Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

                                                                         
                                                                             
 
          « Eνoς δε εστιν χρεια»

 
                                    
             του αειθαλους Χαλκεντερου ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
 
 
«Εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς:  Μάρθα Μάρθα, µεριµνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία» (Λουκ.ι΄41,42).
 
 
 
Αγαπητοί μου χριστιανοί, σήμερα εις όλους τους Ναούς της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, που εορτάζεται η ένδοξος εορτή της Θεομήτορος ημών Μητρός, της Κυρίας ημών Θεοτόκου, σήμερα λέγω εις όλους τους Ναούς της Ορθοδοξίας διαβάζεται ένα ευαγγέλιον, το ευαγγέλιο που ακούσατε, το ευαγγέλιο που είναι ένα από τα ωραιότερα ευαγγέλια όλου του έτους.  Στο ευαγγέλιο το σημερινό, δίνει ο Κύριος την απάντησι, μας απαντά το ευαγγέλιο σήμερα σε ένα ερώτημα, ένα φλέγον ερώτημα,  ένα ερώτημα που μας ενδιαφέρει όλους ανεξαιρέτως, ένα ερώτημα επάνω στο οποίο «στίβουν» τα μυαλά τους οι μεγάλοι του κόσμου, μα δεν μπορούν να βρουν τη λύσι, ή μάλλον δίνουν μια κακή λύσι, και από την κακή αυτή λύσι επέρχεται η κακοδαιμονία του κόσμου. 
 
 
 
Το ερώτημα είναι: «Υπάρχει μόνο η ύλη; Δηλαδή υπάρχει μόνον ορατός κόσμος,  μόνον υλικά πράγματα υπάρχουν, που μπορούμε να τα πιάσωμε, να  τα ψηλαφήσωμε, να τα ζυγίσωμε, να τα βάλουμε στα εργαστήριά μας, εις τα χημεία μας και να τα αναλύσωμε;  Μόνον ύλη υπάρχει; Ή, εκτός της ύλης υπάρχει και κάτι πολύ ανώτερο που δεν ζυγίζεται στις ζυγαριές του κόσμου, και αυτό το ανώτερο ονομάζεται πνεύμα; Και άν υπάρχει πνεύμα, ποιο από τα δυο είναι το ανώτερο και ποιο πρέπει να προτιμούμε, την ύλη ή το πνεύμα;
 
 
 
Σ’ αυτό το ερώτημα δίνει την απάντησι το σημερινό ευαγγέλιο. Αλλά, θα σας παρακαλέσω να δώσετε προσοχή, τώρα που θα ακούσωμε την ανάπτυξιν του ιερού ευαγγελίου, για να αποκομίσωμε την πνευματική ωφέλεια.
 
Λέγει το ευαγγέλιο, ότι, ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός επήγε σε’ένα χωριό, τη Βηθανία, και ότι επεσκέφτηκε ο Χριστός ένα φτωχό σπίτι, ένα φτωχόσπιτο∙ στο σπίτι αυτό μέσα κατοικούσανε τρία πρόσωπα:  Το ένα ήταν ο Λάζαρος, που αργότερα θα τον αναστήση ο Κύριος. Το άλλο πρόσωπο, το δεύτερο, ήτο η Μάρθα, η αδερφή του, και το τρίτο ήτο πάλι η αδερφή του η Μαρία. Τρία πρόσωπα λοιπόν, Λάζαρος, Μάρθα και Μαρία, αποτελούσαν μια ευλογημένη οικογένεια, μια φιλική οικογένεια, ένα σπίτι καλό, ευτυχισμένο, που είχε την αγάπη του Χριστού. Στο σπίτι αυτό το πτωχικό, επήγε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός! Η χαρά που εδοκίμασαν οι άνθρωποι του σπιτιού, ο Λάζαρος, η Μάρθα και η Μαρία, ήταν κάτι απερίγραπτο! Και η μεν Μάρθα, ενόμισε ότι θα ευχαριστήση τον Κύριον, εάν την ημέρα αυτή που επεσκέφτηκε ο Χριστός το σπίτι, εάν προσπαθούσε να Τον ευχαριστήση, να ετοιμάση ένα καλό τραπέζι, γι’ αυτό ακριβώς άφησε το Χριστό και επήγε εις την κουζίνα και άρχισε να προετοιμάζεται για το δείπνο, για το τραπέζι που θα του έκανε. Αλλά η Μαρία όμως, από την ώρα που μπήκε ο Χριστός μέσα εις το σπίτι, μέχρις ότου ο Χριστός εβγήκε από το σπίτι, καθ’ όλο αυτό το διάστημα, η Μαρία δεν απομακρύνθηκε καθόλου από τη συντροφιά του Χριστού. Όπως το σφουγγάρι όταν το βάλεις στο νερό  ρουφάει όλο το νερό, έτσι σαν σφουγγάρι του Χριστού η Μαρία ρουφούσε όλα τα λόγια του Χριστού, τα λόγια εκείνα που παρηγορούν! 
 
 
 
Δεν υπάρχουν στον κόσμο άλλα λόγια, μόνο τα λόγια του Χριστού, δεν σε παρηγοράει κανένας, μπορεί να’σαι πλούσια και να έχης του κόσμου τα αγαθά, να είσαι πλούσιος, αλλά τα χρήματά σου δεν σου φέρουν τίποτα, το πολύ πολύ να αγοράσης ένα μεταξωτό μαντήλι να σπογγίζης τα δάκρυά σου, αλλά τα δάκρυα, είτε πέφτουν κάτω στη γή, είτε τα σπογγίζεις με μεταξωτό μαντήλι, δάκρυα είναι! Μόνον τα λόγια του Χριστού μας, παρηγορούν τις ανθρώπινες ψυχές. Μόνον τα λόγια του Χριστού μας ρίπτουν βάλσαμο παρηγοριάς μέσα στον πονεμένον άνθρωπο. Μόνον τα λόγια του Χριστού μας δίνουν φτερούγες, αέρινες φτερούγες και πετούνε τον άνθρωπο ψηλά, πολύ ψηλά, για να αισθανθή χαρά και αγαλλίασι!
 
 
 
Λοιπόν, η Μαρία εκαθότανε κοντά στο Χριστό και ρουφούσε τα λόγια του Χριστού μας. Μα, η Μάρθα σε μια στιγμή κουράστηκε μέσα εις την κουζίνα, και βγαίνει όπως ήτανε ανασκουμπωμένη, που προσπαθούσε να ετοιμάση πλούσιο τραπέζι στον Χριστό, και μια στιγμή, η Μάρθα ανοίγει την πόρτα, παρουσιάζεται μπροστά στον Χριστό, και λέγει: -Κύριε, δε με λυπάσαι, λέγει, μ΄άφησε μόνη! Δεν της λες να σηκωθή από το κάθισμα και νά΄ῤθη μές στην κουζίνα να με βοηθήση; Και τότε ο Χριστός, ο Χριστός που είναι όλος αγάπη, ο Χριστός που ξέρει τις καρδιές των ανθρώπων, ο Χριστός που είναι μπροστά του όλα τα ανθρώπινα, τότε ο Χριστός, με το μάτι του, με την καρδιά του, ζυγίζει τον καθένα. Εζύγισε την Μάρθα, εζύγισε τη Μαρία, και είπε τα λόγια αυτά που ακούσαμε: «Μάρθα Μάρθα, µεριµνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστιν χρεία».
 
 
 
Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;  Είναι σαν νά’λεγε στην Μάρθα: Εδώ στο φτωχικό σου σπίτι Μάρθα, δεν ήρθα για να φάω και να πιω! Δεν ήρθα να διασκεδάσω! Εδώ στο πτωχικό σου σπίτι, εμπήκα μέσα για να διδάξω τον λόγο του Θεού! Ήταν λοιπόν μια ευκαιρία μοναδική νά’ρθης κι εσύ κοντά μου κι’ όπως η Μαρία η αδερφή σου εκάθησε κοντά και ακούει τα λόγια του Θεού, έτσι και εσύ να έρθης εδώ να ακούσης. Όσον αφορά το φαγητό, μετά το λόγο του Θεού, υπάρχει,  κάτι θα βρεθή να φάμε, εις τρόπον ώστε να ικανοποιήσωμε και την πείνα την ανθρώπινη. Τώρα είν’ η ώρα της ακροάσεως του θείου λόγου!  Τώρα είν’ η ώρα που η ψυχή πρέπει να τραφή με το μάνα το ουράνιον! Και το μάνα το ουράνιον που θρέφει τις ανθρώπινες καρδιές, γιατί δεν τρέφεται μόνον ο άνθρωπος.., «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον  ζήσεται ἄνθρωπος», αλλά πάνω από την ανάγκη του ψωμιού, ο άνθρωπος έχει την ανάγκη των ιδεών, ο άνθρωπος τρέφεται με ιδέες, και μπορεί να’ σαι πτωχαδάκι, και να’ χης μέσα σου ιδέες! Και αυτές οι ιδέες να τρέφουν την ψυχή σου! Και μπορεί νά’ σαι πλούσιος και να’χης τα αγαθά του κόσμου, μα να μην έχης ιδέες, αισθήματα, επιθυμίες, πόθους φλογερούς, και να μην είσαι απολύτως τίποτε∙ και να’σαι πάντα κενός και άδειος!  Λοιπόν, στο σπίτι σου ήρθα να δώσω τον λόγο του Θεού!  «Μάρθα Μάρθα, µεριµνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά». Η δε Μαρία, «τὴν ἀγαθὴν µερίδα ἐξελέξατο», διάλεξε το καλύτερο!  
Η μεν Μάρθα εδιάλεξε την ύλη, η δε Μαρία εδιάλεξε το Πνεύμα, εδιάλεξε την αγαθήν μερίδα, η δε αγαθή μερίς είναι η ακρόασις και η εφαρμογή του λόγου του Θεού!
 
 
 
Αδελφοί μου, αυτό δι’ ολίγων λέξεων είναι το ευαγγέλιον το σημερινό.
Από αυτόν το ευαγγέλιον που ακούσαμε, που διαβάζεται όπως είπα εις όλους τους Ναούς της Ορθοδόξου ημῶν Εκκλησίας, από αυτό το ευαγγέλιο, τί διδασκόμεθα;
Νομίζω ότι το ευαγγέλιο το σημερινό είναι η φωτογραφία όλων μας! Νομίζω ότι και στη σημερινή κοινωνία μας βρίσκομε ανάλογα παραδείγματα, παραδείγματα που ταιριάζουν πολύ με το περιεχόμενον του σημερινού ευαγγελίου.
 
 
 
Αγαπητοί μου, ρίψετε μια ματιά μέσα εις την κοινωνία τη σημερινή. Βάλετε το αυτί σας δια να ακούσετε τι λέγουν οι άνθρωποι. Δέτε τι κάνουν οι άνθρωποι∙ και ελάτε κατόπιν να συζητήσωμε. Πού είναι οι άνθρωποι σήμερα; Από το πρωί μέχρι το βράδυ, τί σκέφτονται;  Αγγέλους και Αρχαγγέλους και Υπεραγία Θεοτόκον, και Κύριον ἡμῶν  Ἰησοῦν Χριστόν ερχόμενον μετά δόξης πολλής κρίναι την οικουμένην όλη ;  Αυτά σκέπτονται; Αν ανοίξωμε τα κρανία των ανθρώπων, αν έχομε μυστικά κλειδιά, και μπούμε μέσ’στις καρδίες των ανθρώπων, τι θα δούμε μες’ στις καρδιές; Τι είναι οι ιδέες των; Τι είναι οι επιθυμίες των; Ποία είναι τα χρυσά τους όνειρα; Ποῡ πετά ο λογισμός των;
Οι άνθρωποι σήμερα είναι καθαρῶς υλικοί!  Είναι μία εποχή της ύλης. Είναι μία εποχή των υλικών ενδιαφερόντων! Ασχέτως εάν ο α΄ ανήκει εις την αριστεράν παράταξιν, ἤ ο α΄ ανήκει εις την δεξιάν παράταξιν, δεν εξετάζω τον άνθρωπον από κομματικής πλευράς, μακρυά από τον Άμβωνα και μακρυά από την Εκκλησίαν το κόμμα! Εμένα παραπάνω είναι ο Θεός και η αιωνιότης γιατί τα κόμματα όλα σβήνουν και θα σβήσουν όλα, και νέα κόμματα και νέα πρόσωπα και νέαι αρχαί και νέα συστήματα, αλλ’ ὁ οὐρανός και ἡ γῆ παρελεύσεται, ὁ δέ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ μή παρέλθῃ ποτέ! Δεν εξετάζω λοιπόν εγώ τις κομματικές ιδεολογίες των ανθρώπων, οι οποίαι ως κύματα αφρίζοντα αφρίζουν και διαλύονται μεσ’ στον ωκεανόν του χρόνου, αλλ’ εξετάζω τον άνθρωπον εις το ύψος αυτού, εις την ουσίαν αυτού, η δε ουσία αυτού είναι η θρησκεία, είναι ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!
 
 
 
Λοιπόν, οι άνθρωποι σήμερα έχουν πέσει μέσα εις την ύλη. Κυνηγάνε, τί κυνηγάνε, όλοι τους; Κυνηγάνε με διαφόρους τρόπους το χρήμα. Το χρήμα, πῶς τα εκατό να τα κάνουν διακόσα, πῶς τα διακόσια να τα κάνουν τετρακόσα, πῶς τα τετρακόσα .. συνεχῶς, λαχανιάσανε, σαν το σκύλο που τρέχει κι΄έχει βγάλει τη γλώσσα του έξω, λαχανιασμένοι, κατά παρόμοιον τρόπον τους βλέπεις τους ανθρώπους σήμερα λαχανιασμένους να τρέχουν να συλλάβουν το χρυσόμαλλο δέρας. Είναι ακριβῶς εκείνο που λέει για κάποιον αρχαίο βασιλιά, που δεν κοίταζε ούτε τον λαό του τον πεινασμένο, ούτε κανέναν άλλο, αλλά κοίταζε μόνον τον εαυτόν του, εκοίταζε μόνο το παλάτι του, και μια δίψα είχε μέσα, να θησαυρίση γι’ αυτόν.  Και παρακαλούσε τον Θεό και έλεγε στον Θεό, να του δώση μια χάρι, ό,τι πιάσει, ό,τι πιάσει να γίνεται χρυσάφι! Και άκουσε, οι θεοί, λέει, ακούσανε την προσευχή του. Και έπιανε πέτρες, έπιανε πέτρες και γενότανε μάλαμα! Έπιανε ξύλα, γενότανε μάλαμα! Έπιανε χορτάρια, γενόντανε μάλαμα! Έπιανε πουλιά, γενότανε χρυσά πουλιά! Έπιανε ζώα, γενότανε χρυσά μοσχάρια! Έπιανε λουλούδια, εγενόντανε κι’ αυτά χρυσά! Εκάθησε στο τραπέζι να φάη, έγιναν και τα πιάτα χρυσά και το φαϊ…!  Λοιπόν το αποτέλεσμα ήτανε; Άγγιξε την κόρη του και αυτή έγινε χρυσούν άγαλμα! Πήγε πλέον,  όταν όλα έγιναν χρυσάφι, όταν έγιναν όλα χρυσάφι, τότε μπήκε στη μεγάλη απελπισία! Τότε κατάλαβε ότι παραπέρα από το χρυσάφι, υπάρχουν και άλλα πράγματα ανώτερα από το χρυσάφι, υπάρχουν τα λουλούδια που μυρίζουν, υπάρχουν τα αηδόνια που κελαηδάνε, υπάρχει η γυναίκα που αγαπάει, υπάρχουν τα παιδιά με στοργήν και ενδιαφέρον, υπάρχουν ιδέαι αθάναται∙  και κατάλαβε ο δυστυχής ότι το χρυσάφι δεν είναι ο θεός, ο χαμοθεός των ανθρώπων∙ και λέγει, θεέ μου, κάνε με πτωχό, να κάθωμαι σε μια καλύβα, να’χω τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τα λουλούδια, τα αηδόνια να κελαδάνε! Κι΄ ο θεός τον εσπλαχνίσθηκε και τον επανέφερε.
Τέτοια δίψα χρυσού! 
 
 
 
Έγιναν οι άνθρωποι «μπεζαχτάδες», έγιναν «μπίζνες», έγιναν οι άνθρωποι των δολλαρίων και των χρημάτων, και έχουν θεό, όχι τον Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν! Ψέμμα το λένε! Αλλά έχουν θεόν τον χρυσόν, ο οποίος έγινε το ίνδαλμα, έγινε ο Μαμωνάς, έγινε ο θεός του αιώνος τούτου.
 
Έπεσαν οι άνθρωποι στο χρήμα!  Και οι άλλοι; Πέσανε με τα μούτρα, όπως τα ακάθαρτα τα ζώα οι χοίροι έχουν πέσει, έχουν πέσει μέσα στο βούρκο, και τσαλαπατάνε το βούρκο, έτσι ακριβώς άλλη μερίς του κόσμου πέσανε μέσα στας αισθησιακάς ηδονάς, τας ηδονάς και διασκεδάσεις, και έχουν αυτοί ταμπέλα μεγάλη γραμμένη: «Φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»! Γλέντι, χορός, διασκέδασις, θέατρα, κινηματογράφοι, πάρτυ, κρουαζιέρες και όλα αυτά τα οποία επιδιώκει η άφρων αυτή γενεά μας. 
 
 
 
Και η νεότης μας;  Ώ νεότης! Ώ νεότης! Νεότης Ελληνική!  Νεότης της Μικράς Ασίας! Νεότης της Καισαρείας! Νεότης του Πόντου! Ελληνική νεότης!  Ποῦ είναι η νεότης; Τί τραγούδια έχει; Τί  θούρια ψάλλει; Έπεσε η νεότης από τα άστρα! Μια νεότητα που έκανε θαύματα!  Μια νεότητα που πήρε τις κορυφές του Ολύμπου, του Πίνδου και τις σίμωσε με τα άστρα του ουρανού, μια τέτοια νεότητα που σαν αετός χρυσάετος εφτερούγιζε στον γαλανόν ουρανόν, μια τέτοια νεότητα ποῦ έπεσε; Έπεσε μέσα στα τυχερά παιχνίδια, στα χαρτιά, τον τεντυμποϊσμό,  έπεσε αυτή, θεός της σημερινής νεότητος είναι την Κυριακή να είναι αδειανές οι εκκλησίες, Κυριακή να’ναι αδειανές οι εκκλησίες, να μη βρίσκεις μεσ’ στις εκκλησίες νέο, αλλά από το πρωί πρωί να τρέχουν στα γήπεδα και θεός τους έγινε η μπάλλα και το ποδόσφαιρον! Αυτή λοιπόν είναι σήμερα!  Αν τεντώσης το αυτί σου θα δης άλλον να μιλάη για γυναίκα, θα δης άλλη να μιλάει για έρωτας, θα δεις άλλο να μιλάει για οινοποσίες, για χαρτιά, και αυτή την άγια ώρα αδελφοί μου, την άγια ώρα που ευρισκόμεθα εδώ στην εκκλησιά, χιλιάδες, χιλιάδες Έλληνες δεν ευρίσκονται κοντά, αλλά κάτω στα ακρογιάλια, σαν τα ζώα, σαν τα κτήνη, αρσενικοί και θηλυκοί κολυμπάνε μέσ’στα κύματα, και μαγαρίσαμε τα κύματά μας, και μαγαρίσαμε τον αέρα μας, και μαγαρίσαμε τα βουνά μας, και είμαι λυπημένος και λέγω αδέλφια μου δεν θα μείνουν αυτά ατιμώρητα, τέτοια άγια ημέρα στη Μικρά Ασία όλοι τους ήτανε εδώ στην άγια εκκλησία, και προσηύχοντο στον Θεό.
 
 
 
 
Και τέτοια αμαρτήματα που γίνονται, χίλιες φορές!  Χίλιες φορές!  Χίλιες φορές!  Χίλιες φορές,  να ήταν εργατική ημέρα η σημερινή, νά, τανε στα εργοστάσιά τους και μεσ’στα γραφεία τους να εργαζότανε και να’σταζε ο τίμιος ιδρώτας! 
Ώ, Θεέ μου!
Ώ, Παναγία Δέσποινα!
Τι ατιμίες! Τι μοιχείες! Τι εγκλήματα θα γίνουν σήμερα στην Ελλάδα την άγια αυτή ημέρα!
Αλλά τέτοιον μασονικόν και άθλιον Κράτος, τοιαύτα εγκλήματα και τοιαύτας ακολασίας και διαφθοράς επιτρέπει να διαδέχονται πάνω στο φλούδι αυτό της γης!
 
 
 
Αδελφοί μου, ιδού λοιπόν ότι ο κόσμος έφυγε πλέον από τον δρόμον του Θεού και περπατάει μέσα εις τους δρόμους και τα μονοπάτια του Διαβόλου. Και σ΄ ένα τέτοιον κόσμον που είναι απορροφημένος μόνον από τας ηδονάς και διασκεδάσεις και από το άτιμον χρήμα, σ’ ένα τέτοιον κόσμον ακούεται σήμερα η γλυκειά φωνή του Χριστού και λέγει: Μάρθα… Κόσμε Κόσμε, μεριμνάς και τυρβάζεις περί πολλά, ενός δε εστί χρεία! Έτσι ο κόσμος σήμερα είναι δραστήριος, είναι μια εποχή δραστηρία, δεν το αρνούμαι, πιο δραστήρια εποχή δεν υπάρχει από την σημερινή: Δραστήρια εποχή να φτειάνη ρόδες!  Δραστήρια εποχή να φτειάνη βίδες! Δραστήρια εποχή να φτειάνη Σπούτνικ και δορυφόρους και να πετά στη Σελήνη!  Δραστηριότης άριστα! Δραστηριότητα στα υλικά, στα επίγεια πράγματα, αλλά προκειμένου για τα  πνευματικά, προκειμένου για την καλυτέρευσιν του ηθικού και θρησκευτικού μας βίου,  ο άνθρωπος πλέον έχει καταπέσει πολύ! Είναι σαν τη χελώνα, είναι αδρανής. Αδρανής! Αν μπορείς, αν μπορείς…, εμένα αν μου πεις, αν μου πεις…
 
 
 
 
Πέρα εδώ πέρα μές στα σφαγεία είναι ένας…  Ένας μόνο; 
Εδώ στα σφαγεία, δίπλα,  είναι  ένας γέρος που από τότε που ήρθε από τη Μικρά Ασία δεν πάτησε στην εκκλησιά. Δεν πάτησε στην εκκλησιά! Στην εκκλησία θα μπη πια νεκρός! Περάσανε δέκα χρόνια, είκοσι χρόνια, τριάντα χρόνια, πλησιάζει το πόδι μέσα στον τάφο, μα στην εκκλησιά δεν αγγίζει!
Αν μου πεις, πάνε να τονε φέρεις;  Εγώ θα σου πω∙ Εγώ θα σου πώ:
- Προτιμώ να πάω στο νεκροταφείο και να φωνάξω:  -Εν ονόματι του Ναζωραίου σήκω επάνω, ο νεκρός, μπορώ να ελπίζω ότι με το Χριστό θα αναστήσω ένα νεκρό από τον τάφο, από το νεκροταφείο να τον φέρω εδώ στην εκκλησιά, παρά να φέρω ένα τέτοιο, γιατί είναι νεκρός, νεκρός είναι, άταφος νεκρός! Και εγέμισαν τα Σφαγεία (συνοικία) και η κοινωνία μας από ανθρώπους που μέσα τους πεθάνανε τα ιδανικά και  αγάπη προς τον Θεόν και ό,τι ευγενές και ιερόν έχει η Ελληνική φυλή. Λοιπόν;  Είναι αδρανείς, νεκροί! Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζεις περί πολλά.
Και άμα τους πλησιάσεις, άμα τους πλησιάσεις και τους πεις, καλέ, γιατί δεν έρχεστε, να εκτελέσεις τα θρησκευτικά σου καθήκοντα;  Αμέσως στερεότυπος η απάντησις:  Η απάντησις την οποίαν δίδουν μικροί και μεγάλοι, εγγράμματοι και αγράμματοι, χωρικοί και των πόλεων, μια είναι η απάντησις, όταν θελήσεις να τους υπενθυμίσης ότι πέρα από τα επαγγελματικά τους και τα οικογενειακά τους και τα ατομικά τους συμφέροντα υπάρχει η αιωνιότης, υπάρχει ο Θεός, υπάρχει η ζωή η αιώνιος!  Όταν τους υπενθυμίσης το καθήκον αυτόν, μια στερεότυπος είναι η απάντησις:  Τι λέει;  Για ακούστε το, ακούστε! Του Διαόλου είναι: Τι λέει ;  - Δεν έχομε καιρό!  Δεν έχομε καιρό! 
 
 
 
Για έλα εδώ, ποιος είσαι εσύ  που λές ότι δεν έχεις καιρό;  Καιρό έχομε για περιπάτους! Καιρό έχομε για μπάνια! Καιρό έχομε για θέατρα!  Καιρό έχομε για κιμηματογράφους, καιρό έχομε για διασκεδάσεις, καιρό έχομε για χαρτοπαίγνια, καιρό έχομε για όλου του κόσμου, του διαβόλου,  καιρό έχομε, και «δεν έχομε καιρό»;  Τι λές;  Από τις εικοσιτέσσερις ώρες, για φαντασθήτε, εικοσιτέσσερις ώρες χτυπάει το ρολόι, ώ αυτές οι ώρες, ώ αυτά τα λεπτά που ζυγίζουν αιώνες, εικοσιτέσσερις ώρες περνάει κάθε μέρα, από τις εικοσιτέσσερες αυτές ώρες δεν μπορείς άνθρωπέ μου να κόψεις, να κόψεις δε σου λέγω, από τις εικοσιτέσσερες ώρες που έχει το μερονύχτι δεν μπορείς να κόψεις δέκα λεπτά, δέκα λεπτά το πρωί-πρωί να γονατίσης στο Θεό, και σαν τα πουλιά που μόλις ξυπνούνε, για ρίψτε μια ματιά στα πουλιά πούναι πάνω στα κλαδιά! Όταν ο κορυδαλλός κι όταν τα πουλιά ξυπνούνε, δεν τρέχουν αμέσως στις δουλειές των να βρούνε σπόρους να φάνε, αλλά πάνω στα κλαδάκια τους, επάνω στα έρημα κλαδάκια τους, κελαδάνε, ψάλλουνε, ψάλτες, το μεγαλείο του Θεού και λένε: Δόξα σοι ο Θεός που μας ξημέρωσες. Δέκα λεπτά λοιπόν δεν μπορείς να ξεκόψης από τις εικοσιτέσσερες ώρες, να δοξάσης τον Δημιουργό του παντός; Και δεν μπορείς από τις εικοσιτέσσερες ώρες, δέκα λεπτά, δέκα λεπτά δεν μπορείς εσύ μάνα, δεν μπορείς εσύ πατέρα, δεν μπορείς εσύ παιδί, εσύ κοπέλλα μου, δεν μπορείς εικοσιτέσσερις ώρες, που τρως ώρες ολόκληρες μπροστά στον καθρέφτη για να θαυμάζης το είδωλό σου το φθαρτό, που σκώληξ θα γίνη μέσα στη μαύρη γη, δεν σου περισσεύουν λοιπόν από τις εικοσιτέσσερες ώρες δέκα λεπτά, δέκα λεπτά, που τόσα λεπτά ξοδεύεις για να περιποιείσαι τα νύχια σου και τα δάχτυλά σου και το κορμί σου που θα σαπίση μες στη μαύρη γη, δεν σου περισσεύουν λοιπόν δέκα λεπτά κοπέλλα μου, να ανοίξης το Ευαγγέλιον του Χριστού μας και να διαβάσης τας Γραφάς και τον βίον των Αγίων; 
 
 
 
Και συ ο άλλος; Και όλη η εβδομάδα, όλη η εβδομάδα, για πάρτε, πάρτε να μετρήστε, κάθε μέρα έχει εικοσιτέσσερες ώρες και όλη η εβδομάδα έχει εκατόν εξήντα οκτώ ώρες.  Εκατόν εξήντα οχτώ! Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο,  Κυριακή! Εκατόν εξήντα οχτώ ώρες! Αδέρφια μου!
Θα μας δικάση ο Θεός!
Θα μας δικάσουν τα άστρα!
Και αυτές οι πέτρες που πατούμε θα γίνουν φίδια να μας φάνε! «Δεν έχομεν καιρό»! Δεν μπορείς από τις εκατόν εξηνταοχτώ ώρες, μια ώρα!
Μια ώρα!
Μια ώρα βαστάει η θεία Λειτουργία από το «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού»  μέχρι το «Δι’  ευχών των αγίων πατέρων», μια ώρα βαστάει η θεία Λειτουργία! Δεν μπορείς λοιπόν μια ώρα να σταθής όρθιος εδώ μες στην εκκλησιά, να πάρης άρωμα, να πάρης φτερούγες, ν’ ανεβής στα άστρα, να δοξάσης τον Θεό; Αναπολόγητοι, «δεν έχομεν καιρό»! Έχομε καιρό για τα έργα του Διαβόλου! Για τα έργα  του Θεού δεν έχομε καιρό! Και κάθε βράδυ μέσα στα μαντριά του Διαόλου, που αν είχαμε φιλότιμο, αν είμεθα Έλληνες, αν πιστεύαμε στο Θεό, θα ‘πρεπε να τα κάψωμε με πετρέλαιο, μες στα μαντριά του Διαβόλου, τους κινηματογράφους, που θα βγουν τα κορίτσια σας πόρνες, και τα παιδιά σας θα γίνουν εγκληματίες και λησταί, μεσ’  στα μαντριά του Διαόλου μέχρι τις δυο η ώρα παίζουν τα πιο αισχρά έργα. Έχουμε καιρό να αγρυπνούμε μέσα εις τα μαντριά του Διαόλου, μα εδώ στην εκκλησιά εσβήσανε τα άγια και οι καντήλες και τα πάντα, και δεν υπάρχουν πλέον ιερές αγρυπνίες του Θεού μας.
 
 
 
Αδελφοί μου! Είμεθα…  Μάρθα, Μάρθα, μεριμνάς και τυρβάζεις περί πολλά, ενός δε εστί χρεία. Αδελφοί! Τελείωσα. Στο τέλος του λόγου ευρισκόμενος, για να σας παραστήσω ζωηρότερον την τραγικότητα της στιγμής, την τραγικότητα της θέσεώς μας, σας αναφέρω κάποιο ανέκδοτο: Μια μέρα, εμπήκανε σ’ ένα καράβι, σ’ ένα υπερωκεάνειο να φύγουν από την Ευρώπη και να πάνε κάτω στο Σικάγο. Μέσα στο καράβι, μουσικές, τραγούδια, χοροί, τα πάντα. Και μες  στο καράβι αυτό ήτανε περίπου χίλιοι επιβάτες∙ Ιταλοί, Πορτογαλέζοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Έλληνες, Άγγλοι. Δες το καράβι: Εταξίδευε, μπουνάτσα, γαλήνη ήταν. Αλλά η θάλασσα είναι άστατος!  Σε λίγο, στον ωκεανό, στον Ατλαντικό ωκεανό, τα σύννεφα σηκώθηκαν ψηλά και από ώρα σε ώρα εκινδύνευε το πλοίο να καταποντιστή! Ο πλοίαρχος, άγρυπνος επάνω στη γέφυρα, βλέπων τον κίνδυνον να καταποντιστή το πλοίο, διατάσσει να κατεβάσουν κάτω όλες τις βάρκες, όλες τις βάρκες κάτω εις την θάλασσα και να πέσουν πρώτα τα παιδιά, οι γυναίκες και οι άντρες και να μπούνε μέσα στις βάρκες τις σωτήριες. Όλοι τους, με τάξι και ρυθμό κατέβαιναν μέσα στις βάρκες. Ένας μόνο, δεν εννοούσε ν’  αφήση το καράβι. Του φωνάζανε! Του φωνάζανε δυνατότερα! Αλλά δεν έβγαινε! Μα, κουφός ήτανε;  Δεν ήτανε κουφός!  Αυτός, πήγε κι’ άνοιξε τη βαλίτσα του και μετρούσε την ώρα εκείνη τις λίρες! Μετρούσε τις λίρες! Και όχι μόνο προσπαθούσε να μετρήση αλλ’ έκανε και κάτι άλλο:  Όταν το πλοίο έγινε έρημο και εγκαταλελειμμένο, κι’  είχαν αφήσει δαχτυλίδια, χρυσάφια, πολύτιμα πράγματα, και ζητούσαν μόνο την ψυχούλα τους να σώσουν μές  στις βαρκούλες, -ξέρουν οι πρόσφυγες πῶς φύγαν από τη Μικρά Ασία, με την ψυχή στα δόντια-,   ενώ λοιπόν όλος ο κόσμος ήταν μεσ’ στις βάρκες, αυτός μετρούσε, χάιδευε την ώρα εκείνη τα χρήματα, τις λίρες και προσπαθούσε να συλλέξη κι’  άλλα! Νόμιζε ότι μπορούσε την τελευταία στιγμή με ένα σάλτο να πηδήση μες στη βάρκα. Του φώναζαν! Τίποτε αυτός! Ήτανε επάνω στα χρήματα σαν το κοράκι που πέφτει επάνω στο ψοφίμι και δεν εννοεί ν’  αφήση το ψοφίμι, έτσι και αυτός ήταν ριγμένος επάνω στο χρυσίον και στο αργύριον και στα πολύτιμα πράγματα. Του φωνάζουν! Κανένα ενδιαφέρον! Επί τέλους, το πλοίον, με μίαν απότομον κλίσιν καταβυθίζεται προς τα κάτω και παίρνει και αυτόν μαζί, μαζί με τα χρήματά του και με όλα του τα πολύτιμα.
 
 
 
 
Έτσι είναι αγαπητοί η ζωή μας, καταλάβατε; 
Καταλάβατε; 
Θάλασσα είναι η ζωή!
Ταξιδεύομε!
Μεσ’ στο πλοίο είμεθα όλοι!
Δεν θα μείνει μεσ’ στο πλοίο κανένας!
Φωνάζουμε:   -Εβγάτε έξω! Από ώρα σε ώρα… κατεβήτε κάτω στη σωτήριον λέμβον. Κατεβήτε…
-Ποια είναι η σωτήριος λέμβος; 
-Η σωτήριος λέμβος είναι η αγία ημῶν Εκκλησία! Είναι η μετάνοια, είναι η Πίστις στον Χριστό! Όσο έχομεν ακόμη καιρόν, αδελφοί μου, προσέξατε τώρα σε λίγο τι θα πη ο ιερεύς, το προσέξατε; Το προσέξατε; Περάσανε τα χρονάκια της ζωής μας, δέκα χρόνια καθένας από μας έχει στις πλάτες, είκοσι χρόνια, τριάντα χρόνια, σαράντα χρόνια, πενήντα χρόνια, τα χιόνια πέσανε στα μαλλιά μας.
 
 
 
Περνάει ο κόσμος ούτος!
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης»!
Μηδέν τα πλούτη!
Μηδέν η νεότης!
Μηδέν τα κάλλη!
Μηδέν τα πάντα!
Ένα μόνον είναι: Είς μόνος υπάρχει!
Ένας μόνον αξίζει!
Έναν πρέπει να λατρεύετε!
Έναν ν’ αγαπάτε!
(Σ’) Έναν να θυσιάζετε!
Ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, όν παίδες υμνείτε και υπερυψούτε εις πάντας τους αιώνας!
Αυτόν ας αγαπήσωμεν και διά πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου ας ελεήση και σώσει πάντας ημάς
Αμήν.
 

3 σχόλια:

  1. Αν ζούσε ο π.Αυγουστίνος σήμερα, τον Δεκαπενταύγουστο του 2012, ασφαλώς στο ιερό κήρυγμα, θα αναφερόταν στην σύγχρονη πολιτικοκοινωνική κατάσταση! Δεν θα έλειπε προφανώς και η δηκτική αναφορά για τον Υπουργό, που είπε:

    "δεν είναι δίκαιο, όταν υπάρχουν συντάξεις των 360 ευρώ, να υπάρχουν μισθοί των 700 ευρώ κι όχι ακόμα μικρότεροι" !!!

    http://www.enikos.gr/stathis/70146,«Epta_epi_8hvas».html

    Αυξήσατε τις συντάξεις πείνας, των 360 ευρώ Κύριε Υπουργέ, και όχι να προσπαθείτε να μειώσετε τους μισθούς των 700 ευρώ για λόγους ισότητας! Γιατί, την επομένη, θα μας πεί κάποιος άλλος, ότι είναι άδικες οι συντάξεις των 360 ευρώ, ενώ οι άνεργοι δεν παίρνουν τίποτε! Και θα καταλήξει να προτείνει μισθό "τάφου", νεκρού, μηδενικό, ζωής εν τάφω στα συσσίτια των ενοριών που εν έτει 2012 θυμίζουν την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής 1940-1945.

    Λεφτά υπάρχουν, εισπράξετέ τα από τη φοροδιαφυγή, την επιστροφή των κλεμμένων, των σκανδάλων, του χρηματιστηρίου, των οφειλομένων κατοχικών δανείων, των πετρελαίων και ορυκτού πλούτου. Πόσα δις είναι ανεξέλεγτα στο εξωτερικό! Και όχι να σας φαίνονται υπερβολικοί και "άδικοι" οι μισθοί των 700 ευρώ που δεν επαρκούν ούτε για ενοίκιο, φως, πετρέλαιο θέρμανσης, νερό, τηλέφωνο, ΕΦΟΡΙΑ!!!

    Ελλείψει Χρυσοστόμων και Καντιωτών, όαση λογικής στην απανθρωπία και παραλογισμό των μνημονιακών (οι οποίοι για να εφαρμόσουν τα απάνθρωπα μνημόνια, που οι ίδιοι κάποτε καταδίκαζαν και δεν ψήφισαν το πρώτο, γιατί άραγε επικαλούνται τη βοήθεια του Θεού και της Παναγίας;) είναι οι κοσμικοί, ὀπως το ανωτέρω λινκ.





    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. http://www.augoustinos-kantiotis.gr/
    Προ ημερών γιορτάστηκε η επέτειος των 100 ετών απ την απελευθέρωση της Φλώρινας και μεταξύ των άλλων έγινε αναδρομή στα 100 αυτά χρόνια,απ το 1912 μέχρι σήμερα.Την κύρια ευθύνη της εκδήλωσης,που σε γενικές γραμμές ήταν πολύ καλή,είχε ο πρωτοσύγκελος της μητρόπολης.Δυστυχώς όμως καμία μνεία δεν έγινε για το πέρασμα του π.Αυγουστίνου απ την πόλη,πρώτα το 1943 και κατόπιν απ το 1967 μέχρι το 1999 που παραιτήθηκε.Είναι να λυπάται κανείς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Όχι μόνο να λυπάται ανώνυμε των 8:55 π.μ. αλλά και να αγανακτεί!Και τούτο γιατί αν επρόκειτο για μεμονωμένο γεγονός θα υπήρχαν κάποια ελαφρυντικά.Φοβούνται όμως πολλοί μήπως μία τέτοια παράλειψη αποτελεί έκφραση μεθοδευμένης και συστηματικής επιχείρησης αποκαντιωτικοποίησης της μητροπόλεως απ αυτούς που σήμερα τη διοικούν.Δεν είναι μόνο η απομάκρυνση απ τη γραμμή του π.Αυγουστίνου που μόνο τυφλός δεν μπορεί να δει.Αλλά και η σιωπή που δε φάνηκε μόνο στα 100χρονα απ την απελευθέρωση μα και στα πλαίσια των εκδηλώσεων κατά την επίσκεψη Ιερωνύμου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου