ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ
Τελικές εκτιμήσεις της Επιτροπής μας Το θέμα «του
εξορθολογισμού των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας» και το θέμα της
εκκλησιαστικής περιουσίας, των οργανικών εφημεριακών θέσεων και της μισθοδοσίας
του Κλήρου, θέλουμε να πιστεύουμε ότι ξεκίνησε με καλή διάθεση και από τις δύο
πλευρές, αλλά έχει κενά και δημιουργεί περισσότερα προβλήματα τόσο στην
Εκκλησία ως Οργανισμό, όσο και στους Κληρικούς και αυτό θα έχει συνέπεια στον
λαό και την κοινωνία. Μέχρι τώρα, από το έτος 1945, έγινε πολύς αγώνας για να
εξασφαλισθή η μισθοδοσία των Κληρικών, ψηφίσθηκαν νόμοι, εκδόθηκαν κανονισμοί
και δεν μπορούν αυτά να καταργηθούν. Όταν βγη κανείς από την υπάρχουσα
διαδικασία μισθοδοσίας δεν είναι εύκολο να εισέλθη πάλι σε αυτήν. Προκειμένου
να καταθέση η Επιτροπή μας μια πρόταση πρέπει να εντοπισθούν μερικά δεδομένα.
Πρώτον. Η Ιεραρχία
της 16ης Νοεμβρίου 2018 απεφάσισε να συστηθή μια Επιτροπή διαλόγου με την
Πολιτεία, η οποία θα συνεχίση τον διάλογο με την Πολιτεία «επί θεμάτων κοινού
ενδιαφέροντος», και ο «καρπός του διαλόγου» «θα υποβληθή στην Ιεραρχία της
Εκκλησίας της Ελλάδος προς τελική έγκριση», αλλά συγχρόνως «να εμμείνη στο
υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της
Εκκλησίας της Ελλάδος».
Δεύτερον. Ο διάλογος αυτός έγινε διεξοδικώς, η Επιτροπή μας
ενέμεινε στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των λαϊκών
υπαλλήλων της Εκκλησίας. Όμως, η Πολιτεία δεν μας έδωσε το Νομοσχέδιο, όπως
είχε υποσχεθή, παρά μόνον την αιτιολογική έκθεσή του. Και όπως φαίνεται σαφώς
στο «Προτεινόμενο πλαίσιο Συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας», όλα τα θέματα, ήτοι η
αποζημίωση της απαλλοτριωθείσης εκκλησιαστικής περιουσίας προ του 1939, οι
οργανικές θέσεις των Κληρικών, ο τρόπος μισθοδοσίας τους και η αξιοποίηση της
μετά το 1952 αμφισβητούμενης εκκλησιαστικής Περιουσίας, «θα ισχύουν υπό την
προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της», δηλαδή με την αρχή του take
it or leave it. Κατόπιν τούτου και επειδή στο κείμενο της Πολιτείας περιεχόταν
η πρόταση αλλαγής του καθεστώτος μισθοδοσίας, η Επιτροπή μας δεν μπορούσε να
συνεχίση τον διάλογο ούτε για τα λοιπά σημεία του κειμένου. Γι’ αυτό αναφέρθηκε
στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, ώστε το θέμα να παραπεμφθή στην Ιεραρχία ως το μόνο
αποφασιστικό όργανο. Καταθέτει, λοιπόν, αυτήν την εντολή που έλαβε.
Τρίτον. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο που έκανε διάλογο με την
Πολιτεία για τα ίδια θέματα που αφορούν τους Κληρικούς της Εκκλησίας της Κρήτης
και των Μητροπόλεων της Δωδεκαννήσου, δεν αποδέχθηκε το νέο καθεστώς
μισθοδοσίας των Κληρικών που εκπροσωπεί. Και μάλιστα σε αυτό έχει σύμφωνη και
την Εκκλησία της Ελλάδος. Σε σύσκεψη που έγινε την 12η Φεβρουαρίου 2019 μεταξύ
των δύο Αντιπροσωπειών, υπό την προεδρία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών
και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, στο Μέγαρο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της
Ελλάδος «διαπιστώθηκε η απόλυτη σύμπνοια και ταύτιση απόψεων των δύο Εκκλησιών,
τόσο επί των προτάσεων αναθεωρήσεως του Συντάγματος όσο και επί της διατηρήσεως
του ισχύοντος καθεστώτος μισθοδοσίας του Ορθοδόξου Ιερού Κλήρου». Επομένως, η
Εκκλησία της Ελλάδος έχει δεσμευθή εκ νέου και δεν μπορεί να αποστασιοποιηθή,
ούτε μπορούμε να το αγνοήσουμε ή να παραθεωρήσουμε την από κοινού αυτή απόφαση.
Τέταρτον. Ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος δεν επιθυμεί
μεταβολή στο καθεστώς μισθοδοσίας και ταυτίζεται στο σημείο αυτό με την απόφαση
της Ιεραρχίας. Στο από 15-2-2019 κείμενό του γράφεται: «Όσον αφορά το “σχέδιο
υλοποίησης της Συμφωνίας Πολιτείας-Εκκλησίας” που έδωσε (12/2/2019) στη
δημοσιότητα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Είναι
σχέδιο απαξίωσης του ιερού κλήρου και της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
γενικότερα... Ο ΙΣΚΕ βεβαίως εμμένει στις σταθερές αρχικές του θέσεις και ως
προς το μισθολογικό καθεστώς του ιερού κλήρου και ως προς τα άλλα θέματα που
περιλαμβάνονται στο απαράδεκτο και γι' αυτό απορριπτέο σχέδιο που έδωσε στη
δημοσιότητα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας».
Πέμπτον. Στην Επιτροπή μας κατατέθηκαν προφορικώς και
γραπτώς οι απόψεις των μελών της, όπως φαίνεται στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων,
κατατέθησαν δε και λάβαμε υπ' όψιν τις τεκμηριωμένες απόψεις του Μητροπολίτου
Πειραιώς κ. Σεραφείμ, που δημοσιεύθηκαν στο διαδίκτυο. Κατόπιν όλων αυτών
θεωρούμε ότι η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως το ανώτατο Όργανο της
Εκκλησίας, θα πρέπει να εξετάση όλα τα ανωτέρω, να εκτιμήση τα πλεονεκτήματα
και τα μειονεκτήματα, κυρίως να μελετήση τις συνέπειες κάθε προτάσεως. Στην
συνέχεια θα αποφασίση στην βάση της από 7ης Δεκεμβρίου δηλώσεως που έκανε ο
Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, μετά την
συνάντησή του με τον Ιερό Συνδεσμο Κληρικών Ελλάδος: «η Ιεραρχία θα εγκρίνει,
θα διορθώσει ή θα απορρίψει». Οι Αρχιερείς μπορούν να ψηφίσουν με μυστική
ψηφοφορία σε ψηφοδέλτιο που θα έχη τρεις στήλες, αποδεκτό, απορριπτικό,
τροποποίηση. Σε περίπτωση που θα ψηφισθή η τρίτη λύση «τροποποίηση» θα πρέπη να
ακολουθήση νέα συζήτηση για το ποιά σημεία είναι τροποποιητέα και ποιά Επιτροπή
θα συνεχίση τον διάλογο.
Μακαριώτατε, Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς, Η Επιτροπή μας εργάσθηκε με απόλυτο σεβασμό στην απόφαση της Ιεραρχίας της 16ης Νοεμβρίου 2018, πράγμα που επανειλημμένως τονίσαμε στον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων κ. Γαβρόγλου και τα άλλα μέλη της Επιτροπής της Πολιτείας. Είχε την εντολή από την Ιεραρχία της 16ης Νοεμβρίου 2018 να συζητήση τα κοινού ενδιαφέροντος θέματα, αλλά και να εμμείνη στο υφιστάμενο καθεστώς της μισθοδοσίας των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων, το οποίο δεν συζήτησε, αλλά μεταφέρει την πρόταση της Κυβερνήσεως στην Ιεραρχία, την μόνη αρμόδια να αποφασίση κυριαρχικώς. Αυτό έγινε με απόλυτη σύμπνοια και απόλυτη συναίνεση των μελών της Επιτροπής μας. Το κλίμα ήταν άριστο από κάθε πλευρά. Διατυπώθηκαν οι απόψεις των μελών της επιτροπής με ελευθερία και συγκροτήθηκαν ομοφώνως οι τελικές εκτιμήσεις. Είναι ευνόητον ότι την απόφαση πάνω στα θέματα αυτά θα λάβη η Ιεραρχία με νηφαλιότητα, ψυχραιμία και γνώση των καιρών, συνεκτιμώντας και τις συνέπειες κάθε αποφάσεως. Εκτέθησαν τα ανωτέρω όσο ήταν δυνατόν σύντομα και κατά το δυνατόν καθαρά, διότι η σαφήνεια της έκφρασης αποδυναμώνει τον κίνδυνο της σύγχυσης. Εκ μέρους των μελών της Επιτροπής μας ευχαριστούμε τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο και τα Μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου για την εμπιστοσύνη τους σε μας. Και εγώ προσωπικώς ως Πρόεδρος ευγνωμονώ τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής και τον Γραμματέα της για την απόλυτη σύμπνοια και άριστη συνεργασία. † Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου