Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ  ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΦΡΟΝΗΜΑΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ 

(σχέδιο προβληματισμού και διαλόγου)

Πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός - βιοχημικός)

«Δεύτε διαλεχθώμεν» (Ησ. 1, 18)

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ

Kανόνες πίστεως - Επεξηγήσεις

Δεν αποδέχομαι τη ψευδοσύνοδο του Κολυμπαρίου ως αγία και μεγάλη, την οποία καταγγέλλω ως ληστρική, κατά τα παπικά πρότυπα, αφού ψήφισαν μόνο οι προκαθήμενοι των Εκκλησιών και όχι όλοι οι Επίσκοποι, στερούμενη Αγίου Πνεύματος και πάσης θεοπνευστίας και δεν αποδέχομαι ως εκκλησίες, με ψευδομυστήρια και με ψευδοϊεροσύνη τις αιρέσεις των καταδικασμένων παπικών, προτεσταντών, μονοφυσιτών και κάθε αιρετικής ομολογίας.

Επίσης την απορρίπτω και για τους εξής ακόμα λόγους.

α. Καθιέρωσε τη μεταπατερική και βαπτισματική θεολογία.

Διευκρινίσεις:

Ειδήμονες διαπρεπείς θεολόγοι αποφάνθηκαν πως οι αποφάσεις της «Συνόδου» της Κρήτης υποκρύπτουν τις αιρετικές πλάνες της «αοράτου Εκκλησίας», της «θεωρίας των κλάδων» και της «ευχαριστιακής και βαπτισματικής θεολογίας».

Η προσπάθεια, να δοθεί εκκλησιαστική υπόσταση στις αιρετικές κοινότητες και η επιμονή να παρουσιαστεί η Ορθόδοξη Εκκλησία ως «ελαφρώς καλλίτερη» από αυτές, φανερώνει περίτρανα αυτή την τραγική παράμετρο! Το αποτέλεσμα ήταν να μην κληθούν σε αυτή οι αιρετικοί να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία, την αληθινή Εκκλησία του Χριστού, αλλά να επιστρέψουν στην ακαθόριστη «πίστη της πρώτης χιλιετίας», την οποία όμως «βλέπουν» οι αιρετικοί, από τη δική τους σκοπιά, ότι δήθεν δικαιώνει τη δική τους πίστη, όχι όμως την πίστη των αγίων Συνόδων ώστε να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις αυτών, στο απαραχάρακτο «Σύμβολο της Πίστεως».

 β. Νομιμοποίησε επίσημα και συνοδικά την παναίρεση του Οικουμενισμού.

Σχόλια

Ο πραγματικός σκοπός της συγκλήσεως της «Συνόδου» της Κρήτης δεν είναι άλλος, από την επισφράγιση και «συνοδική» κατοχύρωση των οικουμενιστικών ανοιγμάτων της Ορθοδοξίας του 20ου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους πρώτους και πλέον ένθερμους οραματιστές της υπήρξε ο αλήστου μνήμης Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης και ο μέγας προωθητής του οικουμενισμού, Αθηναγόρας. Είναι γνωστό πως τα τολμηρά, έως απαράδεκτα, οικουμενιστικά ανοίγματα των θιασωτών του Οικουμενισμού του 20ου αιώνα και των τελευταίων χρόνων, έτυχαν σκληρής κριτικής από ορθοδόξους και προκάλεσαν μεγάλες αναταράξεις και γι’ αυτό έπρεπε να αποστομωθούν.

Να περιβληθούν οι επιλογές τους με ορθόδοξο μανδύα, να κατοχυρωθεί η λεγομένη «Οικουμενική Κίνηση» συνοδικά, να αποστομωθούν οι επικριτές της από το κύρος μίας Πανορθοδόξου Συνόδου.

Να δοθεί στους ατελέσφορους και ζημιογόνους για την Ορθοδοξία, θεολογικούς διαλόγους, συνοδική κάλυψη.

Να πεισθεί και να εφησυχάσει το ορθόδοξο εκκλησιαστικό πλήρωμα ότι δήθεν η «Οικουμενική Κίνηση», στην ουσία, οικουμενιστική, δεν προδίδει την Ορθοδοξία, ότι δήθεν είναι συμβατή με την ορθόδοξη διδασκαλία, ότι δήθεν είναι μία σύγχρονη αναγκαιότητα, ότι δήθεν επιτελεί σπουδαίο ποιμαντικό έργο, το οποίο έχει ως στόχο τη γνωριμία της Ορθοδοξίας στους ετεροδόξους, με σκοπό την προσέλκυσή τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Αλλά, όπως είναι γνωστό, οι ετερόδοξοι γνωρίζουν τόσο καλά την Ορθοδοξία, όσο γνωρίζουμε και εμείς τους ετερόδοξους. Στους εδώ και τριάντα χρόνους διαλόγους, ουδείς ετερόδοξος, ως πρόσωπο, πολλώ δε μάλλον ως «εκκλησία», προσήλθε στην Ορθοδοξία! Αντίθετα, ο μεγάλος χαμένος είναι η Ορθοδοξία, διότι οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι κάνουν συνεχώς υποχωρήσεις, ενώ οι αιρετικοί συνομιλητές τους παραμένουν αμετακίνητοι στις πλάνες τους και το χειρότερο: αποθρασύνονται και γίνονται προκλητικότεροι από τον ενδοτισμό, τις υποχωρήσεις και την απουσία ξεκάθαρου ομολογιακού λόγου από τους ορθοδόξους. Δεν προβάλλουν την αλήθεια της Εκκλησίας με το δυναμισμό που πρέπει και δέχονται να συζητούν τις κακοδοξίες των αιρετικών συζητητών τους, όχι για να τις αναιρέσουν, αλλά για να τις «κατανοήσουν» ως δήθεν «διαφορετική εκκλησιαστική παράδοση», όπως λ. χ. η «κατανόηση του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης»! Ουδέποτε κάλεσαν τους αιρετικούς σε μετάνοια και επιστροφή στην Ορθοδοξία, την αληθινή Εκκλησία, αλλά επιστροφή σε μία ομιχλώδη και ακαθόριστη «πίστη της πρώτης χιλιετίας», σαν να μην υπήρχαν προβλήματα με τους αιρετικούς και θεολογικές διαμάχες και διαφοροποιήσεις στην πρώτη χιλιετία! Έστω για παράδειγμα: το «πρωτείο του Ρώμης», αλλά και το φιλιόκβε, δεν προβάλονταν ως ορθή πίστη από τους δυτικούς στην πρώτη χιλιετία;

γΕκκλησιαστικοποίησε τις αιρέσεις, δηλαδή έγινε δεκτό ότι ο Παπισμός καθώς και λοιποί αιρετικοί είναι Εκκλησες και όχι αιρέσεις.

Σχόλια

Το επίμαχο κείμενο της Συνόδου του Κολυμπαρίου («Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») ονομάζει τις χριστιανικές αιρέσεις «Εκκλησίες»: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται την ιστορική ονομασία των άλλων ετεροδόξων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών που δεν ευρίσκονται σε κοινωνία με αυτήν» (παρ. §6). Αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύμβολο της Πίστεως, όπου ομολογείται η πίστη μας «εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν»· στο «Πιστεύω» θεωρείται αυτονόητο, σε συνάρτηση με την Αγία Γραφή και την Παράδοση, ότι στη Μία Εκκλησία μας αυτή υπάρχει «ένας Κύριος, μία Πίστη, ένα Βάπτισμα» (Προς Εφεσίους 4, 5). Αντιθέτως, αυτοί τους οποίους το Κολυμπάρι ονόμασε «Εκκλησίες» (Μονοφυσίτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.α.) έχουν δόγματα καταδικασμένα ως αιρετικά επί αιώνες από την Εκκλησία μας, από το 451 έως το 879 και έως το 1895 (άρα δεν έχουμε «μία πίστη», την ίδια – γι΄ αυτό άλλωστε λέγονται και ετερόδοξοι, «ετέρου δόγματος»). Έχουν ακόμη και διαφορετικό τρόπο βαπτίσματος (ράντισμα, δήθεν νοητή επιφοίτηση κ.α.).

Από τους Οικουμενιστές προβλήθηκε η δικαιολογία, ότι η λέξη αυτή («Εκκλησία») είναι εδώ «προσφώνηση ευγενείας» ή «τεχνικός όρος» και δεν έχει την κυριολεκτική της σημασία. Όμως αυτό είναι αναληθές. Οι Άγιοι Πατέρες μας επισήμαναν, ότι πρέπει να αναζητούμε το νόημα που κρύβουν οι αιρετικοί πίσω από μία διφορούμενη ή επιφανειακώς σωστή ορολογία (π.χ. Μ. Αθανάσιος PG 25, 545c.560ab).

Οι υπόλοιπες αποφάσεις του Κολυμπαρίου δείχνουν ότι τα μέλη της Συνόδου του Κολυμπαρίου πιστεύουν, ότι στις αιρέσεις ενεργείται η σωτηρία· συνεπώς δεν τις θεωρούν αιρέσεις, αλλά «Εκκλησία», έστω και «διαφορετική» ή «κάπως ελλιπή».

Επίσης, ακόμη και αν δεχθούμε, ότι ο όρος «Εκκλησία» χρησιμοποιήθηκε ως «προσφώνηση ευγενείας» ή «τεχνικός όρος», καταχρηστικώς, και πάλι αυτό αποδεικνύει αιρετικό φρόνημα, διότι οι Άγιοι Πατέρες προειδοποιούν, ότι οι αιρετικοί προσπαθούν να «θολώνουν» την ορολογία, ενώ οι Ορθόδοξοι προσπαθούν πάντοτε να την διαλευκαίνουν και να την κάνουν «μονοσήμαντη» (να έχει μία μόνον έννοια), ώστε να μη ξεγελώνται οι ακατάρτιστοι (Μ. Αθανάσιος PG 25, 561a & PG 26, 773d-776a).

δ. Χρησιμοποίησε στις αποφάσεις της μια διπλωματική και διφορούμενη γλώσσα

Σχόλια

Με το 6ο διάταγμα της «Συνόδου» της Κρήτης αποφασίστηκε πως η Ορθόδοξη Εκκλησία μεν έχει την αυτοσυνειδησία ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά όμως με μία παροιμιώδη διπλωματική και διφορούμενη φράση, αναγνώρισε την ιστορική ονομασία των «Ετεροδόξων Εκκλησιών» και Ομολογιών, αφήνοντας ανοικτή κάθε ερμηνεία σ’ αυτή. Γενικά χρησιμοποίησε διφορούμενη διπλωματική γλώσσα, ώστε να ικανοποιεί κάθε ερμηνεία, είτε ορθόδοξη, είτε αιρετική, σε αντίθεση με τα συνοδικά κείμενα της Εκκλησίας, τα οποία διακρίνει η απόλυτη σαφήνεια, μην αφήνοντας κανένα περιθώριο παρερμηνείας!

Ορίστηκε ότι είναι μεν η Ορθοδοξία η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά αναγνωρίζει και την «ιστορική ονομασία Ετεροδόξων Εκκλησιών και Ομολογιών», που σημαίνει και ερμηνεύεται ότι αναγνωρίζει, στην ουσία, την ιστορική τους πορεία, διότι η ονομασία ενός αντικειμένου σηματοδοτεί αυτή την ίδια την υπόστασή του. Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος αναφέρει για το ίδιο κείμενο ότι «υπάρχουν μερικές ασάφειες, ωσάν να «αναγνωρίζονται» και άλλες Εκκλησίες, εκτός της Μίας, Ορθοδόξου Εκκλησίας». Το δε Πατριαρχείο Ρωσίας χαρακτήρισε τις αποφάσεις της «ασαφείς και διφορούμενες διατυπώσεις, κάτι το οποίο δεν επιτρέπει να τα θεωρούμε ως υποδειγματική έκφραση των αληθειών της Ορθοδόξου πίστεως και Παραδόσεως της Εκκλησίας»! Σε άλλο σημείο ορίζει μεν το αδιαίρετο της Εκκλησίας, αλλά δέχεται εμμέσως τη διάσπασή της. Σε άλλο σημείο δέχεται εμμέσως, πλην σαφώς, ότι έχουν και οι αιρετικοί μυστήρια: κάνοντας λόγο περί «…αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυταίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής… την αναζήτησιν των κοινών στοιχείων της χριστιανικής πίστεως». Όσον αφορά το ΠΣΕ, δεν γίνεται καν νύξη ότι πρόκειται για ένωση ετερόκλητων αιρετικών ομάδων και κακοδοξιών, αντίθετα δίνεται η εντύπωση ότι είναι ένα είδος «ευλογίας» η συμμετοχή μας σε αυτό!

ε. Το Κολυμπάρι αποδέχθηκε τη «Δήλωση του Τορόντο».

Σχόλια

Στο επίμαχο κείμενο του Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») αναφέρεται ονομαστικά και επαινετικά η «Δήλωση του Τορόντο», ένα κείμενο που συμφωνήθηκε το 1950 από τους Ορθοδόξους και τα υπόλοιπα μέλη του λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών» (του ΠΣΕ, που ιδρύθηκε το 1948, όπου συμμετέχουν Ορθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες). Λέγεται στο κείμενο του Κολυμπαρίου (παρ. §19) ότι: «Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες-μέλη […] έχουν βαθειά την πεποίθηση ότι οι εκκλησιολογικές προϋποθέσεις της Δηλώσεως του Toronto […] είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την Ορθόδοξη συμμετοχή στο Συμβούλιο», δηλ. στο ΠΣΕ.

Στη «Δήλωση του Τορόντο», μολονότι γίνονται και κάποιες ορθές εκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ωστόσο λέγεται μεταξύ άλλων πλανών, ότι: «Οι Εκκλησίες - μέλη αναγνωρίζουν ότι το να αποτελεί κάποιος μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είναι πιο περιεκτικό από το να αποτελεί μέλος της δικής του Εκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπώς, η «Εκκλησία του Χριστού» δήθεν δεν περιορίζεται εντός της Ορθοδοξίας, αλλά υπάρχει Εκκλησία (δηλ. σωτηρία) και εκτός Ορθοδοξίας, στο χώρο της αιρέσεως, σύμφωνα με τη «Δήλωση του Τορόντο».

στ. Δεν εξέφρασε την Αγιοπνευματική εμπειρία του εκκλησιαστικού σώματος.

Σχόλια

Στη δισχιλιόχρονη συνοδική παράδοση της Εκκλησίας μας οι Σύνοδοι συγκροτούνταν κατά κύριο λόγο για να οριοθετήσουν και να περιφρουρήσουν την σώζουσα αλήθειά της και δευτερευόντως για να επιλύσουν άλλα θέματα. Αντίθετα η «Σύνοδος» της Κρήτης πρωτοτύπησε. Δεν συγκλήθηκε για να καταγνώσει και να καταδικάσει την πληθώρα των συγχρόνων πλανών και ιδίως την παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία κατατρώγει τις σάρκες της Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών της δεν ακούστηκε καν η λέξη «αίρεση». Το αντίθετο μάλιστα, κλήθηκαν εκπρόσωποι όλων των αιρέσεων ως τιμητικοί παρατηρητές, οι οποίοι προσφωνήθηκαν ως «εκπρόσωποι των αδελφών εκκλησιών»!

Οι θεοφόροι Πατέρες καλούσαν στις Άγιες Συνόδους τους αιρετικούς, όχι να τους τιμήσουν, αλλά να τους καταδείξουν τις πλάνες τους, να τους ζητήσουν να μετανοήσουν και όταν αυτοί αρνούνταν, τους αναθεμάτιζαν και τους έδιωχναν. Η «Σύνοδος» της Κρήτης, όπως ανακοινώθηκε από τα πλέον επίσημα χείλη, συγκλήθηκε με απώτερο σκοπό, να αναγνωρίσει την «εκκλησιαστικότητα» των αιρετικών κοινοτήτων. Να τις αποχαρακτηρίσει από αιρετικές κοινότητες. Nα γίνει μία «Β΄ Βατικάνεια Σύνοδος», η οποία, με το γνωστό διάταγμά της περί οικουμενισμού, είχε αναγνωρίσει ως «εκκλησίες» τις εκτός Παπισμού χριστιανικές κοινότητες. Αυτό φάνηκε καθαρά από το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, κυρίως από τους ενδοιασμούς της αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία είχε την εντολή να μην χαρακτηριστούν ως «εκκλησίες» οι εκτός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, χριστιανικές κοινότητες. Οι ιθύνοντες της «Συνόδου» ήθελαν πάση θυσία να χαρακτηρίσουν τους αιρετικούς ως «Ετερόδοξες Εκκλησίες». Εδώ βέβαια ο όρος «ετερόδοξος» δεν έχει τη σημασία του αιρετικού, αλλά του έχοντα «διαφορετική πίστη», όχι, κατ’ ανάγκην, κακόδοξη! Αλλά όμως ο όρος «Ετερόδοξες Εκκλησίες» περιέχει πλήρη αντιφατικότητα, διότι Εκκλησία και ετεροδοξία είναι έννοιες απόλυτα ασυμβίβαστες. Η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ετερόδοξη και η ετερόδοξη δεν μπορεί να είναι Εκκλησία!

ζ. Δεν ακολούθησε την Αγιοπατερική Παράδοση της Εκκλησίας, μιας και δεν έγινε εξ' αρχής αναγνώριση όλων των προηγουμένων Συνόδων και κυρίως αναγνώριση ως Οικουμενικών Συνόδων της 8ης και της 9ης.

η. Κατέλυσε αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων και συνεπώς δεν ακολούθησε τον αγιοπνευματικό τρόπο συγκλήσεως Ορθοδόξων Συνόδων, όπου αρχικά επικύρωναν και δέχονταν τις αποφάσεις όλων των προηγουμένων Ορθοδόξων Συνόδων και κατόπιν συνέχιζαν το έργο αυτών δηλαδή την καταδίκη των "αναφυομένων" αιρέσεων εντός των κόλπων της Εκκλησίας.

Συμπληρωματικά στοιχεία

Παραθέτουμε ενδεικτικά μόνο κάποιες από αυτές τις Συνόδους, που καταπατήθηκαν από τη «Σύνοδο» της Κρήτης:

 Η Η΄ Οικουμενική Σύνοδος (879-880) επί Μεγάλου Φωτίου κατεδίκασε ρητά τις παπικές αιρέσεις του Filioque και του πρωτείου. Η Θ΄ Οικουμενική Σύνοδος (1341-1351) κατεδίκασε τις παπικές πλάνες περί κτιστής χάριτος και κτιστών ενεργειών του Θεού. Η Τοπική Σύνοδος του Λατερανού (649) και όλες οι Τοπικές Σύνοδοι της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 867, 1009, 1054, 1089, 1170, 1273, 1282, 1285, 1484, 1642, 1722, 1727, 1755, 1838 και 1895. Η Σύνοδος του 1324 εν Νυμφαίω, του 1441 εν Ρωσία, του 1443 εν Ιεροσολύμοις. Η Απάντηση των Πατριαρχών της Ανατολής προς τον Πάπα Πίο τον Θ΄ το 1848 και το Πανορθόδοξο Συνέδριο στην Μόσχα το 1948.

  Είναι δε χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει ούτε ένας Άγιος της Εκκλησίας μας που να μην καταδικάζει τον παπισμό. Δεν υπάρχει ούτε ένας πατέρας και σύγχρονος αγιασμένος Γέροντας, από τους παλαιότερους μέχρι και τον Άγιο Παϊσιο τον Αγιορείτη, που να μην καταδικάζει τις παπικές πλάνες. Είναι ομόφωνη, ομόθυμη και διαχρονική η απόρριψη και η καταδίκη των δοξασιών του παπισμού. Όλες αυτές τις Συνοδικές αποφάσεις της Εκκλησίας μας και των Αγίων Πατέρων μας διαχρονικά παραβίασε και καταπάτησε βάναυσα η «Σύνοδος» της Κρήτης.

η. Αναγνωρίστηκε στα μέλη του Προτεσταντικού λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών κανονική ιερωσύνη, μυστήρια και αποστολική διαδοχή, καθώς και τα αιρετικά και αντορθόδοξα κείμενά του.

θ. Το Κολυμπάρι επικύρωσε τις αιρέσεις των Συνάξεων Πόρτο Αλέγκρε, Πουσάν, Μπαλαμάντ κ.α.

Σχόλια

Το Κολυμπάρι, μέσω του ιδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), επαινεί τους μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ορθοδόξων και αιρετικών, διότι λ.χ. «εκτιμά θετικώς τα θεολογικά κείμενα που εκδόθηκαν από αυτήν [τη σχετική Επιτροπή του ΠΣΕ…], τα οποία αποτελούν αξιόλογο βήμα στην Οικουμενική Κίνηση για την προσέγγιση των Χριστιανών» (παρ. §21).

Η έμμεση αυτή επικύρωση, ακόμη και αν δεν κατονομάζει τις ειδικότερες θέσεις των κειμένων αυτών, όμως τα επικυρώνει συλλογικώς. Άλλωστε, μη ξεχνάμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) και Εβδόμη (α΄ Κανών) έδωσαν οικουμενικό κύρος στους ιερούς Κανόνες των Τοπικών Συνόδων, χωρίς να αναφέρονται λεπτομερώς σε αυτούς.

Μια προσεκτική ματιά δείχνει τι απαράδεκτα και αιρετικά έχουν γραφεί, δυστυχώς, στα σημαντικότερα από τα κείμενα των «Θεολογικών Διαλόγων».

Το κείμενο του Πόρτο Αλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ότι «Κάθε Εκκλησία [είτε η Ορθόδοξη, είτε οι προτεσταντικές κ.λπ. του ΠΣΕ] είναι η Καθολική Εκκλησία, αλλά όχι ολόκληρη. Κάθε Εκκλησία εκπληρώνει την Καθολικότητά της, όταν ευρίσκεται σε κοινωνία με τις άλλες Εκκλησίες […] Ο ένας χωρίς τον άλλον είμαστε πτωχευμένοι» και ότι (§5) «ενδέχεται να υπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας», δηλαδή δεν βλάπτει η διαφοροποίηση των δογμάτων !

Το κείμενο του Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει μεταξύ πολλών άλλων πλανών, ότι «μετανοούμε για τις διαιρέσεις μεταξύ των εκκλησιών μας και εντός αυτών», οι οποίες υπονομεύουν «τη μαρτυρία μας για το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού» (παρ. §14). Με άλλα λόγια, μετανοούμε που οι άγιοι Πατέρες μας έσωσαν από τις αιρέσεις, αποκόπτοντάς τις από την Εκκλησία !

Η Συμφωνία του Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών Παπικών, λέει (παρ. §§13-14) ότι: «Και από τις δύο πλευρές αναγνωρίζεται ότι αυτό που ο Χριστός εμπιστεύθηκε στην Εκκλησία Του […] δεν μπορεί να θεωρείται σαν ιδιοκτησία της μιας μόνον από τις Εκκλησίες μας. Στα πλαίσια αυτά είναι προφανές ότι κάθε είδους αναβαπτισμός αποκλείεται». Επίσης, ότι «η Ορθόδοξη και η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζονται αμοιβαία ως “αδελφές Εκκλησίες”, υπεύθυνες από κοινού για τη διατήρηση της Εκκλησίας του Θεού στην πιστότητα προς το Θείο Σχέδιο, πολύ ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά στην ενότητα»· αλλού, διακηρύσσεται (παρ. §30) ότι «οι ευθύνες για το χωρισμό είναι μοιρασμένες» μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών!

Παρά ταύτα, η Σύνοδος του Κολυμπαρίου (ως μια «καθώς πρέπει» (“decent”) αιρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικώς, ότι «οι διάλογοι που διεξάγονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε σήμαιναν, ούτε σημαίνουν και δεν πρόκειται να σημάνουν ποτέ οποιονδήποτε συμβιβασμό σε ζητήματα πίστεως. Οι διάλογοι αυτοί είναι μαρτυρία περί της Ορθοδοξίας» (Εγκύκλιος, VII, §20).

ι. Παραγκωνίσθηκε και αγνοήθηκε ο ρόλος του Μοναχισμού και ιδιαίτερα η στάση των Αγιορειτών έναντι του Παπισμού και του Οικουμενισμού.

ια. Το Κολυμπάρι αρνήθηκε την ιεραποστολή μας στους αιρετικούς

Σχόλια

Στο ίδιο κείμενο της Συνόδου του Κολυμπαρίου, γράφεται ότι οι διάλογοι διεξάγονται, ενώ ταυτοχρόνως «αποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμού, ουνίας ή άλλης προκλητικής ενέργειας ομολογιακού ανταγωνισμού» (παρ. §23). Ας προσεχθεί εδώ, ότι δεν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμού», άρα εννοείται και η απλή προσπάθειά μας να φέρουμε κάποιον στην Ορθοδοξία. Μάλιστα, η προσθήκη της φράσεως «κάθε ομολογιακού ανταγωνισμού», καθιστά καταφανές, ότι απαρνούμαστε γενικώς το καθήκον να οδηγούμε τους άλλους στην Ορθοδοξία, επικρίνοντας τις αιρέσεις τους κ.λπ.!

Αντιθέτως, οι θεόπνευστοι ιεροί Κανόνες επιτάσσουν, ότι όποιος Επίσκοπος δεν προσπαθεί να μεταστρέψει τους αιρετικούς στην Ορθοδοξία πρέπει να τιμωρείται (Καρθαγένης ρλα΄ και ρλβ΄).

ιβ. Συγκλήθηκε για να εξυπηρετήσει πολιτικές και γαιοστρατηγικές σκοπιμότητες.

Σχόλια

Η παγκοσμιοποίηση, ο πυρετωδώς προωθούμενος θρησκευτικός συγκρητισμός, ο Οικουμενισμός, οι πολιτικές, οι οποίες υπηρετούνται από ισχυρά παγκόσμια κέντρα, υπήρξαν κινητήριοι μοχλοί και αρωγοί στην οργάνωση και πραγματοποίηση της «Συνόδου». Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε το ενδιαφέρον των Η.Π.Α. για την επιτυχή σύγκλησή της. Ως αρωγός και παρατηρητής της κυβερνήσεως των Η.Π.Α. υπήρξε η προσωπική παρουσία της κας Ελισάβετ Προδρόμου στις εργασίες της «Συνόδου». Από το βιογραφικό της αποδεικνύεται πως «Οι ακαδημαϊκοί της τίτλοι της επιτρέπουν να συμμετέχει, και εδώ είναι το σπουδαιότερο, σε αρμόδιες κυβερνητικές επιτροπές χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ: Από το 2004-2012 αντιπρόεδρος της επιτροπής Διεθνών Θρησκευτικών Ελευθεριών της αμερικανικής Βουλής και από το 2011 αναβαθμίστηκε σε μέλος της αρμόδιας ομάδας εργασίας του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών με αντικείμενο «Θρησκεία και Εξωτερική Πολιτική». Μία διπλωμάτης, χωρίς να είναι καν θεολόγος, ποια αρμοδιότητα μπορούσε να έχει σε μία Σύνοδο της Εκκλησίας;

Ρωτά ο κάθε ένας μας: ποιος ο λόγος του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος της κυβερνήσεως των Η.Π.Α. για την ευόδωση των εργασιών της «Συνόδου» της Κρήτης; Μήπως για το συμφέρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Για την αποκρυστάλλωση του ορθοδόξου δόγματος, τη διακήρυξη: ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η μόνη αληθινή Εκκλησία; Ασφαλώς όχι! Αν η «Σύνοδος» της Κρήτης είχε ως αποκλειστικό της σκοπό να λειτουργήσει ως γνήσια Σύνοδος, σύμφωνη με τη συνοδική παράδοση της Εκκλησίας, ουδέν ενδιαφέρον θα εκδήλωνε η υπερατλαντική υπερδύναμη! Η μόνη απάντηση στο ερώτημα, είναι ότι η κυβέρνηση των Η.Π.Α., η «μητρόπολη» της παγκοσμιοποίησης, της «Νέας Εποχής» και της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», έδειξε ενδιαφέρον και στήριξε τη «Σύνοδο» της Κρήτης, (αν δεν επέβαλε τη σύγκλησή της), διότι αυτή συγκλήθηκε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς και τους στόχους της και τα συμφέροντά της τα οποία είναι συνδεδεμένα με το παγκόσμιο πανθρησκειακό όραμα. Ας μην ξεχνάμε πως το αντίπαλο δέος της εξωτερικής αμερικανικής πολιτικής, είναι η ορθόδοξη Ρωσία και οι «δορυφόροι» της, οι ορθόδοξες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι Τοπικές Εκκλησίες Ρωσίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας και Αντιοχείας, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, ανήκουν, καθόλου τυχαία, στο «ανατολικό μπλοκ», στην επιρροή της ρωσικής πολιτικής, δεν έλαβαν μέρος στη «Σύνοδο» της Κρήτης. Αναμφίβολα, η απουσία τους, πέρα από τις σοβαρές διαφωνίες τους, ως προς τη θεματολογία και τον τρόπο συγκλήσεως της «Συνόδου», έγινε για να μην γίνουν συμμέτοχοι στις γεωπολιτικές σκοπιμότητες των δυτικών και ειδικά των ΗΠΑ! Η Ορθοδοξία γι’ αυτούς είναι το μεγάλο εμπόδιο για την επιβολή της παγκοσμιοποίησης και γι’ αυτό έπρεπε (και πρέπει) να αλλάξει πορεία, να συγχρονιστεί με αυτό το όραμα. Και δυστυχώς η «Σύνοδος» της Κρήτης» εξυπηρέτησε αυτόν τον στόχο.

Ισχυρό ενδιαφέρον για τη σύγκληση και την επιτυχή έκβαση της «Συνόδου» της Κρήτης έδειξε και το Βατικανό, η παπική διπλωματία και προσωπικά ο «πάπας» Φραγκίσκος, ο οποίος είχε εκδηλώσει την επιθυμία να παραστεί και ο ίδιος στη «Σύνοδο», αλλά, επειδή διέγνωσαν οι ιθύνοντες της «Συνόδου», ότι θα δημιουργούσε αντιδράσεις η παρουσία του αιρεσιάρχη, θεώρησαν σκόπιμο να μην παραστεί, και να δεχτούν τις «θερμές ευχές» του. Αλλά τίθεται το εύλογο ερώτημα: ποιος ο λόγος να θέλει το Βατικανό την ευόδωση των εργασιών της «Συνόδου» της Κρήτης; Αν αυτή είχε σκοπό να λειτουργήσει ως γνήσια ορθόδοξη Σύνοδος και διεκήρυττε στεντορεία τη φωνή την αποκλειστικότητα της Ορθοδοξίας, ως της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και κατεδίκαζε τις αιρέσεις και μαζί τις δεκάδες παπικές κακοδοξίες και κατεδείκνυε ότι ο παπισμός δεν είναι εκκλησία, και θα καλούσε τους αιρετικούς σε μετάνοια και ένταξη στην Ορθοδοξία, όχι μόνο δε θα εκδήλωνε το ενδιαφέρον του και τη συμπαράστασή του σ’ αυτή, αλλά θα τη σαμποτάριζε! Τη στήριξε, διότι ήξερε εκ των προτέρων, μέσα από τις σκοτεινές διασυνδέσεις του με τους μυστικοπαθείς διοργανωτές της «Συνόδου», ότι αυτή δεν θα ήταν γνήσια ορθόδοξη Σύνοδος. Ότι θα εξέφραζε τις πανθρησκειακές βλέψεις του. Ότι θα έφερνε πιο κοντά την Ορθόδοξη Εκκλησία με τις αιρέσεις. Ότι θα λειτουργούσε ως κακέκτυπο της Β΄ Βατικανής Συνόδου, αναγνωρίζοντας τις αιρέσεις ως «εκκλησίες»! Ας μην μας διαφεύγει η λεπτομέρεια, πως οι παπικοί εξέφρασαν κατόπιν τη δυσαρέσκειά τους, όταν δημοσιεύτηκαν τα διφορούμενα κείμενα της «Συνόδου» και δεν ικανοποίησαν πλήρως τις προσδοκίες τους! Και βέβαια συντάχτηκαν αυτά, με διφορούμενο νόημα, όχι από πεποίθηση, αλλά από ανάγκη, από τη σφοδρή αντίδραση των Ορθοδόξων.

ιγ. Δεν έλυσε κανένα από τα μεγάλα, χρονίζοντα και οξυμένα προβλήματα της Εκκλησίας.

Σχόλια

Ο αρχικός κατάλογος θεμάτων που είχε προγραμματιστεί να απασχολήσει τη «Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδοξίας», όπως την αποκαλούσαν οι οργανωτές της, άγγιζε τα εκατό, όμως προϊόντος του χρόνου άρχισε το «ξήλωμα», ώστε να φτάσουν να συζητηθούν μόνο έξι, για τα οποία όμως δεν πάρθηκε καμιά απόφαση και έμειναν ως έχουν. Τα συσσωρευμένα προβλήματα των τελευταίων αιώνων και χρόνων, δεν έτυχαν επίλυσης και συνεχίζουν να διαιωνίζονται στην Εκκλησία καθιερώνοντας έμμεσα και επίσημα τους μικτούς γάμους, ενώ για το πρόβλημα της διασποράς δεν ελήφθη καμιά απόφαση. Παραθεωρήθηκαν μεγάλα προβλήματα, τα οποία ταλανίζουν εδώ και πολλά χρόνια την Εκκλησία, όπως το ημερολογιακό πρόβλημα, το οποίο όμως, παραδόξως, βγήκε από τον κατάλογο, ενώ θα έπρεπε να ήταν το πρώτο και κύριο θέμα της Συνόδου. Αν ήταν ανάγκη να συγκληθεί η Σύνοδος, θα έπρεπε να συγκληθεί και μόνο για το σοβαρότατο ημερολογιακό πρόβλημα, το οποίο διχάζει και ταλανίζει την Εκκλησία εδώ και έναν αιώνα. Αυτό δείχνει ότι οι ιθύνοντες της «Συνόδου» της Κρήτης δεν νοιάζονταν για τα υπαρκτά και μεγάλα προβλήματα της Εκκλησίας, αλλά για να τους δοθεί η ευκαιρία να δώσουν εκκλησιαστική υπόσταση στους αιρετικούς, να κατοχυρώσουν συνοδικά την «Οικουμενική Κίνηση», να απενοχοποιήσουν τα τολμηρά και ανεπίτρεπτα ανοίγματα προς τους αιρετικούς, επί ζημία της Ορθοδοξίας, να τη σύρουν κοντύτερα προς τους αιρετικούς!

ιδ. Καταφρόνησε με τον πλέον προκλητικό τρόπο την συνοδική παράδοση της Εκκλησίας.

Σχόλια

Η «Σύνοδος» της Κρήτης δεν υπήρξε ακόλουθος «των αγίων Πατέρων», αλλά, κάτι το πρωτόγνωρο για το συνοδικό θεσμό της Εκκλησίας. Διατηρήθηκε μία απίστευτη μυστικότητα όσον αφορά τα προσυνοδικά κείμενα, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα, λίγους μήνες πριν, ύστερα από πιέσεις των Πατριαρχείων Ρωσίας και Γεωργίας. Η απίστευτη αυτή μυστικότητα δεν προκαλεί στον καθένα σκανδαλισμό, την δικαιολογημένη υποψία, ότι σε αυτή σχεδιάζονται πράγματα που δεν εκφράζουν το φρόνημα της Εκκλησίας; Καταφρόνησε με απίστευτη ασέβεια τη συνοδική παράδοση, εισάγοντας νέα καινοφανή συνοδική διαδικασία, αντιγράφοντας πιστά την Β΄ Βατικανή Σύνοδο (1963-1965). Θέσπισε την αντιπροσωπευτικότητα και αφαίρεσε το δικαίωμα σε όποιον επίσκοπο ήθελε να συμμετάσχει σ’ αυτή. Θέσπισε τη μία ψήφο, αυτή του προκαθημένου, ανεξάρτητα από τις ψήφους των μελών της αντιπροσωπείας. Καταπάτησε την ομοφωνία στις αποφάσεις, όπως είχε συμφωνηθεί, διότι διέγνωσαν οι ιθύνοντές της σοβαρά εμπόδια στη θεσμοθέτηση των στόχων τους. Αλλά υπάρχουν και χειρότερα: αγνοήθηκαν οι μη υπογράφοντες επίσκοποι κυρίως για το άρθρο 6, και ακόμα χειρότερα: στην περίπτωση των Κυπρίων επισκόπων, όσων δεν υπέγραψαν το επίμαχο αυτό άρθρο, υπέγραψε αντ’ αυτών ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου, χωρίς τη συγκατάθεσή τους!

Περιφρονήθηκε και παραβιάστηκε η εντολή της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, να μην δοθεί εκκλησιαστικότητα στις αιρετικές κοινότητες. Η ελληνική Αντιπροσωπεία δεν υπερασπίστηκε με σθένος αυτή την εντολή, αλλά την καταπάτησε δεχόμενη τον όρο «Ετερόδοξες Εκκλησίες»! Συζητήθηκαν κείμενα, τα οποία δεν είχαν τύχει της ομοφωνίας κατά τις προσυνοδικές διασκέψεις.

Συμπέρασμα: τέτοιες καταστάσεις μας έχει διασώσει η εκκλησιαστική ιστορία μόνο από τις ληστρικές συνόδους του παρελθόντος! Έγιναν επίσης και ακόμη χειρότερα στη «Σύνοδο», σύμφωνα με ομολογίες επισκόπων, που ήταν παρόντες σ’ αυτή: ακούστηκαν ύβρεις και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί σε όσους αρνούνταν να ενδώσουν στις αποφάσεις της.

Κατόπιν των ανωτέρω πιστεύω ότι σύμφωνα με την Παράδοση της Εκκλησίας και κατά την Πατερική Θεολογία (ενδεικτικά του Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη), οι Ορθόδοξοι πιστοί, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί, οφείλουν – κατά τους Κανόνες 31οΑποστολικό και 15ο της Πρωτοδευτέρας - να παύσουν την εκκλησιαστική κοινωνία, ως εξής: α) Οι μεν κληρικοί οφείλουν να παύσουν το μνημόσυνο της προϊσταμένης τους αρχής, εφόσον αυτή είναι Παναιρετική στο φρόνημα ή συμβιβασμένη με την Παναίρεση. β) Οι δε μοναχοί και λαϊκοί οφείλουν να παύσουν την κοινωνία με τους κληρικούς, ιερείς και αρχιερείς, εφόσον αυτοί είναι Παναιρετικοί στο φρόνημα ή συμβιβασμένοι με την Παναίρεση.

«Όσον αφορά την Εκκλησία της Ελλάδος, πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά την ειδησεογραφία, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, έλαβε υπόψη της στην Έκτακτη Συνεδρίασή της του Μαϊου 2016 τα δεδομένα της διαβούλευσης επί των προσυνοδικών κειμένων μόνον των Μητροπολιτών – μελών της, αρνούμενη να λάβει υπόψη της τα δεδομένα της ίδιας διαβούλευσης που προέρχονταν από τις λοιπές τάξεις του πληρώματός της (λοιπών κληρικών, μοναχών, και λαϊκών), σε αντίθεση με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στην οποία η Ιερά της Σύνοδος έλαβε υπόψη της τα δεδομένα της δικής της διαβούλευσης επί των αυτών προσυνοδικών κειμένων τα προερχόμενα από όλες τις τάξεις του πληρώματός της (αρχιερείς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί). Τούτο αποδεικνύει ότι όσοι Μητροπολίτες από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκαν την εν λόγω πρόταση του Αρχιεπισκόπου, ακολουθούν όχι την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, αλλά την Μη ορθόδοξη εκκλησιολογία παπικής εμπνεύσεως του γνωστού εισηγητή της. Κατ’ αυτήν, όπου Επίσκοπος – έστω και Μη ορθοτομών, δηλ. Μη αποκόπτων τις απαγορευμένες από την Αγία Γραφή, τις Αγίες Συνόδους και τους Αγίους Πατέρες καινοτομίες, ως προστάτης του ποιμνίου της τοπικής του εκκλησίας – εκεί Εκκλησία, κατά το γαλλικό L’ Etatc’estmoi (το Κράτος είναι δικό μου) του Βασιλιά Λουδοβίκου 14ου, το οποίο αναλόγως μεταφερόμενο (mutatismutandis) σημαίνει «ο Επίσκοπος ή ο Προκαθήμενος είναι η Εκκλησία».

Επίσης, η 25μελής αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης παραβίασε σαφώς την απόφαση του Μαϊου 2016 της Έκτακτης Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία έδιωσε την εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο ότι ο Παπισμός δεν είναι εκκλησία. Κατόπιν των ανωτέρω, είναι σαφές ότι οι Προκαθήμενοι και οι Αρχιερείς που ανήκαν στις αντιπροσωπείες των δέκα (10) Αυτοκέφαλων Εκκλησιών διέπραξαν το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα της ΑΙΡΕΣΕΩΣ, διότι οι εν λόγω Αυτοκέφαλες Εκκλησίες ψήφισαν τη δογματική απόφαση με τον τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», η οποία περιλαμβάνει τις ανωτέρω αναφερόμενες δογματικές αλλοιώσεις του Συμβόλου της Πίστεως. Σε σχέση με την Εκκλησία της Ελλάδος, ο Προκαθήμενός της και τα λοιπά 24 μέλη – Μητροπολίτες της αντιπροσωπείας της στη Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης διέπραξαν, εκτός του εκκλησιαστικού ποινικού αδικήματος της αιρέσεως, και εκείνο της παράβασης καθήκοντος, διότι παραβίασαν την απόφαση του Μαϊου 2016 του ανώτατου οργάνου διοικήσεως της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος, δηλ. της (Έκτακτης) Συνόδου της Ιεραρχίας της, η οποία έδωσε την εντολή στην αντιπροσωπεία της να ψηφίσει, στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο, ότι ο Παπισμός δεν είναι εκκλησία». (Κ.Κυριαζόπουλος-καθηγητής Α.Π.Θ)

Πιστεύω ότι οι τέσσερις (4) Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες των Πατριαρχείων της Αντιοχείας, της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Γεωργίας, αν αποφασίσουν ότι πρέπει να μην αναγνωρίσουν και να μην αποδεχθούν τις αποφάσεις της Ψευδο-Συνόδου της Κρήτης και μάλιστα τη δογματική απόφαση «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», η οποία εισάγει «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού ή Νέο-γνωστικισμού ή Θρησκευτικού Συγκρητισμού, τότε:

 1 – είναι υποχρεωμένες να παύσουν την κοινωνία με τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες οι οποίες συμμετείχαν στην εν λόγω Ψευδο-Σύνοδο και συνεπώς

2 – εκκλησιολογικά στερούνται παντελώς της δυνατότητας της μεσοβέζικης λύσης, αφενός μεν να μην αναγνωρίσουν ως ορθόδοξες τη Ψευδο-Σύνοδο της Κρήτης και τις αποφάσεις της και μάλιστα την εν λόγω δογματική της απόφαση, αφετέρου δε να διατηρούν την κοινωνία με τις λοιπές δέκα (10) Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που εισήγαγαν «συνοδικώς» την Παναίρεση του Οικουμενισμού,

    2.Α. με τη μνημόνευση των ονομάτων των Προκαθημένων των δέκα (10) Αυτοκέφαλων από τους Προκαθημένους των τεσσάρων (4) Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων,

    2.Β. με τα συλλείτουργα κληρικών των τεσσάρων (4) Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων με κληρικούς των (10) Αυτοκέφαλων,

    2.Γ. με την ανταλλαγή γραμμάτων μεταξύ των Προκαθημένων των τεσσάρων (4) Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων με τους Προκαθημένους των (10) Αυτοκέφαλων,

  2.Δ. με τη συμμετοχή εκπροσώπων των τεσσάρων (4) Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων σε κοινές επιτροπές διαλόγων με τις δέκα (10) Αυτοκέφαλες για ένωση με αιρετικούς (ή ετεροδόξους),

 2.Ε. με τη συμμετοχή Προκαθημένων και εκπροσώπων των τεσσάρων (4) Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων σε μέλλουσες να συνέλθουν «Πανορθόδοξες Συνόδους».(καθ.Κ.Κυριαζόπουλος).

Βιβλιογραφία

(Α.Μ.Σ.Κ=Αγία και Μεγάλη Σύνοδος Κρήτης)

1.Όλα τα άρθρα του π. Θεοδώρου Ζήση και του μοναχού Σεραφείμ Ζήση, που δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο και στο περιοδικό ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ Α.Μ.Σ.Κ

2.Μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιεροθέου:Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος στην Κρήτη. Θεολογικές και εκκλησιολογικές θέσεις.

3.Επισκόπου Αβύδου Κυρίλλου: Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης.-Η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι ετερόδοξοι.

4.Αρχιμ.Παύλου Δημητρακόπουλου:Η «Σύνοδος» της Κρήτης.

5.Όλα τα κείμενα της Συνόδου (https://www.oac.gr/)

6.Η μελέτη και όλα τα άρθρα για την Α.Μ.Σ.Κ του καθηγητή  Α.Π.Θ Κ.Κυριαζόπουλου που δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελία www.theognosia.gr.

7.Σύναξη Ορθοδόξων Ρωμιών: Η  Σύνοδος τής Κρήτης: Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος ; Επισημάνσεις καί Σχολιασμοί εν Συνειδήσει καί Αληθεία

8. κ. Λάμπρος Σκόντζος - Γιατί η Σύνοδος της Κρήτης δεν είναι Αγία και Μεγάλη.

9. πρωτοπρεσβυτέρου Πέτρου Heers: Η «Σύνοδος» της Κρήτης και η αναδυόμενη Νέα Εκκλησιολογία: Μία Ορθόδοξη Ανάλυση

10. Ενημερωτικό φυλλάδιο της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης για την Α.Μ.Σ.Κ.

11. Οι φρικτές αιρέσεις και προδοσίες από την «Συνοδο της Κρήτης».( https://blogs.sch.gr)

12.Όλα τα δημοσιευμένα άρθρα του καθηγητή Δημ.Τσελεγγίδη για την Α.Μ.Σ.Κ.

13. Κυριάκος Κυριαζόπουλος: Η διακοπή μνημοσύνου στοιχειοθετεί το εκκλησιαστικό ποινικό αδίκημα του σχίσματος;

14.Όλες οι ανακοινώσεις του Γραφείου αιρέσεων της Μητρόπολης Πειραιώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου