ΜΕΡΟΣ -Β-
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Όσο η απομάκρυνσίς
μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και
εύρισκε ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών,
τόσο η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή.
Στην αλληλογραφία
που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με
κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι ωδηγούσα με
το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς
δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την
περίπτωσί μου.
Το γεγονός αυτό με
έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν –
χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος – οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με
το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Ούτε όμως και εκεί
κατώρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους
ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των
ακροατών μου εξεδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίση και να συζητήση εμπιστευτικά
μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα.
Χωρίς, λοιπόν, να το
επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος
κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ’ εξέθετε
ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν,
άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν
γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το πρωτείο
και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».
Τη φανατική
μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να
ολοκληρώνεται και να παίρνη την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία
σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως
ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα
πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο
Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν
τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι
ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι
για ό,τι πιστεύουν».
Από τις στήλες μιας πορτογαλλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας
τους απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι
χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν
να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο ακόμη, στον
δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον
ουρανό».
Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη
μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη
εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων
πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί
πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ’ 18-19, Ιω. κα’ 15-17, Λουκ. κβ’ 31-32).
Απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την
ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ’ αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων
είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.
Εκείνη την περίοδο,
αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη
φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Πριν προχωρήσω σε
εξιστόρησι των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την
Ορθοδοξία είχαν υποστή μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή της πνευματικής
μου οδυσείας. Ωρισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με
έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι
πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με
την ύπαρξι και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το
ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά
ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα
πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π.
Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.
Σιγά-σιγά, κατ’
αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου
Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική,
χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα
χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την
απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου
Φωτίου».
Έτσι, όταν άνοιξα
αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι – που το
όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρι στο
προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν
πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι σχετικά με την Ορθοδοξία και
μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα
με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέσις που είχα πάρει
έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός
ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να
εκφρασθή πλατύτερα, διότι έλαβε υπ’ όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον
προτεσταντικό.
Οι ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σ’ αυτά τα βιβλία
βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα
σύμφωνη τη συνείδησί μου. Τόσο σ’ αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου
στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές – τώρα πλέον και από την
Ελλάδα – έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά
ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν όπως
πίστευαν οι χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνος των μεγάλων πατέρων
της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχησι τον
πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους».
Εκείνη την περίοδο
έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους
δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός μας και ο
Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν
πραγματοποίησα την έκδοσί τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην
προτεσταντική προπαγάνδα.
Από την ορθόδοξο
πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού
θέσι μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου
«πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόστασι βρισκόμουν από
την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο.
Ήταν μία δύσκολη
εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα
κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία
της εκκλησιαστικής παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν
πράγματι οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που
αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι».
Από εκείνη τη στιγμή
άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε,
εκτός από τους αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και
μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να
εκδηλώνεται και να με φέρη κοντά στην ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».
Τα επιχειρήματα ενός
πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την
πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του
Χριστιανισμού.
Κατάλαβα ότι κάθε χριστιανός άλλης ομολογίας είναι
υποχρεωμένος να θυσιάση κάποιο σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για να φθάση
στην πλήρη δογματική καθαρότητα και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει
τέτοια υποχρέωσι. Διότι αυτός μονάχα ζη και παραμένει στην ουσία του
Χριστιανισμού και την αποκεκαλυμμένη και αναλλοίωτη αλήθεια.
Έτσι δεν αισθανόμουν
πλέον τον εαυτό μου μόνον απέναντι του παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμού και της
ψυχρότητος που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υπήρχαν στην Ανατολή και
διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια χριστιανοί που απήρτιζαν την
Ορθόδοξο Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε κοινωνία
πίστεως.
Η κατηγορία περί
θεολογικής μουμιοποιήσεως της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα καμμία αξία, διότι
είχα εννοήσει τώρα ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή της ορθοδόξου
διδασκαλίας στην αλήθεια δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά αείζωη ροή, όπως το
ρεύμα του καταρράχτη, που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο ενώ τα νερά του
διαρκώς αλλάζουν.
Σιγά – σιγά οι
ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ’ αυτόν τον ισπανό
για την Ορθοδοξία – έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης – δεν είναι
προσηλυτισμός». Και εκείνοι κι εγώ είχαμε αντιληφθή, ότι βρισκόμουν ήδη
πλησίστιος στο λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα πλέον στην αγκαλιά της Μητρός
Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος χωρίς να το γνωρίζω και,
όπως οι μαθηταί που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει
μια πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά
στο τέλος.
Όταν πείσθηκα για
την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεσι της περιπτώσεώς μου στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της
Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω
τίποτε στην Ισπανία – όπου σήμερα δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία –
εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της
Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάση λίγος καιρός ακόμη ώσπου
να ωριμάση ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου. Κατά το διάστημα εκείνο
ενεβάθυνα περισσότερο στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με
την ιεραρχία της.
Όταν βεβαιώθηκα
πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως
στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθή
αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ’ εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου
ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία. Ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το
ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε
πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που
μου έδειξε πατρική αγάπη.
Περιττό να προσθέτω
ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά Σύνοδος δεν άργησε ν’
αποφασίση την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά
την κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών
και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα
χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.
Από τότε ζω μέσα
στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόησι της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των
μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράστασι για να σταθώ
πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου