπὸ κάλλος σωματικό, ἀλλὰ ἐστερεῖτο ψυχικοῦ κάλλους. Ὁ γάμος ἔγινε τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, μέσα στὰ ἀνάκτορα. Κ᾿ ἐπειδὴ δὲν βρισκόταν ἄλλος ἱερεὺς στὴν Πόλι νὰ τοὺς στεφανώσῃ, ἕνας παπᾶς ἀπὸ ᾿κείνους ποὺ ἀποτελοῦν αἶσχος γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ―πάντοτε θὰ ὑπάρχουν προδότες παπᾶδες καὶ προδότες δεσποτάδες―, ἕνας τέτοιος παπᾶς, ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν πρωτόπαπας στὴν ἁγία Σοφία, ἀνέβηκε τὴ νύχτα ἀπάνω καὶ στεφάνωσε τὸ παράνομο ζεῦγος. Καὶ μόνο αὐτό; Τὴν ἄλλη μέρα ὁ Κωνσταντῖνος, ἐνῷ ἡ νόμιμη σύζυγος ἔκλαιγε μέσ᾿ στοὺς τέσσερις τοίχους τοῦ κελλιοῦ τοῦ μοναστηριοῦ, ἀγκαζὲ παρακαλῶ μὲ τὴ Θεοδότη, πάνω στὴν ἀνακτορικὴ ἅμαξα μετὰ πολλῆς φαντασίας πῆγε στὴν ἁγία Σοφία, κ᾿ ἐκεῖ ἡ πόρνη καὶ παλλακὶς ἐστέφθη ἐπισήμως αὐγούστα, βασίλισσα. Τὸ πρῶτο ἔγκλημα τοῦ αὐτοκράτορος· ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκά του ἀναιτίως. Τὸ δεύτερό του ἔγκλημα· τὴν ἔκλεισε παρά τὴ θέλησί της στὸ μοναστήρι. Τὸ τρίτο ἔγκλημα· πῆρε ὡς σύζυγο τὴν πόρνη αὐτή, τὴ Θεοδότη. Τὸ τέταρτο· τὴν στεφανώθηκε νύχτα στὰ ἀνάκτορα. Τὸ πέμπτο· ἔκανε βασίλισσα τὴν παλλακίδα μέσα στὴν ἁγία Σοφία. Τὸ ἕκτο· ποιό τὸ ἕκτο; ὅτι τὸ παράδειγμά του θὰ τὸ μιμήθηκαν ἀσφαλῶς ὑπουργοί, στρατηγοί, ναύαρχοι, μεγάλοι καὶ μικροί, γιὰ ν᾿ ἀνάψῃ φωτιὰ μεγάλη στὸ ἔθνος.  



Μεγάλο τὸ σκάνδαλο. Καὶ ὅμως κανείς δὲν μιλοῦσε. Σιωπὴ νεκροταφείου. Ποιός νὰ μιλήσῃ; Τότε μέσα στὴ σιωπὴ αὐτὴ ἀκούστηκε βροντὴ κ᾿ ἔλαμψε ἀστραπή. Κάποιος μίλησε, κάποιος φώναξε. Ποιός ἦταν; Ὁ πατριάρχης; Ὄχι. Δεσπότης; Ὄχι. Ποιός; Ἕνας ἀπλὸς ἱερομόναχος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Στουδίου, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τοῦ ὁποίου νά ᾿χουμε τὴν εὐχή. Αὐτός μίλησε. Αὐτός ἤλεγξε τὸ παράνομο αὐτοκρατορικὸ ζεῦγος, ἤλεγξε τὸν αὐλοκόλακα ἱερέα ποὺ τοὺς στεφάνωσε, ἔκοψε δὲ καὶ τὸ μνημόσυνο τοῦ τότε πατριάρχου ἐπειδὴ κι αὐτὸς δὲν τιμώρησε τὸν παρανομήσαντα ἱερέα.  



Πάντοτε, σὲ σκληρὲς ἐποχὲς καὶ σὲ στιγμὲς δύσκολες, ἀναδεικνύει ὁ Θεὸς πρόσωπα ποὺ μὲ παρρησία θὰ ὑπερασπισθοῦν τὴν πίστι. Ὅταν ὁ Δαυῒδ ἁμάρτησε, παρουσιάστηκε ἕνας Νάθαν ποὺ στάθηκε ἐμπρός του καὶ τὸν ἤλεγξε. Κι ὅταν ὁ Ἀχαὰβ ἀσέβησε μὲ τὴν περιβόητη ἐκείνη Ἰεζάβελ, ἕνας Ἠλίας ἀνέβηκε στὰ ἀνάκτορα καὶ ἤλεγξε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος. Κι ὅταν ὁ Ἡρώδης ἔδιωξε τὴ νόμιμη γυναῖκά του καὶ πῆρε τὴν διαβόητη Ἡρωδιάδα, ἕνας Πρόδρομος εἶπε τὸ «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου». Κι ὅταν στὴν Κωνσταντινούπολι ἡ Εὐδοξία μὲ τὸν Ἀρκάδιο ἀντιτάχθηκαν στὴν Ἐκκλησία, τότε ἕνας Χρυσόστομος ἤλεγξε τὴν κατάστασι. Ἔτσι καὶ στὴν ἐποχὴ αὐτὴ παρουσιάστηκε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Τί ἔκανε; Πρῶτον ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο, τὸ πολυχρόνιο, τοῦ βασιλέως Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄. Δεύτερον ἔπαυσε τὸ μνημόσυνο τοῦ πατριάρχου Ταρασίου (784-806). Τρίτον ξεσήκωσε τὸ λαό. Τέλος, νύχτα ἡ ὥρα, ἔκανε λιτανεία μέσ᾿ στὴν Κωνσταντινούπολι καὶ ἔσεισε ὁλόκληρη τὴν πόλι. Τὸ ἀποτέλεσμα; Ἀνοῖξτε τὴν ἱστορία νὰ μάθετε τὸ ἀποτέλεσμα.  


Ὁ βασιλιᾶς ταράχτηκε. Καὶ τί σκέφτηκε. Προσπάθησε μὲ κολακεῖες καὶ ἄλλα μέσα νὰ κάνῃ τὸν ἅγιο Θεόδωρο νὰ συγκατατεθῇ, ἐκμεταλλευόμενος καὶ κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό. Καὶ τὸ σημαντικὸ αὐτὸ στοιχεῖο εἶνε, ὅτι ἡ Θεοδότη, ποὺ πῆρε ὡς βασίλισσα στ᾿ ἀνάκτορα ὁ Κωνσταντῖνος διώχνοντας τὴν ἁγία του γυναῖκα τὴ Μαρία, ἡ Θεοδότη αὐτὴ ἦταν ἐξαδέλφη τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου!  



Ἂν ἦταν κανένας ἄλλος, θὰ εἶχε χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι. Ἀφοῦ ἡ ἐξαδέλφη του ἔγινε βασίλισσα, θὰ μποροῦσε πλέον ν᾿ ἀνεβαίνῃ στὰ ἀνάκτορα καὶ νὰ ἐπιτυγχάνῃ ὅ,τι θέλει. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σκέφθηκε ἔτσι. Ἰδού τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου. Δὲν ἀνῆκε στὴν κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἔχουν ὑπεράνω τοῦ πνευματικοῦ χρέους τὶς κοσμικὲς σχέσεις καὶ ὑπεράνω τῆς πνευματικῆς συγγενείας τὴν κατὰ σάρκα συγγένεια. Ὄχι. Πάνω ἀπὸ τὴ σάρκα εἶνε τὸ πνεῦμα. Ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα (ἢ ἀδελφοὺς ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλους συγγενεῖς) ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37). Θ᾿ ἀγαπᾷς τὴ γυναῖκά σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τὰ παιδιά σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς συγγενεῖς σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς φίλους σου, θ᾿ ἀγαπᾷς τοὺς πάντας, ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλους θά ᾿χῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθεια. Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Στουδίτης. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ὑπελόγισε τὴ Θεοδότη.  



Ἐκείνη ἤλπιζε, ὅτι ὁ ἐξάδελφός της, ὁ καλός της ἐξάδελφος, ὁ ἅγιος ἐξάδελφος, ποὺ ζοῦσε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ κρατοῦσε τὸ κομποσχοίνι, θὰ τὴ δεχότανε. Πίστευε, ὅτι προσφέροντάς του ὡρισμένα πολύτιμα δῶρα θὰ τὸν ἔκαμπτε. Καὶ μιὰ μέρα πήρανε μιὰ ἅμαξα μὲ χρυσοστόλιστα ἄλογα, τὴ φόρτωσαν δῶρα, διαμάντια καὶ ἄλλα, καὶ ξεκίνησαν μὲ συνοδεία νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι τοῦ ἐξαδέλφου της. Ἕνας σκοπός, ποὺ φύλαγε ψηλὰ στὸν πύργο τοῦ μοναστηριοῦ, μόλις εἶδε νά ᾿ρχεται ἡ βασιλικὴ ἅμαξα μὲ τὴ Θεοδότη καὶ τὸν αὐτοκράτορα, ἀμέσως εἰδοποίησε τὸν ἡγούμενο. Τότε ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης διατάζει, νὰ χτυπήσουν πένθιμα οἱ καμπάνες τοῦ μοναστηριοῦ σὰν νὰ ἦταν Μεγάλη Παρασκευή. Κι ὅταν ἡ αὐτοκρατορικὴ συνοδεία πλησίασε στὴν πύλη κ᾿ ἦταν ἕτοιμη νὰ μπῇ στὸ μοναστήρι, δέκα μοναχοὶ ἔκλεισαν μὲ πάταγο τὴν πόρτα κατάμουτρα στὸ βασιλιᾶ. Ἔτσι ἡ Θεοδότη ἐπέστρεψε ταπεινωμένη στὰ ἀνάκτορα.  


Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ τὴν κολάκευσε, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τὴν ἤλεγξε. Γιὰ τὴν ὑπόθεσι τοῦ κόλακος αὐτοῦ ἱερέως, τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ στεφάνωσε τὸ παράνομο βασιλικὸ ζεῦγος καὶ ἐν συνεχείᾳ καθαιρέθηκε ἐπὶ τῆς βασιλίσσης Εἰρήνης τῆς Ἀθηναίας (797-802) ἀπὸ τὸν πατριάρχη Ταράσιο, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀναγκάστηκε νὰ κόψῃ τὸ μνημόσυνο καὶ τοῦ ἑπομένου πατριάρχου, τοῦ Νικηφόρου Α΄ (806-815). Διότι κι αὐτός, ὑποχωρώντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου (802-811), ἀποκατέστησε μὲ Σύνοδο τὸν Ἰωσὴφ στὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Ἡ διακοπὴ αὐτὴ τοῦ μνημοσύνου στοίχισε στὸν ἅγιο Θεόδωρο τὴν πρώτη ἐξορία, τὴν ἐξορία του στὴ νῆσο Χάλκη.  



Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐξωρίστηκε καὶ γιὰ δευτέρα φορὰ λόγῳ τῆς ἀκάμπτου μαχητικότητός του. Ἀγωνίστηκε δὲ καὶ ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων κάνοντας μάλιστα μὲ τοὺς μοναχούς του μέσα στὴν Πόλι καὶ λιτανεία, ποὺ πῆρε τὴ μορφὴ διαδηλώσεως τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ κατὰ τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων. Ἡ διαδήλωσις αὐτὴ τοῦ στοίχισε πάλι διωγμὸ καὶ τρίτη ἐξορία. Στρατιῶτες μπῆκαν στὸ μοναστήρι δέρνοντας καὶ χτυπώντας. Συνέλαβαν τὸν ἡγούμενο καὶ σκόρπισαν τοὺς μοναχούς.  


Πρώτη φορὰ εἶχε ἐξοριστῆ τὸ 808 στὴ Χάλκη γιὰ τὸν παράνομο γάμο. Τὴ δευτέρα φορὰ ἐξωρίστηκε πάλι γιὰ τὸν διο λόγο. Καὶ τρίτη φορὰ ἐξωρίστηκε τὸ 815 στὴ Σμύρνη γιὰ τὶς ἅγιες εἰκόνες· τότε τὸν ἔκλεισαν στὸ ὑπόγειο τοῦ μητροπολιτικοῦ μεγάρου τῆς Σμύρνης κ᾿ ἐκεῖ τὸν μαστίγωναν ἀλύπητα. Ἀργότερα, τὸ 826, διαμαρτυρήθηκε τελευταία φορὰ καὶ γιὰ τὸν παράνομο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Β΄ (820-829).  


Τέλος σὲ ἡλικία 67 ἐτῶν, τὸ ἔτος 826, μιὰ βραδιά, μιὰ ἁγία ἡμέρα, προαισθάνθηκε τὸ τέλος του. Ἦταν 9 Νοεμβρίου. Κάλεσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ τὰ ἀποχαιρέτισε. Τὰ τελευταῖά του λόγια ἦταν· «Παιδιά μου, φυλάξατε ὀρθόδοξον τὴν πίστιν καὶ βίον ἀκηλίδωτον, καὶ ὁ Θεὸς μαζί σας». Στὶς 11 Νοεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή, τοὺς παρακάλεσε νὰ ψάλουν τὸν ἄμωμο, τὸν μεγαλύτερο ψαλμὸ τοῦ Ψαλτηρίου, τὸν 118ο. Κι ὅταν οἱ μοναχοὶ ἔλεγαν μὲ δάκρυα τὸ στίχο «Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἔζησάς με, Κύριε», δηλαδή· «Ὦ Θεέ μου, ποτέ δὲν θὰ ξεχάσω τὰ λόγια τοῦ νόμου σου, γιατὶ μ᾿ αὐτὰ μοῦ ἔδωσες ζωή» (Ψαλμ 118,93), τὴν ὥρα ἐκείνη φτερούγισε ἡ ἁγία του ψυχὴ καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν οὐράνιο πατέρα.

 Ὁ ἅγιος Θεόδωρος μετὰ τὴν τρίτη ἐξορία δὲν ξαναεῖδε τὸ μοναστήρι του, ποὺ τὸ κατέλαβαν ἄλλοι μοναχοί, ὀπαδοὶ τῶν εἰκονομάχων. Μακριά ἀπὸ τὸ Στούδιο, θλιβόμενος καὶ προσευχόμενος, πέρασε τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του ἐκεῖ, στὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, καὶ ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο.






Πέρασαν ἀπὸ τότε, μετρῆστε, 1.150 χρόνια. Μὰ αὐτὴ ἡ ἱστορία μοιάζει σὰν νά ᾿νε καινούργια. Θὰ ἤθελα νά ᾿χα ἕνα πίνακα καὶ νὰ γράψω μερικὰ ὀνόματα. Τὸ ἕνα ὄνομα Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄. Τὸ δεύτερο ὄνομα Θεοδότη. Τὸ τρίτο ὄνομα Ἰωσήφ, ὁ παπᾶς ποὺ στεφάνωσε τὸ παράνομο ζεῦγος. Καὶ μετὰ νὰ πιάσω νὰ σβήσω τὸ ὄνομα τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ ΣΤ΄ ―ποὺ εἶχε ἄθλιο τέλος, τὸν τύφλωσαν μέσα στὰ ἀνάκτορα οἱ ἐχθροί του―, καὶ στὴ θέσι του νὰ γράψω τὸ ὄνομα τίνος; Τὸ ὄνομα καθενὸς ποὺ χωρίζει ἄνευ σοβαροῦ λόγου τὴ νόμιμη γυναῖκά του. Ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος χώρισε τότε τὴ γυναῖκά του, τὴν ἁγία ἐκείνη Μαρία, τὴν ἔδιωξε μακριὰ καὶ τὴν ἔκλεισε στὸ μοναστήρι, ἐνῷ αὐτὴ ἔμεινε πιστὴ μέχρι τέλους, ἔτσι καὶ σήμερα διάφορα πρόσωπα, ποὺ ἐξ αὐτῶν ἄλλοι εἶνε ἄσημοι ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν κατέχουν ὕψιστα ἀξιώματα μέσα στὴν πατρίδα, χωρίζουν τὶς γυναῖκές τους. Δὲν χρειάζεται ν᾿ ἀναφέρω ἐδῶ τὰ ὀνόματά τους. Τὰ ἀποσιωπῶ, ὄχι ἐκ δειλίας, διότι ἔχω ἄλλοτε ἐλέγξει καὶ ἐπωνύμως τέτοια πρόσωπα, ποὺ ἔδιωξαν τὶς γυναῖκές τους, τὶς νεώτερες Μαρίες, καὶ τὶς ὡδήγησαν σὲ μεγάλη θλῖψι, κι αὐτὲς κλαῖνε κι ἀναστενάζουν. Σβῆστε λοιπὸν τὸ ὄνομα Κωνσταντῖνος καὶ γράψτε τὰ ὀνόματά τους· καθένας τὰ γνωρίζει. Στὴ γειτονιά τους, στὴν πόλι τους, στὴν Ἑλλάδα ὁλόκληρη, εἶνε γνωστά, πολὺ γνωστά, τέτοια ὀνόματα, κι ἂς μὴ κρύβωνται πίσω ἀπὸ τὸ δάκτυλό τους.  



Ἤθελα ἔπειτα νὰ σβήσω στὸν πίνακα τὸ ὄνομα τῆς Μαρίας καὶ ποιό ὄνομα νὰ γράψω; Ὅπως τότε ἡ Μαρία, ἀφ᾿ ὅτου τὴν ἔδιωξαν βιαίως ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἔμεινε πιστὴ κι ἀφωσιωμένη στὸν ἄνδρα της καὶ προσευχόταν γι᾿ αὐτόν, ἔτσι καὶ σήμερα, μέσα στὴ βρωμιὰ καὶ τὴ σαπίλα καὶ τὴν κοπριὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ὑπάρχουν ἀκόμα διαμάντια. Ὑπάρχουν γυναῖκες τίμιες, γυναῖκες ποὺ μένουν πιστὲς στὸν ὅρκο τους καὶ δὲν ἐννοοῦν νὰ δώσουν διαζύγιο στὸν ἄνδρα τους. Προσεύχονται καὶ ἐλπίζουν στὸ Θεό, ὅτι θὰ ἔλθῃ μιὰ ἅγια ἡμέρα ποὺ ὁ ἄσωτος θὰ ἐπιστρέψῃ στὸ σπίτι.  



Εἶνε παραμύθι; Δὲν εἶνε παραμύθι. Στὴ μητρόπολί μου, στὴ Φλώρινα, σ᾿ ἕνα μικρὸ χωριό, ἔφυγε κάποιος, ἄφησε τὴ σύζυγό του, καὶ πῆγε στὴ Γερμανία. Ἐκεῖ ὅμως ἀλήτεψε. Γύρισε Μόναχο, Βόννη, διάφορες πόλεις. Πόσα χρόνια, παρακαλῶ; Δέκα χρόνια. Ἡ γυναίκα του ἦταν νέα, μὲ ἔξοχο κάλλος, ἡ πιὸ ὡραία γυναίκα τοῦ χωριοῦ, εικοσι ἐτῶν, μὲ δυὸ παιδάκια. Πέσανε ὅλοι οἱ συγγενεῖς καὶ τῆς ἔλεγαν· ―Τὸν ἄτιμο, σ᾿ ἀρνήθηκε. Λοιπὸν κ᾿ ἐσὺ παντρέψου. Ἐκείνη ὅμως τίποτε· ―Μένω πιστὴ στὸν ἄνδρα μου. Ὁ Θεὸς θὰ τὸν γυρίσῃ, θὰ τὸν φέρῃ πίσω ἡ Παναγία. Πέρασαν πάνω ἀπὸ 10 χρόνια, 12 γιὰ τὴν ἀκρίβεια. Καὶ μιὰ μέρα ―ὤ μέρα ἁγία, μέρα ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου!― νά ᾿τονε κ᾿ ἔρχεται ἀπὸ τὴ Γερμανία καὶ πάει στὴν Πτολεμαΐδα. Δὲν τόλμησε νὰ πάῃ στὸ χωριό. Βρίσκει κάποιον πατριώτη καὶ δειλὰ – δειλὰ τὸν ῥωτάει· ―Τί κάνει ἡ γυναίκα μου, παντρεύτηκε; ―Ὄχι, σὲ περιμένει…
―Μὲ περιμένει; κι ἄρχισε νὰ κλαίῃ. Μὲ περιμένει; Δὲν φανταζόμουν τέτοια ἀγάπη στὸν κόσμο…  



Τὴν ἄλλη μέρα πάει στὸ χωριό, καὶ γιὰ τὴν ἐπιστροφή του χτύπησαν οἱ καμπάνες σὰν νὰ ἦταν Πάσχα καὶ ἀνάστασις. Ὅλο τὸ χωριὸ πέρασε νὰ τοὺς συγχαρῇ. Σᾶς ἐρωτῶ· Αὐτὴ τὴ γυναῖκα, τὴν τίμια γυναῖκα, ποὺ μένει πιστὴ στὸν ἄνδρα της, πῶς τώρα ἐμεῖς θὰ τὴν ἀγνοήσουμε καὶ θὰ τὴν ἀδικήσουμε καὶ θὰ τῆς ποῦμε· Θέλεις δὲ θέλεις, θὰ σ᾿ τὸ δώσουμε τὸ διαζύγιο; Ὅπως, λοιπόν, τότε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ΣΤ΄ ἔδιωξε τὴ γυναῖκά του, ἔτσι καὶ σήμερα ὑπάρχουν ἄνδρες μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα ποὺ διώχνουν τὶς γυναῖκες τους. Κι ὅπως τότε ὑπῆρχε ἡ Μαρία, ποὺ ἔμεινε πιστή, ἔτσι καὶ σήμερα στὴ θέσι τῆς Μαρίας ὑπάρχουν πιστὲς γυναῖκες, ποὺ ἀρνοῦνται τὸ διαζύγιο γιὰ νὰ σώσουν τὴν οἰκογένειά τους. Σβῆστε τὸ ὄνομα τῆς Μαρίας καὶ γράψτε στὴ θέσι του τὰ ὀνόματά τους.
 



Τέλος, καὶ στὴ θέσι τοῦ ἱερέως ἐκείνου ὑπάρχουν, δυστυχῶς, σήμερα κάποιοι ἄλλοι κληρικοί. Θὰ σᾶς πῶ κάτι λυπηρὸ στὸ σημεῖο αὐτό. Εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἀλλὰ θὰ σᾶς τὸ πῶ· Θὰ δοῦμε πολύ δύσκολες ἡμέρες. Θεέ μου, Θεέ μου!… Κινδυνεύουμε νὰ σβήσουμε σὰν φυλή. Κι ἂν ψηφισθῇ ὁ νόμος περὶ διαζυγίου, τότε ἄτιμοι παπᾶδες καὶ δεσποτάδες, κόλακες καὶ δειλοί, θὰ δεχθοῦν νὰ στεφανώσουν καὶ παράνομα ζεύγη.

* * *

Ἀγαπητοί μου, Συμφορὰ μεγάλη στὸ ἔθνος μας εἶνε ἡ διάλυσις τῆς οἰκογενείας μὲ τὰ τόσα διαζύγια ποὺ ἐκδίδονται. Καὶ ἂν ψηφιστῇ καὶ νέος νόμος περὶ διαζυγίου, αὐτὸ θὰ εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν. Ἡ μασονία μᾶς ἔχει περικυκλώσει ἀπὸ δυσμὰς καὶ ἀνατολάς, κ᾿ εἶνε ἕτοιμο τὸ ἔθνος νὰ τιναχτῇ στὸν ἀέρα. Ἀλλὰ δὲν θὰ τιναχτῇ στὸν ἀέρα! Ὑπάρχουν οἱ μάρτυρες, ὑπάρχουν οἱ ἅγιοι, ὑπάρχουν οἱ νεκροί, ὑπάρχει Θεός. Δὲν θὰ τιναχτῇ στὸν ἀέρα, ὑπὸ ἕνα ὅρον. Ποιόν ὅρο; Διαβάστε τὸ ῥητὸ ποὺ ἔχω γραμμένο ἐκεῖ ψηλά· «Ἕως τοῦ θανάτου ἀγώνισαι περὶ τῆς ἀληθείας, καὶ Κύριος ὁ Θεὸς πολεμήσει ὑπὲρ σοῦ» (Σ. Σειρ. 4,28). Διαβάστέ το καὶ βάλτε το μέσα στὴν καρδιά σας, γιὰ νὰ γίνῃ τὸ ῥητὸ αὐτὸ σύμβολο τοῦ ἀγῶνος μας.
 



Πρέπει νὰ ξεσηκωθοῦμε. Ἐγὼ τὸ ἐδήλωσα καὶ στὴν Πτολεμαΐδα καὶ στὴ Φλώρινα. Θὰ τὸ δηλώσω καὶ στὴν Ἀθήνα, μπροστὰ σ᾿ ὅλο τὸν Ἑλληνικὸ λαό, τὸν ὁποῖον ὑπηρετῶ πενήντα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ φόρεσα τὸ ράσο· Δὲν θὰ ὑπογράψω τοιαῦτα διαζύγια! Καὶ θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι ὄχι μόνον ἐγώ, ὁ ἁμαρτωλὸς Αὐγουστῖνος ἐπίσκοπος Φλωρίνης, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι, κι ἄλλοι ἱερεῖς θὰ ἀγωνισθοῦμε. Ἔχουμε στὴν πλάτη μας μιὰ ἱστορία. Διωχθήκαμε ἀπὸ Βουλγάρους, διωχθήκαμε ἀπὸ Ἰταλούς, διωχθήκαμε ἀπὸ Γερμανούς, διωχθήκαμε ἀπὸ ἀντάρτες. Ἂς διωχθοῦμε λοιπὸν καὶ τώρα. Ἂς πεθάνουμε στὴ φυλακὴ γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Μιὰ φορὰ ζῇ κανεὶς στὸν κόσμο αὐτό. Θὰ τολμήσουμε. Καὶ θ᾿ ἀποδείξουμε στοὺς μεγάλους, ὅτι δὲν θὰ νικήσῃ ἡ μασονία, δὲν θὰ νικήσουν τὰ ἀξιώματα. Καὶ ἡ Ἑλλὰς δὲν θὰ γίνῃ Δανία, δὲν θὰ γίνῃ Νορβηγία, δὲν θὰ γίνῃ Σικάγο. Θὰ μείνῃ Ἑλλάς. Ἑλλὰς – χριστιανισμός, Ἑλλὰς – Ὀρθοδοξία. Θὰ μιλήσουμε πάλι στὸν ὑπουργὸ τῆς δικαιοσύνης. Τοῦ ὡμιλήσαμε μιὰ φορά, τοῦ ὡμιλήσαμε δυὸ φορές, θὰ τοῦ ὡμιλήσουμε μὲ ἀκόμη πιὸ σκληρὰ γλῶσσα αὔριο. Θέλω νὰ πιστεύω, ὅτι πίσω ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο, ἢ μᾶλλον ὄχι πίσω ἀπὸ τὸν Αὐγουστῖνο ―δὲν εἶνε κάτι τὸ προσωπικό―, ἀλλὰ πίσω ἀπὸ τὸ λάβαρο τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶνε ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἑλλάδος.  


Κατηγοροῦμε τὴν Ἀμερική, κ᾿ ἔχουμε πολλὰ παράπονα ἐναντίον τῶν Ἀμερικανῶν καὶ ἐναντίον τῶν Ἄγγλων. Ἀλλὰ πρέπει νὰ σᾶς πῶ μιὰ ἀλήθεια πικρά· Στὴν Ἀμερικὴ κανένας διαζευγμένος δὲν βγαίνει πρόεδρος. Δεῖξε μας τὴν οἰκογένειά σου, ζητοῦν οἱ Ἀμερικανοί, γιὰ νὰ σὲ ψηφίσουμε. Ἐδῶ μᾶς κυβερνοῦν οἱ διαζευγμένοι.  



Στὴ Γερμανία ἕνας σπουδαῖος πρωθυπουργός, μόλις ἀκούστηκε ὅτι ἄφησε τὴ γυναῖκά του κ᾿ ἔχει ἄλλες βλέψεις, ἔπεσε ἀπὸ τὴν κυβέρνησι. Τὸ διο ἰσχύει καὶ στὴν Ἀγγλία. Κ᾿ ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα τόσα χρόνια, τόσους αἰῶνες, τὸ ίδιο είχαμε· Τὴν οἰκογένειά σου, κύριε, δεῖξέ μου τὴν οἰκογένειά σου, γιὰ νὰ σὲ βγάλω βουλευτή, γιὰ νὰ σὲ βγάλω ὑπουργό, γιὰ νὰ σὲ βγάλω πρωθυπουργό. Ἐσύ, ποὺ διέλυσες τὸ σπίτι σου, πῶς θὰ κρατήσῃς αὐτὸ τὸ μεγάλο σπίτι ποὺ λέγεται Ἑλλάς; Τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ εἶνε ἀλήθεια αἰώνιος· «Εἴ τις τοῦ ἰδίου οἴκου προστῆναι οὐκ οἶδε, πῶς ἐκκλησίας Θεοῦ ἐπιμελήσεται;» (A΄ Tιμ. 3,5), δηλαδή· Αὐτὸς ποὺ δὲν ξέρει νὰ κυβερνήσῃ τὴν οἰκογένειά του καὶ διαλύει τὸ σπίτι του, πῶς μπορεῖ νὰ σώσῃ τὴ μεγάλη οἰκογένεια; Ἀπὸ ᾿δῶ κ᾿ ἐμπρὸς πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ ξυπνήσουμε. Μὲ τὶς εἰκόνες στὰ χέρια, μὲ τὰ λάβαρα, μὲ τὶς καμπάνες νεκρικά, μὲ τὸ ῥάσο σημαία, ποὺ ἔχει μιὰ ἱστορία ὁλόκληρη, νὰ ξεχυθοῦμε στοὺς δρόμους καὶ στὰ πεζοδρόμια. Νὰ βγοῦμε ἔξω, νὰ φωνάξουμε, νὰ διαμαρτυρηθοῦμε, νὰ ἀγωνισθοῦμε ὅλοι μας.


† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου