(Χωρεπισκόπου Μάξιμου (Νοβάκοβιτς)-Χωρεπίσκοπος Novobrd και Παννονίας
Ο κανόνας ΙΕ΄ της Πρωτοδευτέρας Συνόδου ως στήριγμα μας στη μάχη για τη διατήρηση της ορθόδοξης θρησκείας και της Εκκλησίας
Οι Άγιοι Πατέρες συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές στη Σύνοδο το 859 και το 861. Για αυτό το λόγο και οι δύο Σύνοδοι θεωρούνται ως μια Τοπική Σύνοδος, η οποία ονομάζεται Θ΄ Τοπική Σύνοδος ή Πρωτοδευτέρα Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως, εξαιτίας δύο αναφερόμενων συναντήσεων των επισκόπων. Η Σύνοδος επέφερε 17 κανόνες, οι οποίοι έχουν γενική σπουδαιότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε αυτή τη Σύνοδο η Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος αναγνωρίστηκε και επιβεβαιώθηκε ως Οικουμενική, και για άλλη μιά φορά καταδικάστηκε η Εικονομαχία, ενώ ο Άγιος Φώτιος ο Μέγας επιβεβαιώθηκε ως κανονικός Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως. Στη Σύνοδο προέδρευσε ακριβώς ο Άγιος Πατριάρχης Φώτιος ο Μέγας, στον οποίο ψάλλουμε δικαιολογημένα στο δικό του απολυτίκιο ότι αυτός ήταν ο πιο δυνατός αντίπαλος-καταστροφέας των αιρέσεων, ο όποιος προστάτευσε το Σύμβολο της Πίστεως από την αιρετική προσθήκη και από την παραμόρφωση.[7]Ακολουθώντας τη διάθεση αυτή και το χαρακτήρα αυτού του ομολογητή της ορθοδοξίας και πολλών άλλων, έχουμε φτάσει στο αποτέλεσμα ότι στην εποχή μας, στα συμφραζόμενα μας, στην μάχη μας, ο κανόνας ΙΕ΄ της Συνόδου αυτής για εμάς είναι ο πιο σημαντικός: Οἱ γὰρ δι’ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.[8]
Αν και η Σύνοδος αυτή απασχολήθηκε με τους μοναχούς διαφυγόντες από τους επισκόπους τους με βάση την παράλογη αυστηρότητα από τη πλευρά των μοναχών, και για αυτό το λόγο οι πρώτοι επτά κανόνες της Συνόδου αυτής είναι αφιερωμένοι στο θέμα της πειθαρχίας στην Εκκλησία, όμως, ξέροντας πόση ζημιά η αίρεση μπορεί να προκαλέσει στην Εκκλησία και μολονότι η Σύνοδος αυτή υπογραμμίζει την ανάγκη για την πειθαρχία, δημιουργήθηκε ο κανόνας ΙΕ΄ όπως είναι γραπτό στο βίο του Αγίου Φωτίου: Στο τέλος, η Αγία Σύνοδος αποφάσισε και αυτό – μόνο αν κάποιος επίσκοπος δημοσίως ομολογεί οποιαδήποτε αίρεση, καταδικασμένη από κάποια Σύνοδο ή από τους Αγίους Πατέρες, τότε αν κάποιος κληρικός διακόπτει το μνημόσυνο τέτοιου επισκόπου στη Θεία Λειτουργία, ο κληρικός αυτός δεν πρέπει να θεωρείται επιτιμημένος αλλά δοξασμένος, αν και διέκοψε το μνημόσυνο πριν από τη συνοδική κρίση του επισκόπου αυτού (ΙΕ΄ κανόνας).[9].
Όπως βλέπουμε, αυτή η κανονική ρήτρα μόνο επιβεβαιώνει ήδη παραπάνω αναφερόμενο ισχυρισμό ότι στην Εκκλησία του Θεού πάνω από όλα είναι σημαντικό, σωτήριο, ουσιαστικό και απαραίτητο – η διατήρηση της ορθοδοξίας. Δηλαδή, όχι μόνο απαγορεύεται η συγκατάθεση σχετικά με τη μεταβολή και την αλλοίωση της θρησκείας, αλλά ο κανόνας αυτός κατευθείαν μας υποχρεώνει (δοξάζοντας αυτούς που το κάνουν), όταν οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών δημοσίως ομολογούν την αίρεση, να εναντιωθούμε ανοιχτά σε αυτή την πράξη, και να σταματήσουμε να αναγνωρίζουμε τέτοιους ποιμένες για θεμιτούς, δηλαδή πρέπει να αποφεύγουμε αυτούς. Λοιπόν, όταν υπάρχει κίνδυνος για τη θρησκεία μας, η προστασία της θρησκείας είναι πάνω από την εξωτερική εκκλησιαστική πειθαρχία. Ο κανόνας αυτός δείχνει αυτή τη θεανθρώπινη ισορροπία μέσα στον εκκλησιαστικό οργανισμό, δείχνει πως τη στιγμή όταν πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ της διατήρησης του εξωτερικού συστήματος ή πειθαρχίας – από τη μια πλευρά, και της διατήρησης της ορθοδοξίας – από την άλλη, δεν πρέπει να είμαστε διστακτικοί, αλλά να βάλουμε πάντα την ορθοδοξία, τη διατήρηση της ορθοδοξίας πάνω οπα όλα – ακόμη και πάνω από την εξωτερική διάπλαση. Τέτοιο είδος διάπλασης, χωρίς εσωτερική ορθόδοξη διάσταση, είναι μόνο η επικίνδυνη παραίσθηση της εκκλησιαστικής ειρήνης, ενότητας και του συστήματος. Στην πραγματικότητα, τέτοια ειρήνη, τέτοιο σύστημα, χωρίς αληθινή θρησκεία είναι η προδοσία της Εκκλησίας, ορθοδοξίας και του Χριστού. Για αυτό το λόγο ο Απόστολος Παύλος προειδοποιεί: Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ᾿ αὐτῶν (Ρωμ. 16,17). Ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη του Αποστόλου, το σχίσμα στην Εκκλησία είναι η αντίσταση στην υγιή επιστήμη της αποστολικής και αγιοπατερικής ομολογίας της θρησκείας, αλλά όχι η αντίσταση στους εκκλησιαστικούς προκαθημένους που δεν διατηρούν την επιστήμη αυτή.
Επομένως, ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος, γράφοντας για κατάλληλη σχέση προς αυτούς, οι οποίοι καταστρέφουν την ορθοδοξία, προσθέτει: Για τον αληθινό χριστιανό, εκεί δεν υπάρχει καμία ερώτηση και κανένα δίλημμα πως πρέπει να συμπεριφέρεται σε τέτοιους ανθρώπους – αυτός δεν μπορεί να θεωρεί τέτοιους ανθρώπους ως ορθόδοξους χριστιανούς αν και αυτοί έχουν το υψηλότερο ιερατικό αξίωμα! Και βεβαίως, με αυτούς δεν υπάρχει καμία κοινότητα στη χριστιανική αγάπη και στις προσευχές. Η αληθινή χριστιανική αγάπη μπορεί να υπάρχει μόνο μεταξύ των ανθρώπων, ηνωμένων στην αλήθεια. Δεν είναι τυχαία ότι πριν από τον ευχαριστιακό κανόνα ακούμε: “Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογήσωμεν“, ενώ όλοι οι πιστοί απαντάνε: ‘‘Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον“. Χωρίς αυτή την ομοφωνία δεν είναι δυνατή η κοινότητα της αγάπης, η κοινότητα της προσευχής, και ειδικά, η κοινότητα στο υπέροχο Μυστήριο της θείας Λειτουργίας με το Σώμα και Αίμα του Χριστού.[10]
Η αποστολική διδασκαλία είναι το να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με αυτούς που προκαλούν τα σχίσματα και τα σκάνδαλα εναντίον της παρμένης επιστήμης και να αποφεύγουμε αυτούς, και δείχνει καθαρά ότι ο λεγόμενος κανόνας ΙΕ΄ δεν επιτρέπει την παραβίαση πολλών κανόνων, οι οποίοι υποχρεώνουν τον κάθε κληρικό και λαϊκό να υποτάσσονται στην εκκλησιαστική ιεραρχία, ενώ λέει πως πρέπει να αποφεύγουμε εκείνα τα μέλη της Εκκλησίας, την εκκλησιαστική εξουσία και ιεραρχία, όταν αυτοί δεν ομολογούν την ορθοδοξία. Επομένως, ο κανόνας αυτός δείχνει την αποστολική-αγιοπατερική σοφία, βαθιά χαραγμένη στην έννοια όλων των Ιερών Κανόνων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η σοφία αυτή αποτελείται από το γεγονός ότι οι Ιεροί Κανόνες είναι η νομική/θεμιτή διατύπωση των Ιερών Δογμάτων. Αυτό, για την πρακτική ζωή της Εκκλησίας, σημαίνει ότι οι Ιεροί Κανόνες είναι γραπτοί και προορισμένοι να τηρούνται απολύτως μόνο όταν στην Εκκλησία υπάρχουν τα ακλόνητα σωστά δογματικά θεμέλια, δηλαδή όταν στην Εκκλησία διατηρείται η αμετάβλητη και αδιάφθορη ορθόδοξη θρησκεία, καθορισμένη στα Ιερά ορθόδοξα Δόγματα. Με αλλά λόγια, οι κανόνες στην Εκκλησία απολύτως εφαρμόζονται μόνο όταν στην Εκκλησία έχουμε τη συνηθισμένη κατάσταση, δηλαδή όταν η Εκκλησία δεν είναι χτυπημένη και απειλημένη από τις αιρέσεις, τον ανοικτό διωγμό κτλ. Επειδή, όπως είπε σοφώς ο Άγιος Πατριάρχης Νικηφόρος Α΄, στην εποχή της μάχης με τις αιρέσεις, πολλά πράγματα στην Εκκλησία υπάρχουν κατ’ ανάγκη, τα οποία δεν θα είναι δυνατά στην ειρηνική εποχή.[11] Η ιστορία της Εκκλησίας και μάχης για τη διατήρηση της αληθινής θρησκείας δείχνει ότι, στην εποχή των επιθέσεων της αίρεσης και των αιρετικών στην Εκκλησία, αν δίνουμε την προτεραιότητα στη διατήρηση του εξωτερικού εκκλησιαστικού συστηματος, θα προδώσουμε εκείνο εσωτερικό, ουσιαστικό, δογματικό σύστημα που είναι η βάση όλων των κανόνων και ολόκληρης της Εκκλησίας. Αν ξέρουμε πως συχνά στην ιστορία της Εκκλησίας υπήρχαν τέτοιες κακές περιστάσεις, είναι κατανοητό γιατί οι συνοδικοί Πατέρες σ` αυτή την Πρωτοδεύτερα Σύνοδο βρήκαν ως κατάλληλο να δημιουργήσουν τον κανόνα αυτόν (ΙΕ΄). Επίσης, είναι σημαντικό ότι ο κανόνας αυτός δημιουργήθηκε όταν η Εκκλησία νίκησε επιτέλους την αίρεση της Εικονομαχίας, μετά μακροπρόθεσμη μάχη (150 ετών), και συνεπώς, αυτός ο κανόνας είναι μόνο η νομική διατύπωση της βαθιάς μαρτυρικής εμπειρίας της Εκκλησίας στη μάχη με αυτή και άλλες αιρέσεις. Αν δεν υπήρχε ο κανόνας αυτός, όπως και η πράξη σύμφωνα με αυτόν στις προορισμένες περιστάσεις, η αίρεση θα μόλυνε αυτομάτως ολόκληρη την Εκκλησία – αν ο προκαθήμενος της οποιασδήποτε Τοπικής Εκκλησίας ή εκκλησιαστικής Επαρχίας πέφτει σε κάποια αίρεση, ενώ όλα τα υποταγμένα σε αυτόν μέλη της Εκκλησίας με κλειστά μάτια ασπάζονται την αίρεση αυτή, ακολουθώντας την παράλογη αφοσίωση προς τον προκαθήμενο αυτόν, δηλαδή σύμφωνα με την αρχή της τυφλής και παράλογης διατήρησης του νομίμου συστήματος των κανόνων, χωρίς δογματικό πλαίσιο. Ο κανόνας αυτός εμποδίζει αυτό, και προστατεύει την Εκκλησία από τέτοια καταστροφή. Όταν δεν κατανοούμε τους κανόνες από την άποψη της ουσίας τους (και η ουσία των κανόνων είναι τα ιερά δόγματα), τότε φτάνουμε στον κίνδυνο, ενώ διατηρώντας την εξωτερική έννοια των κανόνων, να παραβιάσουμε την εσωτερική τους έννοια και το θεμέλιο τους – τα Ιερά Δόγματα. Οι σύγχρονες περιστάσεις στη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία (με επικεφαλής τον πατριάρχη Ειρηναίο που με το γυμνό κεφάλι, δηλαδή δημοσίως, ομολογεί την αίρεση του οικουμενισμού), είναι το σχολικό παράδειγμα της κατάστασης, η οποία είναι προβλέψιμη από τον λεγόμενο κανόνα.
Από αριστερά προς τα δεξιά: ο Χωρεπίσκοπος Ναούμ, ο Χωρεπίσκοπος Νικόλαος, ο Επίσκοπος Αρτέμιος, ο Χωρεπίσκοπος Μάξιμος με τους μοναχούς και τις μοναχές της Επαρχίας
Επομένως, ιδιαίτερα στην επικίνδυνη μας εποχή, πρέπει να κάνουμε διαφορά μεταξύ της αληθινής και ψεύτικης υπακοής. Η αληθινή υπακοή έχει τα σύνορα της, τα οποία τοποθετήθηκαν από τους Αγίους Πατέρες – πρέπει να είμαστε υπάκουοι μόνο στον πνευματικό που είναι ορθόδοξος, δηλαδή δεν είναι αιρετικός. Αν ο πνευματικός, ποιμένας, εκκλησιαστικός προκαθήμενος πέφτει στην οποιαδήποτε αίρεση, εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να απορρίψουμε την υπακοή σ`αυτόν, με το σκοπό να αποφύγουμε την ίδια την αίρεση. Είμαστε υποχρεωμένοι να διακόψουμε την υπακοή σε τέτοιο πνευματικό πρόσωπο, το οποίο δεν είναι υπάκουο στους Αγίους Πατέρες σχετικά με τα θέματα της θρησκείας και των δογμάτων, οι ίδιοι εμείς να κόψουμε την υπακοή σ`αυτόν και να αποφύγουμε αυτόν σαν να είναι το ίδιο το φίδι, επειδή οι Άγιοι Πατέρες ονόμαζαν τους αιρετικούς “χειρότεροι από τα φίδια“. Για αυτό το λόγο είναι σημαντικό να απορρίψουμε αυτή την ψεύτικη υπακοή, η οποία είναι η κατάλληλη δικαιολογία για πολλούς να μείνουν στην υπακοή σ` αυτούς εκκλησιαστικούς προκαθημένους ανεξάρτητα από το γεγονός της (μην) ορθοδοξίας τους. Η ίδια η ουσία τέτοιας ψεύτικης υπακοής, καλύτερα να πούμε τέτοιας συναίνεσης με την προδοσία και με το πάτημα της ορθοδοξίας, αποτελείται από την προσήλωση προς τους κοσμικούς θησαυρούς και τις κοσμικές παρηγοριές. Ταυτόχρονα, η υπακοή αυτή είναι μόνο η δικαιολογία για την έλλειψη του ζήλου σε σχέση με την προστασία της ορθοδοξίας. Σε αυτή την ψεύτικη υπακοή ντύθηκαν πολλοί σύγχρονοι πνευματικοί και ιερείς, με τη γενική λύπη ολόκληρης της Εκκλησίας μας.
Εκτός από την υπακοή, έχουμε δείξει ότι υπάρχουν και τα άλλα δύο είδη της ειρήνης και ενότητας στην Εκκλησία – η αληθινή ειρήνη και ενότητα που βασίζονται και προέρχονται από την ενότητα στη θρησκεία, αλλά και η ψεύτικη, εξωτερική, παραπλανητική ειρήνη, της οποίας λείπουν η ομόνοια και ενότητα στη θρησκεία. Ενάντια σε τέτοια ψεύτικη ειρήνη στην Εκκλησία η οποία παρουσιάζει την προδοσία της ορθοδοξίας, της ίδιας της Εκκλησίας και του Θεού, πρέπει να παλεύουμε με όλες τις δυνάμεις και με όλα τα ευλογημένα μέσα τα οποία μας έδωσε ο Θεός. Αυτό επιβεβαιώνει πειστικά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής στην εξής εντολή του: Έχοντας εξετάσει τις καινοτομίες που εμφανίστηκαν στην εποχή μας, έχουμε συμπεράνει ότι αυτές παρουσιάζουν τον έσχατο βαθμό του κακού. Προσέξτε, εξαιτίας κάποιας ειρήνης, να μην μολυνθούμε με αυτή τη αποστασία για την οποία ο Απόστολος είπε (Β Θεσ. 3-4) ότι θα είναι το προμήνυμα της άφιξης του αντιχρίστου. Επειδή, είναι καλό να είμαστε στην ειρήνη με όλους, αλλά μόνο αν όλοι οι άλλοι είναι ενωμένοι στην ευσέβεια, ενώ καλύτερα είναι να πολεμούμε αν η ομόνοια σημαίνει το όφελος για το κακό! Λοιπόν, η ψεύτικη ειρήνη, χωρίς ευσεβή ενότητα στην ορθοδοξία, παρουσιάζει τη συμφωνία στο όφελος του κακού και το προμήνυμα της άφιξης του αντιχρίστου, όπως λένε τα αληθινά λόγια του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή, του έμπειρου μαχητή για την καθαρότητα της ορθοδοξίας.
Βεβαίως, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι ο κανόνας ΙΕ΄ της ΑΒʹ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως μπορεί να εφαρμοστεί μόνο και αποκλειστικά στις περιστάσεις οι οποίες είναι σαφές προβλεπόμενες και αναφερόμενες εντός αυτού του ίδιου του κανόνα, δηλαδή στις περιστάσεις όταν ο εκκλησιαστικός προκαθήμενος (πατριάρχης, επίσκοπος, ιερέας) δημοσίως ομολογεί κάποια αίρεση. Όσον αφορά τη Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, οι προκαθήμενοι της (με επικεφαλής τον Πατριάρχη Ειρηναίο) δημοσίως ομολογούν και δημιουργούν την αίρεση του οικουμενισμού, ως εκ τούτου, η εφαρμογή του κανόνα ΙΕ΄ της ΑΒʹ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως, για εμάς, για τα μέλη της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όχι μόνο επιτρέπεται αλλά χρειάζεται και απαιτείται. Κυριολεκτικά, επειδή αυτός ο ιερός κανόνας είναι το ειδικό εκκλησιαστικό-νόμιμο φάρμακο για την πληγή που η αίρεση επιβάλλει στην Εκκλησία του Θεού, την πληγή που εμείς βλέπουμε και νιώθουμε μπροστά μας στην πραγματικότητα της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ταυτόχρονα, ο κανόνας αυτός είναι η λύση για όλα τα προβλήματα που προέρχονται από το κύριο πρόβλημα, το πρόβλημα όλων των προβλημάτων – η μην ορθόδοξη, αιρετική, οικουμενιστική κατεύθυνση της ιεραρχικής κορυφής της Σέρβικης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτός ο ιερός κανόνας, όχι μόνο προέρχεται από ολόκληρη την βαθιά και μαρτυρική εμπειρία της Εκκλησίας, αλλά επίσης προέρχεται από την αποστολική παράδοση και την εμπειρία της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων. Η εμπειρία αυτή προερχόταν από τα στόματα των Αγίων Αποστόλων, του Ιωάννη και Παύλου, οι οποίοι λένε στο ποίμνιο τους: εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει (δηλαδή, την αληθινή χριστιανική διδαχή), μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε. ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς (Β Ιω. 10-11). αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος (Τιτ. 3, 10-11). Αυτές οι τιμωρίες – μην αποδοχή, μη χαιρετισμός και μη συμμετοχή στις πράξεις τους, προβλέπονται για εκείνους που, σχετικά με την ομολογία της ορθοδοξίας, έχουν στρίψει στο δρόμο της αίρεσης, και στο τελευταίο στάδιο τέτοιας περιπλάνησης έχουν διαστραφεί, να χρησιμοποιούμε τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Παύλου. Όταν αυτές τις προβλεπόμενες τιμωρίες μεταφέρουμε στην τωρινή κατάσταση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτές βέβαια αφορούν τον Πατριάρχη Ειρηναίο και τους επισκόπους (οι οποίοι είναι υπάκουοι σ` αυτόν), επειδή ο Πατριάρχης αυτός, χωρίς δισταγμό, για τον εαυτό του λέει πως είναι οικουμενιστής στα λόγια και στην πράξη. Έχοντας ανάψει το κερί στην ιουδαϊκή συναγωγή, αυτός έκανε ένα βήμα παραπέρα από τις συνηθισμένες αθεϊστικές, οικουμενιστικές προσευχές με τους ρωμαιοκαθολικούς και τους άλλους αιρετικούς. Επειδή ο σύγχρονος οικουμενισμός του είδους της Γενεύης (η ένωση όλων “των χριστιανών“ σε μια νέα παγκόσμια “πανεκκλησία“) που ακολουθούν ο Πατριάρχης Ειρηναίος και οι υπάκουοι σ’ αυτόν επίσκοποι, είναι ακριβώς καθορισμένος ως αίρεση από τους αυθεντικούς, αναγνωρισμένους θεολόγους και Αγίους Πατέρες, μπορούμε να πούμε ότι είναι αναμφισβήτητα σαφές πως ο Πατριάρχης Ειρηναίος με τα δικά του λόγια και με τις δικές του πράξεις τον εαυτό του ονόμασε και παρουσίασε ως αιρετικό.[12] Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι ο οικουμενισμός, από τις πολλές σύγχρονες λυχνίες της Εκκλησίας ονομαζόταν όχι μόνο η αίρεση, αλλά η παναίρεση, επειδή ο οικουμενισμός εντός του, παράγει και συμπεριλαμβάνει όλες τις αιρέσεις που μέσω τών αιώνων στην Εκκλησία καταδικάστηκαν και καταράστηκαν σε πολλές Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, τότε και η αίρεση του οικουμενισμού σύμφωνα με τον κανόνα ΙΕ΄ της ΑΒʹ Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως θεωρείται ήδη ως καταραμένη και καταδικασμένη αίρεση από τους Αγίους Πατέρες. Λοιπόν, είναι φανερό ότι η εφαρμογή αυτού του κανόνα στις σύγχρονες δύσκολες περιστάσεις στη Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία (τιναγμένη από την αίρεση του οικουμενισμού) αναμφιβόλως επιτρέπεται, προβλέπεται και προστάζεται από τους Αγίους Αποστόλους και Αγίους συνοδικούς Πατέρες, οι οποίοι δημιούργησαν αυτόν τον κανόνα με τον οποίο περικύκλωσαν και προστάτευσαν τις βάσεις και τα θεμέλια της Εκκλησίας του Θεού – την καθαρή και αμετάβλητη ορθόδοξη θρησκεία. Η σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία βρέθηκε η Σέρβικη Ορθόδοξη Εκκλησία, μας προσφέρει το θάρρος με την κάθε ελευθερία και την ειρηνική συνείδηση να συμπεράνουμε ότι η εφαρμογή του αναφερόμενου κανόνα ΙΕ΄ πρακτικά είναι απαραίτητη για όλους τους κληρικούς και τους λαϊκούς οι οποίοι δεν θέλουν να συμμετέχουν στο τρομερό πράγμα της κατάρρευσης και σκισίματος του δογματικού συστήματος της Σέρβικης Ορθόδοξης Εκκλησίας, και με αυτόν τον τρόπο – ολόκληρης της Εκκλησίας του Θεού.
Σημειώσεις
[7] Αυτός ο Άγιος Πατέρας προέδρευσε και στη Δ΄ Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως 879/880 όπου καταδικάστηκε η ρωμαιοκαθολική αιρετική προσθήκη “filioque“. Γενικά αποδεκτός και γνωστός εξηγητής των Ιερών Κανόνων ο Επίσκοπος Νικόδημ Μιλάς, σημειώνει πως αυτή η Σύνοδος είναι Οικουμενική στο χαρακτήρα της, επειδή ασχολήθηκε με το θέμα της θρησκείας, όχι μόνο με το θέμα της εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Για αυτό, αυτός υπενθυμίζει το γεγονός, ότι στα ντοκουμέντα αυτής της Συνόδου βρίσκουμε την ονομασία “Οικουμενική Σύνοδος“. Είναι ενδιαφέρον ότι στη λογοτεχνία του εκκλησιαστικού δικαίου της Δύσης, αυτή η Σύνοδος ονομάστηκε “Οικουμενική“ εκατοντάδες χρόνια μετά. Αυτό είναι η σημαντική πληροφορία, η οποία διαλύει τα επιχειρήματα των οικουμενιστών θεολόγων κατά τη γνώμη των οποίων η ρωμαιοκαθολική αίρεση καταδικάστηκε σε καμία Σύνοδο, αλλά αυτό έγινε σε αυτή τη Δ΄ Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως 879/880, την οποία ο πιο μεγάλος αναφερόμενος ειδικός για τον κανονικό δίκαιο ο Επίσκοπος Νικόδημ Μιλάς θεωρεί για την Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο.
[8] Η εξήγηση του αναφερόμενου κανόνα από τον Επίσκοπο Νικόδημ Μιλάς: “… εάν ένας επίσκοπος, μητροπολίτης ή πατριάρχης αρχίζει δημοσίως να ομολογεί στην Εκκλησία κάποια αίρεση, εναντίον της ορθοδοξίας, τότε οι σχετικοί κληρικοί (τοπικο ίεπίσκοποι και ιερείς) έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση αμέσως να απορρίψουν αυτόν τον επίσκοπο, μητροπολίτη ή πατριάρχη. Αν το κάνουν αυτό, δεν θα τιμωρηθούν από τους ιερούς κανόνες, αλλά θα εγκωμιαστούν, επειδή δεν επαναστάτησαν εναντίον των νόμιμων επισκόπων, αλλά εναντίον των ψεύτικων επισκόπων και των ψεύτικων δασκάλων, ούτε δημιούργησαν το σχίσμα στην Εκκλησία, αλλά αντιθέτως, όσο μπόρεσαν, απελευθέρωσαν την Εκκλησία από τα σχίσματα και από τις διαιρέσεις.“ Δείτε:Никодим Милаш, Правила Православне цркве са тумачењима, књига 2, Нови Сад, 1896, стр. 290 (οι εξηγήσεις στις παρενθέσεις – ο Χωρεπίσκοπος Μάξιμος).
[9] Преподобни Јустин Ћелијски, το αναφερόμενο έργο, σ. 86-115.
[10] Свети Кнез Лазар, η αναφερόμενη έκδοση, σ. 104.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου