Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Αγίου Αθανασίου Παρίου .Εγκώμια στον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό

 


Ἐγκώμιο γιὰ τὴν ὁμολογία τοῦ Ἐφέσσου

Στὰ ἀλήθεια δὲν μπορῶ μὴ φωνάξω ὢ Μάρκε! στόμα κι ὄργανο τοῦ Πνεύματος! Εὖγε καὶ πάλι εὖγε, γιὰ τὴν λαμπρὴ κι ἀξιοθαύμαστη ἀπάντησή σου! Ποιὸς τὴν ἀκοῦσε καὶ δὲν χειροκρότησε ἀπὸ χαρά; Ποιανοὺ ἡ καρδιὰ δὲν σκιρτᾶ ἀπ’ τὸ θαῦμα μ’ εὐχαρίστηση; Τί σκέφτεστε ἀγαπητοὶ ἀδελφοί; Εἶναι τάχα αὐτὴ μία ἀπάντηση, γιὰ νὰ τὴν προσπεράση κανεὶς χωρὶς θαυμασμὸ κι ἀπορία;
Στὶς προηγούμενες διαλέξεις, ἦταν πρὸς ἐξέταση καὶ συζήτηση τὸ δόγμα τῶν Λατίνων. Γι’ αὐτὸ κι ὅπως εἶπε ὁ βασιλιάς, ἦταν ὁ καθένας ἐλεύθερος νὰ λέει καὶ νὰ ὑπερασπίζεται τὴ γνώμη του. Ἀλλὰ ἄφου ὅλοι ἀπὸ κοινοῦ δέχτηκαν τὴ λατινικὴ γνώμη ὡς καλὴ κι ὀρθή, ἔγινε συνοδικὸς ὅρος γι’ αὐτὸ καὶ ὑπογράφηκε ἀπ’ ὅλους. Κι ἀφοῦ ἔγινε καθολικὴ σύναξη καὶ λειτουργία, ὁ ὅρος διαβάστηκε καὶ στὶς δύο γλῶσσες καὶ κηρύχτηκε ὥστε νὰ τ’ ἀκούσουν ὅλοι ὡς ἁγία τὴν ψεύτικη γνώμη τῶν Λατίνων. Καὶ μ’ ὅλους τούς ἐπισκόπους ντυμένους μὲ τὰ ἱερὰ ἄμφια, ἔγινε ἡ πολυπόθητη ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, μὲ ὠδὲς καὶ ὕμνους καὶ ψαλμούς. ΄Ὅταν λοιπὸν ἔγιναν ὅλα αὐτά, κι ἡ ὀνομαζόμενη ὡς οἰκουμενικὴ σύνοδος ἔλαβε ὅλη τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν ἐξουσία, ποιὸς εἶχε στὸ ἕξης στόμα νὰ μουρμουρίσει τὴν παραμικρὴ λέξη, εἴτε ὅτι δὲν ἀποφάσισε σωστά, εἴτε ὅτι αὐτὸς φρονοῦσε ὀρθότερα καί. καλύτερα; ΄Ὅλοι ἐκεῖνοι πού πρωτύτερα ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ φανερὰ καὶ κρυφὰ στέναζαν καὶ μέμφονταν καὶ δὲν δέχονταν αὐτὰ πού μελετοῦνταν γιὰ τὴν ψευδοένωση, ὅλοι λέω, ὅσοι. βρίσκονταν ἐκεῖ μετὰ ἀπ’ αὐτά, σώπασαν καὶ κανεὶς δὲν τόλμησε στὸ ἑξής νὰ πεῖ τὸ παραμικρὸ κατὰ τῆς ἕνωσης.

Μόνο αὐτὸς ὁ θαυμάσιος καὶ πρὶν καὶ μετά, στερεά θεμελιωμένος στὴν ἀκέραιη γνώμη τῶν Πατέρων του, πρῶτα στὴν ἀνατροπή τοῦ ψευδώνυμου καὶ κάκιστου ὄρου, ἐξέθεσε σὰν ὑψηλὴ στήλη τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ὁμολογία τῆς πίστης πού παρέλαβε ἀπὸ τοὺς προγόνους του. Κι ἔπειτα, ὅπως ἀκούσατε, μὲ λαμπρὴ φωνὴ καὶ ὑψηλὸ φρόνημα, κηρύττει τὴν ἀλήθεια κι. ὁμολογεῖ μὲ θάρρος, πώς μόνο το δικό του δόγμα ἦταν ἀκέραιο κι ὀρθὸ κι ἀληθινό, τ’ ὁποίο λέει, παρέλαβε καὶ κατέχει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν ἴδιο τό Σωτήρα μας Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι σ’ ὅλα ἄμεμπτος κι ἀκατηγόρητος, ἀπ’ ὅσους ἔχουν μυαλό. Κι αὐτὰ λέω, τὰ κηρύσσει μὲ λαμπρότητα, πού τάχα; Καὶ μπροστά σε ποιόν; Μέσα στὸ ἀνακτορικὸ παλάτι τοῦ Πάπα, ἑνώπιον ἐκείνου τοῦ δῆθεν ἰσόθεου Πάπα. Μόνος, ἀπομονωμένος, ὁλομόναχος αὐτός, ἀναμέσὰ στοὺς περήφανους καρδινάλιους καὶ στοὺς ἄλλους πρεσβευτὲς καὶ ὑποστηρικτές τοῦ Πάπα.
Ἔτσι ντροπιάζοντας ἀντί νὰ ντροπιαστεῖ, κατακρίνοντας ἀντί νὰ κατακριθεῖ καὶ νικώντας ἀντί νὰ νικηθεῖ, δείχνοντας μάλιστα ὡς ἀνόητο καὶ δυσσεβὴ τὸν ἀλαζόνα Πάπα, βγῆκε νικητής, θριαμβευτὴς καὶ στολισμένος μὲ τὸ λαμπρότατο στεφάνι, τῆς ὁμολογίας. Τώρα, ἂν ἡ θεία Πρόνοια δὲν διαφύλαττε τὴν πανόσια ζωὴ τοῦ Μάρκου, γιὰ τὴν μετέπειτα συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας, πῶς ἦταν δυνατὸν μία τέτοια καὶ τόσο μεγάλη παρρησία κι ἀντίσταση, νὰ μὴ γίνει αἰτία νὰ βάψει τὴν ἀρχιερατική του στολὴ μὲ τὸ ἴδιο του τὸ αἷμα; Βέβαια κανεὶς δὲν πρόκειται, ν’ ἀμφιβάλλει γι’ αὐτό. Γιατί ἂν ἕναν ἁπλὸ ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ἡ φωνὴ ὅπως εἴπαμε, δὲν ἀκούστηκε ποτὲ μέσα στὴ Σύνοδο, δόμησαν νὰ τὸν σκοτώσουν, μόνο γιατί ἄκουσαν ὅτι. δὲν δέχεται τὴν ἕνωση, πῶς ἐπρόκειτο νὰ ὑπομείνουν τὸν μόνο φανερὸ δικό τους ἐχθρό, ἂν ἐπρόκειτο νὰ καθαιρεθεῖ καὶ ν’ ἀποκηρυχτεῖ ὡς αἱρετικὸς καὶ πολέμιος τῆς Ἐκκλησίας; Ποιὸς δὲν ξέρει τ’ ἀποτελέσματα τοῦ δῆθεν τυφλοῦ ψευδοιεροῦ ζήλου τους; Ποιὸς δὲν ξέρει ὅτι ὅποιος παπικὸς τὸν σκότωνε, θὰ θεωροῦσε πώς προσφέρει λατρεία στὸ Θεό;


Ρητορικὰ ἐγκώμια

Πόσα καὶ ποιὰ λοιπὸν ἐγκώμια, συνθεμένα καὶ δουλεμένα μ’ ὅλη τὴ ρητορικὴ εὐγλωττία θὰ ἦταν ἀρκετά, γιὰ νὰ στεφανώσουν ἐκείνη τὴν ἁγία κεφαλὴ τοῦ Μάρκου, τὴν ὁποία αὐτὸς πρόλαβε καὶ στόλισε μὲ τ’ ἀμάραντο στεφάνι τῆς ὁμολογίας; Μὲ ποιοὺς ἀπὸ τοὺς παλιοὺς ἥρωες τῆς εὐσέβειας, ἂν παραβληθεῖ αὐτὸς βρίσκεται κατώτερος κι ὄχι ἴσος καὶ ἂν δὲν φανεῖ τόλμηρο καὶ μεγαλύτερος καὶ λαμπρότερος ἀπὸ πολλούς;
Ἄς μὲ συγχωρήσει ἀμέσως παρακαλῶ ὁ Ἀαρών, ἐκεῖνος ὁ πρῶτος καὶ μέγας ἱερέας τοῦ παλαιοῦ Νόμου. Αὐτὸς λοιπὸν ὄχι μόνο ὑποχωρεῖ στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ Ἑβραῖκοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ φτιάχνει αὐτὸς ὁ ἴδιος τό γλυπτὸ ἄγαλμα καὶ δείχνοντας στὸ πλῆθος τὸ καλούπι, ἔβγαλε διακήρυξη λέγοντας: ΄Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου Ἰσραήλ΄. Καὶ περισσότερο ἀκόμα, γιατί διέταξε νὰ τελέσουν καὶ γιορτὴ στὸν νέο ἐκεῖνο εἴδωλο. Ἀλλὰ ὄχι, ποτὲ αὐτὸς ὁ μέγας ἱερέας τῆς χάριτος ὁ Μάρκος, μὴ γένοιτο νὰ φανταστοῦμε πώς μπορεῖ νὰ πάθαινε ποτὲ κάτι τέτοιο. Ἀλλ’ ἀντιστάθηκε μ’ ὅλες τὶς δυνάμεις του στὶς πιέσεις ὅλων. Οὔτε συνέταξε, οὔτε ὑπέγραψε τὸν ὄρο, τὸν στ’ ἀλήθεια γλυπτὸ καὶ δημιούργημα τῆς ἀνθρώπινης διάνοιας. Δὲν κήρυξε, ἀλλὰ ἀποκήρυξε μάλιστα, ὡς ψευδῆ κι ἀλλότρια κι αἱρετικὴ διδασκαλία τὴν λατινικὴ γνώμη. Κι ἐκείνη τὴν μιαρὴ γιορτὴ τῆς ἕνωσης, ὄχι μόνο δὲν τὴν τέλεσε ἐκεῖνος, ἀλλὰ θρηνοῦσε μᾶλλον κι ἔκλαιγε, γιὰ τὴν ντροπὴ καὶ τὴν καθαίρεση τῆς θεοπαράδοτης πίστης, κατ’ ἰδίαν καὶ μακριά, κλεισμένος στὸ κελί του.

Ὁ Φινεές, ὁ ἔγγονός του Ἀαρών, φλέγομενος ἀπὸ ζῆλο ὑπὲρ τοῦ θείου Νόμου, ἐξόντωσε τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν σειρομάστη καὶ τὴ Μαδιανίτιδα, μὲ τὴν ὁποία πού ἐπόρνευε, κι ἡ πράξη αὐτὴ θεωρήθηκε δίκαια. Καὶ γιὰ ἀνταμοιβὴ τοῦ ζήλου του, ἔλαβε ὡς αἰώνιο προνόμιο τὸ ἱερατικὸ χάρισμα. Καὶ ὁ δικός μας Μάρκος, ὄχι ἕναν ἡ δύο, ἀλλὰ πολλοὺς Ἰσραηλίτες, δηλαδὴ ἀνατολικοὺς καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς ἔγκριτους ποιμένες, πού ἄλλαξαν γνώμη, καὶ κατὰ τὴ Γραφὴ συμπεριφέρθηκαν ἄφρονα πρὸς τὸ Θεὸ καὶ καταγοητευμένοι ἀπὸ τὴν πορνικὴ ὄψη τῆς νοητῆς Χασβὶ μοίχευσαν μ’ αὐτὴ καὶ προσέβαλαν τὸ κάλλος τῆς θείας πίστης, ὄχι ἕναν, λέω, ἡ δύο, ἀλλὰ πολλοὺς τέτοιους κι ὅλους ἐκείνους τοὺς Λατινὸφρονες, ἐξόντωσε καὶ κατέσφαξε καὶ μαζὶ μ’ αὐτοὺς καὶ τὴ νοητὴ Μαδιανίτιδα κι ἐννοῶ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία. Καὶ μὲ ποιὸν σειρομάστη, μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος, ΄τὸ ὁποίο εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ΄ κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο. Ἑπομένως, ἂν ὁ Φινεὲς τιμήθηκε τόσο, πόσο περισσότερο δοξάστηκε αὐτός, πού καὶ περισσότερο ἀπὸ τὸν Φινεὲς ἀνδραγάθησε, ὄχι μόνο γιατί τιμώρησε πολλούς, ἀλλὰ καὶ γιατί εἶναι ὁμολογουμένως μεγαλύτερη, δηλαδὴ πιὸ σιχαμερὴ καὶ πιὸ ἀποτρόπαιη πορνεία, ἡ καινοτομία κι ἡ ἀσέβεια κι αἵρεση στὴ θεία πίστη.
Καὶ ὁ Γεδεῶν ὑπῆρξε θαυμάσιος. Γιατί παραδόξως, κατατρόπωσε τὰ πλήθη τῶν ἀλλοφύλων, πού σκέπαζαν σὰν ἄκριδες τὶς κοιλάδες κι ἦταν συσσωρευμένοι ὅπως ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας. Ἀλλά τουλάχιστον εἶχε μαζί του τριακόσιους ἐκλεκτοὺς ἄντρες, πού μὲ τριακόσιες σάλπιγγες στὴ δεξιὰ πλευρὰ κι ἄλλες τριακόσιες λαμπάδες στὴν ἀριστερή, ὄρμησαν νύχτα φωνάζοντας: ΄Ρομφαία τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Γεδεῶν΄. Καὶ σαλπίζοντας ταυτόχρονα καὶ δυνατὰ μὲ τί,ς σάλπιγγες, αἰφνιδίασαν, πανικόβαλαν καὶ τελικὰ ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ὅλο ἐκεῖνο τὸ βάρβαρο στρατόπεδο. Πόσο ὅμως πιὸ θαυμαστός, θὰ πρέπει δίκαια νὰ θεωρεῖται αὐτὸς ὁ θεῖος ἀρχιστράτηγος ὁ Ἐφέσου. Μόνος του, μὲ μόνη τὴ δική του σάλπιγγα, τὴ σάλπιγγα ἐννοῶ τῆς ὑψηλῆς του Θεολογίας, τὴν ὁποία ὡς δεξιὰ τὴν εἶχε στὰ δεξιά του καὶ μὲ μόνη τὴ δική του λαμπάδα, τὸ φῶς τῆς κοσμικῆς σοφίας του ἐννοῶ, τὴν ὁποία εἶχε στ’ ἀριστερά ὡς ἀριστερὴ κι ὄχι πέφτοντας ξαφνικὰ μέσα στὴ νύχτα, ἀλλὰ φανερὰ κι ἀπὸ κοντὰ κι ἀντιπαρατασσόμενος πολλὲς φορὲς σὲ πολλὰ καὶ διάφορα πεδία μάχης, πότε σὲ κεῖνον τοῦ καθαρτηρίου, πότε σὲ κεῖνον τῆς προσθήκης καὶ τελευταῖο ἐκεῖνο τῆς ἀπεραντοσύνης τοῦ λατινικοῦ δόγματος, μὲ πολλὲς κι ἀλλεπάλληλες συμπλοκές, ἀπὸ τὴ μία σαλπίζοντας τὰ ὑψηλὰ δόγματα κι ἀπὸ τὴν ἄλλη διατρανώνοντας καὶ διασαφηνίζοντας τὰ θεία νοήματα μὲ τὸ φῶς τῆς ἐπιστήμης του, ἔπληξε καίρια, κατατρόπωσε καὶ κατέβαλε ὁλοκληρωτικά τους ἐχθρούς της πίστης, πού ὁμολογοῦσαν κι ἔλεγαν φανερά:
Δὲν καταφέραμε τίποτα!»
Ὁ Ἰεφθάε πάλι, νίκησε τοὺς Ἀμμωνίτες καὶ ξεπλήρωσε τὸ τάξιμο πού ἔκανε στὸ Θεό, πώς ἂν γυρίσει νικητής, θὰ τοῦ προσφέρει θὐσία ὅποιον συναντήσει πρώτον νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του. Καὶ βρῆκε πρώτη τὴ μοναχοκόρη του νὰ βγαίνει νὰ τὸν προϋπαντήσει, καὶ πιστὸς στὴν ὑπόσχεσή του πρὸς τὸ Θεό, σταθερὰ πρόσφερε ἐκείνη ὁλοκαύτωμα πνευματικὸ στὸν Κύριό του. Κι ὁ θεῖος Μάρκος, θυσίασε ὄχι θυγατέρα, ἀλλὰ τὴν ἴδια του τὴν ψυχὴ μὲ τὴ θέλησή του, ἀληθινά ζωντανὴ θυσία, Οὐσία ἁγία κι εὐάρεστη. Κι ὄχι γιατί νίκησε, ἀλλὰ γιὰ νὰ νικήσει καὶ νὰ κατακτήσει ὀχυρώματα καὶ ὑψώματα πού σηκώνονταν κατὰ τῆς ἀληθινῆς ὀρθοδόξου γνώσης τοῦ Θεοῦ, ἀντιπαρατασσόμενος σ’ ἀρχὲς κι ἐξουσίες. Κι ἐγὼ βέβαια, βρίσκω καὶ σ’ ἄλλο τὸν Μάρκο λαμπρότερο καὶ τιμιότερο ἀπὸ τὸν Ἰεφθάε. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ νίκησε, πρόσφερε τὴν θυγατέρα του. Αὐτός, ἀφοῦ ἐπέστρεψε νικητής, ἀναζωογόνησε (ὅπως πρόκειται νὰ τὸ δείξει ἡ συνέχεια τοῦ λόγου), τὴ Νύμφη καὶ μητέρα του τὴν Ἐκκλησία, πού νεκρώθηκε ψυχικὰ στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὸ φαρμάκι τοῦ λατινισμοῦ καὶ τὴν ἀποκατέστησε ἀπὸ τὴν ἀρχή, κατὰ τὸν θεῖο Παῦλο, στὸν νυμφίο της Χριστὸ ἔνδοξη, ἁγία καὶ ἄμωμη, μὴν ἔχοντας οὔτε σπίλωμα, οὔτε ρυτίδα, ἡ κάποιο ἀπὸ τὰ μιάσματα καὶ βδελύγματα τοῦ αἱρετικοῦ παπισμοῦ.
Καὶ τοῦ Δαβὶδ τὸ λαμπρὸ κατόρθωμα ποιὸ ἦταν; Μονομάχησε μὲ τὸν ἀλλόφυλο Γολιὰθ πού φαινόταν ἀπίστευτος στὸ μέγεθος. Ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια ἦταν καλυμμένος μὲ σίδηρο καὶ χαλκό. Τ’ ἅρματά του, ἀκόμα κι ὅταν φαίνονταν ἀπὸ μακριά, προξενοῦσαν τρόμο κι ἡ φωνὴ του πάγωνε τὸ αἷμα στὶς φλέβες, γιατί ἀποφάσιζε νὰ κριθεῖ ἡ συνολικὴ νίκη μὲ μία μονομαχία, στὴν ὁποία αὐτὸς παρουσίαζε ἕτοιμο τὸν ἑαυτό του. Καὶ λέγοντας ὁ ἀπερίτμητος πολλὰ βλάσφημα λόγια, χλεύαζε τὴν παράταξη τοῦ Ἰσραήλ. Κι ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὁ Δαβίδ, ἔρχεται σὲ κείνη τὴ φοβερὴ μονομαχία, νέος στὴν ἡλικία, μὲ γυμνό τό σῶμα ἀπ’ ἅρματα πολέμου, μόνο μ’ ἕνα ραβδὶ στὸ χέρι καὶ μὲ πέντε πέτρες λεῖες (δηλαδὴ ἴσες καὶ ὁμαλὲς) ἀπὸ τὸ κοντινὸ ποτάμι, τὶς ὅποιες ἔβαλε στὸν ποιμενικό του σάκο. Βάζει μία ἀπὸ τὶς πέντε πέτρες στὴ σφεντόνα καὶ τὴν ἐκσφενδονίζει ἐναντίον τοῦ βάρβαρου μ’ ὅλη του τὴ δύναμη. Κι ἡ πέτρα φεύγει καὶ τρύπα τὴν περικεφαλαία, δηλαδὴ τὸ σίδηρο πού σκέπαζε τὸ κεφάλι καὶ ταυτόχρονα ἀκόμα κι αὐτὸ τὸ περήφανο κεφάλι τοῦ γίγαντα. Καὶ πέφτει ὁ ἀπερίτμητος κάτω στὴ γῆ σὰν δρῦς. Ἀλήθεια, ἀξιοθαύμαστη ἀνδραγαθία. Ποιὸς δὲν τὸ ὁμολογεῖ; Μὰ τί μ’ αὐτό; Στὰ ἀλήθεια, τὸ κατόρθωμα αὐτοῦ τοῦ νέου Δαβίδ, δὲν εἶναι σὲ τίποτα κατώτερο, γιὰ νὰ μὴ φανῶ τολμηρὸς ὁνομάζοντάς το κι ἀνώτερο. Γιατί, προσέξτε παρακαλῶ, ὁ Δαβὶδ μονομαχεῖ μὲ τὸ δικό του γίγαντα ἕνας πρὸς ἕναν καὶ μία μόνο φορὰ καὶ νικᾶ. Ἔδω ὅμως μὲ τρεῖς, μὲ περισσότερους, μ’ ὅλους, μὲ ψευδοσύνοδο πού θέλει νὰ λέγεται οἰκουμενικὴ κι ὄχι μία φορά, ἀλλὰ πάμπολλες, μόνος του ὁ Μάρκος καὶ πάντοτε νικᾶ. ’Ἡ τάχα δὲν εἶναι νίκη καὶ μάλιστα λαμπρότερη ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη νίκη, ἡ ἀντίσταση κι ἡ καρτερία μέχρι τέλους, στοὺς ἀγῶνες τῆς Ὀρθόδοξης πίστης; ΄Ὅπου, γιὰ νὰ πῶ καὶ πάλι τὰ λόγια τοῦ σοφότατου Σχολάριου,
ὑπεράσπιζε τὸ πατρικὸ δόγμα μόνος ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους, γιατί σὲ μᾶς, πού ὀφείλαμε νὰ εἴμαστε σύμμαχοί του, ἀντὶ γιὰ τέτοιους, ἀλίμονο, ἔβρισκε ἐχθρούς, κι ἀντιστεκόταν μόνος του σὲ κείνη τὴν ἀνάξια λόγου [παπικὴ] διδασκαλία στὴν ὁποία οἱ ἄλλοι ὑποχώρισαν καὶ ἀποδέχθηκαν μὲ κάθε τρόπο΄.
Ἀλλὰ καὶ ὡς ἀληθινὸ μονομάχο θέλω νὰ δοῦμε τὸν Μάρκο, μὲ τὸν δικό του Γολιάθ, τὸν φοβερὸ καὶ ὑπέρτατο γιὰ τοὺς δυτικοὺς Πάπα. Ὁ Δαβὶδ τουλάχιστον, εἶχε μαζί του ἕνα ραβδί, μία σφεντόνα καὶ πέντε λεῖες πέτρες ἀπὸ τὸν παρακείμενο ποταμὸ μέσα στὸν ποιμενικό του σάκο καὶ χρησιμοποιώντας αὐτὰ καὶ μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας δύναμης, νίκησε. Ὁ Μάρκος δὲν εἶχε τίποτα ἀπ’ αὐτά, γιατί δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τοῦ φανοῦν χρήσιμα στὸ δικό του πόλεμο. Αὐτός, εἶχε γιὰ ραβδὶ τὸ δικό του σταυρὸ τῆς κατὰ Χριστὸν ἄσκησης, τὸν ὁποίο εἶχε σηκώσει ἀπὸ μικρὴ ἡλικία καὶ σ’ αὐτὸν πάντοτε στήριζε τὶς ἐλπίδες τῆς σωτηρίας του. Γιὰ σφεντόνα εἶχε τὴν ἱερή του γλώσσα, ἰκανότατο ὄργανο τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Ἀλλὰ καὶ λίθους εἶχε αὐτὸς ὁ νέος Δαβίδ, ἀπὸ τὸν κρυφὸ ποταμὸ τῆς Αὐτοσοφίας, πού ἦταν πρὸ πολλού ἀποταμιευμένοι, στὴν ποιμενική του ψυχή. Ἀπὸ πού ἦταν αὐτοί; Ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη, ἀπὸ τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τῶν θεοσοφῶν Ἀποστόλων, ἀπὸ τὶς ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους κι ἀπὸ τὶς ἱερὲς Θεολογίες τῶν ἁγίων κι ἐγκρίτων Δασκάλιον. Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ νοητοὶ πέντε λίθοι τοῦ νέου Δαβίδ, οἱ στ’ ἀλήθεια λεῖοι καὶ ὁμαλοί. Γιατί δὲν ὑπῆρχε σ’ αὐτοὺς τίποτα στρεβλὸ ἡ παραμορφωμένο κατὰ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Καὶ παρόλο πού ἦταν πέντε, ὡστόσο μία ἦταν ἡ δύναμη, ἕνας ὁ νοῦς, ἕνα τό πνεῦμα πού μιλᾶ γιὰ ὅλα κι ἀρκεῖ πολλὲς φορὲς κι ὁ ἕνας ἀντὶ γιὰ ὅλους. Κι ἔτσι πέφτει καὶ μ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά ὁ νοητὸς Γολιάθ. Αὐτά ἦταν τὰ ὅπλα τοῦ δικοῦ μας μονομάχου. Καὶ τὰ ὅπλα τῆς δικῆς μας στρατιᾶς, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, δὲν εἶναι θεαματικά, ἀλλὰ ἱκανὰ γιὰ νὰ γκρεμίζουν ὀχυρώματα. Ὁ δικός του Γολιάθ, ὁ πάπας, δὲν ἦταν βέβαια τετράπηχυς ἡ πεντὰ-πῆχυς σὲ ὕψος, ὅπως ἦταν ἐκεῖνος τοῦ Δαβίδ. Ἀλλὰ ἡ διπλὴ ἐξουσία του (θρησκευτικὴ καὶ πολιτικὴ) τὸν ὕψωνε στὴ φαντασία του ὡς τοὺς οὐρανούς, ἐκεῖ πού ἐπιθύμησε νὰ τοποθετήσει κάποτε τὸ θρόνο του ὁ δικός του συναποστάτης, ὁ ἑωσφόρος.
Καὶ δὲν εἶχε περικεφαλαία χάλκινη, ἀλλὰ τιάρα μὲ τρεῖς κορῶνες, πού προκαλοῦσε θάμπος καὶ κατάπληξη. Δὲν ἦταν θωρακισμένος μ’ διπλά, ἀλλὰ εἶχε στρατεύματα περιφρούρησης γύρω του καὶ σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἰταλία. Δὲν ἔσειε κοντάρι, οὔτε ξεγύμνωνε σπαθί. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτά, μπροστὰ στὴν ἀθεότατη βλασφημία τῆς αἵρεσης τοῦ παπισμοῦ; Ποιὸ κοντάρι μπορεῖ νὰ καρφώσει βαθύτερα καὶ πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὴν αἵρεση μέσα στὴν καρδιά; Ποιὸ σπαθὶ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ πιὸ κοφτερό, ἀπὸ τὴν ἄρνηση τῆς εὐσεβοῦς πίστης; Κι ἂν αὐτὰ τὰ θέλεις καὶ αἰσθητά, ποιὰ ἀμφιβολία ὑπάρχει, ὅλα τα θανάσιμα καὶ ἰδιαίτερα τό πῦρ καὶ τὸ δηλητήριο, μποροῦσαν νὰ χρησιμοποιηθοῦν μὲ ἕνα παπικὸ νεῦμα, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς ἐξάλειψης τῶν πολέμιων τῆς παπικῆς κοσμικῆς του ὑπεροχῆς; Ἀλλὰ παρόλο πού ὁ Πάπας ἦταν γίγας γιὰ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία στὴν Δύση καὶ φοβερὸς σ’ ὅλα, παρόλο πού ὁ θάνατος ἔρεε ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ κράτους του, ὁ Μάρκος παρουσιάστηκε μπροστά του θαρραλέα κι ἐκσφενδόνισε ἀπὸ τὸ θεοκίνητο στόμα του, τὸν λεῖο λίθο τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ ὁ λίθος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου τὴν τιάρα, διαπέρασε ὡς μέσα στὸ μυελὸ τῆς παπικῆς κεφαλῆς καὶ πέφτει σὰν νεκρός, ἀκίνητος, ἄφωνος καὶ χωρὶς ἐνέργεια ὁ ἀπερίτμητος στ’ αὐτιὰ καὶ τὴν καρδιά, ἐκεῖνος πού σὰν ἄλλος Γολιάθ, μὲ τὴν ἑωσφορική του ἔπαρση, χλεύαζε ὄχι κάποια στρατιωτικὴ παράταξη, ἀλλὰ τόσες πολλὲς καὶ μεγάλες παρατάξεις τοῦ Θεοῦ κι ἐννοῶ τὶς ἅγιες κι Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ἀθετώντας καὶ διαστρέβλόντας τὰ θεοδίδακτα δόγματα καὶ νομοθετήματά τους.
Καὶ γιατί τάχα θὰ ἔλεγε κανείς, ὅτι αὐτὸ τὸ μέγα κατόρθωμα τοῦ ἥρωά μας, εἶναι ἐλλιπέστερο ἀπὸ κεῖνο τοῦ Δαβὶδ κι ὄχι μάλιστα λαμπρότερο, ἄφου ἐκεῖ ὁ κίνδυνος, τότε τόσο ὁ κοινός, ὅσο κι ὁ προσωπικός, ἦταν σωματικὸς κι ἐνῶ ἐδῶ ἦταν ψυχικός; Ἐκεῖ προσωρινὸς κι ἔδω αἰώνιος, ὅπως ἦταν καὶ ὅλων των ἄλλων ἁγίων ἀγωνιστῶν; Ναί, βεβαιότατα ἔτσι εἶναι. Καὶ γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος, ὁ μέγας Ἀπόστολος, ἔλεγε: ΄Δὲν διεξάγουμε πάλη μὲ σάρκα καὶ αἷμα, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀρχές, τὶς ἐξουσίες, τοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκοτεινοῦ τούτου κόσμου, μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα στοὺς οὐρανούς΄. Θέλοντας νὰ δείξει μ’ αὐτὰ ὁ δάσκαλος τῆς οἰκουμένης, ὅτι ἡ νίκη καὶ ὁ πόλεμος τῶν ἁγίων, ξεπερνᾶ κατὰ πολύ τό μέτρο. Τέτοιον πόλεμο λοιπὸν διεξῆγε αὐτὸς ὁ μακάριος καὶ σύντριψε λαμπρὰ τὸν Πάπα, τὸν κοσμοκράτορα τοῦ σκότους αὐτοῦ τοῦ αἰώνα, κι ἐννοῶ αὐτῆς τῆς νοητῆς καὶ αἰσθητὴς δύσης.
Ἀλλὰ θὰ ’ρθω καὶ σὲ κείνους τοὺς μεγάλους καὶ φημισμένους σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη ἥρωες. Σ’ αὐτοὺς ἐννοῶ τοὺς λαμπροὺς ἀγωνιστές ὑπὲρ τῆς εὐσέβειας. Ἄπειρο εἶναι βέβαια τό πλῆθος, τόσο τῶν μαρτύρων, ὅσο καὶ τῶν ὁμολογητῶν καὶ σχεδὸν ὑπερβαίνουν κι αὐτὰ τὰ ἄστρα στὸν ἀριθμό, οἱ γενναῖοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ μου. Ἀλλὰ ἐγὼ πρὸς τὸ παρόν, δὲν θὰ προβάλλω, οὔτε τὰ στρατεύματα τῶν ἅγιων μαρτύρων, οὔτε τὰ πλήθη τῶν ὁμολογητῶν, πού κατὰ καιροὺς βασανίστηκαν σκληρὰ ἀπὸ τοὺς ἄθεους αἱρετικοὺς καὶ πὲθαναν λαμβάνοντας τὸ στεφάνι τοῦ ἀγώνα καὶ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Μάρκος, ὅπως λαμπρὰ ἀποδείχτηκε παραπάνω, στάθηκε ὑπεράξιος μιμητὴς καὶ σήμερα χορεύει στοὺς οὐρανοὺς στεφανωμένος, δόξα καὶ καύχημα καὶ ἄξιο συμπλήρωμα τῶν θείων ὁμολογητῶν. Ἀλλὰ θέλω νὰ παρουσιάσω, ἐκείνους πού ἔλαιιψαν στὰ οἰκουμενικὰ κριτήρια, ἐκεῖ δηλαδὴ πού ἡ πίστη κρινόταν καὶ δοκιμαζόταν οἰκουμενικὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἰδιαίτερα ἀνακηρύσσονται ὑπέρμαχοι τῆς Ὀρθόδοξης πίστης. Καὶ γιὰ νὰ μὴ μιλῶ γιὰ Ταράσιους, Εὐτύχιους καὶ Κύριλλους, πού δὲν εἶναι ἴσως γνωστοὶ στὸ πολὺ κόσμο, μοῦ ἀρκεῖ ἕνας, ὁ ὅποιος δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ διαφεύγει τῆς προσοχῆς κανενὸς χριστιανοῦ. Αὐτὸς εἶναι τὸ μέγα θαῦμα τοῦ κόσμου, ὁ περιώνυμος καὶ περιλάλητος Ἀθανάσιος. Γιατί ὅλη σχεδὸν ἡ ζωή του, ὑπῆρξε ἕνας συνεχὴς ἀγώνας, μ’ ἐξορίες, μὲ φυγές, μὲ διωγμοὺς ὑπὲρ τῆς πίστης. Ὁ ἱερὸς Μάρκος αὐτὰ ὅλα, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἐπιλογή του καὶ τὴν γνώμη του, εἶχε τὸν διακαῆ ζῆλο καὶ τὴν ἀξιοθαύμαστη ἐκείνη σταθερότητα στὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια, τὰ δέχτηκε, ὅπως ἀποδείχτηκε ἀπὸ τὰ προηγούμενα καὶ δὲν μένει καμιὰ ἀμφιβολία. Σὲ τί λοιπὸν ἐγώ, πρόκειται νὰ θεωρήσω ὅτι ὑπάρχει κάποια ὑπεροχὴ τοῦ Μάρκου ἀπέναντι στὸν ἅγιο Ἀθανάσιο; Ἴσως κάποιος πρόκειται νὰ κατηγορήσει τὸ λόγο μου γιὰ αὐθάδεια, πού τολμᾶ νὰ κάνει μία τέτοια σύγκριση. Ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι βέβαιος, ὅτι ἐκεῖνος ὁ μέγας φωστήρας τῆς οἰκουμένης, ὄχι μόνο δὲν πρόκειται νὰ ὀργιστεῖ, ἀλλὰ θὰ χαρεῖ μάλιστα, σὰν καλὸς πατέρας πού δοξάζεται ἀπὸ τὸν γιό του.
Τί θέλω νὰ πῶ δηλαδή; Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ἀπόκτησε φήμη, γιατί ὅταν ἦταν ἀκόμα διάκονος τοῦ Πατριάρχη τῆς Ἀλεξάνδρειας, Ἀλέξανδρου, σὲ κείνη τὴν πρώτη ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία συγκλήθηκε ἐνάντια στὴ λύσσα τοῦ ἀθεώτατου Ἄρειου, στάθηκε μέγας ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἔκανε ἐκεῖ διάλεξη μὲ τὸν ἀσεβέστατο Ἄρειο καὶ τὸν καταντρόπιασε μὲ τὰ δόγματα τῆς εὐσέβειας κι ὄχι μόνο ἐκεῖνον, ἀλλὰ καὶ τοὺς δικούς του ὁμόφρονες. Τώρα, ἂν ὁ μέγας Ἀθανάσιος πρὶν ἀκόμα ἀνέβει στὸ θρόνο κάνει ἐκείνους τοὺς φοβεροὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς κατοπινοὺς πολέμους κατὰ τῶν αἱρετικῶν, ἄν, λέω, ἀπὸ τότε ἤδη ὀνομάστηκε ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καὶ πρόμαχος τῆς Ἔκκλησιας καὶ παντοῦ διαδίδεται, ὅπως εἶπα, ἐκεῖνο τὸ κατόρθωμα τοῦ ἁγίου, πόσο περισσότερο εἶναι δίκαιο, νὰ διαδίδεται παντοῦ ἡ φήμη τοῦ θείου Μάρκου, πού τόσο ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια; Σὲ κείνη τὴν ἁγία πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ σύνολο τῶν Πατέρων ἦταν ὄχι μόνο ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ κι ἁγιότατοι καὶ θαυματουργοί. Κι οἱ αἱρετικοί, ἦταν γενικὰ λίγοι, δέκα, ἴσως καὶ λίγο περισσότεροι. Ἐνώ σ’ αὐτὴ τὴ μιαρὴ σύνοδο τῆς Φλωρεντίας, τὸ μεγαλύτερο μέρος ἦταν κακὸφρονες, πονηροὶ καὶ σατανικοὶ καὶ λίγοι ἦταν οἱ Ὄρθοδοξοι καὶ στὸ τέλος ὅλοι ἀπέκλιναν κι ἐξαχρειώθηκαν. Ἑπομένως, ἐκεῖ πού ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὑπερασπιζόταν τὴν εὐσέβεια μαζὶ μ’ ὅλους, ὁ Μάρκος ἀγωνιζόταν μόνος του καὶ πολεμοῦσε μόνος ἐναντίον ὅλων. Ἐκεῖνος ἦταν ἀνάμεσά σε φίλους καὶ πατέρες κι ἀδελφούς, ἐνώ αὐτός, ἀνάμεσα σ’ ἐχθρούς, πολέμιους κι ἐπίβουλους. Ποιὸς λοιπὸν δὲν βλέπει, ὅτι διαφέρει σχεδὸν σ’ ὅλες τὶς περιστάσεις αὐτὸ τὸ κατόρθωμα καὶ ξεπερνᾶ κατὰ πολύ το μέτρο, ἐφόσον δὲν εἶναι τὸ ἵδιο, νὰ σηκώσουν ἕνα βάρος οἱ πολλοὶ καὶ τὸ ἴδιο νὰ τὸ σηκώσει. ἕνας καὶ μόνος του;
Γιατί ὑπεράσπιζε, λέει, τὸ πατρικὸ δόγμα, μόνος ἀνάμεσα στοὺς Λατίνους
Ἀλλά, ἐπειδὴ τόλμησε νὰ συγκριθεῖ ὁ λόγος τοῦ ἐπαινετοῦ σ’ ὅλα Μάρκου μὲ τὸν μέγα δάσκαλο τῆς οἰκουμένης καὶ σὲ κάποιο βαθμὸ τὸ κατόρθωσε, ἤδη μοῦ ἦρθε στὴ μνήμη καὶ τὸ μέγα ἐγκώμιο, τὸ ὁποίο πλέκει ἐξαίρετα ὁ μέγας στὴ θεολογία Γρηγόριος, πρὸς δόξα ἐκείνου τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου. Κι ἐπειδὴ δὲν εἶναι γνωστό, θὰ τὸ διηγηθῶ μὲ συντομία, γιατί ὁ δικός μας Μάρκος, δὲν φαίνεται ἐλλιπὴς οὔτε σ’ αὐτὸ τὸ μέγιστο κατόρθωμα.
Ὁ μέγας Ἀθανάσιος βρισκόταν ἐξόριστος στὴν Ἰταλία ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τῶν ἀρειανῶν. Κι ἐκείνη τὴν ἐποχή, ἔγινε ἐκεῖ Σύνοδος Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων καὶ δυτικῶν κι ἀνατολικῶν. Σὲ κείνη τὴ Σύνοδο, ὁπού, ὅπως εἶπα, ἦταν ὅλοι Ὀρθόδοξοι καὶ ὁμόφρονες, ἐπακολούθησε μεγάλη σύγχυση κι ἀπ’ αὐτὴ προέκυψε καὶ σχίσμα μεταξύ των δυτικῶν καὶ τῶν ἀνατολικῶν. Ἡ αἰτία ἦταν, ὅτι οἱ δυτικοὶ ἔλεγαν κάποιες λέξεις πού δὲν τὶς δέχονταν οἱ ἀνατολικοί. Καὶ τὸ ἴδιο οἱ ἀνατολικοὶ ἔλεγαν κάποιες ἄλλες λέξεις, τὶς ὅποιες ἡ γλώσσα τῶν δυτικῶν, ἡ λατι νική, δὲν τὶς ἔχει, ἀφοῦ εἶναι περιορισμένη καὶ φτωχὴ στὰ νοήματα. Γι’ αὐτὸ οἱ δυτικοί, ἐπειδὴ δὲν καταλάβαιναν τὸ νόημα τῶν λέξεων, δὲν τὶς δέχονταν. Ἐπομένω κι οἱ ἀνατολικοί, φαίνονταν στοὺς δυτικοὺς αἱρετικοί, δηλαδὴ Ἀρειανοί κι οἱ δυτικοὶ ἀντίστοιχα φαίνονταν αἱρετικοὶ στοὺς ἈνατολικοΎς, δηλαδὴ Σαβελλιανοί. Καὶ γι’ αὐτό, ὅπως εἶπα, ἔγινε καὶ μεγάλη ταραχὴ καὶ λίγο ἔλειψε ν’ ἀποσχιστοῦν οἱ Ἐκκλησίες, παρόλο πού στ’ ἀλήθεια καὶ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ ἄλλο, ὀρθὰ καὶ σωστὰ φρονοῦσαν ὡς πρὸς τὰ λεγόμενα. Τότε λοιπὸν κι ὁ μέγας Ἀθανάσιος, πού ἦταν παρὼν ἐκεῖ, ἔδωσε προσοχὴ καὶ στὸ ἕνα μέρος καὶ στὸ ἄλλο. Ἐξέτασε δηλαδὴ μὲ ἠρεμία κι ἐπιμέλεια τὰ φρονήματα καὶ τῶν δύο πλευρῶν κι ἐπειδὴ κατάλαβε πώς ὀρθὰ φρονοῦν καὶ τὰ δύο μέρη, τοὺς ἄφησε νὰ λένε τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα πού ἔχει ἡ κάθε γλώσσα, βεβαιώνοντας καὶ τὸ ἕνα μέρος καὶ τὸ ἄλλο, πώς ὀρθὰ καὶ σωστὰ φρονοῦν. Κι ἔτσι σταμάτησαν τὰ σκάνδαλα κι ἔγινε εἰρήνη στὶς Ἐκκλησίες καὶ διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα ὅπως καὶ πρίν.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα ἔργο τοῦ μεγάλου Ἀθανάσιου, τὸ ὁποίο πάνω ἀπὸ τ’ ἄλλα θαυμάζει κι ἐπαινεῖ ὁ μέγας Γρηγόριος καὶ γιὰ νὰ πῶ τὰ ἴδια του τὰ λόγια: ΄Αὐτό, λέει, εἶναι πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τοὺς μεγάλους κόπους καὶ τοὺς λόγους καὶ αὐτὸ εἶναι, προτιμότερο ἀπὸ πολλὲς ἀγρυπνίες καὶ χαμαικοιτίες…΄.
Λοιπόν, ἂν αὐτὸ τὸ κατόρθωμα τὸ ἐπαινεῖ τόσο πολὺ ὁ Θεολόγος, πώς δὲν εἶναι κι ὁ Μάρκος, ἕνας ἄλλος Ἀθανάσιος, ποῦ, ἂν καὶ δὲν κατόρθωσε περισσότερα, ὡστόσο ἐνέργησε κι αὐτὸς ὁπωσδήποτε τὸ ἴδιο θαυμάσια;
.......

Ἃς κρατοῦμε λοιπὸν στερεὴ τὴν πατρική μας εὐσέβεια. Ἃς μένουμε στὰ ἔθιμα καὶ τὰ ὅρια τῆς ἁγίας μας Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία γεννηθήκαμε κι ἀναγεννηθήκαμε κι ἀνατραφήκαμε, μὲ τὸν θεῖκό της λόγο καὶ μὲ τ’ ἄχραντα μυστήριά της. Ἄς ἀποφεύγουμε τοὺς παπιστὲς ὡς μιάσματα καί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἁπλά, ὡς στ’ ἀλήθεια αἱρετικούς, γιὰ ν’ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς, ἀπὸ τὴν καθαρότητα τῆς πίστης μας, νὰ ἔχουμε μερίδιο, μ’ αὐτὸν τὸν θεῖο δάσκαλο καὶ Πατέρα μας καὶ μέσω αὐτοῦ καὶ μαζὶ μ’ αὐτόν, μὲ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί πλούτισε πολὺ κι ἔχει παρρησία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μπορεῖ καὶ θέλει νὰ μεσολαβεῖ γιὰ μᾶς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὑπέμεινε μύριους πόνους, ἄπειρους ἰδρῶτες κι ἀγωνίστηκε μέχρι αἵματος, αὐτὸς ὁ φημισμένος κι ἀείμνηστος ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ὁ Ἀντίπαπας..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου