«Περί
της εις Θεόν
πίστεως η διαφορά»
(Μ. Βασίλειος –
Επιστολή (188) προς Αμφιλόχιον)
Αναμφίβολα,
ο Μ. Βασίλειος εμβάθυνε σε ευρύ φάσμα θεολογικών, φιλοσοφικών – επιστημονικών
και κοινωνικών ζητημάτων, για να αποστάξει την ορθή θεολογική γνώση χωρίς απόκλιση
από την Αγία Γραφή και την διαχρονική παράδοση της Εκκλησίας.
Το
ύψος της πνευματικότητας και της εκκλησιολογικής διδασκαλίας του Μ. Βασιλείου
έγινε, εν πολλοίς, και φρόνημα της Εκκλησίας.
Αυτό
αντανακλάται και στον πνευματικό – θεολογικό ορίζοντα των μεταγενέστερων
πατέρων, όπως για παράδειγμα στον Άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη, μια γνήσια
συνέχεια του Μ. Βασιλείου.
Αλήθεια
κοινότυπη, αλλά παρ’ όλα αυτά ελάχιστα διαδεδομένη στο σημερινό Εκκλησιαστικό
σώμα.
Τα
χρόνια κύλησαν στη γοργή σπειροειδή τροχιά τους και φρόντισαν οι εκκλησιαστικές
ηγεσίες να ξεθωριάσουν τις αλήθειες αυτές. Διαμόρφωσαν δηλ. πίστη και πράξη, με
κατεύθυνση μόνο στην ιαματική χάρη των αγίων.
Μερικά
παραδείγματα, που αποδεικνύουν πως εκκολάφθηκε η εκκλησιολογική δύναμη του αγ.
Θεοδώρου. Γράφει σχετικά:
-
«Οι τω κορυφαίω Πέτρω και τω μεγάλω Βασιλείω αντιδιατιθέμενοι, της αυλής
του Χριστού παντάπασιν αλλότριοι» (Επιστολή 72 – Νικολάω τέκνω).
-
«Ου ναός Θεού άγιος ο υφ’ αιρετικών βεβηλούμενος, αλλ’ οίκος κοινός, ως
φησιν ο μέγας Βασίλειος, του εφεστώτος αγγέλου εν αυτώ, ως εφ’ εκάστης
Εκκλησίας, υπεκστάντος δια την ασέβειαν; Διόπερ ουδ’ η τελουμένη εν αυτώ θυσία
Θεώ ευπρόσδεκτος. Και άκουσον αυτού λέγοντος · «ο ασεβής ο θύων μοι μόσχον, ως
ο αποκτείνων κύνα» (Ησ. 66, 3) (Επιστολή 80, Ιωάννη Λογοθέτη).
Ερωτά
ο αγ. Θεόδωρος:
-
Ερώτησις Γ΄: «Περί των κοινωθέντων Εκκλησιών εκ των ιερών των
κοινωνησάντων τη αιρέσει και κατεχομένων υπ’ αυτών· ει χρή εν αυταίς εισιέναι
χάριν ευχής και ψαλμωδίας», δηλ. «για τις Εκκλησίες που βεβηλώθηκαν από τους
ιερείς που κοινώνησαν με την αίρεση και κατέχονται από αυτούς. Εάν πρέπει να
μπαίνουμε σ’ αυτές για να προσευχηθούμε και να ψάλλουμε».
Ιδού
πως απαντά ο αγ. Θεόδωρος:
Απόκρισις:
«Ου χρή το καθόλου εις τα τοιαύτας εκκλησίας εισιέναι, κατά τους ειρημένους
τρόπους, επειδή γέγραπται· «ιδού αφιέται ο οίκος υμών έρημος». Άμα γαρ τω
εισαχθήναι την αίρεσιν, απέστη ο έφορος των εκείσε άγγελος, κατά την φωνήν
του μεγάλου Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιόσδε χρηματίζει ναός· «και ου
μη εισέλθω», φησίν, «εις Εκκλησίαν πονηρευομένων». Και ο Απόστολος· «τις
συγκατάθεσις ναώ Θεώ μετά ειδώλων;».
Σε
μετάφραση:
δεν πρέπει να μπαίνουμε καθόλου στις εκκλησίες αυτές με τους τρόπους που
αναφέρθηκαν, γιατί είναι γραμμένο· «Να, το σπίτι σας εγκαταλείπεται έρημο».
Γιατί μόλις μπαίνει μέσα στις εκκλησίες αυτές η αίρεση, φεύγει ο άγγελος που
εποπτεύει όλα όσα γίνονται εκεί, σύμφωνα με τα λόγια του μεγάλου Βασιλείου, και
ο ναός αυτός γίνεται ένα απλό σπίτι. Γιατί λέγει· «δεν θα μπω μέσα σε εκκλησία
πονηρών». Και ο Απόστολος· «ποια συμφωνία υπάρχει ανάμεσα στον ναό του Θεού και
στα είδωλα» (Από την επιστολή 215, προς μοναχό Μεθόδιο).
Επίσης
τα ονόματα των Ι. Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, αναδύονται αρκετές
φορές μέσα από τα κείμενα του αγ. Θεοδώρου, ως μια συνεχής υπόμνηση κύρους, ως
μια θεωρητική και πρακτική εμπράγματη εκκλησιολογική κατάσταση μέσα στην
Εκκλησία.
Στην
επιστολή (188) ο Μ. Βασίλειος καταδεικνύει, ότι όλες οι μορφές αίρεσης
θεμελιώνονται στην «περί της εις Θεόν πίστεως διαφορά». Γράφει ο Ι. Πατήρ:
«Αιρέσεις δε οίον η των Μανιχαίων, και Ουαλεντίνων, και Μαρκιωνιστών, και αυτών
τούτων των πεπουληνών· ευθύς γαρ περί αυτής της εις Θεόν πίστεως η διαφορά».
Σε
κάθε περίπτωση, για την υπέρβαση των θεολογικών – εκκλησιολογικών προβλημάτων,
ο Μ. Βασίλειος επικαλείται την θεοπνευστία της Γραφής και την παράδοση των
Πατέρων. Γράφει σχετικά: «Εάν μέντοι μέλλη τη καθόλου οικονομία εμπόδιον
έσεσθαι τούτο, πάλιν τω έθει χρηστέον και τοις οικονομήσασι τα καθ’ ημάς
πατράσιν ακολουθητέον» δηλ. «εάν όμως τούτο πρόκειται να γίνη εμπόδιον εις την
καθόλου τάξιν, πάλιν πρέπει να εφαρμόσωμεν το έθος και ν’ ακολουθήσωμεν τους
Πατέρας που ερρύθμισαν τα των θεσμών μας».
Επίσης
γράφει: «Πρόσεχε ουν ακριβώς τη Γραφή και αυτόθεν ευρήσεις την λύσιν του
ζητήματος».
Για
τον Μ. Βασίλειο η ορθή πίστις προσδίδει στην καθημερινή πράξη της αρετής –
ασκήσεως θεία εγκυρότητα, που συμβάλλει στην θέωση, ως αληθινή δηλ. στάση ζωής
σύμφωνα με τις εντολές του Θεού.
Η
πίστις αποτελεί για τον Μ. Βασίλειο το βασικό στοιχείο – κριτήριο αμέσου
ενώσεως με τον Χριστό.
Το
αληθινό βίωμα πίστεως και ασκήσεως – αρετής του Μ. Βασιλείου, πέρασε ως βασικό
στοιχείο της πνευματικής ζωής και στον άγιο Θεόδωρο Στουδίτη, τον οποίο οι
σημερινοί «πιστοί» αποφεύγουν λες και δεν ήτο «υγιαίνων τη πίστει και τη
υπομονή» (Τίτ. 2, 2).
Βλέπουμε
μια θαυμαστή και αρμονική σύζευξη μεταξύ των Πατέρων, ως δυναμική πράξη
συνέχισης – διαδοχής της Εκκλησιολογικής αλήθειας της Εκκλησίας.
Οι
σημερινοί ποιμένες και πιστοί, αδυνατούν να εκφράσουν την ομολογιακή φύση της
Εκκλησίας, όπως οι Πατέρες Βασίλειος και Θεόδωρος.
Οι
θέσεις των Πατέρων είναι σαφείς. Προκαλούν, όμως, στους καλοπροαίρετους
Ορθοδόξους ερωτήματα, στα οποία οφείλουν ν’ απαντήσουν οι π. Θεόδωρος Ζήσης και
π. Νικόλαος Μανώλης.
-
Πότε, π. Θεόδωρε, ένας Ναός θεωρείται βεβηλωμένος από τους αιρετικούς, ώστε να
είναι «κοινός οίκος» κατά τον Μ. Βασίλειο, διότι «απέστη ο έφορος άγγελος;».
-
Με τη μνημόνευση ενός αιρετικού επισκόπου, θεωρείται ο Ναός «υφ’ αιρετικών
βεβηλούμενος;» θεωρείται ο Ναός «υπ’ αυτών κατεχόμενος;».
-
Η κατοχή ενός Ναού πραγματοποιείται όταν ο λειτουργός φρονεί αιρετικά ή όταν οι
αιρετικοί (ως Εκκλησίασμα) υπερτερούν αριθμητικά;
Το
πνεύμα του Αγίου Βασιλείου, όπως το ερμηνεύει ο αγ. Θεόδωρος, είναι ξεκάθαρο,
δηλ. όταν μνημονεύεται αιρετικός επίσκοπος, τότε ο Ναός ευρίσκεται υπό αιρετική κατοχή, έστω
και όταν ο απλός λειτουργός δεν είναι αιρετικός στο φρόνημα (κοινωνεί όμως!).
«Φυλάξοιτε
έτι εαυτάς, παρακαλώ, της ψυχοφθόρου αιρέσεως ής η κοινωνία αλλοτρίωσις
Χριστού» (Αγ. Θεόδωρος Στουδίτης – Επιστολή 60 – Κανονικαίς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου