Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2024

 

Συνοπτικός βίος και πολιτεία του Αγίου Φωτίου, Πατριάρχου 

Κων/πόλεως (06 Φεβρ)



Επιμέλεια κειμένου : πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

 Ο άγ. Φώτιος γεννήθηκε το 810 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε το 893 μ.Χ. περίπου. Προερχόταν από εύπορη και ευσεβή οικογένεια, η οποία φημιζόταν για τη βαθιά ριζωμένη χριστιανική πίστη στους κόλπους της. Ενδεικτικό του πράγματος είναι ότι ο ίδιος ο άγ. Φώτιος, ο πατέρας του Σέργιος αλλά και ο θείος του πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος είχαν αναθεματιστεί για την εικονόφιλη πίστη τους.

Οι δεσμοί της οικογένειας του, από την άλλη, εκτείνονταν έως το Μεγάλο Παλάτι, λόγω της συζυγικής σχέσης του αδελφού της μητέρας του αγ. Φωτίου, Ειρήνης, με την αδελφή της εικονόφιλης αυτοκράτειρας Θεοδώρας, Ειρήνη.

 Η μόρφωση και η καλλιέργεια που είχε λάβει ο άγ. Φώτιος υπήρξε πράγματι σπουδαία και άξια λόγου και θαυμασμού τόσο από τους συγχρόνους του όσο και από μεταγενέστερους υποστηρικτές του ή μη. Τα γνωστικά αντικείμενα που συγκροτούσαν την παιδεία του περιελάμβαναν όλα τα επιστημονικά πεδία της εποχής του, λ.χ. τη θεολογία, τη φιλοσοφία, τη ρητορική, την ιατρική, την παιδαγωγική, και την ποίηση. Ως πρόσωπο ιδιαίτερα ικανό αξιοποιήθηκε σε καίριες θέσεις της αυτοκρατορικής πολιτειακής ιεραρχίας, όπως αυτά του πρωτοσπαθαρίου και του πρωτοασηκρίτου. Παράλληλα εξέχουσα θέση κατείχε στο νεοσυσταθέν πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως.

Ο άγ. Φώτιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ανήμερα των Χριστουγέννων του 858, αφού είχε ανέλθει σε διάστημα επτά ημερών και τις τρεις βαθμίδες της ιεροσύνης, κατά τη γνωστή γι αυτόν θρόον διαδικάσια.

Η εκλογή του στο ύπατο αξίωμα της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και μάλιστα από την τάξη των λαϊκών, δεν έγινε, όπως πολλάκις σημειώνει σε επιστολές και σε ομιλίες του, ηθελημένα. Απεναντίας, καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισαν ο ισχυρός στην πολιτική καίσαρας Βάρδας και η κρισιμότατη διαμορφωθείσα εκκλησιαστική κατάσταση εντός της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Είχε προηγηθεί ως χρονίζουσα η οξύτατη αντιπαράθεση μεταξύ των ιδεολογικών ρευμάτων των «ζηλωτών» και των «πολιτικών», καθώς και η εκθρόνιση του πατριάρχου Ιγνατίου από τον καίσαρα Βάρδα, που του είχε καταλογίσει την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Η εκλογή του αυτή στον πατριαρχικό θρόνο έμελλε να είναι η πρώτη, αλλά όχι η τελευταία. Αναμφίβολα, ανεκτίμητης αξίας κεφάλαιο στην όλη συμβολή του Φωτίου, όχι μόνον προς το εκκλησιαστικό σώμα της εποχής του αλλά και διαχρονικά, είναι οι πιστολές και οι μιλίες του. Εκεί αποτυπώνεται ανάγλυφα και λεπτομερειακά η εκκλησιαστική πολιτική που ακολούθησε πιστά και αταλάντευτα ο προκαθήμενος της Νέας Ρώμης. Τα θέματα που αναλύονται άπτονται του τεράστιου ιεραποστολικού έργου που διενεργεί το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στους Μοραβούς, τους Χαζάρους, τους Βουλγάρους και τους Ρώσους. Εν προκειμένω, τα πρόσωπα των Κωνσταντίνου -μετέπειτα Κυρίλλου- και του αδελφού του Μεθοδίου αναλαμβάνουν επιτυχημένα να φέρουν σε πέρας τον εκχριστιανισμό και τον εκπολιτισμό των παραπάνω λαών. Ωστόσο, η ιεραποστολική δράση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κάθε άλλο παρά ρόδινη υπήρξε, καθώς συνάντησε την άκρως επιθετική και αλαζονική στάση του πάπα Νικολάου Α και στη συνέχεια του Αδριανού Β. Μέσα σ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, όπου ουσιαστικά ο Βυζαντινός Πολιτισμός φτάνει μέσα από πολυποίκιλες εσωτερικές και εξωτερικές αντιξοότητες στο απόγειο της ακμής του, τα πρόσωπα και τα πράγματα έχουν ως αφετηρία και σημείο αναφοράς τους αυτοκράτορες Μιχαήλ Γ και μετέπειτα Βασίλειο Α, αλλά κυρίως το Μέγα Φώτιο.

Το ποιμαντικό και ιεραποστολικό του έργο είναι υποδειγματικό ανά τους αιώνες, ενώ και η Βυζαντινή Πολιτεία θα εμπνευστεί από το προσωπικό του παράδειγμα και την πολιτική του φιλοσοφία.

Η Βουλγαρία μέσω του ηγεμόνος της Βόρη –μετέπειτα Μιχαήλ- και τον προσεταιρισμό απ αυτόν τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης βρέθηκε στο επίκεντρο διχαστικής διαμάχης των κεφαλών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Εξάπαντος, η σύγκρουση αυτή υπήρξε επιβεβλημένη εξαιτίας αφενός της αναιτιολόγητης επέμβασης παπικών αντιπροσώπων σε έδαφος της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου, της παραχάραξης αφετέρου του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως από μέρους των δυτικών απεσταλμένων στη Βουλγαρία με την αυθαίρετη προσθήκη του Filioque. Στα παραπάνω πρέπει να αναφερθεί και η προσπάθεια επιβολής δυτικών εθίμων στη νεοσύστατη εκκλησία της Βουλγαρίας. Αποτέλεσμα όλων αυτών υπήρξε ο αναθεματισμός του αγ. Φωτίου από τον πάπα Ρώμης Νικόλαο Α, ύστερα από απόφαση της συνόδου του 863 στο Λατερανό και η ανταπόδοση του αγ. Φωτίου, κατόπιν αποφάσεως της συνόδου του 867 στην Κωνσταντινούπολη συμμετεχούσης σύσσωμης της Ανατολής.

Η δολοφονία του Μιχαήλ Γ και η άνοδος στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βασιλείου Α του Μακεδόνα είχε ως άμεσο επακόλουθο την εκθρόνιση και την εξορία του αγ. Φωτίου, οπότε και την επαναφορά στον πατριαρχικό θρόνο του Ιγνατίου. Η στόχευση αυτής της κίνησης σηματοδοτούσε την αλλαγή πλεύσης του νέου αυτοκράτορα που έτεινε να αποκαταστήσει τις ραγισμένες σχέσεις της Ανατολής με τη Δύση. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής αποτέλεσε η λεγόμενη παπόφιλη σύνοδος του 869 στην Κωνσταντινούπολη, ασχέτως αν οι παπικές απαιτήσεις δεν βρήκαν την απόλυτη στήριξη ορισμένων μελών της συνόδου, ακόμη και του ιδίου του Ιγνατίου, ιδίως, στο ζήτημα της δικαιοδοσίας της Βουλγαρίας.

Το έτος 877 και πιο συγκεκριμένα στις 26 Οκτωβρίου, τρεις ημέρες μετά το θάνατο του Ιγνατίου, ο άγ. Φώτιος αποκαθίσταται και τυπικά στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, έχοντας επέλθει καταλλαγή στις σχέσεις του όχι μόνο με το θανόντα Ιγνάτιο αλλά και με τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α, με τον οποίο καιρό πριν συνδεόταν λόγω της επιστροφής του από την εξορία και την επιμέλεια της εκπαίδευσης των τέκνων του.

Δεν χωρά καμία αμφιβολία πως οι ακολουθούμενες ενέργειες του αγ. Φωτίου, επί της πρώτης και της δεύτερης πατριαρχίας του, υπαγορεύονταν από τη βαθιά του πίστη προς το πρόσωπο του ένσαρκου Θεού Λόγου και εν τέλει προς την Αγία Τριάδα. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν σύμφωνα με την ακολουθούμενη από αιώνες συνοδική παράδοση, με μοναδικό δηλ. γνώμονα, τις αποφάσεις των προγενέστερων επτά Οικουμενικών Συνόδων και τα έργα των Πατέρων. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως ο άγ. Φώτιος δεν κατόρθωσε να προσδώσει το προσωπικό αποτύπωμα και το στίγμα του τόσο στις ν γί Πνεύματι συνοδικές αποφάσεις όσο και στην εκκλησιαστική πολιτική πρακτική που αποσκοπούσε στη διάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου στα πέρατα της οικουμένης και στη διαφύλαξη της ορθοδοξίας.

Εν κατακλείδι, ο άγ. Φώτιος λειτούργησε πρωτίστως στα πλαίσια της θεσμικής του θέσης, ως άρρηκτη δηλ. συνέχεια στο εκκλησιαστικό, διοικητικό και ποιμαντικό έργο αγίων Ιεραρχών που τίμησαν πριν από τον ίδιο τη θέση του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Από την άλλη, ως ισχυρή και υπερδραστήρια προσωπικότητα άνοιξε το δικό του ζηλευτό κεφάλαιο στην ιστορία των Πατριαρχών της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, τη στιγμή που αντέδρασε σε οποιαδήποτε κακόδοξη καινοτομία, αφιερώνοντας συνάμα τη ζωή του στη διαποίμανση και την ιεραποστολή της ανθρωπότητας. Συνοδοιπόρους στον ιεραποστολικό αγώνα του φρόντισε να έχει προσωπικότητες παγκόσμιας μέχρι τις μέρες μας ακτινοβολίας, όπως αυτές του Κυρίλλου και του Μεθοδίου. Το ογκωδέστατο από άποψης ποσότητας και διαφωτιστικό από άποψη περιεχομένου συγγραφικό έργο του αγ. Φωτίου, όπου δεσπόζουν οι πιστολς και οι μιλίες του, πιστοποιεί με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο όχι μόνο την ευρυμάθεια ή την εξαίρετη γραφίδα του ανδρός, τη σπάνια ρητορική δεινότητα, αμεσότητα και δυναμική του λόγου του, αλλά κυρίως την ακάματη και ακλόνητη πίστη προς τη μία, γία, καθολικ κα ποστολική Εκκλησία του Χριστού. Τελικά λόγω του πνευματικού του αναστήματός, ως πολιτική και εκκλησιαστική προσωπικότητα κύρους και τεράστιου έμπρακτου έργου, δίκαια συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγάλων ανδρών όχι μόνο της ιστορίας του Γένους αλλά και της παγκόσμιας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου