Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Αλήθεια, πόσο αξίζει το ενα δακρυ της μετανοιας;

Αλήθεια, πόσο αξίζει ενα δακρυ;

 


Κάποια στιγμή στον ουρανό ζήτησε ο Θεός από τους αγγέλους να του φέρουν τα πιο πολύτιμα πράγματα, που υπάρχουν στη γη.

Οι άγγελοι ξεκίνησαν και έψαξαν ολόκληρη τη γη. Πολλοί ομολογουμένως έφεραν πολλά ωραία και πολύτιμα πράγματα. Ξεχώρισαν όμως τρείς.


Ο ένας έφερε και απέθεσε στον θρόνο του Θεού ένα ωραιότατο μαργαριτάρι. Ήταν μια σταγόνα ιδρώτα. Είχε πέσει από το μέτωπο κάποιου που τίμια προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του.
-Ωραίο το εύρημα σου, είπε ο Θεός, αλλά υπάρχει και πιο ωραίο από αυτό.

Ήρθε τότε δεύτερος άγγελος. Αυτός απέθεσε με σεβασμό μπροστά στον Θεό ένα κατακόκκινο ρουμπίνι. Ήταν μια σταγόνα αίματος ενός ήρωα, που είχε πέσει στο πεδίο της τιμής. Οι άγγελοι έμειναν εκστατικοί. Ασφαλώς αυτός θα κέρδιζε το βραβείο.

-Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο ακόμη, είπε ο Θεός.

Τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του τρίτου αγγέλου, που εκείνη την ώρα ερχόταν και με πολλή ευλάβεια άφησε να κυλίσει στον θρόνο του Θεού ένα αστραφτερό διαμάντι, που όμοιο μ 'αυτό ποτέ δεν είχαν δει. Ήταν ένα δάκρυ κάποιου αμαρτωλού, που γονατιστός ομολογούσε τις αμαρτίες του μπροστά στον πνευματικό.

-Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα, είπε τότε ο Θεός και το βραβείο δόθηκε στον τελευταίο άγγελο. Αλήθεια, πόσο αξίζει το ενα δακρυ της μετανοιας;
Αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, που λέγει «Λέγω ύμίν ότι ούτω χαρά έσται έν τω ούρανω έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι... ούτω, λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώ­πιον των αγγέλων του Θεού έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκά ιε' 7, 10).

ΒΙΝΤΕΟ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΠΕΡΙ ΠΑΣΧΑΛΙΟΥ ΚΑΝΟΝΑ


 

Γιατί εγκατέλειψα τον παπισμό (ιεροδιάκονος Παύλος Μπάλλεστερ-Κονβαλιέρ)(Β)

 



ΜΕΡΟΣ -Β-

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ

 

    Όσο η απομάκρυνσίς μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή.

    Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι ωδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσί μου.

    Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν – χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος – οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.

    Ούτε όμως και εκεί κατώρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εξεδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίση και να συζητήση εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα.

    Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ’ εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».

    Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνη την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ό,τι πιστεύουν».

Από τις στήλες μιας πορτογαλλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό».

 

Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ’ 18-19, Ιω. κα’ 15-17, Λουκ. κβ’ 31-32). Απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ’ αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.

    Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.

    Πριν προχωρήσω σε εξιστόρησι των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστή μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή της πνευματικής μου οδυσείας. Ωρισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξι και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.

    Σιγά-σιγά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου Φωτίου».

    Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι – που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρι στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέσις που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθή πλατύτερα, διότι έλαβε υπ’ όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.

    Οι ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Γιατί εγκατέλειψα τον παπισμό (Ιεροδιάκονος Παύλος Μπάλλεστερ-Κονβαλιέρ) (Α)

 


Εισαγωγικά

Το άρθρο αυτό του τότε ιεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ - Κονβαλιέρ δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», Ιούλιος 1953, σελ. 285 - 291 και Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485. Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός προήχθη σε τιτουλάριο επίσκοπο Ναζιανζού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής με έδρα το Μεξικό. Εκεί είχε μαρτυρικό τέλος ο ομολογητής αυτός της Ορθοδόξου πίστεως. Την είδηση της δολοφονίας του ανέγραψε στην πρώτη σελίδα η εφημερίς «Καθημερινή» (Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1984) δια των εξής : «ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Όπως έγινε γνωστό από την πόλη του Μεξικού πέθανε προχθές ο επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ της ελληνικής αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο θάνατος προήλθε από δολοφονική ενέργεια ατόμου ηλικίας 70 ετών, Μεξικανού πρώην στρατιωτικού και πάσχοντος από ψυχασθένεια. Στην κηδεία του επισκόπου πήγε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το έργο του δραστήριου επισκόπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Παύλος είναι ισπανικής καταγωγής, ασπάσθηκε ενήλικος την ορθοδοξία και διέπρεψε ως ποιμένας και συγγραφέας. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία».

π.Δ.Α

ΜΕΡΟΣ-Α

 

Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία.

  Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το έτος 1647.

 Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή και να μεταδώση σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.

 Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφησι, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξίς μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ’ και Κλήμης ΣΤ’ διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθή ότι ο απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι’ στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ’ στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.

  Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνειδήσεως.

 Προσωπικά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.

    Το πράγμα ήταν για μένα καταφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ’ αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθή, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ’ αυτούς, για ν’ αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος».

Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι’ εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ’ αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».

 Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα: Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία της Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος; Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη…ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας…είναι υπό ανάθεμα».

 

Απευθύνομαι στο εξομολόγο μου

   Μέσα σ’ αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:

- Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθείτε στο να ακολουθείτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.

Αυτή η απάντησις που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε ώστε η σύγχυσίς μου να μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίση. Χωρίς να μου δώση καιρό να προβάλω καμιά ένστασι, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:

- Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή η πίστις σας. Διότι σ’ αυτά θα βρήτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.

    Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας.

    Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ’ αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα.

    Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».

    Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύση της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή στον Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μια επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψις και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου.

Η τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα

 

    Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ’ εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύση του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.

 Πρώτα-πρώτα, για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότης της Εκκλησίας», η οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσίς του και η ουσία του».

 Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ’ ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι’ αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.

 Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ’ αυτή τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προωρισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ’ αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.

 

 ΑΛΗΘΕΙΑ και ΨΕΜΜΑ.

“Η Εκκλησία στη Μεταπολίτευση” («ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»Λαρισας, 22/7/2024)


Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόµος 1850  και Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη 1928

(Για Μεταπολίτευση αναφέρει ο συντάκτης αλλά για πριν 174 και 96 χρόνια µας µεταφέρει!)

Απο την εφημεριδα ΑΓΩΝΑΣ Λαρισας, Τριανταφυλλος Τασσιοπουλος.


Τα τελευταία χρόνια εµφανίστηκαν κάποιοι, προκειµένου να “αποκτήσουν” κάποιο χαρτί ανάρρησης στραγγαλίζουν την ιστορική αλήθεια και αν πρόκειται και για εκκλησιαστική, τότε θα τους κατατρέχει ένα µαρτύριο. Προσπαθούσαν να παρουσιάσουν το άσπρο ως µαύρο, την αλήθεια ως ψέµα, την κανονικότητα ως αντικανονικότητα… και για να το πετύχουν αυτό, εγκλώβισαν σε µια ιστορία διακοσίων (200) ετών, µόνο τα επτά (7) χρόνια και εδώ µέσα στους τσιµεντένιους τοίχους και τις χαλύβδινες πόρτες βολοδέρνονται πώς θα αµνηστεύσουν τους ένοχους από παρανοµίες, αντικανονικότητες, εκβιαστές, ανηθικότητες… και να τους στεφανώσουν µε διαδήµατα ήρωα ή φωτοστέφανα αγίου και πώς αντίθετα να συκοφαντήσουν και να σπιλώσουν τίµιους και άγιους µε µεγάλη προσφορά.

Ηµερόνυχτα δε βρίσκουν ανάπαυση, αγκοµαχώντας πως θα διαστρέψουν την ιστορία και να τη διαµορφώσουν στα δικά τους αλλά και στα εντεταλµένα τους µέτρα και σταθµά.

Διαβάζοντας το βιβλίο των Παροιµιών της Αγίας Γραφής σε συγκλονίζει, διότι είναι σαν να γράφηκε για την εποχή µας και στιγµατίζει τα των ηµερών µας γενόµενα. Περιγράφει µε σαφήνεια την αποτρόπαια αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας: «Ου γαρ µοι υπνώσωσι, εάν µη κακοποιήσωσι, αφήρηται ο ύπνος αυτών και ου κοιµώνται» (Παροιµ. 4, 16). (Δεν πλαγιάζουν το κεφάλι στο µαξιλάρι και δεν κλείνουν µάτι, εάν δε δηµιουργήσουν κακό, εξ αιτίας του ελέγχου της συνειδήσεώς των, κάποιο αόρατο χέρι έχει κλέψει το γλυκό ύπνο από τα βλέφαρά τους).

Με τα συνεχή απαντητικά µας δηµοσιεύµατα από το 2016 σε συγγραφείς βιβλίων και αρθρογράφων εφηµερίδων η παραπληροφόρηση, το ψέµα και η παθιασµένη επιθετικότητα άρχισε να µηδενίζεται παρά την άρνηση όλων των Μέσων Πληροφόρησης να προβάλουν και τον αντίλογό µας στα γραφόµενά τους.

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Ελευθέριος Ανδρώνης: Τέμπη: Δεν ξεχνάμε, δεν αποπροσανατολιζόμαστε – Όσο ήταν έγκλημα η έκρηξη, τόσο ήταν και η σύγκρουση

 

Η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος επί Μ.Φωτίου [ή, 4η της Κωνσταντινουπόλεως (879/880)] και η Καταδίκη της Προσθήκης και του Δόγματος του «Filioque»

 

Του π. Γεωργίου Διον. Δραγά 

Το άρθρο αυτό αρχικά εμφανίσθηκε στο έντυπο «The Greek Orthodox Theological Review» (Ελληνορθόδοξη Θεολογική Επιθεώρηση), Τόμος. 44, αριθ. 1-4, 1999, σελίδες 357-369.

Εικόνα που περιέχει ζωγραφιά, σκίτσο/σχέδιο, εικονογράφηση

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματα

 
* Το άρθρο έχει μεταφραστεί από την Αγγλική στην Ελληνική. Τα σημειούμενα αποσπάσματα Πρακτικών κλπ. που έχουν επίσης δημοσιευθεί στην Αγγλική γλώσσα έχουν αποδοθεί σε απλά Ελληνικά. ς.

Προοίμιο

Καταδίκασε η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολης (879/880) την προσθήκη του «Φιλιόκβε» στο Οικουμενικό Σύμβολο της Πίστεως ως κάτι Κανονικά απαράδεκτο και θεολογικά εσφαλμένο;

 

Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο αυτό το δοκίμιο προσπαθεί να δώσει μια απάντηση, υπό το φως των πρόσφατων συζητήσεων μεταξύ Ορθοδόξων και Λουθηρανών στην Αμερική. Αποτελείται από τρία μέρη:

(α) διευκρινίσεις που αφορούν την «Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο»

(β) η σημασία του Όρου αυτής της Συνόδου για το ζήτημα του Φιλιόκβε, και

(γ) μια επανεξέταση του ιδίου τον Όρου.

 

α) Διευκρινίσεις σχετικά με την Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο

 

Σε ό,τι αφορά τις Οικουμενικές Συνόδους, η Ελληνορθόδοξη Ανατολή και η Λατινική Δύση φαίνεται να διαφοροποιούνται, στο σημείο εκείνο όπου εμφανίζεται η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος. Αμφότεροι οι Ελληνορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί αποδέχονται τις πρώτες Επτά Οικουμενικές Συνόδους.

1 Πέραν όμως αυτών των Επτά Συνόδων, οι Ρωμαιοκαθολικοί απαριθμούν αρκετές άλλες (συνόδους), με τις οποίες το σύνολό τους αριθμεί 21, η δε ονομαζόμενη Βατικανού Β’ είναι εξ αυτών η πιο πρόσφατη.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει άλλες Συνόδους πέραν της Εβδόμης, αν και αποδέχεται κάποιες που έλαβαν χώρα μετά από αυτήν και που ονομάσθηκαν «Οικουμενικές» (όπως φαίνεται από τα Πρακτικά τους). Μία από αυτές είναι η λεγόμενη Ογδόη Οικουμενική, ή η 4η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως ( 879-880).

3.Οι Ρωμαιοκαθολικοί ακαδημαϊκοί έχουν επανειλημμένως σχολιάσει πως οι Ορθόδοξοι δεν έχουν συγκαλέσει –και μάλιστα πως δεν θα μπορούσαν να έχουν συγκαλέσει- άλλες Οικουμενικές Συνόδους πέραν της Εβδόμης, μετά από τον χωρισμό τους από την Έδρα της Ρώμης το 1054. Αυτό το σχόλιο είναι εντελώς αδικαιολόγητο και παραπλανητικό. Η έλλειψη αρίθμησης δεν συνεπάγεται και έλλειψη πραγματοποίησης. Η Ορθόδοξη ιστορική διαδρομή των Συνόδων, καθώς και τα σχετικά συνοδικά έγγραφα, αποδεικνύουν ξεκάθαρα την ύπαρξη ορισμένων Οικουμενικών Συνόδων μετά από τις πρώτες Επτά Συνόδους, οι οποίες συνεχίζουν να διατηρούν την συνοδική ζωή της Εκκλησίας μέσα στην Ιστορία, με ένα τρόπο πολύ πιο ακριβή από εκείνο της Λατινικής Εκκλησίας.

Οι Σύνοδοι αυτοί [συμπεριλαμβανομένης εκείνης της Κωνσταντινουπόλεως του 879/880 ή «Ογδόη Οικουμενική» όπως αναφέρεται στον Τόμο Χαράς του Πατριάρχου Δοσιθέου, ο οποίος εξέδωσε τα Πρακτικά της για πρώτη φορά το 1705 

4 και επίσης από τον Μητροπολίτη Νείλο της Ρόδου, το κείμενο του οποίου επικαλείται η έκδοση Mansi 

5] δεν έχουν απαριθμηθεί στην Ανατολή, λόγω της Ορθοδόξου ελπίδας για πιθανή επούλωση του Σχίσματος του 1054, κάτι που επεδιώκετο από τους Ορθοδόξους μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453.

Υπάρχουν και άλλοι, προφανείς λόγοι που εμπόδισαν την απαρίθμηση, οι περισσότεροι των οποίων σχετίζονται με τα δύσκολα χρόνια που η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει, μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που την υποστήριζε. Όμως, αυτό δεν είναι ζήτημα που χρειάζεται να συζητηθεί εδώ.

Η περίπτωση της Ογδόης Οικουμενικής Συνόδου όχι μόνο μας παρέχει την ευκαιρία να διευκρινισθεί αυτή η εκτροπή, αλλά επίσης για να αναδειχθεί η αυθαίρετη συνοδική εξέλιξη της Εκκλησίας της Ρώμης, μετά από την αποκοπή της από τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Σύμφωνα με τους Ρωμαιοκαθολικούς, η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος είναι μια Σύνοδος που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το 869/870 – επίσης γνωστή ως ‘Σύνοδος του Ιγνατίου’ επειδή επανέφερε τον Ιγνάτιο στον Πατριαρχικό θρόνο – και η οποία, μεταξύ άλλων, εξασφάλισε την καταδίκη του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου.

6 Όμως, έχει επιβεβαιωθεί περίτρανα και από νεώτερους ακαδημαϊκούς πως αυτή η Σύνοδος του Ιγνατίου απερρίφθη από μια άλλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, η οποία έλαβε χώρα ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, το 879/880. Η Σύνοδος αυτή είναι επίσης γνωστή ως Σύνοδος του Φωτίου, επειδή αθώωσε και επανέφερε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Άγιο Φώτιο και τους συν-Ιεράρχες του, και η οποία υπεγράφη από τους Ανατολικούς και τους Δυτικούς.

Πώς έγινε, και οι Ρωμαιοκαθολικοί κατέληξαν να αψηφούν αυτό το συνοδικό γεγονός; Μετά από τον Παπαδόπουλο Κεραμέα, ο Γιόχαν Μέγιερ – συγγραφέας μιας πολύ λεπτομερούς μελέτης της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 879/880 – επισήμανε πως οι Ρωμαιοκαθολικοί κανονιολόγοι αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στην δική τους Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο (του Ιγνατίου) στις αρχές του δωδέκατου αιώνα. Ευθυγραμμισμένος με τον Ντβόρνικ και με άλλους, ο Μέγιερ επί πλέον διευκρίνισε πως αυτό έγινε και επίτηδες, επειδή οι κανονιολόγοι αυτοί είχαν τότε ανάγκη τον Κανόνα 22 της συγκεκριμένης Συνόδου. Στην ουσία όμως, παρέβλεψαν το γεγονός ότι «αυτή η Σύνοδος είχε ακυρωθεί από μια άλλη, την Σύνοδο του Φωτίου το 879/880, οι πράξεις της οποίας Συνόδου ήσαν επίσης φυλασσόμενες στα παπικά αρχεία».

8 Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως οι Ρωμαιοκαθολικοί αργότερα ονόμασαν αυτή την Σύνοδο του Φωτίου «Ψεύδο-ογδόη Οικουμενική Σύνοδος» (Conciliabulum Oecumenicum Pseudooctavum), αναγνωρίζοντας -με αυτόν τον αδιαμφισβήτητο τρόπο- πως όντως υπάρχει μια άλλη Ογδόη Σύνοδος, αντίπαλη εκείνης της δικής τους προτίμησης!!

 9 Η ιστορία αυτής της Κωνσταντινουπολίτικης Συνόδου, η οποία άφησε το σημάδι της στην καριέρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Φωτίου (έναν από τους πιο σπουδαίους Πατριάρχες της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας) έχει μελετηθεί εκτενέστατα από τους νεώτερους ιστορικούς. Η πρωτοπόρος εργασία του Ντβόρνικ έχει αποκαταστήσει τα βασικά δεδομένα.

10 Ο Μέγιερ το 1975, 

11 ο Φειδάς το 1994 12 και ο Σιαμάκης το 1995 

13 : όλοι τους εμπλούτισαν τα δεδομένα αυτά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, σε οποιονδήποτε επιθεωρήσει τις εργασίες αυτών, πως η θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι εντελώς αστήρικτη.

Η σύνοδος του Φωτίου το 879/880 είναι εκείνη που:

(1) ακύρωσε την Σύνοδο του Ιγνατίου (869/870),

(2) αναγνώρισε την Εβδόμη (787), προσθέτοντάς την στις προηγούμενες 6 Συνόδους,

(3) αποκατάστησε την ενότητα στην ίδια την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και τις Εκκλησίες της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης – ενότητα που είχε διασπαστεί από την αυθαίρετη παρέμβαση των παπών της Ρώμης στη ζωή της Ανατολικής Εκκλησίας, ειδικά μέσω της Συνόδου του Ιγνατίου, και

(4) κατέγραψε την κανονική και θεολογική βάση για την ένωση της Εκκλησίας στην Ανατολή και την Δύση, μέσω του Όρου της.

 

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου