Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Ε΄ Λκ 16,19-31


Σκληρότητα

και καρτερία



του αρχιμ. Αθανασίου Σιαμάκη




Ο Κύριος μας διδάσκει με την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε τα επίγεια αγαθά.
Μας επιτρέπει παράλληλα να καταλάβουμε και κάποια ζητήματα του μεταφυσικού κόσμου, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της παραβολής είναι ένας διάλογος ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που ζουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους, ο ένας στην κόλαση και ο άλλος στον παράδεισο. Για όλα μας διαφωτίζει ο Χριστός, υλικά και πνευματικά. Ας τον ακούσουμε.


Ένας πλούσιος, λέει, ντυνόταν με κόκκινο ύφασμα που φορούσαν οι βασιλιάδες και με βυσσινί βαμβακερό πολυτελές ένδυμα, και διασκέδαζε κάθε μέρα πλουσιοπάροχα.
Ένας άλλος άνθρωπος, φτωχός αυτός, και γεμάτος πληγές, ο Λάζαρος, ήταν «πεταμένος» στην εξώπορτα του πλουσίου, επιθυμώντας να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Στο μεταξύ έρχονταν και οι σκύλοι και του έγλειφαν τις πληγές.
Ο φτωχός Λάζαρος δεν παραπονέθηκε ποτέ, ούτε αγανάχτησε εναντίον του πλουσίου.


Κάποτε πεθαίνει ο Λάζαρος και μεταφέρεται τιμητικώς από τους αγγέλους στην αγκαλιά του φιλόξενου Αβραάμ στον παράδεισο.
Πεθαίνει και ο πλούσιος και θάβεται με πολυδάπανη κηδεία. Καθώς βασανιζόταν στον άδη ο πλούσιος, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακριά το γενάρχη Αβραάμ και μαζί του το φτωχολάζαρο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα τώρα, στη νέα κατάσταση που βρισκόταν και αυτός και ο Λάζαρος, είχαν αλλάξει, και φώναξε·
Πάτερ Αβραάμ, κάνε μου τη χάρη· στείλε το Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι πονώ και υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φλόγα.


Ο Αβραάμ του αποκρίνεται συμπονετικά μεν αλλά σταθερά και δίκαια· Παιδί μου, του λέει, θυμίσου ότι εσύ χάρηκες με το παραπάνω τα αγαθά σου στη ζωή σου, ενώ ο Λάζαρος ζούσε στην πείνα στην αρρώστια στην περιφρόνηση και σε άλλα κακά.
Τώρα εδώ (κατά λόγο δικαιοσύνης) αυτός μεν παρηγορείται , συ δε πονάς και υποφέρεις. Εξ άλλου, σου διαφεύγει ότι έχει στηριχθεί ανάμεσά μας μεγάλο κενό, ώστε όσοι από εμάς θέλουν να περάσουν προς εσάς να μην μπορούν, ούτε και αυτοί που είναι απ’ εκεί, να έρθουν προς τα εδώ.


Ο πλούσιος τότε κάνει δεύτερη παράκληση·
Σε παρακαλώ, πάτερ Αβραάμ, να στείλεις το Λάζαρο στο πατρικό μου σπίτι να επιστήσει την προσοχή των πέντε αδελφών μου, για να μην έρθουν και αυτοί στον τόπο αυτό του βασανισμού.
Του αποκρίνεται πάλι ο Αβραάμ· (Δεν χρειάζεται να γίνει αυτό που λές)· Οι άνθρωποι, έχουν το νόμο του Μωϋσέως και τους προφήτες, που τους λένε πώς πρέπει να ζουν, για να μην πάνε στην κόλαση. Ας τους ακούσουν.


Ο ταλαίπωρος πλούσιος έχοντας τη νοοτροπία των ανευθύνων, που λένε συνήθως «Ας έρθει κάποιος από εκεί να μας τα πει», φέρνει αντίρρηση στον Αβραάμ, και του λέει·
Όχι, πάτερ Αβραάμ, με όσα λένε ο Μωϋσής και οι προφήτες δεν μετανοούν τ’ ‘αδέρφια μου· (ομολογεί και αυτός ότι ήξερε τί έλεγε ο νόμος και οι προφήτες, αλλά δεν τα έδωσε σημασία, όπως οι περισσότεροι, και τελικά βρέθηκε στην κόλαση).
Και συνεχίζει· μόνο αν κάποιος από τους νεκρούς πάει και τους μιλήσει, θ’ αλλάξουν ζωή. Λες και ο Αβραάμ δεν ήξερε, και ήξερε αυτός. Ουσιαστικά του κάνει το διδάσκαλο.


Και φυσικά την εσφαλμένη αυτή αντίληψη του πλουσίου δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει αναπάντητη ο Αβραάμ, γι’ αυτό του λέει έναν τελευταίο λόγο·
Αν δεν θέλουν ν’ ακούσουν, πιστέψουν, και εφαρμόσουν αυτά που τους λένε ο Μωϋσής και οι προφήτες, ούτε και αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί και τους μιλήσει, θα πεισθούν, διότι δεν είναι πιο αξιόπιστος αυτός από το Μωϋσή και τους προφήτες, που υπήρξαν εκλεκτοί άνθρωποι του Θεού. Θα τον πιστέψουν ίσως πέντε δέκα άνθρωποι, συγγενείς του και γνωστοί του, αλλά οι πιο μακρινοί και οι άγνωστοι θ’ αμφισβητήσουν τη νεκρανάστασή του, δεν θα πιστέψουν δηλαδή ότι προέρχεται από τον κόσμο των νεκρών, ούτε και τα αδέρφια σου θα τον πιστέψουν, και επί πλέον θα γελοιοποιήσουν την είδηση.
Ενώ ο Μωϋσής και οι προφήτες ήταν προσωπικότητες άξιες κάθε τιμής και ευρυτάτης αποδοχής σ’ όλο τον Ισραήλ.
Έτσι τελείωσε ο διάλογος αυτός του πλουσίου με τον Αβραάμ. Τα μηνύματα από αυτόν και την όλη παραβολή είναι πολλά, γι’ αυτό και θα τ’ αναφέρουμε τηλεγραφικά·


1. Οι πλούσιοι δεν είναι σωστό τα πλούτη τους να τα σπαταλούν, ούτε να τα χρησιμοποιούν μόνο για τον εαυτό τους, αλλά και για τους φτωχούς.


2. Οι φτωχοί πρέπει να υπομένουν τη φτώχεια τους καρτερικά και αγόγγυστα, όπως ο Λάζαρος, και να μη δυσανασχετούν κατά του Θεού και καταρώνται τους πλουσίους.


3. Στην άλλη ζωή υπάρχει δικαιοσύνη. Η σκληρότητα και η ασπλαχνία τιμωρούνται, ενώ η καρτερία και το αγόγγυστο αμείβονται.


4. Τα αγαθά είναι του Θεού, όχι των πλουσίων. Οι πλούσιοι είναι διαχειρισταί των αγαθών του Θεού. Όσοι τα θεωρούν δικά τους τα σφετερίζονται από το Θεό.


5. Οι πλούσιοι δεν μπορούν να πάρουν μαζί τους τα πλούτη τους στην άλλη ζωή, ούτε γενικά οι άνθρωποι το βιο τους.


6. Υπάρχει ζωή και μετά το θάνατο. Και αυτή η κατάσταση (παράδεισος και κόλαση) είναι αμετάβλητη. Δεν υπάρχει δηλαδή δυνατότητα μεταβάσεως από την κόλαση στον παράδεισο και αντιστρόφως.


7. Η μετάνοια οδηγεί στον παράδεισο, και η αμετανοησία στην κόλαση.


8. Κήρυκες της αλήθειας είναι μόνο αυτοί που όρισε ο Θεός, κι όχι αυτοί που θέλει να διορίσει ο πλούσιος και ο κάθε άνθρωπος, έστω κι αν αυτός είναι ο αγαθός και υπομονητικός Λάζαρος.
Αυτοί που όρισε ο Θεός είναι αξιόπιστοι και ευρύτερης αποδοχής άνθρωποι, ενώ ο τυχών κήρυκας και προφήτης, ο διορισμένος από αμαρτωλούς ανθρώπους, όπως ο πλούσιος, είναι αναξιόπιστος και μηδενικής αποδοχής άνθρωπος.
(Και γέμισε ο κόσμος από αυτοδιορισμένους ψευδοπροφήτες και «διορατικούς».

Αυτά είναι τα κυριότερα διδάγματα της παραβολής. Ας τα δράξουμε με όλη μας την καλή διάθεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου