Εισαγωγικά
Το άρθρο αυτό του τότε ιεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ -
Κονβαλιέρ δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», Ιούλιος 1953,
σελ. 285 - 291 και Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485. Ο μεταστραφείς στην
Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός προήχθη σε τιτουλάριο επίσκοπο Ναζιανζού
της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής με έδρα το Μεξικό. Εκεί
είχε μαρτυρικό τέλος ο ομολογητής αυτός της Ορθοδόξου πίστεως. Την είδηση της
δολοφονίας του ανέγραψε στην πρώτη σελίδα η εφημερίς «Καθημερινή» (Σάββατο 4
Φεβρουαρίου 1984) δια των εξής : «ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Όπως έγινε γνωστό από την πόλη του Μεξικού πέθανε προχθές ο
επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ της ελληνικής αρχιεπισκοπής Βορείου
και Νοτίου Αμερικής. Ο θάνατος προήλθε από δολοφονική ενέργεια ατόμου ηλικίας
70 ετών, Μεξικανού πρώην στρατιωτικού και πάσχοντος από ψυχασθένεια. Στην
κηδεία του επισκόπου πήγε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το
έργο του δραστήριου επισκόπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Παύλος είναι
ισπανικής καταγωγής, ασπάσθηκε ενήλικος την ορθοδοξία και διέπρεψε ως ποιμένας
και συγγραφέας. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να
κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία».
π.Δ.Α
ΜΕΡΟΣ-Α
Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα
τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι
αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την
Ισπανία.
Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά
με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό,
χρονολογούμενο από το έτος 1647.
Στο έγγραφο αυτό
αναφερόταν μια απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε
χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή και να μεταδώση σε
άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του.
Επρόκειτο για ένα
εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να
καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια
πλαστογράφησι, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης
της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξίς μου
έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς
Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο
περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ’ και
Κλήμης ΣΤ’ διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα
τολμούσε να αρνηθή ότι ο απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια του αποστολικού
του βίου, είχε απολύτως υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του
πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου Πέτρου. Και πολύ
αργότερα, ο Πίος Ι’ στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ’ στα 1920 είχαν επαναλάβει τα
ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.
Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα
αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα
συνειδήσεως.
Προσωπικά, μου ήταν
αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε
Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη
απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους
περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία
Γραφή.
Το πράγμα ήταν για
μένα καταφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ’ αυτό το σημείο δεν
αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. «Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος-
διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθή,
όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ’ αυτούς, για ν’
αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος».
Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι
λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την
ίδια τιμή κι’ εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ’ αυτούς να ασκούσε
εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας
τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν
ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους
αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».
Το ζήτημα ήταν, λοιπόν,
κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν αντίθετη από τα πράγματα.
Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα
διάλεγα: Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία
της Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος; Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι
απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία,
της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας
όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη…ότι ο
Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός
των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας…είναι υπό ανάθεμα».
Απευθύνομαι στο εξομολόγο μου
Μέσα σ’ αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα
στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους
πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια,
καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές
στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος τα εξής,
που ομολογώ δεν τα περίμενα:
- Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι
αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθείτε στο να ακολουθείτε πιστά τις
αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται
λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό
και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.
Αυτή η απάντησις που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε
ώστε η σύγχυσίς μου να μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του
Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίση. Χωρίς να μου
δώση καιρό να προβάλω καμιά ένστασι, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:
- Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων
συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή η πίστις σας. Διότι
σ’ αυτά θα βρήτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.
Και ρωτώντας με αν
είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας.
Μερικές μέρες
αργότερα, ο πνευματικός μου ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία
κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον
πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να
του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ’ αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του
έστελνα.
Αν και τα λόγια του
δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με
όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή. Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά
ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και
«οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον,
έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας
τρίβους μου».
Καθώς προχωρούσα στο
διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε
αγνοούσα αρκετά τη φύση της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή στον
Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα
κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές
των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μια επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις
εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα,
κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η
καθαρώς υπερφυσική τους όψις και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω
κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας
μου.
Η τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα
Ακριβώς, λοιπόν,
μέσα σ’ εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου
προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύση του ο παράξενος
αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία.
Υποθέτω, ότι μια σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.
Πρώτα-πρώτα, για τον
ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη
μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως
τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότης της
Εκκλησίας», η οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός
στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι
το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσίς του και η ουσία
του».
Η μοναρχική αυθεντία
του Πάπα ως Αρχηγού υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου
λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω
στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και
εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που
έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε
καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί
όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ’ ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός
είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε
λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι’ αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο
υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.
Όσοι αρνούνται να του
αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ’ αυτή τυφλά είναι
σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα
προωρισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας
να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ’ αυτή και
στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα,
που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για
να σωθούν.