ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ
Υπενθυμίζουμε στους αναγνώστες του ιστολογίου ότι υβριστικά σχόλια ή σχόλια που
θυμίζουν εκθέσεις ιδεών, χωρίς την απαραίτητη θεολογική τεκμηρίωση, ΔΕΝ ΘΑ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ. Οι μέχρι τώρα δημοσιεύσεις ορισμένων σχολίων έδειξαν την θεολογική ανεπάρκεια των σχολιαστών.
ΜΕΡΟΣ-Γ
Ο μολυσμὸς καὶ ἡ σχέση
του μὲ τὴν ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω» κατὰ τὸ «consensus
Patrum»(=συμφωνία πατέρων)
Ὁ 2ος ἱερὸς Κανόνας τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου
διορίζει:
«Πάντας τοὺς εἰσιόντας
εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τῶν ἱερῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μὴ κοινωνοῦντας δὲ εὐχῆς ἅμα
τῷ λαῷ, ἢ ἀποστρεφομένους τὴν μετάληψιν τῆς Εὐχαριστίας, κατά τινα ἀταξίαν,
τούτους ἀποβλήτους γίνεσθαι τῆς Ἐκκλησίας, ἕως ἂν ἐξομολογησάμενοι καὶ
δείξαντες καρποὺς μετανοίας καὶ παρακαλέσαντες, τυχεῖν δυνηθῶσι συγγνώμης. Μὴ ἐξεῖναι δὲ
κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ’ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ
τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ Ἐκκλησίᾳ
μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείη τις τῶν Ἐπισκόπων, ἢ Πρεσβυτέρων, ἢ Διακόνων, ἤ
τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις
κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας». |
Ὁ δὲ 10ος ἱερὸς Ἀποστολικὸς Κανόνας κελεύει : «Εἴ
τις ἀκοινωνήτῳ, κἂν ἐν οἴκῳ συνεύξηται, οὗτος ἀφοριζέσθω».
Οἱ ἐπίσημοι ἑρμηνευτὲς τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς Κανόνες ἑρμηνεύουν
ὡς ἰσχύοντες γι’ αὐτὸν ποὺ ἔχει τεθεῖ ἐκτὸς
ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸν ἀφορισθέντα, (βλ. τὶς
σχετικὲς ἑρμηνεῖες τους ΡΠΣ2,14). Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος ἀκολουθώντας
τοὺς προηγουμένους, (βλ. Πηδάλιον, 13, 407-408). Ὡς θὰ δειχθεῖ ὅμως, ἀμέσως
κατωτέρω, οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τὸ προκείμενο
θέμα ἐξέλαβαν καὶ ἀπὸ μὴ καταδικασθέντα αἱρετικό.
Καταχωροῦμε τὴν πολὺ γνωστὴ ἐπιστολὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου
πρὸς «Μονάζοντας» :
«Ἐπειδὴ δὲ ὑπάρχουν
μερικοὶ ἀρειανόφρονες, οἱ ὁποῖοι περιέρχονται τὰ μοναστήρια γιὰ κανένα ἄλλο
σκοπό, παρὰ νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς ἁπλοϊκούς, σὰν νὰ εἶναι ἀπεσταλμένοι τάχα ἀπὸ
ἐμᾶς. Ὑπάρχουν δὲ καὶ μερικοὶ οἱ ὁποῖοι διαβεβαιώνουν μὲν ὅτι δὲν φρονοῦν τὴν
διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, ἀλλὰ συγκαταβαίνουν καὶ συνεύχονται μαζί τους στὸν ἴδιο
τόπο. Κατ’ ἀνάγκη λοιπὸν ἔσπευσα, ἐπειδὴ μὲ παρεκάλεσαν μερικοὶ σταθερώτατοι ἀδελφοί,
νὰ σᾶς γράψω, ὥστε νὰ φυλάσσετε ἀκέραιη καὶ ἀνόθευτη τὴν εὐσεβῆ πίστη, τὴν ὁποία
διατηρεῖ σ΄ ἐσᾶς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μὴ δώσετε ἀφορμὴ σκανδαλισμοῦ στοὺς
ἀδελφούς. Διότι ὅταν μερικοὶ δοῦν ἐσᾶς τοὺς πιστοὺς στὸν Χριστὸ νὰ συνέρχεσθε
καὶ νὰ κοινωνεῖτε μαζί τους, ὁπωσδήποτε θὰ ὑπονοήσουν ὅτι εἶναι ἀδιάφορο καὶ ἔτσι
θὰ πέσουν στὸν βόρβορο τῆς ἀσεβείας. Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ λοιπὸν αὐτό, θελήσατε, ἀγαπητοί,
αὐτοὺς ποὺ φανερὰ φρονοῦν τὰ τῆς ἀσεβείας νὰ τοὺς ἀποστρέφεσθε. Αὐτοὺς ποὺ
νομίζουν ὅτι δὲν φρονοῦν τὰ τοῦ Ἀρείου, κοινωνοῦν ὅμως μετὰ τῶν ἀσεβῶν νὰ
φυλάγεστε καὶ μάλιστα αὐτῶν τῶν ὁποίων ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημα, ἀπ’ αὐτοὺς
πρέπει νὰ φύγουμε τὴν κοινωνία. Ἐὰν
δὲ κάποιος προσποιεῖται μὲν ὅτι ὁμολογεῖ τὴν ὀρθὴ πίστη, φαίνεται ὅμως ὅτι
κοινωνεῖ μ’ ἐκείνους, νὰ τὸν προτρέψετε νὰ ἀπέχει ἀπ’ αὐτὴν τὴν συνήθεια καὶ ἐὰν
μὲν τὸ ὑποσχεθεῖ, νὰ τὸν ἔχετε ὡς ἀδελφό, ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένει, νὰ
παραιτηθεῖτε. Γιατὶ ἐὰν ἔτσι διατελεῖτε θὰ διατηρήσετε τὴν πίστη καθαρὴ καὶ ἐκεῖνοι
βλέποντες ἐσᾶς θὰ ὠφεληθοῦν, ἐπειδὴ θὰ φοβηθοῦν μήπως θεωρηθοῦν ὡς ἀσεβεῖς καὶ
ὅτι πιστεύουν τὴν διδασκαλία ἐκείνων». |
Ἡ
πολὺ σημαντικὴ αὐτὴ ἐπιστολὴ διδάσκει δύο ἀρχὲς (=θεμελιώδεις
κανόνες), ἡ πρώτη «ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς
κοινωνίας προσήκει φεύγειν» καὶ ἡ δευτέρα «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω». Μέσα στὴν εὐρύτερη προσπάθεια
ποὺ καταβάλλει αὐτὴ ἡ ἐργασία εἶναι νὰ διασώζεται τὸ «consensus Patrum» στὰ
παρατιθέμενα πατερικὰ ἀποσπάσματα, ὡς ἤδη ἐλέχθη. Θὰ καταχωρηθοῦν λοιπὸν ἕξι
παραθέσεις ποὺ ἔχουν τὴν ἀναφορά τους σ’ αὐτὴν τὴν συγκεκριμένη ἐπιστολὴ
διαχρονικῶς εἰς τοὺς Πατέρες.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει: «Τοῦ τε ἁγίου Ἀθανασίου
προστάσσοντος, μηδεμίαν κοινωνίαν ἔχειν ἡμᾶς
πρὸς τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ μὴν μηδὲ πρὸς τοὺς κοινωνοῦντας μετὰ τῶν ἀσεβῶν». Καὶ οἱ δύο ἀρχὲς γίνονται ἀποδεκτὲς ἀπὸ
τὸν Ὅσιο καὶ στὴν προκειμένη περίπτωση καὶ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
Ὁ ἅγιος Ἰωσὴφ Πατριάρχης Κπόλεως καὶ ἡ Σύνοδός του,
γιὰ τὸ ἐν λόγῳ θέμα, λέγουν:
«Ὅρα γοῦν τὸν
θαυμάσιον ἐν τούτοις τί δια τάττεται. Κἂν
τὴν ὑγιῆ μὲν ὁμολογῶσι πίστιν, φησί, πρὸς δὲ τοὺς μὴ ὀρθόφρονας κοινωνίαν ἔχωσιν,
ἀπέχετε ἀπ’ αὐτῶν, εἰ μὴ μεταβάλλοιντο καὶ τῆς τῶν τοιούτων κοινωνίας ἑαυτοὺς
ἀφιστῶσι, καὶ ἀδελφοὺς αὐτοὺς μὴ ἔχετε. Εἰ
δὲ τοὺς μόνον κοινωνοῦντας ἑτεροδόξοις, εἰ καὶ ὀρθοδοξοῦσιν, ἀποβάλλεσθαι χρή,
πόσῳ μᾶλλον Ἰταλούς, ἀποφευκτέον, αὐτοὺς προηγουμένως νυνὶ τολμῶντας τὴν
βλασφημίαν τοῦ Πνεύματος» |
Εἶναι διαταγὴ ἑρμηνεύει τὸ συνοδικὸ κείμενο, νὰ μὴν ἔχουμε
κοινωνία μὲ ὀρθόφρονες, ποὺ μετὰ ἀπὸ παραγγελία δὲν ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς «μὴ ὀρθόφρονας»
καὶ μάλιστα «ἀδελφοὺς αὐτοὺς μὴ ἔχετε». Ἡ ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος
ἔστω» γίνεται ἀποδεκτὴ συνοδικῶς.
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς
ἐπὶ τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς λέγει:
«Καὶ ὁ μέγας Βασίλειος... καὶ ἐν τῇ πρὸς μονάζοντας ἐπιστολῇ· "Εἴ
τινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦνται ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσι,
τοὺς τοιούτους εἰ μετὰ παραγγελί- αν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν,
ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφούς ὀνομάζειν"». |
Καὶ ἐδῶ γίνεται ἀποδεκτὴ ἡ
ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω». Μὲ τὴ μόνη διαφορὰ ὅτι ὁ ἅγιος Μᾶρκος
τὴν ἐπιστολὴ πρὸς «Μονάζοντας» τὴν καταχωρεῖ στὸν Μ. Βασίλειο, ἀλλὰ πρόκειται
περὶ τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς. Ὅλες οἱ ἑπόμενες παραθέσεις τὴν καταχωροῦν σ’ αὐτὸν τὸν
Ἅγιο (καὶ ἡ προ ηγουμένη παράθεση τοῦ συνοδικοῦ κειμένου τὴν καταχωρεῖ στὸν Μ.
Βασίλειο).
Ὁ
δὲ Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης ἐπὶ τῆς προκειμένης λέγει:
« Καὶ πάλιν ὁ
περίφημος Βασίλειος εἴρηκε· Οἱ πίστιν
προσποιούμενοι τὴν ὑγιᾶ φυλάττειν, ἀνδράσι
κοινωνοῦντες δὲ κακοῖς ἑτεροδόξοις, εἰ μετὰ
πλείστας συμβουλὰς αὐτῶν οὐκ ἀποσταῖεν, οὐ μόνον λογισθήσονται παρὰ τοῖς ὀρθοδόξοις ἀνάξιοι τῆς
μετ’ αὐτῶν ὑπάρχειν κοινωνίας, ἀλλ’ οὐδὲ
δίκαιον αὐτοὺς εἰς ἀδελφοὺς καλεῖσθαι». |
Ἡ ἴδια ἀρχὴ ἔγινε ἀποδεκτὴ
καὶ ἀπὸ τὸν ὅσιο Μελέτιο.
Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος λέγει:
«"Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτων καὶ ἀπὸ τῆς κοινωνίας
προσήκει φεύγειν" τοῦ Μεγάλου Βα-σιλείου φωνή». |
Καὶ ὁ Βρυέννιος ἀποδέχεται
τὴν ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
Ὁ δὲ Ἱερομ.-κανονολόγος Ματθαῖος Βλάσταρις σχετικῶς
λέγει:
«πρὸς γὰρ τοὺς
μονάζοντας ὁ μέγας ἐπιστέλλων Βασίλειος», στὴν συνέχεια παραθέτει τὴν ἐπιστολὴ
ὅπως εἶναι καταχωρημένη ἀνωτέρω καὶ ἐπιλέγει: «Εἰ δὲ τοὺς κοινωνοῦντας μόνον ἑτεροδόξοις,
εἰ καὶ τῆς ὑγιοῦς οὐ μεθίενται (=ἀπέχουν) δόξης, οὐκ ὤετο (=νόμιζε) δεῖν ὁ τοῦ
Θεοῦ ἄνθρωπος εὐθυνῶν ἄνευ προσίεσθαι (=προσδέχεσθαι). πῶς οὐκ ἂν εἴη δεινὸν
καὶ τῆς οἱασοῦν ἀξιοῦν κοι- νωνίας τοὺς περὶ τὰ καίρια τῶν τῆς ἐκκλησίας
δογμάτων ἐληλεγμένας ἐσφάλθαι (δηλαδὴ τοὺς Λατίνους)» |
Καὶ ὁ ἱερὸς Ματθαῖος κάνει ἀποδεκτὴ τὴν ἴδια ἀρχή.
Ἔγινε λοιπὸν ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ
συνείδηση ἡ ἀρχὴ « ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω» καὶ μάλιστα ἀπὸ ἀκατακρίτῳ
«ἀκοινωνήτῳ». Καὶ λέγουμε ἀπὸ ἀκατακρίτῳ διότι σὲ τέτοιο ἀναφέρονται καὶ ὁ Μ. Ἀθανάσιος
καὶ ὁ Μ. Βασίλειος, (βλ.σσ. 640-641, 560κ.ἑ.).
Ὡς ἐκ τούτου καὶ οἱ Πατέρες ποὺ ἀποδέχθηκαν
τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, τὴν ἐξέλαβαν ὡς ἀπὸ ἀκρίτους αἱρετικοὺς καὶ τὴν ἐφάρμοσαν ὡς
πρὸς τοὺς Παπικοὺς μὲ τὴν ἑξῆς ἔννοια: ἐὰν ἰσχύει ὡς πρὸς ἀκρίτους αἱρετικοὺς
πόσο περισσότερο ὡς πρὸς τοὺς Παπικούς. Λ.χ. γράφει τὸ συνοδικὸ κείμενο τοῦ ἁγίου
Ἰωσὴφ Πατριάρχου Κπόλεως: «Εἰ δὲ τοὺς μόνον κοινωνοῦντας ἑτεροδόξοις, εἰ καὶ ὀρθοδοξοῦσιν,
ἀποβάλλεσθαι χρή»· μέχρις ἐδῶ ἡ ἀναφορὰ εἶναι ὡς πρὸς τὴν ἐπιστολή,
στὴν συνέχεια τὴν ἀντιπαραβάλλουν μὲ τοὺς Παπικούς:
«πόσῳ μᾶλλον Ἰταλούς, ἀποφευκτέον, αὐτοὺς
προηγουμένως...»
Κάποιες
παρατηρήσεις:
1)
Ἔτυχε
καθολικῆς ἀποδοχῆς ἡ ἐπιστολὴ αὐτή. Ἡ ἴδια ἐπιστολὴ
γράφηκε τὸν 4ο αἰ., εἴτε ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, εἴτε ἀπὸ τὸν Μ. Ἀθανάσιο καὶ ὅτι
τὴν ἀποδέχονται καὶ οἱ δύο αὐτοὶ Μεγάλοι Ἀρχιερεῖς θεωροῦμε ὅλως περιττὸν καὶ νὰ
τὸ ἀναφέρουμε. Τὸν 9ο αἰ. ἀπὸ τὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, τὸν 13ο αἰ. ἀπὸ τὴν
Σύνοδο τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ Πατριάρχου Κπόλεως καὶ τὸν ὅσιο Μελέτιο τὸν Γαλησιώτη, τὸν
14ο αἰ. ἀπὸ τὸν Ἱερομ.-κανονολόγο Ματθαῖο Βλάσταριν, τὸν 15ο αἰ. ἀπὸ τὸν σοφὸ Ἰωσὴφ
Βρυέ- νιο καὶ τὸν ἅγιο Μᾶρκο τὸν Εὐγενικὸ καὶ τέλος τὸν 17ο αἰ. ἀπὸ τὸν ἱερὸ
Δοσίθεο Πα- τριάρχη Ἱεροσολύμων, (βλ. τὴν σχετικὴ ἑνότητα τῶν «Παραλειπομένων»
σσ. 679 κ.ἑ.).
2)
Ἔγιναν
ἀποδεκτὲς οἱ δύο ἀρχὲς ποὺ περιέχει: «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ
τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» καὶ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
3)
Εἶναι
ὑποχρεωτικὲς οἱ δύο ἀνωτέρω ἀρχὲς τῆς ἐπιστολῆς (βλ.
Νο 2). Τοῦτο ἐξάγεται ἐκ τῶν ἑρμηνειῶν: Τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου: «Τοῦ τε ἁγίου Ἀθανασίου προστάσσοντος», ὡς
προσταγὴ τὸ ἑρμηνεύει. Τοῦ συνοδικοῦ κειμέ- νου τοῦ ἁγίου Ἰωσὴφ Πατριάρχου
Κπόλεως: «Ὅρα γοῦν τὸν θαυμάσιον ἐν
τούτοις τί διατάττεται», ὡς διαταγὴ τὸ ἑρμηνεύει. Τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ
καὶ τοῦ ὁσίου Μελετίου τοῦ Γαλησιώτου: «μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, ἀλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν», ὡς ὑποχρεωτικὸ
τὸ ἐκλαμβάνουν. Τοῦ δὲ Ἱερομ.- κανονολόγου Ματθαίου Βλαστάρεως «οὔκ ὤετο δεῖν
ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος εὐθυνῶν ἄνευ
προσίεσθαι», αὐτοὶ ποὺ θὰ κοινωνήσουν μὲ τοὺς κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους
τοῦτο γεννᾶ εὐθύνες, μολονότι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς ἀκοινωνήτους
δὲν ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ δόξα «εἰ καὶ τῆς ὑγιοῦς οὐ μεθίενται
δόξης».
Ἀλλὰ
καὶ τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς: «ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς
κοινωνίας προσήκει φεύγειν», τὸ «προσήκει» δὲν ἀφήνει περιθώρια δυνητικῆς ἑρμηνείας.
Πρέπει νά φύγουμε. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὸν ὀρθόδοξο ποὺ συνεχίζει νὰ
συμπροσεύχεται μετὰ ἀπὸ παραγγελία μὲ ἀκοινώνητο αἱρετικὸ θὰ πρέπει νὰ
παραιτηθοῦμε νὰ τὸν ἔχουμε ὡς ἀδελφό: «καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον
ὡς ἀδελφόν· ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένει, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθαι», (βλ. καὶ τὴν
ἀμέσως ἑπομένη παράθεση κατωτέρω ὡς ἐντολὴ τὸ ἐξέλαβαν καὶ οἱ μοναχοὶ τοῦ Μ. Ἀθανασίου,
«διὰ τὸ ἔχειν ἡμᾶς ἐντολῆς παρὰ τοῦ πατρὸς ἡμῶν»).
Σαφέστατα
λοιπὸν καταδεικνύεται ὅτι οἱ ἀρχές: «ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ
τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» καὶ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω», εἶναι
ὑποχρεωτικές.
4) Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ τὸ «κοινωνοῦντας» ἑρμηνεύεται
ὡς συμπροσευχομέ- νους καὶ τοῦτο διότι γράφεται στὴν ἐπιστολή: « Ὅταν γάρ τινες
ἡμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ’ αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας,...»
καὶ μόλις ἀνωτέρω ἑξηγεῖται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιστολῆς τί ἐννοεῖται:
«συγκαταβαίνοντες δέ, καὶ μετ’ αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό». Δηλαδὴ τὸ
«συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας» ἀναφέρεται στὸ «εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό». Συνεπῶς·
Τὸ «ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν» ἑρμηνεύεται,
αὐτῶν ποὺ ἀποστρεφόμαστε τὸ φρόνημα ἀπ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ φεύγουμε τὴν
συμπροσευχή τους. Καὶ τὸ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω» ἑρμηνεύεται,
αὐτὸς ποὺ συμπροσεύχεται μὲ τὸν ἀκοινώνητο δὲν πρέπει νὰ συ- μπροσευχόμαστε
μαζί του.
5) «ἀλλ’ οὐδὲ δίκαιον αὐτοὺς εἰς ἀδελφοὺς
καλεῖσθαι». Δὲν πρέπει νὰ ἀποκαλοῦνται ὡς ἀδελφοὶ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ὄντες Ὀρθόδοξοι
στὸ φρόνημα, δὲν ἀπομακρύνονται, μετὰ ἀπὸ παραγγελία, ἀπὸ τὴν συμπροσευχὴ τῶν ἑτεροδόξων.
(Ιερομονάχου
Ευγενίου .Η έννοια του μολυσμού. Οι
παραπομπές των κειμένων βρίσκονται στο βιβλίο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου