ΜΕΡΟΣ ΣΤ-1 (πρώτο μέρος )
Έρευνα πρωτοπρεσβυτέρου
Δημητρίου Αθανασίου (χημικού)
Εισαγωγικά
Από τις 47 παραγράφους του κειμένου της Αλεξάνδρειας (ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΤΑ
ΚΑΙ ΠΡΩΤΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ), που υπογράφτηκε από την Μικτή
Θεολογική Επιτροπή Διαλόγου Ορθοδόξων
και Παπικών στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Ιούνιο του 2023, οι 27
αναφέρονται στο πρωτείο του Πάπα και στο Αλάθητο.
Στην συνέχεια παραθέτουμε τις ενότητες αυτές για μελέτη και
ενημέρωση και στην συνέχεια θα ακολουθήσει ο σχολιασμός. Όπως παρατηρούμε
γίνεται μια ιστορική παρουσίαση της καθιέρωσης του Πρωτείου κατά την δεύτερη χιλιετία
.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθούν στα γραφόμενα στις παραγράφους 1.2-1.12 -3.5-3.6-3.10-4.7-5.2-5.3-5.4
και 5.5.
1. Ἀπὸ τὸ 1054 στὴ
Σύνοδο τῆς
Φεράρας-Φλωρεντίας
1.2. Ἡ
λεγόμενη Γρηγοριανὴ
Μεταρρύθμιση, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομά
της ἀπὸ τὸν
Πάπα Γρηγόριο Ζ´ (1073–1085), κατόρθωσε νὰ
θέσει τέλος στὸν συστηματικὸ διορισμὸ ἐπισκόπων
καὶ ἡγουμένων ἀπὸ τὴν
κοσμικὴ ἐξουσία. Ἀποκαταστάθηκαν οἱ
κανονικὲς ἐκλογές ἔτσι ὥστε,
τὸ σῶμα τῶν
κληρικῶν ἑνὸς
καθεδρικοῦ ναοῦ μποροῦσε νὰ
ἐκλέγει τὸν ἐπίσκοπό
τους καὶ οἱ μονὲς μποροῦσαν
νὰ ἐκλέγουν τοὺς
ἡγουμένους τους. Συγχρόνως,
ἡ μεταρρύθμιση ἀποσκοποῦσε νὰ
καταπολεμήσει τὶς ἠθικὲς παρεκτροπὲς
στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν
κοινωνία τῆς Δύσης. Σ’ αὐτὴν
τὴν διαδικασία τῆς μεταρρύθμισης ἡγήθηκε ὁ πάπας μέσῳ
τῶν παραδοσιακῶν ρωμαϊκῶν τοπικῶν
συνόδων. Στὸ μεταξύ, ἡ ἐξουσία
τοῦ πάπα ἐπεκτεινόταν ὅλο καί περισσότερο στὸ κοσμικὸ ἤ
πολιτικό πεδίο, καθὼς ὁ Γρηγόριος πέτυχε ἀκόμη καὶ νὰ
ἐκθρονίσει τὸν αὐτοκράτορα Ἑρρῖκο Δ΄ (1050-1106). Δόθηκε ἰδιαίτερη ἔμφαση στὴν
εὐθύνη τῆς Ρωμαϊκῆς Ἕδρας
νὰ προφυλάξει τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία
ἀπὸ ἐξωτερικὲς παρεμβάσεις καὶ ἐσωτερικὲς καταχρήσεις.
1.3. Κατὰ
συνέπεια, ἀναπτύχθηκε μιὰ ἐκκλησιολογία
περισσότερο νομική. Οἱ
Ψευδοισιδώρειες Διατάξεις (9ος αἰῶνα)
καὶ ἡ ψευδοκωνσταντίνεια Δωρεά (πιθ. 8ος αἰῶνα), κείμενα ποὺ ἐσφαλμένως
θεωρήθηκαν ὡς αὐθεντικά, ἔδωσαν ἔμφαση
στὸν κεντρικὸ ρόλο τοῦ πάπα στὴ
Λατινικὴ Ἐκκλησία. Τὰ νέα ἐπαιτικὰ
τάγματα τοῦ 13ου αἰ., ὅπως οἱ
Φραγκισκανοὶ καὶ οἱ
Δομηνικανοί, τὰ ὁποῖα
ἐξαιρέθηκαν ἀπό κανονικὴ ὑπαγωγή
τους στὴν κατά τόπους ἐπισκοπικὴ ἐξουσία,
προώθησαν τὴν ἀντίληψη ὅτι στὴν
παποσύνη εἶχε ἀνατεθεῖ ἡ
ποιμαντικὴ φροντίδα σύνολης
τῆς Ἐκκλησίας.
1.4. Μετὰ
τὴν περί Περιβολῆς Ἔριδα
στὰ τέλη τοῦ 11ου καὶ τὶς
ἀρχὲς τοῦ
12ου αἰ., ἡ Ἐκκλησία
ἐνεπλάκη σὲ μιὰ ἄλλη
μεγάλη διαμάχη μὲ τὴν κοσμικὴ ἐξουσία,
μέ διακύβευμα τόν ἡγετικό
ρόλο στὸν δυτικὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ὁ Ἰννοκέντιος
Γ΄ (1198–1216) ἑδραίωσε τὴν θεώρηση ὅτι ὁ πάπας εἶναι
ἡ κεφαλὴ ποὺ διοικεῖ
ὅλο τὸ ἐκκλησιακὸ σῶμα.
Ὡς διάδοχος τοῦ Πέτρου, ὁ πάπας εἶχε
τὴν πλήρη ἐξουσία (plenitudo potestatis) καὶ τὴ
μέριμνα ὅλων τῶν ἐκκλησιῶν (sollicitudo omnium
ecclesiarum). Οἱ ἐπιμέρους ἐπίσκοποι ἐκαλοῦντο νὰ συμμετέχουν σ’ αὐτὴ τὴ
μέριμνα (in partem sollicitudinis), διαμέσου τῆς
ποιμαντικῆς φροντίδας γιὰ τὴν
ἐπισκοπή τους.
1.5. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, παρὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς διδασκαλίας περί τοῦ ρωμαϊκοῦ πρωτείου, ἡ συνοδικότητα ἦταν ἀκόμη ἐμφανής. Οἱ πάπες ἐξακολουθοῦσαν νὰ διοικοῦν τὴ Λατινικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ ρωμαϊκὴ σύνοδο, ἡ ὁποία ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τῆς ρωμαϊκῆς περιφέρειας καὶ ἐκείνους ποὺ ἦταν παρόντες στὴ Ρώμη. Ἡ σύνοδος κανονικὰ συνερχόταν δύο φορὲς τὸν χρόνο. Προβλήματα ἐξετάζονταν καὶ συζητιοῦνταν ἐλεύθερα ἀπὸ ὅλους τοὺς συμμετέχοντες. Ὁ πάπας ὡς πρῶτος (primus) λάμβανε τὶς τελικὲς ἀποφάσεις. Δὲν ὑπάρχει καμμία ἔνδειξη ὅτι ὁ πάπας δεσμευόταν ἀπὸ τὴν ψηφοφορία, ἀλλὰ, ἐπίσης, δὲν ὑπάρχει καμμία ἔνδειξη ὅτι ὁ πάπας ἔλαβε ὁποιαδήποτε τελικὴ ἀπόφαση ἀντίθετα ἀπὸ τὴν γνώμη τῆς συνόδου του.
1.7. Στὴ
Δύση, ὑπῆρχαν ἐπαρχιακὲς
σύνοδοι, ἀλλὰ οἱ
πάπες συγκαλοῦσαν, ἐπίσης, γενικὲς συνόδους, ὅπως οἱ τέσσερις τοῦ
Λατερανοῦ (1123, 1139,
1179, 1215), ποὺ συνέχισαν
τὴ μεταρρύθμιση τῆς Ἐκκλησίας
στὴ Δύση. Ὁ κανόνας 5 τῆς Δ´ Λατερανῆς Συνόδου (1215) δήλωσε ὅτι «ἡ ρωμαϊκὴ
Ἐκκλησία … μέσῳ παραχώρησης τοῦ Κυρίου ἔχει τὸ
πρωτεῖο τῆς κανονικῆς (τακτικῆς)
ἐξουσίας πάνω σέ ὅλες τὶς ἄλλες
ἐκκλησίες, ἐφ’ ὅσον εἶναι
ἡ μητέρα καὶ διδάσκαλος (mater et magistra) ὅλωντῶν πιστῶν
τοῦ Χριστοῦ». Ἡ ἴδια
Σύνοδος κάλεσε τοὺς Ἕλληνες «νὰ συμμορφωθοῦν
σὰν ὑπάκουοι υἱοὶ στὴν ἁγία
Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, τὴ μητέρα τους, ὥστε νὰ γίνει ἕνα
ποίμνιο καὶ ἕνας ποιμήν» (Καν. 4). Ἡ πρόσκληση αὐτὴ
δὲν ἔγινε δεκτή.
………………………………………………………………………………………………………………………
1.12. Μετὰ
τὴν ἀνασύσταση τῆς
Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1261, ἦταν ἐκ
νέου δυνατό νὰ οἰκοδομηθοῦν ἀμοιβαῖες σχέσεις. Πράγματι, ἡ Δεύτερη Σύνοδος τῆς Λυών (1274) διακήρυξε μιὰ ἕνωση,
ἡ ὁποία περιεῖχε
τὴν ὁμολογία πίστεως, ποὺ
εἶχε ἀξιώσει παλαιότερα ὁ Πάπας Κλήμης Δ΄ (1267) καὶ εἶχε
ὑπογράψει ὁ αὐτοκράτορας
Μιχαὴλ Η΄ Παλαιολόγος (τὸν Φεβρουάριο 1274), καὶ μέ τήν ὁποία ἀποδεχόταν
τοὺς Λατινικοὺς ἰσχυρισμοὺς γιὰ τὴν
ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, τὸ παπικὸ πρωτεῖο, καὶ
ἄλλα διαφιλονικούμενα
ζητήματα (π.χ., τὸ
καθαρτήριο, τὰ ἄζυμα). Δεχόνταν ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ
Ἐκκλησία εἶχε “summum plenumque
principatum” (τὸ ὑψηλότερο καὶ πληρέστερο πρωτεῖο) ἐφ’ ὅλης
τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ὅτι ὁ διάδοχος τοῦ
Πέτρου εἶχε λάβει “plenam
potestatem” (τὴν πλήρη ἐξουσία) νὰ τὴ
διοικεῖ, ἐνῶ
οἱ ἄλλοι ἐπίσκοποι
καλοῦνταν ἁπλὰ
νὰ συμμετέχουν στήν δικὴ του μέριμνα. Αὐτὴ
ἡ ὁμολογία ἀπορρίφθηκε
ἀπὸ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1285.
………………………………………………………………………………………………
1.14. Μιὰ ριζικὴ ἀλλαγὴ στὸ πολιτικὸ πεδίο, ποὺ συντελέστηκε τὸν 14ο καὶ τὸν 15ο αἰ., ἔθεσε τέρμα στὴν παπικὴ κοσμικὴ κυριαρχία. Ἡ προσπάθεια τοῦ Πάπα Βονιφάτιου Η΄ (1294-1303) νὰ ἐπαναβεβαιώσει τὸ παπικὸ πρωτεῖο στὸ κοσμικὸ ἐπίπεδο μὲ τὴ βούλλα Unam Sanctam (1302) προκάλεσε τὴ βίαιη ἀντίθεση τοῦ βασιλιὰ τῆς Γαλλίας, βάζοντας ἔτσι τέλος στὴν παπικὴ ἀξίωση νὰ κυβερνᾶ τὸν κόσμο πολιτικά. Τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ἀκολούθησε, μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἡ ἐξορία τῆς παπικῆς ἕδρας στὴ γαλλικὴ πόλη τῆς Ἀβινιόν, ὅπου οἱ πάπες ἔζησαν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς γαλλικῆς μοναρχίας γιὰ ἑβδομήντα χρόνια.
……………………………………………………………………………………………………..
1.18. Ὁ
πρωταρχικὸς στόχος τῶν ἰσχυρῶν διατυπώσεων τῆς Φλωρεντίας περὶ τοῦ παπικοῦ
πρωτείου ἦταν ἡ ἀπόρριψη
τῆς κονσιλιαριστικῆς διδασκαλίας τῆς Συνόδου τῆς Βασιλείας. Ἡ Σύνοδος τῆς Φλωρεντίας προχώρησε σὲ τρεῖς διατυπώσεις : «ἡ
ἁγία Ἀποστολικὴ Ἕδρα
[Ῥώμη] καὶ ὁ
ῥωμαῖος ποντίφηκας ἔχουν
τὸ πρωτεῖο πάνω σὲ ὅλο
τὸν κόσμο»· «ὁ ἴδιος
ῥωμαῖος ποντίφηκας εἶναι
ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου
Πέτρου, …ἡ κεφαλὴ σύνολης τῆς Ἐκκλησίας,
ὁ πατὴρ καὶ διδάσκαλος ὅλων
τῶν Χριστιανῶν»· «σ’ αὐτόν, στὸ
πρόσωπο τοῦ ἁγίου Πέτρου, δόθηκε ἀπὸ
τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ
ἡ πλήρης ἐξουσία (plenam potestatem) νὰ ποιμαίνει, νὰ διευθύνει καὶ νὰ
κυβερνᾷ (pascendi, regendi
ac gubernandi) σύνολη τὴν Ἐκκλησία». Αὐτὲς
οἱ ἀποφάνσεις ἔγιναν
ἀποδεκτὲς ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες
μὲ τρεῖς ὅρους,
οἱ ὁποῖοι
περιελήφθησαν στὸ διάταγμα:
α) προσθήκη τῆς φράσης, «ὅπως ἐπίσης περιλαμβάνεται στὰ Πρακτικά τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τοὺς ἱεροὺς κανόνες»· β) μνεία τῶν ἄλλων
πατριαρχικῶν ἑδρῶν
τῆς Πενταρχίας· καὶ γ) τὴ διατήρηση τῶν
προνομίων καὶ τῶν δικαιωμάτων τῶν πατριαρχῶν (Denzinger-Schönmetzer,
Enchiridion symbolorum, definitionum et declarationum de rebus fidei et morum,
DS, 1307–1308).
2. Ἀπὸ
τὴ Μεταρρύθμιση ἕως τὸν
18ο αἰώνα
2.1. .
Δύο μείζονες νέες ἐξελίξεις ἐπηρέασαν
τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴ
συνοδικότητα καὶ τὸ
πρωτεῖο κατὰ
τὴν περίοδο 16ου-18ου αἰ.:
ἡ Προτεσταντικὴ
Μεταρρύθμιση καὶ οἱ
ἑνώσεις ποὺ συστήθηκαν ἀνάμεσα
στὴ Ρώμη καὶ
σὲ διάφορες Ἀνατολικὲς
Ἐκκλησίες…..
2.2. Οἱ ἐνστάσεις τῶν Μεταρρυθμιστῶν συζητήθηκαν στὴ Σύνοδο τοῦ Τριδέντου (1545-1563), ἡ ὁποία
ὅμως δὲν ἔδωσε
κάποιον ὁρισμὸ τοῦ πρωτείου. Μία συμφωνία γιὰ τὴν
ἔννοια τοῦ πρωτείου καὶ τὰ
δικαιώματα τοῦ προκαθημένου
ἦταν ἀνέφικτη· οἱ ἀντίθετες
τάσεις τῶν ἐπισκόπων ἀποδείχθηκαν πολὺ
ἰσχυρές, ἰδίως στὴ Γαλλία. Ἐνῶ σὲ
ὁρισμένα μέρη τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας
ἐξακολουθοῦσε νὰ γίνεται ἡ
ἐκλογὴ τῶν
ἐπισκόπων ἀπὸ
τὸ σῶμα τῶν
κληρικῶν τῶν καθεδρικῶν ναῶν, εἶχε,
ἐπίσης, καθοριστεῖ ὅτι
οἱ ἐπαρχιακὲς
σύνοδοι ἔπρεπε νὰ συσταθοῦν καὶ
νὰ στείλουν ἕναν κατάλογο μὲ τρία ὀνόματα στὴ
Ρώμη, ὥστε ὁ πάπας νὰ μπορεῖ
νὰ διαλέξει καὶ νὰ
διορίσει ἐπισκόπους
(συνεδρία XXIV·Decretum de Reformatione, καν. 1). Μετὰ τήν σύνοδο τοῦ
Τριδέντου, ἡ παποσύνη ἀνέλαβε τόν ἡγετικό ρόλο στὶς Τριδεντινὲς μεταρρυθμίσεις καὶ ἡ
Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἔγινε ὅλο
καὶ περισσότερο
συγκεντρωτικὴ ὅσον ἀφορᾶ
τὴν διδασκαλία, τὴ θεία λατρεία καὶ τὴν
ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα. Ὁ παπικὸς θεσμὸς
βρέθηκε στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἀντιπαράθεσης
μὲ τὸν Προτεσταντισμὸ,
ἀναφορικὰ μὲ
τὴν ἀληθινὴ
πίστη, καὶ μακροπρόθεσμα ἡ παπικὴ ἐξουσία
ἐνισχύθηκε στὴν περίοδο μετὰ τὸ
Τριδέντο. Ὁ παπικὸς θεσμὸς καὶ
ἡ ἀφοσίωση σ’ αὐτὸν ἔγιναν
διακριτικὸ στοιχεῖο τῆς ρωμαιοκαθολικῆς
ὁμολογιακῆς ταυτότητας ἀπέναντι στὸν Προτεσταντισμό. Οἱ προσπάθειες τόσο τῶν παλαιῶν ὅσο
καὶ τῶν νέων μοναστικῶν ταγμάτων (π.χ. τῶν Ἰησουϊτῶν) γιὰ τὴν
ἐφαρμογή τῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Τριδέντου καὶ τὴν
ἀντιμεταρρύθμιση στὴν ἀνθρωπιστικὴ παιδεία καὶ τὴν
ἱεραποστολὴ ἐνδυνάμωσαν
περαιτέρω τὴν παπικὴ αὐθεντία.
………………………………………………………………………………………
2.3. Ἐπαρχιακὲς σύνοδοι, ποὺ εἶχαν
στόχο τὴν ὑλοποίηση τῶν μεταρρυθμίσεων τῆς Συνόδου τοῦ Τριδέντου, ἔλαβαν χώρα στὴν Ἰταλία
(π.χ. Μιλάνο, 1566), στὴ
Γερμανικὴ Αὐτοκρατορία (π.χ. Ζάλτσμπουργκ,
1569), στὴ Γαλλία (ἀπὸ
τὸ 1581), καὶ στὴν Πολωνο-Λιθουανικὴ
Κοινοπολιτεία (Πιότρκοβ [Piotrków], 1589). Ὑπὸ πολιτικὴ πίεση, οἱ
Ρωμαιοκαθολικοὶ ἐπίσκοποι πολλῶν βασιλείων ἐπεδίωξαν μεγαλύτερη αὐτονομία ἔναντι τοῦ
παπικοῦ πρωτείου. Αὐτὲς
οἱ ἐπισκοπαλιστικὲς
τάσεις (π.χ., ὁ Γαλλικανισμὸς στὴ Γαλλία, ὁ
Φεβρωνιανισμὸς στὴ Γερμανία) συνέχισαν νὰ ὑπερασπίζονται
τὸν «κονσιλιαρισμό». Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση
ὁδήγησε τελικὰ στὴν πτώση τοῦ
παλαιοῦ καθεστῶτος (ancien régime [1589-1789])
καὶ τὴν διάλυση τῆς κρατικῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία εἶχε
ὡς ἀποτέλεσμα τὴν
ἐνίσχυση τῶν δεσμῶν ἀνάμεσα
στὴν Ἐκκλησία τῆς Γαλλίας καὶ
τὴ Ρώμη, ἀφοῦ
μετὰ τὴν κατέρρευση τῆς παλαιᾶς τάξεως, μόνον ἡ
παποσύνη εἶχε τὴν ἐξουσία
νὰ ἀναδιοργανώσει τὴν
Ἐκκλησία (πβ. τὸ Κονκορδάτο (concordat) μὲ τὴ
Γαλλία τὸ 1801 καὶ τὸ
Συνέδριο τῆς Βιέννης τὸ 1814–1815).
…………………………………………………………………………………….
2.5. Ἀρχῆς
γενομένης ἀπὸ τὰ
τέλη τοῦ 16ου αἰ., κάνουν τήν ἐμφάνισή τους πολεμικὰ συγγράμματα τόσο ἀνατολικῶν ὅσο
καὶ δυτικῶν συγγραφέων, ἰδίως πάνω στὸ θέμα τοῦ παπικοῦ
πρωτείου. Ἀκολούθως, τὸ ζήτημα τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἀντιμετωπίστηκε
εἴτε πολεμικὰ εἴτε
ἀπολογητικὰ σὲ
ἀνατολικὲς συνοδικὲς ἀποφάσεις,
ὁμολογίες πίστεως καὶ κανονικὰ ὑπομνήματα.
3. Ἐξελίξεις
κατὰ τὸν 19 ο αἰῶνα.
3.2. Ἡ
ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ In Suprema Petri Apostoli Sede (1848) τοῦ Πάπα Πίου Θ΄ ὑπογράμμιζε ὅτι «ἡ ὑπέρτατη
ἐξουσία τῶν ρωμαίων ποντιφήκων» πάντοτε ἀναγνωριζόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ καλοῦσε
τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἐπανέλθουν
σὲ κοινωνία μὲ τὴν
Ἕδρα τοῦ Πέτρου. Οἱ Ὀρθόδοξοι
Πατριάρχες τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας
καὶ τῶν Ἱεροσολύμων
ἀντέδρασαν καὶ ἐξέδωσαν
τὴ δική τους πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ
ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τὸ
1848, ὅπου, μεταξὺ ἄλλων,
ἐπιχειρηματολογοῦσαν ἐναντίον τοῦ
παπικοῦ πρωτείου.3.3. Τὸ 1868, ὁ Πάπας Πῖος
Θ΄ ἀπηύθυνε ἐπιστολὴ καλώντας ὅλους
τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους στὴν Α´ Βατικανὴ Σύνοδο, πρόσκληση ποὺ ἀπορρίφθηκε.
Ὁ Οἰκουμενικὸς
Πατριάρχης Γρηγόριος Στ΄ εἶπε
στοὺς παπικοὺς ἀπεσταλμένους
ποὺ ἐπέδωσαν τὴν
ἐπιστολή, ὅτι ἡ παρουσία τῶν
Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων στὴ Σύνοδο «θὰ σήμαινε μιὰ ἀνανέωση
τῶν παλαιῶν θεολογικῶν διαμαχῶν, γεγονὸς
ποὺ θὰ τόνιζε τὴ διαφωνία καὶ
θὰ ἄνοιγε ξανὰ
παλιὲς πληγές». Γιὰ τὸν
Πατριάρχη Γρηγόριο, ἡ κύρια
πηγὴ διαφωνίας ἦταν ἡ φύση τῆς
παπικῆς ἐξουσίας.
……………………………………………………………………………………………………………
3.5. Ἡ
Α´ Βατικανὴ Σύνοδος συνῆλθε τὸ 1869-1870 καὶ
παρήγαγε δύο κείμενα: τὸ
Pastor Aeternus (1870) περὶ
τῆς Ἐκκλησίας, τὸ
ὁποῖο ὅρισε
τὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ
ἀλάθητο, καὶ τὸ
Dei Filius (1870), περὶ τῆς καθολικῆς πίστεως. Ἡ
διδασκαλία τῆς Συνόδου
σχετικὰ μὲ τὴν
παποσύνη ἔχει δημιουργήσει
μεγάλη ἔνταση ἀνάμεσα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τοὺς
Ὀρθοδόξους. Δύο σημεῖα πρέπει νὰ ὑπογραμμιστοῦν: πρῶτον, ἡ
Α΄ Βατικανὴ ἀποκάλεσε τὸ Pastor Aeternus τὸ «πρῶτο» της δογματικὸ
σύνταγμα γιὰ τὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἡ πρόθεση νὰ
ἀκολουθήσει ἕνα δεύτερο, τὸ Tametsi Deus, ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ ἀσχοληθεῖ
πληρέστερα μὲ τοὺς ἐπισκόπους
καὶ μὲ τὴν
Ἐκκλησία ὡς ὅλον.
Ὡστόσο, ἡ Σύνοδος διακόπηκε ἐξαιτίας τῆς ἔκρηξης
τοῦ Γαλλο-πρωσικοῦ πολέμου καὶ τὸ
προσχέδιο τοῦ δεύτερου αὐτοῦ
κειμένου δὲν συζητήθηκε
ποτέ. Ἔτσι ἡ Σύνοδος ἄφησε τὴν
ἐκκλησιολογία της χωρὶς ἐξισορρόπηση·
ἡ δογματική της διδασκαλία
γιὰ τὸν πάπα δὲν συμπληρώθηκε ἀπὸ τὴ
διδασκαλία γιὰ τὸν ἐπισκοπικό
ἀξίωμα, οὔτε πλαισιώθηκε ἀπὸ
εὐρύτερη διδασκαλία περὶ τῆς
Ἐκκλησίας. Δεύτερον, ἡ διδασκαλία τοῦ Pastor Aeternus εἶχε ἐπηρεαστεῖ
σημαντικὰ ἀπὸ
τὶς συνθῆκες τῆς Ἐκκλησίας
στὴν δυτικὴ Εὐρώπη
τοῦ 18ου καὶ 19ου αἰ., ὅπου
σημειώθηκε ἀνάκαμψη τοῦ «κονσιλιαρισμοῦ», μὲ τὴ
μορφὴ τοῦ «γαλλικανισμοῦ» καὶ τοῦ
«φεβρωνιανισμοῦ» (βλ. ἀνωτέρω, 2.3), ὁ ὁποῖος προωθοῦσε τὴν
αὐτονομία τῶν ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν, μιὰ αὐτονομία
ποὺ συνοδεύονταν ἀπὸ
τὴν τάση ἐκ μέρους τῶν κρατῶν νὰ
καθυποτάξουν τὴν Ἐκκλησία. Ἡ διδασκαλία τῆς
Συνόδου γιὰ τὸ πρωτεῖο καὶ
τὴν παγκόσμια δικαιοδοσία
τοῦ πάπα ἦταν μιὰ ἀντίδραση
σὲ αὐτὸ
ποὺ γινόταν ἀντιληπτὸ ὡς
ἀπειλὴ γιὰ τὴν
ἑνότητα καὶ τὴν
ἀνεξαρτησία τῆς Ἐκκλησίας.
3.6. Ἂν
καὶ τὸ Pastor Aeternus δίδασκε ὅτι ὁ πάπας ἔχει
κανονικὴ καὶ ἄμεση
ἐπισκοπικὴ δικαιοδοσία στὴν Ἐκκλησία
ὡς ὅλον, ἐν
τούτοις ὑπογράμμιζε ὅτι ἡ ἐξουσία
ἑκάστου ἐπισκόπου «ἐπιβεβαιώνεται, ἐπικυρώνεται καὶ κατοχυρώνεται» ἀπὸ
τὸν πάπα, καὶ ὑποστήριζε
ὅτι «ὁ δεσμὸς ἑνότητας»
τῆς Ἐκκλησίας εἶναι
ἐκεῖνος τῆς
«κοινωνίας καὶ τῆς ὁμολογίας
τῆς ἴδιας πίστεως» (DS 3060-3061). Ἐπιπλέον, λίγο ἀργότερα, ἡ διακήρυξη τῶν
Γερμανῶν ἐπισκόπων τὸ 1875, ποὺ ἐγκρίθηκε
ἐπισήμως ἀπὸ
τὸν Πάπα Πῖο Θ΄, ἐπέμενε, σὲ
ἀντίθεση μὲ ὁρισμένες
ἑρμηνεῖες τῆς διδασκαλίας τῆς
Συνόδου, ὅτι ἡ παποσύνη καὶ ὁ
ἐπισκοπικὸς βαθμὸς εἶναι
«θείῳ δικαίῳ θεσμοί» (DS 3115).
3.7 Ὅσον
ἀφορᾶ τὸ
ἀλάθητο, ἡ Σύνοδος ὅρισε ὄχι
τὸ προσωπικὸ ἀλάθητο
τοῦ πάπα, ἀλλὰ
τὴν ἱκανότητά του, ὑπὸ συγκεκριμένες συνθῆκες, νὰ διακηρύσσει ἀλάθητα
τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας
(DS 3074), καὶ ὅταν εἶπε ὅτι
τέτοιοι ex cathedra ὁρισμοὶ εἶναι
«ἀμετάβλητοι ἀπὸ
μόνοι τους, ὄχι ἕνεκα τῆς συναίνεσης τῆς
Ἐκκλησίας (ex sese, non
autem ex consensu ecclesiae)», δὲν
διαχώριζε τὸν πάπα ἀπὸ
τὴν κοινωνία καὶ τὴν
πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ
διακήρυσσε ὅτι τέτοιου εἴδους ὁρισμοὶ
δὲν χρειάζονται περαιτέρω ἐπικύρωση. Αὐτὸ
ἦταν μιὰ συγκεκριμένη ἀπάντηση στὸ 4ο «γαλλικανικὸ» ἄρθρο
τοῦ 1682, ποὺ δήλωνε ὅτι ἡ
κρίση τοῦ πάπα «δὲν εἶναι ἀμετάβλητη,
τοὐλάχιστον ἐν ἀναμονῇ τῆς
συναίνεσης τῆς Ἐκκλησίας».
3.8. Ἡ
Α΄ Βατικανὴ Σύνοδος ἐνίσχυσε τὴν ἐπικρατοῦσα τάση στὴ δυτικὴ ἐκκλησιολογία,
μετὰ τὴν Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, ἡ
ὁποία ὑποστήριζε ὅτι ἡ παγκόσμια Ἐκκλησία
εἶχε προτεραιότητα ἔναντι τῶν τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν καὶ διέθετε τὴ
δική της δομὴ πάνω ἀπὸ
αὐτές. Ὁ πάπας δὲν ἦταν
ἁπλῶς ἐπίσκοπος
τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας
τῆς Ρώμης, ἀλλὰ
ποιμὴν τῆς σύνολης Ἐκκλησίας. Ὁ πάπας εἶχε δικαιοδοσία ἐφ’
ὅλης τῆς Ἐκκλησίας,
ἐνῶ οἱ
ἐπίσκοποι ἐπὶ
τοῦ δικοῦ τους ἐπιμέρους ποιμνίου.
3.9. Ἡ
διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς γιὰ τὸ
πρωτεῖο δικαιοδοσίας καὶ τὸ
ἀλάθητο τοῦ πάπα ἀπορρίφθηκε ἀπὸ μερικοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ποὺ ἀκολούθως
σχημάτισαν τὴν
Παλαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἡ διδασκαλία προκάλεσε, ἐπίσης, κάποια ἀντίδραση
ἀπὸ τὴν
πλευρὰ τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν, ἂν καὶ
τελικῶς τὴν ἀποδέχθηκαν.
3.10. Ἡ
διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς γιὰ τὸ
παπικὸ πρωτεῖο δικαιοδοσίας πάνω σὲ ὅλη
τὴν Ἐκκλησία καὶ
τὸ παπικὸ ἀλάθητο
θεωρήθηκε ἀπαράδεκτη ἀπὸ
τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους,
μιὰ τέτοια ἐκκλησιολογία εἶναι σοβαρὴ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν
κανονικὴ παράδοση τῶν Πατέρων καὶ τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἐπειδὴ συσκοτίζει τὴν
καθολικότητα τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Στὸν ἀπόηχο τῆς Α΄ Βατικανῆς,
ἐπιχειρήματα ποὺ ἀναπτύχθηκαν
ἀπὸ τοὺς
Ὀρθοδόξους περιελάμβαναν,
μεταξὺ ἄλλων: ὅτι ἡ
κεφαλὴ σύνολης τῆς Ἐκκλησίας
δὲν εἶναι ἕνας θνητός, ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος,
ἀλλὰ ὁ
ἀναμάρτητος καὶ ἀθάνατος
Θεάνθρωπος Χριστός· ὅτι ὁ ἴδιος
ὁ Ἅγιος Πέτρος δὲν
ἦταν μονάρχης οὔτε ἰσχυρός, ἀλλὰ ὁ
πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς Ἀποστόλους·
ὅτι ἡ δικαιοδοσία ἑκάστου
Πατριάρχη εἶναι γεωγραφικὰ καθορισμένη ἀπὸ
τοὺς ἱεροὺς κανόνες, καὶ
ὅτι κανείς δὲν ἔχει
δικαιοδοσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ συγκεκριμένο θέμα τοῦ ἀλάθητου,
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
ἐπίσης θεώρησε ὅτι τὸ ἀλάθητο
ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία
ὡς ὅλον, ὅπως
ἐκφράζεται ἀπὸ
τὶς Συνόδους ποὺ ἔγιναν
ἀποδεκτὲς ἀπὸ ὁλόκληρο
τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νὰ ἀναγνωρισθεῖ ὅτι
αὐτὰ τὰ
ἐπιχειρήματα συχνὰ χρησιμοποιήθηκαν μὲ τὴ
μορφὴ πολεμικῆς, καὶ ὄχι
μὲ ἱστορικό-κριτικό τρόπο.
3.11. Ἡ
ἀποστολικὴ ἐπιστολὴ Orientalium dignitas τοῦ Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ (1894) ἀναγνώρισε τὰ διακριτὰ δικαιώματα ὅλων
τῶν Καθολικῶν Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ἀντιμετώπισε
μὲ σεβασμὸ τὶς
Ἀνατολικὲς παραδόσεις. Ἡ ἐγκύκλιος
ἐπιστολή του Praeclara
Gratulationis (1895) κάλεσε ὅλους
τοὺς Ὀρθοδόξους σὲ ἕνωση
μὲ τὴν Ἐκκλησία
τῆς Ρώμης, ὑπὸ
τὸν ὅρο νὰ
ἀναγνωρίσουν τὸ παπικὸ πρωτεῖο
δικαιοδοσίας. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἄνθιμος
Ζ΄ καὶ ἡ Σύνοδος ποὺ συνεκλήθη περὶ αὐτὸν συνέταξαν μιὰ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ
ἐπιστολὴ τὸ
1895, γιὰ νὰ ἐκφράσουν
τὴν ἐντόνως ἀρνητικὴ γνώμη τους γιὰ τὴν
οὐνία ὡς μέθοδο προσηλυτισμοῦ τῶν
Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, ἀπορρίπτοντας, ἐπίσης,
τὴν πρόσκληση τοῦ Πάπα Λέοντα.
4. Ὁ
20ὸς καὶ ὁ 21ος αἰ.:
Ἐπιστροφὴ στὶς πηγές καὶ Ἐπαναπροσέγγιση.
4.7. Μεταξὺ
ἄλλων ἐκκλησιολογικῶν θεμάτων, ἡ Β´ Βατικανὴ Σύνοδος πραγματεύθηκε τὸ ζήτημα τοῦ πῶς
κατανοεῖται ὁ ἐπισκοπικός
βαθμός καὶ πῶς σχετίζεται μὲ τὸ
παπικὸ ἀξίωμα, ζήτημα ποὺ εἶχε
μείνει ἀνοιχτὸ στὴν Α΄ Βατικανή. Ἡ
Β΄ Βατικανὴ ἐνσωμάτωσε καὶ συμπλήρωσε τὴ διδασκαλία τῆς Α΄ Βατικανῆς, ὅτι ὁ
πάπας ἔχει τὴν ἀνώτατη
καὶ πλήρη ἐξουσία ἐπὶ
τῆς Ἐκκλησίας καὶ
ὅτι σὲ συγκεκριμένες περι- πτώσεις θά
μποροῦσε ἀλάθητα νὰ διακηρύξει τὴν
πίστη τῆς Ἐκκλησίας, λέγοντας ὅτι τὸ σῶμα
τῶν ἐπισκόπων («τὸ
κολλέγιο/σύλλογος τῶν ἐπισκόπων») ἑνωμένο μὲ τὴν
κεφαλή του, τὸν πάπα, ἀσκεῖ ἐπίσης
καὶ τὰ δύο αὐτὰ
προνόμια (Lumen Gentius, 22, 25, ἀντίστοιχα).
Ἔτσι, εἰσήχθη μία μεγαλύτερη ἐξισορρόπηση ἀνάμεσα στοὺς ἐπισκόπους
καὶ στὸν πάπα. Ἡ Σύνοδος ἐπαναβεβαίωσε
τὴν εὐθύνη τῶν ἐπισκόπων
ὄχι μόνο γιὰ τὶς
δικές τους τοπικὲς Ἐκκλησίες ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὴν
Ἐκκλησία ὡς ὅλον
(Lumen Gentium, 23) καὶ
τόνισε ἰδιαιτέρως τὴ σημασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς
Συνόδου, ὅπου οἱ ἐπίσκοποι
ἐνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ μὲ
τὸν πάπα ὡς «διδάσκαλοι καὶ κριτὲς τῆς
πίστεως καὶ τῶν ἠθῶν γιὰ τὴν
καθόλου Ἐκκλησία» (Lumen
Gentium, 25). Τὸ 1965, ὁ Πάπας Παῦλος Στ΄ θεσμοθέτησε τὴ
Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, ὡς «διαρκῆ Σύνοδο τῶν
ἐπισκόπων γιὰ τὴν
καθόλου Ἐκκλησία», ἀντιπροσωπευτικὴ «τοῦ ἐπισκοπικοῦ σώματος σύνολης τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας»,
ἡ ὁποία θὰ
ἐπικουροῦσε τὸν πάπα μὲ
συμβουλευτικὴ καὶ γνωμοδοτικὴ ἰδιότητα
(Ἀποστολικὴ Ἐπιστολή,
Apostolica Sollicitudo).
………………………………………………………………………………………………………..
4.9. Τὸ 1995, ὁ Πάπας Ἰωάννης
Παῦλος Β΄ εἶπε: «Ἂν ἐκεῖνοι ποὺ θελουν νὰ
εἶναι πρῶτοι καλοῦνται νὰ
γίνουν διάκονοι ὅλων, τότε
τὸ πρωτεῖο τῆς ἀγάπης
θὰ ἰδωθεῖ
νὰ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸ
θάρρος αὐτῆς τῆς φιλαδελφίας. Προσεύχομαι στὸν Κύριο νὰ ἐμπνεύσει,
πρῶτα σ’ ἐμένα καὶ στοὺς
ἐπισκόπους τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
συγκεκριμένες πράξεις ὡς
μαρτυρία αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς βεβαιότητος» (Orientale Lumen,
19). Ἐξέφρασε, ἐπίσης, ἑτοιμότητα «νὰ
βρεῖ ἕναν τρόπο ἄσκησης τοῦ πρωτείου ὁ
ὁποῖος, χωρὶς
νὰ ἀποκηρύσσει κατ’ οὐδένα
τρόπο αὐτὸ ποὺ εἶναι
οὐσιῶδες στὴν
ἀποστολή του, θὰ εἶναι
ἐντούτοις ἀνοιχτὸς σὲ
μιὰ νέα κατάσταση» καὶ πρότεινε μιὰ συζήτηση, εἰδικότερα ἀνάμεσα σὲ
Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους
ἐπισκόπους καὶ θεολόγους, σχε- τικὰ μὲ
τὴν ἄσκηση τοῦ
πρωτείου «ὥστε νὰ ἀναζητήσουμε
–ἀπὸ κοι-νοῦ,
βεβαίως– τὶς μορφὲς διὰ τῶν
ὁποίων αὐτὴ
ἡ διακονία θὰ μπορεῖ νὰ
ἐπιτελεῖ μία ὑπηρεσία ἀγάπης
ἡ ὁποία νὰ
ἀναγνωρίζεται ἀπὸ
ὅλους τοὺς ἐμπλεκομένους»
(Ut Unum Sit, 95). Ὁ Πάπας
Βενέδικτος ΙΣΤ΄ καὶ ὁ Πάπας Φραγκῖσκος ἐπανέλαβαν συχνὰ
αὐτὴν τὴν
πρόσκληση καὶ ἀμφότεροι ἐπικαλέστηκαν συχνὰ
τὴν περιγραφὴ τοῦ Ἁγίου
Ἰγνατίου Ἀντιοχείας γιὰ τὴν
Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ὡς «προκαθημένης τῆς
ἀγάπης (agape)» (Πρὸς Ρωμ., Προοίμιον).
5.2. Ἡ
Β´ Βατικανὴ Σύνοδος ἄνοιξε νέες προοπτικὲς,
ἑρμηνεύοντας οὐσιωδῶς τὸ
μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας ὡς μυστήριο κοινωνίας. Σήμερα, ὅλο καὶ αὐξάνονται
οἱ ἐντατικές προσπάθειες νὰ προωθηθεῖ
ἡ συνοδικότητα σὲ ὅλα
τὰ ἐπίπεδα τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει, ἐπίσης, προθυμία νὰ
γίνει διάκριση ἀνάμεσα σέ ἐκεῖνο
ποὺ μπορεῖ νὰ
ὀνομαστεῖ πατριαρχικὀ ἀξίωμα
τοῦ πάπα, ἐντὸς
τῆς Δυτικῆς ἢ
Λατινικῆς Ἐκκλησίας, καί στὴ διακονία του ὡς «πρώτου» στὴν κοινωνία ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, γεγονὸς ποὺ
παρέχει νέες εὐκαιρίες γιὰ τὸ
μέλλον. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ
συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο ἀσκοῦνται σὲ πανορθόδοξο ἐπίπεδο,
σύμφωνα μὲ τὴν κανονικὴ παράδοση, μέσω τῆς
σύγκλησης ἁγίων καὶ μεγάλων Συνόδων
……………………………………………………………………………………..
5.3. Ἡ
συνοδικότητα καὶ τὸ πρωτεῖο πρέπει νὰ
ἰδωθοῦν ὡς
«ἀλληλένδετες,
συμπληρωματικὲς καὶ ἀδιαχώριστες
πραγματικότητες» (Chieti, 5) ἀπὸ θεολογικῆς ἀπόψεως
(Chieti, 4, 17). Ἀμιγῶς ἱστορικὲς συζητήσεις δὲν εἶναι ἀρκετές.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει
βαθιὲς ρίζες στὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας
Τριάδος καὶ μιὰ εὐχαριστιακὴ ἐκκλησιολογία
τῆς κοινωνίας εἶναι τὸ κλειδὶ
γιὰ τὴ διατύπωση μιᾶς ὑγιοῦς θεολογίας τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου.
5.4. Ἡ
ἀλληλεξάρτηση τῆς συνοδικότητας καὶ τοῦ πρωτείου εἶναι
θεμελιώδης ἀρχὴ στὴ ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας. Συνδέεται ἄρρηκτα
μὲ τὴν λειτουργία τῆς
ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας
σὲ τοπικό, περιφερειακὸ καὶ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο.
Ἐντούτοις, οἱ ἀρχὲς πρέπει νὰ ἐφαρμόζονται
σὲ συγκεκριμένο ἱστορικὸ πλαίσιο καὶ
ἡ πρώτη χιλιετία παρέχει
πολύτιμη καθοδήγηση γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς
προαναφερθείσας ἀρχῆς (Chieti, 2). Αὐτὸ
ποὺ ἀπαιτεῖται
σὲ νέες συνθῆκες εἶναι μιὰ
νέα καὶ κατάλληλη ἐφαρμογὴ τῆς
ἴδιας διοικητικῆς ἀρχῆς.
5.5. Ὁ
Κύριός μας προσευχήθηκε γιὰ
τοὺς μαθητές του «ἳνα πάντες ἓν
ὦσι» (Ἰω 17:21). Ἡ ἀρχὴ τῆς
συνοδικότητας-πρωτείου στὴν
ὑπηρεσία τῆς ἑνότητας,
ποὺ ἐπικαλούμαστε, καλεῖται
νὰ ἀνταποκριθεῖ
στὶς ἀνάγκες καὶ τὶς
ἀπαιτήσεις τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ Ὀρθόδοξοι
καὶ οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ δεσμεύονται νὰ βροῦν τρόπους γιὰ
νὰ ξεπεραστεῖ ἡ
ἀποξένωση καὶ ὁ
χωρισμὸς ποὺ συνέβη κατὰ τὴ
δεύτερη χιλιετία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου