ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ -Α
-ΜΕΡΟΣ Β-
Δύο επίσκοποι εν Συνάδοις.
Χαρακτηριστική επίσης νομίζομεν είναι και η περίπτωσις της
πόλεως των Συνάδων, όπου ο Ορθόδοξος επίσκοπος Θεοδόσιος κατέτρεχε τον
Μακεδονιανόν ''επίσκοπον'' Αγαπητόν[Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. 3ον, κεφ. Γ΄,
παράγρ. α΄, σελ. 21.]. Η αντιδικία αυτή αν και είχε οικονομικά περισσότερον
κίνητρα παρά θρησκευτικά, εν τούτοις είναι ενδεικτική διά την κατάστασιν όπου
επικρατούσε εις τας επαρχιακάς πόλεις, όπου συνυπήρχαν επίσκοποι διαφορετικών
μερίδων, ανταγωνιζόμενοι κυρίως διά την επικράτησιν της πίστεως εκάστου.
Άλλωστε αυτό όπου ενδιέφερε την εξουσίαν πρωτίστως, ήταν η επικράτησις εις τας
μεγάλας πόλεις, όπου εγκαθιστούσε αιρετικούς επισκόπους, οίτινες με την σειράν
τους εχειροτόνουν οικείους εκκλησιαστικούς της ιδίας αιρέσεως.[ Δωδεκάβιβλος, Βιβλ. 3ον, κεφ. Γ΄, παράγρ.
β΄. Σελ. 22.]
Η γενικοτέρα κατάστασις εν ΚΠόλει, Αλεξανδρεία και
Αντιοχεία.
Μετά την πατριαρχείαν του αρειανού Ευδοξίου, εχειροτονήθη νέος πατριάρχης, ο αρειανός Δημόφιλος. Οι ορθόδοξοι όμως χωρίς να υπολογίσουν ότι εις τον θρόνον υπήρχεν άλλος πατριάρχης, εχειροτόνησαν ιδικόν τους ορθόδοξον, τον Ευάγριον[Δωδεκάβιβλος, Τόμ. 2ος, σελ. 14).] (369 μ.Χ.). Την χειροτονίαν εποίησεν εν κρυπτώ ο μέχρι τότε εξόριστος επίσκοπος Αντιοχείας Ευστάθιος διερχόμενος εκ Κωνσταντινουπόλεως. Η χειροτονία αυτή σήμερον πιθανόν να φαντάζη αντικανονική (ως υπερόρια) εις τα όμματα τινών νομικολάγνων, αλλά κατά τας δυσκόλους καταστάσεις εις τας οποίας ευρέθη η διωκομένη ανά τους αιώνας Εκκλησία ήταν καθόλου συνήθεις και μάλιστα αναγκαίες. Ιδού όμως πως παρουσιάζει ο Μανουήλ Γεδεών τα διαδραματισθέντα κατ’ εκείνην την εποχήν: «Αποθανόντος του Ευδοξίου, εδιχάσθη ο χριστιανικός της Κωνσταντινουπόλεως πληθυσμός, ή μάλλον εις πολλά κατετμήθη. Αντί δ’ ενός δύο πατριάρχαι εξελέγησαν» και συνεχίζει∙ «Τον Ευάγριον εξελέξαντο οι ορθόδοξοι μετά τον θάνατον του Ευδοξίου, ο δε της Αντιοχείας πατριάρχης Ευστάθιος, επανελθών μεν εκ της εξορίας επί Ιοβιανού του αυτοκράτορος, εν Κωνσταντινουπόλει δε κρυπτόμενος εχειροτόνησεν αυτόν. Τότε ο αυτοκράτωρ Ουάλης, την του Ευαγρίου χειροτονίαν μαθών, αφίκετο εκ Μαρκιανουπόλεως ένθα διέτριβεν, εις Κωνσταντινουπόλιν, και τον μεν ορθόδοξον πατριάρχην Ευάγριον έπαυσε, τας δε εκκλησίας αρπάσας από των ορθοδόξων έδωκεν εις τους αρειανούς, αναγνωρίσας τον κακόδοξον Δημόφιλον, και τον ιερόν Ευστάθιον εξώρισεν εις Κύζικον»[ Δωδεκάβιβλος, Τόμ. 2ος, σελ. 127.].
Άμεσος και σκληρά η
επέμβασις της πολιτικής εξουσίας όπως βλέπωμεν και πάλιν, η οποία δεν
αποστερούσε μόνον την ''πολυτέλειαν'' της υπάρξεως επισκόπου εις τους
ορθοδόξους, αλλά και αυτήν την κατοχήν ιερών ναών. Σημειωτέον, ότι ο αρειανός
Δημόφιλος συνέχισε την πατριαρχείαν αυτού και επί της πατριαρχείας του
Ορθοδόξου Νεκταρίου (381-387), αν και ο Στεφανίδης την περιορίζει μέχρι το 380.
Την πληροφορίαν αυτήν αντλούμε από τον Δοσίθεον Ιεροσολύμων, ο οποίος μας
λέγει, ότι ο Βασιλεύς Θεοδόσιος θέλοντας να διαπιστώση, ποία μερίδα είναι
σύμφωνος με την διδασκαλίαν των Πατέρων της Εκκλησίας, κάλεσε τους
πρωτοκαθέδρους εκάστης εξ αύτών να δώσουν την ιδικήν τους Έκθεσιν Πίστεως.
Προσήλθον δε οι εξής: «Νεκτάριος επίσκοπος της καθόλου Εκκλησίας (Ορθόδοξος),
Αγέλιος των Ναυατιανών, Δημόφιλος Αρειανών, Ευνόμιος των Ευνομιανών, και των
Μακεδονιανών Ελεύσιος ο Κυζίκου...»[ Δωδεκάβιβλος,
βιβλ. 3ον, κεφ. 6ον, τόμ. 2ος, σελ. 72.].
Η κατάστασις όμως αυτή εσυνεχίσθη και μετέπειτα, όπως θα
ιδούμε παρακάτω, καθώς εκάστη πλευρά εχειροτόνει τους ομόφρονές της επισκόπους∙
ούτω βλέπομεν: «Επί Αττικού, πατριάρχης των εν Κωνσταντινουπόλει αρειανών ην ο
γέρων Θεόδωρος, ούτινος αποθανόντος εις ηλικίαν ετών είκοσι και εκατόν,
εχειροτόνησαν οι αρειανοί πατριάρχην αυτών τον Βάρβαν»[ Δωδεκάβιβλος, βιβλ. 3ον, κεφ. 6ον, τόμ.
2ος, σελ. 171.]. Η τακτική επομένως της Ορθοδόξου Εκκλησίας να εγκαθιστά
επισκόπους εις επισκοπάς, όπου οι θρόνοι είχον αρπαγή και καταληφθή από αιρετικούς ήταν καθολική και
όχι περιστασιακή και κατά τόπους, όταν βεβαίως και οι συνθήκες το επέτρεπαν.
Υπ’ αυτό το πνεύμα κινούμενος (δηλ. της συνειδήσεως ότι αυτός και μόνον είναι ο
νόμιμος Πατριάρχης έναντι του επεισάκτου) και ο ορθόδοξος Πατριάρχης
Αλεξανδρείας Ιωάννης Ταλαίας διεκδικούσε τον θρόνον του έναντι του αιρετικού
Πατριάρχου της ιδίας πόλεως Πέτρου του Μογγού, ο οποίος υπεστηρίζετο από τον
επίσης αιρετικόν Ακάκιον Πατριάρχην ΚΠόλεως.[ Βασιλείου
Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική
Ἱστορία, σελ. 291.]
Περί αυτού αναφέρεται και ο Φιλάρετος Βαφείδης εις την
Ιστορίαν του, λέγων τα εξής: «Κατά το αυτό όμως έτος αποθανόντος του Αιλούρου
εν Αλεξανδρεία, οι μονοφυσίται ως διάδοχον αυτού εκλέγουσι Πέτρον τον Μογγόν,
ενώ οι ορθόδοξοι μετά τον θάνατον Τιμοθέου του Σαλοφακιόλου, Ιωάννην τον
Ταλαία»[ Φιλαρέτου Βαφείδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, τόμ. 1ος, σελ. 144.]
. Τελεία δε ήταν εις την πόλιν της Αλεξανδρείας απ’ αυτήν την εποχήν και
μετέπειτα η επικράτησις των Μονοφυσιτών, εις σύγκρισιν προς άλλα μεγάλα κέντρα
του Μονοφυσιτισμού, όπως της Αντιοχείας, κ. α., αφού η συντριπτική πλειοψηφία
του χριστιανικού πληθυσμού είχε με φανατισμόν ασπασθεί την αίρεσιν. Αποτέλεσμα
αυτών των συνθηκών ήταν οι ορθόδοξοι να ευρίσκονται κάτω από συνεχείς διωγμούς
και πιέσεις υπό των αιρετικών, εις σημείον να στερούνται ακόμη και ναούς, διά
να ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Τοσαύτη δε ήταν η δύναμις αυτών, ώστε
και αυτός ακόμη ο Αυτοκράτωρ να αδυνατή να επιβάλλη ορθόδοξον Πατριάρχην, όταν
η βούλησις της πολιτικής εξουσίας ευνοούσε την εγκαθίδρυσίν του. Αυτός λοιπόν
είναι ακόμη ένας λόγος διά τον οποίον ευρίσκομεν κάποτε εις τους επισκοπικούς
θρόνους επισκόπους μόνον της μιάς μερίδος, δηλαδή η ύπαρξις ισχυράς παρουσίας
αιρετικών, ή και ορθοδόξων ενίοτε[Δωδεκάβιβλον'', τόμος 1ος, σελ. 451 :],
ικανής ώστε να καθιστά την κρατικήν εξουσίαν ανήμπορον να επιβληθή! Ίδωμεν όμως
προς πίστωσιν των λεγομένων, πως αναγράφεται το γεγονός: «Τότε εξεδιώχθησαν των
επισκοπών των ο Αντιοχείας Σευήρος, ο Μαβούγ Ξεναίας (ή Φιλόξενος) ο
Αλικαρνασσού Ιουλιανός κα ι άλλοι, ων οι πλείστοι κατέφυγον εις Αλεξάνδρειαν.
Διότι εν Αλεξανδρεία δεν ετόλμα ο αυτοκράτωρ να προσβάλη τον μονοφυσιτισμόν ως
υποστηριζόμενον υπό του λαού θερμώς».[ Διομήδους
Κυριακοῦ, Τόμ. 2ος,
σελ. 314.]
Αντιθέτως εις την Αντιόχειαν ο χειροτονηθείς αιρετικός
πατριάρχης Ιωάννης ο Κωδωνάτος δεν εγένετο δεκτός από τους Ορθοδόξους, οι
οποίοι την εποχήν εκείνην ήσαν ισχυροί και τον απεμάκρυναν. «Ούτος κατήγετο εκ
ΚΠόλεως και εχειροτονήθη το 476 υπό του μονοφυσίτου αρχιεπισκόπου Πέτρου του
Κναφέως, τον οποίον επανέφερεν εκ της εξορίας ο σφετεριστής Βασιλίσκος,
επίσκοπος Απαμείας. Δεν εγένετο όμως δεκτός υπό των κατοίκων της πόλεως και
διέτριβεν εν Αντιοχεία (τα ίδια προβλήματα ως φαίνεται είχον οι μονοφυσίτες και
εις την Απάμεια). Μετά την πτώσιν του Βασιλίσκου και την εξορίαν του Πέτρου του
Κναφέως εξελέγη υπό των ομοφρόνων του ως διάδοχος τούτου. Διά των ενεργειών
όμως των ορθοδόξων απεμακρύνθη της αρχής μετά τρίμηνον πιθανώς καθαιρεθείς υπό
συνόδου συνελθούσης εν τη πόλει ταύτη»[] ΘΗΕ,
τόμ. 6ος, σελ. 1197]. Οι μονοφυσίτες παρά την αναδιοργάνωσίν τους από τον
επίσκοπον Ιάκωβον Βαραδαίον (εκ του οποίου έκτοτε οι μονοφυσίτες της Συρίας
έλαβαν το όνομά τους) δεν επέτυχαν να γίνουν κύριοι της αρχής και έκτοτε
απετέλεσαν διακεκριμένην εκκλησίαν, έχουσαν τας αρχάς της εις τον Ε΄ αιώνα.
Παρά τας ακαταστάτους όμως και ανωμάλους αυτάς συνθήκας «η διαδοχή των
ορθοδόξων επισκόπων και πατριαρχών (εις την Αντιόχειαν) ουδέποτε διεκόπη», αλλά
και «οι Ιακωβίται (Μονοφυσίτες) πατριάρχαι διεδέχοντο χωρίς διακοπήν ο εις τον έτερον
και η διαδοχή των επισκόπων, μολονότι ούτοι περιωρίζοντο εις αριθμόν,
επροχώρει» [ΘΗΕ, τόμ. 6ος, σελ. 611.]. Ούτω Πατριάρχες και λοιποί
επίσκοποι εκάστης μερίδος εποίμαινον και ποιμένουν από την εποχήν της
Βυζαντινής επικυριαρχίας έως και σήμερον παραλλήλως την χώραν την Συρίας[28].
Να σημειώσωμεν όμως, ότι διαδοχή παραλλήλων Πατριαρχών υπήρχεν και εις άλλας
αιρέσεις, όπως των Νεστοριανών, οι οποίοι μάλιστα κατά τον 8ον αιώνα έφθασαν
εις το μέγιστον της ισχύος των[]ΘΗΕ, τόμ. 11ος, σελ. 773].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου