πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου.
Στο Γενέσιο της Θεοτόκου όλη η Εκκλησία εξέφρασε τις εμπειρίες της για το μεγάλο αυτό γεγονός, που προμνηστεύεται την αιώνια σωτηρία του κόσμου.
Με την γέννησή της η Θεοτόκος ενώθηκε και συνδέθηκε στενά, σύμφωνα με την φυσική τάξη, με ολόκληρη την ανθρωπότητα με όλους εμάς τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Το ότι κατόρθωσε να φθάσει στην ηθική τελειότητα και αγιότητα, αυτό της χαρίζει
την πρώτη θέση ανάμεσα στους γηγενείς και την αποδεικνύει πραγματική Οδηγήτρια της ανθρωπότητας στο δρόμο της χριστιανικής τελειότητας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας και εκκλησιαστικοί συγγραφείς τοποθετούν την Παναγία στο κέντρο της Ορθόδοξης ευσέβειας και θεολογούν τονίζοντας την χριστολογική σημασία της Θεοτόκου.
Λόγους στην μεγάλη εορτή της Γέννησης της Θεοτόκου έγραψαν οι:
Ανδρέας Κρήτης (τέσσερις), Ιωάννης ο Δαμασκηνός (δύο), Φώτιος Πατριάρχης Κων/πόλεως, Νικόλαος Καβάσιλας, Γεώργιος Νικομηδείας, Ισίδωρος Θεσσαλονίκης,Θεόδωρος Στουδίτης,Γρηγόριος Παλαμάς,Ηλίας Μηνιάτης, Συμεών Λογοθέτης, Ιάκωβος Μοναχός, ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός κ.α. ενώ μια ομιλία για το Γενέσιο, που έχει ως αρχή την φράση « Φαιδρά σήμερον ημίν ημέρα…» αποδίδεται στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Όλοι αυτοί, με βάση την διήγηση του ¨Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου » ,εξαίρουν την σημασία του Γενεσίου της Θεοτόκου και την συμβολή του στην σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Επίσης στις ομιλίες οι συντελεστές της χαράς Θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα δέχονται πολλά εγκώμια σαν γονείς της Θεόπαιδος Μαρίας. Έτσι το θεόλεκτον ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννας αποσπά πολλούς μακαρισμούς από την πατερική γραφίδα και επαινείται για την μεγάλη ευλογία που είχε να φέρει στον κόσμο την Μητέρα του Λυτρωτή. Τέλος εγκώμια δέχεται και η νεογέννητη Παρθένος για τα γενέθλιά της και παρουσιάζεται σε σμικρογραφία και η συμβολή της στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων.
Τα πιο βασικά θέματα του Γενεσίου στην εκκλησιαστική γραμματεία αναπτύσσονται στην συνέχεια.
To Γενέσιο είναι αρχή, μέσον και τέλος όλων των εορτών.
Αρχή των Θεομητορικών εορτών αποτελεί βέβαια η παρούσα πανήγυρη, αλλά είναι η πρώτη ανάμεσα στις εορτές του Μωσαϊκού Νόμου και στις σκιές της Π. Διαθήκης. Παράλληλα όμως είναι και είσοδος στις εορτές της χάριτος και της αλήθειας, δηλαδή της χριστιανικής εποχής. Είναι επίσης η εορτή αυτή και μεσαία και τελευταία, έχοντας αρχή της το τέλος της εποχής του Νόμου, μέσον της την ένωση των άκρων και τέλος της τη φανέρωση της αλήθειας. Γι’ αυτό, τέλος του Νόμου είναι ο Χριστός, όχι τόσο ξεμακραίνοντάς μας από την ξηρή τυπικότητα του γράμματος ,όσο με το να μας φέρει κοντά στο πνεύμα της διδαχής του. Αυτό είναι η τελειότητα, κατά την οποία, αυτός ο ίδιος ο νομοθέτης Χριστός ολοκληρώνοντας όλον τον Νόμο, μετέτρεψε την τυπικότητα σε πνεύμα, ανακεφαλαιώνοντας με τη ζωή του τα πάντα ο ίδιος στον εαυτό του και τακτοποιώντας τη διαφορά ανάμεσα στον Νόμο και στην χάρη.(Ανδρέας Κρήτης –Λόγος Α pg 97,805)