Έρευνα πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Αν και έχουμε δημοσιεύσει τουλάχιστον τρία άρθρα για
τον θεσμό των διακονισσών, προκειμένου να
συνοψίσουμε τα υπάρχοντα ιστορικά και εκκλησιολογικά στοιχεία δημοσιεύουμε το
παρόν άρθρο.
Α. Διακόνισσα, άγαμη η χήρα, όντως πολύ ενάρετη,
αφιερώνεται και χειροτονείται «μετά ακριβούς δοκιμασίας», και στην δική μας
εποχή[4], εντός του βήματος στο σημείο της χειροτονίας του διακόνου, χωρίς
γονυκλισία (B σ. 172). Φέρει οράριο με τις δύο άκρες του μπροστά (B σ. 173). Η
υποψήφια οφείλει να είναι σάραντα ετών και άνω (κανόνες 15 της δ’ οικουμενικής
συνόδου, 14, 15 και 40 πενθέκτης οικουμενικής συνόδου) χωρίς περίοδο. Βλ. και
Πηδάλιον σ. 83 υποσ. 2.
Εάν παντρευτεί, αναθεματίζεται αιωνίως (κανόνας 15
της δ’ οικουμενικής συνόδου). Ανήκει στον κλήρο και συνεπώς εισέρχεται μαζί του
στην μικρή-πρώτη είσοδο του κλήρου στο ιερό βήμα μετά τους υποδιακόνους, όταν
δεν έχει περίοδο.
(B σ. 173, αγίου Γερμανού Α’
Κωνσταντινουπόλεως (715-730) Ιστορία εκκλησιαστική εκδ. P. G. τ. 98 στ. 392A,
J. Mateos Η Μικρά Είσοδος της θείας Λειτουργίας 1973 σ. 365)
Β. Την πρώτη μαρτυρία την εντοπίζουμε στην προς
Ρωμαίους Επιστολή, όπου μνημονεύεται η Φοίβη, η οποία ήταν «διάκονος της
εκκλησίας εν Κεγχρεαίς» και «προστάτις πολλών εγενήθη» (Ρωμ. ις', 1-2). Το 111
ή 112 μ.Χ ο Πλίνιος ο νεώτερος σε επιστολή του προς τον Τραϊανό αναφέρει την
ύπαρξη διακόνων γυναικών στην Βιθυνία. Για το ίδιο θέμα κάνουν λόγο ο Κλήμης ο
Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, η διασωθείσα σε συριακή μετάφραση «Διδασκαλία (των
Αποστόλων)» και οι «Αποστολικές Διαταγές». Κανόνες Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων
περιέχουν διατάξεις που αφορούν τις διακόνισσες. Έτσι, για παράδειγμα, ο ιε'
κανόνας της Δ' Οικουμενικής Συνόδου θέτει ως όριο χειροτονίας το τεσσαρακοστό
έτος. Ακόμη και η νομοθεσία των βυζαντινών αυτοκρατόρων θίγει το θέμα' η 3η
Ιουστινιάνειος νεαρά ορίζει ότι στον ναό της Αγίας Σοφίας πρέπει να υπηρετούν
40 Διακόνισσες. Να προσθέσουμε επίσης στις ιστορικές πηγές και τις επιτύμβιες
επιγραφές που καλύπτουν ένα χρονικό φάσμα από τα τέλη του 2ου μέχρι τον 6ο
αιώνα.
Γ. Από τον 6ο μέχρι τον 8ο αιώνα διαμορφώθηκε
πανηγυρικότερη τάξη ή ακολουθία ή «ευχή επί χειροτονίαν διακονίσσης». Η
χειροτονία έχει απόλυτη μορφολογική ομοιότητα με την χειροτονία του διακόνου. Ενώ
όμως κατευθείαν μετά την χειροτονία ανατίθεται στον διάκονο η υπηρεσία του
θυσιαστηρίου, οι διακόνισσες δεν αναλαμβάνουν καμμία υπηρεσία που να σχετίζεται
με το θυσιαστήριο. Γενικώς, με τις διακόνισσες ασχολούνται Ιεροί Κανόνες:
ΙΘ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ΙΕ΄ της Δ΄ Οικουμενικής, ΙΔ΄, ΙΕ΄, Μ΄, ΜΗ΄της
Πενθέκτης Οικουμενικής και ΜΔ΄του Μ. Βασιλείου. Συγκεκριμένα ο Μ.
Βασίλειος υπογραμμίζει: «Ημείς ουν της διακόνου το σώμα, ως καθιερωμένον, ουκ
έτι επιτρέπομεν εν χρήσει είναι σαρκική»[. Μ. Βασιλείου, Επ.
199 – Η Αμφιλοχίῳ
περί κανόνων, ΜΔ, PG 32, 729.]
Στον Θεοδοσιανό κώδικα αναφέρεται ότι οι διακόνισσες
έπρεπε σε μερικές περιπτώσεις να έχουν περάσει την ηλικία των εξήντα ετών[Codex
Theodosianus, XVI, II : De episcopis et dericis,
νόμ. 27, έκδ. Mommsen-Mayer 1905, σ. 843.]. Σε μερικές, όμως, περιπτώσεις
γίνονταν και κάποιες εξαιρέσεις στη χειροτονία διακονισσών ως προς την ηλικία.
Συγκεκριμένα τέτοια εξαίρεση έγινε όσον αφορά στην Ολυμπιάδα, την οποίαν αν και
πολύ νέα, «χήραν γενομένην …, διάκονον ἐχειροτόνησε
Νεκτάριος»
[ Σωζομένου Σχολαστικού, Εκκλησιαστική Ιστορία,
VII, 9, PG 67, 1537.]. Στον ΙΕ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου σημειώνεται
για τις διακόνισσες: «Να μη χειροτονείται γυναίκα διάκονος προτού γίνει σαράντα
ετών και αυτή ύστερα από ακριβή δοκιμασία. Αν αφού δέχθηκε τη χειροθεσία και
παρέμενε για κάποιο χρονικό διάστημα στο λειτούργημα, παντρευτεί, περιφρονώντας
τη χάρη του Θεού, αυτή να αναθεματίζεται μαζί μ’ εκείνον που την παντρεύτηκε»[ Δ’
Οἰκουμενική Σύνοδος, κανών ιε’, εν
Αμ. Αλιβιζάτου, Οι Ιεροί κανόνες και οι εκκλησιαστικοί νόμοι, εν Ἀθήναις 1949, σ. 54.
Γ. Μερικά από τα καθήκοντά τους ήταν η φύλαξη των
εισόδων του Ναού, ώστε να μην εισέλθει άπιστος ή αμύητος, Η διακόνισσα προ της
απολύσεως των κατηχουμένων βρίσκεται στις πύλες του κυρίως ναού για να βγάζει
τους αβάπτιστους και να επιτηρεί τις θύρες. Δεν λέγει τίποτε, ου τε ριπίζει τα
τίμια δώρα. Δεν είναι λαμπαδούχος, διότι αυτό είναι το έργο των υποδιακόνων. Ου
τε το άγιο θυσιαστήριο υποκαθίσταται και παραμελείται, άνευ μεγίστης ανάγκης,
για λειτουργίες με κορίτσια «παπαδάκια», βλ. και ΛΑ’ σ. 261. Δεν ειδοδεύει στην
μεγάλη είσοδο. Εισέρχεται στο βήμα για να κοινωνήσει. Κατόπιν δέχεται το άγιο
ποτήριο και το αποθέτει στην αγία τράπεζα (B σ. 174), χωρίς να μεταδώσει την
θεία κοινωνία. Ηγουμένες ήταν συχνά και διακόνισσες.
Φρόντιζαν επίσης την καθαριότητά του, έδιναν το
σύνθημα της συμμετοχής των γυναικών στο «υποψάλλειν», μετέδιδαν την θ.
Ευχαριστία κατ’ οίκον στις γυναίκες σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά η
σπουδαιότερη λειτουργική υπηρεσία ήταν αυτή του βαπτίσματος των γυναικών.
Επειδή στην αρχαία Εκκλησία δεν υπήρχε ο νηπιοβαπτισμός, η παρουσία τους ήταν
αναγκαία για την κόσμια τέλεση του μυστηρίου. Οι διακόνισσες βοηθούσαν στην
ένδυση και έκδυση των βαπτιζομένων και διενεργούσαν την επίχριση του σώματος
δια του εφορκιστού ελαίου και του αγίου μύρου, εφ’ όσον ο Επίσκοπος ή ο Ιερέας
έχριε μόνο το μέτωπο. Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι οι διακόνισσες σε
καμμία περίπτωση δεν αναλάμβαναν πρεσβυτερικά καθήκοντα. Ο άγιος Επιφάνιος
τονίζει χαρακτηριστικά «ότι το μεν διακονισσών τάγμα εστίν εις την Εκκλησίαν
αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν».
«Διακόνισσα ουκ ευλογεί· αλλ' ουδέ τι ων ποιούσιν οι
πρεσβύτεροι, η οι διάκονοι, επιτελεί, αλλ' η του φυλάττειν τας θύρας, και
εξυπηρετείσθαι τοις πρεσβυτέροις εν τω βαπτίζεσθαι τας γυναίκας, διά το
ευπρεπές.
Κατά τας Αποστολικάς Διαταγάς δεν φαίνεται να επιτελή την εν τω βήματι των Θείων Μυστηρίων λειτουργίαν του αρρένος Διακόνου αλλά την έξω του βήματος.(…..) Και πάλιν, ότι μεν Διακονισσών το τάγμα είναι στην εκκλησίαν όχι δια να ιερατεύη, ουδέ δια να επιχειρή να συγχωρή τί, αλλά δια την σεμνότητα του γένους των γυναικών(…)» [Πηδάλιο Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Υποσημείωση(1) Συμφωνία ΙΘ ΚΑΝΟΝΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ σελ 149 εκδ. Ρηγόπουλου
Δ. Στην Ανατολή διακόνισσες χειροτονούνταν μέχρι το
τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά κατά τους τελευταίους βυζαντινούς
χρόνους φαίνεται ότι αυτό συνέβαινε σπανιότερα εξαιτίας της αποξένωσης των
διακονισσών από την ενοριακή ζωή και του περιορισμού τους στα μοναστήρια.
Επίσης, μετά την καθιέρωση του νηπιοβαπτισμού η ύπαρξή τους δεν ήταν αναγκαία
τόσο για την κατήχηση όσο και για την τέλεση του βαπτίσματος.
Ε. Το 1988 Η Ιερά Σύνοδο του
Οικουμενικού Πατριαρχείου οργάνωσε στη Ρόδο Διορθόδοξο Θεολογικό Συνέδριο προς
εξέτασιν του θέματος "Η θέσις της γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και τα
περί χειροτονίας των γυναικών".
Τα υπ' αρ. 32 έως 55 συμπεράσματα του Συνεδρίου
τονίζουν ότι πρέπει να αναβιώσουν "η αποστολική τάξις των
διακονισσών" και η χειροτονία αυτών, διότι μία "τοιαύτη αναβίωσις θα
αντιπροσώπευε μίαν θετική ανταπόκρισιν εις τας πολλάς ανάγκας και τα αιτήματα
του συγχρόνου κόσμου εις πολλούς τομείς. Τούτο θα ηδύνατο να καταστή πολλώ
μάλλον αληθές, εάν ο εν γένει βαθμός των διακόνων (αρρένων και θηλέων)
αποκαθίστατο πανταχού εις την αρχικήν και πολύμορφον διακονίαν αυτού, μετά
προεκτάσεως εις την κοινωνικήν σφαίραν, κατά το πνεύμα της αρχαίας παραδόσεως
και ως απάντησις προς τας αυξανομένας ειδικάς συγχρόνους ανάγκας.
Δεν θα έδει να περιορισθή μόνον είς τινα καθαρώς
λειτουργικόν ρόλον ή να θεωρηθεί ως βαθμίς τις δια την άνοδον εις τας ανωτέρας
''τάξεις'' του κλήρου.
"Η αναβίωσις των διακονισσών εν τη Ορθοδόξω
Εκκλησία θα ηδύνατο να τονίση κατά ειδικόν τρόπον την αξίαν της γυναικός και να
προσφέρη αναγνώρισιν της προσφοράς αυτής εις το καθόλου έργον της
Εκκλησίας".
ΣΤ.Παρόμοιες προτάσεις προς αναβίωσιν του θεσμού των
διακονισσών έγιναν και από τα Διορθόδοξα Συνέδρια, που έγιναν π.χ. το 1975 στο
Etchmiadzin-Erevan της (τότε Σοβιετικής) Αρμενίας, το 1976 στο μοναστήρι της
Agapia της Ρουμανίας, το 1980 στο St. Vladimirs Orthodox Seminary (Ν. Υόρκη),
το 1990 στην Κρήτη, το 1994 στην Λειβαδιά, το 1996 στην Addis Ababa (Αιθιοπία),
το 1996 στη Δαμασκό (Συρία) και το 1997 στην Κωνσταντινούπολι.
Οι προτάσεις αυτές είναι σύμφωνες προς την πράξι της
Αποστολικής, της Αρχαίας και της Βυζαντινής Εκκλησίας. Συμφώνως προς την
μακραίωνη Ορθόδοξη παράδοση οι διακόνισσες καθιερώνονταν στο εκκλησιαστικό
λειτούργημά τους όχι με κατώτερη χειροθεσία, αλλά με ανώτερη χειροτονία, η
οποία μορφολογικώς ήταν ανάλογη προς τη χειροτονία του ανωτέρου κλήρου. Στα
αυθεντικά Βυζαντινά Ευχολόγια, ενώ οι περιγραφόμενες χειροθεσίες του λεγομένου
κατωτέρου κλήρου (ψάλτου, αναγνώστου, υποδιακόνου) τελούνται εκτός του ιερού
βήματος, και όχι κατά τη διάρκεια της Ευχαριστιακής Θείας Λειτουργίας, η
χειροτονία της διακονίσσης έχει ουσιώδη μορφολογική ομοιότητα προς τις
χειροτονίες των τάξεων του λεγομένου ανωτέρου κλήρου (επισκόπου,
πρεσβυτέρου, διακόνου), διότι γίνεται μέσα στο ιερό βήμα και μπροστά στην Αγία
Τράπεζα, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, και μάλιστα μετά την αγία
αναφορά, δηλαδή μετά τον ασπασμό "Και έσται τα ελέη
".
ΣΤ.Η μέλλουσα να χειροτονηθεί διακόνισσα, κατά την
τελετή της χειροτονίας στεκόταν προφανώς, όπως και ο μέλλων να χειροτονηθή
διάκονος στη σολέα, προ των αγίων θυρών, σκεπασμένη με "μαφόριο"
(=είδος καλύπτρας). Από τη σολέα προσήγετο στην Αγία Τράπεζα, όπου ο επίσκοπος
την χειροτονούσε με επίθεση των χειρών, απαγγέλοντας όχι μια ευχή, όπως στις
κατώτερες χειροθεσίες, αλλά δύο ευχές, πράγμα που είναι γνώρισμα των ανωτέρων
χειροτονιών.
Ο επίσκοπος, όταν απαγγέλει τις δύο αυτές ευχές,
έχει τα χέρια επί της κεφαλής της χειροτονουμένης. Και οι δύο ευχές ακολουθούν
στην προεξαγγελομένη εκφώνησι "Η Θεία Χάρις, η τα ασθενή
θεραπεύουσα". Η
εκφώνηση αυτή, που
ακούεται και στη χειροτονία
της διακονίσσης, αποτελεί γνώρισμα μόνο της
χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών (επισκόπου, πρεσβυτέρου, διακόνου). Ποτέ δεν
ακούεται στις χειροθεσίες των κατωτέρων κληρικών, ούτε αυτού
του υποδιακόνου.
Η χειροτονημένη διακόνισσα περιεβάλλετο, ως και ο
διάκονος, το διακονικό οράριο, φέρουσα όμως τούτο "υποκάτωθεν του
μαφορίου", με τις δύο αρχές αυτού μπροστά. Κατά την ώρα της Θείας
Κοινωνίας η διακόνισσα κοινωνεί, όπως ο διάκονος, παίρνοντας το άγιο ποτήριο
από τα χέρια του Αρχιερέως, αλλά "ουδενί μεταδίδωσι" την Θεία
Κοινωνία. Γι' αυτό "επιτήθησιν αυτό (το άγιο ποτήριο) τη αγία
τραπέζη".
Ζ. Συμφώνως προς την παράδοση, ως διακόνισσες χειροτονούνταν όχι μόνον λαϊκές γυναίκες, που ανήκαν στις
τάξεις των παρθένων και των χηρών ή ήσαν "μονόγαμοι εγκρατευσάμεναι"
(Αποστολικαί Διαταγαί) ή σύζυγοι επισκόπων, αλλά και ηγετικά ή επίλεκτα στελέχη
γυναικείων μοναστηρίων.
Η. Το ότι οι διακόνισσες ανήκαν στον ιερό κλήρο δεν
είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί εκ του ότι δεν τελούσαν την Θεία Ευχαριστία και
τα λοιπά μυστήρια. Οι προβάλλοντες την αμφισβήτηση αυτή λησμονούν ότι και οι
διάκονοι, αν και αναμφισβητήτως, κατά την ορθόδοξη κανονική παράδοση, ανήκουν
στον ανώτερο κλήρο, δεν είχαν ιερουργική
ιερωσύνη προς τέλεση μυστηρίων, αλλ' έχουν μυστηριακή διακονική ιερωσύνη. Οι
διακόνισσες έχουν επίσης μυστηριακή διακονική ιερωσύνη, αλλά αποτελούν
παράλληλη προς την ανδρική, ξεχωριστή, ιδιότυπη (sui generis) μοναδική τάξη
γυναικείου κλήρου, η οποία συναριθμείται με τις τάξεις του ανδρικού κλήρου.
Η. Το 2017, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, χειροθέτησε
αρκετές γυναίκες ως διακόνισσες. Η εν λόγω πρωτοβουλία περιπλέχθηκε λόγω
εξωτερικών πιέσεων, επειδή επρόκειτο για «χειροθεσίες» και όχι για
«χειροτονίες», , αλλά, παρ’ όλα αυτά, έχουμε ένα παράδειγμα στον 21ο αιώνα μιας
τοπικής εκκλησίας που καλωσορίζει με θάρρος τις γυναίκες ως διακόνισσες.
Θ. Ο Άγιος Νεκτάριος ΔΕΝ ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΣΕ ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΕΣ αλλά
χειροθέτησε Υποδιακόνισσες χωρίς καμία νέα τελετουργική διακονία, παρά μόνο με
την "ευλογία" να κοινωνούν τις άλλες μοναχές, όταν χρειαζόταν. Κατά τα λοιπά εκτελούσαν χρέη νεωκόρισσας,
που διακονούσαν εντός του ιερού βήματος, όπως σ' όλα τα σημερινά γυναικεία
μοναστήρια. Μετά τον Άγιο Νεκτάριο ο
Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος καθιέρωσε μόνο στην Αίγινα διακόνισσες
και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, όταν
ήταν Μητροπολίτης Δημητριάδος καθιέρωσε ως διακόνισσα στην Ιερά Μονή Αγίου
Σπυρίδωνος Προμυρίου την ηγουμένη της ιεράς Μονής Ευθυμία.
Ι. Το σώμα της ανά την Οικουμένη Αγίας Ορθοδοξίας
μας, τόσο από της πλευράς των Επισκόπων, όσο και από της πλευράς του λαού
φαίνεται πολύ απρόθυμο να αποδεχθεί ένα από αιώνων παυμένο ιερό θεσμό, το θεσμό
των διακονισσών.
Μετά την «Σύνοδο» της Κρήτης, στις συνοδικές
αποφάσεις της οποίας, ως γνωστόν, το έργο και η «θεολογική» παραγωγή του Π.Σ.Ε.
καταφάσκεται και επαινείται, (αντί απορρίψεως), αναζωπυρώθηκε και πάλι το εν
λόγω θέμα από γνωστούς κύκλους, στην προσπάθειά τους να φέρουν σε ακόμη
μεγαλύτερη προσέγγιση την Ορθοδοξία με τον Προτεσταντισμό.
Πριν λίγο καιρό και συγκεκριμένα από τις 31
Ιανουαρίου έως 2 Φεβρουαρίου ε.ε. πραγματοποιήθηκε, στη Θεσσαλονίκη, ένα
Διεθνές Συμπόσιο με τίτλο: «Διακόνισσες: Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον». Συγκλήθηκε
και πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία, (όχι τυχαία κατά τη γνώμη μας), από το
«Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών “Μητροπολίτης
Παντελεήμων Παπαγεωργίου”»(CEMES) και σε συνεργασία με το, (επίσης όχι τυχαία),
«Διορθόδοξο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα “Ορθόδοξη Οικουμενική Θεολογία”, και άλλων
συνδιοργανωτών. Σύμφωνα με σχετική ανοικτή επιστολή της διοργανωτικής επιτροπής
προς τις Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες: «Το συμπόσιο εξέτασε από επιστημονική και
εκκλησιαστική προοπτική τον θεσμό των διακονισσών της Εκκλησίας, τόσο κατά τους
πρώτους όσο και κατά τους επόμενους αιώνες, καθώς και τις σύγχρονες αντιδράσεις
και επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών και άλλων χριστιανικών παραδόσεων».
Μάλιστα ως προοίμιο στην επιστολή τέθηκε το εξής
χαρακτηριστικό συμπέρασμα του συμποσίου: «Δεν υπάρχει βιβλικός ή θεολογικός,
κανονικός, ή λειτουργικός, πατερικός, ή ποιμαντικός λόγος που να δικαιολογεί
την καθυστέρηση, ή την παρεμπόδιση της πλήρους αποκατάστασης του παραδοσιακού
θεσμού των διακονισσών από την σύγχρονη Εκκλησία». Σε άλλη παράγραφο της
επιστολής τονίζεται ότι: «Το συμπόσιο επικεντρώθηκε κατά κύριο λόγο στη
διακονική φύση της χριστιανικής μαρτυρίας και της Ιερωσύνης, η οποία
παραθεωρήθηκε από αιώνες πατριαρχικής νοοτροπίας και θεσμικού κληρικαλισμού.
Και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι «η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο Ευχαριστίας και
όχι μια πυραμίδα εξουσίας». Ακολουθούν στην επιστολή οι λόγοι, οι οποίοι
καθιστούν την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών ως «επείγουσα ανάγκη». Το
συμπόσιο επικαλείται ακόμη τις αποφάσεις «της Διορθόδοξης Συνδιάσκεψης της
Ρόδου, που καλούσαν την Εκκλησία να αντιμετωπίσει τις πρωτοφανείς προκλήσεις
των καιρών». Μελετώντας
με προσοχή την επιστολή, αλλά και τις εισηγήσεις στο εν λόγω Συμπόσιο, δεν
μπορέσαμε να καταλάβουμε, ποιες είναι τελικά «οι πρωτοφανείς προκλήσεις των
καιρών», οι οποίες επιτάσσουν, να πάρει η Εκκλησία μια τόσο σοβαρή απόφαση και
να θέσει σε δοκιμασία την ενότητα του χριστιανικού πληρώματος, δεδομένου ότι,
όπως επισημάνθηκε και στο Συμπόσιο υπάρχουν έντονες αντιδράσεις και επιφυλάξεις
για το ακανθώδες αυτό ζήτημα .
Ο Άγιος Επιφάνιος Κύπρου, συνοψίζοντας την περί του
θεσμού των διακονισσών εκκλησιαστική συνείδηση, παρατηρεί ότι ο θεσμός ήταν
αναγκαίος ένεκα της «σεμνότητος του γυναικείου γένους, ή δι’ ώραν λουτρού, ή
επισκέψεως πάθους, ή πόνου και ότε γυμνωθείη σώμα γυναίου, ίνα μη υπό ανδρών
ιερουργούντων θεαθείη».
ΙΑ. Πάνω στο καυτό
ερώτημα, γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν καθιέρωσε την Ιερωσύνη των γυναικών και
στους επόμενους δύο βαθμούς της Ιερωσύνης, θα μπορούσαμε να δώσουμε συνοπτικά
τις εξής απαντήσεις: Η «μυστηριακή», ή «ειδική» Ιερωσύνη είναι ένα από τα πολλά
χαρίσματα του αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας. Το ειδικό αυτό χάρισμα
εδόθη από αυτόν τον ίδιο τον Κύριο στους Αποστόλους και διά μέσου αυτών στους
διαδόχους των, διά του μυστηρίου της χειροτονίας των, διά του οποίου
αναδεικνύονται εις «υπηρέτας Χριστού καὶ
οικονόμους μυστηρίων Θεού», (Α΄ Κορ.4,1). Ήδη από τα αποστολικά χρόνια η
εκκλησιαστική συνείδηση απέκλεισε την συμμετοχή των γυναικών σ’ αυτήν επί τη
βάσει:
1.του υποδείγματος του Κυρίου μας, ο οποίος δεν
επέλεξε καμία γυναίκα ως μία των Αποστόλων του, ούτε επίσης κατά την ώρα του
Μυστικού Δείπνου, κατά την οποία παρέδωσε το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας,
προσκάλεσε κάποια γυναίκα. Κατ’ επέκταση η εντολή Του: «τούτο ποιείτε εις την
εμήν ανάμνησιν» (Λουκ.22,19), εδόθη μόνο στους Αποστόλους και σε καμία γυναίκα,
ούτε ακόμη και στην Πανάχραντη Μητέρα του,
2. του παραδείγματος της Θεοτόκου, η οποία δεν
άσκησε ιερατικό λειτούργημα στην Εκκλησία, αν και αξιώθηκε να γίνει Μητέρα του
Σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού,
3. της Αποστολικής και Πατερικής Παραδόσεως και
πράξεως κατά την οποίαν οι Απόστολοι, στοιχούντες πάνω στο παράδειγμα του
Κυρίου, ουδέποτε χειροτόνησαν γυναίκες, στην «ειδική» αυτή Ιερωσύνη της
Εκκλησίας. Οι «Αποστολικές Διαταγές» μας πληροφορούν εν προκειμένω ότι «Ουκ
επιτρέπομεν ουν γυναίκας διδάσκειν εν Εκκλησία…Ει δε εν ταις προλαβούσι
διδάσκειν αυτάς ουκ επιτρέπομεν, πως ιερατεύσαι ταύτας παρά φύσιν τις
συγχωρήσει; Τούτο γαρ της των Ελλήνων αθεότητος αγνόημα θηλείαις θεαίς ιερείας
χειροτονείν, αλλ’ ου της του Χριστού διατάξεως».5 Επίσης ο άγιος Επιφάνιος
Κύπρου (310-403), μας πληροφορεί «ότι το μέν διακονισσών τάγμα εστίν εις την
Εκκλησίαν, αλλ’ ουχί εις το ιερατεύειν».6
4.της Παυλείου διδασκαλίας περί της θέσεως των
γυναικών στην Εκκλησία, (βλ. Α΄ Κορ.14,34 και Α΄ Τιμ.2,12 κ.α.) και της σχέσεως
ανδρός και γυναικός στη νέα εν Χριστώ πραγματκότητα, (βλ. Α΄ Τιμ. 4,14. 3,5.
5,17-22. 6,12-14. Β΄ Τιμ.1,6. Τιτ.1,6-9 και στις Πράξεις 20,7).
5. του κριτηρίου της αναλογίας κατά το οποίο, αν
ήταν επιτρεπτή η άσκηση ιερατικού λειτουργήματος στις γυναίκες, τότε θα έπρεπε
να έχει ασκήσει αυτό το λειτούργημα πρωτίστως η Θεοτόκος.
ΙΒ. Εκφράζουμε
τον φόβο μας ότι η όψιμη αυτή στροφή προς την «αναβάθμιση» της γυναίκας στην
Εκκλησία, με την αναβίωση του θεσμού των διακονισσών, που καλλιεργείται έχει ως
απώτερο στόχο την προώθηση και καθιέρωση της γυναικείας Ιερωσύνης και στους δύο
επόμενους βαθμούς, του Πρεσβυτέρου και του Επισκόπου, μέσα στο χώρο της
Ορθοδοξίας, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα στον Προτεσταντισμό. Φοβούμαστε ακόμη
ότι η ανακίνηση του ζητήματος αυτού προέρχεται και από κοσμικά κίνητρα και
συγκεκριμένα από το κυρίαρχο σήμερα φεμινιστικό κίνημα, το οποίο απαιτεί ρόλους
στη γυναίκα, υπερβαίνοντας ακόμα και την φύση της.
Bιβλιογραφία
1.Ε.Θεοδώρου.Οι Διακόνισσες στην Αρχαία Εκκλησία
2. περιοδικό Θεολογία, συγκεκριμένα στο 4ο τεύχος
του έτους 1991
3. ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΜΑΡΤΙΟΣ 2002
4.Βλ. «Το ανεπίτρεπτον της Ιερωσύνης των γυναικών
κατά τους Iερούς Κανόνας,», εν: «Η θέσις της Γυναικός εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία
και τα περί της χειροτονίας των γυναικών», Συλλογικός τόμος Διορθοδόξου
Θεολογικού Συνεδρίου, Ρόδος 1988, σελ. 246-247.
5. Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ,16,2.
6. Επιφανίου, Κατά αιρέσεων, 5,9 PG 42,744.
7. Ερμηνεία εις τον μη΄ Κανόνα της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου, Migne, Ε.Π.
137,658.
8. Αποστολικαί Διαταγαί ΙΙΙ, 9,1-4.
9. Επιφανίου Κύπρου, Πανάριον, PG 42, 744D
10. Αρχ. Σαράντη Σαράντου, Χειροτονία διακονισσών
Οι διακόνισσες (κανονικά και οι διάκονοι) δέν έχουν ιεροσύνη. Βοηθοί, τραπεζοκόμοι, υπηρέτες στο φιλανθρωπικό έργο και στην καθαριότητα είναι. Άλλο πώς καταντήσαμε σήμερα, εδώ άρχισαν γερόντισσες να διδάσκουν και κληρικούς και επισκόπους και να θεολογούν, σε βιβλία και άρθρα. Θα δούμε κι επισκοπίνες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι διάκονοι και όχι οι διακόνισσες, είναι βαθμός ιερωσύνης (ο κατώτερος), ανώνυμε 3,45 μ.μ. εδώ και αιώνες , θεσμισμένο αυτό από την Εκκλησία !
ΔιαγραφήΑν δεν γνωρίζεις μήν γράφεις ό,τι σου κατέβει.