Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2023

 ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ 

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ 

ΦΡΟΝΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ

ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ 

(σχέδιο  προβληματισμού και 

διαλόγου) (Β)


Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός-βιοχημικός)


«Δεύτε διαλεχθώμεν» (Ησ. 1, 18)

                       ---------------------------------

 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Περιεχόμενα

-Κανόνες  πίστεως

-Ο επίσκοπος στην Ορθόδοξη Εκκλησία

-«Όπου ο Επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία»;

-Ο επισκοποκεντρισμός

-Η σημασία της μνημόνευσης του επισκόπου και οι συνέπειες.

-----------------------------------------------------------------------------------

Κανόνες  πίστεως

1.Ανήκω στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και είμαι μέλος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά ενίσταμαι (ΙΕ κανόνας της ΑΒ Συνόδου) κατά των ποικίλων καινοτομιών της πίστεως, όπως αυτές κηρύχτηκαν από τις εγκυκλίους 1902 και 1920 στους λεγόμενους θεολογικούς διάλογους και επισημοποιήθηκαν στη Σύνοδο της Κρήτης το 2016.

2. Πιστεύω ότι η μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων είναι η πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα συνεχιζόμενα στο σώμα Αυτού, την Αγία Εκκλησία. Όλα τα άλλα πιστεύματα, όλες οι θρησκείες, που αγνοούν και δεν ομολογούν τον Χριστό «εν σαρκί εληλυθότα», είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου, δεν οδηγούν στην αληθινή θεογνωσία και στη δια του θείου βαπτίσματος αναγέννηση, αλλά πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια. Οι Χριστιανοί πιστεύοντες εις την Αγία Τριάδα, δεν έχουμε τον ίδιο Θεό με καμία άλλη θρησκεία· ούτε με τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, οι οποίες δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα.

3. Η Εκκλησία δια μεγάλων και φωτισμένων Αγίων Πατέρων οριοθέτησε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum) για το σύνολο των θεμάτων της πίστεως. Πιστεύω και ομολογώ ότι είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολουθούμε τους Αγίους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια που εκείνοι έθεσαν. Το «Επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι» και το «Μη μεταίρειν όρια α έθεντο οι Πατέρες ημών» αποτελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής.

Αποδέχομαι, εκτός από τις αποφάσεις των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων, και αυτές της Πρωτοδευτέρας Αγίας Συνόδου της εν έτει 861 μ.Χ· Επί πλέον ασπάζομαι απαρεγκλίτως και τας Αποφάσεις της υπό του Αγίου Φωτίου συγκληθείσης Αγίας Συνόδου εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 879/880μ.Χ, όπως  και τον Συνοδικό  Τόμο  «της εν Βλαχέρναις Αγίας Συνόδου εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει 1351» επί Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και Πατριάρχου Αγίου Καλλίστου Α’, έχοντας πλήρως την πεποίθηση  ότι οι Σύνοδοι αυτές έχουν οικουμενική  και καθολική  ισχύ  και αυθεντία στην Ορθόδοξη Εκκλησία.  

Η θέση του Επισκόπου στην Ορθόδοξη 

Εκκλησία

Πιστεύω ότι η θέση  του  Επισκόπου είναι να κυβερνά, διδάσκει και κατευθύνει την τοπική  Εκκλησα και ιστάμενος ενώπιον του θυσιαστηρίου να προσφέρει θυσίας. Και ο Ζωναράς (58ο  Αποστ.) λέγει σχετικώς «Τοις  Επισκποις εν τω θυσιαστηρίω καθέδρα εξ ύψους ίδρυται, δηλούντος του πράγματος οίον είναι τούτο, ότι δει τον υπ' αυτόν λαόν οράν αφ' ύψους και επισκοπείν ακριβέστερον· και ο Πρεσβύτερος συνιστάναι εκεί τω  Επισκπ και συγκαθήσθαι ετάχθησαν, ίνα και ούτοι δια της αφ' ύψους καθέδρας ενάγωνται εις το εφοράν τον λαόν και καταρτίζειν αυτόν, ώσπερ σύμπονοι δοθέντες τω  Επισκπ».  Εδώ ο Ζωναράς αποδίδει στην καθέδρα του  Επισκπου την εικόνα της σκοπιάς που είναι υψηλότερη για να φανερώνει τον σκοπό του πράγματος, δηλαδή ότι πρέπει να επισκοπεί το λαόν του από υψηλά και να τον παρατηρεί.  Επισκοπε < επί - σκοπέω - ω, (= βλέπω παρατηρώ).  Αρα  Επισκοπ = επιβλέπω, επιτηρώ.  Αλλά και οι θέσεις των πρεσβυτέρων ως μικρότερες σκοπιές χαρακτηρίζονται για να επιβλέπουν και αυτοί το λαό και να τον καταρτίζουν «ώσπερ σύμπονοι δοθέντες, τω επισκόπω», σαν συμπάσχοντες, συμπαραστάτες του  Επισκπου.

Ο  Επσκοπος, λοιπόν, είναι «ο επί του ύψους του εκκλησιαστικού πύργου ιστάμενος και εκείθεν σκοπών και κατοπτεύων τας ψυχάς. Είναι «ο το πλήρωμα όλης της ιερωσύνης κατέχων και πάντας αυτής τους βαθμούς εν εαυτώ συγχωνεύων και δι' εαυτού μεταδίδων». Είναι ο «επιτηρητής και επιμελητής πασών των εκκλησιαζομένων ψυχών, δύναμιν έχων τελεστικήν πρεσβυτέρου, διακόνου, υποδιακόνου, αναγνώστου, ψάλτου και μοναχού» και όπως λέγει ο Δοσίθεος  Ιεροσολμων εις την ομολογίαν του

«Το επισκοπικόν αξίωμα ούτως εστίν εν τη  Εκκλησίᾳ αναγκαίον, ώστε χωρίς αυτού μη δύνασθαι μήτε  Εκκλησαν, μήτε χριστιανόν τινά ή είναι ή όλως λέγεσθαι· αυτός γαρ ο αξιωθείς  Επσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος, ζώσα εστίν εικών του Θεού επί της Γης... ούτω δε αυτού το αναγκαίον εννοούμεν εν τη  Εκκλησίᾳ, ως εν τω ανθρώπω την αναπνοήν και τω αισθητώ τούτω κόσμω τον ήλιον... ό,τι Θεός εν τη ουρανίω των πρωτοτόκων  Εκκλησα και ήλιος εν τω κόσμω, τούτο έκαστος  Αρχιερες εν τη κατά μέρος  Εκκλησίᾳ».


«Όπου ο Επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία»;

Η εξουσία του επισκόπου θεωρείται ότι είναι  εξουσία του Χριστού και της Εκκλησίας. Οι αποφάσεις τους για τα εκκλησιαστικά θέματα δεν είναι  δικές τους, αλλά του Θεού (Α΄ Κορ. β΄16. Πραξ. ιε΄ 28) και οφείλουν οι επίσκοποι  να βρίσκονται «εν Ιησού Χριστού γνώμη», όπως αναφέρει ο άγιος Ιγνάτιος·  να μην επιβάλουν δικές τους ανθρώπινες απόψεις.

Στο σώμα της Εκκλησίας ο επίσκοπος δεν εκφράζει μόνο τη γνώμη του Χριστού, αλλά και την παρουσία του αοράτου, μοναδικού αρχιερέα και επισκόπου Ιησού Χριστού. Αποτελεί εγγύηση της παρουσίας αυτής στη ζωή της Εκκλησίας, ιδιαίτερα στα ιερά μυστήρια και της χαρισματικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία. Γι’ αυτό στην ορθόδοξη ομολογία του Δοσιθέου αναφέρεται πως χωρίς το επισκοπικό αξίωμα, δεν είναι δυνατό «μήτε Εκκλησίαν, μήτε Χριστιανόν τινα ή είναι ή όλως λέγεσθαι».

Συνέπεια αυτού είναι οι λόγοι του αγίου Ιγναντίου: «όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί και το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός, εκεί η καθολική Εκκλησία».( επιστολή του προς τους Σμυρναίους).

Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας, αντιμετωπίζοντας κάποιες κακοδοξίες σχετικές με το επισκοπικό αξίωμα και τη Θεία Ευχαριστία, συνέδεσε «την εγκυρότητα της Ευχαριστίας με τον επίσκοπο, που είναι “εγκεκραμένος” με τον Χριστό, όπως πρέπει να είναι με τον επίσκοπο και οι πιστοί.».

Πριν όμως, αναφερθεί στον επίσκοπο, στην ίδια επιστολή οριοθέτησε τα αναγκαία σημεία της Ορθοδόξου Πίστεως. Δοξάζει τον Θεό για τη σοφία των Σμυρναίων, διότι κατάλαβε ότι είναι κατηρτησμένοι «εν ακινήτω πίστει». Τους συμβουλεύει να προσέχουν τους έχοντες πλανεμένες διδασκαλίες:

«…Προσέξτε αυτούς που πιστεύουν διαφορετικά για τη χάρη του Ιησού Χριστού που ήρθε σε μας, πόσο αντίθετοι είναι με τη γνώμη του Θεού.

(Προσέξτε) αυτούς  που τον αρνούνται μερικοί αγνοώντας τον, ή καλύτερα αρνήθηκαν από αυτόν, επειδή είναι συνήγοροι του θανάτου μάλλον παρά της αλήθειας, και τους οποίους δεν τους έπεισαν ούτε οι προφητείες, ούτε ο νόμος του Μωυσή, αλλά ούτε και το Ευαγγέλιο μέχρι τώρα, ούτε τα παθήματα του καθενός από μας. . Γιατί το ίδιο πιστεύουν και για μας. Γιατί με ωφελεί κάποιος εάν επαινεί εμένα και βλασφημεί τον Κύριο μου, μη ομολογώντας ότι έφερε σάρκα; Εκείνος που δεν ομολογεί αυτό τον έχει αρνηθεί τελείως, όντας νεκροφόρος. Τα ονόματα όμως αυτών, επειδή είναι άπιστα, δεν θεώρησα καλό να τα γράψω. Αλλά ούτε να συμβεί να τα αναφέρω, μέχρι να μετανοήσουν για το πάθος, που είναι η ανάστασή μας.

««Προφυλάσσω δε υμάς από των θηρίων των ανθρωπομόρφων, ούς ου μόνον δει υμάς μη παραδέχεσθαι, αλλ’ ει δυνατόν εστι, μηδέ συναντάν, μόνον δε προσεύχεσθαι υπέρ αυτών, εάν πως μετανοήσωσιν, όπερ δύσκολον».

 

Ο Επισκοποκεντρισμός

Απορρίπτω την αίρεση του επισκοποκεντρισμού σε όλες τις μορφές της εφόσον θεωρεί τον επίσκοπο αντί του Χριστού ως κέντρο της Θείας Ευχαριστίας.

Τα Μυστήρια τελούνται στο όνομα του Χριστού και της Αγίας Τριάδος και όχι στο όνομα του επισκόπου. Αυτό αποδεικνύεται ως εξής:

α. Συνιστώντας δε και ιδρύοντας το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά την τέλεση του Μυστικού Δείπνου δεν είπε ότι αυτό θα το τελείτε στο όνομα του επισκόπου, αλλά για να θυμάσθε εμένα «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».

β. Η Θεία Λειτουργία και οι άλλες ακολουθίες αρχίζουν με τριαδολογική επίκληση «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» και «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» ή «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε…». Τίποτε δεν άρχεται με επίκληση του ονόματος του επισκόπου. Αρχή και το τέλος, το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος είναι ο Τριαδικός Θεός .Το ιερατείο Του, αρχής γενομένης από τον κάθε επίσκοπο, συνιστά τους διακόνους Του που θα δώσουν λόγο για τη διακονία τους πάντα εις το όνομα του Τριαδικού Θεού και ποτέ στο όνομα του επισκόπου τύπου εωσφορικού παπικού «αυτοκράτορα».

γ. Ειδικότερα, στην ευχή του Χερουβικού Ύμνου «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς επιθυμίαις…», που αναφωνούν «εκ βαθέων» ο επίσκοπος ή ο ιερεύς προ της Αγίας Τραπέζης ομολογούν ότι ο Χριστός είναι ο ιερουργός του μυστηρίου, «ο προσφέρων και προσφερόμενος», και ποτέ ο επίσκοπος ή ο ιερεύς: «Συ γαρ ει ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος, Χριστέ ο Θεός ημών».

δ. Ωσαύτως, στην μικρή ακολουθία του «Καιρού» προ της Προσκομιδής, ικετεύουν οι κληρικοί τον Χριστό να προσεγγίσει τη Χείραν Του για την επιτέλεση της αναίμακτης ιερουργίας: «Κύριε εξαπόστειλόν μοι την χείρα σου εξ αγίου κατοικητηρίου σου».

 

Η μνημόνευση του επισκόπου

Επισημαίνεται, ότι η μνημόνευση του Επισκόπου γίνεται για άλλους λόγους, και όχι γιατί αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του Μυστηρίου, χωρίς το οποίο το μυστήριο είναι δήθεν άκυρο. Ο επίσκοπος μνημονεύεται, κυρίως για να φανεί, ότι ο μνημονεύων και ο μνημονευόμενος έχουν την ίδια πίστη, ότι είναι αμφότεροι Ορθόδοξοι, ότι ο μνημονευόμενος έχει την ίδια πίστη με τον μνημονεύοντα, είναι ταυτογνωμονούντες και ταυτοπιστεύοντες».

Σημαντικό εκκλησιολογικό κείμενο για το θέμα είναι η επιστολή των Αγιορειτών πατέρων προς τον λατινόφρονα αυτοκράτορα Μιχαήλ Η Παλαιολόγο, επί Πατριαρχίας Βέκκου. Ο Μιχαήλ  για καθαρά πολιτικούς-στρατιωτικούς λόγους, κατάφερε να επιτύχει μια μονομερή ένωση με τους Λατίνους το 1274, την οποία υπέγραψαν ελάχιστοι ιερωμένοι και την οποία δεν δέχτηκε το σύνολο του πιστού Λαού του Θεού και στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κυρίως στα άλλα τρία Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής. Γράφουν λοιπόν οι Αγιορείτες στην ομολογιακή επιστολή τους.

«Άλλωστε, η Ορθόδοξος Εκκλησία του Θεού δεχόταν από παλαιά την αναφορά του ονόματος του Αρχιερέως ενώπιον των αγίων Μυστηρίων ως τελεία συγκοινωνία. Διότι, έχει γραφεί στην ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας ότι ο λειτουργός αναφέρει το όνομα του Αρχιερέως, για να δείξει ότι υποτάσσεται στον ανώτερό του, ότι είναι κοινωνός του και ότι έχει δεχθεί δι’ αυτού την πίστη και την χάρι της ιερουργίας των Μυστηρίων. (Θεοδώρου Ανδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης των εν τη θεία λειτουργία γινομένων συμβόλων και μυστηρίων, PG 140, 460-461.)

Η μνημόνευση των Προκαθημένων στα ιερά Δίπτυχα είναι ομολογία και ταύτιση πίστεως  μεταξύ τους, αλλά και ταύτιση πίστεως των κληρικών και λαϊκών με την πίστη των Προκαθημένων.

Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τη μνημόνευση «υπέρ της Ιεράς ημών Συνόδου της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας» από πλευράς των μητροπολιτών της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως επίσης και για τη μνημόνευση «υπέρ του Αρχιεπισκόπου και Οικουμενικού Πατριάρχου (τάδε) του ορθοτομούντος τον λόγον της σης αληθείας» και «υπέρ της Ιεράς ημών Συνόδου της ορθοτομούσης τον λόγον της σης αληθείας» από πλευράς των μητροπολιτών των λεγομένων «Νέων Χωρών». Η μνημόνευση αυτή είναι ομολογία ταύτισης της πίστεως των μητροπολιτών με τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη και τη Σύνοδο.

Συμπερασματικά τονίζουμε ότι :«Αν ο Επίσκοπος «εν Ιησού Χριστού γνώμη εστίν», όπως είναι η σχετική φράση τού αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, τότε η μνημόνευσή του από το εκκλησίασμα, λαικούς και κληρικούς, είναι δήλωση και ομολογία ότι όλοι του εκκλησιάσματος είναι πιστά τέκνα του Κυρίου, που τον αναγνωρίζουν ως Ποιμένα τους, αφού ένας Επίσκοπος με «γνώμη Χριστού» και κανονική αποστολική διαδοχή επέχει θέση Χριστού ανάμεσά τους («εις τύπον και τόπον Χριστού»), είτε είναι παρών, είτε απών, λειτουργώντας διά του ιερέως, και μας εξασφαλίζει ως Σώμα Χριστού διά της κοινής, ορθής πίστης. Και εξ αιτίας αυτής της σημαντικής δήλωσης - ομολογίας, που κάνουμε, προσλαμβάνουμε χάρι και αγιαζόμαστε στην πορεία της προετοιμασίας μας προς το Μυστήριο, για να γίνουμε κατά Χάριν άγιοι, όπως προκύπτει από τα λόγια και την ουσία των λόγων του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα. Ταυτόχρονα, επειδή η αναγνώριση του Χριστού ως Ποιμένος μας, διά της μνημονεύσεως του Επισκόπου, σημαίνει και υπακοή στον Ποιμένα και δέσμευσή μας να ακολουθούμε πάντα την φωνή του, αυτό μας υπενθυμίζει από την ανθρώπινη ζωή του Χριστού ότι κι Αυτός ακολουθούσε πάντα και ήταν υπάκουοςστόν ΘεόΠατέρα Του. Γιατί, κατά τον ιερό Καβάσιλα,«όχι μόνοτά ψαλλόμενα και λεγόμενα έχουν αυτή την αποστολή, αλλά και τάτελούμενα, και το καθένα, αν και γίνεται για μια παρούσα ανάγκη,σημαίνει και κάποιο από τα έργα, τις πράξεις η τα πάθη του Χριστού».

Υποβιβάζεται, συνεπώς, εντελώς η μνημόνευση του Επισκόπου ως στοιχείο της Θείας Λειτουργίας και γίνεται «γράμμα» (τύπος), όταν χαρακτηρίζεται ως μια απλή αναφορά στο όνομά του, και αφαιρούμε, είτε από άγνοια (που δεν επιτρέπεται), είτε από σκοπιμότητα, το «πνεύμα» της, που είναι Πνεύμα Θεού, και αυτό ακριβώς, που μας ζωοποιεί. Και ξεχνάμε ότι όλη η Θεία Λειτουργία, που, όπως τόνισε παραπάνω ο άγιος Νικόλαος, είναι ένα ενιαίο σώμα με αρμονία και ακεραιότητα, δεν είναι μια «τυπική» τελετή.Αλλά και όλη και κάθε επί μέρους τμήμα της, είναι μια μυσταγωγία, δηλ. χορήγηση Πνεύματος από το Άκτιστο στην Κτίση, τόσο την έλλογη, όσο και την άλογη. Και ίσως να είναι προσβολή στο Θείο καίαλογία να λέμε ότι από αυτό το ολοκληρωτικά θεόπνευστο και ζωοποιητικό κατασκεύασμα, ένα από τα στοιχεία της, όπως η μνημόνευση του Επισκόπου, είναι ελλιπές και δεν έχει «πνεύμα», δηλ. δεν έχει ζωή» (π.Άγγελος Αγγελακόπουλος)

 

Μέγα ψεύδος η μνημόνευση αιρετικών ως 

ορθοδόξων. Απομάκρυνση από τους 

μνημονεύσαντες.

 Συνεχίζουν οι Αγιορείτες πατέρες προς τον Μιχαή Η Παλαιολόγο γράφοντας:

«Αν, λοιπόν, εμποδιζόμαστε να χαιρετάμε τον αιρετικό απλά στον δρόμο και αν δεν μας επιτρέπεται να τον βάλουμε σ ’ένα συνηθισμένο σπίτι, πώς δεν είναι ανεπίτρεπτο να τον εισάγουμε, όχι σε σπίτι, αλλά στον ναό του Θεού και μάλιστα σ’ αυτά τα ίδια τα άδυτα, πάνω στη μυστική και φρικτή (Αγία) Τράπεζα του αμώμου Υιού, έτσι ώστε ο αναμάρτητος (Υιός) να μας εξιλεώσει στον Πατέρα και τον Εαυτό Του και να καθαρίσει τις αμαρτίες μας με το ίδιο το Αίμα Του; Ποιος άδης θα αναφωνήσει τη μνημόνευση του Πάπα, ο οποίος αποκόπηκε δίκαια από το Άγιον Πνεύμα, εξ αιτίας της αυθάδειάς του εναντίον του Θεού και των θείων Μυστηρίων, και θα γίνει μ’ αυτόν τον τρόπο εχθρός του Θεού; Διότι, αν ακόμη και ο απλός χαιρετισμός μας καθιστά κοινωνούς των πονηρών έργων αυτού, που χαιρετάμε, πόσο μάλλον η μνημόνευσή του εκφώνως και μάλιστα τη στιγμή, που αντικρύζουμε με φρίκη τα θεία Μυστήρια; Αν αυτός ο Ίδιος, που βρίσκεται μπροστά μας, είναι η Αυτοαλήθεια, πώς είναι δυνατόν να ανεχθεί ένα τόσο μεγάλο ψεύδος, το να συγκατατάσσεται δηλ. ο Πάπας μεταξύ των λοιπών Ορθοδόξων Πατριαρχών; Μήπως θα παίξουμε θέατρο κατά τον καιρό των φρικτών Μυστηρίων και θα υποκριθούμε ότι είναι υπαρκτό, αυτό που δεν υπαρκτό; Και πώς θα τα ανεχθεί αυτά η ψυχή του Ορθοδόξου και δεν θα απομακρυνθεί αμέσως από την εκκλησιαστική κοινωνία αυτών, που τον μνημόνευσαν, και δεν θα τους θεωρήσει ιεροκαπήλους»;

 

Η βεβήλωση του μυστηρίου και ο μολυσμός 

με την μνημόνευση αιρετικών

Στη συνέχεια, οι Αγιορείτες Πατέρες αποδεικνύουν ότι η μνημόνευση αιρετικού Επισκόπου στη Θεία Λειτουργία δεν μπορεί καθόλου να νοηθεί σαν οικονομία. Αντιθέτως, είναι βεβήλωση του μυστηρίου, απώθηση απ’ αυτό του Αγίου Πνεύματος, άρνηση της υιοθεσίας και της αφέσεως των αμαρτιών και έκπτωση εκ της αληθούς και ορθοδόξου πίστεως. Είναι άξιο πάσης προσοχής το γεγονός ότι οι Αγιορείτες Πατέρες θεωρούν ότι οι μνημονεύοντες αιρετικό συγκοινωνούν με όλους τους αιρετικούς, είναι ομολογουμένως ασυγχώρητοι και ακοινώνητοι και υπόδικοι για όλες τις θεοστυγείς αιρέσεις εκείνων και γεμάτοι από κάθε αίρεση.

Γράφουν : «Και ο μεγάλος πατέρας μας και ομολογητής Θεόδωρος Στουδίτης λέγει τα εξής προς κάποιον μέσω της τιμίας του επιστολής : «Μου είπες ότι φοβάσαι να πεις στον πρεσβύτερό σου να μην αναφέρει τον αιρεσιάρχη. Σχετικά μ’ αυτό δεν θα διστάσω να σου πω το εξής˙ ότι μολυσμό έχει η κοινωνία και μόνο, που τον αναφέρει, παρόλο που μπορεί αυτός, που τον αναφέρει, να είναι ορθόδοξος». Αυτά λέγει ο πατέρας (Θεόδωρος Στουδίτης). Αλλά, και πριν απ’ αυτόν και ο Θεός το φανέρωσε, λέγοντας το εξής : «Οι Ιερείς αθέτησαν τον νόμο μου και βεβήλωσαν τα άγιά μου». Με ποιον τρόπο το έκαναν αυτό; Με το να μην κάνουν διάκριση μεταξύ βεβήλων και οσίων ανθρώπων, αλλά να έχουν τα πάντα κοινά με όλους˙ και ποιο άλλο εναργές και αληθινό παράδειγμα απ’ αυτό χρειαζόμαστε»;

 «…Ή μήπως να κάνουμε την ένωση σαν ένα είδος οικονομίας; Και πώς να γίνει δεκτή μία οικονομία, η οποία βεβηλώνει τα θεία Μυστήρια, κατά τον θείο λόγο, που προαναφέραμε, και απωθεί απ’ αυτά το Πνεύμα του Θεού και στερεί από τους πιστούς την άφεση των αμαρτιών και την Χάρι της υιοθεσίας, που πηγάζει απ’ αυτά τα Μυστήρια; Και τι πιο επιβλαβές από μία τέτοια οικονομία; Αυτή είναι φανερή κοινωνία μ’ αυτούς και μ ’ένα λόγο έκπτωση και ανατροπή κάθε ορθού. «Διότι, αυτός, που δέχεται αιρετικό, υπόκειται στις ίδιες κατηγορίες μ’ εκείνον» και «αυτός, που κοινωνεί με ακοινωνήτους, είναι ακοινώνητος, επειδή συγχέει και παραβαίνει τους Κανόνες της Εκκλησίας». Επειδή και αυτοί οι γενναίοι, εξαιτίας της απείθειάς τους στους εκκλησιαστικούς θεσμούς, «συγκοινωνούν και με τους Ιουδαίους και με τους Αρμενίους και με τους Ιακωβίτες και με τους Νεστοριανούς και με τους Μονοθελήτες και, για να μιλήσουμε γενικά, με όλους τους αιρετικούς». Και γι’ αυτό μόνο, αν όχι για κάτι άλλο, είναι ασυγχώρητοι ομολογουμένως και ακοινώνητοι και υπόδικοι για όλες τις θεοστυγείς αιρέσεις εκείνων. Και είναι φυσικό επακόλουθο, απ’ αυτό και μόνο και όχι από αλλού, δηλαδή από το να μην διέστειλαν (ξεχώρισαν) τους εαυτούς τους από τους αιρετικούς, σύμφωνα με τον κανόνα της Εκκλησίας και τον νόμο του Θεού, που μας έχει παραδοθεί από πάνω, από τον ουρανό, να γέμισαν από κάθε αίρεση».

Για το θέμα της κοινωνίας και της μνημονεύσεως αιρετικού ο Αθανάσιος ο Γ΄, Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1276-1316), θεωρεί ότι όσοι έχουν εκκλησιαστική κοινωνία και μνημονεύουν τους αιρετικούς ως ορθοδόξους στα Ιερά Δίπτυχα, βρίσκονται υπό κατάρα και ανάθεμα και είναι ακοινώνητοι.

Γράφει σε επιστολή του το 1276 (σε μετάφραση)

«Αυτοί, οι οποίοι ή πιστεύουν ή πράττουν ή ευαγγελίζονται με επιπολαιότητα τον λαό του Χριστού ενάντια στις θείες αυτές και σωστικές παραδόσεις, με σκοπό να συστήσουν τις δικές τους ερεσχελίες (φλυαρίες, μωρολογίες) και να αθετήσουν τις θείες και ιερές συνόδους, για να εξαπατήσουν και να επιφέρουν τον όλεθρο στους απλούστερους, αυτοί ας είναι ανάθεμα (χωρισμένοι από τον Κυριο). Αλλά και αυτοί, οι οποίοι κοινωνούν μ’ αυτούς με οποιαδήποτε κοινωνία, ή κοινώνησαν ή τους μνημόνευσαν ως ευσεβείς, ενώ αυτοί επιμένουν ακόμη στην κακογνωμοσύνη και την αθεότητά τους, αυτοί να είναι κάτω από κατάρα και ανάθεμα, διότι επέλεξαν την ένωση, που χωρίζει από τον Θεό. Γιατί, αν «αυτός, που συμπροσευχήθηκε μόνο σε σπίτι με ακοινώνητο, είναι ακοινώνητος», όπως διαγορεύει ο Αποστολικός Κανόνας, πολύ περισσότερο είναι ακοινώνητος αυτός, ο οποίος συμπροσευχήθηκε μ’ αυτούς στην Εκκλησία και τους μνημόνευσε ως ευσεβείς στα ιερά δίπτυχα και ανεκήρυξε με βοή την κακοδοξία τους ως νόμιμη, την οποία προηγουμένως, επειδή δεν ήταν αντίθεος, την χλεύαζε, επειδή ήταν άξια χλεύης, και έλεγε και έγραφε φυσικά εναντίον της. Αυτοί, οι οποίοι στο εξής θα μνημονεύσουν, έτσι θα φρονούν και έτσι θα πράττουν».

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου