Η ΟΥΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (Β)
Έρευνα: πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)
ΜΕΡΟΣ-Β
Εισαγωγικά
Το πλήγμα για την Ορθοδοξία από την Σύνοδο του Μπρέστ υπήρξε οδυνηρό, αφού όλοι
οι αρχιερείς της Μητροπόλεως Κιέβου, με εξαίρεση δύο επισκόπους, προσχώρησαν
στην Ουνία. Πρωταγωνιστής στον αγώνα κατά της ουνίας αναδείχθηκε ο Πατριάρχης
Αλεξανδρείας Άγιος Μελέτιος Πηγάς και μάλιστα εξ αποστάσεως, μέσω πυκνής
αλληλογραφίας. Αξιόλογη δράση ανέπτυξαν επί τόπου οι έξαρχοι των Πατριαρχείων
Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας Νικηφόρος Παράσχης και Άγιος Κύριλλος
Λούκαρης αντίστοιχα, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν και στη σύγκλιση της ανθενωτικής
Συνόδου του Μπρέστ (1596), που προχώρησε στην καταδίκη των ουνιτών επισκόπων.
Τη σφοδρή αντίδρασή του κατά της ουνιτικής πολιτικής του βασιλιά της Πολωνίας
και των Ιησουϊτών την πλήρωσε με τη ζωή του. Μετά την ενωτική Σύνοδο του Μπρέστ
(1596) το ρόλο της διασώσεως της Ορθοδοξίας ανέλαβαν, οι εκκλησιαστικές
αδελφότητες με ποικίλες δραστηριότητες. Οι εκκλησιαστικοί παράγοντες των
ορθοδόξων Πατριαρχείων της Ανατολής με τις επεμβάσεις τους στο χώρο της
Πολωνίας δεν απέτρεψαν το μοιραίο, την επιβολή της Ουνίας, αλλά αναμφίβολα
δημιούργησαν και ενίσχυσαν τους πυρήνες αντιστάσεως που κατόρθωσαν να κρατήσουν
άσβηστη τη φλόγα της Ορθοδοξίας στη Μητρόπολη του Κιέβου.
Κατά της Ουνίας και των αποφάσεων της ενωτικής Ουνιτικής Συνόδου του Μπρέστ
διακρίθηκαν και τα παρακάτω πρόσωπα που χαρακτηρίζονται από την
στάση τους Άγιοι Ομολογητές της Ορθοδοξίας. Τέτοια πρόσωπα ήταν
1.Ο Άγιος Ιώβ της Λαύρας του Ποτσάεφ
2.Ο Άγιος Αθανάσιος ηγούμενος Μονής Μπρέστ
Τα επόμενα άρθρα θα είναι αφιερωμένα σε αυτούς τους Αγίους Ομολογητές.
Το πρώτο θύμα της Ουνίας.Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άγιος Κύριλλος
Λούκαρης (1572-1638)
Ο Κύριλλος Λούκαρις γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1572. Στην αρχή μαθήτευσε
κοντά στο Μελέτιο Βλαστό, ύστερα πήγε στη Βενετία, όπου σπούδασε κοντά στο
Μάξιμο Μαργούνιο, στο ελληνικό εκπαιδευτήριο (1584-1588). 17 ετών μπήκε στο
Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία (1589-1593). Έγινε κληρικός στην
Αλεξάνδρεια το 1593 από τον συγγενή του Πατριάρχη Μελέτιο Πηγά, τον οποίο
συνόδευσε στην επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β’ συγκληθείσα Σύνοδο
στην Κωνσταντινούπολη, όπου βρήκε την ευκαιρία να γνωρίσει εκ του σύνεγγυς την
κατάσταση που επικρατούσε στις Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως, Ρωσίας και των
άλλων γειτονικών ορθοδόξων εκκλησιών, τις οποίες λυμαινόταν τότε η Ουνία.
Με
αίτηση λοιπόν των ορθοδόξων της Ουκρανίας, της Ρουθηνίας και της υπολοίπου νοτιοδυτικής
Ρωσίας στάλθηκαν για ενίσχυση και συμπαράσταση των ορθοδόξων πληθυσμών ο
Αρχιμανδρίτης τότε Κύριλλος Λούκαρις και ο Νικηφόρος Παράσχης, οι οποίοι
μαζί με τους ορθοδόξους των περιοχών αυτών αγωνίσθηκαν ενάντια στην παπική
προπαγάνδα και τον προσηλυτισμό των ορθοδόξων από τους ουνίτες. Να σημειωθεί
εδώ ότι ο ηρωικός Αρχιμανδρίτης Νικηφόρος συνελήφθη, φυλακίσθηκε και πέθανε από
ασιτία,ενώ ο Λούκαρις κατόρθωσε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, και από
κει στη Μολδαβία, την Ουκρανία και την Πολωνία. Εδώ δούλεψε ιεραποστολικά και
με παρρησία μέχρι το έτος 1601.
Το 1601, μετά το θάνατο του θείου του, Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελέτιου
Πηγά, τον διαδέχτηκε σε ηλικία 30 ετών.Μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στο
Κάιρο και ξεκίνησε αγώνα κατά της Δυτικής Εκκλησίας. Προκαλεί την εχθρότητα του
φιλοκαθολικού Οικουμενικού Πατριάρχη Νεόφυτου Β' και εκλέγεται αμέσως μετά
τοποτηρητής του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Επιβάλλεται όμως ως Πατριάρχης
ο λατινόφρων Τιμόθεος Β' και ο Λούκαρις αποσύρεται στο Aγιο Όρος και από εκεί
πηγαίνει στη Βλαχία. Δεν εγκαταλείπει όμως τους αγώνες του εναντίον των
Καθολικών. Έτσι στο διάλογό του Ζηλωτής και Φιλαλήθης επιτίθεται εναντίον των
Ιησουϊτών, που είχαν αναπτύξει έντονη προπαγάνδα σε βάρος της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Στις 4 Νοεμβρίου 1620 εκλέχτηκε Οικουμενικός Πατριάρχης, σε
εποχή πολύ δύσκολη και κρίσιμη, δεδομένου ότι στην Ευρώπη μαινόταν ο
τριακονταετής πόλεμος και ο παπισμός με χέρια και με δόντια προσπαθούσε να
ανακτήσει ό,τι έχασε από τη Μεταρρύθμιση, στην δε Ανατολή η Ιησουιτική
προπαγάνδα με κάθε τρόπο επιζητούσε να καθυποτάξει την Ανατολική Ορθόδοξη
Εκκλησία κάτω από το σκήπτρο του Ποντίφικα. Γράφει κάπου χαρακτηριστικά ο
Λούκαρις ότι οι Ιησουίτες «ποτέ δεν ελλείπουσιν ως την σήμερον να κάμνουσι κάθε
λογής ενέδραν, με πολλά πανουργήματα να μας διώκουσι και να ζημιώνουσι και να
κυριεύουσιν και να γυρεύουσι τον χαλασμόν μας και τον αφανισμόν του
Πατριαρχείου μας και όλης της Εκκλησίας των Γραικών». Έκτοτε, οι πρεσβείες των
καθολικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη τον πολέμησαν με λύσσα. Πέτυχαν μάλιστα
να τον κατεβάσουν από το θρόνο κατηγορώντας τον ως καλβινίζοντα, για τη
φιλική του στάση προς τους διαμαρτυρόμενους και την έκδοση το 1631 της
περίφημης Ομολογίας του, (βλ. Ιω. Καρμίρης, Τα δογματικά και συμβολικά
μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Β’ Αθήνα, 1953).
Να πούμε εδώ παρενθετικά ότι η Λουκάρειος Ομολογία αμφισβητείται αν είναι
γνήσιο έργο του Κυρίλλου Λούκαρη. Ίσως είναι συγγραφή Ελβετών καλβινιστών
θεολόγων, την οποία ο Πατριάρχης αναγκάσθηκε να υιοθετήσει, με ορισμένες
τροποποιήσεις, για λόγους εθνικούς και προσωπικούς. Κάποιοι μελετητές μάλιστα
υποστηρίζουν πως ο Λούκαρις κατέφυγε προς τους Διαμαρτυρόμενους μόνο και μόνο,
για να τους έχει σύμμαχους εναντίον των Καθολικών, χωρίς να απομακρυνθεί από
την Ορθόδοξη γραμμή. Χαρακτηριστικά είναι όσα ο ίδιος είχε πει στον πρεσβευτή
της Γαλλίας ντε Μαρσεβίλ: «... στο ζήτημα των πεποιθήσεών μου δε θα υπακούσω
ούτε στο βασιλιά της Γαλλίας ούτε σε κανέναν άλλο στον κόσμο αλλά θα ακολουθήσω
αυστηρά τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου». Αντίθετα άλλοι τον θεωρούν ως
τον Πατριάρχη που προσπάθησε να μεταρρυθμίσει την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν έπαψε
όμως ούτε για μια στιγμή να είναι μέχρι τέλους ένας στυλοβάτης της Ορθοδοξίας
και ένας μεγάλος πατριώτης. Μετά την επανάκτηση του Πατριαρχικού Θρόνου, οι
πάντοτε άσπονδοι εχθροί του Ιησουίτες και Ουνίτες, αυτή τη φορά, τον
κατήγγειλαν στον Σουλτάνο με τη ψευδή κατηγορία ότι ετοιμάζει επανάσταση των
Ελλήνων. Οι Τούρκοι τότε τον έκλεισαν σε κάποιο φρούριο του Βόσπορου όπου τον
στραγγάλισαν στις 27 Ιουνίου1638. Το λείψανό του ρίχτηκε στη θάλασσα όπου το
βρήκαν ψαράδες και το έθαψαν. Οι εχθροί του όμως ξέθαψαν το σώμα του και το
ξανάριξαν στη θάλασσα, αλλά βρέθηκε και πάλι. Ο Λούκαρις υπήρξε κορυφαία μορφή
του Ελληνισμού. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να ανυψώσει το ελληνικό γένος. Στις
πράξεις και τις ενέργειές του βλέπουμε ξεκάθαρα την τάση του Ελληνισμού να
έρθει σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό και την Αναγέννηση. Φρόντισε για την
παιδεία του Μητροφάνη Κριτόπουλου και μετέφερε το 1627 στην Κωνσταντινούπολη το
τυπογραφείο του Κεφαλλονίτη μοναχού Νικόδημου Μεταξά, για να φωτιστεί το έθνος
με ελληνικά έντυπα. Όπως και ο Πηγάς, ο Λούκαρις κήρυττε στη δημοτική.
Προλόγισε μάλιστα τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης από το Μάξιμο Καλλιπολίτη
στη λαϊκή γλώσσα, τονίζοντας τη σημασία της μετάφρασης των Ευαγγελίων. Η
θυσία του μεγάλου Κρητικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη είναι και πρέπει να
είναι φωτεινός οδοδείκτης στις σχέσεις μας με τους ετεροδόξους.
Η πατριαρχεία του Αγίου Κυρίλλου απέβη σωτήρια για το Πατριαρχείο και ολόκληρη
την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η παρουσία του αποδείχθηκε από τα πράγματα ως έργο της
θείας Πρόνοιας. Αγάπησε την Εκκλησία και έδωσε γι̉ αυτήν όλες τις δυνάμεις του, αψηφώντας τους κινδύνους και
θυσιάζοντας την ίδια την ζωή του. Αυτός μόνος, σαν άλλος Άτλας, βάσταξε στους
ώμους του την Εκκλησία και το Γένος, πολεμούμενος από ξένους και ημετέρους, σε
εποχή δύσκολη και επικίνδυνη για την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Οι
πολιτικές σκοπιμότητες της εποχής, οι παπικές βλέψεις στην Ανατολή, οι
προσδοκίες των Προτεσταντών που δεν δικαιώθηκαν, είχαν σαν αποτέλεσμα, να
γνωρίσει καθ̉ όλη την
διάρκεια της πατριαρχικής διακονίας του τον πόλεμο και την συκοφαντία στις πιο
ιταμές εκφράσεις τους. Κράτησε όμως σταθερά το εκκλησιαστικό πηδάλιο, χωρίς φόβο για την
τρικυμία που έβλεπε να μαίνεται γύρω του και δεν απόκαμε μέχρι την ώρα του
στραγγαλισμού του από τους αιμοδιψείς Γενιτσάρους.
Ο Αθηνών Μελέτιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία τον χαρακτηρίζει «άνδρα
πεπαιδευμένον εν παιδεία και αρετή» ενώ ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος αναγράφει με
ευγνωμοσύνη την μέριμνα του για τα δίκαια του Θρόνου των Ιεροσολύμων: «Εβοήθησε
δε τω Θρόνω της Ιερουσαλήμ περί του χρέους ο Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος κατά
δύο τρόπους, ένα μεν διδάξας εν τε τη Κωνσταντινουπόλει και τω Γαλατά,
παρεκίνησε τους Χριστιανούς σφόδρα, και εβοήθησαν οι φιλόχριστοι ικανώς·
δεύτερον δε ότι προσκαλεσάμενος εις το Πατριαρχείον άρχοντας και
αρχομένους και τους ξένους ναυάρχους και ποιήσας κατάστιχον, ήθροισε πολύ τε
χρήμα ελέους». Ο Δοσίθεος σε άλλο σημείο αναφερόμενος στα φρονήματα του
Κυρίλλου γράφει: «Κύριλλος ο Λούκαρις πατριαρχεύσας ως Ορθόδοξος, ως και
πρότερον, και απέθανεν εν τη κοινωνία της Εκκλησίας, ήτοι ορθόδοξος», ενώ ο
μεγάλος αγωνιστής της Ορθοδοξίας Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός συνέγραψε τον βίο και
την Ακολουθία του αναγνωρίζοντάς τον ως Άγιο και Μάρτυρα της Εκκλησίας, γεγονός
για το οποίο διώχθηκε και καθαιρέθηκε από τον Κονταρή και την συμμορία του.
Ο Μ. Ρενιέρης στην βιογραφία του Κυρίλλου που δημοσίευσε αποφαίνεται
χαρακτηριστικά για την προσωπικότητα και το έργο του Πατριάρχου: «Ο Κύριλλος
Λούκαρις ήτο ανήρ νουνεχής, δραστήριος και πεπαιδευμένος. Φίλος ων των
γραμμάτων, ειργάσθη υπέρ της διαδόσεως αυτών, πρώτος αυτός συστήσας
τυπογραφείον εν Κωνσταντινουπόλει. Διά της παιδείας του κλήρου και της ηθικής
αυτού αναμορφώσεως ενόμιζεν ότι ηδύνατο να δοξασθή πάλιν η Ανατολική Εκκλησία
και ν̉
αποκρούση τους τότε έτι φοβερούς εκ της Ρώμης κινδύνους. Η πάλη αυτού προς τους
Ιησουίτας φέρει αυτώ μεγάλην τιμήν. Εις αυτόν οφείλεται, ότι απεκρούσθη τότε ο παπισμός από της
Ανατολής».
Ο Κ. Σάθας αναφερόμενος στην αμφισβήτηση της Ορθοδοξίας του Κυρίλλου γράφει: «Η
εις τον Λούκαριν υπό των παπιστών και λουθηροκαλβίνων αποδιδομένη μομφή, είναι
πλάσμα οικτρόν, των μεν ίνα δικαιολογήσωσι τον κατά του φαεινού τούτου της
Ορθοδοξίας αστέρος καταχθόνιον πόλεμον, των δε ίνα προσλάβη η αίρεσις τίτλον
τινά επισημότητος υπό της πρεσβυτέρας των Εκκλησιών δήθεν αναγνωριζομένη.
Θεοφάνης ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ανεσκεύασεν εν Ρωσσία τω 1630 εις δεκαέξ
κεφάλαια τας κατά του Λουκάρεως συκοφαντίας, διακηρύττων ότι: «Ο ούν σοφώτατος
Πατριάρχης Κύριλλος, ως έπος ειπείν, τοσούτον απέχει αιρέσεως, ώστε και
θαρρούντως τολμάν λέγειν, ως αυτός εστιν ο κατ̉ αλήθειαν αρχιερεύς εν τοις νυν, κατά Παύλον, όσιος, άκακος,
ελεήμων, ευσεβής διδάσκαλος, και του κατ̉ ευσέβειαν πιστού λόγου αντεχόμενος».
῍Αν και
συνοδικώς ο Άγιος Κύριλλος δικαιώθηκε, όσον αφορά τα Ορθόδοξα φρονήματά
του, η εναντίον του κριτική δεν σταμάτησε και μεταγενέστερα18. Οι επικριτές
επανέλαβαν πολλές φορές ως επιχειρήματα κατά της Ορθοδοξίας του τις
κατηγορίες και συκοφαντίες των παπικών, των προτεσταντών και των εκ του ιερού
καταλόγου εχθρών του. Η Πράξις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας1για την αναγραφή
του ονόματός του στις δέλτους του Αγιολογίου της αποκατέστησε την αλήθεια για
το πρόσωπό του και σφράγισε με την επίσημη εκκλησιαστική αναγνώριση την
αγιότητά του ως προμάχου, Ομολογητού και Μάρτυρος της Εκκλησία.
Συνεχίζεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου