Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Η οικουμενιστική πρόσληψη του ομολογιακών αγώνων του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού.(Α)

 



Έρευνα: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικού)

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Εισαγωγικά

Παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια προσπάθεια αλλοίωσης του ομολογιακού αγώνα του Οσίου Μάρκου του Ευγενικού εκ μέρους των οικουμενιστών.

Θεολόγοι (κληρικοί και λαϊκοί) , γνωστοί για τις οικουμενιστικές του απόψεις διατυπώνουν επίσημα θέσεις διαστρεβλωτικές θέσεις για τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Στο παρακάτω άρθρο θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε αυτές  τις διαστρεβλωτικές θέσεις.

---------------------------------------------------------------------------------------------

Α. ΣΤ. Η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας στο Κείμενο της Αλεξάνδρειας

 Σημείωμα: Το κείμενο της Αλεξάνδρειας με τίτλο  «ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ»,υπογράφτηκε από την Μικτή Θεολογική Επιτροπή  Διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Ιούνιο του 2023.Στις παραγράφους 1.17-1.19 γίνεται αναφορά στην Σύνοδο Φεράρας Φλωρεντίας.

1.17. Ἡ σύνοδος τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438–1439) συγκλήθηκε, ἐνῶ συνεδρίαζε ἀκόμη ἡ κονσιλιαριστικὴ σύνοδος τῆς Βασιλείας (1431–1449), ποὺ εἶχε ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὸν Πάπα Εὐγένιο Δ΄ (1431–1447). Καὶ οἱ δύο ἀντιμαχόμενες δυτικὲς πλευρές εἶχαν προσκαλέσει τὸν αὐτοκράτορα καὶ τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ, ἀκολουθώντας τὴν ἀρχὴ τῆς πενταρχίας, ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης ἀποφάσισαν νὰ μὴν πᾶνε στὴ Σύνοδο τῆς Βασιλείας ἀλλὰ στὴ Φερράρα, καὶ μετὰ στὴ Φλωρεντία, ὅπου βρισκόταν ὁ πάπας. Εἶναι, ἐπίσης, ἀλήθεια ὅτι, ὑπὸ τὴν πίεση τῶν Ὀθωμανῶν καὶ τὴν ἀνάγκη στρατιωτικῆς ἐνίσχυσης, ὁ αὐτοκράτορας καὶ ὁ Πατριάρχης ἀναγνώριζαν ὅτι ὁ πάπας ἦταν σὲ θέση νὰ ἐξασφαλίσει δυτικὴ βοήθεια ὑπὲρ τῆς Κωνσταντινούπολης.

Ἡ σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ τά θέματα διαφωνίας ποὺ εἶχαν ἀνακύψει ἀνάμεσα στὶς δύο Ἐκκλησίες, εἰδικότερα: τὸ Filioque, τὴ χρήση ἀζύμων στὴν Εὐχαριστία, τὸ καθαρτήριο, τὴν μετὰ θάνατον θεωρία τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ παπικὸ πρωτεῖο. Ἡ βούλλα τῆς ἕνωσης, Laetentur coeli (1439), μὲ μιὰ σημαντική βιβλικὴ εἰσαγωγή, ὑμνοῦσε τὸν Χριστὸ ὡς τὴν κεφαλὴ καὶ τὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο τῆς ἐπανενωμένης Ἐκκλησίας.

 

Οι διαφωνούντες επίσκοποι αναζήτησαν την προστασία του Γάλλου βασιλιά, ο οποίος συγκάλεσε για αυτό τον σκοπό ένα Εθνικό συμβούλιο που διέταξε να συνέλθει στη Μπουρζ τον Μάιο του 1438. Στις 7 Ιουλίου 1438, ο βασιλιάς εξέδωσε το διάταγμα, Caroli Septimi Frankorum Regis Pragmatica Sanctio, στην οποίο αποδέχτηκε τις αποφάσεις του Εθνικού συμβουλίου της Γαλλίας και διέταξε την τήρησή τους. Ουσιαστικά περιέχει τις αρχές της υπεροχής μιας οικουμενικής συνόδου έναντι του Πάπα, της τακτικής διεξαγωγής γενικών συνόδων και του περιορισμού των παπικών επιφυλάξεων και απαιτήσεων φόρου.

1.18. Ὁ πρωταρχικὸς στόχος τῶν ἰσχυρῶν διατυπώσεων τῆς Φλωρεντίας περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἦταν ἡ ἀπόρριψη τῆς κονσιλιαριστικῆς διδασκαλίας τῆς Συνόδου τῆς Βασιλείας. Ἡ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας προχώρησε σὲ τρεῖς διατυπώσεις :

«ἡ ἁγία Ἀποστολικὴ Ἕδρα [Ῥώμη] καὶ ὁ ῥωμαῖος ποντίφηκας ἔχουν τὸ πρωτεῖο πάνω σὲ ὅλο τὸν κόσμο»· «ὁ ἴδιος ῥωμαῖος ποντίφηκας εἶναι ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Πέτρου, …ἡ κεφαλὴ σύνολης τῆς Ἐκκλησίας, ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν Χριστιανῶν»· «σ’ αὐτόν, στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πέτρου, δόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἡ πλήρης ἐξουσία (plenam potestatem) νὰ ποιμαίνει, νὰ διευθύνει καὶ νὰ κυβερνᾷ (pascendi, regendi ac gubernandi) σύνολη τὴν Ἐκκλησία». Αὐτὲς οἱ ἀποφάνσεις ἔγιναν ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες μὲ τρεῖς ὅρους, οἱ ὁποῖοι περιελήφθησαν στὸ διάταγμα:

α) προσθήκη τῆς φράσης, «ὅπως ἐπίσης περιλαμβάνεται στὰ Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες»· β) μνεία τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν ἑδρῶν τῆς Πενταρχίας· καὶ γ) τὴ διατήρηση τῶν προνομίων καὶ τῶν δικαιωμάτων τῶν πατριαρχῶν (Denzinger-Schönmetzer, Enchiridion symbolorum, definitionum et declarationum de rebus fidei et morum, DS, 1307–1308).

 

1.19. Ὅσον ἀφορᾶ ὅλα τὰ διαφιλονικούμενα ζητήματα, ἡ Σύνοδος δήλωσε ὅτι οἱ διαφορὲς στὴ δογματικὴ διατύπωση ἢ στὴν κανονικὴ πράξη δὲν ἐπηρεάζουν τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ἡ ἕνωση ὑπεγράφη ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ὑπὸ τὴν πίεση τῶν συνθηκῶν, ὅμως στήν συνέχεια δὲν ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία. Ἀπερρίφθη δέ ἐπισήμως ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1484, μὲ τὴ συμμετοχὴ τῶν τεσσάρων Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων: «διὰ τοῦ παρόντος συνοδικοῦ τόμου, ἀνατρέπουμε τὴ σύνοδο ποὺ συνεκλήθη στὴ Φλωρεντία, μαζὶ μὲ τὸν ὁρισμό της (τὴ βούλλα τῆς ἕνωσης) καὶ τὶς προτάσεις ποὺ περιέχει, καὶ διακηρύσσουμε δι’ αὐτοῦ τοῦ Τόμου ὅτι ἡ σύνοδος τῆς Φλωρεντίας εἶναι ἀνυπόστατη καὶ ἄκυρη» (Melloni-Paschalidis, Conciliorum Oecumenicorum Generaliumque Decreta, IV/1, 227).

 

 Σχόλια στην ηλεκτρονική διεύθυνση.

https://apotixisi.blogspot.com/2024/04/h-2023.html

Β.Το 2014 ο  Μ. πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π.Γ.Τσέτης (+2024)   δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Τι είναι η Πρεσβυτέρα Ρώμη; “Μόρφωμα” ή Εκκλησία»;

Στο άρθρο αυτό ο ως άνω κληρικός, μεμφόμενος την «επί των ημερών μας αλματωδώς εξαπλούμενη κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αντιρρητική και πολεμική αρθρογραφία παντοίου είδους ζηλωτών και ακραίων συντηρητικών Ιεραρχών, Πρεσβυτέρων και Θεολογούντων λαϊκών» και την υπ’ αυτών «ευρυτάτη χρήση ποικίλων απαξιωτικών εκφράσεων», όπως «“θρησκευτική παρασυναγωγή”, “κοσμικό μόρφωμα”, “παπικό κράτος”», προσπαθεί να ανατρέψει την κακώς, κατά την άποψή του, αμφισβητούμενη «Εκκλησιαστική υπόσταση της Πρεσβυτέρας Ρώμης» και την«εγκυρότητα της Αποστολικής διαδοχής του Προκαθημένου της». Προς τον σκοπόν αυτόν δεν εδίστασε να «επιστρατεύσει» τον μέγα πρόμαχο της Ορθοδοξίας και αντίπαλο του Παπισμού Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, παραθέτοντας ορισμένα αποσπάσματα φράσεών του, τα οποία ειπώθηκαν κατά την ληστρική σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας.

Ο Καθηγητής Λαρεντζάκης στο βιβλίο του για τον Άγιο Μάρκο (ό.π. σελ.68-70) ολοκληρώνει την αποτίμηση της στάσεως και της συνεισφοράς του Αγίου Μάρκου στον θεολογικό διάλογο με τις ακόλουθες επισημάνσεις:

'' Ο Άγιος Μάρκος ήτο απόλυτα διατεθειμένος υπέρ του διαλόγου. Ήταν ειλικρινής, πιστός, άνδρας με καλό χαρακτήρα, ο οποίος ενεργούσε για το καλό ολοκλήρου της Εκκλησίας. Με τα κίνητρα αυτά ήθελε να συμβάλει  στην αποκατάσταση της κοινωνίας και την ομολογία της αυτής πίστεως με την Δυτική Εκκλησία. Και ακριβώς για τους λόγους αυτούς ετόνιζε απεριφράστως: ''ημείς, ω φίλοι πατέρες, ουκ αντιλέγειν αλλήλοις απλώς ουδέ τα παρ' αλλήλων λεγόμενα ανατρέπειν συνεληλύθαμεν. Τούτο γαρ φιλοτιμίας έχεται μάλλον ή της προς αλήθειαν φερούσης οδού, αλλ' ίνα, κοινή συζητούντες έκαστον των ανακυπτόντων εις μέσον και μετά πάσης ακριβείας ειρηνικώς τε και απλώς και φιλικώς αυτό εξετάσαντες, ούτω τα εξής περαίνομεν, άχρις αν επί το κοινή ζητούμενον αμφότεροι τέλος καταντήσωμεν, όπερ εστίν η της αληθείας εύρεσις'' (ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΌΔΟΥ)…

Ο Μητροπολίτης Μάρκος δεν επεδίωκε επιφανειακή και ψεύτικη καταλλαγή ή εκκλησιαστικοπολιτική ή ακόμη και μόνο πολιτική συμβατική συνύπαρξη. Ούτε και ενεργούσε εγωιστικά για να προβληθεί ο ίδιος. Ουδείς λόγος περί υποχωρήσεων, ουδείς λόγος περί υποταγής, ουδείς λόγος περί απεμπολήσεως της αληθείας και της ορθής πίστεως, αλλά επιδιώξεως της συμφωνίας εν αληθεία, για την αποκατάσταση της αρμονίας και της ενότητος των αδελφών διά του Διαλόγου. Δεν επεδίωκε τον Διάλογον για να νικήσει με ισχυρότερα επιχειρήματά του τους αντιπάλους και να θριαμβολογήσει εγωιστικά. Και στο σημείο αυτό καταφαίνεται η αγαθή του πρόθεση και διάθεση που βασιζόταν στο πνεύμα των αρχαίων και μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για το σκοπό των θεολογικών συζητήσεων και διαπραγματεύσεων αναφέρει τα εξής: ''ου γαρ νικήσαι ζητούμεν, αλλά προσλαβείν αδελφούς, ων τω χωρισμώ σπαρασσόμεθα'' (Λόγος 41, Εις Πεντηκοστήν 8, P.G. 36, 440 B). Εκείνο λοιπόν που έφερε τον Άγιο Μάρκο Ευγενικό στην Σύνοδο αυτή όπου εσήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των διαπραγματεύσεων και του Διαλόγου, ήταν η εκκλησιαστική του συνείδηση και η πεποίθησή του, ότι έπρεπε να πραγματοποιηθή το ιερόν αίτημα της αποκαταστάσεως της πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας στην καθόλου Εκκλησία Ανατολής και Δύσεως, η οποία έπρεπε να στηρίζεται στην αγάπη και την αλήθεια της πίστεως. Για τον λόγο αυτό ήταν υπέρ του θεολογικού Διαλόγου, υπέρ του Οικουμενικού Διαλόγου, σήμερα θα λέγαμε με τα χαρακτηριστικά της αντικειμενικότητος,  της αληθείας και της αγάπης'' (Λαρεντζάκης, ό.π., σελ. 68-70 

 

ΣΧΟΛΙΑ

Σχετικά με τα αποσπάσματα φράσεων του Αγίου, τα οποία παραθέτει, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Είναι συνήθης τακτική πολλών, (συνήθως αιρετικών), προκειμένου να βγάλουν τα συμπεράσματα που θέλουν, να αποσπούν και να απομονώνουν βιβλικά χωρία, ή φράσεις αγίων Πατέρων, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη τους τα συμφραζόμενα, αλλά και την γενικότερη ιστορική συνάφεια και την όλη ατμόσφαιρα των γεγονότων και των περιστάσεων με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι φράσεις αυτές. Το ερμηνευτικό αυτό σφάλμα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο όταν εν γνώσει, ή εν αγνοία των  παραθεωρούν και αποσιωπούν άλλους λόγους και φράσεις των εν λόγω Αγίων Πατέρων, επί τη βάσει των οποίων μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα το «πνεύμα» και ο σκοπός και εκείνων των λόγων, που φαίνεται να ευνοούν τα συμπεράσματά τους. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση, είναι μεν αληθές ότι ο Άγιος κατά την έναρξη των εργασιών της Συνόδου προσφώνησε τον πάπα ως «Μακαριώτατον Πάπαν της Πρεσβυτέρας Ρώμης», ως «τον των ιερέων (του Θεού) πρωτεύοντα», τον Παπισμό ως «αδελφή Εκκλησία» και την Εκκλησία ωσάν να ευρίσκετο σε κατάσταση  διασπάσεως: «τα του Δεσποτικού σώματος μέλη, πολλοίς πρότερον χρόνοις διεσπαρμένα τε και διερρηγμένα, προς αλλήλων επείγονται ένωσιν». Αλλ’ είναι επίσης αληθείς και οι άλλοι λόγοι του προς την Σύνοδον, όταν αυτή πλησίαζε προς το τέλος της (στην Φλωρεντία), στους οποίους χαρακτηρίζει τους παπικούς όχι μόνον ως σχισματικούς, αλλά και ως αιρετικούς: «Ου μόνον εισίν οι Λατίνοι σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί. Και τούτο παρεσιώπησεν η Εκκλησία ημών, διά το, το γένος είναι εκείνων πολύ ισχυρότερον ημών. Ημείς δε ού  δι’ άλλο τι εσχίσθημεν αυτών, ει μη ότι εισίν αιρετικοί. Διό ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς, ει μη εκβάλωσι την προσθήκην από του συμβόλου και ομολογήσωσιν το σύμβολον καθώς και ημείς».  Τους αυτούς δε χαρακτηρισμούς αποδίδει στους παπικούς και αργότερα, μετά την υπογραφή του «όρου» της ψευδο-ενώσεως (τον οποίον βέβαια «όρον» αυτός δεν υπέγραψε), σε επιστολή του, την οποία απηύθυνε προς τους «απανταχού της γης» χριστιανούς. 

Έγραφε: «Εφ’ όσον οι Παπικοί εξακολουθούν να σφάλουν «περί την θεολογίαν του Αγίου Πνεύματος (δηλαδή την κακοδοξία του filioque), εις ό βλασφημήσαι κινδύνων ο χαλεπώτατος, αιρετικοί εισίν άρα» και εμείς οι Ορθόδοξοι «ως αιρετικούς αυτούς απεκόψαμεν».  Σε άλλη επιστολή του προς τον ιερομόναχο Θεοφάνη, μεταξύ άλλων έγραφε : Εγώ «Μάρκος ο αμαρτωλός» σας λέγω, ότι εκείνος ο οποίος μνημονεύει τον Πάπαν, ως Ορθόδοξο αρχιερέα, είναι ένοχος και όποιος φρονεί τα δόγματα των Λατίνων θα κατακριθεί με τους Λατίνους και θα θεωρηθεί «ως παραβάτης της πίστεως».  Σε άλλη εγκύκλια επιστολή του, «Προς τους απανταχού της γης και των νήσων ευρισκομένους Ορθοδόξους Χριστιανούς» , την οποία έγραψε όταν ήταν εξόριστος στη Λήμνο (περί το 1440), ονομάζει και πάλι τους Λατίνους χωρίς περιστροφές «αιρετικούς» διότι φρονούν «άτοπα και δυσσεβή», ενώ σε άλλο σημείο της επιστολής ονομάζει τους Λατινόφρονας (προδρόμους των σημερινών Οικουμενιστών) «μιξοθήρας ανθρώπους», δηλαδή κατά το ήμισυ ανθρώπους και  κατά το ήμισυ θηρία, επειδή αφ’ ενός μεν παραδέχονται με τους Λατίνους ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται «και εκ του Υιού», αφ’ ετέρου δε παραδέχονται με τους Ορθοδόξους, ότι τούτο εκπορεύεται μόνον «εκ του Πατρός». Την δε ψευδο-σύνοδον Φεράρας–Φλωρεντίας αποκαλεί «Καϊαφαϊκόν συνέδριον». Κατά την «Απολογίαν»  του την οποία έγραψε ολίγον προ της προς Κύριον εκδημίας του, έγραφε: «πέπεισμαι γαρ ακριβώς ότι όσον αποδιΐσταμαι (όσον απομακρύνομαι) τούτου και των τοιούτων (του ενωτικού πατριάρχου Μητροφάνους και των λατινοφρόνων γενικώς), εγγίζω τω Θεώ και πάσι τοις αγίοις, και ώσπερ τούτων χωρίζομαι, ούτως ενούμαι τη αληθεία και τοις αγίοις πατράσι τοις θεολόγοις της Εκκλησίας». Σε άλλο σημείο της «Απολογίας» του δηλώνει ότι και μετά θάνατον ακόμη αποστρέφεται κάθε κοινωνίαν με τους αιρετικούς και λατινίσαντας και παραγγέλει ώστε, ούτε στην κηδεία του, ούτε στο μνημόσυνό του να παραστεί κανείς από αυτούς.  Μετά από όσα παρά πάνω αναφέραμε, θα έπρεπε, νομίζουμε, ο αγαπητός π. Γεώργιος, εάν ήθελε να μην «κολοβώσει» τον άγιο και να μην δώσει μια παραπλανητική εικόνα γι’ αυτόν να μνημονεύσει και όσα περί Παπισμού είπε ο Άγιος περί το τέλος της ψευδο-συνόδου (στην Φλωρεντία), όπως επίσης και μετά την ψευδο-σύνοδο μέχρι της οσιακής κοιμήσεώς του.

Τι λοιπόν συμβαίνει εν προκειμένω; Πως συμβιβάζονται οι πρώτοι (εισαγωγικοί) λόγοι του με τους μεταγενέστερους, με τους οποίους φαίνεται να έρχεται ο Άγιος σε τελεία αντίθεση; Και εν πάση περιπτώσει σε ποιούς πρέπει να δώσωμε μεγαλύτερη και βαρύνουσα σημασία; Κατ’ αρχήν είναι αδύνατον να εννοήσουμε, ότι ο υπέροχος αυτός άνδρας ο «θεοειδής την τε ψυχήν και προαίρεσιν», ο οποίος «έργοις τε και λόγοις στύλος ανεδείχθη Ορθοδοξίας, εναντίον βασιλέων και τυράνων», σύμφωνα με τον βιογράφο του Μανουήλ τον Ρήτορα , ο «παντοίας θείας σοφίας ανάπλεως», σύμφωνα με άλλη μαρτυρία του Θεοδώρου Αγαλλιανού , να υπήρξε είτε καιροσκόπος «εκκλησιαστικός διπλωμάτης», είτε ανιστόρητος θεολόγος, ώστε να αγνοεί την επί Μεγάλου Φωτίου συνελθούσα Σύνοδο του 879-880 (Η΄ Οικουμενική) και την εν Κωνσταντινουπόλει  συνελθούσα Σύνοδο του 1351 (Θ΄ Οικουμενική), οι οποίες απερίφραστα κατεδίκασαν τις γνωστές ήδη αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού. Όπως επίσης δεν αγνοούσε την από του 11ου αιώνος επελθούσα διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού. Ο Άγιος εγνώριζε σαφέστατα και επίστευε ακράδαντα και πριν από τη έναρξη της ψευδο-συνόδου, ότι ο παπισμός είναι αίρεση. Άρα λοιπόν οι εισαγωγικοί του εκείνοι λόγοι δεν εκφράζουν το βαθύτερο πιστεύω του, αλλά αποτελούν έκφραση   του φλογερού πόθου του και της επιθυμίας του να επανέλθει η αιρετική Ρώμη στους κόλπους της Εκκλησίας. Αποτελούσαν λόγους οικονομίας, που αποσκοπούσαν στο να φιλοτιμήσουν τους παπικούς σε προσέγγιση και να τους παρακινήσουν σε μετάνοια. Επί πλέον δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός, ότι ο άγιος όταν έλεγε τους λόγους εκείνους, δεν είχε ακόμη λάβει άμεση και προσωπική εμπειρία του τι εστί παπική διπλωματία. Τι εστί παπική αδιαλλαξία και θηριωδία. Δεν μπορούσε να φαντασθεί τις δόλιες μεθοδεύσεις, τις  ραδιουργίες και τα σκοτεινά παρασκήνια, στα οποία θα κατέληγε το «καϊαφαϊκό» εκείνο συνέδριο. Όπως μαρτυρεί στα απομνημονεύματά του ο Σύλβεστρος Συρόπουλος,  αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, όταν έπαυσαν οι δημόσιες συζητήσεις «κρύφα και συνεσκιασμένως πάντα εγίνοντο». Ο βασιλεύς με μικράν μόνον ομάδα «ιδία και μυστικώς ελάλει μετά του πάπα». Δεν μπορούσε να φαντασθεί τις δωροδοκίες, τους εκβιασμούς και τις καταπιέσεις (που έφθασαν μέχρι στερήσεως τροφής), τις οποίες θα υφίστατο τόσον αυτός όσον και τα υπόλοιπα μέλη της Ορθοδόξου αντιπροσωπείας εκ μέρους του Πάπα, προκειμένου να κάμψη το φρόνημα των Ορθοδόξων, ώστε να υπογράψουν τον «όρο» της συνόδου με τα παπικά δόγματα. Οι Έλληνες υπέγραψαν τελικά «στένοντες και τρέμοντες», «εθελοακουσίως» , δεχόμενοι αφόρητες πιέσεις τόσον από τον αυτοκράτορα, όσον και από τον πάπα. Αν ο Άγιος εγνώριζε εκ των προτέρων όλα αυτά, ούτε καν θα εδέχετο να λάβει μέρος σε μια τέτοια ψευδο-σύνοδο. Το συμπέρασμα επομένως είναι ότι ο Άγιος με το να μην υπογράψει τον προδοτικό «όρο» της συνόδου,  ουσιαστικά εκήρυξε ως ακύρους και τους εισαγωγικούς εκείνους λόγους του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου