Άποψη-ένσταση Τρίτη
(απόσπασμα απ άρθρο του μακαριστού μητροπολίτη Γόρτυνος Ιερεμία)
«Στὶς ἐπιστολές τους λοιπὸν αὐτοὶ πρὸς ἐμένα...μοῦ
γράφουν ὅτι ὅσοι θέλουν νὰ εἶναι γενναῖοι ἀγωνιστὲς τῆς Ὀρθοδοξίας πρέπει νὰ
προχωρήσουν σὲ "ἀποτείχιση". Νὰ ἀποκηρύξουμε δηλαδὴ τὸν Πατριάρχη γιὰ
τὶς συμπροσευχές του μὲ τὸν Πάπα καὶ μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχη νὰ ἀποκηρύξουμε καὶ ὅσους
ἔχουν κοινωνία μαζί του... Σ’ αὐτοὺς λοιπὸν ὅλους δηλώνω μὲ εὐθύτητα στὸ
κήρυγμά μου αὐτό, ἂς μὲ φυλάξει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία νὰ μὴ κάνω τέτοιο κακὸ
ποὺ μοῦ προτείνουν. Γιατὶ αὐτὸ πάει γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ, στὸν ὁποῖο
ὁ καθένας τους εἶναι "ἐκκλησία" καὶ "ὑπὲρ ἐκκλησία". ...Ἡ ἑνότητα
αὐτὴ τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς: Οἱ ἱερεῖς μνημονεύουν τὸν Ἐπίσκοπο... Ὁ Ἐπίσκοπος
πάλι μνημονεύει τὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Ἡ δὲ Ἱερὰ Σύνοδος μνημονεύει ὅλους τοὺς Ἀρχιεπισκόπους,
ὅλα τὰ Πατριαρχεῖα καὶ ἰδιαιτέρως μνημονεύει τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Ἔτσι μὲ
τὴν μνημόνευση αὐτὴ ὑπάρχει ἑνότητα σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Ἐσεῖς οἱ λαϊκοὶ γιὰ νὰ
ἀνήκετε στὴν Ἐκκλησία πρέπει νὰ μνημονεύετε κάποιον Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ὅμως
πρέπει νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ ὅλο τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας...Ἂν ὅμως τώρα ἐγώ, ὁ Ἐπίσκοπός
σας, παύσω νὰ μνημονεύω τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, κόβομαι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ αὐτόματα
καὶ ἐσεῖς, ποὺ εἶστε ἑνωμένοι μαζί μου, ἀποκόπτεστε καὶ ἐσεῖς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία
καὶ βρίσκεσθαι ἔξω ἀπ’ Αὐτήν. Τὸ ξαναλέγω, χριστιανοί μου: Ὅταν ἕνας Δεσπότης,
μόνος του αὐτός, χωρὶς νὰ τὸ ποῦν καὶ νὰ συμφωνήσουν καὶ οἱ ἄλλοι πατέρες Ἱεράρχες,
παύει τὸ μνημόσυνο τοῦ Πατριάρχου, αὐτὸς ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔκανε τὸν
ἑαυτό του ὑπὲρ-Ἐκκλησία καὶ ἔκανε σχίσμα, τὸ ὁποῖο σχίσμα εἶναι φοβερὸ ἁμάρτημα,
τὸ φοβερώτερο, ποὺ δὲν τὸ ξεπλένει οὔτε αἷμα μαρτυρίου...»
Απάντηση
Ἡ ἀποτείχιση δὲν εἶναι ἀποκήρυξη, ὡς ἰσχυρίζεται ἡ ἔνσταση. Δηλαδή, δὲν καθαιρεῖ ὁ ἀποτειχισμένος τὸν Πατριάρχη διότι δὲν ἔχει τὴν ἁρμοδιότητα νὰ τὸ κάνει. Αὐτὸ ἐπιτελεῖται μόνον ὑπὸ συνόδου, κατὰ τὸ «consensus consiliorum» (=συμφωνία Συνόδων). Καὶ οὔτε ἀποκηρύττουν αὐτοὺς ποὺ κοινωνοῦν μὲ τὸν Πατριάρχη ὅσοι τηροῦν τὴν ἀρχὴ «ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔστω».
Οὔτε δηλαδὴ καθαιροῦν αὐτοὺς τοὺς κληρικοὺς οἱ ὁποῖοι
κοινωνοῦν μὲ τὸν ἀκοινώνητο. Καὶ αὐτὸ ἐπιτελεῖται μόνον ὑπὸ συνόδου. Ἡ δὲ ἑνότητα
τῆς Ἐκκλησίας, πράγματι ἐκφράζεται καὶ ἐκδηλώνεται, διὰ τοῦ μνημοσύνου ἀπὸ τοὺς
μὲν πρὸς τοὺς δέ, ἀλυσιδωτὰ κατὰ ἱεραρχία. Δὲν ἑδράζεται ὅμως αὐτὴ ἡ ἑνότητα σ’
αὐτὴν τὴν διαμνημόνευση, ὡς θέλει ἡ ἔνσταση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Χριστοκεντρικὴ δὲν
εἶναι ἐπισκοποκεντρική, ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ συνδετικὸς κρίκος καὶ ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας,
Αὐτὸς εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ ὅμως προϋποθέτει ὅτι ὁ Πατριάρχης –
καὶ κάθε Ἐπίσκοπος καὶ κάθε πιστὸς – πρέπει νὰ εἶναι ὀρθόδοξος. Ὅταν ὁ
Πατριάρχης αἱρετίζει τότε τὸ σχίσμα τὸ δημιουργεῖ αὐτὸς στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας,
διασπᾶ δηλαδὴ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Χριστὸ λόγῳ τῆς αἱρέσεως. Κατὰ συνέπεια ὅποιος Ἐπίσκοπος
διακόψει τὴν διαμνημόνευση αὐτοῦ τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου πρὸ τῆς καθαιρέσεώς
του καὶ χωρὶς νὰ συμφωνή[1]σουν οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι, αὐτὸς ὁ Ἐπίσκοπος
δὲν δημιουργεῖ σχίσμα (καὶ οὔτε τὸν καθαιρεῖ). Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο συμβαίνει, ἐλευθερώνει
τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ σχίσμα ποὺ εἰσήγαγε ὁ αἱρετικὸς Πατριάρχης, κατὰ τὸν 15ο ἱερὸ
Κανόνα τῆς ΑΒ’ Συνόδου.
Ἀκόμη ἡ ἀποτείχισις ἔχει τὴν ἔννοια τῆς παρεμβολῆς
τείχους μεταξὺ τοῦ Ἐπισκόπου ποὺ ἔχει διακόψει τὴν διαμνημόνευση τοῦ αἱρετικοῦ
Πατριάρχου μ’ αὐτὸν τὸν Πατριάρχη ποὺ τοῦ διακόπηκε ἡ διαμνημόνευση. Δηλαδή,
δι’ αὐτῆς τῆς διακοπῆς κοινωνίας αὐτοπροστατεύεται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ σχίσμα τοῦ
Πατριάρχου ὥστε νὰ μὴ συμμετέχει καὶ ὁ ἴδιος. Ἐπαναλαμβάνουμε λοιπὸν δὲν ἀποκόπτεται
τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὁ ἴδιος ὁ Ἐπίσκοπος, οὔτε ὅσοι πιστοὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ οὔτε
οἱ ἀποτειχισθέντες γίνονται ἡ Ἐκκλησία ὅπως λέγεται ὑπὸ τῆς ἐνστάσεως, ἀποτελοῦν
ὅμως τὸ ὑγιὲς τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο .
Ἡ ἀποτείχιση πατερικῶς ἐξεταζομένη,
κυρίως ἔχει σωτηριολογικὸ χαρακτῆρα, διὰ τοῦτο καὶ εἶναι ὑποχρεωτική. Γιὰ νὰ ἰσχύει
ὁ ἄκρατος αὐτὸς ἐπισκοποκεντρισμὸς ποὺ ὑποστηρίζεται ὑπὸ τῆς ἐνστάσεως, πρέπει
νὰ μὴν ὑπάρχει συμμολυσμὸς στὸν ὀρθόδοξο ἐκ τῆς κοινωνίας τοῦ ἀκατακρίτου αἱρετικοῦ.
Τὸ «consensus Patrum» ὅμως λέγει, ὅτι ὑπάρχει αυτὸς ὁ συμμολυσμός. Ἄρα τὰ ὅσα
λέγονται ὑπὸ τῆς ἐνστάσεως ἔρχονται σὲ εὐθεία ἀντίθεση μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδὴ ἡ ἔνσταση ἐπικαλεῖται ἀπόσπασμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου «τὸ ὁποῖο σχίσμα εἶναι
φοβερὸ ἁμάρτημα... ποὺ δὲν τὸ ξεπλένει οὔτε αἷμα μαρτυρίου...» διὰ τοῦτο
καταχωροῦμε τὰ ἑξῆς: «Συναφῆ ἐκκλησιολογικὰ θέματα, ποὺ ἔχουν ἀνάγκη
διασαφήσεως, εἶναι καὶ ὁ ὑπερβαλλόντως προβαλλόμενος ἀπὸ μερίδα ὀρθοδόξων
θεολόγων ἐπισκοποκεντρισμός, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ ταυτίζει ἐπίσκοπο καὶ ἐκκλησία,
κατ’ ἀπομίμησιν τῆς ταυτίσεως πάπα καὶ ἐκκλησίας, ὥστε ἐν πολλοῖς ὀρθῶς νὰ ἐπιρρίπτεται
ἡ μομφὴ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι ὁ μὲν Ρωμαιοκαθολικισμὸς ἔχει ἕναν
πάπα οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι τόσους πάπες ὅσοι εἶναι καὶ οἱ ἐπίσκοποι. Προκύπτει μέσα ἀπὸ
τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου αὐτὸς ὁ ἐπισκοποκεντρισμός;». Καὶ
κατωτέρω: «Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ
γιὰ τὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλο κακό, ὅσο καὶ ἡ αἵρεση:
"Τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακὸν"
(Εἰς τὴν Πρὸς Ἐφεσίους Ὁμιλ. 11, 5, ΕΠΕ20, 712). Ἡ γνώμη του αὐτὴ χρησιμοποιεῖται
συχνὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας,... (ὅταν κάποιοι) φθάνουν μέχρι τοῦ σημείου νὰ
σκέπτονται διακοπὴ τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς οἰκουμενιστὰς ἐπισκόπους. Τότε τοὺς ἐπισημαίνεται
ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος μὲ τὴν ἐπίκληση καὶ αὐτῆς τῆς γνώμης τοῦ Ἁγίου
Χρυσοστόμου, ὄχι πάντως ὀρθῶς, διότι ἡ συνάφεια στὴν ὁποίαν διετύπωσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
αὐτὴν τὴν θέση εἶναι τελείως διαφορετική, ὁ ἴδιος δὲ δὲν δίστασε νὰ διακόψει τὴν
κοινωνία μὲ ἄλλους ἐπισκόπους καὶ νὰ ἐπαινέσει στὰ κείμενά του, ἰδιαίτερα στὶς ἐπιστολές
του ποὺ στέλνει ἀπὸ τὴν ἐξορία, ὅσους κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς ἠρνοῦντο νὰ δεχθοῦν
ὡς νόμιμη ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση τοὺς διῶκτες καὶ διαδόχους του. Ἡ συνολικὴ ἔρευνα
τῶν κειμένων του δίδει διαφορετικὴ εἰκόνα τῆς στάσεως τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τοὺς
διαδόχους του, διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ συνήθως προβάλλεται μὲ βάση σύσταση
καὶ συμβουλὴ τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τοὺς ὀργισμένους γιὰ τὴν ἐξορία του κληρικοὺς
καὶ λαϊκοὺς νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὸν διάδοχό του καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν, διότι δὲν
μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ μείνει χωρὶς ἐπίσκοπο, νὰ εἶναι "ἀνεπίσκοπος".
Ἀντίθετα, ἀπὸ τὴν διδασκαλία καὶ τὴν ζωή του
προκύπτει ὅτι διακοπὴ τῆς κοινωνίας πρὸς τὸν ἐπίσκοπο δικαιολογεῖται ὄχι μόνο σὲ
περίπτωση ποὺ κηρύσσει αἵρεση, ὅπως τελικῶς καθόρισε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸν 15ο
Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, γιατὶ αὐτὸ εἶναι αὐτονόητο καὶ προφανές, ἀλλὰ
ἀκόμη καὶ σὲ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία προσβάλλονται οἱ θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας,
προσβάλλονται γενικῶς οἱ ἀρχὲς τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ ζωῆς. Ἡ διδασκαλία
τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ζωὴ εἶναι ἑνιαία, ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος ἀπέκοψε
ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τὸν αἱμομίκτη τῆς Κορίνθου γιὰ ἠθικὸ παράπτωμα
καὶ ὄχι γιὰ αἱρετικὴ διδασκαλία. Αὐτὴ τὴν χρυσοστομικὴ γραμμὴ ἀκολούθησε μετὰ ἀπὸ
τέσσερες αἰῶνες ἄλλη μεγάλη πατερικὴ μορφή, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης
(759-826), ὁ ὁποῖος διέκοψε τὴν κοινωνία γιὰ τὸ ἠθικὸ θέμα τῆς
"μοιχοζευξίας", γιὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ ὁ ἱερομόναχος Ἰωσήφ, τῇ ἀνοχῇ τοῦ
πατριάρχου, εὐλόγησε τὸν δεύτερο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Κων/νου ΣΤ’ (780-797), ἐνῶ
ζοῦσε ἀκόμη ἡ προηγουμένη του σύζυγος». Καὶ συνεχίζεται
κατωτέρω: «Ἐπαινεῖ πολλοὺς ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν διακόψει κάθε κοινωνία μὲ τὴν
κρατοῦσα ἐκκλησιαστικὴ κατάσταση, τοὺς προτρέπει δὲ νὰ συνεχίσουν αὐτὴν τὴν
στάση, ἔστω καὶ ἂν οἱ περισσότεροι ὑπέκυψαν στοὺς ἰσχυρούς. Εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα
γιὰ νὰ διορθωθοῦν τὰ κακά. "Τοῦτο γὰρ ἀρχὴ τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια
τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο τῶν κακῶν διόρθωσις, ὅταν τοὺς τὰ τοιαῦτα πονηρασευμένους ὑμεῖς
οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέφησθε καὶ μηδὲν κοινὸν ἔχητε πρὸς αὐτοὺς" (Ἐπιστολὴ
89, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθοπόλεως PG52, 655. Ἐπιστολὴ 85, Λουκίῳ ἐπισκόπῳ, Ἐπιστολὴ
86, Μάρῃ ἐπισκόπῳ, Ἐπιστολὴ 87, Εὐλογίῳ ἐπισκόπῳ, Ἐπιστολὴ 88, Ἰωάννη ἐπισκόπῳ Ἱεροσολύμων.
PG52, 653-654). Καὶ δὲν ἀρκεῖται μόνον στὴν δική τους διακοπὴ κάθε κοινωνίας, ἀλλὰ
τοὺς συνιστᾶ νὰ προτρέπουν καὶ ὅλους νὰ πράξουν τὸ ἴδιο (Ἐπιστολὴ 90, Μωϋσῇ ἐπισκόπῳ,
PG52, 655). Θεωρεῖ μάλιστα ὅτι συγκαταλέγονται μεταξὺ τῶν μαρτύρων αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι
ἀγωνίζονται ὥστε νὰ μὴ φθαροῦν καὶ καταστραφοῦν οἱ πατερικὲς παραδόσεις καὶ οἱ
θεσμοὶ τῆς Ἐκκλησίας. "Οἱ νόμοις πατρώοις καὶ θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι
παραστάντες καὶ διὰ τῶν ρημάτων καὶ διὰ τῶν πραγμάτων τὴν παρρησίαν ἐπιδειξάμενοι
καὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀποθνήσκοντες, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παῖδες, πῶς
οὐκ ἂν εἶεν δίκαιοι μυριάκις εἰς τὸν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορόν;" (Πρὸς
σκανδαλισθέντας 18, ΕΠΕ33, 608)». Καὶ κατωτέρω: «Γιὰ νὰ μὴ μείνει λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία
ἄνευ ἐπισκόπων καλῶν, συνιστᾶ στοὺς ἐπισκόπους ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν νὰ
παραμείνουν στὶς ἐπισκοπές τους ἐν κοινωνίᾳ προσωρινῇ πρὸς τοὺς παρανομοῦντες. Ἤθελε
νὰ μὴ παραδοθεῖ σὲ κακοὺς ἐπισκόπους καθ’ ὁλοκληρίαν τὸ σκάφος τῆς Ἐκκλησίας. Οἰκονομεῖ
πρὸς καιρὸν τὰ πράγματα. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ λέγει
αὐτὰ πρὸς τοὺς συνεπισκόπους του, ὁ ἴδιος σὲ δικά του κείμενα ὁμιλεῖ περὶ λύκων
καὶ μοιχῶν, ὅπως εἴδαμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ κατὰ ἀκρίβειαν γνώμην του. Ἡ σύσταση πρὸς
τὶς διακόνισσες βρίσκεται στὴν ἴδια κατεύθυνση, προετοιμάζει ὅμως τὸ ἔδαφος γιὰ
τὴν μετέπειτα τελείως ἀπορριπτικὴ τῶν διαδόχων του στάση, διότι θέτει ὅρους καὶ
προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχή τους, γιὰ τὴν κοινωνία πρὸς αὐτούς.
Καὶ οἱ ὅροι ποὺ θέτει εἶναι νὰ ἐκλεγεῖ ἄκων, χωρὶς τὴ θέλησή του, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκει
αὐτὸς ποὺ θὰ τὸν διαδεχθεῖ, καὶ νὰ εἶναι πρόσωπο ἐπίσης κοινῆς ἀποδοχῆς,
"κατὰ συναίνεσιν πάντων". Αὐτοὶ οἱ ὅροι ὄχι μόνον δὲν ἐτηρήθησαν, καὶ
οἱ δύο διάδοχοί του, ὁ Ἀρσάκιος καὶ ὁ Ἀττικὸς στὴ συνέχεια ἦσαν πρόσωπα τῆς
μερίδος τῶν ἐχθρῶν του, ἀνελθόντες ὄχι ἄκοντες ἀλλὰ μετὰ χαρᾶς εἰς τὸν θρόνον, ἀλλὰ
πολὺ περισσότερο ἐκίνησαν φοβεροὺς διωγμοὺς ἐναντίον ὅσων παρέμειναν πιστοὶ στὸν
Ἰωάννη, ἀκόμη καὶ ἐναντίον τῆς Ὀλυμπιάδος καὶ τῶν ἄλλων διακονισσῶν. Δὲν
κατέβαλαν καμμία προσπάθεια εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας· καθαιροῦσαν καὶ ἐξόριζαν
ἐπισκόπους, δὲν ἄφηναν δὲ τὸν ἐξόριστο ἱεράρχη οὔτε στὴν ἐξορία του ἥσυχο, ἀλλὰ
τὸν ταλαιπωροῦσαν διαρκῶς, μέχρι ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὸν θάνατο. Ἔδειξαν λοιπὸν τὰ
ἴδια τὰ πράγματα ὅτι αὐτοὶ ἦταν προβατόσχημοι λύκοι, πειρατὲς καὶ δήμιοι, χειρότεροι
ἀπὸ τοὺς πιὸ σκληροὺς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ καὶ ἐπαινεῖ ὅσους δὲν ἔχουν
κοινωνία μαζί τους, θεωρώντας τους κατὰ πρόθεση μάρτυρες. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ γίνεται ἐπιλεκτικὴ ἐπίκληση μόνον τῶν πρώτων
συστάσεων τοῦ Χρυσοστόμου πρὸς τοὺς σαράντα συνεπισκόπους του καὶ τὶς
διακόνισσες καὶ ἰδιαίτερα τῆς φράσεως ὅτι δὲν μπορεῖ ἡ ἐκκλησία νὰ εἶναι χωρὶς ἐπίσκοπο,
"οὐ δύναται γὰρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι", ἀλλὰ καὶ τῆς τελικῆς
του στάσεως, τῆς διακοπῆς κάθε κοινωνίας καὶ συναναστροφῆς ὡς μόνης ὁδοῦ γιὰ τὴ
διόρθωση τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ δύσκολες περιόδους τὴν διαποίμανση ἀναλαμβάνει
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· καθιστᾶ τὰ πρόβατα ποιμένες καὶ δι’ αὐτῶν ἐκδιώκει τοὺς προ-
βατόσχημους λύκους. Ὄντως ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι χωρὶς ἐπίσκοπο, ἐννοεῖται
βέβαια χωρὶς καλὸν ἐπίσκοπο.
Προσθέτουμε
στὴν συνέχεια δύο σχετικὲς πατερικὲς παραθέσεις χωρὶς δικά μας σχόλια.
«Διὰ
τοῦτο τοῖς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρεσβυτέροις ὑπακούειν δεῖ τοῖς τὴν διαδοχὴν ἔχουσιν ἀπὸ
τῶν ἀποστόλων, καθὼς ἐπεδείξαμεν, τοῖς σὺν τῇ ἐπισκοπικῇ διαδοχῇ τὸ χάρισμα τῆς
ἀληθείας ἀσφαλὲς κατὰ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Πατρὸς εἰληφόσι, τοὺς δὲ λοιποὺς ἀφισταμένους
τῆς ἀρχαίας διαδοχῆς καὶ ὁποίῳ δήποτε τρόπῳ συναγομένους δι’ ὑποψίας ἔχειν, ἤτοι
ὡς αἱρετικοὺς καὶ κακο- γνώμονας, ἢ ὡς σχίζοντας καὶ ὑπερηφάνους καὶ αὐθάδεις, ἢ
πάλιν ὡς ὑποκριτὰς κέρδους χάριν καὶ κενοδοξίας τοῦτο ἐργαζομένους... Πάντας μὲν
οὖν τοὺς τοιούτους δεῖ ἀποστρέφεσθαι, κολλᾶσθαι δὲ τοῖς καὶ τὴν ἀπὸ τῶν ἀποστόλων,
καθὼς προέφαμεν, διαδοχὴν τηροῦσι καὶ σὺν τῇ πρεσβυτερικῇ τάξει λόγον ὑγιῆ καὶ ἀναστροφὴν
ἀκατάγνωστον παρεχομένοις εἰς μόρφωσιν καὶ κα- τόρθωσιν τῶν λοιπῶν».
«Βαδίζοντες
δὲ τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα· μὴ τὸν αἰσθητόν,
ἀλλὰ τὸν νοητόν· οἷον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας,
κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον
γὰρ ἄνευ αὐτῶν συναθροί- ζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτῶν ἐμβληθῆναι, ὡς
μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός. Ὁμοίως καὶ ἡ χεὶρ ὁ διάκονος, ἐὰν
ἀνάξιόν τι πράττῃ, χωριζέσθω τοῦ θυσιαστηρίου».
Καὶ
κλείνουμε τὴν ἀπάντηση αὐτῆς τῆς ἐνστάσεως μὲ τὰ ἑξῆς:
«Ὑποστήριξαν ὅτι ἡ διακοπὴ
μνημόνευσης τῶν ἐπισκόπων, δηλαδὴ ἡ ἀποτείχιση, προκαλεῖ σχίσμα, σὲ θέτει ἐκτὸς
Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ εἶναι τόσο ἀμαθεῖς καὶ ἀθεολόγητοι, ὥστε νὰ μὴ σκεφθοῦν ὅτι
τόσοι Ἅγιοι καὶ σύγχρονοι Ἐπίσκοποι καὶ Γέροντες ποὺ διέκοψαν τὴν μνημόνευση αἱρετικῶν
καὶ αἱρετιζόντων δὲν ἦσαν ἀσφαλῶς σχισματικοί, οὔτε βρέθηκαν ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἦσαν
λοιπὸν σχισματικοὶ ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ
Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὅλοι οἱ ἐπιφανεῖς Πατέρες ποὺ ἀγωνίσθηκαν ἐναντίον τῶν
αἱρέσεων καὶ δὲν εἶχαν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ὁ Μ. Ἀθανάσιος, ὁ Μ. Βα-
σίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσό- στομος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης
Δαμασκηνός, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στου- δίτης καὶ τὸ σύνολο τῶν ὁμολογητῶν Ἁγίων; Ἦταν
ποτὲ δυνατὸν μία ἀναγνωρισμένη καὶ ἔγκυρη Σύνοδος, ὅπως ἡ Πρωτοδευτέρα τοῦ Μ.
Φωτίου ποὺ μνημονεύσαμε τοῦ 861, νὰ συμβουλεύει (τὸ ὀρθὸ εἶναι ἐντέλλεται σ.σ.,
βλ. σχετικῶς στὴν οἰκεία ἑνότητα τῶν «Παρα- λειπομένων» σσ. 476κ.ἑ.) διακοπὴ
μνημοσύνου, δηλαδὴ ἀποτείχιση καὶ νὰ σὲ καθιστᾶ σχισματικὸ καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας;
(Ιερομονάχου Ευγενίου .Η έννοια του μολυσμού. Οι παραπομπές των κειμένων βρίσκονται στο βιβλίο. Ευχαριστούμε τον Γέροντα για την άδεια δημοσίευσης αποσπασμάτων του βιβλίου του.)
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ
Ο Γέροντας προσφέρει ΔΩΡΕΑΝ ένα μικρό αριθμό αντιτύπων του βιβλίου σε ενδιαφερομένους, με μοναδικό έξοδο την πληρωμή των ταχυδρομικών τελών αποστολής .Όσοι ενδιαφέρονται ας στείλουν μήνυμα στο e-mail aiakeidis@yahoo.gr για σχετική συννενόηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου