Απόσπασμα
---------------------------------------------------------------------------------
Απέναντι στη Ρωµαϊκή Εξουσία ο Ιησούς δεν επέδειξε
εχθρική στάση. Ο Stauffer επισηµαίνει ότι ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι η
εξουσία είναι από το Θεό, δεν απαίτησε τη συνηθισµένη προσευχή υπέρ αυτής (της
εξουσίας) και δε χρησιµοποίησε ποτέ στο κήρυγµά του το σύνθηµα όλων των
δικτατόρων ‘υποταγή’. Αντιθέτως δε δίστασε να χαρακτηρίσει αλώπεκα τον Ηρώδη
Αντύπα και να διακηρύξει ότι οι άρχοντες των εθνών κατεξουσιάζουν και
κατακυριεύουν τις µάζες (Μκ. 10, 41-45 = Μτ. 20, 20-28 // Λκ. 22, 25-27),
πράγµα που δεν ανατρέπεται απλώς µε µια επανάσταση, αλλά µε την ανάσταση του
ανθρώπου διά της µετανοίας και µε την άσκηση της διακονίας και της θυσίας εντός
της Εκκλησίας. Με τη φράση «τὰ Καίσαρος ἀπόδοτε Καίσαρι καὶ τὰ
τοῦ Θεοῦ
τῷ Θεῷ»
αλλά και ακολούθως µε τον τονισµό της ύπαρξης αιώνιας µεταθανάτιας ζωής και µε
την υπενθύµιση της εντολής της απόλυτης λατρείας µόνο προς το Θεό απογύµνωσε
και τον Καίσαρα και την «αιώνια» Ρώµη από κάθε θεϊκή διάσταση και έθεσε άµεσα
τα όρια µεταξύ πολιτικής εξουσίας και θεϊκής αυθεντίας, πράγµα που διακήρυξαν
οι απόστολοι (όχι προς τις ρωµαϊκές αρχές, αλλά) προς τον Αρχιερέα: Πειθαρχεῖν δεῖ
Θεῷ µᾶλλον
ἢ ἀνθρώποις
(Πρ. 5, 29).
Ο κάθε άνθρωπος µε τη µοναδικότητα και τη διαφορετικότητα της ύπαρξής του και ανεξάρτητα από τη φυλή ή το φύλο του αποτελεί εικόνα – πολύτιµο ‘νόµισµα΄ του Θεού. Ταυτόχρονα, όμως, ο Ιησούς µε την πρώτη φράση του «τὰ Καίσαρος ἀπόδοτε Καίσαρι» στράφηκε εναντίον της ζηλωτικής ιδεολογίας, καθώς αναγνώρισε την καταβολή τελών στον Καίσαρα ως αντάλλαγµα προφανώς για τις υπηρεσίες που εκείνος προσφέρει στο ιουδαϊκό έθνος. Εάν δεν αναγνώριζε την ανταποδοτικότητα των τελών, θα µπορούσε κάλλιστα να είχε αποσιωπήσει το πρώτο ήµισυ της απάντησής του. Στο Μκ. 10, 41-45 (= Μτ. 20, 20-28 // Λκ. 22, 25-27) ο Ιησούς, παρ’ όλο που οµιλεί µόνο προς τους µαθητές του, αναφέρεται γενικά στις πολιτικές εξουσίες χωρίς να κάνει ιδιαίτερη µνεία στη Ρώµη. Δεν παραδίδεται, επίσης, κάποιο λόγιο του Ιησού που να στρέφεται άµεσα ενάντια στον Καίσαρα ή στη Ρώµη, όπως αντιθέτως γίνεται µε τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους. Όταν του γνωστοποιείται η σφαγή κάποιων Γαλιλαίων από τον Πιλάτο και µάλιστα στο Ναό κατά την ιερή στιγµή που εκείνοι πρόσφεραν τη θυσία τους, όχι µόνο δεν τους αναδεικνύει σε εθνικούς ήρωες, αλλά οµιλεί για παραδειγµατικό θάνατο που οφείλεται σε αµετανοησία (Λκ. 13, 1-3).
Στο τέλος επίσης του ίδιου κεφαλαίου, δε φαίνεται να
αποδίδει την άλωση της Ιερουσαλήµ στη θηριωδία των Ρωµαίων, αλλά στην ασέβεια
των θρησκευτικών ταγών (13, 34-35. πρβλ. 19, 41-48). Σηµειωτέον ότι στις ηµέρες
του Ιησού η ρωµαϊκή εξουσία δεν είχε εγείρει τις αλαζονικές τάσεις
αυτοθεοποίησης, όπως συνέβη µερικά χρόνια αργότερα µε τον Καλλιγούλα, το Νέρωνα
και τέλος µε το Δοµιτιανό, κάτι που
προκάλεσε τη συγγραφή της Αποκάλυψης του Ιωάννη, αλλά και άλλων Αποκαλύψεων (Δ΄
Έσδρα, συρ. Βαρούχ), όπου ο Μεσσίας διαδραµατίζει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Δε νοµίζω ότι η τακτική του Ιησού απέναντι στη Ρώµη οφείλεται απλώς στο ότι θεωρούσε ουτοπική κάθε προσπάθεια επανάστασης του αδύναµου έθνους του εναντίον των πανίσχυρων Ρωµαίων.
Σε µια παραβολή βέβαια ερωτά:
τίς βασιλεὺς
πορευόµενος ἑτέρῳ βασιλεῖ συµβαλεῖν εἰς πόλεµον οὐχὶ καθίσας πρῶτον
βουλεύσεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ὑπαντῆσαι τῷ µετὰ εἴκοσι
χιλιάδων ἐρχοµένῳ ἐπ΄ αὐτόν; (Λκ. 14, 31). |
Συσχετίζει, όµως, το ερώτηµα αυτό, όπως και αυτό της
οικοδοµής του πύργου, µε τον υπολογισµό του υψηλού κόστους της µαθητείας κοντά
του. Αντιθέτως, ίσως, ο Ιησούς θεωρούσε ότι η ρωµαϊκή εξουσία της εποχής του
εµπόδιζε, κατόπιν θείας παραχωρήσεως, το χαοτικό κράτος της αναρχίας, ενώ µε το
δίκαιο και την ασφάλεια που παρείχε, έδινε δυνατότητες επιβίωσης στο λαό του.
Σύµφωνα µε
τους Πατέρες στο ιστορικό παρόν η εξουσία του άρχοντα επί του αρχοµένου, το
κατέχον, που αποτελεί συνέπεια της παρακοής–αµαρτίας του ανθρώπου,
παραχωρήθηκε από το Θεό ακριβώς για να µην κυριαρχήσουν το χάος και τα δεινά
που συνεπάγεται η αναρχία ή η πολυαρχία: Επειδὴ γὰρ
τὸ ὁµότιµον µάχην
πολλάκις εἰσάγει͵ πολλὰς ἐποίησε
τὰς ἀρχὰς
καὶ τὰς ὑποταγὰς͵
οἷον ὡς ἀνδρὸς
καὶ γυναικὸς͵ ὡς
παιδὸς καὶ πατρὸς͵
ὡς πρεσβύτου καὶ νέου͵ ὡς
δούλου καὶ ἐλευθέρου͵ ὡς
ἄρχοντος καὶ ἀρχοµένου͵
ὡς διδασκάλου καὶ µαθητοῦ.
Καὶ τί θαυµάζεις ἐπὶ
τῶν ἀνθρώπων͵ ὅπου
γε καὶ ἐπὶ
τοῦ σώµατος τὸ αὐτὸ
τοῦτο πεποίηκεν; Οὐδὲ
γὰρ ἐνταῦθα
ὁµότιµα πάντα εἰργάσατο͵ ἀλλὰ
τὸ µὲν ἔλαττον͵
τὸ δὲ κρεῖττον
κατεσκεύασε͵ καὶ τὰ µὲν
ἄρχειν τῶν µελῶν͵
τὰ δὲ ἄρχεσθαι
ἐποίησε. Καὶ ἐν
τοῖς ἀλόγοις δὲ
τὸ αὐτὸ
τοῦτο ἴδοι τις ἂν͵
ὡς ἐν ταῖς
µελίσσαις͵ ὡς ἐν ταῖς
γεράνοις͵ ὡς ἐν ταῖς
ἀγέλαις τῶν ἀγρίων
προβάτων. Καὶ οὐδὲ
ἡ θάλασσα ταύτης ἐστέρηται τῆς
εὐταξίας͵ ἀλλὰ
καὶ ἐκεῖ
πολλὰ τῶν γενῶν
ὑφ΄ ἑνὶ
τάττεται τῶν ἰχθύων καὶ
στρατηγεῖται͵ καὶ οὕτω
µακρὰς ἀποδηµίας ἀποδηµεῖ.
Καὶ γὰρ ἡ
ἀναρχία πανταχοῦ κακὸν͵
καὶ συγχύσεως αἴτιον (Ι.
Χρυσόστοµος P.G. 60.615.39). |
Στο κατά
Ιωάννην ενώ η πατρότητα της προδοσίας του Ιούδα και της συµπεριφοράς,
γενικότερα, των Ιουδαίων αποδίδεται στην ενέργεια του διαβόλου, η εξουσία του
Πιλάτου θεωρείται άνωθεν δεδοµένη:
Οὐκ
εἶχες ἐξουσίαν κατ΄ ἐµοῦ
οὐδεµίαν εἰ µὴ
ἦν δεδοµένον σοι ἄνωθεν· διὰ
τοῦτο ὁ παραδούς µέ
σοι µείζονα ἁµαρτίαν ἔχει (19, 11). |
Ένα ιουδαϊκό κράτος µε θεοκρατικό καθεστώς και νόμο,
τις πολυπληθείς και µάλιστα στην πλειονότητά τους απαγορευτικές ρήτρες της Τορά
θα δηµιουργούσε ένα κράτος εντελώς αποµονωµένο από το περιβάλλον του, όπου ο
ζυγός για τον απλό λαό που δε θα µπορούσε να τις τηρήσει, θα ήταν φοβερά
σκληρότερος από ό,τι µε τους Ρωµαίους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι
εκπρόσωποι της ρωµαϊκής εξουσίας εκατόνταρχοι, σε αντίθεση προς την πλειονότητα
των εκπροσώπων της θεοκρατικής εξουσίας της Σιών δείχνουν στην Κ.Δ. θετικό
πνεύµα προς το χριστιανισµό. Όντως το ανεκτικό πνεύµα της πολυθρησκευτικότητας
και πολυπολιτισµικότητας της Ρώµης βοήθησε την εξάπλωση του ευαγγελίου του
Ιησού. Δε θεωρώ ότι η προσδοκία της οσονούπω έλευσης της Βασιλείας του Θεού
ήταν αυτή που οδήγησε τον Ιησού σε µια παθητική στάση απέναντι στη Ρωµαϊκή Εξουσία. …..Ο Ιησούς είχε την αυτοσυνειδησία
ότι µέσω του Προσώπου και της δράσης Του ανατέλλει εδώ και τώρα (hic et nunc),
στο ιστορικό παρόν, η Βασιλεία του Θεού, η οποία ήδη δρα σιωπηρά αλλά δυναµικά,
όπως ο σπόρος, προκαλώντας ζυµώσεις στον κόσµο. Αυτή η Βασιλεία η οποία
βιώνεται από την Εκκλησία κατεξοχήν στο ευχαριστηριακό δείπνο αλλά και
καθηµερινά µέσω της διακονίας - της θυσίας προς τον άλλον (ανεξαρτήτου φύλου ή
φυλής) δεν αποτελεί ένα καινούργιο Imperium, που έρχεται να ανατρέψει βίαια το
προηγούµενο καθεστώς και να τροφοδοτήσει τον τροχό του αίµατος που κυλά
αδιάκοπα στην Ιστορία. Ουσιαστικά αποτελεί επιστροφή στην προπτωτική παραδείσια
κατάσταση, όπου δεν υπήρχε καµιά σχέση εξουσίας και εκµετάλλευσης, αφού ο κατ’
εικόνα Θεού δηµιουργηµένος άνθρωπος κατείχε το βασιλικό και το ιερατικό αξίωµα
ανεξάρτητα φύλου ή φυλής. Όπως αποδεικνύει κυρίως το γεγονός της Μεταµορφώσεως
και η «Κατήχηση» του Ιησού καθ ’οδόν προς το Πάθος (Μκ. 10), η βασιλεία αυτή
αποτελεί ένα εσχατολογικό γεγονός, που στην πληρότητά του θα βιωθεί
µεταϊστορικά, µετά την ανακαίνιση και την παλιγγενεσία του Σύµπαντος.
Στο παρόν η Βασιλεία του Θεού βιώνεται µε τη
µετάνοια, που «δεν είναι ηθικολογία, αλλά επαναστατική στάση ζωής» (Ν.
Ματσούκας). Πολύ ωραία περιγράφεται αυτή η διαδικασία (της µετάνοιας) στην
Παραβολή του Ασώτου. Ο αποσκιρτηµένος γιος που ζει µε τους χοίρους, το κλασικό
ιουδαϊκό σύµβολο των εθνών, αφού έρχεται εις εαυτόν και αποτινάσσει τη λήθη
(βίωση της αλήθειας), ανασταίνεται και επιστρέφει στην πατρική οικία,
οµολογώντας την ενοχή του. Αυτή η κίνηση οδηγεί στην άνευ όρων συγχώρεση από
τον πατέρα, στην ένδυση της πρώτης «βαπτισµατικής» στολής και στη µετοχή στο
ευχαριστηριακό τραπέζι. Σηµειωτέον ότι ενώ ο Ιησούς διακήρυξε την έλευση της
Βασιλείας του Θεού, ουδέποτε χαρακτήρισε άµεσα το Θεό ως Βασιλέα, όπως
αντιθέτως συνηθιζόταν στον Ιουδαϊσµό, ενώ για την ίδια τη Βασιλεία
χρησιµοποίησε κατεξοχήν την εικόνα του γεύµατος. Η µετάνοια φυσικά ως κίνηση
ζωής δεν επιτυγχάνεται µε τις αυτονοµηµένες και διασπασµένες δυνάµεις του
ατόµου, αλλά µε την πίστη και τη µαθητεία στο πρόσωπο του Ι. Χριστού, που
προσφέρθηκε χωρίς αντίσταση στο µαρτύριο………
Ο διωγµός που εξαπέλυσε ο Ηρώδης εναντίον του Ιησού, ο φόνος που επιδίωξαν και σχεδίασαν οι εκπρόσωποι της θεοκρατικής εξουσίας του Ισραήλ, αλλά και οι διωγµοί των ρωµαίων αυτοκρατόρων στους επόµενους αιώνες, εναντίον της Εκκλησίας, οι οποίοι συνδυάστηκαν µε µια «δυσφηµιστική εκστρατεία» κατεξοχήν εναντίον της ευχαριστηριακής Σύναξής της, αποτελούν σπασµωδικές αντιδράσεις του Κόσµου της δύναµης στην παρουσία της Βασιλείας του Θεού, όταν αυτή παραµένει σταυρωµένη αρνούµενη να εναγκαλιστεί την εξουσία.
Δύο χιλιάδες χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά οι ίδιες δύο εξουσίες εξακολουθούν να βρίσκονται αντιµέτωπες η µια απέναντι στην άλλη στον πολυβασανισµένο πλανήτη µας: η εξουσία της γυµνής δύναµης, η τυφλωµένη από τρόµο και τροµακτικά απάνθρωπη. Και η ακτινοβόλα εξουσία του παιδιού της Βηθλεέµ. Φαίνεται όµως πως όλη η εξουσία, όλη η δύναµη βρίσκεται στα χέρια αυτής της γήινης αρχής [...]
Μόνο όµως φαινοµενικά: επειδή ποτέ δεν παύουν να
λάµπουν το αστέρι και η εικόνα της Μητέρας µε το Βρέφος (π. Α. Σµέµαν).
(Σ.ΔΕΣΠΟΤΗ. Ο
ΙΗΣΟΥΣ ΩΣ ‘ΧΡΙΣΤΟΣ’ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΕΞΟΥΣΙΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΥΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΕΣ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου