ΑΛΗΘΕΙΑ και ΨΕΜΜΑ.
“Η Εκκλησία στη Μεταπολίτευση” («ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»Λαρισας, 22/7/2024)
Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόµος 1850
και Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη 1928
(Για Μεταπολίτευση αναφέρει ο συντάκτης αλλά για πριν 174 και 96 χρόνια µας µεταφέρει!)
Απο την εφημεριδα ΑΓΩΝΑΣ Λαρισας, Τριανταφυλλος Τασσιοπουλος.
Τα τελευταία χρόνια εµφανίστηκαν κάποιοι, προκειµένου να “αποκτήσουν” κάποιο χαρτί ανάρρησης στραγγαλίζουν την
ιστορική αλήθεια και αν πρόκειται και για εκκλησιαστική, τότε θα τους κατατρέχει ένα µαρτύριο. Προσπαθούσαν να παρουσιάσουν
το άσπρο ως µαύρο, την αλήθεια ως ψέµα, την κανονικότητα ως αντικανονικότητα… και για να το πετύχουν αυτό, εγκλώβισαν σε
µια ιστορία διακοσίων (200) ετών, µόνο τα επτά (7) χρόνια και εδώ µέσα στους τσιµεντένιους τοίχους και τις χαλύβδινες πόρτες
βολοδέρνονται πώς θα αµνηστεύσουν τους ένοχους από παρανοµίες, αντικανονικότητες, εκβιαστές, ανηθικότητες… και να τους
στεφανώσουν µε διαδήµατα ήρωα ή φωτοστέφανα αγίου και πώς αντίθετα να συκοφαντήσουν και να σπιλώσουν τίµιους και
άγιους µε µεγάλη προσφορά.
Ηµερόνυχτα δε βρίσκουν ανάπαυση, αγκοµαχώντας πως θα διαστρέψουν την ιστορία και να τη διαµορφώσουν στα δικά τους
αλλά και στα εντεταλµένα τους µέτρα και σταθµά.
Διαβάζοντας το βιβλίο των Παροιµιών της Αγίας Γραφής σε συγκλονίζει, διότι είναι σαν να γράφηκε για την εποχή µας και
στιγµατίζει τα των ηµερών µας γενόµενα. Περιγράφει µε σαφήνεια την αποτρόπαια αλλοίωση της ιστορικής αλήθειας: «Ου γαρ µοι
υπνώσωσι, εάν µη κακοποιήσωσι, αφήρηται ο ύπνος αυτών και ου κοιµώνται» (Παροιµ. 4, 16). (Δεν πλαγιάζουν το κεφάλι
στο µαξιλάρι και δεν κλείνουν µάτι, εάν δε δηµιουργήσουν κακό, εξ αιτίας του ελέγχου της συνειδήσεώς των, κάποιο αόρατο χέρι
έχει κλέψει το γλυκό ύπνο από τα βλέφαρά τους).
Με τα συνεχή απαντητικά µας δηµοσιεύµατα από το 2016 σε συγγραφείς βιβλίων και αρθρογράφων εφηµερίδων η
παραπληροφόρηση, το ψέµα και η παθιασµένη επιθετικότητα άρχισε να µηδενίζεται παρά την άρνηση όλων των Μέσων
Πληροφόρησης να προβάλουν και τον αντίλογό µας στα γραφόµενά τους.
Κάποιος, όπως ο τελευταίος των “Μοϊκανών” εµφανίζεται κάπου-κάπου και προσπαθεί µε τίτλους καµουφλαρισµένους να
µπερδέψει τους µη γνωρίζοντας, κοµµατιάζοντας την ιστορία, αρπάζοντας στοιχεία και ηµεροµηνίες που τον βολεύουν, τα
µακιγιάρει µε περίσσεια τέχνη και τα δηµοσιεύει µήπως εντυπωσιάσει τους ανύποπτους.
Πρίν 4 ον µηνών (22/7/2024) ανάρτησε ένα µακροσκελές δηµοσίευµα στην τοπική εφηµερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ” µε τίτλο: “Η
Εκκλησία στη Μεταπολίτευση”. Ενώ ο τίτλος για Μεταπολίτευση αναφέρει, µας γυρίζει στα πριν από 174 χρόνια στον
“Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόµο 1850” και στην παραχώρηση στο Βασίλειο της Ελλάδος την αυτοκεφαλία. Ενώ η ΑΛΗΘΕΙΑ
φωνάζει και τη γνωρίζει από απαντήσεις µας στον ίδιο, στον επιβλέποντα καθηγητή του µητροπολίτη Αλκαλοχωρίου Ανδρέα
Νανάκη, τον καθηγητή Πανεπιστηµίου Ιωάν. Κονιδάρη στον προλογίσαντα τη διατριβή του “ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
1967-1974” στην εφηµ. “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” κ.ά. Για τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόµο 1850 που κατ’ επανάληψη σε όλα τα
κείµενά του αναφέρει, που παραχωρήθηκε και έγινε αποδεκτός από το τότε Βασίλειο και την Εκκλησία της Ελλάδος, αυτός από
την πρώτη ηµέρα παραβιάστηκε απ’ αυτούς τους ίδιους, όπως µε συντοµία στη συνέχεια θα αναφερθώ για τους ίδιους και για τον
ιστορικό του µέλλοντος, και όπως µας πληροφορεί ο καθηγητής Εµµανουήλ Καρπαθίου, ότι: “Διετήρησαν µόνον από τον
Πατριαρχικόν Τόµον επουσιώδεις τινάς διατάξεις…” (“ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ”, Εν Αθήναις 1939, σελ. 170), έτσι
παρέµεινε από το 1850 µέχρι το 1977 ως µια συµφωνία χωρίς καµιά ισχύ, παρά τις αφόρητες πιέσεις που έκαναν προς την
Εκκλησία της Ελλάδος να τους θεσµοθετήσει µε Συνταγµατική επικύρωση.
Ανερχόµενος ο Σεραφείµ στην αρχιεπισκοπική καθέδρα το 1974, πούλησε αυτά τα “πρωτοτόκια” της Εκκλησίας, “αντί
πινακίου φακής”. Αντάλλαγµα! Να µη χάσει το θρόνο του και το σηµαντικότερο, να θάψουν στα τάρταρα την υπόθεση των 12
διωκόµενων αντιµασώνων επισκόπων.
Ο νέος αρχιεπίσκοπος Σεραφείµ – µας λέει ο καθηγητής Ανδρεόπουλος – την κρίσιµη περίοδο 1974-1975 διασφάλισε ησυχία
και τάξη στο εσωτερικό της Εκκλησίας. Εδώ θα µου επιτρέψει ο κ. Διδάκτορας καθηγητής να είµαι λίγο αποκαλυπτικός. Διότι δεν
µπορεί να γράφει τέτοια ανιστόρητα ένας, ο οποίος επικαλείται τον ιστορικό µε “προσφυγή σε ιστορικές πηγές και σε
αρθρογραφία δηµοσιογραφικού ρεπορτάζ”, όταν η περίοδος που επικαλείται 1974-1975, υπήρξε η πιο πολυτάραχη ποτέ στην
Ελλαδική Εκκλησία. Δεν υπήρξε συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας που να µην γίνονταν Βατερλώ, υπάρχουν εκατοντάδες
δηµοσιεύµατα και ακούγονταν λέξεις και φράσεις πρωτάκουστες προς το Σεραφείµ: “δοσίλογο, ψεύτη, απατεώνα, διέπραξε
στυγερά εγκλήµατα, άµυαλο, ξεπεσµένο… που θάπρεπε όχι να του επιβληθεί ΕΠΤΑΚΙΣ η ποινή της καθαίρεσης αλλά αν
είχε λίγο τσίπα ή να αυτοκτονήσει ή να εξαφανιστεί από προσώπου γης”!
Συνεχίζει το δηµοσίευµα: Οι άνδρες (Καραµανλής και Σεραφείµ) είχαν αναπτύξει µια αγαστή συνεργασία. Αυτό είναι γεγονός,
διότι είχαν και οι δύο κοινό σηµείο αναφοράς, τη µασονία και την κόκκινη προβιά, γι’ αυτό, ενώ όλες οι Συντακτικές Πράξεις µε
την ανάληψή του καταργήθηκαν, παρέµειναν όµως ως ένα σηµείο αναφοράς της δικτατορίας η 3 & 7 Συντακτικές Πράξεις!
Θα βάλω µερικούς πασσάλους ως σηµαδούρες από συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή, για την ιστορία:
1) 1 Αυγούστου 1974 καταργούνται όλες οι Συντακτικές Πράξεις εκτός 3 & 7 η .
2) 6 Δεκεµβρίου 1974 υπογράφεται το υπ’ αριθ. 87/1974 Νοµοθέτηµα για κατάργηση, στο δρόµο προς δηµοσίευση στο Εθνικό
Τυπογραφείο χάνεται.
3) 9 Δεκεµβρίου 1974, 155 βουλευτές ζητούν την κατάργηση και την αποκατάσταση της νοµιµότητας, κάποιο αόρατο χέρι τους
σταµάτησε.
4) 10 Ιανουαρίου 1975, ο Βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας Παπαδηµητρίου ζητά την κατάργηση µε την άρση του απαράδεκτου του
Νόµου της δικτατορίας. Κύκλοι σκοτεινοί το σταµάτησαν.
5) Στις 18, 21, 26 Μαρτίου και 11 Απριλίου, ένα τετραήµερο συζητήσεων στη Βουλή το θέµα φάνηκε πως βρήκε τη λύση,
τελευταία στιγµή σταµάτησαν απότοµα, κάποιοι κύκλοι το φρενάρισαν.
6) Στις 2 Ιουνίου 1975 γίνεται συζήτηση στη Βουλή για το άρθρο 119 του Συντάγµατος, συµπεριλαµβάνει και το θέµα. Κάποιοι το
“σκάλωσαν” και έτσι χωρίς να καταλάβουν, το προσπέρασαν.
7) Στις 5 Νοεµβρίου 1975 ο υπουργός Παιδείας Παν. Ζέπος (Καθηγητής της Νοµικής του Παν. Αθηνών, Κοσµήτορας,
Πρόεδρος Αρχαιολ. Εταιρείας, Διευθυντής Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, επίτιµος διδάκτορας του Φράιµπουργκ,
Τακτικό µέλος της Ακαδηµίας Αθηνών και Πρόεδρος αυτής κ.ά.) δεν άντεξε την παρανοµία και κατέθεσε στη Βουλή “σχέδιο
Νόµου” µε 5 άρθρα «Περί άρσεως του δια των Συντακτικών Πράξεων 3/74 και 7/74 θεσπισθέντος απαραδέκτου…». Το
αποτέλεσµα! Ο Καραµανλής τον ξεπέταξε και τοποθέτησε, όχι τυχαία (!!!) το µασόνο Γ. Ράλλη… και όχι τυχαία το 1991, ο
Μητσοτάκης µε την κατάργηση από το ΣτΕ των Συντακτικών Πράξεων 3 & 7 που δικαίωναν τους 12 αγίους αντιµασόνους
επισκόπους, έβαλε και εδώ το µασόνο υπουργό Γ. Σουφλιά, αφού πριν ο Μητσοτάκης είχε δηλώσει “Δεν µε αφήνουν οι
µασόνοι” να τακτοποιήσει τους 12 επισκόπους.
ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ;
«Ο Σεραφείµ – γράφει – συµβολίζει την εκκλησιαστική παράταξη που ανέλαβε τα ηνία της Ιεραρχίας έχοντας έλθει σε
“µετωπική” ρήξη µε τον Ιερώνυµο και ευρύτερα µε τη µερίδα εκείνη της Ιεραρχίας που αντιπροσώπευε το σύστηµα… για
µια ολόκληρη εξαετία (1967-1973) το δικτατορικό καθεστώς της “21 ης Απριλίου”».
Διαβάζοντας αυτό το σηµείο σάλεψα, απόµεινα µε το στόµα ανοιχτό και την καρδιά µου θαµµένη στη θλίψη. Διότι ένιωσα δείγµα
κατάπτωση τη στράτευση στο ψέµα! και το φοβερότερο είναι να προσπαθεί να σχηµατοποιήσει και µεταδώσει µηνύµατα που δεν
είναι αλήθειες και αλλοιώνουν την εικόνα της πραγµατικότητας και ακόµα χειρότερο να αγκοµαχεί, για να χαράξει ψεύτικες και
παραπλανητικές κατευθύνσεις.
Αρχίζω “εν τάχει” ποιος υπήρξε ο Ιερώνυµος Α΄ (Κοτσώνης) ο αρχιεπίσκοπος έξι ετών µε ένα έργο που δεν έγινε 200 χρόνια
και πολεµείται από τις σκοτεινές δυνάµεις και από κάποιους όπως εσείς. Θα σταθώ όµως σε τέσσερα (από δεκάδες) περιστατικά
τα οποία ενδεικτικά θα παραθέσω, να τα γνωρίσουν και αυτοί ακόµα που χρόνια τους παραπλανάτε.
Πρώτον: Ο Ιερώνυµος δεν ήταν εκλεκτός της δικτατορίας, διότι οι τρεις πρωτεργάτες της δικτατορίας είχαν υποσχεθεί την
αρχιεπισκοπία στο δεσπότη Καστοριάς Δωρόθεο (Γιανναρόπουλο). Γι’ αυτό αυτοί οι τρεις επισκέφθηκαν την Ιερά Σύνοδο την
ηµέρα της εκλογής, αλλά κάπως αργοπόρησαν και όταν έφτασαν και απαίτησαν για την εκλογή του Καστοριάς, ο Πρόεδρος της Ι.
Συνόδου τους γνώρισε ότι η διαδικασία τελείωσε και έχουν µπει στα πρακτικά και οι υπογραφές.
Το γεγονός αυτό είναι γνωστό, όχι από σήµερα, αλλά από τότε α) από τον καθ. Πανεπιστηµίου Μάρκο Σιώτη που ήταν
κυβερνητικός επίτροπος στην διαδικασία της εκλογής στην Ι. Σύνοδο, β) το βεβαιούν οι συµµετέχοντες Συνοδικοί, διότι αν ήταν
διαφορετικά θα το διέψευδαν, γ) ο Πατακός σε Αθηναϊκή Εφηµερίδα “εµείς τον Ιερώνυµο δεν τον εγνωρίζαµε και θέλαµε κάποιον
άλλο. Αλλά δεν προλάβαµε…”, δ) ο Στρατηγός Γκιζίκης που δήλωσε, εµείς θέλαµε άλλον και όχι τον Ιερώνυµο.
Δεύτερο: Οι δύο επιστολές στον Παπαδόπουλο για τις πληροφορίες που είχε για τα βασανιστήρια, τα οποία γίνονταν σε
πολιτικούς κρατουµένους. “Αν η κατάστασις – του έγραφε – των πολιτικών κρατουµένων δεν αλλάξει άρδην, η θέσις µου θα
παύση να είναι εις την οδόν Αγίας Φιλοθέης (είναι η αρχιεπισκοπή) και θα µεταφερθή πλησίον των…”.
Τρίτο: Στις 15 Ιανουαρίου 1968 οι δικτάτορες απαίτησαν από τον Ιερώνυµο την αποµάκρυνση ένδεκα (11) µητροπολιτών, διότι
από τα κατασχεθέντα έγγραφα που αφαίρεσαν από τα γραφεία της ΕΔΑ διεπίστωσαν ότι αυτοί ήταν συνεργάτες των
κοµµουνιστών αλλά και χρηµατοδότες των. Ο Ιερώνυµος ήταν καταιγιστικός σ’ αυτό: “Επ’ ουδενί λόγω η Εκκλησιαστική
Δικαιοσύνη να στραφή δια πολιτικούς λόγους εναντίον τους”. Τότε ο Τύπος βγήκε στο κλαρί και άρχισε να τον σφυροκοπεί.
“Άφηκεν εκκρεµές το τεράστιον πρόβληµα καθαρµού το Ιερατείον, χωρίς τον οποίον αποτελεί χίµαιραν η ανύψωσίς
της…” (εφ. “ΒΡΑΔΥΝΗ”).
Τέταρτον: Για την Εκκλησιαστική Περιουσία που οι δικτάτορες θέλαν να την πάρουν, όπως την άρπαζαν χωρίς αντίσταση
παλαιότερα. Εδώ όµως βρήκαν τείχος. Τι έγινε! Σαράντα τρεις (43) ηµέρες µετά την εκλογήν του ο Παπαδόπουλος τον κάλεσε να
συµφωνήσει για την πώληση σε ελληνοαµερικανό το κτήµα της Στροµφαλιάς 23 χιλ. στρεµµάτων στην Πελοπόννησο, άλλως του
είπε θα το πάρει µε Συντακτική Πράξη. Ο Ιερώνυµος του απάντησε: “Καθ’ όν χρόνον εγώ κάθοµαι εις εκείνην την καρέκλαν
(αρχιεπισκοπική), εγώ, ως Εκκλησία, δεν θα έδιδα κτήµα αντί πινακίου φακής… Εφ’ όσον όµως διαθέτετε το ξίφος,
µπορείτε να το πάρετε. Εγώ πάντως δεν πρόκειται ποτέ να το δώσω”. Στο Μακαρέζο: “Εγώ νεκροθάφτης της
Εκκλησιαστικής Περιουσίας δεν εφιλοδόξουν να γίνω”. Στον υπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ (Παπαδόπουλο)
Αγαθαγγέλου για το κτήµα στον Καρέα: “Το Κράτος αυτό, όταν ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπον, δεν είναι πλέον Κράτος
Δικαίου αλλά γκάγκστερ”.
Τέτοιες µεγάλες κουβέντες, τέτοιες αντιδράσεις του αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου Α΄ είναι γνωστές πολλές δεκάδες και γνωστές
από τότε και κανείς δεν τις αµφισβήτησε ακόµα και οι πρωτεργάτες της δικτατορίας. Έχετε οι σηµερινοί αµφισβητίες κ.
Ανδρεόπουλε & Σια, να µας παρουσιάσετε έστω έναν αρχιεπίσκοπο που να αντιστάθηκε, όπως ο Ιερώνυµος Α΄ στα 200 χρόνια
της Ελεύθερης Ελλάδας!
Η “Μετωπική” ρήξη και ο Σεραφείµ
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΨΕΥΔΟΣ
Ο Σεραφείµ όχι µόνο δεν ήρθε σε ρήξη µε το αντιπροσωπεύον σύστηµα, κ. Ανδρεόπουλε, αλλά υπήρξε «ταπεινό γκαρσόνι και
εξετέλει όλας τους τας παραγγελίας» (Ελευθερουπόλεως Αµβρόσιος µπροστά στο Σεραφείµ στη συνεδρίαση της Ιεραρχίας 10
Οκτωβρίου 1974). Υποχρέωσαν οι δικτάτορες τον Ιερώνυµο να τον βάλει δίπλα του ως γραφείο Τύπου και ως Πρόεδρο των
Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, όπως αναλυτικά αναφέρουµε πιο κάτω.
ποια ρήξη, ο Σεραφείµ! Δεν ήταν παρών στις δεξιώσεις µε τους δικτάτορες φωτογραφούµενοι να τσουγκρίζουν τα ποτήρια για
µακροηµέρευση της “Επανάστασης”. ο ίδιος δεν έσερνε το τσάµικο µε τους πρωτεργάτες της δικτατορίας; Για άνοιξε λίγο το
αρχείο της εφηµερίδος που δουλεύατε, κ. Ανδρεόπουλε! Είδατε ποτέ τον Ιερώνυµο!
Ποια ρήξη. Στο Σεραφείµ δεν πήγαινε κάθε Κυριακή στα Γιάννενα ο Ιωαννίδης µε “αγκαζέ” αεροπλάνο, έµεινε όλη την ηµέρα
και συνέτρωγαν και συνέπιναν µαζί του;
Ποια ρήξη έκανε ο Σεραφείµ! Που και µετά την πτώση της δικτατορίας προσπαθούσε την επαναφορά της; Ήταν συνταρακτικά
αυτά που ακούστηκαν στο στρατοδικείο το Φεβρουάριο του 1975 στη δίκη των 17 αξιωµατικών, όταν ο κύριος µάρτυρας
κατηγορίας Ταγµατάρχης είπε και για το Σεραφείµ ότι: «Στο κίνηµα (για επαναφορά της δικτατορίας) ήταν µεµυηµένος κι ο
Αρχιεπίσκοπος Σεραφείµ και θα συµπαρίστατο δυναµικά στο κίνηµα µεθ’ ολοκλήρου του κλήρου» και ότι «ο Σεραφείµ
µπλεγµένος και στη συνωµοσία της Κύπρου» (εφ. “ΑΥΡΙΑΝΗ”).
Για τη δραστηριότητα αυτή του Σεραφείµ ο βουλευτής τότε της Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάµεις Σ. Παπαθεµελής έκανε
επερώτηση στη Βουλή και τον µήνυσε στα πολιτικά δικαστήρια. Αργότερα που τον έκανε υπουργό ο Παπανδρέου, χτυπούσε τους
χριστιανούς και χάιδευε το Σεραφείµ.
Ποια ρήξη έκανε ο Σεραφείµ! Αυτός δεν τάχτηκε αναφανδόν υπέρ του Καταστατικού Χάρτη 126/1969, που από τα πρακτικά της
Ιεραρχίας µάθαµε ότι: «Ωµίλησεν… ο Σεβασµιώτατος Μητρ. Ιωαννίνων κ. Σεραφείµ, ταχθείς υπέρ της εφαρµογής του
Καταστατικού Χάρτου (µε την διάκριση των Ι. Κανόνων), ούτινος πολλάς διατάξεις θεωρεί εποικοδοµητικάς, άλλας δε
διορθωτέας, εν καιρώ».
Ποια ρήξη έκανε ο Σεραφείµ! Αυτός δεν ήταν επί πέντε χρόνια Συνοδικός, στο γραφείο τύπου του Ιερωνύµου και
Πρόεδρος των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων που πάνω από 200 κληρικούς καθαίρεσε (αναλυτικά πιο κάτω). Ο Σεραφείµ δεν
ήταν που, όταν στις 8/3/1969 ο Ιερώνυµος υπέβαλε την παραίτηση, τον εκλιπαρούσε να µην παραιτηθεί κα µετά την ανάκληση
απευθυνόµενος προς τον Ιερώνυµο του είπε: «Επιτρέψατέ µου, Μακαριώτατε, να δώσω εγώ την απάντησιν. Ναι. Η ψήφος
είχε την έννοιαν ότι δεν θέλουµεν να παραιτηθήτε και σας δεχόµαστε ως Προκαθήµενον» (περ. “Ενορία”, τ. 1969, σελ. 79).
Ένας από αυτούς που εκλιπαρούσαν και πάλι να αποσύρει ο Ιερώνυµος την από 25 Μαρτίου 1973 παραίτησή του; Η έκτακτη
Σύνοδος που πραγµατοποιήθηκε, αποφάσισε: «Όλων η επιθυµία είναι να µεταπεισθή και να παραµείνη… εν συνεδρία,
επικοινωνήσωµεν µετ’ αυτού τηλεφωνικώς και του είπωµεν ότι η Ι. Σύνοδος τον παρακαλεί και επιµένει ίνα ανακαλέση
την παραίτησίν του…» (από τα πρακτικά της Συνόδου) και µία επιτροπή 4 επισκόπων τον επισκέφθηκε στην Τήνο για την
ανάκληση.
Ποια ρήξη έκανε ο Σεραφείµ! Εσύ ο ίδιος πρόδωσες τον εαυτό σου µε τη φωτογραφία του αρχιεπ. Ιερώνυµου και δίπλα ο
Σεραφείµ που τοποθέτησες στο εξώφυλλο ως προµετωπίδα του βραβευµένου βιβλίου σου “Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία
1967-1974”. Ο λαός λέει: «Μια εικόνα χίλιες λέξεις».
Με όλα τούτα, θα σας έλεγα, κ. Ανδρεόπουλε. Έλεος, έλεος, τόσο ψέµα! Τόσο ψέµα! Να παραπληροφορείτε, δεν φοβάστε
την οργή του Θεού! Δεν εντρέπεστε, τους ανθρώπους που διασύρετε αγίους ανθρώπους! Μυρίπνοα άνθη…! Υπάρχουν όµως
ακόµα πολλά, σταµατώ εδώ και πάµε παρακάτω:
Η αλήθεια και το δίκαιο, όσο και αν πολεµάνε, δεν το καταβάλουν, διότι επιβάλλοντας µε τη δυναµική παρουσία τους και διότι
έχουν αυτόφωτο µεγαλείο.
Το ψέµα και η αδικία, για να υποστηλωθούν και να σταθούν στα ψεύτικα πόδια τους, γίνονται αντικείµενα ρυπαρής συναλλαγής
και µαγειρεύοντας σε σκοτεινά παρασκήνια.
Οι 12 διωγµένοι άγιοι επίσκοποι – πρωτόγνωρο στην Εκκλησιαστική Ιστορία – είδαν µπροστά τους να ορθώνεται γυµνή και
προκλητική η αδικία. Έζησαν την περιπέτεια των διωγµών, τους έφτασαν στην εξορία, τους αφαίρεσαν τα ονόµατά τους και τους
έδωσαν παρατσούκλια, τους στέρησαν το ποίµνιό τους και τους απαγόρευσαν να κατοικήσουν στην περιοχή τους, τους εκβίασαν
µέχρι που τους έκοψαν τοις συντάξεις τους, παρότι είχαν 30, 40 και 50 χρόνια στην Ιεροσύνη.
Όποιοι γνωρίζουν – και αυτοί είναι ελάχιστοι – και βλέπουν τα ιστορικά γεγονότα ή εισχώρησαν πίσω από το προπέτασµα της
φλύαρης παραπληροφόρησης, εξοργίζονται. Ενώ αντίθετα αυτοί που δε γνωρίζουν – και είναι σχεδόν το σύνολον – την ιστορική
εκκλησιολογική υποδοµή, νοιώθουν να τους τυλίγει η σκοτεινή νεφέλη της ασάφειας και να τους µαστιγώνουν οι υποψίες τους.
Πλάι σ’ αυτούς θα καταθέσω εν συντοµία τη δική µου κρίση µέσα από Ιερούς Κανόνες και Νόµους, µε αποσαφηνισµένα τα
ιστορικά δεδοµένα, ώστε να γίνουν ως είδηση εµφανής, εµφανέστατη σ’ όλους αυτούς τους µαστιγωµένους από υποψίες.
1 ον ) Ο “Μύθος” περί Αριστίνδην Συνόδου!
Ο ένας µύθος που φιλοδόξησε ο διπλωµατούχος ιστορικός Θρησκευτικών κ. Ανδρεόπουλος να γράψει και να στηρίξει τα δύο
“επιστηµονικά του” συγγράµµατα για τις “Αριστίνδην Συνόδου” της εποχής Ιερωνύµου Α΄ (Κοτσώνη). Αγνόησε όµως, µια
νοµοτέλεια ότι ο µύθος δε γράφει ιστορία, η παραπληροφόρηση δεν υποθεµελιώνει µνηµείο δόξης, ο µύθος, όταν επινοείται και
προβάλλεται για αναρρίχησή του και προβολή, ή να στηρίξει σχήµατα και ανθρώπους, προσωρινά παραπλανεί, διότι δηµιουργεί
µία λάµψη πυροτεχνήµατος, αλλά σύντοµα σβήνει και γυρίζει πάλι στο σκοτάδι και στην τραγική ιστορική µυθική σκευωρία.
Στην πρώτη διαπρεπή επιστηµονική µελέτη/διατριβή του µε τίτλο: “Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974” «Ιστορική
και νοµοκανονική προσέγγιση» έλαβε το διδακτορικό έπαινο. Σ΄αυτήν αναφέρεται κοντά στις 150 φορές και λίγο λιγότερες
πλαγιοµετωπικά περί “Αριστίνδην Συνόδους” και στη δεύτερη µεταπτυχιακή διπλωµατική εργασία που έλαβε το “Άριστα” τον
Ιούνιο του 2009 µε τίτλο: “ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ «12»” αναφέρεται περί τις 60 φορές, υπάρχουν και πολλές πλάγιες αναφορές στα
περί “Αριστίνδην Συνόδους”.
Η διαλεκτική που ξετυλίγει στις προτοµές, τις οποίες έστησε ο ιστορικός διπλωµατούχος τις “θεµελιώνει”, για να τις στηρίξει
πονηρά και σκόπιµα στο «διορισµό 8µελούς “Αριστίνδην” Ιεράς Συνόδου δια της οποίας εξουδετερώθηκε η (56µελής εκείνη
την εποχή) κανονική Ιεραρχία…», µε αυτά όµως αυτοπροδίδεται ο ίδιος, διότι ο αρχιτέκτονας της ανωµαλίας Ιωαννίνων
Σεραφείµ και µετά αρχιεπίσκοπος και στις δύο Συντακτικές Πράξεις 3 & 7 (δολοφονίες) δεν αναφέρετε πουθενά περί
“Αριστίνδην σύνοδοι”. Αλλά… παραθέτω όπως ακριβώς είναι διατυπωµένες (Συντακτική Πράξη 3, Άρθρο 1 παρ. 2):
“2. Εις την ούτω συγκαλουµένην Ιεράν Σύνοδον της Ιεραρχίας δεν µετέχουν οι Μητροπολίται οι συµπράξαντες εις την κατά το
έτος 1967 αντικανονικήν εκλογήν Προκαθηµένου, και οι εν συνεχεία εκλεγέντες υπό της Συνόδου αντικανονικώς προεδρευοµένης
υπό του εν λόγω Προκαθηµένου, ως και πάντες οι τιτουλάριοι επίσκοποι ή τιτουλάριοι Μητροπολίται.
3. Εκλόγιµοι δια τον Αρχιεπισκοπικόν Θρόνον είναι πάντες οι επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος οι κανονικώς εκλεγέντες και
χειροτονηθέντες”.
Και το Παγκόσµιο “Δηµοκρατικό” 5 ον Άρθρο της Συντακτικής Πράξης, δίνε διαταγή: δέστε τους, φιµώστε τους και πετάξτε τους.
Να τι λέει:
Άρθρον 5
“Πράξεις εκδιδόµεναι κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων της παρούσης ή του κατ’ άρθρον 4 αυτής εκδοθησοµένου Νοµοθετικού
Διατάγµατος δεν υπόκεινται εις αίτησιν ακυρώσεως ή προσφυγήν ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, και εάν προβάλλεται
λόγος ακυρώσεως αναφερόµενος εις τους υπό της παρούσης ή του ως άνω Νοµοθετικού Διατάγµατος τιθεµένους όρους και
προϋποθέσεις”.
Η Συντακτική Πράξη 7 η δεν κάνει καν νύξη περί “Αριστίνδην”. Νά πως ακριβώς είναι διατυπωµένο:
Άρθρον 2ον
«Αρχιερείς, οίτινες δι’ ενεργειών και εκδηλώσεών των, διαταράσσουν την ειρήνην και ενότητα της Εκκλησίας δύνανται να
κηρύσσονται έκπτωτοι του Αρχιερατικού θρόνου αυτών δι’ αποφάσεως της κατά τας διατάξεις της υπ’ αριθµόν 3/1974 Σ.Π., ως
αύτη συµπληρούται δια της παρούσης, Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, λαµβανοµένης δια πλειοψηφίας
των 2/3 των παρόντων µελών αυτής (και µην ξεχαστεί κανείς και πάει στην Δικαιοσύνη και δικαιωθεί, επανέρχεται):
Η απόφασις αύτη εκτελείται άµα τη δηµοσιεύσει της δια της Εφηµερίδος της Κυβερνήσεως, µη υποκειµένη εις ένδικον µέσον ή
προσφυγήν ενώπιον πάσης εκκλησιαστικής ή πολιτειακής αρχής ή δικαστηρίου».
Δεν το αποσιώπησε τυχαία ο Σεραφείµ, αλλά υπήρχε σκοπιµότητα, αφού ο ίδιος συµµετείχε: α) Επί πέντε χρόνια σε “Αριστίνδην
Συνόδους”, τα εκκλησιαστικά νοµοθετήµατα εκείνης της περιόδου έχουν την υπογραφή του, β) Ως Συνοδικό Αριστίνδην µέλος και
µε ψήφο του είχαν εκλεγεί αρκετοί επίσκοποι και όχι µόνον, αλλά συµµετείχε και έλαβε µέρος σε χειροτονίες και ενθρονίσεις και γι’
αυτό αποφεύγει το “Αριστίνδην”, γ) Δεν υπήρξε µόνο απλό µέλος στις “Αριστίνδην Συνόδους”, αλλά ήταν το δεξί χέρι του
αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου Α΄ (Κοτσώνη) ως Πρόεδρος του γραφείου Τύπου (µε την πολιτική ορολογία – υπουργός παρά τω
Πρωθυπουργώ), δ) Ήταν πρόεδρος των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και 200 περίπου από τους 300 καταδικασµένους και
αποσχηµατισµένους ήταν έργο δικό του, µε τα Ιεροδικεία του Α.Ν. 214/67, ε) Ο ίδιος ο Σεραφείµ χειροτονήθηκε διάκος και ιερέας
από το δεσπότη Κορίνθου Δαµασκηνό και µετά Αρχιεπίσκοπο που είχε “εκλεγεί” (καλύτερα διοριστεί) από την πιο αντικανονική
και παράνοµη “Αριστίνδην Σύνοδο”, διότι, εκτός του ότι αγνόησαν την κανονική Ιερά Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Α΄
(Μηνόπουλο), συγκεντρώθηκε µια οµάδα 5 δεσποτάδων στο γραφείο του Πρωθυπουργού Πλαστήρα (ούτε καν στο γραφείο της
Ιεράς Συνόδου) τα µεσάνυχτα 3 προς 4 Δεκεµβρίου 1922 και πραγµατοποίησαν εκλογές – διορισµούς – 8 δεσποτάδων, ας
αφήσουµε ότι ήταν Μασόνοι, αλλά «ανεδείχθησαν επιτήδειοι… Μητροπολίται γνωστοί και άγνωστοι και δη νεαροί
κληρικοί… κισσοί, ανερχόµενοι περί ξένον κορµόν… Καταπατήθηκαν οι Ιεροί Κανόνες» (Ιστορικός Μητροπολίτης
Πολύκαρπος Συνοδινός).
Ένας άγνωστος νεαρός κληρικός τότε ο Δαµασκηνός (µόλις 31 ετών) ήταν ανερχόµενος κισσός (λόγω Μασονίας) που, για να
τον εκλέξουν Κορίνθου, ποδοπάτησαν όλους τους Ι. Κανόνες και µετά από “Αριστίνδην Σύνοδον” µε διαταγή των Γερµανών
κατακτητών έγινε αρχιεπίσκοπος και συνέχισε και ως Αντιβασιλέας και πάει λέγοντας. Από αυτόν χειροτονήθηκε ο Σεραφείµ και
γιαυτό δεν αναφέρει για “Αριστίνδην”!
Ένας δεύτερος κισσός ανερχόµενος από την ίδια αντικανονική παράνοµη “Αριστίνδην Σύνοδο” που διόρισαν από διάκονο –
παρακαλώ – ήταν ο Αθηναγόρας (Σπύρου), δεσπότη Κέρκυρας, µετά Αρχιεπίσκοπο Αµερικής που επίσης ο Μασόνος πρόεδρος
της Αµερικής Χ. Τρούµαν τον πήγε µε το προσωπικό του αεροπλάνο και τον τοποθέτησε στον Οικουµενικό Θρόνο στην
Κωνσταντινούπολη ως Πατριάρχη (!). Και όλοι οι υπόλοιποι έξι ήταν “ανερχόµενοι κισσοί”.
στ) Η ίδια αυτή αντικανονική – παράνοµη και κακέκτυπη “Αριστίνδην Σύνοδος” συνήλθε πάλι και έδιωξαν τον κανονικό και
νόµιµο αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Α΄ και διόρισε τον αρχιµασόνο Αρχιµανδρίτη Χρυσόστοµο Παπαδόπουλο. Η “εκλογή” έγινε µε 5
δεσποτάδες (ως υποτίθεται Συνοδικοί) και µέσα σ΄αυτή έγινε το Βατερλώ. Οι 2 από τους 5 “Αριστίνδην Συνοδικούς” απεχώρησαν
και µήνυσαν τον “εκλεγµένο” µε 3 ψήφους (Sik) αρχιεπίσκοπο Χρυσόστοµο για τη Μασονική του ιδιότητα. Στη χειροτονία που
ακολούθησε, δεν πήγε κανείς, µα κανείς από τους επισκόπους της Ελλαδικής Εκκλησίας παρά µόνο οι 3 που τον ψήφισαν, ο
Παπικός Louis Petit και ο Προτεστάντης Niyram (!). Και σε ένα µήνα (16/4/1923) συγκάλεσε την Ιεραρχία για την αλλαγή του
ηµερολογίου και όπως το άλλαξε (Να γιατί τον τοποθέτησαν!).
ζ) Από το 1850 µέχρι το 1969 που η Εκκλησία της Ελλάδος έγινε Αυτοκέφαλος, είχαµε περί τις 12 “Αριστίνδην Συνόδους”,
όλες µε καθαρές παρεµβάσεις της πολιτείας στη σύνθεσή τους και όχι µόνο αυτό, αλλά όπως µας πληροφορεί ο ιστοριοδίφης
Αρχιµανδρίτης Θεόκλητος Στράγκας “Ιστορία εκ πηγών αψευδών 1817-1967” ότι είχαµε άλλες 19 από το 1833-1950: «Άπασαι
αι από του 1833 µέχρι του 1850 Σύνοδοι της Ελληνικής Εκκλησίας, δέκα εννέα (19) τον αριθµόν δύνανται να
χαρακτηρισθώσιν ως Αριστίνδην, καθ’ όσον ταύτας, ήτοι τον τε Πρόεδρον και τα µέλη αυτών διώριζεν η Κυβέρνησις
αυταρέσκως» (Τόµος Α΄, Γ΄ έκδοσις σελ. 85).
Η µόνη καθαρότερη Σύνοδος που υπήρξε ποτέ στην Ελλαδική Εκκλησία, ήταν το 1967, διότι οι δικτάτορες δεν τοποθέτησαν
επισκόπους προσκείµενους σ’ αυτούς ως “Αριστίνδην Σύνοδο”, αλλά οι οκτώ (8) επίσκοποι που επιστρατεύθηκαν, να την
συγκροτήσουν, ήταν αυτοί που πριν δύο χρόνια (1965) περίπου αντέδρασαν στο πραξικόπηµα µε τις παράνοµες και
αντικανονικές εκλογές και “µεταθέτω” που επιχείρησαν να πραγµατοποιήσουν απειλώντας την Κυβέρνηση ότι θα γίνει: «Σεισµός
Αγαδίρ», ξέσχισαν το Βασιλικό Διάταγµα και προχώρησαν πραξικοπηµατικά σε εκλογές και µεταθέσεις. Οι οκτώ αυτοί επίσκοποι
(δεν µπορεί να γνώριζαν το τι πρόκειται να γίνει µετά δύο χρόνια) διαφώνησαν και αποχώρησαν. Αυτούς άρπαξε η
κυβέρνηση των δικτατόρων και διόρισε ως “Αριστίνδην Σύνοδο”.
Την εποµένη ηµέρα του πραξικοπήµατος κατέφθασαν στην Αθήνα αρκετοί δεσποτάδες, µε σκοπό να συναντήσουν συγγενείς
στρατιωτικών ή πατριώτες, τους Στρατηγούς, ακόµα και φίλους των πρωτεργατών της δικτατορίας, ώστε να ενεργήσουν
κατάλληλα µήπως και οριστούν ως µέλη στην “Αριστίνδην Σύνοδο” (Ιστοριογράφος Αρχιµ. Θεόκλητος Στράγκας, σελ. 4900,
περιγράφει τα ανωτέρω µε κάθε λεπτοµέρεια).
Η 6ετής περίοδος (1967-1973) του Ιερωνύµου Α΄ (Κοτσώνη) στο τιµόνι της Ελλαδικής Εκκλησίας µε κωπηλάτες την
“Αριστίνδην Σύνοδο” υπήρξε η χρυσή εποχή για την Εκκλησία. Τα κτίρια που ανυψώθηκαν στην περιοχή των Αθηνών και όχι
µόνον, αποτελούν αδιάψευστη µαρτυρία και όλα αυτά µε ταµεία άδεια, όταν ανέλαβε την Αρχιεπισκοπία. Χρήµατα από κάποιο
κρατικό κορβανά δεν του έδωσαν. Κοινοτικά προγράµµατα τότε δεν υπήρχαν, αλλά και ούτε επιβάρυνε τους Ναούς και τις
Μητροπόλεις µε κάποια φορολογία. Παρόλα αυτά η “Αριστίνδην Σύνοδος” και η Αρχιεπισκοπή µεταβλήθηκαν σε ένα απέραντο
σχεδιαστήριο έργων. Τέτοιο έργο της 6ετίας δεν έγινε ούτε στα διακόσια (200) χρόνια της Αυτοκεφάλου Ελληνικής Εκκλησίας.
Στο ποιµαντικό έργο είχε βάθος αποστολικών οραµάτων και είχε ως µέριµνα για το κάθε πρόσωπο και για κάθε πρόβληµα.
Αφήνω τις δεκάδες φιλανθρωπικές διακονίες που δηµιούργησε και τα ευαγή ιδρύµατα που αποτελούσαν µια απέραντη
“Βασιλειάδα”, αυτά αποτελούν αδιάψευστη µαρτυρία της οργανωτικής ικανότητας του αρχιεπισκόπου Ιερωνύµου Α΄ (Κοτσώνη)
και των µεγαλεπήβολων σχεδιασµών που έγιναν πραγµατικότητες. Από το 1850 που ανακηρύχθηκε Αυτοκέφαλος η Εκκλησία της
Ελλάδος, δεν υπάρχει αντίστοιχος να συγκριθεί µαζί του, ακόµα και µε προκάτοχό του µε υπερ-πολλαπλάσια χρόνια
Αρχιεπισκοπίας.
Το τεράστιο έργο του στην 6ετία που άφησε, φωνάζει και µάλιστα πολύ δυνατά.
Στον πνευµατικό τοµέα συνέβη το ανεπανάληπτο, ό,τι δεν έγινε σε χιλιάδες χρόνια της Εκκλησίας. Η επιλογή στην 6ετία των
είκοσι οκτώ (28) αρχιερέων και τεσσάρων (4) βοηθών που ακολούθησε ήταν πρωτόγνωρη. Για τον ίδιο αυτό αποτελούσε µια
Ιερουργία, ξεκινούσε µε προσευχή και εναπόθετε µε εµπιστοσύνη στα πόδια του Εσταυρωµένου Χριστού και στη χειραγωγία του
Παναγίου Πνεύµατος. Ερευνούσε την κάθε πληροφορία για τον υποψήφιο και αυτό ζητούσε και από τους Συνοδικούς, µακριά από
εσµούς κολάκων, να προσηλώνουν το βλέµµα τους στους όσιους και µάρτυρες, στους φύλακες της αλήθειας και ανταγωνιστές
των λεόντων και να αποφασίζουν µε την ψήφο τους.
Τα αποτελέσµατα ήταν όχι απλώς εντυπωσιακά, αλλά πρωτόγνωρα, γιατί µέσα από αυτή τη διαδικασία, εµφανίστηκαν γνήσιες
υπάρξεις, εικόνες του Θεού, µυρίπνοα άνθη του παραδείσου, δείγµατα και υποδείγµατα ζωής, γεννήµατα του Αγίου Πνεύµατος.
Όπου και αν ψάξετε σε εκατοντάδες χρόνια και σε αυτό το εύρος χώρου, δε θα βρείτε – ιστορικέ µε πτυχία Πανεπιστηµιακά κ.
Ανδρεόπουλε! – σε ένα τόσο µικρό χρονικό διάστηµα τέτοιες και τόσες άγιες προσωπικότητες που να σκιάζουν το δικό τους
µεγαλείο. Κάθε τάφος απ’ αυτούς που ανοίγονται προβάλει και στέφανο αγιότητας, εκπέµπουν ευωδία και αναδύονται θαυµαστά
γεγονότα. ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ !
Πονηρά σκεπτόµενος ή τον συµβούλευσαν το διπλωµατούχο ιστορικό να ασχοληθεί στα συγγράµµατά του περί “Αριστίνδην
Σύνοδον” µόνο την περίοδο Ιερωνύµου Α΄ (Κοτσώνη) 1967-1973, διότι όλες που προηγήθηκαν, ήταν τόσο αντικανονικές και
παράνοµες που, όταν τις µελετάς, φρίττεις!. Ακόµα και η “εκλογή” Σεραφείµ έγινε από Σύνοδο “Αριστίνδην”, δηλαδή από τους 66
εν ενεργεία µητροπολίτες, συµµετείχαν µόνον οι 28, το 1/3 περίπου και η εκλογή του είχε συµφωνηθεί, όπως το οµολογεί ο
ίδιος, στον πρώην Αθηνών Ιάκωβο (Βαβανάτσο): «Ήταν κανονισµένα όλα. Ο Ιωαννίδης θα τον εξέλεγε και µε ενάµισι
δεσπότη, θα βγω Αρχιεπίσκοπος, γιατί το θέλουν αυτοί…». Του είπα: «Όχι δα και δύο. Τουλάχιστον πέντε, κακοµοίρη
µου» (εφηµ. “ΤΑ ΝΕΑ”, 17/9/1977).
Το ίδιο το βεβαιώνει σε άλλη συνέντευξη πάλι στην εφηµ. “ΤΑ ΝΕΑ” ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Πυρουνάκης που ήταν
παρών στη συνάντηση Σεραφείµ – Ιακώβου.
Έχουµε και τρίτη επιβεβαίωση από το Μητρ. Ελευθερουπόλεως µε επιστολή του (20/1/1977) προς το Σεραφείµ ΠΟΥ την
κοινοποίησε προς όλους τους επισκόπους της Ελλαδικής Εκκλησίας και µέσα εκεί αναφέρει:
«Ανήλθετε τότε εις Κηφισίαν και επισκέφθητε τον πολλά ευεργετήσαντα υµάς Μακ. πρ. Αθηνών κ. Ιάκωβον, εις τον
οποίον καταστήσατε τελεσιγραφικώς γνωστόν, ότι: “Ο Ιωαννίδης είπεν, ότι θα µε κάνη Αρχιεπίσκοπον έστω και µε
Σύνοδον πέντε ή και τριών αριστίνδην συνοδικών”. Ο γέρων Ιεράρχης εταράχθη…».
Έτσι έγινε αρχιεπίσκοπος ο τιµονιέρης Σεραφείµ!
Αυτή ήταν η άθλια κατάσταση όλων των “Αριστίνδην Συνόδων” πριν και µετά του Ιερωνύµου Α΄ εποχής. Έπλασαν εκ των
υστέρων ένα µύθο και µέσα από αυτόν έβγαλαν πολύ ωραία “διπλωµατικά” µυθιστορήµατα. Τώρα κατάλαβα πόσο δίκαιο είχε
επίσκοπος (εκτός των δεκάδων κληρικών και λαϊκών), όταν προ διετίας περίπου µας έγραφε ότι, εξ’ αιτίας των δηµοσιευµάτων και
των απαντήσεων του “Αγώνα” σε διαστρεβλωτές και συκοφάντες της Ιερωνυµικής περιόδου, σταµάτησαν να γράγουν µεγάλες
εφηµερίδες των Αθηνών (“ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, “ΤΟ ΒΗΜΑ” κ.ά.) να αφιερώνουν ολοσέλιδα κείµενα “ειδικοί” καθηγητές,
µητροπολίτες και κάποιοι δηµοσιογράφοι.
Θα κλείσω το 1 ο κεφάλαιο µε ένα απόσπασµα άρθρου εφηµερίδας τις πρώτες ηµέρες του 1974 και 3 ηµέρες, πριν καταλάβει τον
αρχιεπισκοπικό θώκον από την “πανσθενή δεξιά” του δικτάτορα Ιωαννίδη ο από Ιωαννίνων Σεραφείµ, που µόνο του αυτό το
µικρό απόσπασµα του δηµοσιεύµατος βεβαιώνει το µυθιστόρηµα περί “Αριστίνδην Συνόδους”:
«… Αι αντικανονικότητες, όµως, εν τη Εκκλησία της Ελλάδος δεν αρχίζουν από του 1967, αλλά από αυτής ταύτης της ιδρύσεώς
της.
Παραλείπων τις, τα κατά την Οθωνικήν περίοδον, δύναται να σταθή εις το 1922. Τότε εξελέγη ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών υπό
πενταµελούς Αριστίνδην Συνόδου και δια τριών µόνον ψήφων ο Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος, ο οποίος, παραµείνας 16 όλα
έτη εις τον θρόνον, εχειροτόνησε πλήθος Αρχιερέων, εκείνοι άλλους κ.ο.κ..
Ιδού, λοιπόν, µία απολύτως αντικανονική πηγή της σηµερινής Ιεραρχίας. Ετέρα αντικανονική πηγή ο Αρχιεπίσκοπος
Δαµασκηνός, ο οποίος, ως Μητροπολίτης Κορινθίας, εξελέγη υπό πενταµελούς Αριστίνδην Συνόδου και µάλιστα του
αρχιεπισκοπικού θρόνου µη διατελούντος εν χηρεία.
Πρέπει ακόµη να σηµειωθή ότι επί της αρχιεπισκοπείας του Δαµασκηνού συνεκροτήθησαν Αριστίνδην Σύνοδοι, των οποίων
καρποί (δηλαδή Ιεράρχαι) υπάρχουν και σήµερον εις το Σώµα της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ορθώς ετόνισεν ο µητροπολίτης Ελευθερουπόλεως ότι εν τη Εκκλησία της Ελλάδος “ουδείς Ιεράρχης ευρεθήσεται καθαρός
από ρύπου αντικανονικότητος”. Αν µάλιστα λάβωµεν υπ’ όψιν και την ηλικίαν την οποίαν ορίζουν οι Κανόνες, προκειµένου να
χειροτονηθή τις Διάκονος ή Πρεσβύτερος, απειλούντες καθαίρεσιν εν εναντία περιπτώσει, τότε πλείστοι όσοι Ιεράρχαι θα
απεκλείοντο δια µόνον τον λόγον ότι εχειροτονήθησαν Διάκονοι ή Πρεσβύτεροι εις αντικανονικήν ηλικίαν.
“Αν συνεπώς επιθυµή τις να εύρη πρόσωπα απολύτου και αψόγου κανονικότητος”, τότε µία λύσις υπάρχει: Να ζητήση παρά του
Θεού να αποστείλη και πάλιν εις την γην τους 12 Αποστόλους!...» (εφηµ. “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”, 8/1/1974).
Ή µας εµπαίζουν, ή δεν είναι ιστορικοί, ή είναι αδιάβαστοι.
2 ος Πατριαρχικός Τόµος 1850:
Ο Ιστορικός διπλωµατούχος πολυ-γράµµατος καθηγητής κ. Ανδρεόπουλος στο άρθρο “Εκκλησία στη Μεταπολίτευση” δεν
αναφέρει ούτε µια φορά τα περί “Αριστίνδην Σύνοδον”, ενώ έκανε εκατοντάδες αναφορές άµεσα ή έµµεσα στα δύο “επιστηµονικά”
βιβλία και στα κατά καιρούς δηµοσιεύµατα σε µια “εγνωσµένη” προσπάθεια να παρουσιάσει την 6ετία (1967-1973) ως µια
νοθευµένη εκκλησιαστική ιστορία. Παρά την τεράστια προσπάθεια, δική του και των συµβουλατόρων δε στάθηκαν ικανοί να
συνθλίψουν την αλήθεια και να επιβάλουν την παραπληροφόρηση. Τα επιχειρήµατα είχαν σκοπιµότητα και ένα στόχο, να
στηρίζουν το σαθρό σεραφειµικό οικοδόµηµα που αυτό σιγά-σιγά άρχισε να καταρρέει. Και για να σταµατήσουν την κατάρρευση,
µας γυρίζει εκατόν πενήντα χρόνια πίσω επικαλούµενος την παραβίαση του “Πατριαρχικού Τόµου 1850”. Ας δούµε τι µας λέει, ο
βραβευµένος εκκλησιαστικός ιστορικός διδάκτορας καθηγητής : «Οι σχέσεις – Εκκλησίας της Ελλάδος και Πατριαρχείου – είχαν
σοβαρά διασαλευθεί κατά την περίοδο της αρχιεπισκοπείας Ιερωνύµου Α΄ (1967-1973) εξαιτίας της καταστρατηγήσεως
κατά την περίοδο εκείνη των θεµελιωδών κειµένων (του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόµου [ΠΣΤ] του 1850 και της
Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως [ΠΣΠ] του 1928) που καθορίζουν το νοµοκανονικό πλαίσιο των σχέσεων της
Εκκλησίας της Ελλάδος µε το Φανάρι».
Οι ψόγοι σε βάρος της µεγάλης αυτής εκκλησιαστικής προσωπικότητας του Ιερωνύµου Α΄ (Κοτσώνη) που αντίστοιχη δεν
πέρασε στη διαδροµή από την ηγεσία της Ελλαδικής Εκκλησίας στα τελευταία διακόσια χρόνια, αποτελούν εφευρήµατα κάποιων
λιλιπούτειων καθηγητάδων που δεν τολµούν οι ίδιοι να τα λανσάρουν και τα πασάρουν σε “ειδικούς” ως αντιµίσθιο κάποιο
ανάλογο χαρτί.
Οι “καλοθελητές” αυτοί ως όψιµοι στις ιστορικές και νοµοκανονικές προσεγγίσεις προσπαθούν τεχνηέντως να του φορτώσουν
ως καταστρατήγηση Τόµων και Πράξεων Πατριαρχικών, ενώ θάπρεπε να γνωρίζουν ότι επί 125 χρόνια και 47 αντίστοιχα ήταν
κείµενα παρωχηµένα και ανενεργή και πιθανή αιτία ήταν, ότι το ίδιο το Πατριαρχείο που εξέδωσε τον Πατριαρχικό και Συνοδικό
Τόµο 1850 τον έφτιαξε έτσι που να µην στέκεται νοµοκανονικά. Στην πορεία του χρόνου και οι µετέπειτα Πατριάρχες, ιδιαιτέρως
στα χρόνια της δικτατορίας κατάλαβαν ότι είχαν στα χέρια τους ένα όπλο ισχυρό, αλλά, “ελαττωµατικό” από την αρχή.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Από το µικρό µέρος της ελευθερωµένης Ελλάδας άρχισαν να γίνονται προσπάθειες η Εκκλησία να αποκοπεί από το
Οικουµενικό Πατριαρχείο και να γίνει Αυτοκέφαλος. Η Α΄ Εθνοσυνέλευσις που έγινε στην Επίδαυρο στις 20 Δεκεµβρίου 1821,
ενοµοθέτησαν υπέρ της Εκκλησίας. «Ανθ’ ών αυτή υπέρ του Έθνους εποίησε», αποφάσισε: «Η επικρατούσα θρησκεία εις
την Ελληνικήν Επικράτειαν είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας…» και στις 15 Ιανουαρίου 1822
έφτιαξαν το Μινιστέριον (Υπουργείο) της Θρησκείας. Η πρώτη απόφαση που πάρθηκε υπέρ της Εκκλησίας ήταν στις 14/3/1822 µε
υπουργό Θρησκείας τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ. 1) “Δια θεσπίσµατος του Βουλευτικού Σώµατος, ενεκρίθη”: «Συνέλευσις
Αρχιερατική προς εξέτασιν των χρεών και δικαιωµάτων του Κωνσταντίνου πόλεως και της Ελληνικής Ιεραρχίας».
Επί µια δεκαετία γίνονταν κάποιες µικροπροσπάθειες αλλά σταµατούσαν, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση που ξεκίνησε από το Άργος
στις 5 Δεκεµβρίου 1831 και τερµάτισε στο Ναύπλιο τον Μάρτιο του 1832, αποφάσισε “ως αναγκαίαν και επιβεβληµένην την
επιψήφισιν εκκλησιαστικού νόµου τακτοποιούντος τα εν γένει εκκλησιαστικά ζητήµατα”.
Με (βασιλικό) διάταγµα στις 15/3/1833 συγκροτήθηκε επταµελής επιτροπή από δύο πρόσφυγες Αρχιερείς, τον Ελαίας Παΐσιο
και τον πρ. Αρδαµερίου Ιγνάτιο από έναν Ιεροµόναχο και τρεις λαϊκούς υπό την Προεδρίαν του Γραµµατέως του Β. Οίκου σε
θέµατα των εξωτερικών και εκκλησιαστικών Σπ. Τρικούπη, για τη σύνταξη “Εκκλησιαστικού Κανονισµού”, ήτοι “Καταστατικόν
Εκκλησιαστικόν Νόµον” και να την υποβάλουν στον Βασιλέα.
Αυτοί στις 7 (19) Ιουνίου 1833 παρέδωσαν τον “Εκκλησιαστικό Καταστατικό Νόµο” συνοδευόµενο µε µία έκθεση
πεπραγµένων στα της µέχρι τότε Εκκλησίας, που µέσα εκεί, “εν η καταγράφουσι και αποκαλύπτουσιν ωµάς αληθείας, την
πικράν πραγµατικότητα…”. Την έκθεση θα αποφύγουµε να τη δηµοσιεύσουµε λόγω της µεγάλης έκτασης και για σκανδαλισµό
(αν χρειαστεί όµως, θα επανέλθουµε).
Θα αναφερθώ επιγραµµατικά στο τι επικρατούσε για εκλογές – χειροτονίες επισκόπων και όχι µόνον: «Αγοράζοντας εις
Κωνσταντινούπολιν µε ποσότητας υπερόγκους πολλάκις την επισκοπήν, και φορτιζόµενοι δια τούτο µέγαν όγκον ιδίου
χρέους, αναγκασµένος να θεραπεύσωσι την απληστίαν… Αι επί χρήµασι χειροτονίαι, ενεργούµεναι επί διαφόρων
προφάσεων, ήταν ωσαύτως εν µέσον των προς χρηµατισµόν σχεδόν επιτετραµµένων» (“ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΚ ΠΗΓΩΝ
ΑΨΕΥΔΩΝ”, σελ. 29).
Την 1 η Ιουλίου 1833 εγκρίθηκε από Υπουργικό Συµβούλιο ο “Εκκλησιαστικός Καταστατικός Νόµος” και µε βασιλικό διάταγµα
καλούσε τους Αρχιερείς του Βασιλείου της Ελλάδος: «Σας προσκαλεί δια της παρούσης εγκυκλίου να παρευρεθείτε
ανυπερθέτως κατά το Σάββατον της 15 του παρόντος µηνός Ιουλίου από πρωΐας εις την Βασιλικήν ταύτην καθέδραν…
και ότι τούτο θα συντελεσθή δια της διακηρύξεως της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας και της συστάσεως
Διαρκούς Συνόδου διοριζοµένης υπό του Βασιλέως και θεωρηµένη ως υπερτάτης Εκκλησιαστικής Αρχής».
Η απόφαση για την ανεξάρτητη Ελλαδική Εκκλησία ήταν οµόφωνη. Μετά από οκτώ ηµέρες (23/7/1833) δηµοσιεύθηκε το
Βασιλικό Διάταγµα «δι’ ον κατέστη Νόµος του Κράτους το υπό της Ιεραρχίας, εγκριθέν Καταστατικόν της Εκκλησίας εξ 25
άρθρων και όπερ υπογραφέν ως “ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ” εκήρυσε την Ελληνικήν Εκκλησίαν ανεξάρτητον» (εφηµ. Κυβερνήσεως
αριθ. 23/1833, σελ. 89-174).
Το Οικουµενικό ή το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όπως επικαλούνταν τότε, για την ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας του
Ελληνικού Βασιλείου, δεν το δέχθηκε και δε βρήκε ηµέρα ησυχίας, έστηνε εµπόδια, καλλιεργούσε υποψίες, για το ιστορικό του θα
χρειαστεί χρόνος και χώρος, διότι είναι πολλά τα περιστατικά και γεγονότα που διαδραµατίστηκαν (ένα ενδεικτικό για τον ιστορικό).
Τη 17 η Δεκ. 1849 πέθανε ο Πρέσβης Ιάκ. Ρίζος στην Κωνσταντινούπολη, την Κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Αρχιµ. Μισαήλ
Αποστολίδης (διετέλεσε και αρχιεπίσκοπος για έξι µήνες 1862), ο οποίος ενεχείρησε επιστολή του Προέδρου της Ι. Συνόδου
µητροπολίτη Ευβοίας Νεοφύτου 1 στον Οικουµενικό Πατριάρχη Άνθιµο Δ΄. Ο πατριάρχης “την επιστολήν αποποιηθείς αποσφάγισιν
και ανάγνωσιν αυτής επειπών”: «Ουκ οίδα όλως ούτε τις ο επιστελών πρόεδρος, ούτε τις εστί, ης προεδρεύει, η Ιερά
Σύνοδος, ουδέποτε γαρ περί συστάσεως τοιαύτης Συνόδου λόγος εγένετο προς την Εκκλησίαν».
Σε έξι µήνες (16/6/1850) “σοφά” σκεπτόµενος ο Πατριάρχης αποφάσισε να παραχωρήση στο Ελληνικό Βασίλειο Αυτοκεφαλία
(περί του Πατριάρχου γράφτηκε τούτο) ούτος «ο Πατριάρχης Άνθιµος ο Δ΄ υπήρξε αδρανής και ανεπιτήδειος δια τόσον βαρύ
φορτίον καιρών δυσκόλων. Διό η εξουσία περιήλθεν εις το Μ. Λογοθέτην και τον αδελφόν του Ανθίµου, εξ ου
προεκλήθησαν αντιδράσεις, ιδίως εκ µέρους εκκλησιαστικών παραγόντων» (“Θρησκ. και Ηθικήν Εγκυκλοπαιδεία” – Τάσος
Γριτσόπουλος – τ. 2 ος , σελ. 766), γι’ αυτό µε διπλωµατικό τρόπο κράτησε το χώρο της πρόσδεσης και της εξάρτησης, µία νόθα ή
σωστότερα αντικανονική (παραχώρηση) κατά “νοµοκανονική προσέγγιση”, ώστε µε την κίνηση ενός δακτύλου να µπορεί ο
ίδιος ή κάποιος να ανατρέψει όλο αυτό το αποκαλούµενο “Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόµο 1850” και να την υποτάξη και πάλι
στην υπεροχική εξουσίας τους.
ΑΠΩΤΕΡΟΝ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Θα αναφερθώ στα του Πατριαρχείου και Συνοδικού Τόµου 1850, όσο πιο συµπυκνωµένα γίνεται, για να σχηµατίσουν οι
αναγνώστες µια σαφή αντίληψη για το τι συνέβη και µια απάντηση στους όψιµους υποστηρικτές της. Τούτο το κάνω από ηθικό
καθήκον και µε σεβασµό προς την αλήθεια, ώστε να σταµατήσει επιτέλους η προκλητική και σκόπιµη διαστροφή ότι δήθεν ο
Ιερώνυµος Α΄ (1967-1973) ήταν αυτός που καταστρατήγησε τα θεµελιώδη κείµενα (ΠΣΤ του 1850 & ΠΣΠ του 1928) που
καθόριζαν το νοµοκανονικό πλαίσιο των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος µε το Φανάρι!
Μετά την κοίµηση (2/4/2013) του µητροπολίτη Αττικής & Μεγαρίδος Νικοδήµου, άρχισαν να εµφανίζονται κάποιοι “ειδικοί”, οι
οποίοι άρχισαν να αρθρογραφούν σε µεγάλες εφηµερίδες ή να κυκλοφορούν βιβλία, νοθεύοντας τα ιστορικά γεγονότα µε µύθους,
όπως, Κανονικοί – Αντικανονικοί, Αριστίνδην Σύνοδοι ή ο Πατριαρχικός Τόµος 1850 κ.ά., διότι πίστεψαν τώρα ότι δε θα υπάρξει
κανείς να τους απαντήσει στα ψέµατα που θα ξεφούρνιζαν στους καλοπροαίρετους αναγνώστες τους
Η εφηµερίδα µας µετά από µεγάλη αναµονή και βλέποντας ότι απάντηση δε δίνονταν από κανέναν, αναγκάστηκε να
απαντήσει. Δυστυχώς, τις απαντήσεις µας αρνήθηκαν να τις καταχωρήσουν οι εφηµερίδες που τα δηµοσίευαν, καθότι ήταν
υποχρεωµένες από το Νόµο, µέχρι και τα δεκάδες Ηλεκτρονικά Μέσα Ενηµέρωσης που τις αναπαρήγαγαν. Μετά την καθολική
σχεδόν άρνηση, αρχίσαµε να τις δηµοσιεύουµε στην εφ. “ΑΓΩΝΑΣ”.
Μέσα στις πολλές ολοσέλιδες απαντήσεις που δώσαµε, ήταν και αυτή που απευθύνονταν στον καθηγητή και µητροπολίτη
Αλκαλοχωρίου Κρήτης κ. Ανδρέα που στις 11 Μαρτίου 2018 µε ένα ολοσέλιδο άρθρο “ΕΚΚΛΗΣΙΑ” «ο νέος Καταστατικός Χάρτης»
στην εφηµερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ” και είχε ως θέµα τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας την περίοδο Ιερωνύµου, 1 η Μαρτίου
1969, όπου έκανε παραπληροφορική αναφορά για τον Πατριαρχικό και Συνοδικό τόµο 1850 και τη Πατριαρχική και Συνοδική
Πράξη 1928. Την απάντησή µας στον σεβασµιότατο και καθηγητή Ανδρέα Νανάκη, στείλαµε στην εφηµερίδα που το ανάρτησε,
όπως και σ΄όλα τα Ηλεκτρονικά Μέσα που την αναδηµοσίευσαν, αλλά αρνήθηκαν πεισµατικά να µας την καταχωρήσουν και τότε
1 “τα σωζόµενα” Κων. Οικονόµου, σελ. 525
αναγκαστήκαµε να τη δηµοσιεύσουµε στην εφηµερίδα µας “ΑΓΩΝΑΣ” στον αρ. φυλ. 250-1 (Μάρτιος – Απρίλιος 2018). Η
απάντησή µας ήταν τόσο τεκµηριωµένη, που οι προβλέψεις κληρικών και ειδικών στο θέµα ήταν προφητικές, ότι δηλαδή ο
δεσπότης δε θα τολµήσει να απαντήσει, όπως και έγινε. Βγήκε να απαντήσει, όµως ο µαθητής του στη διδακτορική διατριβή
Χάρης Ανδρεόπουλος µε την περισπούδαστη εργασία του: «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974», στην οποία
αναφέρεται πάνω από 100 φορές και στη µεταπτυχιακή εργασία του «ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ “12”» να υπερβαίνουν τις 40 για τον
“Πατριαρχικό Συνοδικό Τόµο 1850” και “Πατριαρχική Συνοδική Πράξη 1928”.
Είµαι βέβαιος πως τα παρακάτω αναφερόµενα θα ενοχλήσουν πολλούς.
Μου είναι αδιανόητο να συκοφαντούνται άγιες προσωπικότητες, για να αποκτήσουν κάποιοι ένα χαρτί (δίπλωµα), θεωρώντας
ως δικό τους “ιστορικό” προνόµιο, να γράψουν αυτά που θέλουν, να γράψουν, να λένε αυτά που θέλουν, να πούνε, να κρύβουν
αυτά που θέλουν, να κρύψουν και να αλλοιώνουν γεγονότα και περιστατικά που κρίνουν σκόπιµα, ώσπου να εξαφανιστούν
ακόµα.
Δε θα µε ξενίσει, ούτε θα λυπηθώ αν γι’ αυτά που θα εκθέσω, µου ζητηθεί ο λόγος, διότι χρόνια περίµενα µήπως κάποιος
εκκλησιαστικός παράγων, τους έλεγε STOP! Κύριοι, φθάνει πια! Αλλά µάταια ανέµενα.
Η αναγραφή αυτή που αναγκάζοµαι να κάνω, αποτελεί για µένα µια πράξη οδυνηρή, ωστόσο όµως αναγκαία µήπως και µπει
κάποιο φρένο στους τυχάρπαστους για ένα χαρτί αναρρίχησης, γράφουν αυτά που γράφουν και όπως τα γράφουν και
αναπόφευκτο για τους βλέποντες την αλήθεια να σιωπούν, αλλά τυφλώντες οι εκκλησιαστικοί “ηγέτες”.
Διευκρινίζω ότι ένα µέρος του αποδεικτικού υλικού που θεµελιώνει τις παρατηρήσεις µου, τις καταθέτω επίσηµα στο λαό ως µια
ανάκριση ενώπιον “Εισαγγελικής Αρχής”. Δε διεκδικώ το αλάθητο, είναι ενδεχόµενο και να σφάλλω, θα είµαι όµως πανευτυχής
αν ο αντίλογός τους αποδείξει µε ντοκουµέντα αδιάσειστα ιστορικά και Νοµοκανονικά την πλάνη µου. Άλλως έχω την απαίτηση να
ζητήσω και από αυτούς την ίδια στάση και την ίδια αντιµετώπιση, δηλαδή την αναγνώριση της ευθύνης για τη διαστρέβλωση και
συκοφάντηση αγίων ανθρώπων και για το σκανδαλισµό που δηµιουργήσατε στις συνειδήσεις, αλλά και τη φθορά που επιφέρατε
στο σώµα της Εκκλησίας.
ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ (Π.Σ.Τ.) του 1850
Από την αρχή ο Τόµος ήταν Χαλασµένος ή τον δηµιούργησαν χαλασµένο, για να τον χρησιµοποιούν, που και πώς ανάλογα!
Γι’ αυτό δέχθηκε πολλές και µεγάλες αντιδράσεις και ιδιαίτερα από το γνωρίζοντα καλώς το θέµα Ιεροµόναχο Θεόκλητο
Φαρµακίδη που µε τη γραφίδα του 2 προκάλεσε πανικό στο Πατριαρχείο και στην Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος και αυτή
υπήρξε και η αιτία, ώστε να καθυστερήσει επί δύο χρόνια,για να γίνει εν µέρει αποδεκτός και ο ίδιος να διωχθεί “της θέσεως του
εκ της Ι. Συνόδου εν η υπηρετεί, ως α΄ Γραµµατεύς”.
Για τον χαλασµένο “Τόµο 1850” µας τα λέει δυνατά ο ίδιος:
«Εις την ΠΛΗΡΗ ΣΥΝΟΔΟΝ, εις την ΑΓΙΑΝ και ΜΕΓΑΛΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ επαρουσίασαν ΕΞ εν ταυτώ ελέω Θεού αρχιεπίσκοποι
Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώµης και οικουµενικοί πατριάρχαι, ΕΙΣ δηλαδή εν ενεργεία, και ΠΕΝΤΕ πρώην, ή έκπτωτοι, ή
µανζούλιδες τουρκιστί λεγόµενοι. Αλλ’ αν δια τούτο λέγηται ΜΕΓΑΛΗ, δι’ αυτό τούτο είναι µικρά, µικροτάτη! Τί θέλουσι τοιούτοι
επίσκοποι εις την σύνοδον; Τίνος εκκλησίας πρόσωπον φέρουσιν εις αυτήν; Της εν Κωνσταντινουπόλει; Αλλ’ αύτη έχει τον αυτής
επίσκοπον, και εκάστη εκκλησία ένα µόνον επίσκοπον έχει. Τούτο ορίζουσιν οι κανόνες κατ’ αρχαίαν συνήθειαν, και είς πάντοτε
επαρουσίαζεν επίσκοπος εκάστης εκκλησίας εις τας συνόδους. ΕΞ εν ταυτώ επισκόπους δεν δύναται να έχη µία και η αυτή
εκκλησία. Το φαινόµενον τούτο είναι µοναδικόν εν τη εκκλησιαστική ιστορία! Επίσκοπος δεν γίνεται έκπτωτος της επισκοπής κατά
τους κανόνας, ειµή καθαιρούµενος δι’ αµάρτηµα, επιφέρον έκπτωσιν της επισκοπής, και τούτο, µετά προηγουµένην τακτικήν
δίκην, όχι κατά το δοκούν. Αλλ’ ο καθαιρούµενος δεν είναι του λοιπού επίσκοπος. Αν λοιπόν οι ΠΕΝΤΕ πρώην αρχιεπίσκοποι
Κωνσταντινουπόλεως καθηρέθησαν, πώς εστερήθησαν της επισκοπής; Κατά τίνα κανόνα; Αλλ’ είτε εκ καθαιρέσεως κανονικής
εγένοντο έκπτωτοι, είτε εξ οικείας παραιτήσεως παρητήθησαν, είτε εξ αθεµίτου βίας απεβλήθησαν της επισκοπής, τόπον δεν
έχουσιν εις σύνοδον, και ούτε εφάνησάν ποτε τοιούτοι, και ΠΕΝΤΕ µάλιστα δια µιάς, εις τινα σύνοδον, διότι δεν έχουσιν
εκκλησίαν».
«Αλλά δια τους ΕΞ ζώντας Αρχιεπισκόπους της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως οµοιάζει η εκκλησία αύτη τη Σαµαρείτιδι
του ιερού Ευαγγελίου προς ήν είπεν ο Χριστός «Ύπαγε, φώνησον τον άνδρα σου, και ελθέ ενθάδε». Τούτο αν ο Χριστός είπη
σήµερον προς την εν Κωνσταντινουπόλει εκκλησίαν, τι θέλει αποκριθή αύτη; Ό,τι απεκρίθη και η Σαµαρείτις «Ουκ έχω
επίσκοπον!», αλλά θέλει ακούσει, «Καλώς είπας, Ότι επίσκοπον ουκ έχω! Πέντε γαρ επισκόπους έσχες, και νυν όν
έχεις, ουκ έστι σου επίσκοπος! Τούτο αληθές είρηκας!». Και τωόντι ουκ έχει επίσκοπον, διότι αύριον αποβάλλεται και αυτός
της επισκοπής «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας, τους απαρασαλεύτους και απαραβιάστους!». Και είναι άπορον, πώς
2 Ένα σύγγραµµα από 629 σελίδες «Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ “Η ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ”», Απρ. 1852
δεν απεβλήθη αυτής άχρι τούδε. Αλλ’ οµολογούµεν ειλικρινώς, ότι εντρεπόµεθα και ερυθριώµεν ταύτα γράφοντες. Πλην ας
όψωνται οι κύριοι αίτιοι! Αν ο νυν παναγιώτατος οικουµενικός πατριάρχης, και η περί αυτόν ιερωτάτη σύνοδος ήσαν ειλικρινείς,
ώφειλον να δώσωσι τη Ελλάδι ό,τι αύτη ήτησε παρ’ αυτών, και ουδέν πλέον, ουδ’ άλλως πως. Ηθέλησαν να πράξωσι
ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ, και έπραξαν ΠΑΡΑ ΠΑΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ! Αυτοί λοιπόν ας όψωνται. Αλλά διατί δεν προσεκλήθησαν εις την
«πλήρη σύνοδον» εις την «αγίαν και µεγάλην σύνοδον» και όσοι άλλοι ευρίσκοντο εν Κωνσταντινουπόλει παρητηµένοι ή
αποβεβληµένοι επίσκοποι; Δια τι µόνος ο πρ. Μεσηµβρίας Σαµουήλ; Δια τι δεν προσεκλήθησαν εις αυτήν και όλοι οι κατά «τους
απαραβιάστους και απαρασαλεύτους των θείων Πατέρων κανόνας» τίτλον επισκόπου φέροντες εφηµέριοι πολλών εν αυτή
εκκλησιών; Δια τι τάχα η προτίµησις του πανιερωτάτου και «Θεοπροβλήτου» µητροπολίτου Σταυρουπόλεως Κωνσταντίνου
Τυπάλδου; Έχει αυτός πλείονα και µείζονα των άλλων προνόµια; Επίσκοπος χωρίς επισκοπής και αυτός, ποιµήν άνευ ποιµνίου,
επίσκοποι χωρίς επισκοπών και εκείνοι, ποιµένες άνευ ποιµνίων. Αυτός διδάσκαλος, και εκείνοι εφηµέριοι ή προεστώτες. Αλλ’ αν
συνεκαλούντο και οι άλλοι παρητηµένοι και αποβεβληµένοι, και όλοι οι τίτλον επισκόπου φέροντες, η σύνοδος ήθελε γενή
«πληρεστέρα, αγιωτέρα και µεγαλειοτέρα!...».
Πριν παραθέσω σε συνέχεια τα υπόλοιπα, κρίνω σκόπιµο να δώσω µια µικρή βιογραφική περιγραφή, ποιοι είναι αυτοί οι πέντε
συν ένας οι µαντζούλιδες (κατά την τουρκική) Πατριάρχες συν δύο “θεοπρόβλητοι”, “τίτλον επισκόπου φέροντες…;”.
Από τα πρώτα χρόνια µετά την άλωση της Βασιλεύουσας για την άνοδο στον Πατριαρχικό θρόνο επικράτησε η προσφορά
δώρου προς το Σουλτάνο το λεγόµενο pashkesh (µπαξίσι), αυτό έγινε σχεδόν καθεστώς από τους φιλόδοξους κληρικούς, µε
αποτέλεσµα οι Σουλτάνοι, όχι µόνο να ευνοούν, αλλά να προκαλούν οι ίδιοι την αλλαγή Πατριάρχη ανάλογα µε το χονδρό πουγκί
ή τις οκάδες µε τα γρόσια που τους προσέφεραν.
Την εξαγορά του Πατριαρχικού θρόνου, ο λαός την ονοµάτισε Αλλαξοπατριαρχίες!
Ας παρακολουθήσουµε µαζί την πορεία αυτών των έξι πατριαρχών που υπέγραψαν ως Συνοδικοί στον Πατριαρχικό και
Συνοδικό Τόµο του 1850!
1 ος ) Πατριάρχης Ελέω Θεού ήταν και προήδρευε (1848-1852) της Ι. Συνόδου ο Άνθιµος Δ΄, ο οποίος υπήρξε και παλαιότερα
πατριάρχης από το 1840-1841, για χρονικό διάστηµα δεκατέσσερις µήνες και ήταν µοιχεπιβάτης 3 του θρόνου, διότι γνώριζε πώς
και γιατί ο Σουλτάνος Αµπντούλ Μετζίτ Α΄ έδιωξε το Γρηγόριο ΣΤ΄ και κατά τον ίδιο τρόπο έδιωξε και αυτόν ο Σουλτάνος και τώρα
είναι διπλά µοιχεπιβάτης και καθηρηµένος.
2 ος ) Συµµετείχε ο πρώην Πατριάρχης Κωνσταντίνος Α΄ (1830-1834). Μοιχός, διότι κατέλαβε το Πατριαρχείο από τον Πατριάρχη
Αγαθάγγελο, χωρίς να παραιτηθεί, διότι θεωρήθηκε από το Σουλτάνο Μαχµούτ Β΄ ως αντεθνική ενέργεια να µην υποτάξει τους
επαναστατηµένους γκιαούρηδες.
3 ος ) Συµµετείχε ο π. Πατριάρχης Κωνσταντίνος Β΄ (1834-1835) για δεκατρείς (13) µήνες. Μοιχός ο ίδιος, “καθαιρέθηκε”
γρήγορα.
4 ος ) Συµµετείχε ο πρώην Γρηγόριος ΣΤ΄ (1835-1840), “Αλλ’ ο Κωνσταντίνος Β΄ - ρωτάει ο Φαρµακίδης – δεν έχει τα αυτά
δίκαια κατά του µοιχού Γρηγορίου του ΣΤ΄” που ο Σουλτάνος Αµπντούλ Μετζίτ Α΄ τον καθαίρεσε στις 20/2/1840, αλλά
επανήλθε µετά από 27 χρόνια (1867-1871).
Ακολούθησε τη µοιχεπιβασία και ο Πατριάρχης Άνθιµος Ε΄, αλλά δεν πρόλαβε, διότι έµεινε στο θρόνο µόνο οκτώ µήνες
(6/5/1841 – 12/6/1842). Από τον ιστοριογράφο µάθαµε ότι: «νοσήσας όµως – πατριάρχης – λόγω αδηφαγίας (ήταν αχόρταγος)
και απέθανε».
5 ος ) Συµµετείχε ο πρώην Γερµανός Δ΄ (1842-1845). Μοιχός και αυτός, “καθαιρέθηκε” από το Σουλτάνο και στις 18/4/1845
υπέβαλε την παραίτηση, αλλά µε τα γνωστά αλισβερίσια επανήλθε για 10 µήνες (1852-1853), γιατί στις 16/9/1853 απεβίωσε.
6 ος ) Συµµετείχε ο πρώην Άνθιµος ΣΤ΄ (1845-1848) στις 17/10/1848 καθαιρέθηκε από την Υψηλή Πύλη και την επόµενη ηµέρα
υπέβαλε την παραίτηση. Μετά έξι χρόνια (Σεπτ. 1853) µε τον µπαχτσίζ τρόπο επανήλθε ως Πατριάρχης και στις 17 Σεπτ. 1855
πάλι καθαιρέθηκε από το Σουλτάνο, ακολουθεί και πάλι παραίτηση. Έχουµε και Τρίτη επάνοδος µετά από 16 χρόνια, στις 5 Σεπτ.
1871 έως στις 30 Σεπτ. 1873 που εδώ παραιτήθηκε οικειοθελώς (91 ετών).
7 ος ) Εδώ έχουµε και συµµετοχή Πατριάρχη Ιεροσολυµίτη του Κυρίλλου Β΄, ο οποίος “εν Χριστώ τω Θεώ συναποφαίνεται” και
τον οποίο λίγο αργότερα η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου και η αγιοταφική αδελφότητα τον καθαίρεσαν και του υπέβαλαν το
επιτίµιο της ακοινωνησίας. Ο δε Φαρµακίδης γράφει: «αν εν των συγκροτησάντων την “πλήρη σύνοδον”, την αγίαν και
µεγάλη σύνοδον… αν αφαιρεθή εξ αυτών ο µήτε δεόντως, µήτε πρεπόντως εις σύνοδον παρουσιάσας µακαριώτατος
πατριάρχης της αγίας πόλεως Ιερουσαλήµ…».
3 Ο πρώτος που αποκάλεσε Μοιχό ήταν ο Ιερός Χρυσόστοµος εις τον απράξαντα τον θρόνο του Αρσάκιου και τώρα το επαναλαµβάνει για τους µετέχοντας Πατριάρχες ο
Καθηγητής Παν. Αθηνών και Γραµµατέας της Ι. Συνόδου Αρχιµ. Θεόκλητος Φαρµακίδης στο ογκωδέστατο από 629 σελ. πόνηµά του.
Ακολουθούν και υπογραφές κάποιων ακόµα επισκόπων, για τους οποίους ο µακαριστός Θεόκλητος Φαρµακίδης όπως
αναφέραµε πιο πάνω «Αυτοί λοιπόν ας όψονται…» και συνεχίζει: «Ώστε ούτε αριθµητικώς, ούτε ηθικώς δύναται να ήναι και
να ήναι και να λέγηται “πλήρης σύνοδος, αγία και µεγάλη σύνοδος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας” η
συγκροτηθείσα, όπως διασκεψαµένη αποφασίση περί των εκκλησιαστικών πραγµάτων του Βασιλείου της Ελλάδος,
διότι δεν διαφέρει των συνήθως πατριαρχών συνόδων κατ’ άλλο, ειµή µόνον και µόνον κατά την πλείονα αθέτησιν και
βεβήλωσιν των Ιερών Κανόνων, κατά την πλείονα κακίαν και κακοήθειαν, καίτοι δια της χάριτος του Παναγίου
Πνεύµατος συνελθούσα».
Αυτοί όλοι αποτελούσαν την “εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, εν αγίω πνεύµατι συνοδικώς
αποφαινοµένη αναγορεύει και κηρύττει την εν Ελλάδι Εκκλησίαν Αυτοκέφαλον”.
Γι’ αυτούς και παλαιότερους για το πώς οι Πατριάρχες και κάτω από αυτούς σκαρφάλωναν στους θρόνους, ο ιστορικός κ.
Παπαρηγόπουλος αναφέρει: «Το βέβαιον είναι ότι εν διαστάση 77 ετών (1623-1700) εγένοντο 50 περίπου
αλλαξοπατριαρχαίαι… κατέστησαν την τε παραχώρησιν και την ενάσκησιν όλων των ιερατικών αξιωµάτων
αντικείµενον θλιβεροτάτης εµπορίας… Τοιουτοτρόπως εξευτελίσθη η Εκκλησία ηµών».
Η “Ελληνική Νοµαρχία” που ο συγγραφέας αποδίδεται στο Ρήγα Φεραίο, γράφει: «Η Σύνοδος αγοράζει τον Πατριαρχικό
θρόνο από τον Οθωµανόν Αντιβασιλέα δια µίαν µεγάλην ποσότητα χρηµάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος την δώσει
περισσότερων κερδών και τον αγοραστήν τον ονοµάζει Πατριάρχη…».
Ο George Wheler (Άγγλος περιηγητής) είναι καταιγιστικός: «Για την εξαγορά του αξιώµατος (σ.σ. οι πατριάρχες)
καταβάλλουν τεράστια ποσά. Και για να τα εισπράξουν καταπιέζουν τους φτωχούς χριστιανούς».
Σταµατώ εδώ, διότι ο κατάλογος των περιστατικών είναι ατέλειωτος, αν χρειαστεί, θα επανέλθω. Και συνεχίζω µε τον
“Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόµο του 1850” και γιατί ήταν “χαλασµένος” από την αρχή – όπως επισηµάναµε πιο πάνω – διότι,
ΠΡΩΤΟΝ: Οι υπογράψαντες τόσοι πολλοί Πατριάρχες – πρωτοφανές – το έκαναν µάλλον, για να δώσουν βαρύτητα και κύρος
στον Πατριαρχικό Τόµο 1850. Αυτό όµως τον έκανε χαλασµένο, διότι κατά τους Θείους και Ιερούς Κανόνες που είναι τα θεµέλια
της Εκκλησίας, όλοι αυτοί δεν είχαν καµία ισχύ, επειδή ήταν καθαιρεµένοι και αυτό έγινε, γιατί κατέλαβαν την Πατριαρχική
καθέδρα µε Σιµωνιακή αντιπαροχή και όχι, όπως εντέλονται οι Ιεροί Κανόνες και δια της Χάριτος του Παναγίου Πνεύµατος.
Σιµωνιακή, είναι όρος Καινοδιαθηκικός και προέρχεται από το µάγο Σίµωνα, ο οποίος ζήτησε από τους αγίους Αποστόλους να
του χορηγήσουν το Πνεύµα το Άγιο, πληρώνοντάς τους µε χρήµατα. «Προσήνεγκεν αυτοίς χρήµατα λέγων, δότε καµοί την
εξουσίαν ταύτην, ίνα ω εάν επιθώ τας χείρας, λαµβάνη Πνεύµα Άγιον».
Ο Απόστολος Παύλος αµέσως καταδίκασε ως βέβηλο το αίτηµα του Σίµωνα: «Το αργύριόν σου συν σοι είη ει απώλειαν, ότι
την δωρεάν του Θεού ενόµισας δια χρηµάτων κτάσθαι» (Πραξ. 8, 18-19-20). Στη συνέχεια οι άγιοι Θεοφόροι Πατέρες µε σειρά
Ιερών Κανόνων µέσω Αγίων Συνόδων καταδίκασαν κάθε απόκτηση ιερατικής διακονίας µε οικονοµική ή άλλη υλική παροχή.
Μεταφέρω κάποιους Ιερούς Κανόνες επάνω στο θέµα έτσι ενδεικτικά:
α) «Ει τις επίσκοπος, δια χρηµάτων της αξίας ταύτης εγκρατής γένοιτο, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος, καθαιρείσθω, και
αυτός και ο χειροτονήσας, και εκκοπτέσθω παντάπασι και της κοινωνίας, ως Σίµων ο µάγος υπ’ εµού» (Ι. Κανόνας ΚΘ΄
των Αγίων Αποστόλων, Πηδ., σελ. 30).
(Όποιος Επίσκοπος απόκτησε την αξία της αρχιερωσύνης µε χρήµατα ή όποιος πρεσβύτερος ή διάκονος, να καθαιρείται. Και να
καθαιρείται και αυτός και εκείνος, που τον χειροτόνησε και να αποκόβεται οριστικά από την κοινωνία των πιστών, όπως και εγώ (ο
Πέτρος) απέκοψα το Σίµωνα το µάγο).
β) «Εί τις επίσκοπος, επί χρήµασι χειροτονίαν ποιήσαιτο, και εις πράσιν καταγάγοι την άπρατον χάριν, και
χειροτονήσοι επί χρήµασιν επίσκοπον, ή χωρεπίσκοπον, ή πρεσβυτέρους, ή διακόνους…, ει µεν κληρικός είη, του
οικείου εκπιπτέτω βαθµού, ει δε λαϊκός, ή µονάζων, αναθεµατιζέσθω» (Β΄ Ι. Κανόνας της Δ΄ Οικ. Συνόδου, Ράλλη-Ποτζή, τ.2,
σελ. 217).
(Όποιος Επίσκοπος τελέσει χειροτονία µε χρήµατα και κατεβάσει την αδιαπραγµάτευτη Χάρη σε αγοραπωλησία, και
χειροτονήσει µε χρήµατα Επίσκοπο ή Χωρεπίσκοπο ή πρεσβυτέρους ή διακόνους…, αν είναι κληρικός, να εκπίπτει από
το βαθµό του. και αν είναι λαϊκός ή µοναχός, να αναθεµατίζεται).
γ) Ο Ζωναράς σηµειώνει:
«Πάντας ούν τούτους απαγορεύει ο κανών ούτος επί δόσει χρηµάτων γίνεσθαι, και τους την άπρατον χάριν του Αγίου
Πνεύµατος, την ατίµητον δηλαδή, την πράσει µη υποπίπτουσαν, δια το υπερφυές αυτής και υπέρτιµον, πωλούντας
(τούτο γαρ εις πράσιν κατάγειν), ελεγχοµένους, κινδυνεύειν θεσπίζει περί τον οικείον βαθµόν, αντί του εκπίπτειν τούτου,
καθαιρουµένους» (Ράλλη-Ποτζή, τ.2, σελ. 218).
(Όλους αυτούς τους απαγορεύει ο Κανόνας να γίνονται λειτουργοί µε την προσφορά χρηµάτων. Και αυτούς, που πουλούν τη
Χάρη του Αγίου Πνεύµατος, που είναι εκτός αγοραπωλησίας, δηλαδή ατίµητη και δεν υπόκειται στην πράξη της συναλλαγής (αυτό
σηµαίνει «εις πράσιν κατάγειν») να ελέγχονται. Και θεσπίζει να κινδυνεύουν να χάσουν το βαθµό τους, αντί να εκπίπτουν µε
καθαίρεση).
«Τους επί χρήµασι χειροτονουµένους, είτε επισκόπους, ή οιουσδήποτε κληρικούς, και ου κατά δοκιµασίαν, και του
βίου αίρεσιν, καθαιρείσθαι προστάσσοµεν, αλλά και τους χειροτονήσαντας» (ΚΒ΄ Ιερός Κανόνας της ΣΤ΄ Οικ. Συνόδου – Ι.
Πηδάλιον, σελ. 237).
(Αυτοί, που για να χειροτονηθούν δίνουν χρήµατα, είτε είναι Επίσκοποι είτε είναι άλλοι κληρικοί, και δε χειροτονούνται ύστερα από
δοκιµασία και από επιλογή, να καθαιρούνται. Αλλά, ταυτόχρονα, να καθαιρούνται και εκείνοι, που τους χειροτόνησαν).
Ο ερµηνευτής Ζωναράς συνεχίζει.:
«… ο τοιούτος καθαιρείσθω, και ουχ ο µεν χειροτονηθείς επί χρήµασι καταιρεθήσεται, ο δε χειροτονήσας αυτόν ούτως
ατιµώρητος έσται, αλλά κακείνος τη καθαιρέσει υποβληθήσεται».
(Και ώρισαν να καθαιρείται εκείνος, που αγοράζει την ιερωσύνη ή την αρχιερωσύνη µε χρήµατα. Αλλά να µην εξαιρείται από την
έσχατη ποινή και εκείνος, που δέχτηκε τα χρήµατα και πρόσφερε, ως αντάλλαγµα, το ύψιστο ιερατικό χάρισµα).
Και θα κλείσω µε την 7 η Οικουµενική Σύνοδο που επικυρώνει τους προηγούµενους Ι. Κανόνες:
«Αµαρτία προς θάνατόν εστιν, όταν τινές αµαρτάνοντες, αδιόρθωτοι µένωσι. Το δε τούτου χείρον, εάν και τραχηλιώντες
κατεξανίστανται της ευσεβείας, και της αληθείας, προτιµώµενοι τον Μαµωνάν της του Θεού υπακοής, και των κανονικών
αυτού διατάξεων µη αντεχόµενοι. Εν τούτοις ουκ έστι Κύριος ο Θεός, ει µήπου ταπεινωθέντες, του ιδίου σφάλµατος
ανανήψωσι, χρη γαρ µάλλον αυτούς προσέρχεσθαι τω Θεώ, και µετά συντετριµµένης καρδίας την άφεσιν τούτου του
αµαρτήµατος, και την συγχώρησιν αιτείσθαι, ουχί εναβρύνεσθαι τη αθέσµω δόσει…
Ει επιµένοιεν, δι’ επιτιµίου διορθούσθαι. Ει δε τις επί χειροτονία φανείη ποτέ τούτο πεποιηκώς, γενέσθω κατά τον
αποστολικόν κανόνα, τον λέγοντα, Ει τις επίσκοπος δια χρηµάτων της αξίας ταύτης εγκρατής γένηται, ή πρεσβύτερος, ή
διάκονος, καθαιρείσθω και αυτός, και ο χειροτονήσας…» (Ε΄ Ι. Κανόνας της Ζ΄ Οικ. Συνόδου, Ι. Πηδάλιο, σελ. 326).
(Είναι θανάσιµη αµαρτία, όταν κάποιοι αµαρτάνουν και µένουν αδιόρθωτοι. Και χειρότερο απ’ αυτό είναι να εκτραχηλίζονται και
να σηκώνουν κεφάλι ενάντια στην ευσέβεια και την αλήθεια και να προτιµούν το Μαµωνά, αντί για την υπακοή στο Θεό και να µην
ανέχονται τις Κανονικές διατάξεις Του. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους δε µένει ο Κύριος. Εκτός και αν ταπεινωθούν και ανανήψουν και
διακρίνουν το σφάλµα τους. Πρέπει όλοι αυτοί να προσέλθουν στο Θεό. Και µε συντριµµένη καρδιά να ζητήσουν την άφεση αυτού
του αµαρτήµατος και τη συγχώρεση. Και να µην καµαρώνουν για την παράνοµη προσφορά των χρηµάτων.
Και αν επιµένουν, να διορθώνονται µε επιτίµιο. Αν αποδειχτεί ότι κάποιος έχει κάνει αυτό το αµάρτηµα στο µυστήριο της
χειροτονίας, να εφαρµόζεται ο αποστολικός Κανόνας, που λέει, ότι αν κάποιος πήρε την αξία του Επισκόπου ή του πρεσβυτέρου ή
του διακόνου µε χρήµατα, να καθαιρείται και αυτός και εκείνος που τον χειροτόνησε).
Αφού κλείσαµε το ΠΡΩΤΟΝ µέρος µε κάποιους από τους Ιερούς Κανόνες που τονίζουν δυνατά ότι όλοι τους είναι καθαιρεµένοι
και δεν έχουν πλέον καµιά εξουσία, έρχοµαι στο ΔΕΥΤΕΡΟ µέρος µε τις παραιτήσεις των υπογραψάντων Πατριαρχών
ανεξάρτητα αν είναι ιδία βουλήσει ή εκβιασµού, διότι ο Επίσκοπος θυσιάζεται ό,τι κι αν του συµβεί και δε λακίζει. Η παραίτηση που
φέρει την υπογραφή του, είναι ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ και χάνει κάθε δικαίωµα, όχι µόνο της υπογραφής, αλλά και την ιδιότητα του
Αρχιερέα.
Χαρακτηριστική περίπτωση µας αναφέρει στον τρίτο “Κανόνα” ο άγιος Κύριλλος και µας προσδιορίζει µε σαφήνεια αλλά και µε
αυστηρότητα:
«Τους δε της παραιτήσεως λιβέλλους, ου κατά προαίρεσιν οικείαν, αλλ’ ως εξ ανάγκης και φόβου, και της τινών
απειλής, επιδούναι φησί, και ετέρως δε πράγµά εστιν ούτε τοις της εκκλησίας αρέσκον θεσµοίς, το λιβέλλους
παραιτήσεων προσάγειν τινάς των ιερουργών. Ει γαρ είσιν άξιοι του λειτουργείν, έστωσαν εν τούτω, ει δε ανάξιοι, µη
από παραιτήσεως εξίτωσαν, κατεγνωσµένου δε µάλλον επί πράγµασιν, ών αν τις πολλήν ποιήσατο την καταβοήν, ως
έξω τρεχόντων πάσης ακολουθίας». (Γ΄ Ι. Κανόνας, Αγ. Κυρίλλου, Ι. Πηδάλιον, σ. 690).
(Δεν είναι επιτρεπτό, µε οποιαδήποτε αφορµή, να συντάσσει ένας Επίσκοπος έγγραφο παραίτησης και να το υποβάλλει. Γιατί, τη
στιγµή, που παραιτείται από το θρόνο του, παραιτείται και από την αρχιερωσύνη του. Και δεν έχει πια το δικαίωµα να ιερουργεί τα
Άγια Μυστήρια. Αν είναι άξιος να λειτουργεί, ας µένει στη διακονία της Επισκοπής του. Αν δεν είναι, να µη φεύγει µε την
παραίτηση, αλλά µετά από έλεγχο των παραπτωµάτων του και καταδίκη, που να πιστοποιεί, ότι βρίσκεται έξω από την
τροχιά των υποχρεώσεών του).
Η Τρίτη Αγία Οικουµενική Σύνοδος αναφέρεται “της εν Παµφυλία ευαγή Σύνοδον, περί κάποιου Ευσταθίου του γενοµένου αυτού
Μητροπολίτου”.
«… τεθορυβηµένος, παρά τινων, και αδοκήτοις περιστάσεσιν εµβεβηκώς, είτα εκ πολλής άγαν απραγµωσύνης
επειρηκώς την αντίστασιν των επενηνεγµένων αυτών φροντίδων… παραιτήσεως, ουκ ίσµεν όπως, προσεκόµισε
βιβλίον» (Ι. Κανόνας, Γ΄ Οικ. Συνόδου, Ι. Πηδάλιον, σελ. 179).
(Θορυβήθηκε από τις αντιδράσεις κάποιων παραγόντων της τοπικής κοινωνίας και περιέπεσε σε δύσκολες, απροσδόκητες
εµπλοκές. Και, τότε, µη µπορώντας να αντιµετωπίσει µε θάρρος τις δυσκολίες, εξ αιτίας της φυσικής του απραγµοσύνης, υπέβαλε
την παραίτησή του.
Ωστόσο, όταν βρέθηκε έξω από την επισκοπή του, στερηµένος και του δικαιώµατος να ιερουργεί, περιέπεσε σε αφόρητη θλίψη.
Και, µε οδύνη ψυχής, απευθύνθηκε στη Σύνοδο και ζήτησε την άδεια να κρατήσει µόνο την τιµή και το όνοµα του Επισκόπου).
Ο κανονολόγος Ζωναράς µας δίνει σαφή εικόνα για τον Ιερό Κανόνα.
«Εκ ταύτης της συνοδικής οικονοµίας οίονταί τινες ενδεδόσθαι τοις επισκόποις παραιτείσθαι τας εκκλησίας αυτών, την
δε αρχιερωσύνην παρακρατείν. Οίµαι δε τουναντίον µάλλον εντεύθεν καταλαµβάνεσθαι, ότι πάλαι αι τας επισκοπάς
παραιτούµενοι, ει τέως εδέχοντο, πάντων εξέπιπτον και ούτε αρχιερατικόν τι δίκαιον µετά την παραίτησιν είχον, ούτε
επίσκοποι ωνοµάζοντο».
(Μερικοί νοµίζουν, πως η κατ’ οικονοµία αντιµετώπιση της συγκεκριµένης περίπτωσης, δίνει το δικαίωµα στους επισκόπους να
παραιρούνται παό την επισκοπή τους και να κρατούν όλα τα δικαιώµατα της αρχιερωσύνης. Όχι. Δεν είναι αυτό το νόηµα του Ιερού
Κανόνα. Αντίθετα, το νόηµά του είναι, ότι, όταν ο Επίσκοπος παραιτείται από την Επισκοπή, που είχε αποδεχθεί, εκπίπτει από όλα.
Ούτε έχει κανένα αρχιερατικό δικαίωµα, ούτε καν ονοµάζεται Επίσκοπος).
Ο άγιος Κύριλλος αναφέρει άλλη περίπτωση για κάποιο επίσκοπο Πέτρο, στην προς Δόµνον Κανονική επιστολή, η οποία
επικυρώθηκε από το Β΄ Ιερό Κανόνα της ΣΤ΄ Οικ. Συνόδου και απόκτησε καθολικό κύρος. Γράφει, ότι ο επίσκοπος είχε βιαστεί να
υποβάλει την παραίτησή του και, µετά, έκλαιγε και θρηνούσε, γιατί µε την έδρα της επισκοπής του έχασε και το δικαίωµα να
ιερουργεί. Και γράφει:
«Ήν δ’ ακόλουθον, ή το της ιερωσύνης όνοµα µετά του πράγµατος έχειν αυτόν, ήγουν, είπερ µη ήν άξιος του
προεστάναι θείου θυσιαστηρίου, µηδ’ αυτή τιµάσθαι τη κλήσει της επισκοπής…».
(Αν είναι άξιος να ιερουργεί τα Ιερά Μυστήρια, µπορεί να έχει και την αρχιερωσύνη µαζί και να κρατήσει και την Επισκοπή. Στην
αντίθετη περίπτωση, µαζί µε την αρχιερωσύνη, πρέπει να στερηθεί και τον τίτλο της επαρχίας στην οποία έχει κληθεί να ποιµάνει (Ι.
Κανόνας Α΄ του αγ. Κυρίλλου. Πηδάλιο, σελ. 687).
Ο κανονολόγος Βαλσαµών ερµηνεύοντας τον Ιερό αυτό Κανόνα µας αποκαθηλώνει:
«… Ήν δε ακόλουθον, ή και το όνοµα του επισκόπου έχειν αυτό και το πράγµα, ήγουν την επισκοπήν, και την
ενέργειαν του επισκόπου, ή, ει µη ήν άξιος προΐστασθαι του θυσιαστηρίου, µηδέ επίσκοπον λέγεσθαι…».
(Είναι ταιριαστό ή να έχει και το όνοµα του Επισκόπου και το τελετουργικό υπούργηµα, δηλαδή να προΐσταται της Επισκοπής και
να ασκεί το λειτούργηµα, ή, αν δεν είναι άξιος να προΐσταται στο Ιερό Θυσιαστήριο, να µην λέγεται και Επίσκοπος).
Σταµατώ εδώ, λόγω χώρου και χρόνου, µε τούτο το τελευταίο:
«Λοιπόν, ούν ουδείς το αυτώ επιτεθέν λειτούργηµα της επισκοπής δεχθήσεται παραιτούµενος, ει µη ανάξιον εαυτόν της
ιερωσύνης οµολογεί».
(Κανένας δεν µπορεί να παραιτηθεί από τη λειτουργία, στην οποία τον κάλεσε, εκτός και αν αισθάνεται και αν οµολογεί τον
εαυτό του ανάξιο του υψηλού λειτουργήµατος)
Δε θα ήθελα να αναφερθώ στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως στο 2 ο τόµο περί των Συνοδικών, αλλά θα το κάνω για την
ιστορία: «Σε όσους – λένε – καταφρονούν τους Θείους και Ιερούς Κανόνες των Ιερών Πατέρων µας, οι οποίοι στηρίζουν
την αγία Εκκλησία, κοσµούν όλη την χριστιανική πολιτεία και οδηγούν προς την θεία ευλάβεια (τους στέλνει στο)
Ανάθεµα (τοµ. 2, σελ. 977).
Για όλα αυτά – και κάµποσα ακόµα που δε σας είπα – τι λέτε πολυ-γράµµατε καθηγητά µου µε δύο πτυχία (βραβεία) επάνω
σε αυτά τα θέµατα εσείς και οι κ.κ. Κονιδάρης, δεσπότης Νανάκης, Μουρτζανός, Θεοδωρόπουλος… µπορεί να ισχύει και να
έχουν εγκυρότητα;
Δεν πιστεύω ότι µπορεί να επικαλεσθείτε προβάλλοντας το πνεύµα της “οικονοµίας”. Διότι πρέπει να γνωρίζετε – για να σας
προλάβω – τα της “Οικονοµίας” δεν είναι έξω από την ακρίβεια των Ιερών Κανόνων και ούτε επιδέχονται περιφρόνηση ή
κατάλυση. Η άσκηση της “οικονοµίας” δε σηµαίνει άνοιγµα σε αυτοσχεδιασµό ή στην αυθαιρεσία. Αντίθετα η χρήση της
“οικονοµίας” είναι η χειραγωγία στη ζωή της Χάριτος µέσα στην Ευχαριστιακή λειτουργία της Εκκλησίας.
Γι’ αυτόν τον “Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόµο του 1850” σας έπιασε ο πόνος και ότι δήθεν τον καταστρατήγησε ο
αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος Α΄ Κοτσώνης, ενώ πριν από τον Ιερώνυµο πέρασαν 16 Αρχιεπίσκοποι και όλοι τον περιφρόνησαν,
χωρίς να τον εφαρµόσουν. Και στον Ιερώνυµο Α΄ βρέθηκε η αιτία να διασαλευτούν σοβαρά οι σχέσεις του µε το Οικουµενικό
Πατριαρχείο;;;
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ
Οι πρώτοι παραβάτες του “Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόµου 1850” είναι αυτοί που τον αποδέχθηκαν µε πανηγυρικό
τρόπο: «Ούτω τη 20 Αυγούστου 1850 εν τω Ι. Ναώ της Αγίας Ειρήνης (επί της οδού Αιόλου, τότε Μητροπολιτικώ Ναώ)
ετελέσθη πάνδηµος πανηγυρική δοξολογία επί παρουσία της Βασιλίσσης Αµαλίας και των αυλικών προσώπων, των
µελών της Κυβερνήσεως της Ι. Συνόδου, των Νοµοθετικών Σωµάτων, των Αξιωµατικών του Στρατού και πλήθους λαού,
καθ’ ήν ανεγνώσθη από µεν της Ωραίας Πύλης ο Συνοδικός Ιερός Τόµος, από δε του ιερού άµβωνος ή προς τον Κλήρον
και λαόν της Ελλάδος Πατριαρχική Εγκύκλιος…
Πρώτη πράξις εφαρµογής του Συνοδικού Τόµου εκ µέρους της Πολιτείας υπήρξεν η επινεύσει της Βασιλίσσης Αµαλίας
µετονοµασία του Αττικού Νεοφύτου εις Μητροπολίτην Αθηνών…».
Τί διατάσει µεταξύ άλλων ο Τόµος 1850: «… δια του παρόντος Συνοδικού Τόµου… υπερτάτην Εκκλησιαστικήν αρχήν
γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή, συνισταµένην εξ αρχιερέων προσκαλουµένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της
χειροτονίας, πρόεδρον έχουσα τον κατά καιρόν ιερώτατον Μητροπολίτην Αθηνών, και διοικούσαν τα της Εκκλησίας
κατά τους θείους Κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσµικής επεµβάσεως».
Ο Πατριαρχικός αυτός Τόµος 1850 µαζί µε το νέο Καταστατικό Νόµο Σ΄ & ΣΑ΄ διοικήσεως της Εκκλησίας ψηφίστηκε από τη
Γερουσία στις 9 Ιουλίου 1852 και συγχρόνως επικυρώθηκε και από το Βασιλέα (εφηµ. “ΑΓΩΝ”, αρ. φ. 1270).
Με Βασιλικό Διάταγµα 29/7/1852 συγκροτείται η πρώτη Αριστίνδην Σύνοδο (όπως ορίζει η ψηφισθείσα πιο πάνω νοµολογία) και
κατά την νοµοθεσίαν τη αποτελούσαν, ο Αθηνών Νεόφυτος, ο Ασίνης Μακάριος (1810), ο Καλαβρύτων Βαρθολοµαίος (1818),
Αιγίνης Σαµουήλ (1833), Σύρου Δανιήλ (1842). “Αυτή ως πρώτον και κύριον µέληµά της έθεσε την πλήρωση των
χηρευουσών Επισκοπών, και ούτω µέχρι τέλους Δεκεµβρίου 1852 προετάθησαν και εξελέγησαν υπό της Πολιτείας, τη
του Βασιλέως προκρίσει 18 επίσκοποι…”.
Αλλά τι µας λέει ο ιστορικός; «Χαρακτηρίζοµεν την υπ’ όψιν πρώτην Ι. Σύνοδον του ΣΑ΄ Νόµου, ως Αριστίνδην, διότι
την σύνθεσιν αυτής ώρισεν η Πολιτεία και ουχί η Εκκλησία (και µας εξηγεί τι έγινε µε την πρώτη!). Ενώ ήτο Συνοδικός ο
Αιγίνης Σαµουήλ και εν ενεργεία Αρχιερεύς και ο Ασίνης Μακάριος και ενεδείκνυτο εξ απόψεως κανονικής και ηθικής
τάξεως…, όµως ο Υπουργός ηνάγκασεν εις παραίτησιν, δι’ απειλών, τον Αιγίνης Σαµουήλ, ως ελέγξαντα µετά παρρησίας τους
Νόµους Σ΄ και ΣΑ΄ (είναι Νόµοι του νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας) χαρακτηρίσαντα αυτούς αντικανονικούς και εδέξατο
ευχαρίστως εν µηνί Ιουλίω 1852 την παραίτησιν του Ασίνης Μακαρίου και δια Β.Δ. (ΦΕΚ 26/1852, σελ. 188) και (θαυµάστε κ.
Ανδρεόπουλε & Σια τη “νοµοκανονική σας προσέγγιση”) κατέστησε τον µεν υπέργηρον (89 ετών, ο οποίος είχε
παραιτηθεί) πρ. Ηλείας (από Δαµαλών) Ιωνάν εις Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου (µετά ένα χρόνο πέθανε) και τον καθαιρεθέντα (είχε
χειροτονηθεί επίσκοπος 22 ετών) πρ. Ανδρουβίστης Προκόπιον Επίσκοπον Οιτύλου, ους και αµφοτέρους ώρισε Συνοδικά
µέλη της προκειµένης Διαρκούς Ι. Αριστίνδην Συνόδου προς συµπλήρωσιν του αριθµού πέντε».
Και γιατί έγινε από την πρώτη, αυτό;
Ενώ οι θεµελιακές εκκλησιαστικές αρχές που, πριν λίγο είχαν ψηφίσει, διέταζαν «Η Εκκλησία θα διοικήτε κατά τους Θείους
Κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσµικής επεµβάσεως» αυτές διαγράφηκαν µε µια βάρβαρη και βάναυση
µονοκοντυλιά. Βέβαια είχε προηγηθεί η κυβερνητική παρέµβαση του υπουργού Εκκλησιαστικών Σ. Βλάχου, ο οποίος “πρότερον
εργάσθη πανούργως προς κατάπνυξιν των αντιδρώντων… ψέξας και απειλήσας τους Γραµµατείς της Ι. Συνόδου Αρχιµ.
Μισαήλ Αποστολίδην και Θεοφάνην Σιατιστέα, ως «διαφθείροντας και παραπείθοντας την Ιεραρχίαν και προκαλούντας
διενέξεις µεταξύ Κυβερνήσεως και της Συνόδου»” (εφηµ. “ΑΙΩΝ”, αρ. φ. 1270). Και αυτό το έκανε η κυβέρνηση, για να
καταλάβει το οχυρό που ήταν εκκλησιαστική εξουσία µε τις 18 κενές χηρεύουσες επισκοπές µε ανθρώπους δικούς της, γι’ αυτό
επιστράτευσε και χρησιµοποίησε ανέντιµες µεθοδεύσεις. Τους δύο πάνω διαφωνούντες Γραµµατείς, για να τους φιµώσουν, τους
τακτοποίησαν, το µεν Μισαήλ Αποστολίδη τον τοποθέτησαν πρώτον στη µεγάλη µητρόπολη Πατρών και του υποσχέθηκαν και
µετά την πρώτη των Αθηνών (αρχιεπίσκοπο), αλλά όµως ο ταλαίπωρος δε χάρηκε την αρχιεπισκοπεία, γιατί έζησε µόνο πεντέµισι
µήνες! Το δε δεύτερον Θεοφάνη Σιατιστέα τον τοποθέτησαν επίσης στην περίφηµη τότε µητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας,
κατά τον ίδιο τρόπο τοποθετήθηκαν και οι υπόλοιποι. Φρίξον ήλιε, στέναξον γη.
Με µηχανορραφίες, συναλλαγές, παρεµβάσεις κυβερνητικών τύπων, από την πρώτη ηµέρα, όταν διαβάζεις τα γεγονότα εκείνης
της εποχής, νοιώθεις στην ύπαρξή σου να σε κυριεύει η φρίκη, να σε πνίγει η αγανάκτηση και να αλλοιώνει την όψη σου η αηδία.
Από εδώ κοι Ανδρεόπουλε, Μουρτζανέ, Νανάκη, Κονιδάρη, Τρίτε & Σια και από αυτήν την Αριστίνδην Σύνοδο µε τις 18
πρώτες χειροτονίες βγήκε η κανονική “Πρεσβυτέρα Ιεραρχία” που ως “κανονική” καταδίκασε τους 12 “αντικανονικούς”
επισκόπους που εµφανίστηκαν στις µητροπόλεις ως να ήρθαν από το υπερπέραν!
Αυτή τη πρώτη Σύνοδο µας την περιγράφει ο ιστοριογράφος µε σκούρα γράµµατα:
«Από της Συνοδικής ταύτης περιόδου (1852-1853) διωρίζοντο, ως και κατά την περίοδον 1833-1852, ηµιαριστίνδην
Σύνοδοι. Η Κυβέρνησις ηδύνατο και εκράτει, συµφώνως τω άρθρω Γ΄ του ΣΑ΄ Νόµου, ως Συνοδικά µέλη δια την νέαν
Συνοδικήν περίοδον ένια των µελών της απερχοµένης Συνόδου µέχρι δύο επί δύο και τρία και τέσσαρα και πλείονα έτη.
Αυτός ήτο ο νόµιµος τρόπος δι’ ού κατώρθου η Πολιτεία να είναι «Νόµω κρατούσα» και δια τούτο πάντοτε επέβαλεν, ως
Μητροπολίτην Αθηνών, το αρεστόν αυτή πρόσωπον, καθ’ όσον ούτος, έχων και την Προεδρίαν, αδιάκοπον ούσαν, της
Ι. Συνόδου, ηδύνατο µετά των δύο Συνοδικών µελών, των αρεστών τη Πολιτεία, να εκτελή το της Πολιτείας θέληµα,
ούσης εξησφαλισµένης της πλειοψηφίας… εγίνοντο πειθήνια όργανα του Προκαθηµένου και κόλακες, άνευ
προσωπικότητος επιβλητικής, των κρατούντων κοσµικών Αρχόντων. Δεν ενεφανίζοντο αγωνισταί και υπέρµαχοι
Ιεράρχαι υπέρ των δικαιών και του ανακαινισµού της Εκκλησίας» (Αρχιµ. Θεόκλητος Στράγκας, “Ιστορία εκ πηγών άψευδων
1817-1967, σελ. 275).
Να! Για το πώς έγινε ο διορισµός (όχι εκλογή) του πρώτου (υποσχόµενου) αρχιεπισκόπου Μισαήλ Αποστολίδη; Με βάσει
βέβαια του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόµου 1850 και το Δ΄ άρθρον του Σ΄ Νόµου, για να µη χαθούµε: «Καθ’ όν χρόνον ούτος
– γράφει ο ιστοριογράφος – διετέλει συνοδικόν µέλος της Ιεράς Συνόδου και δη αντιπρόεδρος αυτής (ο Μισαήλ
Αποστολίδης) απεβίωσεν ο Αθηνών Νεόφυτος (29/12/1861). Συνελθούσα µετά δύο ηµέρας η σύνοδος αποφάσισε και
απέστειλε τω Υπουργείω Εκκλησιαστικών το εξής υπ’ αριθ. 12685-761/31.12.1861 έγγραφον:
» Επειδή αποβιώσαντος του αοιδίµου Μητροπολίτου Αθηνών Νεοφύτου, η Μητρόπολις αύτη µένει ήδη χηρεύουσα
πνευµατικού ποιµένος, η Σύνοδος συνελθούσα εις διάσκεψιν περί αντικαταστάσεως αυτού… προτείνει, ίνα ο
πανιερώτατος Αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας Κύριος Μισαήλ µετατεθή κανονικώς εις την χηρεύουσαν Μητρόπολιν
Αθηνών κατά το Δ΄ άρθρον του Σ΄ Νόµου. Όθεν αιτείται την προς τούτο έγκρισιν της Α.Μ. του Βασιλέως».
Την εποµένη ηµέρα (Πρωτοχρονιά) ο Βασιλέας εγκρίνει: «Την µετάθεσιν του µέχρι τούδε Σ. Αρχιεπισκόπου Πατρών και
Ηλείας Κυρίου Μισαήλ εις την Αγιωτάτην Μητρόπολιν Αθηνών ως Μητροπολίτου αυτής». Εν Αθήναις τη α΄ Ιανουαρίου
1862 ΟΘΩΝ ο Βασιλεύς, ο Μ. Ποτλής Υπουργός. Αυτό ήταν µια κανονική – θαύµα – εκλογή (!).
Μετά από πεντέµισι µήνες η ίδια Σύνοδος (21/7/1862) που συνήλθε και τοποθέτησε Μητροπολίτη Αθηνών στη θέση του
αποβιώσαντος Μιχαήλ, τώρα µε το ίδιο, Δ΄ άρθρο του Σ΄ Νόµου “ερµήνευσε” όµως αλλιώς το Νόµο και έκαναν εκλογές
«εξελέξατο παµψηφί, ως ικανόν και κατάλληλον δια τον Μητροπολιτικόν θρόνον Αθηνών τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπον
Ακαρνανίας και Αιτωλίας Κύριο Θεόφιλον».
Μέσα σε πεντέµισι µήνες έχουµε δύο διαφορετικές Συνοδικές αποφάσεις και οι δύο στηρίζονται στο ίδιο άρθρο, στον ίδιο νόµο
και στον ίδιο τόµο 1850 – Τραγέλαφος!!!
Έτσι συνεχίζουν συστηµατικά να αγνοούν στην πράξη τον “Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόµο του 1850”, χωρίς το Πατριαρχείο
να διαµαρτύρηται! Φθάνουµε στις 5 Ιουλίου 1873, όπου και πεθαίνει ο Αθηνών Θεόφιλος. Η Σύνοδος “συνελθούσα τη 28
Ιουλίου 1873 προέβη εις την πλήρωσιν του κενωθέντος Μητροπολιτικού θρόνου αποστείλασα το υπ’ αριθ.
3127/619/28.7.1873 έγραφον προς το Υπουργείον Εκκλησιαστικών” και το οποίο κατέληγε: “Τούτο δε κανονικώς
προτείνουσα την µετάθεσιν η Σύνοδος από της Αρχιεπισκοπής Κερκύρας κύριον Αντώνιον εις τον Μητροπολιτικόν
θρόνον Αθηνών ως κανονικού εις το εξής Ποιµενάρχου εξαιτείται την προς τούτο έγκρισιν της Α.Μ. του Βασιλέως”.
Ο Υπουργός δεν τη δέχθηκε την τοποθέτηση, παρότι ήταν Νόµιµη Σύνοδος (αποτελούµενη από 4 Συνοδικούς
µητροπολίτες) και απάντησε: «… κατά τον νόµον τούτον η µετάθεσις δεν ανήκει εις την αποκλειστικήν δικαιοδοσίαν της
Εκκλησιαστικής Αρχής και εις την πρωτοβουλίαν αυτής, αλλ’ εις την Κυβέρνησιν…». Η τοποθέτηση ακυρώθηκε, η διαµάχη
κυβέρνησης – Συνόδου κράτησε 10 µήνες, οπότε στις 27 Μαΐου 1874 συνήλθε η Σύνοδος και εξέλεξε το Συνοδικό Μεσσηνίας
Προκόπιο (Γεωργιάδη) µε τρεις (από τους πέντε(5)) ψήφους. «Επειδή όµως η απόφασις αυτής προέτινεν αυτόν ως
Μητροπολίτην Αθηνών δια τριών ψήφων (η µία ήτο δική του, άρα 2 ψήφοι), υπέβαλεν ούτος παραίτησιν µη αποδεχθείς
την τοιαύτην εκλογήν. Όµως, ών συµπαθής τω Βασιλεί ούτος και πιεσθείς υπ’ αυτού παρακλητικώς, ανεκάλεσε την
παραίτησιν… (11/6/1874)».
Από τις πρώτες ηµέρες της εκλογής ο νέος µητροπολίτης Αθηνών µπήκε σε περιπέτειες. Βγήκε στην επιφάνεια το µεγαλύτερο
Σιµωνιακό σκάνδαλο όλων των εποχών. Τον Ιανουάριο του 1875 µετά από καταγγελίες έγινε γνωστό ότι οι εκλογές που είχαν
προηγηθεί για την πλήρωση των µητροπόλεων Μεσσηνίας, Αργολίδος, Κεφαλληνίας και Πάτρας έγιναν µε συναλλαγή χρήµατος.
Η Κυβέρνηση δεν άντεξε και έπεσε, τα δικαστήρια που ακολούθησαν, ήταν ένα “µαρτύριο”, οι εµπλεκόµενοι υπουργοί πήγαν
φυλακή και πλήρωσαν µάλιστα και µεγάλα χρηµατικά πρόστιµα. Για τους “πλειοδοτήσαντες” εκλεγµένους µητροπολίτες (ο
ιστορικός αναφέρει: Δεν ήταν µόνον αυτοί που δωροδόκησαν υπουργούς, αλλά και πολλοί άλλοι µε λιγότερα χρήµατα).
Η ‘’Αριστίνδην Ι. Σύνοδος που συνήλθε στις 18 Απριλίου 1876, αποφάσισε ότι: “Η ενέργεια των µητροπολιτών δεν θεωρείται
σιµωνία και τους έβαλε σε τριετή αργία από κάθε ιεροπραξία”.
Η νέα κυβέρνηση που προέκυψε, του Αλεξ. Κουµουνδούρου αµέσως µετά αγρίεψε και ζήτησε το λόγο από την Ιερά Σύνοδο για
την απόφασή της. Από τη µεγάλη κατακραυγή, η Σύνοδος “µετανοούσα” τους “εκλεγµένους” να υποβάλλουν τις παραιτήσεις
“οικεία βουλήσει και προαιρέσει προς κατάπαυσιν των σκανδάλων µεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας”, οι δε
παραιτήσεις έχουν ηµεροµηνία 18/11/1877.
Θεέ µου- Θεέ µου! Τι… ωραίες Αριστίνδην Συνόδους; Τι… θαυµάσιες εκλογές; Τι… κανονικές Συνοδικές αποφάσεις;
Τι… νοµότυπες κυβερνητικές παρεµβάσεις; Πώς δεν τις είδατε! Εσείς ένας ογκόλιθος βραβευµένος ιστορικός, (ή τις είδατε
και κάνατε πηδηµατάκια) κ. Ανδρεόπουλε και όλη η κοµπανία σας, να τα φέρετε στη δηµοσιότητα, για να τα µάθει ο κόσµος;
Κρίµα που σας έπιασε µόνο ο κ…πόνος για την καθόλου αγία περίοδο Ιερωνύµου Α΄ Κοτσώνη!
Ο επίσκοπος Αθηνών Προκόπιος στις 31 Ιανουαρίου 1889 πέθανε, η κυβέρνηση είχε συµπάθεια στον Κεφαλληνίας Γερµανό
(Καλλιγά) για µητροπολίτη Αθηνών, όµως υπήρχε δυσκολία ως προς την εκλογή του παρά τη µεγάλη επιθυµία της. Η κυβέρνηση
όµως πείσµωσε και δεν το έβαλε κάτω – όπως µας τα µεταφέρει ο ιστοριογράφος – ακολούθησε την “νόµιµη” και
“ιεροκανονική”, αλλά στρεβλή πεπατηµένη. Τι ωραία µαθαίνουµε!
«Η σύνθεσις όµως της Συνοδικής εκείνης περιόδου δεν ήτο ευνοϊκή δια την πραγµάτωσιν των Κυβερνητικών σκέψεων
και επιθυµιών. Τούτου ένεκεν, ίνα µη προκληθή σύγκρουσις Εκκλησίας και Πολιτείας, προτίµησαν την παραίτησιν των εκ
των Συνοδικών αυτών καθηκόντων οι Σύρου και Τήνου Μεθόδιος και Τριφυλίας και Ολυµπίας Νεόφυτος, οίτινες και
αντικατεστάθησαν υπό των κκληθέντων, κατά Φεβρουάριον 1889, Αργολίδος Νικάνδρου και Παροναξιάς Γρηγορίου
συνάµα δε κληθέντος προς συµπλήρωσιν της Συνόδου, ως ε΄ µέλος ο Κεφαλληνίας Γερµανός (ο οποίος ήταν ο εκλεκτός
της κυβέρνησης και διορίστηκε επίσκοπος Αθηνών). Ούτω της Συνόδου συµφωνούσης προς την θέλησιν της Πολιτείας,
παρά τας διαµαρτυρίας πολλών Ιεραρχών και του δηµιουργηθέντος σάλου εν τη Ιεραρχία, τη 5 Ιουλίου 1889 απεφασίσθη
η πλήρωσις του Μητροπολιτικού Θρόνου» (“Ιστορία εκ πηγών”, σελ. 422).
Από ένα δηµοσίευµα επίσης εκείνης της εποχής µαθαίνουµε και τούτα τα εκπληκτικά: «Το 1889 εις τον Μητροπολιτικόν
θρόνον των Αθηνών, διορίστηκε κατόπιν σκανδαλώδους επεµβάσεως της Κυβερνήσεως Χαρ. Τρικούπη ο από
Κεφαλληνίας Γερµανός Καλλιγάς. Η τότε Ι. Σύνοδος απέβλεπεν, εις το να εκλέξη Μητροπολίτην Αθηνών τον ζηλωτήν
αγαθοεργόν, αυστηρόν το ήθος και χειριστήν καλόν του λόγου Αρχιεπίσκοπον Κορίνθου Σωκράτην Κολιάτσον, άνδραν
ευσεβέστατον και ικανώτερον, πολύ τιµώµενον υπό του λαού. Αλλ’ η Κυβέρνηση του Χαρ. Τρικούπη, αφού
αποµάκρυνεν αυθαιρέτως εκ της Ι. Συνόδου τόσον τον προεδρεύοντα αυτής Σύρου Μεθόδιον, όσον και τον
αναπληρώσαντα αυτόν Σωκράτην Κολιάτσον κατώρθωσε τελικώς να επιβάλη τον Γερµανόν Καλλιγάν…» (Ανδ.
Κεραµίδας περ. “ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ”, φ. 3/1/53).
«Ατυχώς – µαθαίνουµε από τον ιστοριογράφο ότι – ο Πρωθιεράρχης τη 18 Ιαν. 1896 όλως αδοκήτως ευρέθη νεκρός επί
της κλίνης του, ίσως εκ δηλητηριάσεως ανεξηγήτου και µυστηριώδους…» (“Ιστορία εκ πηγών”, σελ. 479).
Από το µήνα Ιανουάριο και επί εννέα µήνες 17 Οκτωβρίου του 1896 γίνονταν στα σκοτεινά διαβούλευση για την εκλογή
µητροπολίτη Αθηνών:
«Αυθέντος δε του ζητήµατος υπέρ της δια χειροτονίας πληρώσεως του Μητροπολιτικού θρόνου δια της ψήφου των τεσσάρων
Συνοδικών συνέδρων ήτοι των Ακαρνανίας και Αιτωλίας Παρθενίου, Χαλκίδος Ευγενίου, Ύδρας και Σπετσών Αρσενίου και
Τριφυλίας και Ολυµπίας Νεοφύτου, ευθύς αµέσως η Σύνοδος εψηφίσατο και εξελέξατο παµψηφεί τον Οσιώτατον Προκόπιον
Οικονοµίδην, Αρχιµανδρίτην, Καθηγητήν της εν τω Πανεπιστηµίω Θεολογικής Σχολής» (ο.π., 488).
Ο βασιλέας ενέκρινε το διορισµό του Μητροπολίτη Αθηνών, ο οποίος ήταν και ο δάσκαλος των παιδιών της Βασιλικής
Οικογένειας. Εδώ έχουµε “Αριστίνδην Σύνοδον” για να εκλέξουν τον πρώτον Μητροπολίτην Αθηνών και µόνον µε τέσσερις
(4) ψήφους Συνοδικών!
Στις 8 Νοεµβρίου 1901 έχουµε αιµατηρά γεγονότα µε τα Ευαγγελικά. Οι συγκεντρωµένοι διαδηλωτές µετά το συλλαλητήριο
θέλησαν να διαµαρτυρηθούν και στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, οι στρατιωτικές δυνάµεις όµως που τους φρουρούσαν, για να
τους σταµατήσουν, άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως µε αποτέλεσµα, να έχουν σκοτωθεί οκτώ (8) και να έχουν
τραυµατιστεί πάνω από ογδόντα (80) άτοµα.
«Προς αποφυγήν περισσότερων δυσαρέστων και της αναρχίας, η τότε Κυβέρνησις Γ. Θεοτόκη ηνάγκασε τον
δουλοπρεπή Μητροπολίτην Προκόπιον Β΄ να παραιτηθή. Ούτω δε παρητήθη κατά την νύκτα της 8 προς την 9
Νοεµβρίου 1901, µεταβάς εις την Ι. Μονήν της Σαλαµίνος, περιφρονηθείς υπό πάντων…» (Πολύκαρπος Συνοδινός, Εκκλ.
Υποµνήµατα, σελ. 47)
«Εξωσθέντος του θρόνου του και εν στενοχωρία διαβιούντος και διερχοµένου τα τέλη της ζωής του, ως ακριβώς
συνέβη εις τον ατυχή αυτόν πρώτον πρώην Αθηνών, ο οποίος µετά οκτάµηνον (Ιούλιος 1902) απεβίωσεν εκ
προκαλέσαντος ολιγοήµερον θανατηφόρον ασθένειαν µαρασµού» (“Ιστορία εκ πηγών”, σελ. 525).
Το δηµοσίευµα έγραφε:
«Ο Μητροπολίτης Αθηνών Προκόπιος ο Β΄ (ο Οικονοµίδης) (1896-1901) ανελθών εις τον θρόνο δια
σκανδαλωδεστάτων επεµβάσεων της Κυβερνήσεως Θεοδ. Δεληγιάννη και της βασιλίσσης Όλγας, ουδέν το θετικόν
υπέρ της Εκκλησίας ηδυνήθη να πράξη, παρ’ όλον ότι είχε µελετήσει τα εκκλησιαστικά ζητήµατα της εποχής του και
διεπνέετο από επιθυµίαν, ίνα τα ίδη λυόµενα. Κατά τα λεγόµενα «Ευαγγελικά» υπεχρεώθη από την Κυβέρνησιν να
υποβάλη την παραίτησίν του µετά πενταετή ποιµαντορίαν. Ο ιστορικός παρατηρητής διαπιστώνει ότι ο Προκόπιος
Οικονοµίδης απέτυχεν εις το έργον του, διότι του έλειπε το ψυχικόν σθένος» (Ανδρ. Κεραµίδης, περ. “ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ”, φ.
3/1953).
Τοποτηρητής της Μητρόπολης Αθηνών ανέλαβε ο Σύρου Μεθόδιος για διάστηµα 10 µηνών από Νοέµβριο 1901 έως αρχάς
Σεπτεµβρίου 1902. Οπότε µπαίνει µε κυβερνητική “επιθυµία” ο Μονεµβασίας και Σπάρτης Θεόκλητος (Μηνόπουλος) α΄
αντιπρόεδρος της Ι. Συνόδου και τοποτηρητής στη Μητρόπολη Αθηνών.
Ως προηδρεύων συγκάλεσε τη Ν΄ Ι. Σύνοδο και «αποφασίσασα οµοφώνως η Ι. Σύνοδος όπως η πλήρωσις γένηται δια
µεταθέσεως ενός εκ των ενεργεία Επισκόπων του Κράτους…» και για να ψάχνουν! Ο τοποτηρητής και αντιπρόεδρος της
Συνόδου πρότεινε τον εαυτό του για Αθηνών και οι άλλοι τέσσερις Συνοδικοί “συµφώνησαν” (αυτές και αν είναι εκλογες !!!)
χωρίς να τηρήσουν ούτε τα στοιχειώδη προσχήµατα µιας υποτυπώδους ψηφοφορίας. Αγνόησαν ακόµα και το διορθωµένο
Νοµοθέτηµα Σ΄ Νόµου 9/7/1858 που οι ίδιοι είχαν ζητήσει από τον υπουργό Εκκλησιαστικών κ. Λοµβάρδο “περί των
προσόντων και του τρόπου εκλογής επισκόπων” που ψηφίστηκε εκείνες τις ηµέρες και έγινε Νόµος ο οποίος στο άρθρο
Γ΄, παρ. 4 τους υποχρεώνει: «Ο Μητροπολίτης Αθηνών καθ’ ο ισόβιος Πρόεδρος της Ι. Συνόδου εν περιπτώσει χηρείας
του Μητροπολιτικού θρόνου, θέλει εκλέγεσθαι παρά πάντων των εν ενεργεία Αρχιερέων του Κράτους και µεταξύ
αυτών κατά τους εν τω παρά τω Νόµω αναγραφοµένους τύπους µε την διαφοράν ότι αντί να τίθενται τρεις
υποψήφιοι, θα τίθεται εις».
Επί των ηµερών του έγιναν θλιβερά γεγονότα και ζηµίωσαν την Εκκλησία. Ήταν η περίοδος µε τη ρήξη Ελ. Βενιζέλου και
Βασιλιά Κωνσταντίνου σχετικά µε την έξοδό µας ή µη στον Α΄ Παγκόσµιο πόλεµο για τον οποίο ο Βενιζέλος αρνήθηκε και
έτσι φθάσαµε στο διχασµό και στη διαµάχη. Μας οδήγησαν ακόµα να έχουµε δύο Κυβερνήσεις, τη µία µε τους Βασιλικούς
στην Αθήνα και η άλλη µε τους Βενιζελικούς στη Θεσσαλονίκη.
Η Εκκλησία που θάπρεπε να είναι ειρηνοποιός δύναµη, βρέθηκε επικεφαλής της Βασιλικής πορείας και πρωτοπόρα στο
να αναθεµατίσουν το “σατανά” της πολιτικής ζωής του τόπου Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο δε µητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος
ήταν αυτός που έριξε την πρώτη πέτρα του αναθέµατος και ακολούθησαν οι Συνοδικοί και στη συνέχεια ο λαός.
Γρήγορα όµως τα πράγµατα άλλαξαν, ο Βενιζέλος επανήλθε στην Αθήνα, συγκροτήθηκε συνοδικό δικαστήριο και ο
Αθηνών Θεόκλητος καθαιρέθηκε και οι συνοδικοί κηρύχθηκαν έκπτωτοι.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1918 έχουµε την 4 η ‘’ΑριστίνδηΝ Σύνοδο’’ µε την κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, η οποία συνήλθε για την
εκλογήν Μητροπολίτη Αθηνών. Το τριπρόσωπο µε τις ψήφους που στάλθηκε στο Βασιλέα και στην κυβέρνηση, για να
αποφανθούν [δηµοσιεύθηκε το Β.Δ. 2/2/1918 (ΦΕΚ 57/7.3.18)], προτείνουν το µειοψηφούντα ως Μητροπολίτη Αθηνών το
Μελέτιο Μεταξάκη, (γνωστό µασόνο).
Η πρώτη υπό του Μεταξάκη “Αριστίνδην Σύνοδος” (ΚΓ΄ 16/3/1918) έδιωξε το Β΄µέλος της Ι. Συνόδου επίσκοπο Σύρου
Αθανάσιο και τοποθέτησε το Γυθείου Διονύσιο, “διότι σφοδρώς αντέδρασε εις την εκλογή Μεταξάκη” (Μητρ. Βασιλείον
Ατέση “επισκοπικήν ιστορίαν”, Τοµ. Β΄, σελ. 26).
Μετά δυόµισι χρόνια (2 Νοεµ. 1920) έγιναν εκλογές, η παράταξη Βενιζέλου τις έχασε και σχηµατίστηκε κυβέρνηση
αντιβενιζελική µε πρωθυπουργό το Δ. Ράλλη, η οποία δε δέχθηκε το Μητροπολίτη Μεταξάκη για την ορκωµοσία της.
Το πρώτο Β.Δ. που εξέδωσε µε την ανάληψη (16/11/1920) των καθηκόντων, ήταν η ακύρωσιη των αποφάσεων των
δικαστηρίων για την καθαίρεση του Μητροπολίτη Αθηνών Θεοκλήτου και των υπόλοιπων µητροπολιτών. Και σε τρεις ηµέρες
(19/11/1920) εκδίδει νέο Βασιλικό Διάταγµα που καταργεί την “κανονική” Ι. Σύνοδο µε “Αριστίνδην” (ΦΕΚ 257/22.11.1920)
από πέντε µέλη µε προεδρεύοντα το Μεσσηνίας Μελέτιο.
Στις 14 Δεκεµβρίου η Σύνοδος της Ιεραρχίας που συνεδρίασε, αποφάσισε να κηρύξει ως ανύπαρκτες και αντικανονικές τις
δικαστικές αποφάσεις και “προσαγορεύει τον Θεόκλητον αδελφικώς Υµετέρα Πανιερότητα ευχοµένη ταχείαν επάνοδον εις
θρόνον αυτής”. Ο ιστορικός Πολύκαρπος Συνοδινός γράφει περί αυτόν:
«Ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος απελύθη διαταχθείς υπό του χειρουργού ιατρού Θεοδώρου Ζαΐµη να παραδώση την
υπηρεσίαν εις τον αντιπρόσωπον του καθαιρεθέντος Θεοκλήτου, ευρισκοµένου εν τη Ι. Μονή Γοργοεπηκόου της Μαντινείας. Ο
Μητροπολίτης διεµαρτυρήθη σθεναρώς εις την Αντιβασιλίσσαν Όλγαν, την Κυβέρνησιν, τους Κανονικούς Ιεράρχας και εις αυτά τα
Πατριαρχεία. Αλλά τις ηδύνατο να τον σώση από των µαινοµένων εξ εµπαθείας. Ο Υπουργός των Εκ/κών τη 16 Νοεµβρίου (1920)
αποφασίζει δια Διατάγµατος τάδε: «Παραγγέλοµεν τους καθαιρεθέντας Μητροπολίτας και τους εκπτώτους και αργούς γενοµένους
Αρχιερείς του Βασιλείου, να επανέλθωσιν εις τους θρόνους αυτών, εις ούς διετέλουν µέχρι της εκδόσεως των εναντίον αυτών
καταδικαστικών αποφάσεων και αναλάβωσι τα κατά τον νόµον και τους ιερούς κανόνας καθήκοντα αυτών». Ούτω ο χειρουργός
ιατρός, ανώτερος πάντων, παρά πάντα κανόνα, επανέφερε δια διατάγµατος τους τιµωρηθέντας κατόπιν αποφάσεως Εκ/κής
Δικαστικής Αρχιερείς εις τους θρόνους των…» (“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ”, σελ. 104).
Αυτά, ιστορικοί κ.κ Ανδρεόπουλοι & Σια, ήταν η εφαρµογή στον Τόµο 1850 και οι Ιεροί Κανόνες πρόβλεπαν τέτοιο πράγµα;
Δηλαδή οι καθηρηµένοι από Εκκλησιαστικό Δικαστήριο να επανέρχονται µε µια διαταγή υπουργού και να απολύουν έναν
εκλεγµένο αρχιεπίσκοπο και κάποιους άλλους µε εντολή όχι από κάποιο µέλος Συνοδικό ή Εκκλησιαστικό, αλλά από ένα
χειρούργο γιατρό;
Ετσι έγινε η “κανονική” και “νόµιµη” επάνοδος του Θεοκλήτου στην µητρόπολη των Αθηνών στις19/12/1920…
Για την επάνοδο του Θεοκλήτου στήθηκε ολόκληρο σόου µε εξέδρα στην πλατεία της Τρίπολης, όπου ήτο και ο τόπος της
εξορίας µε συµµετοχή µελών της Συνόδου και κυβερνητικών παραγόντων. Ερχόµενος στην Αθήνα µετά δύο ηµέρες
(21/12/1920) προήδρευσε στην ορισθείσα από την κυβέρνηση “Αριστίνδην Σύνοδον”.
Το µέτωπο της Μ. Ασίας κατάρρευσε και µαζί και τη µικρασιατική καταστροφή που υποστήκαµε ως χώρα. Ο Στρατός
επαναστάτησε και το Σεπτέµβριο 1922 έφερε το Ν. Πλαστήρα, Στυλ. Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Φωκά, για να
δηµιουργήσουν την “Επαναστατική Επιτροπή” όπου ανάγκασαν την κυβέρνηση Γονατά να παραιτηθεί και τη φυγή του
Βασιλιά Κωνσταντίνου. Ένα από τα πρωταρχικά σχέδια τους ήταν και η εκκαθάριση τα της Εκκλησίας. Έτσι στις 12
Δεκεµβρίου 1922 τα µεσάνυχτα έχουµε σύσκεψη στο πολιτικό γραφείο του Πλαστήρα µε συµµετοχή των υπουργών κ.κ.
Γονατά, Σιώτη, Ρέντη και Σιδέρη, των διευθυντών των υπουργείων τους µε πέντε επισκόπους µη συνοδικούς, αγνοώντας
την κανονική Ι. Σύνοδο και το µητρ. Αθηνών Θεόκλητο, µε τους τρεις αντιπροσώπους της “Παγκληρικής Ενώσεως” και
προχώρησαν σε εκλογές µητροπολιτών, οκτώ τον αριθµό, και όλοι – όχι τυχαία – µπλεγµένοι στα µασονικά δίκτυα –. Δεν
θ’ ασχοληθώ µε τινά άλλα που τους βάραιναν. Θα αναφερθώ µόνο στα ονόµατα των “εκλεγµένων” και πώς ενήργησε για
την εκλογή τους η πολιτική και φιλική “επιφοίτηση”.
Πρώτα τακτοποίησαν τους τρεις πρωτεργάτες της “Παγκληρικής Ένωσης” και ακολούθησαν και τα υπόλοιπα µέλη.
1 ος ) Αρχιµ. Δαµασκηνός Παπανδρέου στη µητρόπολη Κορινθίας, πνευµατικό ανάστηµα του πρ. αρχιεπισκόπου και µετά
Οικ. Πατριάρχου Μελέτιου Μεταξάκη, γνωστού µασόνου. 2 ος ) Αρχιµ. Παντελεήµονας Φωστίνης ως Καρυστίας, φίλος
του Πλαστήρα και συµπολίτης του υπουργού Εσωτερικών Ρέντη. 3 ος ) Ο διάκος που έγινε δεσπότης και µετά Αµερικής και
στη συνέχεια Οικ. Πατριάρχης, ο Αθηναγόρας Σπύρου, γνωστός του προεδρεύοντος Θεσσαλιώτιδος Ευθυµίου. 4 ος ) Ο
διάκονος Δωρόθεος Κοτταράς ως Κυθήρων, µετά Λαρίσης και στη συνέχεια αρχιεπίσκοπος, προσωπικός φίλος του
υπουργού Οικονοµικών Σιδέρη. 5 ος ) Αρχιµ. Γρηγόριος Πλείαθος ως Χαλκίδος, προστατευόµενος από τον Τήνιο
συµπολίτη του υπουργό Εκκλησιαστικών Σιώτη. 6 ος ) Αρχιµ. Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης ως Ακαρνανίας, ήταν υπό
την προστασία των δύο συµµετεχόντων “Συνοδικών” του Τρίκης και του Ναυπάκτου. 7 ος ) Αρχιµ. Αντώνιος Πολίτης ως
Ηλείας, προσωπικός φίλος του Πλαστήρα και συµπολεµιστής στη Μ. Ασία και συµπολίτης του υπουργού Εκκλ. Σιώτη. 8 ος )
Αρχιµ. Ανδρέας Τριανταφύλλου ως Τριφυλίας και Ολυµπίας, προσωπικός φίλος αλλά και συµπολίτης του υπουργού
Ρέντη.
Ο Πολύκαρπος Συνοδινός µητροπολίτης Γόρτυνος, γνώστης της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, γράφει γι’ αυτό το αξιοθρήνητο
συµβάν:
«Ούτω επιτήδειοι κληρικοί κατώρθωσαν να επωφεληθούν της καταστάσεως της επαναστάσεως και να καταλάβουν
κενάς Επισκοπικάς θέσεις, δια της λεγοµένης «Παγκληρικής ενώσεως», την οποίαν είχε συστήσει προ ολίγων µηνών ο
εκλεγείς κατόπιν Κορινθίας Δαµασκηνός Παπανδρέου. Ούτως ανεδείχθησαν Μητροπολίται ή Επίσκοποι γνωστοί και
άγνωστοι και δη νεαροί κληρικοί «τον πρώτον ίουλον κατά Θεόκριτον, από κροτάφου καταβάλλοντες», ή κισσοί,
ανερχόµενοι περί ξένον κορµόν. Οι κληρικοί κατέλαβον τας θέσεις, οκτώ τον αριθµόν, χωρίς να έχη εκλεγή
Μητ/λίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ι. Συνόδου. Και ούτω εχειροτονήθησαν οι νέοι νεαροί Ιεράρχαι, έξ ών τινές
εδείχθησαν ικανοί και χρηστοί, αντικανονικώς ως ανέγραψε και η «Εκκλησιαστική Αλήθεια» (έτος ΜΓ΄ αριθµ. 2 της
14 Ιανουαρ. 1923). Αλλά περί κανόνων και νοµιµότητος ήκιστα δύναται να γίνει λόγος. Ως λέγει ο Λατίνος ποιητής,
«αναφαίνονται οι µικροί εις την απέραντον δίνην». Κατεπατήθησαν οι ιεροί κανόνες. «Τους Επισκόπους εκάστου
Έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν και µηδέν τι πράττειν περιττόν
άνευ της εκείνου γνώµης» (Αποστ. Καν. ΛΔ΄). Τον κανόνα τούτον επαναλαµβάνει η εν Αντιοχεία Σύνοδος
(341), ής αι διατάξεις εκυρώθησαν και επεξετάθησαν υπό πάσης της Εκκλησίας, υπό της Πενθέκτης Οικουµ.
Συνόδου (καν. Θ΄ πρβ. και Δ΄ καν. της Α΄ Οικουµ. Συνόδου και ΣΤ΄ της αυτής). «Καθόλου δε πρόδηλον
εκείνο, ότι εί τις, χωρίς γνώµης του Μητροπολίτου, γένοιτο Επίσκοπος, τον τοιούτον η Μ. Σύνοδος ώρισε
µη δειν είναι Επίσκοπον.
’»Οι εκλεγέντες εχειροτονήθησαν. Πριν ή δε µεταβούν εις τας επαρχίας των οι αντικανονικώς εκλεγέντες και
χειροτονηθέντες συνήλθον πρότερον και ανεθεώρησαν τας δίκας των καθαιρεθέντων και εκπτώτων. Ούτω ανεγνώρισαν
αυτούς, απέλυσαν δε, λόγω γήρατος, τον καθαιρεθέντα Αθηνών Θεόκλητον, ού την αρχιερωσύνην ανεγνώρισαν. Είς δε
των νεαρών Αρχιερέων εζήτει, ως λέγεται, τότε να εκλεγή Μητροπολίτης (!) Αθηνών (“ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ”, σελ. 118-119).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
(Συνέχεια από
το προηγούµενο φύλλο, 328/9)
Η συγκληθείσα “Ιερά Σύνοδος” από την Επαναστατική Κυβέρνηση ήταν παράνοµη και αντικανονική διότι: α) αγνόησαν την
κανονική Ι. Σύνοδο, β) συνήλθαν, χωρίς να υπάρξει Νοµοθετικό Διάταγµα, γ) προήδρευε σ’ αυτή την “Ιερά Σύνοδο”, Επίσκοπος,
ο οποίος είχε παραιτηθεί από το θρόνο του στις 20/5/1922 και γι’ αυτό κανένας Ι. Κανόνας αυτό δεν του το επιτρέπει, δ)
πραγµατοποίησαν εκλογές επισκόπων χωρίς τον πρώτον µητροπολίτην Αθηνών της Ιεράς Συνόδου που αυτό απαγορεύεται από
τον Τόµο 1850 και τους Ιερούς Κανόνες, ε) η νέα “Αριστίνδην Σύνοδος” συνεστήθη µε το Ν.Δ. 26/12/1922, όπου απέπεµψαν
και τον αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο.
Θα βάλω µία τελεία, για να ρωτήσω τον πολυ-γράµµατο και κάτοχο διδακτορικού διπλώµατος για το “επιστηµονικό”
σύγγραµµα “Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ 1967-1974”. Μας λέει ότι προσεγγίζει την περίοδο 1967-1974 ιστορικά και
νοµοκανονικά. Αλλά! Για να επικρίνει, συκοφαντήσει, παραπληροφορήσει ο κάλαµός του µε το δηλητήριο, µας γυρίζει δεκάδες
χρόνια πίσω, όπως λόγου χάριν µε τον Πατριαρχικό Συνοδικό Τόµο 1850, την ίδρυση Θρησκευτικών Οργανώσεων Συλλόγων –
Αδελφοτήτων κ.ά. που αφιερώνει περί τις 21 σελίδες (45-66) του βιβλίου αρχίζοντας από την ίδρυσή τους το 1907 ζωγραφίζοντας
εξαµβλωµατικές απεικονίσεις µέχρι το 1974 – µόνο σε δύο σελίδες (56-57) αναφέρει 36 φορές το “ΖΩΗ”, έφθασε ακόµα και σε
σηµείο να αναφέρει (σελ. 50) για έκθεση της CIA ότι: «σύµφωνα µε αναφορές που έχουµε ο Παπαδόπουλος ήταν µέλος µιας
θρησκευτικής οργανώσεως που είχε δηµιουργήσει ο αρχιµανδρίτης Ιερώνυµος µέσα στο στράτευµα…», και συνεχίζει,
σύµφωνα µε την αµερικανική έκθεση: «η οργάνωση αυτή θεωρείται τµήµα της θρησκευτικής κινήσεως “Ζωή”…».
Ενώ αναποδογύρισε εκατοντάδες τόµους βιβλίων και δεκάδες ακόµα ξενόγλωσσα (χωρίς να γνωρίζει ξένη γλώσσα) –
και όλα αυτά από εκδόσεις πριν το 1980 που έχουν φύγει σχεδόν όλοι από τη ζωή και σ’ αυτούς αναφέρονται – για να ανακαλύψει
κάτι περί των Θρησκευτικών Οργανώσεων, γιατί δεν ήταν µασονοκρατούµενοι και τους πολεµούσαν. Ως ιστορικός “προσεγγιτής”
είναι ζυµωµένος µε την ανειλικρίνεια, ενώ για τα ιστορικά γεγονότα εξαετίας θα προσεγγίσει, πήρε όµως το φακό στο χέρι και
άρχισε να περπατάει στους διαδρόµους της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, όταν τον βόλευε, τον άναβε, και όταν η σκοπιµότητα δεν τον
σύµφερε, τον λιτάνευε σβησµένο. Έτσι προσπέρασε ολόκληρες περιόδους, δίχως να δει και ούτε να καταγράψει τίποτα.
Σταµάτησε µπροστά σε κάποια ασήµαντα γεγονότα, κατέγραψε ανύπαρκτα περιστατικά και συνέταξε ένα ιστορικό µυθιστόρηµα.
Κλασικό παράδειγµα που έσβησε το φακό και το προσπέρασε ήταν το µεγαλύτερο εκκλησιαστικό έγκληµα στην ιστορία της
Ελλαδικής Εκκλησίας το 1922 µε την παραεκκλησιαστική οργάνωση «ΠΑΓΚΛΗΡΙΚΗ ΕΝΩΣΗ» (γι’ αυτήν κ. Ανδρεόπουλε που
ήταν ‘‘ιστορία µου αµαρτία µου’’, επειδή ήταν µασονοκρατούµενη, δεν γράψατε τίποτα), η οποία είχε ως προµετωπίδα στο
άρθρο 8 του Καταστατικού της ότι «επίτιµος Πρόεδρος της Π. Ενώσεως είναι ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Αθηνών» αυτό
ήταν ύπουλο προκάλυµµα, διότι ο απώτερος στόχος ήταν η κατάληψη από ανθρώπους της “Ένωσης” όλης της εκκλησιαστικής
ηγεσίας.
Η πρώτη προσπάθεια είχε απόλυτη επιτυχία, στις υποτίθεται “εκλογές” που πραγµατοποιήθηκαν στις 12 Δεκεµβρίου 1922 τα
µεσάνυχτα στο γραφείο του αρχηγού της εξέγερσης Πλαστήρα, αφού και οι οκτώ ήταν “αδελφοί” της Ένωσης και µασόνοι.
Δεύτερη προσπάθεια ήταν να καταλάβει τη µητρόπολη Αθηνών πρόσωπο δικό τους, πρώτης γραµµής, διότι “κανονικός και
νόµιµος Πρόεδρος της Ι. Συνόδου είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Αθηνών”, έτσι κατόρθωσαν να αλλάξουν την υπάρχουσα
“Αριστίνδην Σύνοδον” µε ελεγχόµενους από την “Ένωση”.
ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΑΝΑΤΡΟΠΩΝ
Το περιοδικό της “Παγκληρικής Ένωσης” που το εκδίδαν οι τρεις φίλοι της νέας πολιτικής κατάστασης που, πριν δύο µήνες
τα µεσάνυχτα στο γραφείο του Πλαστήρα έγιναν δεσποτάδε στις 10 Φεβρουαρίου 1923 έγραφε:
«ΝΕΑ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ», την παρελθούσαν Πέµπτην (8 Φεβρουαρίου) συνήλθεν το Υπουργείον των Στρατιωτικών και το
Υπουργικό Συµβούλιο και ανακοίνωσαν ότι: «Λήξαντος του έργου της Μείζονος Συνόδου προς κανονικήν συγκρότησι της
οποίας εκλήθη Αριστίνδην η Ιερά Σύνοδος… Η νέα Ιερά Σύνοδος, καταρτιζοµένη εντός των ηµερών, θα εκλέξη τον
Μητροπολίτην Αθηνών συµφώνως προς τον νόµον». Με σχετικό Βασιλικό Διάταγµα που εξέδωσε ο Υπουργός των
Εκκλησιαστικών η διορισµένη κατά τα “πρεσβεία” Αριστίνδην Σύνοδος αποτελείτο από το Φθιώτιδος κ. Ιάκωβο και πρόεδρο αυτής
Τρίκκης κ. Πολύκαρπο, Γυθείου κ. Διονύσιο, Κορινθίας κ. Δαµασκηνό και Κυθήρων κ. Δωρόθεο.
Η διορισµένη, “Αριστίνην Σύνοδος” από την κυβέρνηση µε εισήγηση της “Παγκληρικής Ένωσης”, δεν τους έβγαινε, για να
εκλέξουν το δικό τους αρχιεπίσκοπο που, πριν δύο µήνες έγινε µητροπολίτης Κορίνθου ο Δαµασκηνός Παπανδρέου. Ο
Δηµητριάδος Γερµανός αναφέρει: «Παγκληρική Ένωσις» ενδιαφέρετο και εκκαλιέργει το έδαφος δια τινά Ιεράρχην εκ των
προ διµήνου χειροτονηθέντων. Πάντως, η ανωτέρω ανακοίνωσις του Υπουργικού Συµβουλίου εδηµιούργησεν
αντίδρασιν και συντονισµόν ενεργειών προς αποτροπήν και ανατροπήν των εξωεκκλησιαστικών και εξωσυνοδικών…
δια την κατάληψιν του θρόνου των Αθηνών και υπό των µελών της υπαρχούσης Αριστίνδην Συνόδου…».
Ο ιστοριογράφος στην σελ. 1132 αναφέρει: «Η Παγκληρική επεθυµεί και εκκαλιέργει την εκλογήν ως Αθηνών του µόλις
εκλεγέντος Κορινθίας Δαµασκηνού.
Η υπάρχουσα Αριστίνδην Σύνοδος… δεν ηυνόει, πλην του Θεσσαλιώτιδος, την εκλογήν ως Αθηνών του νεαρού (31
ετών) Δαµασκηνού, δια τούτο κατορθώθη και επείσθη ο Υπουργός και εδέχθη σύνταξη Β.Δ. ανασυγκροτούντος την Ι.
Σύνοδον… – Συνεχίζει – και συνελθούσα η Αριστίνδην Ι. Σύνοδος τη 23 Φεβρουαρίου 1923 επελήφθη της πληρώσεως
του εν χηρεία τελούντος Μητροπολιτικού θρόνου Αθηνών…». Οι υποψήφιοι ήταν, οι Αρχιµανδρίτες Χρυσόστοµος
Παπαδόπουλος, Γερµανός Βασιλάκης και Κων/νος Παγώνης, από µητροπολίτες Θυατείρων Γερµανό, Ιωαννίνων (τέως Αµασείας)
Γερµανός Καραβαγγέλης και ο Δηµητριάδος Γερµανός Μαυροµµάτης, από την ψηφοφορία έλαβε ο Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος
3 ψήφους από τους Σύρου, Ναυπακτίας και Τρίκκης. Οι δύο µειοψηφήσαντες (Δηµητριάδος και Θεσσαλιώτιδος) δε δέχθηκαν το
αποτέλεσµα και κατηγόρησαν τον “εψηφισµένο” για αίρεση και συγκεκριµένα ότι ήταν µασόνος και αυτός ήταν ο λόγος που ο
Πατριάρχης Ιεροσολύµων Δαµιανός έδιωξε τον ίδιο, µαζί µε το Μελέτιο Μεταξάκη που ήταν κληρικοί του Πατριαρχείου, και βάσει –
εκτός των άλλων – και µήνυσης του καθ. του Πανεπιστηµίου Παύλου Καρολίδου, «επί κακοδοξία επί αµαρτήµασιν εναντίον
των υπερτάτων θετικών νόµων της πολιτείας».
Στη χειροτονία που ακολούθησε µετά από µερικές ηµέρες (10 Μαρτίου, 1923) δεν πήγε κανείς από τους Επισκόπους, παρά
µόνο οι τρεις που τον ψήφισαν, ο παπικός επίσκοπος Louis Petit και ο Αγγλικανός Niyram.
Με την εκλογή του ο µητροπολίτης Αθηνών Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος ένα από τα πρώτα µελήµατά του ήταν να παύσει
από συνοδικό το Δηµητριάδος Γερµανό, αν και µέλος της Ε΄ Αριστίνδην Συνόδου µε τον Τρίκκης Πολύκαρπο.
Η Ι. Σύνοδος στη συνεδρίαση 24/5/23 απεφάσισεν: «Ίνα απευθυνθή παρατήρησις προς τον Σεβ. Δηµητριάδος δια της
δηµοσιεύσεις του εν τω καθηµερινώ τύπω Αθηνών εν σχέσει προς την εκλογήν του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου
Αθηνών κ. Χρυσοστόµου…».
Ευθύς αµέσως µετά την εκλογή ο Αρχιεπίσκοπος στις 16 Απριλίου 1923 συγκαλεί την Ιεραρχία στο Συνοδικό Μέγαρο, σ’ αυτή
προσήλθαν 28 Αρχιερείς µε δύο θέµατα: το α) περί του ηµερολογίου και το β) περί του Καταστατικού Νόµου της Εκκλησίας… Για
να πετύχει του σκοπού “εφ’ ω ετάχθη” είπε: “Το πρώτον ζήτηµα είναι παγκοίνως γνωστόν, έχει δε ανάγκην ειδικής
επιλύσεως… αίρουσαν την παρουσιαζοµένην νυν ανωµαλίαν, µη θίγουσαν δε απολύτως το Πασχάλιον και το
εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την προτεινόµενην λύσιν, θα επέλθη λίαν ανεπαισθήτως διόρθωσις… δια
προσθήκης 13 ηµερών, δια της διορθώσεως, δε ταύτης θα καταστεί δυνατή η ακριβεστέρα εφαρµογή των περί
εορτασµού του Πάσχα διατάξεων της Α΄ Οικουµ. Συνόδου… διότι δι’ αυτής θ’ αρθή η προκύψασα εν τη ελληνική και εν
ταις λοιπαίς Ορθοδόξοις κοινωνίαις εκ της υπάρξεως δύο ηµερολογίων ανωµαλία, αλλά και λόγοι εκκληασιτικής
ακριβείας, επιστηµονικής κυρούµενοι” (εκ πηγών αψεύδων, τ. Β΄ σελ. 1140).
Ο αρχιµ. π. Θεόκλητος Στράγκας στα ιστορικά του γράφει, ότι ο αρχιεπ. Χρυσόστοµος «Εχρησιµοποίησε το ψεύδος και την
απάτη, προκειµένου να παραπλανήσει τους λοιπούς αρχιερείς και να επιβάλει την αλλαγή του Ηµερολογίου».
Στη Β΄ συνεδρία της 18/4/1923 η Σύνοδος της Ιεραρχίας αποφάσισε “οµοφώνως απεδέξατο το συµπέρασµα του
υποµνήµατος του Μακ. Προέδρου Αυτής, καθ’ ο εις το Ιουλιανόν ηµερολόγιον προστίθενται δεκατρείς ηµέραι, χωρίς να
µεταβληθεί απολύτως το Πασχάλιον και το εορτολόγιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας…”.
Μετά την λήξιν των εργασιών (25/4/23) σύσσωµος η Ιεραρχία “παρουσιάσθη ενώπιον του Πρωθυπουργού Στυλ. Γονατά
ευχαριστήσασα την Κυβέρνηση δια την έγκρισιν της Συγκλήσεως της Ιεραρχίας και παρακαλέσασα την κύρωσιν δια
νόµου των αποφάσεών της…”.
Σχολιάζοντας ο ιστοριοδίκης π. Θεόκλητος την επίσκεψη της Ιεραρχίας στον Πρωθυπουργό γράφει: “αποτελεί δεινήν
ειρωνείαν, αλλά και ανεπίτρεπτον δειλίαν εις Ιεράρχας, µηδενός τολµήσαντος ν’ αντιλήξη, µιµούµενος τον Βασίλειον και
τον Χρυσόστοµον και τον Αθανάσιον και τον Αµβρόσιον και πολλούς άλλους ανδρείους τω ηθικώ και πνευµατικώ
φρονήµατι και να διαλαλήση τους κινδύνους, ους περιέκλειεν η απαίτησις της πολιτείας, όπως η Εκκλησία υποταχθή
και συνταχθή προς το θέληµά της, ήτοι της αλλαγής του Ηµερολογίου…” (“ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΚ ΠΗΓΩΝ ΑΨΕΥΔΩΝ”, Β΄ τόµος, Γ΄
εκδ. 1142).
Πέρασαν πέντε µήνες και παρά την υπόσχεση του Πρωθυπουργού Στυλ. Γονατά, καµία απόφαση δε δηµοσιεύθηκε, για να γίνει
Νόµος, αντίθετα την 1 η Οκτωβρίου 1923 καταργεί την Ε΄ ‘’Αριστίνδην Σύνοδον’’ και διορίζει νέα ως δήθεν κατά πρεσβεία αλλά
όλοι αυτοί ήταν δικοί τους, το Φθιώτιδος Ιάκωβο, Τρίκκης Πολύκαρπο, Γυθείου Διονύσιο και Κορινθίας Δαµασκηνό, ανθρώπων
της κυβέρνησης “επιδιωκόντων να καταστήσουν κτήµα και οικογενειακήν υπόθεσίν των, εξεδόθησαν αποφάσεις περί
αρπαγής µοναστηριακών κτηµάτων και περί εκθρονίσεως Ιεραρχών µη ανηκόντων εις το κόµµα των, και καταλήψεως
των κενουµένων θρόνων δια νεαρών Αρχιερέων ανηκόντων και πειθαρχούντων εις την γραµµήν του κόµµατος…”
(Μήπως, κύριοι ιστορικοί Ανδρεόπουλοι & Σια, σας θυµίζει το 1974;).
Στο δίµηνο (5/12/1923) η επαναστατική κυβέρνηση µε την υπ’ αριθ. 33960/5.12.23 απόφαση ΦΕΚ 352 έθεσε όριο
αποµάκρυνσης των Αρχιερέων: “Άρθρον 1ον Μητροπολίται της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, συµπληρώσαντες το
65 ον έτος της ηλικίας αυτών, αποχωρούσι της υπηρεσίας λόγω ορίου ηλικίας, µετά πρότασιν της Ι. Συνόδου δια Β.
Διατάγµατος…”.
Η ΠΛΗΡΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΤΟΜΟΥ 1850 (!)
Μετά από οκτώ ηµέρες από τη δηµοσίευση της υπ’ αριθ. 33960/5.12.23 επαναστατικής απόφασης, έχουµε νέα ανατρεπτική
από την επαναστατική κυβέρνηση απόφαση αριθ. 35420 – ΦΕΚ Α΄ 362/14.12.1923, η οποία αναφέρει: «ΑΡΘΡΟΝ 1ον. Η υπ’
αριθ. 33960 της 5 Δεκεµβρίου 1923 απόφασις ηµών τροποποιείται ως εξής: Μητροπολίται της Αυτοκεφάλου εκκλησίας
της Ελλάδος ανεπαρκείς προς εκπλήρωσιν των κατά τους Ιερούς Κανόνας και τους νόµους του Κράτους ποιµαντικών
αυτών καθηκόντων, αποχωρούσι της υπηρεσίας δια Β. Διατάγµατος, µετ’ απόφασιν της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας…».
Οι αποφάσεις της Επαναστατικής Κυβέρνησης (Γονατά – Πλαστήρα) έβγαιναν η µία µετά την άλλη, την εποµένη ηµέρα
ανακοινώθηκε στα µέλη της Ι. Συνόδου (ΙΕ΄ συνεδρία 15/12/23). Οι υπ’ αριθ. ΣΠ 527 και 583 αποφάσεις του Υπουργείου
Εκκλησιαστικών που καταργούσε από Συνοδικά µέλη τους Φθιώτιδος, Τρίκκης, Γυθείου και Κορινθίας που πριν δυόµισι µήνες
τους διόρισαν και τώρα τους αντικαθιστούσαν από τους µητροπολίτες Κυθήρων, Κερκύρας, Καρυστίας και Κορίνθου.
Ο δεσπότης Κερκύρας παραιτήθηκε από Συνοδικός και τον αντικατέστησε ο Καλαβρύτων και για την παραίτηση δήλωσε: “διότι
δεν επιθυµώ να εξυπηρετήσω τα σχέδια των Δαµασκηνιακών, ήτοι της εκθρονίσεως των 65άρηδων Ιεραρχών και δια
της µεταθέσεως ταλαιπωρίας των βασιλοφρόνων Αρχιερέων…”.
Και µε “Νόµιµο” και “Κανονικό” δίκαιο τρόπο εδώ αρχίζει να γίνεται η µεγάλη σφαγή. Παρακολουθήστε την!
«α) εξεθρονίζοντο, λόγω ορίου ηλικίας, έξ Μητροπολίται, ήτοι οι Θεσσαλιώτιδος Ευθύµιος, Ζακύνθου Διονύσιος,
Πατρών Αντώνιος, Μεσσηνίας Μελέτιος, Θήρας Αγαθάγγελος και Κεφαλληνίας Δαµασκηνός και β) θα µετετίθεντο
δυσµενώς, λόγω διοικητικού µέτρου µετ’ ανάκρισιν, ο Μονεµβασίας και Λακεδαίµονος Γερµανός ή µετά γνωµοδότησιν
της Ι. Συνόδου οι ανήκοντες εις την αντιβενιζελικήν παράταξιν Μητροπολίται Ύδρας Προκόπιος, Άρτης Σπυρίδων,
Αργολίδος Αθανάσιος, Μαντινείας Γερµανός, Φωκίδος Αµβρόσιος, Λαρίσης Αρσένιος, Παροναξίας Ιερόθεος, Λευκάδος
Δανιήλ.
Και εις µεν τας κενάς θέσεις, και δη τας µεγάλας και πλούσιας, θα ετοποθετούντο οι ικανάς υπηρεσίας προσενεγκόντες
τη κυβερνώση πολιτική παρατάξει και έχοντες µικράς µητροπόλεις, τη αιτήσει των βεβαίως, ως ώριζε το εδάφ. Β΄ του
άρθρου 2 της ανωτέρω επαναστατικής αποφάσεως και τοιούτοι ήσαν οι Ναυπακτίας Αµβρόσιος, Γυθείου Διονύσιος,
Καρυστίας Παντελεήµων, Κυθήρων Δωρόθεος, εις δε τας υπολοίπους µικράς θέσεις θα µετείθεντο οι πρώην έκπτωτοι
και αποκατασταθέντες υπό της Μείζονος συνόδου προ έτους κατά τον Δεκέµβριον του 1922, µετ’ επιλογήν βεβαίως και
αναλόγως των συµπαθειών ών θα είχεν έκαστος προς τα αρχιερατικά εκείνα µέλη, άτινα θα απήρτιζον την, συµφώνως
τω άρθρω 4 της ανωτέρω αποφάσεως, Αριστίνδην Σύνοδον, ήτις θα κατηύθυνε και θα ενήργει τα εν τη αποφάσει
διατασσόµενα, ως τα εισηγήθησαν εκείνοι, οίτινες ασφαλώς θα διωρίζοντο και Αριστίνδην Συνοδικοί και θα απετέλουν
την πλειοψηφίαν αυτής».
Ακολουθεί η απόφαση 35422/14.12.23 της Επανάστασης, µε την οποίαν καταργεί το όλο διοικητικό σύστηµα της Εκκλησίας,
«Άρθρον 1ον. «Καταργείται ο Νόµος ΣΑ της 9ης Ιουλίου 1852 (Νόµος καταστατικός της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της
Ελλάδος), ως και πάντες οι τροποποιούντες αυτόν νόµοι, την δε Αυτοκέφαλον εκκλησίαν του Βασιλείου της Ελλάδος
διοικεί ως ανωτάτη εν τω Βασιλείω Εκκλησιαστική Αρχή η Σύνοδος υπό την Προεδρίαν του Μητροπολίτου Αθηνών…
άρθρον 2ον. Δια Β. Διατάγµατος… θέλει κληθή εντός του µηνός Δεκεµβρίου 1923 η Σύνοδος της Ιεραρχίας… και
διαρρυθµίση τα κατ’ αυτήν αποφαινοµένης επί των εν τω Β. Διατάγµατι περί συγκλήσεώς της ζητηµάτων…». Εν Αθήναις
τη 14η Δεκεµβρίου 1923. Ο Αρχηγός Ν. Πλαστήρας.
Το Βασιλικό Διάταγµα δηµοσιεύθηκε στις 17 Δεκεµβρίου 1923, το υπογράφει ο Βασιλέας Γεώργιος Β΄, ο Υπουργός των
Εκκλησιαστικών Δ. Στρατηγόπουλος. Η εναρκτήριος Συνεδρίαση της Συνόδου της Ιεραρχίας ξεκίνησε την παραµονή των
Χριστουγέννων (24 Δεκεµβρίου) και πραγµατοποιήθηκαν οκτώ συνεδριάσεις (έως 31 Δεκεµβρίου 1923) όλες τις ηµέρες της του
Χριστού γεννήσεως οι Αρχιερείς συνεδρίαζαν! Συµµετείχαν 31 µητροπολίτες. Στην α΄ συνεδρία παρεβρέθησαν ο Αρχηγός της
Επαναστάσεως Νικ. Πλαστήρας, ο Πρωθυπουργός Στυλ. Γονατάς και ο Υπουργός Εκκλησιαστικών Α. Στρατηγόπουλος και
οµίλησαν σχετικώς. Το επείγον θέµα ήταν ο Νέος Καταστατικός Νόµος της Εκκλησίας (σήµερα Καταστατικός Χάρτης της
Εκκλησίας) και το πώς θα διοικήται η Εκκλησία και αποτελείτο από 87 Άρθρα, αποφασίστηκε, υπογράφηκε και δηµοσιεύθηκε
αυθηµερόν στο φύλλο της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Α΄ 387/31.12.1923).
Ενώ φαινοµενικά έδειχνε ότι η Εκκλησία απέκτησε νέο Καταστατικό Νόµο και θα είχε απόλυτη και πλήρη ελευθερία, στην πράξη
ο Αθηνών Χρυσόστοµος όµως…. «Πείσας την επανάστασιν επέβαλε νέον, ιδικόν του, διοικητικόν εκκλησιαστικόν
σύστηµα, φηµολογηθέν ως φιλελεύθερον και δηµοκρατικόν και κανονικόν, όµως εις την πραγµατικότητα ήτο και
απεδείχθη άκρως δικτατορικόν και µονοκρατικόν και πολειοκρατικόν, δηµιούργησαν εις την διοίκησιν της Εκκλησίας
χάος µέγα και αναρχίαν και ασυδοσίαν τοις Επισκόποις – Ιεράρχαις και δεσποτισµόν και κοµµατικώς επεµβάσεις σε
όλους τους τοµείς της Εκκλησίας…» (αυτόθ. 1176).
Την εγκύκλιο γνωστοποίησε προς τον ευσεβή ελληνικό λαό η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, να εκδηλώσει τη χαρά και την πλήρη
ικανοποίηση για την αποκατάσταση της κανονικής διοίκησης της εκκλησίας “από ξένα και οθνεία πρότυπα, αντίθετα προς
τους Ιερούς Κανόνας… υπήρξεν η κυρία αιτία της µέχρι τούδε ανωµάλου πορείας αυτής”. Έγραφε.
Προς δε την Κυβέρνηση ψήφισµα ευχαριστίας αναφέρει:
«Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναλαµβάνουσα σήµερον την διοίκησιν της Εκκλησίας κατά τους θείους και
Ιερούς Κανόνας, δόξαν µεν και ευχαριστίαν αναπέµπει τω ουρανίω δοµήτορι της Εκκλησίας Κυρίω ηµών Ιησού χριστού,
αποφασίζει δε να µη δεχθή ποτέ την εκ νέου επάνοδον του διοικητικού θεσµού διαρκούς ολιγοµελούς Συνόδου, ξένου
προς τους Κανόνας και προς το πνεύµα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και εκφράζει δια του Προέδρου αυτής την
ευγνωµοσύνην προς τους συντελεστάς της χειραφετήσεως αυτής».
Οι προσφωνήσεις που έγιναν κατά την έναρξη των συνεδριάσεων, ήταν προσαρµοσµένες στη διαλεκτική της
σκοπιµότητας, για να επικαλύψουν κάποια σκοπιµότητα ή να αποκοµίσουν κάποιοι το ηθικό αισθητήριο.
Ο Πρόεδρος της Ιεραρχίας Αθηνών Χρυσόστοµος είπε, µεταξύ πολλών:
«… Από της ιδρύσεως της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος εν τη ενενηκονταετεί πορεία αυτής, δεν θα ευρεθή
γεγονός δυνάµενον να εξισωθή εις λόγον σπουδαιότητος και αξίας προς το µέγα και ευφρόσυνον γεγονός, το
συντελούµενον σήµερον. Ο ευσεβής Αρχηγός της Επαναστάσεως δια των από 14 Δεκεµβρίου ε.έ. δύο αποφάσεων,
τροποποιήσας την από 5 Δεκεµβρίου απόφασιν, παρέπεµψε µεν εις την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας, τα δι’ αυτής,
διαταχθέντα µέτρα, ανέθηκε δε την διοίκησιν της Εκκλησίας της Ελλάδος εις την Ι. Σύνοδον της Ιεραρχίας και κατήργησε
µετά του Νόµου ΣΑ΄ του επί του Ν. Διατάγµατος του 1833 στηριζοµένου την δι’ αυτού καθιερουµένην Διαρκή πενταµελή
Σύνοδον.
» Την µεταβολήν ταύτην ως όνειρον εθεώρουν πάσαι αι προ ηµών γενεαί από την επαύριον της ιδρύσεως της
Εκκλησίας της Ελλάδος και εµείς σήµερον βλέποµεν πραγµατοποιουµένην, αναµφιβόλως δε εµπεδωµένα ή εκ της
µεταβολής επερχοµένη νέα κατάσταση θα σηµειώση νέου σταθµού εν τη ιστορία της Εκκλησίας και θα συντελέση εις την
αναγέννησιν αυτής…» (Υπάρχει αναγέννησις στην Εκκλησία που µίλησε ο κ. Χρυσόστοµος;).
Ο πρωθυπουργός Στυλ. Γονατάς τόνισε:
«… αντελήφθηκεν ότι η Εκκλησία ευρίσκεται καθυστερηµένη εν τη οδώ του επιβαλλοµένου συγχρονισµού αυτής, και
ότι απητείτο ώθησις προς τον συγχρονισµόν του τον…» (Για συγχρονισµό της Εκκλησίας µας είπε ο Πρωθυπουργός).
Ο Αρχηγός της Επανάστασης Νικ. Πλαστήρας ήταν πολύ αποκαλυπτικός στις προθέσεις.
«Η Επανάστασις ελπίζει ότι θα εξέλθη εξ υµών έργον ωφέλιµον εις την µέλλουσαν γενεάν και θα εθεώρει εαυτόν
ευτυχή, αν άρξαται η αναγέννησις εν τη Εκκλησία, ήτις εν καιρώ δουλείας ουκ ολίγα προσέφερε, θα επεθύµει όθεν όπως
µη περιορισθήτε εις παναρχαίους κανόνες, αλλ’ εις ριζοσπαστικά µέτρα προβήτε…».
(ωραίες και ωφέλιµες συστάσεις – να υπερβούµε τους Ι. Κανόνες και να πάρουµεν µέτρα Ριζοσπαστικά – συµβούλεψε ο
Στρατηγός Πλαστήρας).
Ο δε Υπουργός των Εκκλησιαστικών Α. Στρατηγόπουλος επισήµανε:
«Έχει τέλος η Ιεραρχία, το έργον του συντονισµού του Εκκλησιαστικού προς το πολιτικόν ηµερολόγιον, έργον όπερ
προφανώς είναι επείγον και απαραίτητον προς πρόληψιν των ατόπων της διαφοράς των ηµερολογίων., επί τούτοις
εκφράζω την πεποίθησιν ότι η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας, επωφελουµένη εκ των συνελθόντων διαπρέπων Ιεραρχών,
θα θέση έδραια τα θεµέλια της αναµορφώσεως της Εκκλησίας, όπως αύτη επιτελέση τον υψηλόν προορισµόν της».
(Έχει µεγάλη αποστολή η Εκκλησία, λέει ο Υπουργός, επείγον έργον είναι το ηµερολόγιο και β) να θέσει τα έδραια θεµέλια
µιας αναµορφωµένης Εκκλησίας).
Όλοι οι πολιτικοί άρχοντες έβλεπαν την Εκκλησία ως ένα κοσµικό ή… σωµατείο και τη συµβουλεύουν πως και µε ποιο τρόπο
θα εργάζεται καλύτερα!
“Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΑ ΔΙΟΙΚΗΤΑΙ ΑΚΩΛΥΤΩΣ
ΑΠΟ ΚΟΣΜΙΚΗΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΣ” (ΤΟΜΟΣ 1850)
Κύριε βραβευµένε καθηγητά της “Εκκλησιαστικής Ιστοριογραφίας”, που η «βούλησή σου ήταν να µελετήσεις
επισταµένως τις ιστορικές και νοµοκανονικές διαστάσεις του θέµατος και να καταλήξεις σε τεκµηριωµένα και
αντικειµενικά συµπεράσµατα…» (πρόλογος “Εκκλησία κατά τη Δικτατορία 1967-1974”). Τι έγινε όµως; Αυτά έµειναν λόγια
λεκτικά στη διαλεκτική της σκοπιµότητας και του καιροσκοπισµού; Στην πρώτη περίοδο µε την παραχώρηση της Αυτοκεφαλίας
του Πατριαρχείου στην Ελλαδική Εκκλησία ο Τόµος 1850 επί 70 χρόνια δεν εφαρµόστηκε, ουδέ κατ’ ελάχιστον και ο
Καταστατικός Νόµος Σ΄ & ΣΑ΄ που ψηφίστηκε από τη Γερουσία στις 9 Ιουλίου 1852 και επικυρώθηκε από το Βασιλέα,
από την πρώτη στιγµή και επί 70 χρόνια ήταν ένα “ΤΙΠΟΤΑ”, ένα κουρελόχαρτο, κανείς δεν το υπολόγιζε και ούτε το λάµβανε
υπόψιν από τους πολιτικούς και εκκλησιαστικούς κρατούντες και, σεις ιστορικός, τον κατάπιατε αµάσητον.
Όλο αυτό το ιστορικό µπορεί να µην το βρήκατε λόγω παλαιότητας. Οι ιστορικές πηγές που αντλήσατε για τα βραβευµένα
πονήµατα που τα επικαλείστε, στα πλείστα εξ αυτών αναφέρουν τα γεγονότα και µε λεπτοµέρειες.
Τα τελευταία όµως, από τη δεύτερη περίοδο του 1920 και µέχρις το 1974 και αυτά δεν τα βρήκατε;, τι έγινε µε το Β΄
Καταστατικό Νόµο το 1923; Και αυτά δεν τα βρήκατε; Η εν γνώσει τα πηδήσατε µε σκοπιµότητα, για να αποπροσανατολίσετε
τα πιστά µέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας! Και αφού όλα αυτά σας ξέφυγαν, τώρα ας αναδιφήσουµε µαζί προσεκτικά,
ευσυνείδητα και ανυστερόβουλα τα του “Καταστατικού Νόµου της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος” 387/31-12-1923, µε
αυτά που “ώρισεν εν αγίω πνεύµατι η εν Κωνσταντινουπόλει Ορθόδοξος Ιερά Σύνοδος, ευχόµενη απλέτω πόθω και
διαπύρω αγάπη τη φίλη αυτής εν Χριστώ αδελφή…”. Και τα οποία διατάσσουν:
«υπερτάτην Εκκλησιαστικήν αρχήν γνωρίζουσα Σύνοδον διαρκή, συνισταµένην εξ Αρχιερέων προσκαλουµένων
αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας, πρόεδρον έχουσαν τον κατά καιρόν ιερώτατον Μητροπολίτην
Αθηνών, και διοικούσαν τα της Εκκλησίας κατά τους θείους και ιερούς Κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης
κοσµικής επεµβάσεως…
Ταύτα πάντα και τα τοιαύτα κανονισθήσονται παρά της Ιεράς Συνόδου δια Συνοδικής πράξεως, µη αντιβαινούσης τα
παράπαν της ιεροίς Κανόσι των αγίων και ιερών Συνόδων και τοις πατροπαραδότοις εθίµοις και ταις διατυπώσεσι της
Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας».(Τόµος,1850) Εµείς τα
βρήκαµε!
Για να δούµε τι έγινε!
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου