Πρὸς μία πλήρη
ἐκκλησιαστικὴ
δικτατορία
Γράφει ο ΝΕΜΕΣΙΟΣ
Οἱ ἀναμεταδότες τῆς οἰκουμενιστικῆς προπαγάνδας στὴν Πατρίδα μας, συσπειρωμένοι γύρω ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὴν «Μεγάλην Ἐκκλησίαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ», αἰχμαλωσία στὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὰν γύρω ἀπὸ ἕνα ὁρατὸ σημεῖο ἑνότητας συγκρητιστικῆς στὸ ψεῦδος τοῦ θεολογικοῦ σχετικισμοῦ, παροτρύνουν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας σὲ συμπόρευση μὲ μία νέα ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση. Ἡ κατάσταση αὐτὴ προέκυψε ἀπὸ τὴ μετοχέτευση τῆς νεο-ταξικῆς νοοτροπίας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνιστᾷ μία ἰδιότυπη ἐκκλησιαστικὴ δικτατορία. Σὲ αὐτὴν ἡ δικαιοσύνη δὲν εἶναι τυφλή, ἀλλὰ μονόφθαλμη. Ἐπιτρέπεται νὰ ὑβρίζεις τοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ ὄχι νὰ ἀμφισβητεῖς τοὺς Οἰκουμενιστὲς Προκαθημένους. Ἐπιτρέπεται νὰ ἀμφισβητεῖς τὴν Συνοδικότητα καὶ νὰ προτάσσεις τὸ Πρωτεῖο χάριν ἑνὸς Παπισμοῦ δυτικοῦ ἢ φαναριοκεντρικοῦ,ἀλλὰ ὅπου οἱ Οἰκουμενιστὲς εἶναι πλειοψηφία, ὀφείλεις νὰ εἶσαι «μὲ τὴ Σύνοδο» καὶ ὄχι μὲ μεμονωμένους ἀντι-οικουμενιστὲς Ἐπισκόπους.
Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι ἔχουν τὸ δικαίωμα ἐπέμβασης σὲ γειτονικὴ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία (π.χ. ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης στὴν Ἑλλάδα) ἀλλὰ οἱ ἀντι-οικουμενιστὲς δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ συνδράμουν διακριτικὰ τοὺς ἀντι-οικουμενιστὲς τῆς γείτονος χώρας (π.χ. ὁ Πειραιῶς τοὺς τῆς Κύπρου ἢ τὸν Κοσσυφοπεδίου). Ἂν ἕνας οἰκουμενιστὴς κληρικὸς ἔχει «κραυγαλέα κουσούρια» -λέγε «προσωπικὰ δεδομένα»- καλύπτεται, ἐνῷ ἕνας ἀντι-οικουμενιστὴς σεμνὸς κληρικὸς γίνεται βορᾶ τῶν λασπολόγων τῆς φαναριωτικῆς καὶ λοιπῆς οἰκουμενιστικῆς φερε-φωνίας. Ἂν μιά τοπικὴ Ἐκκλησία ἀφίσταται τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (π.χ. Γεωργία, Βουλγαρία) ὑφίσταται ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς τὰ πάνδεινα· ἂν ὅμως μία ἄλλη ἔχει de facto ἑνωθεῖ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς (ὅπως τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας) εἶναι … πλῆρες καὶ ἰσότιμο μέλος τῆς -κατὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς- Ἐκκλησίας.
Ἀρχαῖοι ἱεροὶ Κανόνες ποὺ ρυθμίζουν τὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παραβλέπονται καὶ καταπατοῦνται κατὰ συρροή, ἐνῷ οἱ σχετικοὶ μὲ τὶς δικαιοδοσίες τηροῦνται σὰν τὸ Εὐαγγέλιο, μολονότι «εἴωθε τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα συμμεταβάλλεσθαι τοῖς πολιτικοῖς». Στὸ ὄνομα ἑνὸς προτεσταντίζοντος λαϊκισμοῦ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐπιτηδεύουν ριζικὴ ἀλλοίωση ὅλης τῆς Παράδοσης, ἀλλὰ ὅταν δοῦν ὀργανωμένη ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, τοὺς περιθωριοποιοῦν ὡς φανατικοὺς χρησιμοποιώντας κληρικαλιστικὰ τὴν αὐθεντία τους.Πρόθυμα χρησιμοποιοῦν μοναχοὺς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῶν οἰκουμενιστικῶν μεθοδεύσεών τους, ἀλλὰ ὅταν δέχονται ἐπικρίσεις ἀπὸ Μοναχοὺς γιὰ τὴν προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας, τοὺς συνιστοῦν «νὰ τὸ βουλώσουν» καὶ νὰ κάνουν… κομποσχοίνι ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας (!).
Ἀποστρέφονται τοὺς ζηλωτὲς τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου, διότι ἐνδέχεται «νὰ δημιουργηθεῖ σύγχυση» ἐφ᾽ ὅσον οἱ ζηλωτὲς εἶναι… «ἐνδεδυμένοι Ὀρθόδοξοι» (!) – παρὰ ταῦτα συγχρωτίζονται οἱ Οἰκουμενιστὲς μὲ τοὺς παπικοὺς καὶ γελοιοποιοῦνται δίνοντας τὴν ἐντύπωση παγκοσμίως ὅτι εἶναι Οὐνῖτες. Ἂν βροῦν ἕνα σημεῖο τῆς πατερικῆς θεολογίας τῶν Ἁγίων ποὺ νομίζουν ὅτι εὐνοεῖ τὸν Οἰκουμενισμό τους, τὸ κάνουν «παντιέρα», ἐνῷ τοὺς σύγχρονους ἀντι-οἰκουμενιστὲς θεολόγους τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου τοὺς περιφρονοῦν ὡς μειοψηφία, παρὰ τὴν βαρύτητα καὶ ἔκταση τῆς σχετικῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον κάθε συγκρητισμοῦ, πάνω στὴν ὁποία οἱ ἀντι-οἰκουμενιστὲς βασίζονται.
Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν «ἐμπαθῆ προσκόλληση» στὴν ἀρετὴ τῆς ὑπακοῆς (μαντέψτε γιατί…) καὶ παραβλέπουν ἄλλες ἀρετές, τῆς ἀνδρείας, τῆς ὁμολογίας, τῆς ἀ-φιλοδοξίας, τῆς ἀμνησικακίας, τῆς νηστείας κ.ἄ. Πιστεύουν ὅτι «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δρᾷ σέ κάθε θρησκεία καὶ θὰ σώσει κάθε ἄνθρωπο», ἀλλὰ δὲν πιστεύουν ὅτι θὰ τοὺς βοηθήσει νὰ διατηρήσουν τὴν Ἀλήθεια ἀνόθευτη ἐνώπιον κάθε κινδύνου, μολονότι ὁ Κύριος τὸ ὑποσχέθηκε.
«Ζηλοῦντες» (;) τὴν κατάσταση τῶν Φαρισαίων, ἀφ᾽ ἑνός«οἰκοδομοῦν τοὺς τάφους τῶν Προφητῶν καὶ κοσμοῦν τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων», τῶν Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἱεραρχῶν ἐκείνων, ὅσοι ὁμολόγησαν κατὰ τοῦ παπισμοῦ ἢ καὶ μαρτύρησαν ἀπὸ τοὺς παπικούς· ταυτόχρονα, ἀνακηρύσσουν τὸν παπισμὸ «ἀδελφὴ Ἐκκλησία» καὶ τὸν Πάπα «Ἀδελφὸν Ἁγιώτατον Ἐπίσκοπον Ρώμης» καὶ ἔτσι, κατὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μαρτυροῦν «ἑαυτοῖς ὅτι ἀδελφοί εἰσι τῶν φονευσάντων τοὺς Προφήτας» (Ματθ. 23, 29.31), τοὺς Ὁμολογητές, Μάρτυρες καὶ Ἱεράρχες, ὅτι εἶναι ἀδελφοὶ τῶν Καρδιναλίων, τῶν Σταυροφόρων καὶ τῶν παπικῶν, νεο-Σταυροφόρων καὶ νεο-ναζί, τῶν Οὐστάσι! Ποιοί; Ἀκόμη κι ἐκεῖνοι οἱ Οἰκουμενιστὲς (ὅπως ὁ Σεβασμιώτατος Ἀθανάσιος Γιέβτιτς), οἱ ὁποῖοι ἐπόπτευαν πνευματικὰ τὰ σερβικὰ στρατεύματα στὴν ἄμυνά τους κατὰ τῶν παπικῶν καὶ μουσουλμάνων στὴ Βοσνία καὶ ἀλλοῦ καὶ τοὺς βλέπαμε νὰ ἀτενίζουν περίλυποι τὶς σοροὺς Σέρβων ἐθνομαρτύρων καὶ τὰ ἐρείπια τῶν Σερβικῶν Ναῶν, ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ Βατικανοῦ!
Τί θά κάνουμε λοιπόν; Ἡ φωνὴ τῆς ἀποστασίας «ἐπὶ πτερύγων ἀνέμων» μᾶς καλεῖ σὲ συντονισμὸ μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ «Φερεφωνία» δυνάμει μιᾶς «νέας θεολογίας», «νέας ἐκκλησιολογίας» καὶ «νέας Ὀρθοδοξίας». Τῆς νεωτεροποιΐας οἱ ἐξωραϊστές, «décorateur», θεολόγοι διαπλεκόμενοι μὲ δημοσιογράφους εἶναι τὰ φερέφωνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς «Νέας Τάξεως Πραγμάτων». Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀντισταθοῦμε μὲ ὅλη μας τὴ δύναμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
1. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης κ. Ἐλπιδοφόρος Λαμπρινιάδης, Ἀρχιγραμματέας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, σὲ κείμενό του («Ἐπίσκεψις» 698 [31-3-2009]) ἀρνεῖται τὴν ἀνωτερότητα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ προκρίνει τὸ Πρωτεῖο: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινὸς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνὸς πρωτείου τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ ἐνσαρκώσει παρὰ κάποιος Πρῶτος – τουτέστι κάποιος Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ προνόμιο νὰ εἶναι ὁ πρῶτος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του Ἐπισκόπων- συνιστᾷ αἵρεση. Εἶναι ἀπαράδεκτο αὐτὸ ποὺ συνήθως λέγεται, ὅτι ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων διασφαλίζεται εἴτε ὑπὸ μιᾶς κοινῆς πίστεως καὶ λατρείας εἴτε ὑπὸ τοῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες εἶναι ἀπρόσωποι [...]. Ἑπομένως, ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου ἡ ἀρχὴ τῆς ἑνότητας δὲν μπορεῖ νὰ στηρίζεται ἐπὶ μιᾶς ἰδέας ἢ ἑνὸς θεσμοῦ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πρόσωπο, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ παραμείνουμε συνεπεῖς στὴ θεολογία μας».
2. Βλ. τὴν κατατοπιστικὴ μελέτη μὲ τίτλο «Ἐπιτρέπεται οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀναμειγνύονται στὰ θέματα τῆς Πίστεως;», στὸ www.impantokratoros.gr/ D319EC1A.el.aspx
3. «Ἐάν Ἐπίσκοπος ἀμελὴς γένηται κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ὑπομνησθείη ὑπὸ τῶν γειτνιώντων Ἐπισκόπων ἐπιμελῶν». Καὶ ἐὰν δὲν διορθωθῆ, δηλαδὴ ἂν «μὴ τῶν ὀφειλόντων πρὸς τὴν καθολικὴν ἑνότητα ἐπιστραφῆναι τὴν φροντίδα ποιήσηται, τῷ τοιούτῳ μὴ συγκοινωνηθῇ, ἕως οὗ τοῦτο πληρώσῃ». Αγιου Νικοδημου, Πηδάλιον,ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1990, σελ. 534.
4. Βλ. τὴ σχετικὴ μελέτη «Οἱ Οἰκουμενιστὲς θέτουν ὄντως ἑαυτοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας»,Θεοδρομία ΙΑ3 [Ἰούλιος - Σεπτέμβριος 2009] 373-392, ὅπου παρατίθενται οἱ πολὺ χαρακτηριστικὲς φράσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ «Ὅσοι δὲν εἶναι τῆς ἀληθείας δὲν εἶναι οὔτε τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας» (Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου 3) καὶ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου «ἐὰν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτι ἀντιθέτως ἀπ᾽ ὅ,τι παρελάβομεν [...] οὔτε νὰ τὸν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων» (PG 99, 988).
5. Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις. Μτφρ. Δ. Γ. Τσάμη, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 73. «Αἱ ἱστορικαὶ καὶ πρακτικαὶ μέθοδοι ἀναγνωρίσεως μιᾶς ἱερᾶς καὶ καθολικῆς Παραδόσεως ἠμποροῦν νὰ εἶναι πολλαί. Ἡ σύγκλησις οἰκουμενικῶν συνόδων εἶναι μία μέθοδος, ὄχι ὅμως καὶ ἡ μόνη. [...] Καὶ τὸ σπουδαιότερον, ἡ ἀλήθεια ἠμπορεῖ νὰ ἀποκαλυφθῆ καὶ ἄνευ συνόδου. Αἱ γνῶμαι τῶν Πατέρων καὶ τῶν οἰκουμενικῶν Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν συχνὰ μεγαλυτέραν πνευματικὴν ἀξίαν καὶ κατηγορηματικότητα ἀπὸ ὅ,τι οἱ ὁρισμοὶ ὡρισμένων συνόδων. Αὐταὶ δὲ αἱ γνῶμαι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιβεβαιωθοῦν καὶ νὰ γίνουν ἀποδεκταὶ μέ «οἰκουμενικὴν συγκατάθεσιν». Τοὐναντίον αὐταὶ μόναι των ἀποτελοῦν τὸ κριτήριον καὶ αὐταὶ δύνανται νὰ τὸ ἀποδείξουν. Περὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ ἡ Ἐκκλησία διὰ σιωπηλῆς «receptio». Ἀποφασιστικὴν ἀξίαν ἔχει ἡ ἐσωτερικὴ καθολικότης, ὄχι ἡ ἐμπειρικὴ οἰκουμενικότης».
6. Αἵρεση εἶναι καὶ ἡ παραμικρὴ ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα δόγματα. Βλ. σχετικὴ μελέτη στὸ www.impantokratoros.gr/tieinai-airesi.el. aspx, ἰδιαίτερα ὁλόκληρη τὴν παράγραφο 4, ὑποπαράγραφο 2 καὶ τὶς ὑποσημειώσεις 31 καὶ 32.
7. Μητροπολιτησ Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου Ιεροθεοσ, «Ὁ Οἰκουμενισμὸς στὴν πράξη ἤτοι τὴν θεολογία καὶ τὴν ἄσκηση», ἐν Οἰκουμενισμός. Γένεση – Προσδοκίες – Διαψεύσεις (Πρακτικά), τόμ. Β΄, ἐκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 791-806.
8. Ἴσως γι᾽ αὐτό, καὶ μέσα στὸ εὐρύτερο κλίμα «οἰκουμενικοῦ» ἐνθουσιασμοῦ τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽60, ὁ Καθηγητὴς Καρμίρης ἀπέφυγε νὰ χαρακτηρίσει αἱρετικοὺς τοὺς παπικούς. Βλ. ΘΗΕ 1, στ. 1088: «Ἀπόκειται δὲ μελλούσῃ τινί Πανορθοδόξῳ Συνόδῳ, ὅπως καθορίσῃ αὐθεντικῶς, τίνες δέον νὰ χαρακτηρίζωνται ὡς νεώτεραι αἱρέσεις ἐκ τῶν πολυαρίθμων καὶ ποικιλωνύμων ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς Δύσεως, τῶν ἀπεσχισμένων ἀπὸ τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ περὶ καίρια δόγματα πρὸς αὐτὴν διαφωνουσῶν».
Όλα ωραία και καλά τα γράφει ο αρθρογράφος, αλλά φαίνεται ότι δεν γνωρίζει εκκλησιαστκή ιστορία, γιατί ο Οικουμενισμός σαν πράξη υπήρξε από τη γέννηση της Εκκλησίας. Στη θεωρία εμφανίστηκε τώρα τελευταία. Και κάποιες λίγες παρατηρήσεις:
ΑπάντησηΔιαγραφή1/ Η Εκκλησία της Ελλάδος, με τον τόμο του 1850 είναι μεν αυτοκέφαλη, πλην όμως είναι περιορισμένης ευθύνης και δεν είναι σαν τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Γι' αυτό ο Πρόεδρος της Ι. Συνόδου (που είναι η Προκαθημένη αρχή) είχε τον τίτλο του "Εξάρχου πάσης Ελλάδος", άσχετα αν το "εξάρχου" μονομερώς το κατήργησε. Αυτό σημαίνει εξάρτηση από το Πατριαρχείο, μας αρέσει δεν μας αρέσει.
2/ Το "αδελφή Εκκλησία" το χρησιμοποίησε ο Εφέσου άγιος Μάρκος 400 χρόνια μετά το Σχίσμα, το δε "αδελφέ αγιώτατε.....", το χρησιμοποίησαν οι Πατριάρχες από το Σχίσμα και μετά, ενώ μέχρι το Σχίσμα χρησιμοποιούσαν το "Πατέρα, αγιώτατε.....".
3/ Την ανωτερότητα του Πάπα ένατι των Οικ. Συνόδων το χρησιμοποίησε και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, στον Πάπα Λέοντα Γ΄.
4/ Δεν απέφυγε μόνον ο Καρμίρης να χαρακτηρίσει τον Παπισμό ως αίρεση, αλλά επισήμως η Ελληνική Εκκλησία, η οποία δεν αναγράφει στον κατάλογο των αιρέσεων τον ΡΚαθολικισμό.
ΙΚ