Μέχρι σήμερα οι πολλοί γνώριζαν ότι ο μητροπολίτης Περγάμου είναι υποστηρικτής της αιρετικής «βαπτισματικής θεολογίας» και της «θεωρίας των κλάδων». Οι καθηγητές όμως, Ανδρ. Θεοδώρου, Μ. Φαράντος, Ιω. Κορναράκης, π. Δημ. Μπαθρέλλος, Χρ. Σταμούλης κ.α., διακρίνουν στο έργο του υπερβολές και μια άλλη αίρεση –απομίμηση της «βαπτισματικής θεολογίας»– την αίρεση της «ευχαριστιακή εκκλησιολογίας», διά της οποίας ο κ. Ζηζιούλας κατακτά επάξια τον δυσώνυμο τίτλο του θεωρητικού σχεδιαστού και «αρχιτέκτονα» της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και των επί μέρους πτυχών της, (όπως θα φανεί παρακάτω) με αποκορύφωση την ανάδειξη του οικουμενικού πρωτείου του Πάπα!
Σημαντικά στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση μας δίδει και ο Σταύρος Νικολαίδης, συγγραφέας του βιβλίου «Το υποκείμενο εκκλησιάζεται».
Από αρκετά κείμενα περί «Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας», επελέγει ένα εκτεταμένο απόσπασμα από άρθρο του καθηγητή Χρυσόστομου Σταμούλη («Άσκηση και Ευχαριστία»), στο οποίο δίνονται επαρκείς εξηγήσεις για το θέμα. Γράφει ο κ. Σταμούλης:
«Η ευχαριστιακή εκκλησιολογία θεωρεί ότι η κάθε τοπική Εκκλησία αποτελεί έκφραση της καθολικής Εκκλησίας. Η προτεραιότητα βρίσκεται στην Ευχαριστία, η οποία θεωρείται ως η μοναδική έκφραση ενότητας της Εκκλησίας… Η διάθεση των εισηγητών της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας (ήταν) να προφυλάξουν την Εκκλησία από απολυτοποιήσεις, υπερβολές και εκτροπές, που αλλοιώνουν τον τρόπο του εκκλησιαστικού σώματος… Η εξέλιξη όμως των πραγμάτων και οι διορθώσεις που ακολούθησαν φαίνεται ότι γέννησαν άλλες υπερβολές και άλλες απολυτοποιήσεις.»
Με την “διόρθωση” του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα, και όλων όσοι τον ακολούθησαν, φθάσαμε σε μία εκκλησιολογία όπου δεν υπάρχει θέση ούτε για ιερέα, αλλά ούτε και για λαικό. Μία ευχαριστιακή εκκλησιολογία που ταυτίζει τον επισκοπο με την ευχαριστία σε χώρο εκστατικό, όπου αγνοείται τόσο η εκκλησιαστική κοινότητα και η κοινωνία, παρόλο τον λεκτικό υπερτονισμό τους, όσο και η φύση και η ιστορία. Τούτη η εκστατικότητα, άλλωστε, εμφανίζεται σε όλο σχεδόν το έργο του Ιωάννη Ζηζιούλα, καθώς διατρέχει με την ίδια ένταση Τριαδολογία (οντολογική προτεραιότητα του Πατέρα), Χριστολογία και ανθρωπολογία (διαλεκτική φύσεως και προσώπου), αλλά ακόμη και αυτή την κτισιολογία (ο καινός κόσμος μοιάζει με έναν κόσμο μείον τη φύση του). Άμεσο αποτέλεσμα όλων των παραπάνω η ιδεολογικοποίηση της πίστης και η αφαίρεση του πραγματικού νοήματος της ζωής.
»Κλασικά παραδείγματα υπερβολών και απολυτοποιήσεων, που οδηγούν στην υπερτιμήση του επισκόπου εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας…, αποτελούν τόσο η περί Αντιμηνσίου όσο και η περί ευθύνης των επισκόπων και προσφοράς της Ευχαριστίας θεωρίες του Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα.
»Σύμφωνα με την πρώτη, “το Αντιμήνσιο, με την υπογραφή του τοπικού Επισκόπου …δηλώνει τον επισκοποκεντρικό χαρακτήρα της Ενοριακής Ευχαριστίας”. Καθαρή απαντήση σε αυτό το θέμα δίνει ο Ι. Φουντούλης, (ο οποίος) …με έμφαση σημειώνει: “Προσφάτως αναπτύχθηκε μία περιέργη θεολογία γύρω από τα αντιμήνσια. Θεωρήθηκαν ότι είναι άδεια του αρχιερέως στον ιερέα για την τελέση της θείας ευχαριστίας, ότι κάθε αρχιερέας στην επαρχία του εκδίδει τα δικά του προσωπικά αντιμήνσια, ότι ο ιερεύς ασπάζεται την υπογραφή του αρχιερέως προς ένδειξη κοινωνίας και υποταγής… Αυτά όλα, το λιγότερο είναι αναπόδεικτα, αφού και οι αρχιερείς χρησιμοποιούν αντιμήνσιο… και το ασπάζονται ως αγία τράπεζα, και φυσικά δεν ασπάζονται την υπογραφή τους…”.
»Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, “στην ευχαριστιακή συνάξη υπάρχουν οι προεστώτες και προσφέροντες την Ευχαριστίαν αφ’ ενός, και οι ανταποκρινόμενοι διά του “Αμήν” αφ’ ετέρου. …Όπως στην Ευχαριστία δεν νοείται να ηγούνται οι λαικοί, έτσι και στην όλη ζωή της Εκκλησίας οι λαικοί αποτελούν το “ποίμνιον”, το οποίον ακολουθεί τον ποιμένα, άσχετα αν επειδή πρόκειται για “ποίμνιον λογικόν” διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να εκφράζει την γνώμην του επί όλων των θεμάτων, που αφορούν στην Εκκλησία, αφήνοντας όμως την τελική ευθύνη στους ποιμένες του, οι οποίοι και θα λογοδοτήσουν ενώπιον του Θεού” (Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία…).»
Δεν χωρά αμφιβολία, ότι μία τέτοια θέση που αγνοεί ότι η προσφορά είναι προσφορά ολάκερου του εκκλησιαστικού σώματος και όχι μόνο των προεστώτων, αφαιρώντας ταυτόχρονα την ευθύνη από τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, την οποία αναγνωρίζει μόνο στους ποιμένες, –λες και ο λαός δεν θα δώσει λόγο για τον εαυτό του αλλά και για τους ποιμένες του–, αποτελεί πράξη αποδόμησης της Εκκλησίας, πράξη διαίρεσης του κοινού σώματος, τα μέλη του οποίου αποκαλύπτοντας την προσωπική τους ελευθερία και ευθύνη αναφέρουν κοινή τη θυσία, κοινή την προσφορά, κοινή την ευχαριστία.
Δεν χώρα αμφιβολία, ότι μία τέτοια θέση που αγνοεί ότι η προσφορά είναι προσφορά ολάκερου του εκκλησιαστικού σώματος και όχι μόνο των προεστώτων, αφαιρώντας ταυτόχρονα την ευθύνη από τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, την οποία αναγνωρίζει μόνο στους ποιμένες, –λες και ο λαός δεν θα δώσει λόγο για τον εαυτό του αλλά και για τους ποιμένες του–, αποτελεί πράξη αποδόμησης της Εκκλησίας, πράξη διαίρεσης του κοινού σώματος, τα μέλη του οποίου αποκαλύπτοντας την προσωπική τους ελευθερία και ευθύνη αναφέρουν κοινή τη θυσία, κοινή την προσφορά, κοινή την ευχαριστία.
»Κοντά σε αυτά αξίζει κανείς να προσθέσει και την άρνηση του Μητροπολίτη Περγάμου να δεχθεί την ενορία ως καθολική εκκλησία. Γράφει σχετικά: “Όλα αυτά ενέχουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα για την εκκλησιολογία. Υποδηλούν ότι η Ευχαριστία των Ενοριών δεν είναι αυτοτελής και αυτόνομος, αλλά προέκταση της ευχαριστίας του Επισκόπου, και ότι συνεπώς η ενορία δεν μπορεί να θεωρηθεί “καθολική εκκλησία”, όπως είναι η κάθε τοπική Εκκλησία ενωμένη περί τον επισκοπό της. Η αντίθετη άποψη που υπεστηρίχθη από τον Atanasiev και τον Schmemann αναιρεί πλήρως τον επισκοποκεντρικό χαρακτήρα της Εκκλησίας και καθιστά τον Επισκοπο μη αναγκαίον όρον για την καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας, όταν μάλιστα θεωρηθεί η Ευχαριστία ως η κατ’ εξοχήν έκφραση της Εκκλησίας (αφού μπορούμε να έχουμε πλήρη Ευχαριστία χωρίς τον Επίσκοπο στην ενορία, άρα μπορούμε να έχουμε και πλήρη Εκκλησία χωρίς αυτόν)” (Ι. Ζηζιούλα, Θεία Ευχαριστία και Εκκλησία, σ. 44-45)[18].
Η κατάστρωση βέβαια, του μακρόπνοου αυτού σχεδίου για την επικράτηση του Οικουμενισμού, ανήκει στο Βατικανό και τις συνεργαζόμενες μαζί του οργανώσεις. Είναι φανερό όμως, πως ο κ. Ζηζιούλας θέλησε να εργασθεί για την επιτυχία του, θέλησε να εξυπηρετήσει αλλότριους αιρετικούς σκοπούς, δόθηκε σ’ αυτόν τον σκοπό «ψυχή τε και σώματι» και οιστρηλατείται από το μεγάλο σχέδιο μιάς παγκοσμιοποιημένης –κατ’ όνομα– χριστιανοσύνης, αδιαφορώντας αν απ’ αυτή θα λείπει το ορθόδοξο Πνεύμα και η Ζωή. Δυστυχώς, η «βαπτισματική θεολογία», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» και η αποδοχή ενός ορθοδοξοποιημένου Πρωτείου (τις οποίες με ορθόδοξα υλικά αποδέχτηκε να κατασκευάσει ο κ. Ζηζιούλας, ακριβώς για να παραπλανήσει τους Ορθοδόξους), έχουν το εξής (επιθυμητό εξ άλλου για τους οικουμενιστές) πλεονέκτημα. Έχουν τέτοια ελαστικότητα και γενικότητα, ώστε να ταιριάζουν και να μπορούν να γίνουν αποδεκτές από όλες τις χριστιανικές «εκκλησίες», δηλαδή τις αιρετικές κοινότητες και ομολογίες της Δύσεως και ιδίως το Βατικανό. Και λίγο περαπέρα, για όλες τις θρησκείες.
Κατά τον καθηγητή Δογματικής Μ. Φαράντο: «Ο κ. Ζηζιούλας σπανίως διακρίνει “ιδιαιτερότητες” εντός του Χριστιανισμού, όπως π.χ. Ορθόδοξη Εκκλησία η θεολογία, λατινική η προτεσταντική “εκκλησία” η θεολογία κλπ. Συνήθως ομιλεί περί «χριστιανικής» εκκλησίας[19], θεολογίας, παραδόσεως κλπ.». Είναι χαρακτηριστικό της σκοπιμότητος, η οποία κρύπτεται πίσω από αυτήν του την προτιμήση το ότι, ενώ στην σελ. 57 της ελληνικής εκδόσεως του βιβλίου του αναφέρει «περί “Δυτικής Εκκλησίας”, εις το αγγλικό υπάρχει: The church», παραλείπεται δηλ. η λέξη “Δυτική”. «Ειδικώτερον περί «Ορθοδοξίας» αναφέρεται μόνον εις το πρώτο κείμενο, το και παλαιότερο (1967), του βιβλίου του. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, ασφαλώς, διά ποίον ισχύει η κριτική αυτή και «η σοβαρή αλλαγή συνειδήσεως»: ουχί διά τινα θεολόγον, αλλά δι’ αυτήν ταύτην «την Εκκλησίαν», την Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν!».
Επί πλέον, συνεχίζει ο Φαράντος, «η υπό του κ. Ζ. αποδοχή “ενιαίας πραγματικότητος”, “μέχρι ταυτισμού… φυσικού και υπερφυσικού”, φαίνεται να έχει ως αιτίαν και την συγκεχυμένην ορολογίαν, την οποίαν χρησιμοποιεί προκειμένου να αποδώσει το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, όταν λέγει: “Η Ευχαριστία είναι… αυτός ο ίδιος ο Χριστός, ο όλος Χριστός”, “το όλο μυστήριο του Χριστού”(20, 21) κλπ. Τοιαύτας εκφράσεις χρησιμοποιούν όλαι αι χριστιανικαί “εκκλησίαι” διά και κατά την τέλεσιν της Ευχαριστίας των, προκειμένου να δηλώσουν την “παρουσίαν” του Χριστού “εν τω μέσω” της κοινότητος των. Δεν αμφισβητώ την αλήθειαν των εκφράσεων τούτων, επισημαίνω, όμως, ότι εις την δογματικήν γλώσσαν της ορθοδόξου θεολογίας η “παρουσία του Χριστού” εις το Μυστήριον της θείας Ευχαριστίας προσδιορίζεται μόνον διά της φράσεως: “σώμα και αίμα Χριστού”, και δι’ ουδεμιάς περαιτέρω. Η ορολογία αυτή έχει μεγάλην σημασίαν διά την ορθόδοξον θεολογίαν των “ενώσεων” και των “διακρίσεων’, ήτις δεν γνωρίζει ορολογίαν των ”ταυτίσεων” και “συμβολισμών”».
Σημάτης Παναγιώτης
»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου