Νεκρὸς καθίζῃ, ὦ Ἰωάννη, θρόνῳ,
Ἀλλ᾿ ἐν Θεῷ ζῶν, πᾶσιν Εἰρήνη, λέγεις.
Ἄπνουν ἑβδομάτῃ κόμισαν δέμας εἰκάδι χρυσοῦν.
Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος εκοιμήθη από εξάντληση στις 14 Σεπτεμβρίου του 407 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της τρίτης του εξορίας από την αυτοκράτειρα Ευδοξία και τάφηκε στα Κόμανα του Πόντου. Το σεπτό λείψανό του περίμενε επί τριάντα έτη, θαμμένο στον τόπο της εξορίας και του μαρτυρίου του.
Όταν όμως το 434 μ.Χ. πατριάρχης εξελέγη ο μαθητής του Άγιος Πρόκλος, παρεκάλεσε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να ενεργήσει τα δέοντα, ώστε το λείψανο του μεγάλου αυτού πατέρα της Εκκλησίας να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και πράγματι, τέσσερα
χρόνια αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου του 438 μ.Χ. έγινε η Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του Αγίου.
Φθάνοντας οι απεσταλμένοι στά Κόμανα, ρώτησαν τούς εγχώριους νά δείξουν σ’ αυτούς τόν τάφο, για πάρουν τό λείψανο. Οι δέ πικράθηκαν υπέρμετρα, διότι θα στερούνταν τέτοιου θησαυρού ατίμητου, όμως δέν τόλμησαν νά εναντιωθούν στό βασιλικό πρόσταγμα, αλλ’ έφεραν αυτούς στόν τάφο του μάκαρος καί καθώς σήκωσαν τόν λίθο νά εκβάλουν έξω τό λείψανο, έμεινε ακίνητο, ω του θαύματος! καί δέν μπορούσαν τόσοι άνδρες νά το σαλεύσουνόλοτελώς. Γι’ αυτό επέστρεψαν οι αποσταλέντες στά βασίλεια άπρακτοι, κηρύττοντες σ’ όλη τήν πόλη τό θαυμάσιο τούτο, ότι δηλαδή ο Άγιος δέν έδωκε τόν εαυτό του, αλλ’ έμεινε ακίνητος (τούτο δέ τό έκαμε, διότι μέ αυθεντία καί υπερηφάνεια ήθελε νά πάρει τό λείψανό του ο βασιλεύς, τόν οποίο θέλησε νά διδάξει ο Άγιος ταπεινοφροσύνη καί μετριότητα). Τούτου χάριν παρεκάλεσε τόν Άγιο ο βασιλεύς αποστέλλοντας σ’ αυτόν επιστολή που περιείχε αυτά:
«Ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέως Θεοδοσίου.
Εἰς τὸν οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καὶ Διδάσκαλον καὶ πνευματικὸν Πατέρα Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, τὴν προσκύνησιν προσφέρω ἐγὼ ὁ βασιλεὺς Θεοδόσιος. Ἡμεῖς, Πάτερ τίμιε, νομίζοντες, πῶς εἶναι τὸ σῶμά σου νεκρόν, καθὼς εἶναι καὶ τὰ ἄλλα σώματα τῶν ἀποθανόντων, ἠθελήσαμεν να μεταφέρωμεν αὐτὸ ἁπλῶς εἰς ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο καὶ τοῦ ποθουμένου δικαίως ὑστερήθημεν. Ἀλλὰ σύ, Πάτερ τιμιώτατε, συγχώρησον εἰς ἡμᾶς, ὀποῦ μετανοοῦμεν. Σὺ γὰρ ἐδίδαξες εἰς ὅλους τὴν μετάνοιαν. Καὶ δὸς τὸν ἑαυτόν σου, ὣς πατὴρ φιλοπαῖς, εἰς ἡμᾶς τοὺς φιλοπάτορας υἱούς σου, καὶ τοὺς σὲ ποθούντας εὔφρανον διὰ τῆς παρουσίας σου».
Αυτή την επιστολή του αυτοκράτορα την πήγαν στον Άγιο και την τοποθέτησαν πάνω στην λάρνακά του. Τότε ο Άγιος έδωσε τον εαυτό του στους απεσταλμένους του αυτοκράτορα και έτσι αυτοίμετέφεραν την λάρνακα που περιείχε το άγιο λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να κοπιάσουν καθόλου.
Λαβόντες λοιπόν οι απεσταλμένοι τήν επιστολή αυτή καί φθάνοντας στόν τόπο, τέλεσαν καθώς ο βασιλεύς τους πρόσταξε και βλέπουν πάλι άλλο θαυμάσιο, δηλαδή φως άρρητο μέ πολλή λαμπηδόνα από του τάφου αναπήδησαν, ευωδία ανείκαστη εξήλθε του τάφου καί δέν φαινόταν ως νεκρός ο Άγιος, αλλά φαιδρός στήν όψη γεμάτος αμβροσίας καί νέκταρος. Όταν λοιπόν επέμφθη η επιστολή αυτή καί ετέθη επί του στήθους του Αγίου, έδωκε τόν εαυτό του ο θείος Πατήρ, διότι η θήκη που περιείχε τό άγιο λείψανο ευκόλως καί χωρίς κόπο φερόταν ανεμποδίστως. Τότε έγιναν καί πολλά θαυμάσια σε όσους μετά πίστεως τόν ασπάσθηκαν. Εξόχως δέ ήταν ένας χωλός στο μέσον του πλήθους καί μέ πολύ κόπο έκαμε τρόπο καί άγγιξε στους πόδας του το του Αγίου ιμάτιο καί ευθύς ιάθη.
Θέτοντες λοιπόν τό ιερό λείψανο σε χρυσοκόλλητη λάρνακα καί βαστάζοντας αυτήν, εκίνησαν τήν οδοιπορία πρόθυμοι μέ ψαλμωδία πολλή, μέ λαμπάδες καί θυμιάματα καί σε όσες πόλεις καί χώρες υποδέχονταν τόν Άγιο, αγιαζόντουσαν. Όταν δέ πλησίασαν στήν Χαλκηδόνα καί τό άκουσαν στήν βασιλεύουσα, έδραμαν όλοι νέοι καί γέροντες μέ πόθο πολύ νά τό προϋπαντήσουν, ως έπρεπε, καί γέμισε πλοία όλη η θάλασσα, η οποία φαινόταν σαν γη στερεά.
Όταν έφθασε τό άγιο λείψανο αντίπερα της Κωνσταντινουπόλεως, εξήλθε ο Πατριάρχης μετά του βασιλέως καί όλη η Σύγκλητος γιά νά προϋπαντήσουν τόν Άγιο. Τήν θήκη δέ τήν έχουσα τό άγιο λείψανο έβαλαν σε πλοίο βασιλικό. Γενομένης δέ τρικυμίας, τά μέν άλλα πλοία διεσκορπίσθησαν σε ένα καί άλλο μέρος, τό δέ πλοίο τό περιέχον τό άγιο λείψανο εξήλθε στόν αγρό της Καλλιτρόπης χήρας, τήν οποία ηΕυδοξία αδίκησε, όπως προείπαμε, καί τότε πάλιν έγινε στήν θάλασσα γαλήνη.
Όταν δέ έφθασαν στόν ορισμένο τόπο εκείνοι, που βάσταζαν τό τίμιο λείψανο, είδαν ότι έκλινε πάλι θαυμασίως πρός τό εν μέρος αφ’ εαυτού του, εκείνο τό ηυτρεπισμένο καί ετοιμασμένο γιά τόν Άγιο κουβούκλιο καί προσκαλούσε μέ σχήμα τό λείψανο.
Μέγας ει, Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου!
Όταν έβαλαν στό πλοίο εκείνο τό τίμιο λείψανο, ο μέν βασιλεύς είχε πόθο νά υπάγει στά βασίλεια, αλλ’ ως φαίνεται δέν ήθελε ο Άγιος Χρυσόστομος, γι’ αυτό κατέβηκε τό ρεύμα της θαλάσσης του Ελλησπόντου δυνατό. Πρώτα λοιπόν εφέρθη τό άγιο λείψανο στόν Ναό του Αποστόλου Θωμά, τόν ονομαζόμενο του Αμαντίου, όπου ο βασιλεύς ήταν παρών καί σκέπαζε με την βασιλική του χλαμύδα την θεία σορό του λειψάνου και μαζί παρεκάλει τόν Άγιο νά παύσει τόν κλονισμό του τάφου της μητρός του, ο οποίος έτρεμε ήδη τριάντα τρία έτη’ καί δή επέτυχε της αιτήσεως διότι στάθηκε, παραδόξως, ο κινούμενος τάφος εκείνης.
Μετά από αυτά εκομίσθη τό άγιο λείψανο στο Ναό της Αγίας Είρήνης. Εκεί, έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στό ιερό Σύνθρονο καί εβόησαν άπαντες: «Απόλαβε τόν θρόνο σου, Άγιε». Ύστερα απέθεσαν τήν θήκη του λειψάνου επί τής βασιλικής αμάξης καί έφεραν αυτό στόν Ναό των Αγίων Αποστόλων. Εκεί έβαλαν τό άγιο λείψανο επάνω στήν ιερά καθέδρα καί, ω του θαύματος! επεφώνησε στό λαό το «Ειρήνη πάσι καί τη Ευδοξία συγχώρησις». Καί ύστερα ετέθη υποκάτω στήν γη όπου καί τώρα ευρίσκεται. Οταν δε η ιερά λειτουργία ετελείτο, θαύματα μεγάλα γινόντουσαν, δοξάζοντας ο Θεός με αυτόν τον τρόπο τους δοξάζοντες Αυτόν.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ λαϊκὰ Συναξάρια συσσώρευσαν ἀνακρίβειες καὶ ὑπερβολές. Ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα ὅμως ποὺ πολλοὶ ἀγνοοῦν εἶναι, ὅτι στὴν ἐποχὴ τῶν Μεγάλων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἰδίως τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἡ ἱερουργία τοῦ κηρύγματος τοῦ θείου λόγου καὶ ἡ Ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν ἔφτασαν στὸ ἀπόγειό τους, ένῷ μετὰ τὸν Χρυσόστομο ἀκολούθησαν αἰῶνες στοὺς ὁποίους ἐπεκράτησε ἡ νοοτροπία τῶν ἁγιοποιηθέντων διωκτῶν καὶ δολοφόνων του, ὅταν ἐνίοτε τὸ κήρυγμα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀντικαταστάθηκε μὲ ἀλληγορικὲς ἑρμηνεῖες καὶ μὲ παραδόσεις καὶ ἐντάλματα ἀνθρώπων.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροσφορὰ στὴν ἱερὰ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ίωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι, νομίζω καὶ ἡ είσήγησι, σὲ ἱερατικὸ συνέδριο, τοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Θωμᾶ Ἀνδρέου, μερικὰ ἀποσπάσματα τῆς ὁποίας ἀντιγράφουμε:
"... Ο μεγαλύτερος όμως Ιεροκήρυκας όλων των εποχών, είναι ο Ιερός Χρυσόστομος, τον οποίον ουδείς μέχρι και σήμερα κατάφερε να συναγωνιστεί πολλώ δε μάλλον να τον υπερκεράσει από την Ανατολή έως την Δύση! Ο Χρυσόστομος, δεν αποδείχθηκε μόνον «μεγαλοφυΐα χριστιανού ιεροκήρυκος», αλλά ταυτόχρονα «μέγας ψυχολόγος, γνωρίζων όσων ελάχιστοι την ανθρωπίνην καρδίαν» κατορθώνοντας με τον τρόπο αυτό να ευαισθητοποιήσει το πολυπληθές ακροατήριο του και να αντιλαμβάνεται «τι υπό ωρισμένας περιστάσεις δύναται να εισχωρεί και να γεννάται εις τας καρδίας των ακροατών του και εκφράζει τούτο αξιοθαυμάστως. Αυτά τα στοιχεία καθιστούν τον Χρυσόστομο, πρύτανη των Ιεροκηρύκων κάτι που μέχρι και σήμερα κανείς δεν κατάφερε να προσεγγίσει.
Ο Ιερός Χρυσόστομος, χαρακτηρίζει τον ιεροκήρυκα ως τον «ταχυδρόμο του Θεού», καθώς επίσης και «υπηρέτη του Θεού» μιας και τα αναγιγνωσκόμενα στο ιερό κήρυγμα είναι όπως με ευρηματικό τρόπο αναφέρει, επιστολές του Θεού προς τα ευήκοα ώτα των ακροατών. Μάλιστα, θεωρεί τόσο μεγάλη αυτήν την αναγκαιότητα του κηρύγματος ώστε να απευθύνεται στον ιεροκήρυκα και να του λέει: «καν μηδείς ακούση, συ τον μισθόν έλαβες απηρτισμένον». Σκοπός λοιπόν του κηρύγματος είναι η αναγέννηση του ανθρώπου εν Χριστώ, η αποφυγή των σκοπέλων της ζωής οι οποίοι άφθονοι στέκουν εμπόδια μπροστά του με μόνον στόχο να τον αποτρέψουν να ενωθεί πλήρως με το Χριστό. Ο Ι. Χρυσόστομος με μια φράση μας λέει πως «το κήρυγμα και των παρόντων και των μελλόντων απαλλάτει κακών».
Σκέπτομαι όμως! Πως κάποιος ιεροκήρυκας μπορεί να οικειοποιηθεί κάποιες ελάχιστες σταγόνες από τον ωκεανό της τέχνης του άμβωνα τον οποίο διδάσκει ο Πρύτανης του λόγου ο Ι. Χρυσόστομος; Ποια μορφωτικά εχέγγυα μπορούν να αποδώσουν τους δικούς του καρπούς, έστω και σε απειροελάχιστη κλίμακα; Ακατόρθωτο! Το γιατί, μας το αποκαλύπτει ο Επίσκοπος που αφιέρωσε την ζωή του στην χρυσοστομική μελέτη ώστε στην συνέχεια να προσφέρει αφειδώλευτα τους εύχυμους καρπούς αυτής της μελέτης στην διακονία του κηρύγματος. Γράφει λοιπόν πως «το ακριβό μυστικό της επιτυχίας του ιερού Χρυσοστόμου είναι μέσα στην αγία ψυχή του, όπου μόνον ο Θεός εμβατεύει» (Χρυσοστόμου, Μητρ. Ελευθερουπόλεως, «Η τέχνη του άμβωνος κατά τον Ι. Χρυσόστομο», σελ.12 Ελευθερούπολη 2016).
Η ταύτιση λόγου και ζωής του ιεροκήρυκα είναι τελικά το μόνο μυστικό ώστε ο ταχυδρόμος του Θεού, να γίνει αιτία με την ρομφαία του λόγου του, σωτηρίας του ακροατού του.
Φθάνοντας λοιπόν στην εποχή μας, διαπιστώνουμε μιαν κάποια έκπτωση στο χριστιανικό κήρυγμα, χωρίς ασφαλώς αυτό να αποτελεί κανόνα... Στην εποχή μας, το Ιερό κήρυγμα είναι ακόμα περισσότερο αναγκαίο μιας και ο λαός μας παραμένει ακατήχητος, ασφαλώς με δική μας ευθύνη..."
Περισσότερα στη πηγή:
http://ieratikoistoxasmoi.blogspot.gr/2018/01/blog-post.html