«Ἰχθύος
ἀφωνότερος»
του μητροπολίτου Αττικής και Μεγαρίδος
κ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
Ἰδιότυπο καί πρόξενο πολλῶν ἐρωτηματικῶν καί ὁμαδοποιημένης ἀντίδρασης, τό σύνδρομο τῆς συμπλεγματικῆς ἀφωνίας, πού διακατέχει τόν Ἕλληνα Ἀρχιεπίσκοπο. Ἕνα σύνδρομο, πού σβήνει τόν παλμό τῆς καρδιᾶς καἰ ἀκυρώνει τήν τόλμη τῆς Πρωτόθρονης ἐπισκοπικῆς καθέδρας. Ὁ Μακαριώτατος Προκαθήμενος φιλοδοξεῖ νά εὐφημίζεται ὡς «Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος», ἀλλά μέ τή φτώχεια τῆς ἡγετικῆς ἀτολμίας του καί μέ τήν ποιότητα τῆς ἀφωνίας του, ἡ ἐμβέλειά του δέν γίνεται αἰσθητή πέραν τοῦ σκοτεινοῦ χώρου τῶν διαβουλεύσεών του μέ τό «ἀρχοντικό» κλάμπ τῆς γνωστῆς ὁμάδας.
Ἑνωμένο τό ἐκκλησιαστικό Σῶμα, ἀπ᾿ ἄκρη σέ ἄκρη τῆς ἑλληνικῆς πατρίδας, ὑποδέχτηκε, κατά τό Φεβρουάριο τοῦ 2008, τόν τότε Θηβῶν καί Λεβαδείας Ἱερώνυμο καί τόν συνόδεψε, μέ χρηστές ἐλπίδες, κατά τήν πορεία του πρός τήν ἐπίσημη καί ἐπίζηλη καθέδρα τοῦ Ἁρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος καί στήν ὑπευθυνότητα τοῦ Προέδρου τῶν δυό Συνοδικῶν Σωμάτων, τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Στάθηκε μπροστά στό νέο ποιμένα του μέ σεβασμό καί μέ πλησμονή ἀγάπης. Προσευχήθηκε μέ θέρμη. Ἔκλινε γόνυ σώματος καί καρδιᾶς καί κατάθεσε, μπροστά στά πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀρχηγοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τή χαρά του καί τήν εὐχαριστία του. Καί ἱκέτεψε τόν Ἀρχιποίμενα Ἰησοῦ Χριστό, νά ἐμφυτεύει, ἀδιάκοπα, στόν ἀγρό τῆς καρδιᾶς τοῦ νέου ποιμένα του τήν ἁγιοπνευματική ἔμπνευση, νά καλλιεργεῖ στή συνείδησή του τήν πιστότητα καί νά φέρνει στά χείλη του τόν πλούσιο καί καθαρό λόγο τῆς διδαχῆς καί τῆς εὐλογίας.
Αὐτές οἱ σύσσωμες. λαϊκές, ἐκδηλώσεις καταχωρίστηκαν στό ἱστορικό χρονικό τοῦ Φεβρουαρίου τοῦ 2008. Καί, κάτω ἀπό τήν ἐνθουσιαστική καταγραφή, προστέθηκαν, σάν ἐπίλογος τῶν τελετῶν τῆς ὑποδοχῆς καί σάν πρόλογος τῆς διάδοχης καθημερινότητας, τά ἐρωτηματικά μιᾶς κυμαινόμενης προσδοκίας. Τήν ἐλπίδα μας θά τήν ἐπικυρώσει ἡ ἐμπειρία; Ἡ αὐριανή καί ἡ μεθαυριανή διακίνηση τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου μας θά εἶναι ἐνσυνείδητα χαραγμένη στά χνάρια τῶν ἁγίων Πατέρων μας; Ἡ διδαχή του θά εὐαγγελίζεται τήν Ἀλήθεια, τήν Ἀγάπη καί τήν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θά τέμνει τή σύγχρονη ἀνάδελφη ἱστορία; Θά ἀνατρέπει τά εἴδωλα τῆς νεωτερικότητας καί θά δείχνει τό μονοπάτι τῆς προσωπικῆς καταξίωσης; Καί ἡ ὁλόλαμπρη βιοτή του θά ρίχνει φῶς στίς «ἐν σκότει» ὑπάρξεις;
Ἡ δροσερή ἐλπίδα καί ἡ σκιά τῆς ὑποψίας καί τοῦ φόβου... Αὐτή ἡ δέσμη τῶν αἰσθημάτων καί τῶν ὁραμάτων κανοναρχοῦσε, ἐκείνη τή στιγμή, τόν πολυχρονισμό, μπροστά στό νέο ποιμένα καί ἔπλεκε τό κομποσχοίνι τῶν προσευχῶν, πού ἄγγιζαν, ἱκετευτικά, τό «αὔριο» καί τό «μεθαύριο».
* * *
Δέν πρόλαβαν νά διαβοῦν τά τρία πρῶτα χρόνια τῆς νέας ποιμαντορίας καί ἡ ἀτμόσφαιρα θόλωσε ἀπειλητικά. Οἱ ἐμπειρίες, πού σωρεύτηκαν, τόσο στά ἀρχεῖα τῆς Συνοδικῆς γραφειοκρατίας, ὅσο καί στίς καρδιές τῆς εὐρύτατης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, εἶναι, στό σύνολό τους, ἀρνητικές. Καί οἱ ἐλπίδες, πού συνόδευαν τήν ὑποδοχή καί τήν ἐνθρόνιση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱερώνυμου, ἀρχικά ξεθώριασαν καί, στό διάβα τῆς τρίτης χρονιᾶς, κυριολεκτικά πνίγηκαν στό σκοτάδι τῆς προβληματικῆς ἀπραξίας του καί τῆς ἀνεξήγητης ἀφωνίας του.
Σήμερα, ὅποιον καί νά ρωτήσεις, τόν πιστό, πού λιτανεύει τόν πόνο τῆς Ἐκκλησίας ἤ τόν κράχτη, πού περιφέρει τήν ἔπαρση τῆς ἀθεΐας, θά ἀποκριθεῖ μέ τήν ἴδια ἐκτίμηση. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, πού διαφημίστηκε σάν ἡγέτης μέ ὅραμα, ἀλλἀ μέ χαμηλούς, σεμνοὐς τόνους, εἶναι φυσιογνωμία τῆς ἀβουλίας, τῆς ἀπραξίας καί τῆς ἀφωνίας. Δέ διαθέτει τό ἀποστολικό, ἁγιοπνευματικό θάρρος, νά ὑψώσει τό ἀνάστημά του καί τή φωνή του, μέσα στή θύελλα τῆς σύγχρονης, ἀθεϊστικῆς τραχύτητας καί νά καταθέσει Εὐαγγελική μαρτυρία καί μήνυμα ἀνθρωπιστικῆς ἀνάπλασης μέσα στήν ἀγαπητική Χάρη, πού ἀναβλύζει ἀπό τό Γολγοθά τῆς μεγάλης Θυσίας καί ἀπό τό κενό μνημεῖο τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Μέσα στήν ἱστορία, μέσα στή μακραίωνη πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας, δέ λείπουν τά ἐπισκοπικά ἡγετικά πρότυπα ὑψηλῆς κρυφῆς ἔπαρσης, ἐπενδυμένης στό φοβιστικό πλέγμα τῆς ἀφωνίας καί τῆς ἀπραξίας. Χαρακτηριστικά, ἀνασύρω τήν περιεκτική ἐκτίμηση τοῦ Παλλαδίου, ἐπισκόπου Ἑλενοπόλεως, γιά τήν προσωπικότητα τοῦ ἐπισκόπου Ἀρσακίου, πού ἀνέβηκε στό θρόνο τῆς Κωνσταντινούπολης, μετά τή βίαιη ἐκθρόνιση τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. «Ἀρσάκιος δέ ὁ ἀδελφός τοῦ μακαρίου Νεκταρίου, ἀντεισήγετο τῷ τόπῳ τοῦ Ἰωάννου, ἀνδρός ἱεροφάντου, ἄνθρωπος ἰχθύος ἀφωνότερος, καί βατράχου ἀπραγότερος» (Παλλαδίου: Διάλογος περί τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ΧΙ). Στήν καθέδρα τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐγκατέστησαν, οἱ διῶκτες του, ἕναν ἄνθρωπο, πού ἦταν ἀφωνότερος ἀπό τό ψάρι καί ἀπραγότερος ἀπό τό βάτραχο.
Ἡ ἀκραία σιωπή-καί τότε καί τώρα-εἶναι σύνδρομο πνευματικῆς ἀναπηρίας. Ἀδυναμία συγκρότησης διάφανης, πειστικῆς πρότασης. Δειλία καί φόβος ἀποτυχίας κατά τή δημόσια διαχείριση τοῦ ὁποιουδήποτε σοβαροῦ θέματος. Ὁ ἀνώριμος καί δειλός ἡγέτης σιωπᾶ, κατά τίς δημόσιες ἐμφανίσεις του. Καί δραστηριοποιεῖται στό σκοτάδι τῆς ἀπόκρυψης, μέ τή συνέργεια τῶν ὁμότροπων συνεργατῶν του, γιά νά προωθήσει καί νά ἐπιβάλει τούς φτηνούς ἤ καί τούς καταλυτικούς σχεδιασμούς του.
* * *
Ὁ μακαριώτατος Ἱερώνυμος δείχνει νά ἐνοχλεῖται ἀφόρητα, ὅταν οἱ συνεπίσκοποί του διαμαρτύρονται γιά τήν κρυψίνοιά του καί τόν χρεώνουν γιά τίς ἄστοχες, μυστικές διαβουλεύσεις του.
Κατά τήν τελευταία ἐτήσια Συνέλευση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στίς ἀρχές τοῦ Ὀκτωβρίου, ἀκούστηκαν πολλές καταγγελίες καί διατυπώθηκαν, ὑπέρβαρα φορτισμένοι, ψόγοι.
Ὁ Μητροπολίτης Φθιώτιδος Νικόλαος, σέ κάποια φάση τῶν ἔντονων διαλόγων καί ἀντιλόγων, εἶπε στόν Ἀρχιεπίσκοπο: «Κινδυνεύετε νά κατηγορηθεῖτε, ὅτι ὑποστηρίζετε μιά συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση».
Καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἐκνευρισμένος καί σέ τόνο ἄμυνας, ἀπάντησε: «Δέν κινδυνεύω, μήν ἔχετε ἀγωνία. Ἄλλο τό ἐνδιαφέρον γιά τόν πολίτη καί ἄλλο γιά τήν πολιτική, τά κόμματα καί τούς πολιτικούς. Ἐγώ τηρῶ μιά στάση τέτοια, πού νά μήν ἐξωθῶ τά πράγματα στά ἄκρα. Καί ἴσως νά ἦταν διαφορετικά ἄν δέν εἶχα αὐτή τήν ἐπικοινωνία, πού ἔχω, μέ τήν ἡγεσία τῆς πολιτείας».
Στήν ἀπάντησή του αὐτή ὑποβόσκει μιά «ἠθελημένη πλάνη», πού στοχεύει στήν καταξίωση τῆς ἀφωνίας. Ὁ κ. Ἱερώνυμος ἰσχυρίζεται, ὅτι κατά τήν ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας καθηλώνει τό ἐνδιαφέρον του καί τούς προβληματισμούς του, ἀποκλειστικά καί μόνο, στό πρόσωπο τοῦ πολίτη. Καί δέν παρεκκλίνει, οὔτε βῆμα, ἀπό τήν ἀρχή του αὐτή. Δἐν ἐπιτρέπει στό λογισμό του καί στό λόγο του νά προσεγγίσουν τίς παρυφές τοῦ γηπέδου τῆς πολιτικῆς, γιατί μιά τέτοια εἰσπήδηση θά ἐξωθοῦσε τά πράγματα στά ἄκρα.
Τό ἐρώτημα, πού ἀναδύεται: Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐνδιαφέρεται γιά τόν πολίτη. Ἡ πολιτική γιά ποιόν ἐνδαφέρεται; Δέν ἔχει κύριο στόχο καί ἀποκλειστικό μέλημα τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ πολίτη; Τήν ἀνάπτυξή του, τή μόρφωσή του, τήν ἔνταξή του στό κοινωνικό σῶμα, τήν ἐξασφάλιση τῆς γαλήνιας περιπλάνησής του ἀπό τό λίκνο τῆς γέννησής του στόν τάφο τῆς ἀνάπαυσής του;
Ἀπό τή στιγμή, πού ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα εἶναι ὁ ἀποδέκτης καί τῆς ἁγιαστικῆς, ποιμαντικῆς φροντίδας καί τῆς κρατικῆς ὀργανωτικῆς μέριμνας, ἡ συνάντηση καί ὁ διάλογος τῶν ποιμένων μέ τούς λειτουργούς τῆς εὐταξίας, ὁ συντονισμός τους στήν οἰκοδόμηση μιᾶς πνευματικά ἀναπτυγμένης καί ἀναγεννημένης ἀνθρώπινης κοινωνίας, ἡ ἀνταλλαγή ἀπόψεων καί ἐμπειριῶν στά θέματα τῆς παιδείας καί τῆς ἀλληλεγγύης, εἶναι ἀναπόφευκτα. Ἡ κατάληξη σέ συντονισμένα ὁράματα δέν ἀποτελεῖ βεβαιότητα. Ἀλλά τό ἐνδεχόμενο, νά ἀναφυοῦν διαφωνίες καί διαμάχες, δέ φιμώνει τό λόγο καί τόν ἀντίλογο. Ἡ Ἐκκλησία χρωστάει τήν κατάθεση τῆς ἁγιοπνευματικῆς μαρτυρίας Της καί τῆς πολύπτυχης ἐμπειρίας Της. Ἡ κατάθεση αὐτή ἀποτελεῖ λόγο ὁδηγητικό γιά τά παιδιά της καί ἀφυπνιστικό γιά τό στρατόπεδο τῆς τραγικῆς ἐκμετάλλευσης.
* * *
Μέ ποιό θεσπισμένο ἀποκλειστικό δικαίωμα ἤ μέ ποιά ἐξουσιοδότηση μπορεῖ ὁ κ. Ἱερώνυμος νά συνεργάζεται, ξεχωριστά καί σέ κλίμα ἀπομόνωσης, μέ τούς συνεπισκόπους του, στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας τοῦ «πολίτη» καί νά κρατάει, ὡς μυστικό προνόμιο, τή διαβούλευση μέ τούς ἐκπροσώπους τῆς «πολιτικῆς», τούς ἐποχιακούς κυβερνητικούς παράγοντες, πού σέβονται ἤ ἐμβολίζουν παθιασμένα τήν Ἐκκλησία μας καί τά πνευματικά Της θησαυρίσματα; Ποιές ἐγγυήσεις ὑπάρχουν, ὅτι ἡ φροντίδα του νά μήν ἐξωθεῖ τά πράγματα στά ἄκρα, δέν ταυτίζεται μέ τή δειλή ὑποχώρηση καί τήν παραχώρηση τῶν ἱερῶν καί τῶν ὁσίων στήν αὐθαιρεσία καί στή μανία τοῦ ἐξαγριωμένου ἀθεϊστικοῦ μπλόκ;
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δέν εἶναι αὐτόνομος, ἀνεξέλεγκτος μονάρχης. Εἶναι πατέρας ὅλης τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκογένειας, «βασιλευόμενος ἄνωθεν». Προεδρεύει στά δυό Συνοδικά Σώματα, ἀλλά σάν ἀδελφός ὀμότιμος. Ὀργανώνει καί συντονίζει, ὀφειλετικά, τήν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καί τόν ἰσότιμο, ἀδελφικό διάλογο, δίχως νά παραχωρεῖ στόν ἑαυτό του τό δικαίωμα τῆς ὑπόγειας, σκοτεινῆς διαπλοκῆς ἤ τῆς αὐταρχικῆς καταπίεσης.
Σέ καμμιά περίπτωση δέν ἔχει τό δικαίωμα νά διαχειρίζεται, αὐτόνομα, τίς δυσχέρειες τῆς καθημερινότητας καί νά διαλέγεται μέ «τούς ἐκτός», χωρίς προηγούμενη ἐπεξεργασία τῶν θεμάτων σέ συνοδική διάσκεψη. Χωρίς τή σύμφωνη γνώμη καί τήν ἐξουσιοδότηση τῶν συνυπεύθυνων μελῶν τοῦ Συνοδικοῦ Σώματος καί χωρίς τήν ὑποχρέωση λογοδοσίας μετά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ διαλόγου του.
Τό νά ἐπισκέπτεται, μόνος, τόν πρωθυπουργό ἤ νά παρακάθεται σέ Συνεδρίαση τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβουλίου, γιά νά ἀπολαύσει τήν τιμή τοῦ ἀνέλεγκτου ἄρχοντα, τοῦ ἐκλεκτοῦ φίλου καί ἀποκλειστικοῦ συνομιλητοῦ μέ τήν ἀνώτατη πολιτική ἡγεσία, δέν τοῦ προσφέρει πόντους ἀξίας, ἀλλά στίγμα ἐκκοσμίκευσης. Τόν ὑποβιβάζει σέ ἰσοτιμία μέ τούς κομματικούς ἀνταγωνιστές, πού ἀντί γιά τήν ἑνότητα καί τήν ἀδελφωσύνη, καλλιεργοῦν τίς ἀντιπαλότητες καί τά μίση.
* * *
Κατά τή δεύτερη μέρα τῶν Συνεδριάσεων τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας, ὁ Πρόεδρος κ. Ἱερώνυμος δέχτηκε δυνατές ἐπικρίσεις γιά τήν ἀφωνία του στό ἀνοιχτό γήπεδο τῆς Ἐκκλησίας καί ὁλόκληρης τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καί γιά τήν ἀπαξιωτική ἀπραξία του. Καί, προσπαθώντας νά ἀμυνθεῖ, ἔκανε τήν ἀκόλουθη δήλωση:
«Ὅταν ἐμεῖς οἱ Ἱεράρχες πολιτικολογοῦμε ἤ καλλιεργοῦμε ἐντάσεις καί ὑποθάλπουμε ἰδεολογικές ἀντιπαλότητες, εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτό ἐν τέλει διευκολύνει τό παιγνίδι τῆς πόλωσης καί αὐτούς πού τήν ἐπιθυμοῦν καί τήν ἐκμεταλλεύονται, ἀλλα ὑπονομεύει οὐσιαστικά τήν προσπάθειά μας. Ὁ λαός περιμένει ἀπό ἐμᾶς νηφαλιότητα καί εἰρηνοποιό παρουσία. Ὄχι θορυβώδη, ἀλλά ἀποτελεσματική διαχείριση τῶν σοβαρῶν θεμάτων πού μᾶς συνέχουν καί μᾶς ἀπασχολοῦν ὅλους. Ἄλλο χύνω τό αἷμα μου γιά τήν πατρίδα ὅταν χρειαστεῖ καί ἄλλο εὐκαίρως-ἀκαίρως προβάλλω μία εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ὡσάν νά εἶναι θεσμός προσόμοιος τοῦ στρατοῦ ἤ τῶν κομματικῶν παρατάξεων».
Ἡ δήλωση αὐτή μπορεῖ νά καλύψει καί νά δικαιώσει τή θεολογικά ἀτροφική καί ἐκκλησιολογικά ἀναποτελεσματική διακίνηση τοῦ προκαθήμενου Ἱερώνυμου στόν σημερινό κοινωνικό χῶρο;
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι θεσμός προσόμοιος τοῦ στρατοῦ ἤ τῶν κομματικῶν παρατάξεων. Εἶναι Σῶμα κατά πολύ ὑπέρτερο. Εἶναι ἡ ποίμνη Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ χαρισματική κοινότητα, πού βηματίζει μέ ἀνοιχτή τήν καρδιά στήν Ἀλήθεια καί στήν Ἀγάπη, ὅπως ἀποκαλύφθηκαν καί προσφέρθηκαν μέ τή Θυσία τοῦ ἀρχιποίμενος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ παρεμβολή, πού προσβλέπει μέ ἐμπιστοσύνη στά πρόσωπα τῶν ποιμένων της καί ἀφήνεται στή διδαχή τους καί στή χειραγωγία τους, πού συνδέει τήν κάθε ὕπαρξη καί τή σύνολη ἐκκλησιαστική οἰκογένεια μέ τό μοναδικό Πρόσωπο τοῦ Ἀρχιποίμενα Κυρίου μας.
Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διαβίβαση, ἀπό γενιά σέ γενιά καί ἀπό πρόσωπο σέ πρόσωπο, τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ. Τῆς Ἀλήθειας, πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου. Τῆς ἀγάπης, πού εἶναι ἡ δυναμική πνοή τῆς καρδιᾶς. Τῆς ἀναγεννημένης συνείδησης, πού εἶναι ὁ καθαρός ὀφθαλμός τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
* * *
Αὐτόν τόν δυναμικό λόγο τῆς Ἐκκλησίας δέν τόν ὑπηρετεῖ καί δέν τόν διαβιβάζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος στό προβληματισμένο ποίμνιό του καί δέν τόν καταθέτει, ὡς μήνυμα ζωῆς στήν καταπονημένη καί ἀπογοητευμένη κοινωνία μας.
Ὁ λαός μας, ὅταν συναντάει τόν Ἀρχιεπίσκοπο, στό χῶρο τοῦ Ναοῦ ἤ στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης, εἰσπράττει ἕνα βαρύ ὕφος, μιά ἀνέκφραστη παρουσία, μιά προσωπικότητα, πού μέ τή σιωπή της δηλοποιεῖ τήν πνευματική της δειλία, τόν ἔντονο φόβο καί τήν ἀδυναμία, νά ἀρθρώσει ἡγετικό λόγο.
Ἄν αὐτή ἡ παγερή σιωπή βρίσκεται σέ διασύνδεση μέ τίς ὑπόγειες διαδρομές καί διαβουλεύσεις του, δέν εἶναι εὔκολο νά τό διαπιστώσει καί νά τό ὑποστηρίξει ὁ ἀποστασιοποιημένος παρατηρητής.
Ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, πού στροβιλίζεται μέσα στήν καταχνιά τῆς σύγχρονης ἀπροσδιοριστίας, στίς ὑποσχέσεις, πού μαγεύουν καί στίς πρακτικές, πού ἀπογοητεύουν, στή λάμψη τῆς εὐμάρειας καί στίς ἀπειλές τῆς ἀξεπέραστης φτώχειας, στηλώνει τό βλέμμα στό χαρισματικό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀναζητάει τό λόγο τῆς παρηγοριᾶς καί τή διδαχή τῆς ἐλπίδας. Καί ἀντικρύζει τό ἀσυγκίνητο προφίλ τῆς ἀναιτιολόγητης καί ἀδικαιολόγητης σιωπῆς καί τόν «ἐν ἀχρησίᾳ πομπό τῆς ἐλπίδας.
* * *
Στή σύντομη ἀπολογία του γιά τήν ὁριστική ἀπόσυρσή του ἀπό τό βῆμα τοῦ δημόσιου, θαρρετοῦ λόγου, περιορίστηκε στή δήλωση, ὅτι τόν ἐνδιαφέρει ὁ πολίτης καί ὄχι ἡ πολιτική, ἡ συνάντηση καί ἡ ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀδύναμου καί τοῦ πικραμένου ἀνθρώπου καί ὄχι ἡ δημόσια, ἐντυπωσιακή προβολή καί ὁ ἀσταμάτητος θόρυβος τῆς προπαγάνδας της.
Παρενθετικά, θά τολμήσω νά τοῦ ὑπενθυμίσω, ὅτι «ἄχρι τοῦ νῦν», οἱ σπάνιες καί φτωχές παραστάσεις του μπροστά στούς πολίτες, εἶναι ὅλες ἐξαρτημένες ἀπό τή βούληση καί τούς προγραμματισμούς τῆς πολιτικῆς. Οἱ πολίτες ἀπολαμβάνουν (ἄν δέν τίς ἀντιπαθοῦν) τίς χειραψίες τοῦ Μακαριώτατου μέ τόν Πρωθυπουργό καί κάποιες κοινές παρουσίες σέ ἐκκλησιαστικές τελετές ἤ σέ κοσμικές δεξιώσεις. Ἀλλά δέν ἀπολαμβάνουν τήν ἀρχιεπισκοπική παρουσία, ὡς προσέγγιση τοῦ πατέρα καί ποιμένα τους, ἀνοιχτοῦ σέ λόγο καί διάλογο, μεταφορέα τοῦ ἀτίμητου πλούτου τῆς πνευματικῆς μας παράδοσης καί ἀποδέκτου τῶν στεναγμῶν καί τῶν ἐρωτημάτων τῆς ἀνήσυχης ἐκκλησιαστικῆς οἰκογένειας.
* * *
Ὁ λαός ἔχει δικαιώματα νά ἀκούσει καί νά μάθει. Ἔξω ἀπό τή σύγχρονη, θεσμική διασύνδεση τῆς ἐκκλησιατικῆς διοίκησης μέ τήν κρατική ἐξουσία, ὁ λαός ἔχει ἀνάγκη καί δικαίωμα νά ἐνημερωθεῖ, νά προβηματιστεῖ καί-σαφῶς κατατοπισμένος-νά αὐτοπροσδιοριστεῖ καί νά συντάξει τό προσωπικό δρομολόγιο τῆς ὕπαρξής του;
Καί οἱ ποιμένες του, μέ πρῶτο τόν προεξάρχοντα στή Συνοδική Ἱεραρχία ἔχουν τήν ὑποχρέωση νά βάζουν αὐτί, νά ἀφουγκράζονται τούς προβληματισμούς τοῦ ποιμνίου τους καί, μέ λόγο διάφανο, νά μιλᾶνε καί νά διδάσκουν.
Σέ ἱστορικές περιόδους Συνοδικῆς ὑποβάθμισης, πού ἐπανδρώνονται οἱ Μητροπολιτικοί καί Ἐπισκοπικοί θρόνοι μέ πρόσωπα στερημένα παιδείας καί ἤθους, ἐκπαιδευμένα μόνο στήν τέχνη τῆς κολακείας καί προικισμένα μέ τήν ἱκανότητα ταχύτατης ἀναρρίχησης σέ διακεκριμένες ἐπάλξεις, τό ἱερό σύμπλεγμα χαρισματικῆς κατάρτισης καί ἐπίγνωσης χρέους περιθωριοποιεῖται ἤ-κατά ἀκρίβεια-καταπνίγεται. Ἐκτιμᾶται μόνο καί ἐκδιπλώνεται ἡ ματαιοδοξία, ὁ ἔρως τῆς αὐτοπροβολῆς, ἡ ἐπανάπαυση στό χρυσό μαξιλάρι τοῦ πλούτου καί ὁ συμφυρμός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος μέ τά ποικίλα ἀξιώματα τῆς κοσμικῆς ἱεραρχίας.
Σέ περιόδους, πού ἡ διατήρηση τῆς Ἀποστολικῆς καί Πατερικῆς παράδοσης ἀποτελεῖ πρῶτο μέλημα, ἄθλημα σπουδῆς καί μόχθο καθημερινῆς πράξης, ἡ παρουσία τῶν Ἐπισκόπων στό στάδιο τοῦ κοινωνικοῦ ἀγώνα εἶναι ἄνοιγμα ἐξαγιασμένης καρδιᾶς, λάμψη «λύχνου ἐπί τήν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τό φέγγος βλέπωσιν» (Λουκ. ια’ 33).
Αὐτό τό φωτιστικό καί ὁδηγητικό ἄνοιγμα τῶν ποιμένων-δεῖγμα γραφῆς τῶν μεγάλων Πατέρων μας καί Διδασκάλων μας-ἔχει δυό τρόπους ἔκφρασης.
* * *
Ὁ πρῶτος, εἶναι ἡ διάφανη ἐνημέρωση γιά τή δύναμη καί τήν ἀδυναμία, γιά τήν ἁγιότητα καί τήν ἁμαρτωλότητα, πού ἀναφύεται καί διακινεῖται μέσα στόν περίβολο τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ γνήσιος ποιμένας δέν ἐπιτρέπει ποτέ στόν ἑαυτό του τό δικαίωμα ἄσκησης ὑποκρισίας. Δέν ἀποσιωπᾶ τά λάθη ἤ τά σχεδιασμένα ὀλισθήματα. Δέν ἐπικαλύπτει τήν ἐκκοσμίκευση καί τήν προσχώρηση στούς θαυμαστές ἤ καί λάτρεις τοῦ πλούτου καί τῆς σάρκας. Ὅταν ἀπευθύνεται στό ποίμνιό του, θεμελιώνει τό λόγο του καί τή διδαχή του στήν πράξη τῆς προσωπικῆς του συντριβῆς καί μετάνοιας καί στήν ὑποχρέωσή του νά ἐνημερώνει ἔντιμα τόν ἀνήσυχο λαό, γιά τό κάθε τι, πού συμβαίνει στήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, μέ κρίση δίκαιη καί μέ λόγο διάφανο.
Ὁδηγός κρίσης καί διδαχῆς, γιά τόν ποιμένα, εἶναι τά Ἱερά Εὑαγγέλια καί οἱ Ἐπιστολές τῶν Ἁγίων μας Ἀποστόλων. Δέν μᾶς κρύβουν τίς ἀδυναμίες καί τίς σκοτεινές πτυχές. Τά ἱερά κείμενα μᾶς παρουσιάζουν τό ζῆλο καί τό μόχθο τῶν προσώπων, πού ἀνάλαβαν τήν εὐθύνη νά φέρουν στήν οἰκουμένη τό Εὐαγγελικό μήνυμα. Ἐπισημαίνουν, ὅμως καί τίς ἀδυναμίες τους καί τά λάθη τους. Δέν ἀποσιωποῦν τήν προδοσία τοῦ Ἰούδα. Καί δέν προσπερνοῦν τούς ἀντιρρητικούς διαλόγους καί τίς διαφωνίες τῶν δυό μεγάλων Ἀποστόλων, τοῦ Πέτρου καί τοῦ Παύλου.
Αὐτή τή χρυσή γραμμή ἐνημέρωσης τήν ἀναζητάει καί τήν περιμένει τό σημερινό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά δέν τή βρίσκει.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος, ἀληθινή σφίγγα, ἤ αὐτοφυλακίζεται στή σιωπή ἤ διαβιβάζει στή δημοσιότητα ἕνα χρονικό ψευδεπίγραφο. Κατά τήν κρίση του καί τίς δηλώσεις του, ὅλα κυλοῦν ὁμαλά. Ὅλα ἐντάσσονται στήν ἠλεγμένη καί ἔντιμη Συνοδικότητα. Ὅλα ἐγγράφουν ἱστορία προόδου καί καταξίωσης τοῦ κόπου τῶν 80 ποιμένων τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Στό μεταξύ, τά ἐκκλησιαστικά σκάνδαλα, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ξεχύνονται στά μολυσμένα ρέματα τῆς ἐπικαιρότητας, ἀνακατεύονται μέ τίς πνικτικές ἀθλιότητες τοῦ κοινωνικοῦ χώρου καί καταντοῦν ἐρέθισμα ἀγανάκτησης καί κατακραυγῆς κατά τῶν παραγόντων ἐκείνων, πού χρωστοῦν νά διδάσκουν, μέ τό λόγο τους καί μέ τή ζωή τους, τήν ἁγιότητα καί καταντοῦν νά λανσάρουν τή φαυλότητα.
* * *
Ὁ δεύτερος τρόπος λόγου καί διαλόγου τῶν ποιμένων μέ τό ποίμνιο, εἶναι ἡ φωτισμένη καί διακριτική ἐνημέρωση γιά τά ἰδεολογικά, τά κοινωνικά καί τά ἀνθρωπολογικά ρεύματα, πού διακινοῦνται, διαφημίζονται καί διαγκωνίζονται-κατά τήν παροῦσα ἱστορική φάση-στίς ἀναστατωμένες καί κυριολεκτικά ἐμπόλεμες περιοχές τοῦ πλανήτη μας.
Δέν εἶναι αὐτονόητο, ὅτι τό κάθε σχῆμα, πού εἰσχωρεῖ στό Ὀρθόδοξο νοικοκυριό, ἀπό τόν ἀκροδέκτη τοῦ ἐνημερωτικοῦ κυκλώματος, εἶναι ἐπίτευγμα σοφοῦ σχεδιασμοῦ καί βηματισμός πρός προχωρημένα κλιμάκια πολιτιστικῆς ἐμπειρίας. Ἡ ἱστορία ἐπιβεβαιώνει καί ὑπογράφει, ὅτι ὁ βαρβαρισμός ἀντιμάχεται τόν πολιτισμό καί ἡ ὀπισθοδρόμηση δέν εἶναι δυναμικά ἐμποδισμένη.
Στή δίνη αὐτῆς τῆς παγκόσμιας ἀναταραχῆς, πού τή ζοῦμε ὅλοι μας, ἡ φωνή τῶν ποιμένων, πρέπει νά εἶναι φωνή τῆς Ἀλήθειας, τοῦ θάρρους, τῆς συνετῆς ἀξιολόγησης τῆς προπαγάνδας καί τῶν-κατά συνέπεια-ἐμπειριῶν, τῆς συνετῆς-ἐν ἀγάπῃ-χειραγωγίας τοῦ πλήθους στό κλίμα τῆς συναδέλφωσης, πού εἶναι ἡ ζεστή ἀγκαλιά τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνακαίνισης τοῦ ἤθους, πού ἀναβαθμίζει τήν καθημερινότητα καί καταξιώνει τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
* * *
Μπορεῖτε νά φανταστεῖτε τό σημερινό Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, νά ἐμφανίζεται στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης ἤ στό ἐπίσημο βῆμα ἑνός πολιτιστικοῦ ὄργανισμοῦ καί νά ἀνοίγει-μέ ἔμπνευση καί πάθος ψυχῆς-νέους ὁρίζοντες πνευματικῶν ἀναζητήσεων καί νά δακτυλοδεικτεῖ στόχους ὑπαρξιακῆς ἀνακαίνισης καί καταξίωσης;
Μιά τέτοια παρουσία θά ἦταν τό θαῦμα τῆς νεωτερικότητας. Θά τόν ἔφερνε κοντά στούς μεγάλους Πατέρες μας. Θά τόν ἀναδείκνυε φωτισμένο ἡγέτη, πατέρα καί δάσκαλο.
Ἀλλά, μήν τό περιμένετε αὐτό. Ὁ σημερινός Ἀρχιεπίσκοπος ἔχει ἐπιλέξει, ὡς σχῆμα ζωῆς καί δράσης, τήν ἀφωνία καί τήν ἀπραξία. Τήν κρύα γωνιά τῆς συμπλεγματικῆς σιωπῆς. Καί τήν κούφια αὐτοδικαίωση, πού τήν ἐγγυᾶται ἡ ἀπόσυρση ἀπό το μόχθο καί τή δημιουργία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου