Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

3ον) ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΠΡΟΣ ΕΓΚΡΙΤΟΝ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗ ΜΟΝΑΧΟ

 
 
ΠΛΕΙΟΝΕΣ ΑΓΙΟΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ 


 
Περί τήν «Διαχρονικ Συμφωνία τν γίων Πατέρων
γι τ ποχρεωτικ το 15ου Κανόνος
τς Πρωτοδευτέρας Συνόδου
περ Διακοπς Μνημονεύσεως πισκόπου
Κηρύσσοντος π’ κκλησίας Αρεσιν»

 
του Ακαθαίρετου Ασκητού του Κίσσαβου 
ιερομονάχου Εθύμιου Τρικαμην






7) Στήν ἴδια παράγραφο λίγο κατωτέρω ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Καί ἀναμφίβολα εἶναι πλάνηκαὶ ἀκόμα μεγαλύτερη, ἄν οὔτε κἄν τό ὑποψιαζώμαστετό νά θεωροῦμε ὅλη τήν Ἐκκλησίαν αἱρετική καί μολυσμένηνθολήν καί βρώμικη”(!), καί τά μυστήριά τηςμάταια καί ἐπιβλαβῆ”!!! ( π. Ἐπιφάνιος αὐτό τό χαρακτήριζεν ἀπερίφραστα ὡς αἵρεσιν καί ὄχι ὡς ἁπλοῦν σχίσμα.
Ποῖος ἄραγε σέ ἐπληροφόρησε ὅτι ἐγώ θεωρῶ ὅλη τήν Ἐκκλησία αἱρετική καί μολυσμένη, θολή καί βρώμικη καί τά μυστήριά της μάταια καί ἐπιβλαβῆ; Ἐγώ, γιά νά γνωρίζης ἀπό πρῶτο χέρι, θεωρῶ ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας καί ὅσοι ἄλλοι ἐνσυνείδητα ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὅσοι ἐπίσης ἐνσυνείδητα ἀνήκουν στό Π.Σ.Ε. καί ἐπί πλέον, ὅσοι ἐνσυνείδητα μνημονεύουν αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Αὐτά τουλάχιστον διδάσκουν οἱ Πατέρες.


Ἄν τώρα ἐσύ πάτερ, ὅλους αὐτούς τούς θεωρεῖς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη ἡ Ἐκκλησία αὐτή δέν εἶναι κατά τόν Παῦλο ἄσπιλος καί ἀμώμητος, ἀλλά ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη. Τά μυστήρια δέ, πού τελοῦν ὅλοι αὐτοί πού προανέφερα, τά θεωρῶ κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα χάριν τοῦ λαοῦ, μέ μόνη διαφορά ὅτι αὐτά ἐνεργοῦν ἀρνητικά στούς ἔχοντας γνῶσι γιά τήν αἵρεσι πού ἀκολουθοῦν, καί εὐεργετικά στά νήπια καί στούς ἔχοντας ἄγνοια, ἀλλά πού ἔχουν ἀγαθή προαίρεσι.
Στό σημεῖο αὐτό ἄν ἔχης κάτι νά ἀναφέρης σέ παρακαλῶ νά τό κάνης, ἀρκεῖ νά εἶναι πατερικῶς καί ἁγιογραφικῶς κατοχυρωμένο καί ὄχι ἀμάρτυρο καί ἀστήρικτο.


Ἐγώ ὅμως ἀπορῶ, πῶς ἐσύ στηριζόμενος στόν π. Ἐπιφάνιο χαρακτηρίζεις αἱρετικό κάποιον ὁ ὁποῖος ἔχει μία πεπλανημένη ἰδέα γιά τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήρια καί μάλιστα γιά τό ποῦ εὑρίσκονται αὐτά ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί ἀπό τήν ἄλλη τόν Πατριάρχη ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τά μυστήρια τῶν Παπικῶν, Μονοφυσιτῶν, Προτεσταντῶν–Λουθηρανῶν, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό Π.Σ.Ε. καί καυχᾶται δι’ αὐτό, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τό κοράνιο ἅγιο, τούς Ἁγίους πού ἐπροκάλεσαν τό σχίσμα θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, πού πιστεύει στήν λεγομένη βαπτισματική θεολογία καί τόσα ἄλλα τόν θεωρεῖς κανονικό Ἐπίσκοπο καί Πατριάρχη, τόν μνημονεύεις, τόν ἔχεις εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ κλπ.


8) Στήν σελίδα (3) ἐπίσης ἀκροτελεύτεια γράφεις τά ἑξῆς: «Τούς  φόβους μας δέν τούς ἐνισχύει μόνον οἰκτρά κατάληξις τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, ἀλλά καί κατάληξις εὐλαβέστατων Πατέρων, πού ἐνῶ μᾶς στήριζαν στήν ἀρχήν τῆς μοναχικῆς μας ζωῆς, τώρα διστάζουμε νά τούς μνημονεύσωμε στήν Θείαν Λειτουργιαν, διότι ἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας! Ἀλλά καί, προσφάτως, ἡ κατάληξις τοῦ εὐλαβοῦς (κατά τίς πληροφορίες μας)  πάπα-Σταύρου (στή Λαμία)...».


Δηλαδή, πάτερ πάτερ,  ὅσοι ἐκοιμήθησαν ἀποτειχισμένοι ἐκοιμήθησαν ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐνῶ ὅσοι εἶναι ἐντειχισμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ τόν Πατριάρχη καί τούς Οἰκουμενιστάς Ἐπισκόπους εἶναι ἐντός Ἐκκλησίας. Καί ἐπιπροσθέτως, ὅλους αὐτούς, ὅπως ὁμολογεῖς, διστάζεις νά τούς μνημονεύσης, ἐνῶ τόν Πατριάρχη τόν μνημονεύεις ἄνετα, τουλάχιστον μέχρις ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἄνωθεν φωτισμοῦ.


Εἰς αὐτά δέν θέλω  νά ἐπεκταθῶ κρίνοντάς τα, ἐπειδή ἀποτελοῦν προσωπικά σου θέματα καί τοποθετήσεις, πλήν ὅμως δέν μπορῶ νά ἀποσιωπήσω τήν φανερή κλίση σου ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν ἀθώωσι καί ἀναγνώρισι τῶν προστατῶν καί προαγωγῶν τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, τήν σύγχυσι γιά τούς ἐντός καί ἐκτός Ἐκκλησίας καί τήν σταθερή σου τοποθέτησι καί ταύτησι μέ τούς ἰσχυρούς τῆς γῆς.
Κατωτέρω θά ἀσχοληθῶ μέ ὅσο τό δυνατόν λιγότερες ἐπισημάνσεις εἰς αὐτά πού γράφεις ἀναφερόμενος εἰς τά ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ βιβλίου πού ἐξέδωσα.


9) Καί πρῶτα γιά τό θέμα πού θίγεις εἰς τήν σελίδα (6) τῆς ἐπιστολῆς σου ἀναφορικά μέ τήν ἐπί ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀποτείχισι ἀπό τόν διάδοχό του Ἀρσάκιο.  Γράφεις τά ἑξῆς: «Τέλος, εἰδικῶς μέ τήν “ἀντίφασιν” τοῦ Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, πού δίδει λαβήν νά ἑρμηνευθῆ ὡς ἰδιοτέλεια τοῦ Ἁγίου(!), ὤφειλε ὁ π. Ε. νά μήν ἀποσιωπήσῃ ὅτι ἀρχικῶς ὁ πατήρ εἶχε δώσει ἐντολήν νά κοινωνήσουν μέ τόν μοιχεπιβάτην διάδοχόν του –ἐφ’ ὅσον δὲν ἐπρόκειτο γιά θέμα πίστεως (συμφώνως ἄλλωστε μέ τήν ἀμέσως προηγουμένως ἐκτεθεῖσαν ὑπὸ τοῦ π. Ε.  διδασκαλίαν του)–· συνέστησε μόνον νά μήν ὑπογράψουν τήν ἄδικον καί συκοφαντικήν και κυρίως ἀντικανονικήν καταδίκην του. Ὅμως μεταγενεστέρως, βλέποντας τήν τυρρανικήν καί μή ἔχουσαν κἄν προσωπεῖον ἐκκλησιαστικόν συμπεριφορά τῶν διωκτῶν του πρός τούς ἀφοσιωμένους εἰς αὐτόν, ἐμακάρισε τούς μή κοινωνήσαντας καί τούς παρηγόρησε διά τά μαρτυρικά παθήματά τους».


 Ἐδῶ νομίζω πάτερ, θέλεις νά παρουσιάσης τόν ἅγιο, ἄλλα νά λέγη καί ἄλλα νά πράττη. Δηλαδή νά δίδη, ὅπως ἀναφέρεις, ἐντολή στούς κληρικούς νά μήν ἀποτειχισθοῦν καί τελικά νά κατατάσση μέ τούς Ἁγίους καί ὁμολογητάς τούς ἀποτειχισμένους. Ἐγώ παρουσίασα τήν τελική κρίσι τοῦ ἁγίου γιά τούς ἀποτειχισθέντας ἀπό τόν μοιχεπιβάτη διάδοχό του Ἀρσάκιο, ἐπειδή αὐτή ἀποδεικνύει καί τήν ἔννοια τῆς πρώτης συμβουλῆς του. Διότι ἄν ἐπρόκειτο, ὅπως ἀναφέρεις, δι’ ἐντολή τοῦ ἁγίου νά μήν ἀποτειχισθοῦν οἱ κληρικοί, μετά τήν ἀποτείχισι καί τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν ἐξ αὐτῆς, θά ἔπρεπε νά τούς σωφρονίση, νά τούς καταστήση γνωστό ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀνυπακοῆς των ὑπέστησαν αὐτήν τήν ταλαιπωρία, νά τούς ὑπενθυμίση ὅτι ἔχουν κάνει σχίσμα καί ὡς ἐκ τούτου εὑρίσκονται ἐκτός Ἐκκλησίας, καί ὅτι, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία του, οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν συγχωρεῖ τό σχίσμα, νά τούς ὑποδείξη ὅτι ἔπεσαν στό βαρύ πάθος τῆς προσωποληψίας καί βεβαίως θά ἔπρεπε, πέραν ὅλων αὐτῶν, νά τούς ὑποδείξη καί τήν ὁδό τῆς μετανοίας καί ἐπιστροφῆς των εἰς τήν Ἐκκλησία.


Τώρα ὅμως, μετά τήν ἀποτείχισι καί τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν χάριν αὐτῆς, ἐφ’ ὅσον ὁ ἅγιος τούς συγκαταριθμῆ μέ τούς ὁμολογητάς καί μάρτυρας, αὐτό σημαίνει (σύμφωνα μέ τά γραφόμενά σου) ὅτι δέν τούς ἐπαρηγόρησε, ὅπως ἀναφέρεις, ἀλλά τούς ἐπλάνησε. Διότι,  τί παρηγορία εἶναι νά μήν λέγης τήν ἀλήθεια σέ κάποιον, ἀλλά νά τόν κάνης νά τρέφη αὐταπάτες καί μάλιστα σέ τόσο σοβαρά θέματα πού ἅπτονται τῆς ἰδίας τῆς σωτηρίας του;


Ἀπό ὅλα αὐτά λοιπόν, ἄλλη φαίνεται νά εἶναι ἡ ἔννοια τῆς συμβουλῆς (καί ὄχι, ὅπως ἀναφέρεις, ἐντολῆς) τοῦ ἁγίου πρός τούς κληρικούς του. Δηλαδή, ἐφ’ ὅσον ἐπρόκειτο γιά τόν ἑαυτόν του δέν ἦτο δυνατόν νά ζητήση καμμία θυσία ἐκ μέρους τῶν Ἐπισκόπων καί κληρικῶν του. Αὐτό θά ἦτο ἐγωϊστικό ἐκ μέρους του, νά ἔλεγε δηλαδή, ὅτι τό δίκαιο εἶναι νά παραμείνετε πιστοί σέ ἐμένα, νά ἀποτειχισθῆτε ἀπό τόν μοιχεπιβάτη κλπ.  Ὅταν ὅμως, αὐτό πού δέν τούς τό ἐζήτησε, αὐτοί τό ἔπραξαν, τότε ἀπεκάλυψε ὅλη τήν διάθεσί του καί κατέταξε τούς πράξαντας τοιουτοτρόπως μεταξύ τῶν Ἁγίων.


Ἄς ἰδοῦμε ὅμως, αὐτά τά ἴδια τά κείμενα διά νά διαπιστώσωμε ἄν ἐπρόκειτο διά ἐντολῆς ἤ συμβουλῆς τοῦ ἁγίου: «Μετά τούτους τοὺς λόγους λέγει Εὐλύσιος ὁ Ἀπαμείας τῆς Βιθυνίας· "Ἐπάναγκες ἡμᾶς ἐστι κατέχοντας τὰς ἐκκλησίας ἀναγκασθῆναι καὶ κοινωνῆσαι καὶ ὑπογράψαι". Ἔφη ὁ ἅγιος Ἰωάννης· "Κοινωνήσατε μέν, ἵνα μὴ σχίσητε τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ὑπογράψητε δέ· οὐδὲν γὰρ ἐμαυτῷ σύνοιδα ἄξιον καθαιρέσεως ἐννοήσας"» (ΕΠΕ 1, 126,13).


Λίγο πρίν, στήν ἴδια τελευταία σύναξι τῶν Ἐπισκόπων ὁ ἅγιος εἶχε ἀναφέρει «Εὔξασθε, ἀδελφοί, καί, εἰ φιλεῖτε τὸν Χριστόν, ἐμοῦ ἕνεκεν μή τις ἀπολείπῃ τὴν ἑαυτοῦ ἐκκλησίαν» (ΕΠΕ 1, 124,12). Λίγο ἐπίσης ἀργότερα στίς διακόνισσες εἶπε τά ἑξῆς: «Τοῦτο δέ ἐστιν ὅ παρακαλῶ· μή τις ὑμῶν ἀνακοπῇ τῆς συνήθους εὐνοίας τῆς περί τήν ἐκκλησίαν. Καί ὅς ἄν ἄκων ἀχθῇ ἐπί τήν χειροτονίαν, μή ἀμβιτεύσας τό πρᾶγμα, κατά συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε τήν κεφαλήν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ (οὐ δύναται γάρ ἡ ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι), καί οὕτως ἐλεηθῆτε. Μέμνησθέ μου ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑμῶν» (ΕΠΕ 1, 148,34).


Στό δεύτερο λοιπόν ἀπό τά παρατιθέμενα κείμενα, τό ὁποῖο εἶναι καί πρῶτο χρονικά, ὁ ἅγιος φαίνεται καθαρά ὅτι ὄχι μόνο δέν δίδει ἐντολή, ἀλλά κυριολεκτικά παρακαλεῖ τούς Ἐπισκόπους νά μήν ἀφήσουν πρός χάριν του τίς ἐπισκοπές των. Ἡ ἔκφρασις «ἐμοῦ ἕνεκεν» δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι κατά μίμησι τοῦ Χριστοῦ (Ἰωαν. 18, 8-9) δέν θέλει κάποιος νά πάθη κάτι δι’ αὐτόν, οὔτε νά χάσουν οἱ ἐπισκοπές τούς ποιμένες των. Στήν ἀπορία δέ τοῦ Ἐπισκόπου ὅτι παραμένοντας στίς ἐπισκοπές θά ἔχουν ἀναγκαστικά ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ αὐτούς πού τόν καθήρεσαν καί, προσέτι, θά ἀναγκασθοῦν νά ὑπογράψουν συμφωνοῦντες εἰς τήν καθαίρεσί του, ὁ ἅγιος τούς συμβουλεύει νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικά, ἀλλά νά μήν ὑπογράψουν. Ἡ τελική του ἔκφρασις, «οὐδέν γάρ ἑμαυτόν σύνοιδα ἄξιον καθαιρέσεως ἐννοήσας», δείχνει ὅτι προσπαθεῖ νά δικαιολογήση αὐτή του τή στάσι καί ὡς ἐκ τούτου διαλέγεται μέ τούς Ἐπισκόπους καί ὑποδεικνύει τά ὅρια τῆς οἰκονομίας.


Στό τρίτο δέ κείμενο, τό ὁποῖο ἀναφέρεται πρός τίς διακόνισσες, ἔχει καί τήν ἴδια τήν λέξι τῆς παρακλήσεως: «Τοῦτο δέ ἐστιν ὅ παρακαλῶ». Ὅλοι αὐτοί ὅμως τούς ὁποίους παρακαλοῦσε καί συμβούλευε νά μήν ἀποτειχισθοῦν ἔκαναν τό ἀντίθετο. Μήπως, πάτερ, ἦταν τόσο ἀπείθαρχοι ἤ φανατισμένοι ἤ προσωπολῆπτες; Καί πῶς, λοιπόν, ὁ ἅγιος γιά χάρι του ἐδέχθη νά γίνη ἕνα σχίσμα, μία παγκόσμιος ἀναστάτωσις, ἄν αὐτή δέν ἦτο σύμφωνος μέ τούς ἱερούς Κανόνας καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας; Καί μάλιστα νά τούς ἀνεβάση ὅλους αὐτούς τούς ἀπείθαρχους καί ἀνυπάκουους, κατά τό δή λεγόμενο, ἕως τρίτου οὐρανοῦ;


Ὅπως λοιπόν παρουσιάζεις τόν ἅγιο, ὄχι μόνον ἅγιος δέν εἶναι, ἀλλά εἶναι προσωπολήπτης καί καιροσκόπος. Ἄν ὅμως ἀκολουθήσωμε τήν σκέψι ὅτι ὁ ἅγιος, κατά μίμησι τοῦ Χριστοῦ, δέν ἐζήτησε, οὔτε ἠθέλησε νά πάθη κάποιος κάτι δι’ αὐτόν καί δι’ αὐτό ἐσυμβούλευσε νά μήν ἀποτειχισθοῦν, συγχρόνως δέ, ὅταν εἶδε τόν βαθμό τῆς θυσίας των, ὅτι δηλαδή ἐξ αἰτίας τῆς δικαιοσύνης οἱ Ἐπίσκοποι ἀποτειχίσθηκαν καί ἐθυσίασαν τούς θρόνους των καί τούς ἑαυτούς των, πάλι ἐπιβραβεύει τήν στάσι των καί τούς κατατάσσει μεταξύ τῶν Ἁγίων, τότε καταλαβαίνουμε καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ Ἰωάννη, καὶ τὴν ἁγιότητα τῶν μαθητῶν του, καὶ τὸ ποιά ἦταν ἡ στάσι του ὡς πρὸς τὴν ἀποτείχισι. Τήν παράδοσι αὐτή συνοπτικά τήν παρουσιάζει καί ὁ ἅγ. Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, ἐξηγώντας τήν στάσι τοῦ καθενός πρός τόν πνευματικό του πατέρα. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Κἄν σταυρούμενον ἴδης αὐτόν ὡς κακοῦργον καί παρά κακούργων ἀνθρώπων πάσχοντα, εἰ δυνατόν συναπόθανον· εἰ δέ μή, μή προστεθῇς τοῖς κακοῖς ὡς κακός καί προδότης, μηδέ κοινωνήσῃς μετ’ αὐτῶν ἀθώου αἵματος, ἀλλ’ ὡς δειλός καί μικρόψυχος βραχύ τι τόν ποιμένα καταλιπών, τήν εἰς αὐτόν πίστιν φύλαξον» (ΕΠΕ Φιλοκ. τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν τόμ. 19Δ΄ σελ. 230).
Ἡ θαυμασία ἔκφρασις  τοῦ ἁγίου «μή προστεθεῖς τοῖς κακοῖς ὡς κακός καί προδότης, μηδέ κοινωνήσῃς μετ’ αὐτῶν ἀθώου αἵματος» νομίζω θά πρέπει νά σέ προβληματίση γιά τό πῶς ἐκκλησιαστικά προστιθέμεθα στούς κακούς καί πῶς κοινωνοῦμε μετ’ αὐτῶν ἀθώου αἵματος.


Δέν πρέπει νά λησμονήσωμε νά ἀναφέρωμε (πρίν κλείσομε τήν ἀναφορά μας εἰς αὐτήν τήν ἀποτείχισι ἐπί ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου) καί τό τί ἐκατώρθωσαν αὐτοί οἱ ἀποτειχισμένοι, τούς ὁποίους, ὅπως ἀναφέρεις, ἁπλῶς ἐπαρηγόρησε καί δέν ἐπιβράβευσε ὁ ἅγιος. Αὐτοί λοιπόν οἱ ἀποτειχισμένοι, ἦταν ἡ βασική καί πρώτη αἰτία γιά τήν ἀναγνώρισι τοῦ Χρυσοστόμου ὡς ἁγίου, γιά τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του καί γιά τήν ἀναγνώρισί του ὡς Οἰκουμενικοῦ διδασκάλου. Αὐτοί ἦταν καί ἐκεῖνοι πού δέν τόν ἐγκατέλειψαν εἰς τόν σταυρό του καί δέν τόν ἐπρόδωσαν, σύμφωνα μέ τόν ἅγ. Συμεών τόν νέο Θεολόγο. Τώρα, ἄν ἐσύ διδάσκης ὅτι ἔπρεπε νά μήν ἀποτειχισθοῦν, εἶναι σάν νά λές ὅτι ἔπρεπε νά τά εὕρουν, κατά τό δή λεγόμενο, μέ τούς σταυρωτές καί δημίους τοῦ ἁγίου, γιά νά ἐπικρατήση ἡ εἰρήνη εἰς τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ὅμως θά ἐπιβράβευε καί θά ἀποθέωνε τά ἀνθρώπινα πάθη.


Ἐπί πατριαρχίας λοιπόν τοῦ δευτέρου μοιχεπιβάτου, τοῦ Ἀττικοῦ (ἐχειροτονήθη καί αὐτός ζῶντος τοῦ ἁγίου, διότι ὁ Ἀρσάκιος ἀπέθανε σύντομα), ἔχουμε μία ἀλληλογραφία αὐτοῦ μέ τόν διάδοχο τοῦ Θεοφίλου στήν Ἀλεξάνδρεια, τόν ἅγ. Κύριλλο, πού ἦτο κατ’ ἀρχάς ἐχθρός καί πολέμιος τοῦ Χρυσοστόμου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐπηρεασμοῦ του ἀπό τόν Θεόφιλο. Ὁ Ἀττικός λοιπόν γράφει  στόν ἅγ. Κύριλλο καί τοῦ ἐξιστορεῖ τήν κατάστασι στήν Κων/πολι.


Ὁ λαός, τοῦ λέγει, εἶναι χωρισμένος. Οἱ ἀποτειχισμένοι Ἐπίσκοποι καί κληρικοί συνάγουν τόν λαό ἔξω ἀπό τά τείχη καί ἐπιτελοῦν ἐκεῖ τά θρησκευτικά καθήκοντα. Ἀναφέρει ὁ Ἀττικός πρός τόν Κύριλλον καί γιά τήν κατάστασιν τῆς Ἀντιοχείας ὅτι ἦτο περίπου ἡ ἴδια, ἐξ αἰτίας τῶν ἀποτειχισμένων καί καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Χρόνου δέ πολλοῦ παρεληλυθότος, καί ἡμῶν βιασαμένων τήν ἐκ τῆς δημοκρατίας ἀνάγκην, καί κατά μηδέν ἐπιστρεφομένων πρός τό τοῦ σχίσματος λείψανον, γέγραφεν ἡμῖν ἐκ τῆς ἑῴας ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος Ἀκάκιος, τόν εὐλαβέστατον ἐπίσκοπον τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτον συναναγκασθῆναι παρά τῶν δήμων τήν προσηγορίαν Ἰωάννου γράψαι, καί ᾐτεῖτο συγγνώμην ἡμᾶς παρασχεῖν τῷ ὑπό ἀνάγκης  τοῦτο πεποιηκέναι» (P.G. 77, 349C).


Ὁ λαός λοιπόν ἀνάγκασε τόν Ἀντιοχείας νά γράψη στά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο καί δι’ αὐτό ζητοῦσε ἀπό τούς ἄλλους Πατριάρχες συγγνώμη. Ὅταν αὐτά τά γεγονότα ἔφθασαν στήν Κων/πολι ἔγινε μεγαλύτερη ταραχή ἐξαιτίας τῶν ἀποτειχισμένων. Τότε ὁ Ἀττικός γράφει ὅτι ἔπραξε ὡς ἑξῆς: «Τότε δή, τότε θορυβηθείς ἐγώ, καί τόν ὑπέρ τῶν μεγίστων κίνδυνον ὑποπτεύσας, καί περί τόν εὐλαβέστατον βασιλέα γενόμενος, περί εἰρήνης, καί τῆς εὐσταθείας ἐποιούμην τόν λόγον. Ὁ δέ ἀπεκρίνατο μηδέν εἶναι βλάβος γράφειν ἀπεληλυθότος ἀνδρός ὄνομα, ὑπέρ τῆς εὐσταθείας καί τῆς τῶν λαῶν ὁμονοίας τε καί εἰρήνης. Καί τοίνυν ἐγώ τούτοις πεισθείς, (καί πῶς γάρ οὐκ ἔμελλον προφθάσας τήν ἀνάγκην;) ὥστε μή γενέσθαι τά καθ’ ἡμᾶς ἀκολουθίαν τήν πόλιν, γραφῆναι παρεσκεύασα τήν προσηγορίαν» (P.G. 77, 349D).


Mετά δικαιολογεῖται ὁ Ἀττικός ὅτι δέν εἶναι καί κάτι σημαντικό νά γράψη ἕνα κεκοιμημένο κατ’ ἀνάγκη στά δίπτυχα. Ἐν τέλει παρακαλεῖ καί τόν ἅγ. Κύριλλο νά πράξη τό ἴδιο χάριν τῆς οἰκουμενικῆς εἰρήνης: «Διόπερ καί αὐτός κέλευσον ἐγγραφῆναι τήν προσηγορίαν τοῦ ἀπεληλυθότος, ταῖς κατ’ Αἴγυπτον Ἐκκλησίαις, τῆς οἰκουμενικῆς χάριν εἰρήνης· μήτε Πατέρων λύων κανόνας, καί τήν ὁμόνοιαν πασῶν ὁμοῦ τῶν Ἐκκλησιῶν περί πλείστου ποιούμενος» (P.G. 77, 352 B).


Ὁ ἅγ. Κύριλλος ἀπαντᾶ εἰς τόν Ἀττικό ἐκφραζόμενος μέ σκληρότατα λόγια ἐναντίον τοῦ Χρυσοστόμου. Ὄχι μόνο ἀρνεῖται νά ὑπακούση στήν προτροπή τοῦ Ἀττικοῦ, ἀλλά καί τόν προτρέπει νά διαγράψη πάραυτα ἀπό τά δίπτυχα τόν Χρυσόστομο: «Κέλευσον τοῦ καταλόγου τῶν ἐπισκόπων ἐξαιρεθῆναι τήν Ἰωάννου προσηγορίαν. Εἰ γάρ οὐδέν εἶναι τοῦτο λογιούμεθα, μή λυπείτω τόν τῶν ἀποστόλων χορόν ὁ προδότης αὐτοῖς συγκαταταττόμενος· εἰσφερομένης δέ τῆς Ἰούδα προσηγορίας, ποῦ λοιπόν ἡμῖν  ὁ Ματθίας γε κείσεται; Εἰ τοίνυν οὐδείς τόν Ματθίαν ἐκβαλών ἐγγράψοι τόν Ἰούδαν τῷ τῶν ἀποστόλων χορῷ, μενέτω καί σωζέσθω, παρακαλῶ, μετά τόν τῆς ἀοιδίμου μνήμης Νεκτάριον, δεύτερος ὁ τοῦ πανευφήμου Ἀρσακίου βαθμός» (P.G. 77, 356B).


Τό θεωρεῖ δέ βεβήλωσι τό νά καταταχθῆ ἕνας λαϊκός (ὁ Χρυσόστομος) μετά τῶν κεκοιμημένων Ἱεραρχῶν: «Οὐκ ἀκόλουθον τοιγαροῦν διά τάς τινων ἀντιλογίας, εἴπερ τινές ὅλως εἰσίν, ἐκ βάθρων ὥσπερ κατασείεσθαι τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς, λαϊκοῦ συνταττομένου τοῖς ἐν ἱερατείᾳ διαπρέψασι, καί ἐν ἴσῳ μέτρῳ τιμῆς εἰσβαίνοντος. Μή γάρ δή τοῦτο καλείτωσαν οἰκουμενικήν τινες εἰρήνην, ἀλλά μᾶλλον κατατομήν» (P.G. 77, 356D).


Kαταλήγει δέ τήν ἐπιστολήν του ὁ ἅγ. Κύριλλος ὡς ἑξῆς: «Εἰ μέν ἐξῆν οὐδέν μέν τούτοις λυμήνασθαι, κατατάττειν δέ ἐν ἐπισκόποις τόν καθῃρημένον, ἦν ἄν εἰκότως εἰπεῖν ἀγρίους τινάς καί ἀνημέρους τούς τοῦτο γενέσθαι διακωλύοντας.  Ἐπειδή δέ ἀνάγκη κρατοῦντος ἑνός τήν τοῦ ἑτέρου παραλύεσθαι δύναμιν, νικάτωσαν οἱ τῆς Ἐκκλησίας θεσμοί, καί ἀποχωρείτω τῶν ἱερατικῶν καταλόγων ὁ μή λειτουργός. Τοῦτο γάρ συνάπτει πρός εἰρήνην τάς Ἐκκλησίας· τοῦτο πᾶσαν ἡμῖν ὁμοψυχίαν ἀνεργάσαιτο.  Δίδου τοιγαροῦν ἡμῖν, τό συνάγεσθαι καθαρῶς μετά τῆς σῆς θεοσεβείας, ἑνός καί τούτου τελευτήσαντος ἀμείνω, ποιούμενος τήν πρός τούς ἔτι ζῶντας ἀγάπησιν, μᾶλλον δέ τούς τῆς Ἐκκλησίας θεσμούς» (P.G. 77, 357D).
Εἶναι βέβαιον, πάτερ, ὅτι, ἄν δέν ἀπετειχίζοντο οἱ Ἰωαννίται, σήμερα ὁ ἅγιος φωστήρας τῆς Οἰκουμένης, ὄχι μόνον δὲν θὰ ἦτο  ἅγιος, ἀλλά οὔτε ἐγγεγραμμένος εἰς τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας μετά τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν.


Καί κάτι τελευταῖο διά τήν ἀνακομιδή τοῦ ἁγίου ἀπό  τά Κόμανα, ἡ ὁποία καί αὐτή ἔγινε ἀπό τόν ἅγιο Πρόκλο διά νά ἑνωθοῦν τά διεστῶτα καί ἐπικρατήση πλέον εἰς τήν συνείδησι τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἅγιος ὁ Χρυσόστομος. Γράφει λοιπόν περί αὐτῆς ὁ ἱστορικός Σωκράτης τά ἑξῆς: «Οὐκ εἰς μακράν δέ μετά τόνδε τόν χρόνον, καί ὁ ἐπίσκοπος Πρόκλος τούς χωριζομένους διά τήν τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννου καθαίρεσιν ἐπανήγαγε, φρονήσει παραμυθησάμενος τήν λύπην αὐτῶν.  Τί δέ τοῦτο ἦν, λεκτέον. Τό σῶμα Ἰωάννου ἐν Κομάνοις τεθαμμένον, βασιλέα πείσας, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν καθαίρεσιν, εἰς τήν Κωνσταντίνου πόλιν μετεκόμισε. Καί μετά πολλῆς τιμῆς, δημοσίᾳ πομπεύσας αὐτό, εἰς τήν ἐπώνυμον τῶν Ἀποστόλων ἐκκλησίαν ἀπέθετο. Πεισθέντες οὖν ἐπί τούτῳ, οἱ δι’ αὐτόν χωριζόμενοι, τῇ Ἐκκλησίᾳ ἡνώθησαν. Καί γέγονεν τῇ ἑξκαιδεκάτῃ ὑπατείᾳ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου, περί τήν ἑβδόμην καί εἰκάδα τοῦ Ἰανουαρίου μηνός. Θαυμάσαι δέ μοι ἔπεισι, πῶς ὁ φθόνος Ὠριγένους μέν τελευτήσαντος ἥψατο, Ἰωάννου δέ ἐφείσατο. Ὁ μέν γάρ μετά διακόσια ἔτη που τῆς ἑαυτοῦ τελευτῆς, ὑπό Θεοφίλου ἀκοινώνητος γέγονεν. Ἰωάννης δέ, τριακοστῷ πέμπτῳ ἔτει μετά τήν τελευτήν εἰς κοινωνίαν ὑπό Πρόκλου ἐδέχθη. Τοσοῦτον Πρόκλος Θεοφίλου τῷ τρόπῳ διήνεγκεν. Ἀλλά ταῦτα μέν ὅπως γέγονέ τε καί ἀεί γίνεται, τούς σωφρονοῦντας οὐ διαφεύγει» (P.G. 67, 836).


Ἐπιπροσθέτως, ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἰωαννιτῶν, ἀσφαλῶς στή θέσι τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου θά ὑπῆρχε ὁ σφαγέας καί δήμιός του Θεόφιλος, τόν ὁποῖο ὁ Ἀττικός ὀνομάζει στήν ἐπιστολή του ἅγιο καί ἰσαπόστολο καί φυσικά εἰς αὐτό συμφωνοῦσε καί ὁ ἅγ. Κύριλλος.
Σοῦ ἀνέφερα, πάτερ, ἀνωτέρω τό τί ἐπέτυχαν οἱ ἀποτειχισμένοι ἐπί ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καί μάλιστα ὄχι γιά θέματα πίστεως ἀλλά δικαιοσύνης. Ἐσύ τώρα ὀφείλεις νά μᾶς παρουσιάσης τό τί ἐπέτυχαν οἱ ἐντειχισμένοι στούς διαδόχους τοῦ ἁγίου, Ἀρσάκιο καί Ἀττικό, οἱ ὁποῖοι φυσικά δέν ἐτιμωρήθησαν ἀπό κάποια Σύνοδο ἐπειδή δέν εἶχαν ἀποτειχισθῆ.


Γιά νά ἔλθωμε τώρα καί σέ ἕνα ἄλλο θέμα, ἀφήνοντας τόν φωστήρα τῆς Οἰκουμένης καί τό σχίσμα τῶν Ἰωαννιτῶν, θά ἀναφερθῶ ἐπ’ ὀλίγῳ σέ μία παράγραφο πού γράφεις στήν 6η σελίδα τῆς ἐπιστολῆς σου. Ἀναφέρεις συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Λόγῳ τῶν καταχρήσεων ποὺ ἐγίνοντο στὴν ἑρμηνεία τῆς φράσεως “καὶ δικαιοσύνῃ” τοῦ ΛΑ΄ Ἀποστολικοῦ πρὸς δημιουργίαν σχισμάτων, ὁ ΙΕ΄ τῆς ΑΒ περιορίζει τήν ἐξαίρεσιν μόνον στά σφάλματα πίστεως».


Νομίζω ὅτι ἐδῶ, πάτερ, ἔχεις τελείως καταληφθῆ ἀπό τόν ὀρθολογισμό καί ἔχεις τήν ἐντύπωσι ὅτι δύνασαι νά ἐξηγῆς καί νά συρράπτης τά πάντα μέ βάσι τίς ἰδέες σου. Διότι ἐδῶ, οὔτε λίγο οὔτε πολύ, ἀναφέρεις ὅτι μία τοπική Σύνοδος δύναται νά ἀλλάσση, νά διορθώνη καί νά περιορίζη μέ κάποιο Κανόνα της ἕναν Ἀποστολικό Κανόνα, ὁ ὁποῖος μάλιστα ἔχει ἐπικυρωθῆ ὀνομαστικῶς ἀπό δύο Οἰκουμενικές Συνόδους (τήν ΣΤ΄ καί τή Ζ΄).  Μάθε λοιπόν τί λέγουν περί τούτου οἱ Πατέρες γιά νά διαπιστώσης ὅτι δέν ὑπάρχει τέτοιο δικαίωμα.


Λέγει, λοιπόν, ὁ ἅγ. Νικόδημος στά προλεγόμενα τῶν ἱερῶν Κανόνων, «Ὅτι οἱ τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων κανόνες, μᾶλλον ἰσχύουσι τῶν τοπικῶν, καί οἱ τῶν τοπικῶν μᾶλλον ἰσχύουσι τῶν κατά μέρος πατέρων. Καί μάλιστα τῶν μή ὑπό Συνόδου οἰκουμενικῆς κυρωθέντων· καί ἀνάγνωθι τό ρητόν τοῦ ἁγιωτάτου Φωτίου περί τούτου, κείμενον εἰς τήν γ΄. ὑποσημείωσιν τοῦ ιγ΄ τῆς α΄» (Πηδάλιον, σελ. ιθ΄, παρ. ιβ΄). Ὁ δέ μέγας Φώτιος, στόν ὁποῖο μᾶς παραπέμπει ὁ ἅγ. Νικόδημος, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό καί πάνυ προσφυῶς εἶπεν ὁ σοφώτατος Φώτιος, τά μέν οἰκουμενικαῖς, καί κοιναῖς τυπωθέντα ψήφοις, πᾶσι προσήκει φυλάττεσθαι· ἅ δέ τις τῶν Πατέρων ἰδίως ἐξέθετο, ἤ τοπική διωρίσατο σύνοδος (μή κυρωθεῖσα δέ ὑπό Οἰκουμενικῆς) τῶν μέν φυλαττόντων, τήν γνώμην παρίστησι δεισιδαίμονα, οὐ μήν καί τοῖς γε μή παραδεξαμένοις τό παρορᾷν ἐπικίνδυνον» (Πηδάλιον ΙΓ΄ τῆς Α΄, 3η ὑποσημ.).


Δηλαδή, καί σέ περίπτωσι πού κάτι διαφορετικό ἀναφέρει μία τοπική Σύνοδος ἀπό μία Οἰκουμενική, ἰσχύει αὐτό πού εἶπε ἡ Οἰκουμενική. Εἶναι λοιπόν ἄξιον ἀπορίας πῶς ὑποστηρίζεις ὅτι μία τοπική Σύνοδος περιορίζει καί διορθώνει ἕναν Ἀποστολικό Κανόνα ἐπικυρωθέντα ὀνομαστικῶς ἀπό δύο Οἰκουμενικές. Ἄρα λοιπόν, τό πνεῦμα τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου δέν εἶναι αὐτό πού ἀναφέρεις, ἀλλά ἁπλῶς ὁ Κανών αὐτός ἀσχολεῖται μόνο μέ τά θέματα τῆς πίστεως (ἴσως σάν πιό σημαντικά ἤ ἐπειδή τότε αὐτά ἔπρεπε νά τονισθοῦν) καί δέν ἀσχολεῖται καθόλου μέ τά θέματα τῆς δικαιοσύνης. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν ἔρχεται σέ ἀντίθεσι, ὅπως ἐσύ παρουσιάζεις, οὔτε διορθώνει τόν Ἀποστολικό Κανόνα.


Ἄλλωστε καί ὁ ἅγ. Νικόδημος στήν ἑρμηνεία τοῦ ὑπό ἐξέτασιν Κανόνος ὄχι μόνο δέν ἀφήνει καμμία ὑπόνοια τέτοιας ἑρμηνείας ἀλλά στό σημεῖο αὐτό ὑποσημειώνει τά ἑξῆς: «γκαλά καί λα΄ ποστολικός νεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, άν γνωρίζει ατόν καί δικον». Δηλαδή διά νά μήν ἐννοήσωμε ὅτι μόνο γιά τά θέματα τῆς πίστεως ἀποτειχιζόμεθα ὑπάρχει καί ὁ ΛΑ΄ ἀποστ. Κανών, ὁ ὁποῖος ἐπεκτείνει τήν ἀποτείχισι καί στά θέματα τῆς δικαιοσύνης.


Ἀλλά καί κάποιες καταχρήσεις νά ἔγιναν εἰς τά θέματα τῆς ἀποτειχίσεως κάποιων διά λόγους δικαιοσύνης (μήπως ἐδῶ ἐννοεῖς τούς Ἰωαννίτες;) δέν δυνάμεθα νά καταργήσωμε τόν Κανόνα, ἀλλά νά περικόψωμε τίς καταχρήσεις. Διότι κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἐπειδή οἱ Ἐπίσκοποι σήμερα (καί εἰδικά ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης) κάνουν πολλές καταχρήσεις καί ὑπερβάσεις στήν ἄσκησι τῆς ἐξουσίας των, πρέπει μέ τήν λογική αὐτή νά καταργήσωμε τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα. Πάντως διά νά κλείσω αὐτό τό θέμα ὁ τρόπος πού καταλήγεις στά συμπεράσματα εἶναι ὄχι μόνο ἀμάρτυρος, ἀλλά καί τελείως ὀρθολογιστικός.
      Θά ἔλθω ἐν συνεχείᾳ εἰς τά ὑπόλοιπα ἱστορικά στοιχεῖα πού ἀναφέρεις στήν ἐπιστολή σου κρίνοντας τίς θέσεις τοῦ βιβλίου μου.   Στή σελίδα (7-8) παρ. (3) ἀναφέρεις τά ἑξῆς:
«Τελείως ἀνεπιτυχής εἶναι ἡ προσπάθεια τοῦ π. Ε. νὰ εὕρῃ στηρίγματα στήν Ἐκκλησιαστικήν μας Ἱστορίαν.
Γενικῶς: α΄. Χρησιμοποιεῖ παραδείγματα ἀποτειχισθέντων ἀπὸ κηρύσσοντος “γυμνῇ τῇ κεφαλῇ” αἵρεσιν (πρᾶγμα συμβατόν μὲ τὸ δυνητικόν τῆς ἐξαιρέσεως τοῦ Κανόνος), ἀλλ’ οὐδέποτε καταδεικνύει ὅτι πάντες ἀπετειχίσθησαν ἤ ἔστω ὅτι ἐτιμωρήθησαν οἱ μὴ ἀποτειχισθέντες (ὅπως θὰ ἀπαιτεῖτο πρὸς στήριξιν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως)· οὔτε μίαν περίπτωσιν στήν δισχιλιετῆ Ἐκκλησιαστική Ἱστορίαν!».
Ἐδῶ προσπαθεῖς νά δώσης τήν ἐντύπωσι ὅτι ἀποδέχεσαι μέν τήν ἀποτείχισι (ἀφοῦ δέν σοῦ ἐπιτρέπει ὁ Ἱ. Κανών καί ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία νά τήν ἀπορρίψης-καταργήσης), ἀλλά πάντα προσπαθεῖς νά τήν ἀχρηστεύσης, ἐντάσσοντάς την κάτω ἀπό τίς δικές σου προοπτικές καί ἑρμηνευτικές ἀκροβασίες.


Δέχεσαι λοιπόν τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, ὄχι ὅμως ὡς ἐνέργεια ἀπορρέουσα ἀπό τήν “καθολική” διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ τήν στάσι μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ἀλλά μόνον ὡς μία ἐνέργεια προαιρετική, ἀδιάφορη γιά τήν σωτηρία μας, ἤ μᾶλλον καί ἐπικίνδυνη, κάτι δηλ. σάν “χόμπι”, πού εἴτε τήν πραγματοποιήσουμε εἴτε ὄχι, δέν ἐπηρεάζει τήν ζωή μας, ἁπλῶς μᾶς ξεκουράζει ἀπό τήν ἔνταση τῆς καθημερινότητος! Στήν οὐσία ὅμως, μέ αὐτήν τήν ἀντιμετώπισι, καταργεῖς τήν ἀποτείχισι, ἐφ’ ὅσον παρουσιάζεις ὡς νόμιμον τήν ὁδόν τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἕως ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Ἤθελα ὅμως, πάτερ, γιά νά σέ βοηθήσω νά ἀντιληφθῆς τήν ἀντίφασι πού περικλείεται σ’ αὐτήν τήν θέσι-στάσι σου, νά ἐξετάσης τό ἑξῆς:
Ἐάν ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου, τήν ὁποία ἀναμένομεν ἡσύχως καί μνημονεύοντες τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, εἶναι ὑπέρ τῆς αἱρέσεως καί τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, τότε  τί γίνεται; Θά συνεχίσει, κατά τήν λογική σου, ὁ ἐφησυχασμός μέ μεγαλυτέρα τώρα ἀνάπαυσι τῆς συνειδήσεώς μας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί ἡ συνοδική ἀπόφασις, ἤ θά μετατρέψουμε τότε τό δυνητικό τοῦ Κανόνος σέ ὑποχρεωτικό, προκειμένου νά μήν εἴμεθα καί ἐμεῖς συνοδοιπόροι καί σύσσωμοι μέ τήν αἵρεσι;


Πάντως ἐκεῖνο τό ὁποῖο προσπάθησα νά καταδείξω στήν ἱστορική ἀναφορά τοῦ βιβλίου μου ἦταν ὅτι  ὅλοι οἱ Ἅγιοι, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἀπετειχίζοντο ἀπό ὅσους εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί τά ἐκήρυττον δημοσίως, χωρίς φυσικά νά ἀναμένουν τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου γιά τούς συγκεκριμένους αἱρετικούς. Αὐτό, ἀνέφερα σέ πολλά σημεῖα τοῦ βιβλίου, ἦταν ἀπολύτως σύμφωνο μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες. 


Ὀφείλεις λοιπόν τώρα καί ἐσύ, ἐφ’ ὅσον κατ’ οὐσίαν, διά τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας, ἀλλάζεις αὐτήν τήν Παράδοσι, νά ἀποδείξης ὅτι ἡ δυνητική ἑρμηνεία εἶναι συμβατή καί σύμφωνη μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες. Διότι, ἐφ’ ὅσον διδάσκεις μία ἑρμηνεία δίσημη καί διφορούμενη, κάθε φορά πού βλέπεις τούς Ἁγίους νά ἀποτειχίζωνται ἀπό τούς αἱρετικούς θά ἀποφαίνεσαι, ὅτι αὐτό εἶναι «πρᾶγμα συμβατόν μέ τό δυνητικόν τῆς ἐξαιρέσεως τοῦ Κανόνος». Πρέπει ὅμως νά εἶναι  συμβατή μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί ἡ ἄλλη πλευρά τῆς θεωρίας σου, διότι ἄν δέν εἶναι, τότε ἀποτελεῖ ἕναν ὕπουλο τρόπο ὑπαγωγῆς καί ὑποταγῆς στήν αἵρεσι καί μάλιστα μέ ἥσυχη τήν συνείδησί μας, διότι ἔτσι ἀπεφύγαμε τό σχίσμα  κλπ. Πρέπει ἐπίσης ἡ δεύτερη αὐτή πλευρά τῆς θεωρίας σου νά εἶναι συμβατή καί μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων στό θέμα τῶν αἱρετικῶν, οὕτως ὥστε νά ἀποδειχθῆ ἡ θεωρία σου ἐνηρμονισμένη μέ ὁλόκληρη τήν ὀρθόδοξο Παράδοσι.


Ἐκεῖνο ἐπίσης πού δέν πρέπει νά παραλείψης νά μᾶς ἐκθέσης σέ δεύτερη ἐπιστολή σου, εἶναι τό ποῦ οἱ Ἅγιοι διαχωρίζουν σέ κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τούς αἱρετικούς καί μάλιστα μέ βάσι  αὐτές νά κρίνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί των. Αὐτό τό τελευταῖο νομίζω εἶναι πολύ σημαντικό καί πρέπει νά τό ξεκαθαρίσης, διότι ἀποτελεῖ τήν σπονδυλική στήλη τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος. Ἄν ὅλα αὐτά δέν ἀποδειχθοῦν, τότε φυσικά ἀποτελοῦν νεφελώδεις θεωρίες ἤ, κατά τό δή λεγόμενο, προπέτασμα καπνοῦ πρός παραπλάνησι τῶν Ὀρθοδόξων.


Πρέπει τέλος νά τοποθετήσης στίς κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες πού κατασκεύασες, καί τόν Πατριάρχη πού μνημονεύης καί ἀποδέχεσαι ὡς οἰκεῖο Ἐπίσκοπο, γιά νά ἰδοῦμε, ὅπως σημειώνεις σέ πολλές περιπτώσεις, ἄν αὐτός ἔχη ἁπλῶς ἀναφέρει κάποια αἱρετικά λόγια, ἤ ἔχη ἀποδεχθῆ πλήρως τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἄν τήν ἔχη ἀποδεχθῆ δι’ ὑπογραφῆς ἐπισήμως, ἄν τήν ἔχη ἀποδεχθῆ διά συνοδικῆς ἀποφάσεως· νά δοῦμε ἀκόμη καί ἄν καυχᾶται δι’ αὐτήν, κατηγορώντας μάλιστα τούς Ὀρθοδόξους ὡς ὀπισθοδρομικούς, ἐνῶ τόν ἑαυτό του θεωρεῖ ὡς ἄνθρωπο ἀγάπης καί εὐρείας ἀντιλήψεως, ἄν καί δέν παραμένη στούς πατρώους θεσμούς, ἐπειδή δι’ αὐτόν καί πολλούς ἄλλους «ὁ καιρός τῆς ναρκισσευομένης Ὀρθοδοξίας παρῆλθε» καί ὡς ἐκ τούτου ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά προσαρμοσθῆ στίς ἀπαιτήσεις τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τῆς παγκοσμιοποιήσεως.


Σχετικά μέ τό «ἀκαταμάχητον» ἐπιχείρημα τοῦ π. Ἐπιφανίου, ὅπως ἀναφέρεις, ὅτι δηλαδή δέν «ἐτιμωρήθησαν οἱ μή ἀποτειχισθέντες (ὅπως θά ἀπαιτεῖτο πρός στήριξιν τοῦ ὑποχρεωτικοῦ τῆς ἐξαιρέσεως)· οὔτε μία περίπτωσιν στήν δισχιλιετῆ ἐκκλησιαστικήν ἱστορία τιμωρίας των δέν ὑπάρχει», ἔχω νά ἀναφέρω συνοπτικῶς τά ἑξῆς:


Αὐτό δέν θά ἔπρεπε κἄν νά τό ἀναφέρης ὡς ἐπιχείρημα, καί μάλιστα ἀκαταμάχητον, διότι δέν στηρίζεται οὔτε στήν ἁπλή λογική καί ὡς ἐκ τούτου μειώνεις καί τόν π. Ἐπιφάνιο, τόν ὁποῖο νομίζω ἀπό τά γραφόμενά σου ὅτι ἐκτιμᾶς. Ὅταν, δηλαδή, συνήρχετο ἡ Σύνοδος πρός ἀποκατάστασιν τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶχε, ὅπως καταλαβαίνεις, σάν σκοπό τήν τιμωρία τῶν μή ἀποτειχισθέντων, ἀλλά ὅλη ἡ προσπάθεια τῆς Συνόδου ἐστρέφετο στήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως (ἀπό τήν ὁποία εἶχον ἐπηρεασθῆ καί οἱ μή ἀποτειχισθέντες) καί τήν τιμωρία τῶν ἀρχηγῶν της, διά τῆς ἐπισήμου καί συνοδικῆς ἀποκοπῆς ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τό ὁποῖο διά τῆς αἱρέσεως εἶχαν ἐξοστρακισθῆ. Τό ὅτι διά τῆς αἱρέσεως ἀποκόπτεσαι ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πολύ καθαρά τό ἀναφέρει τό ἴδιο τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, τό ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τήν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν.


 Ἀναφέρει τό Συνοδικόν τά ἑξῆς: «τάς τε εὐλογίας αἳ ὀφείλονται τοῖς νομοφυλακτοῦσι καὶ τὰς ἀρὰς δὲ αἷς ἑαυτοὺς ὑποβάλλουσιν οἱ παρανομοῦντες, δίκαιόν τε καὶ ὀφειλόμενον δεῖν ᾠήθημεν ἀναγράψαι»· καί κατωτέρω «ὡσαύτως δὲ καὶ αἱ ἀραὶ τοὺς πατραλοίας καὶ τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν ὑπερόπτας καταλαμβάνουσι· δι᾿ ὃ κοινῇ πάντες, ὅσον εὐσεβείας πλήρωμα, οὕτως αὐτοῖς τὴν ἀρὰν ἣν αὐτοὶ ἑαυτοὺς ὑπεβάλοντο ἐπιφέρομεν».


Εἶναι πολύ σημαντικό, πάτερ, νά ἐντρυφήσης (ἄν δέν τό ἔχης κάνει) στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας, διά νά διαπιστώσης τό ἕωλο τῆς δυνητικῆς θεωρίας τοῦ Κανόνος καί προσέτι, γιά νά ἀντιληφθῆς πόσο «ἀκαταμάχητον ἐπιχείρημα» εἶναι αὐτό εἰς τό ὁποῖο αὐτή στηρίζεται. Στά χωρία λοιπόν τοῦ Συνοδικοῦ, τά ὁποῖα σοῦ παρέθεσα, διδάσκεται ὅτι διά τῆς αἱρέσεως (καί ὄχι διά τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως) ἐξερχόμεθα τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτοτιμωρούμεθα. Δέν χρειάζεται δηλαδή (ὅπως ἀναφέρεις) οὔτε νά ὑπογράψωμε κάποιο αἱρετικό κείμενο, οὔτε νά προσχωρήσωμε ἐπισήμως σέ μία αἱρετική ὁμάδα.


Αὐτή,  βεβαίως ἡ ἔξοδός μας ἀπό τήν Ἐκκλησία συντελεῖται,  ὅταν εἶναι ἐν γνώσει μας ὅτι αὐτό πού πιστεύομε εἶναι αἱρετικό, διότι ἐν ἀγνοίᾳ, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μ. Φώτιος, ἀκόμη καί κάποιοι Ἅγιοι ἐπλανήθησαν. Μάλιστα ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, ὅτι τό ἐν γνώσει ἐπιβεβαιώνεται, ἄν μᾶς ὑπεδείχθη εἰς τό σημεῖο αὐτό, ποιά εἶναι ἡ ὀρθόδοξος πίστις καί ἐμεῖς ἐπιμείναμε στήν αἵρεσι. Παντοῦ λοιπόν στό Συνοδικό, σέ δεκάδες περιπτώσεις ἀναφέρεται ὅτι, ὅσοι πιστεύουν εἰς αὐτό, αὐτό καί αὐτό... ἀνάθεμα.  Δηλαδή διά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἰσέρχεσαι εἰς τήν Ἐκκλησία καί διά τῆς αἱρέσεως ἐξέρχεσαι, ἡ δέ καταδικαστική ἀπόφασις τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει ἐπισήμως τό γεγονός.


Σήμερα λοιπόν αὐτό, ἄν ἐβαδίζαμε στά ἴχνη τοῦ Συνοδικοῦ καί τῶν Πατέρων, θά τό ἀναφέραμε καί ἐμεῖς καί θά λέγαμε: Ὅσοι πιστεύουν στήν μοναδικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας ὡς μόνης σωστικῆς κιβωτοῦ, στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό ὅλες τίς αἱρέσεις καί τούς αἱρετικούς, στήν ἀποστασιοποίησι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες κλπ., αἰωνία των ἡ μνήμη, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου δέ· ὅσοι πιστεύουν στήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς, στήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, στήν θεωρία τῶν δύο πνευμόνων, στήν βαπτισματική θεολογία, στήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν κλπ., ἀνάθεμα.


Βλέπομε λοιπόν, ὅτι ἡ κάθε ὀρθόδοξος Σύνοδος ἠσχολεῖτο μέ τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως, τήν διακήρυξι τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν καί εἰδικά τῶν ἀρχηγῶν τῆς αἱρέσεως, οἱ ὁποῖοι κατεδικάζοντο ὀνομαστικά. Δέν ἠσχολεῖτο δηλαδή μέ τούς μή ἀποτειχισθέντας, ἤ μή μόνο μέ τό νά ἐκδιωχθοῦν οἱ αἱρετικοί ἀπό τίς ἐκκλησιαστικές θέσεις, τίς ὁποῖες εἶχον καταλάβει, καί νά ἀποκατασταθοῦν εἰς αὐτές ὀρθόδοξοι ποιμένες. Αὐτό βεβαίως, ἐσύ δέν τό θεωρεῖς τιμωρία τῶν μή ἀποτειχισθέντων καί συνοδοιπόρων τῆς αἱρέσεως, διότι ἐδημιούργησες τίς κατηγορίες καί ὑποκατηγορίες τῶν αἱρετικῶν, «τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τήν προσχώρησι στήν αἵρεσι» κλπ. πρός στήριξι προφανῶς τῆς δυνητικῆς θεωρίας διά τήν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καί τήν κατασίγασι τῆς συνειδήσεως.


Ἤθελα ὅμως, πάτερ, εἰς αὐτό τό σημεῖο νά σοῦ ἀναφέρω καί τό ἑξῆς. Εἶναι δυνατόν καί λογικόν, π.χ. σέ μία μεγάλη πυρκαϊά, μετά τήν κατάσβεσί της οἱ ἁρμόδιες ὑπηρεσίες, (πυροσβεστική, ἀστυνομική, δικαστική), πέραν τοῦ ὅτι θά ἀσχοληθοῦν μέ τὸν καταλογισμό εὐθυνῶν, τήν ἀποκατάστασι τῶν ζημιῶν, τήν περίθαλψι τῶν τραυματιῶν, καί τήν τιμωρία τῶν ἐνόχων, εἶναι δυνατόν νά ἀσχοληθοῦν καί μέ τήν τιμωρία αὐτῶν πού δέν ἐβοήθησαν εἰς τήν κατάσβεσί της, ἀλλά ἀνέμειναν ἡσύχως καί ἐν ὑπομονῇ τίς ἁρμόδιες ὑπηρεσίες, οἱ ὁποῖες θά κατέστελαν τὸ κακό καί θά ἀποκαθιστοῦσαν τήν τάξι; Καί ἄν τό ἔκαναν αὐτό δέν θά ἐφαίνετο στά μάτια τοῦ καθενός ὑπερβολικό, βαρύ καί ἄδικο; Δι’ αὐτό σοῦ ἀνέφερα ὅτι αὐτό τό ἐπιχείρημα τό «ἀκαταμάχητο», ὅπως τό ὀνομάζεις, εἶναι στήν πραγματικότητα ἀνύπαρκτο, διότι βγαίνει ἀπό τά ὅρια τῆς λογικῆς.


Πέραν τούτου ἡ δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος καταρρίπτεται ἀπό μόνη της, διότι στερεῖται παντελῶς ἁγιογραφικῶν κανονικῶν καί πατερικῶν ἐρεισμάτων καί οὐδαμοῦ ἀναφέρεται, ἀκόμη καί ὡς λέξι. Καί ἐσύ τώρα, γιά νά τήν στηρίξης ἀεροβατεῖς μέ τό ἄν ἐτιμωρήθησαν οἱ μή ἀποτειχισθέντες ἀπό τούς αἱρετικούς, τούς ὁποίους ἀναλόγως κατατάσσεις σέ αὐτοαποκοπέντας, σέ ὑπογράψαντας, σέ διακηρύσσοντας γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, σέ καθαρόαιμους αἱρετικούς κλπ.


Εἰς τό σημεῖο αὐτό τέλος, νομίζω ὅτι πρέπει νά ἀναφερθῆ καί τό ἑξῆς σχετικό μέ τήν ὑπόθεσι. Ἐνῶ δηλαδή γιά διάφορα εἴδη ἁμαρτιῶν οἱ ἱεροί Κανόνες ἐπιβάλλουν ἀνάλογα παιδαγωγικά ἐπιτίμια διά νά βοηθήσουν τήν σταθεροποίησι τοῦ μετανοοῦντος εἰς τήν ἀρετή, οὐδέποτε ἐπιβάλλουν ἐπιτίμια καί τιμωρίες εἰς τούς ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν αἵρεσι. Ἐδῶ ἀπαιτοῦν οἱ κανόνες καί ἡ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἀποκήρυξι δημοσίᾳ τῆς αἱρέσεως διά λιβέλλου, ἀναμύρωσι ἤ ἀναβαπτισμό, ἀναλόγως τῆς αἱρέσεως καί μετά ἀπό αὐτά δύναται ὁ ἐπιστρέφων αἱρετικός ἀμέσως νά μεταλάβη τά Ὀρθόδοξα μυστήρια.  Αὐτό προφανῶς γίνεται παρ’ ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι μεγαλυτέρα τῶν ἁμαρτιῶν, διά νά βοηθήση τούς αἱρετικούς νά ἐπιστρέψουν στήν Ὀρθοδοξία. Μάλιστα οἱ Κανόνες καί οἱ Πατέρες συγχωροῦν καί τό νά ἔχουν οἱ αἱρετικοί μετά τήν ἐπιστροφή των εἰς τήν Ὀρθοδοξία καί τόν βαθμό τῆς ἱερωσύνης τόν ὁποῖο εἶχαν ὡς αἱρετικοί, ἐκτός βεβαίως ἀπό τούς πρωτεργάτας καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου