Κυριακή 10 Απριλίου 2011


Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ


Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ


του Υψιπέτου Αυγουστίνου


Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἔζησε τὸν ἕκτον αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἰ­ουστινιανοῦ (527-565), στὴ μεγάλη πόλι ποὺ ἔχτισε ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος καὶ ὀνομάζεται Ἀλεξάνδρεια. Ὑπάρχει μέχρι σήμερα καὶ εἶνε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μεγαλύτερα λιμάνια τῆς Μεσογείου. Ἐ­κεῖ γεννήθηκε. Ἀλλ᾽ ἀπὸ μικρὴ παραστράτησε. Ἔμ­πλεξε μὲ κακὲς παρέες καὶ διεφθάρη. Ἔγινε μία κοινὴ γυναίκα. Λόγῳ τῆς ὡραιό­τητός της εἶχε ἀποκτήσει πολλοὺς ἐραστὰς καὶ διέθετε χρῆμα. Φοροῦσε μεταξωτά, ἦταν πάντα στολισμένη μὲ ἀκριβὰ κοσμήματα. Εἶ­χε γίνει βασίλισσα τῆς ἡδο­νῆς, τὸ θέλγητρο, ὁ μαγνήτης τῆς Ἀλεξανδρείας.

Ἐνῷ λοιπὸν συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή, μιὰ μέρα, ὅπως ἱστορεῖ ὁ βίος της, κατέβηκε στὸ λιμάνι. Εἶδε ἐκεῖ ἕνα καράβι. Ρώτησε τὸν καπε­τάνιο γιὰ ποῦ πηγαίνει κι αὐτὸς ἀπήντησε· Στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Μαρία ἀποφάσι­σε νὰ ταξιδέψῃ μὲ τὸ πλοῖο αὐτό. Ἔτσι κ᾽ ἔγινε. Ἔφτασε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ πῆγε στὸ ναὸ τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ νὰ προσκυνήσῃ. Ἀλλὰ τὴ στι­γμὴ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ μπῇ, μιὰ ἀόρατη δύναμι τὴν ἐμ­πόδισε. Τότε συναισθάνθηκε τὴν κατά­στασί της, συνειδητοποίησε ὅτι εἶνε ἁμαρτωλή, ὅτι δὲν εἶνε ἄξια νὰ μπαίνῃ στὴν ἐκκλησία.

Μήπως, ἀγαπητοί μου, κ᾽ ἐμεῖς τώρα ἀξίως μπαίνουμε στὸ ναό; Ἂν στὴν πόρτα στεκόταν ἕνας ἄγγελος κ᾽ ἔκανε κοντρὸλ στὸν καθένα, ποιός θὰ βρισκόταν ἄξιος νὰ μπῇ; Μπαίνουμε χάρις στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἁμαρτωλοὶ ἐμεῖς, σκουλήκια βρωμερὰ καὶ ἀκάθαρτα, μᾶς δέχεται στὴν ἐκκλησία του ὁ Χριστός.

Συναισθάνθηκε λοιπὸν ἡ Μαρία τὴν ἁ­μαρτωλότητά της. Παρακάλεσε τότε τὴν Πανα­γία νὰ τὴν ἀφήσῃ νὰ μπῇ, καὶ ἡ Παναγία ἄ­κουσε τὴν παράκλησί της· ἡ Μαρία μπῆκε στὴν ἐκ­κλη­σία. Γονάτισε, ἔκλαψε, προσκύνησε τὸ σταυρό, κ᾽ ἔδωσε ὑπόσχε­σι στὸ Θεὸ ὅτι θ᾽ ἀλλάξῃ πλέον διαγωγή. Μετανόησε. Μαύρη μπῆκε – ἄ­σπρη βγῆκε. Φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, κατευθύνθηκε πρὸς τὸν Ἰορδάνη, κι ἀφοῦ πέρασε τὸν ποταμὸ βρέθηκε στὴν ἔρημο· τὴν ἀπέραντη ἔρημο, ὅπου μόνο θηρία ἄγρια ζοῦσαν κι ἀκούγονταν οἱ φωνές τους. Ἐκεῖ ἡ γυναίκα αὐ­τή, ποὺ ἦταν συνηθισμένη στὴν πολυτέλεια καὶ χλιδὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, ἄλλαξε στὸ ἑξῆς τελείως τρόπο ζωῆς. Ἔζησε σαράντα ὁλόκληρα χρόνια μὲ σκληραγωγία παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴ συχωρέσῃ.

Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσε ἕνας ἀσκητὴς ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζωσιμᾶ. Ἦταν σπουδαῖος, ἀλλὰ ὁ διάβολος τοῦ ἔρριξε μιὰ ἰδέα. Ζωσιμᾶ, τοῦ εἶ­πε, χρόνια τώρα ἀσκητεύεις, προσεύχεσαι, με­λετᾷς, κοινωνεῖς τῶν ἀχράντων μυστηρίων· σὰν ἐσένα δὲν ὑπάρχει ἄλλος… Ὑπερήφανος λογισμός. Καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶνε ἡ πιὸ μεγά­λη ἁμαρτία. Ἡ φωνὴ ὅμως τοῦ Θεοῦ ἀπήντησε· Ζωσιμᾶ, κάνεις λάθος· ὑπάρχει μιὰ ἄλλη ψυ­χὴ ἀνώτερη ἀπὸ σένα… Βγῆκε τότε ὁ ἀσκη­τὴς στὴν ἔρημο, καὶ καθὼς βάδιζε βλέπει ξα­φνικὰ κάτι σὰν φάντασμα. Δὲν ἦταν φάντασμα· ἦταν ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ποὺ εἶχε καταν­τήσει πετσὶ καὶ κόκκαλο. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Ζωσιμᾶ, εἶπε τὸ ὄνομα καὶ τὴ ζωή της. Ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε τ᾽ ἁμαρτήματά της, παρακάλεσε τὸν ἅγιο Ζωσιμᾶ νὰ τῆς φέρῃ τὴν θεία κοινωνία. Πράγματι ὁ Ζωσιμᾶς τῆς ἔφερε τὰ ἄχραντα μυστήρια, κι ὅταν τὴν κοινώνησε τὰ δάκρυά της ἔπεφταν στὸ ἅγιο ποτήριο.
Ἔτσι κοινωνοῦσαν κάποτε οἱ Χριστιανοί, μὲ συγκίνησι καὶ δέος. Εἶνε μέγα μυστήριο ἡ θεία κοινωνία. Ἐμεῖς τώρα, ἀλλοίμονο, κοινωνοῦ­με ἀναίσθητοι καὶ ἀδιάφοροι, χωρὶς πόθο καὶ λαχτάρα γιὰ τὸ Θεό, χωρὶς θεῖον ἔρωτα.

Ἐκείνη κοινώνησε ἐξωμολογημένη καὶ μὲ συναίσθησι. Μετὰ παρακάλεσε τὸν Ζωσιμᾶ νὰ ξαναπάῃ. Καὶ πῆγε ὁ γέροντας μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐκεῖ καὶ τὴν ζήτησε. Τὴ βρῆκε πεθαμένη πλέον, ξαπλωμένη στὴν ἄμμο. Ἦταν σὰν ἄγγε­λος. Δίπλα εἶχε χαράξει τὶς λέξεις· «Θάψε, Ζω­σιμᾶ, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτωλῆς Μαρίας». Ὁ ἅγι­ος Ζωσιμᾶς ἔψαλε τὴν κηδεία καὶ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ τὴν θάψῃ. Ἀξίνα δὲν εἶχε. Πῶς ἔσκαψε; Μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημο τότε ―ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε―ἦρθε ἕνα λιοντάρι, ἔσκαψε μὲ τὰ νύχια του, ἔκανε λάκκο, κ᾽ ἔγινε αὐτὸ ὁ νεκροθάφτης. Ἐκεῖ ἐτάφη ἡ ὁσία.

* * *

Αὐτὸς μὲ λίγα λόγια εἶνε ὁ βίος τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ποὺ ἑορτάζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας. Τί μᾶς διδάσκει; Ὅτι ὁ Χριστὸς δέχεται ὅλους, καὶ τοὺς πιὸ μεγάλους ἁ­μαρτωλούς. Ὅσα ἁμαρτήματα κι ἂν ἔχῃ κάνει ὁ ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς τὸν συγχωρεῖ, ἀρκεῖ νὰ ἔχῃ μετάνοια. Μετανοεῖτε λοιπόν, μᾶς φωνάζει σήμερα ἡ ὁσία Μαρία. Ἀλλὰ καὶ κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα μᾶς φωνάζει ὁ Χριστός· «Μετανοεῖτε» (Ματθ. 3,2). Μᾶς καλεῖ ν᾽ ἀλλάξουμε κ᾽ ἐμεῖς διαγωγή, ὅπως ἄλλαξε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.

«Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν ὅλα τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως, οἱ ἀστραπὲς καὶ οἱ βροντές, κι ἀλλοίμονο ἂν δὲν ἀκοῦμε. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ θεομηνίες, οἱ πλημμύρες ποὺ κάνουν τὰ ποτάμια νὰ φουσκώνουν καὶ ν᾽ ἀπειλοῦν νὰ πνίξουν κόσμο, οἱ σεισμοὶ ποὺ γκρεμίζουν σπίτια, οἱ πυρκαγιὲς ποὺ ἀποτεφρώνουν δάση, οἱ ἀρρώστιες ποὺ θερίζουν. «Μετανοεῖτε», μᾶς φωνάζουν οἱ τάφοι καὶ ὁ θάνα­τος, ποὺ ἔρχεται κάθε μέρα.

Οἱ ἄνθρωποι ὅ­μως μένουν ἀναίσθητοι, δὲν μετανοοῦν. Περνοῦν τὰ χρόνια, ἀσπρίζουν τὰ μαλλιά, πέφτουν τὰ δόντια, τὸ σῶμα μαραίνεται, φθάνει τὸ τέλος, κι οὔτε τότε ὁ ἄνθρωπος λέει Μετανοῶ. Τὸ εἶπα καὶ ἄλλοτε· δὲ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτήσαμε, θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοήσαμε.


Τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες μᾶς καλεῖ ἰδιαιτέρως. Ὅπως τρέχουμε στὸ ἰατρεῖο ὅταν ἀρρωστήσουμε, ἔτσι μικροὶ καὶ μεγάλοι νὰ τρέξου­με στὸ πνευματικὸ ἰατρεῖο τῆς μετανοίας, τὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι. Καὶ τότε πραγματικῶς θὰ ἔ­χουμε μαζί μας τὸ Χριστό. Ὅποιος ἐξομολο­γηθῇ καὶ κοινωνήσῃ, ―δὲν εἶνε ψέμα― βάζει μέσα του τὸ Θεό. Κι ὅποιος ἔχει τὸ Θεό, δὲ φο­βᾶται τίποτα. Αὐτὸς θὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκ­κλησίας διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεο­τό­κου καὶ τῆς ὁσίας Μαρί­ας τῆς Αἰγυπτίας, τῆς ὁ­ποίας τὴν ἱερὰ μνήμη ἑορτάζουμε σήμερα.

1 σχόλιο:

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου