Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

 Ουνία Νεώτερες εξελίξεις. 

Πρωτοπρεσβυτέρου  ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ

ΜΕΡΟΣ-Γ



 Β'. Αποτίμησις του κειμένου του Balamand

  Όπως ήδη ελέχθη, δύο είναι τα βασικά γνωρίσματα του νέου κειμένου περί Ουνίας της Ζ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Η αναίρεσις των αποφάσεων του Freising διά της αμνηστεύσεως της Ουνίας και η παρεμβολή ασχέτων προς την Ουνίαν θεμάτων πίστεως, εις τα οποία εγένοντο σοβαραί παραχωρήσεις. Πριν προχωρήσωμεν εις την ανάλυσιν αυτών των γνωρισμάτων, θεωρούμεν χρήσιμον να επισημάνωμεν την τελείως διάφορον στάσιν του Βατικανού, έναντι των κειμένων του Freising, το οποίον κατεδίκαζε την Ουνίαν, και του Balamand το οποίον ήρε την καταδίκην και προσέφερε συγχρόνως εκκλησιαστικήν πληρότητα και γνησιότητα εις την Εκκλησίαν της Ρώμης. Το πρώτον απεκρύβη και απερρίφθη, το δεύτερον εγένετο ενθουσιωδώς δεκτόν και παρουσιάσθη ευρέως διά του Ρωμαιοκαθολικού τύπου.

Αξιοσημείωτον μάλιστα είναι ότι η προβολή και ανάδειξις του δευτέρου ήρχισε πολύ πριν εγκριθή από την ολομέλειαν της Μικτής Επιτροπής, αμέσως μετά τον υπό της Συντονιστικής Επιτροπής του Διαλόγου καταρτισμόν της πρώτης αυτού μορφής εν Ariccia (Ρώμη) από 11-15 Ιουνίου 1991. Διά πρώτην φοράν εις την ιστορίαν του Διαλόγου εδόθη εις την δημοσιότητα προκαταρκτικόν κείμενον, σχέδιον κειμένου, το οποίον καθ' εαυτό ουδεμίαν έχει τυπικήν ισχύν προ της εγκρίσεώς του υπό της Ολομελείας, διό και απαγορεύεται υπό του κανονισμού εργασιών η δημοσιοποίησις αυτών των κειμένων. Ηπείγοντο όμως οι Ρωμαιοκαθολικοί να παρουσιάσουν έναντι του Freising ευνοϊκόν δι' αυτούς κείμενον, παραβιάζοντες εισέτι και τον κανονισμόν λειτουργίας του Διαλόγου. Εν τη επικρατούση τότε παρά ταις Εκκλησίας παντελεί απροθυμία προς συνέχισιν του Διαλόγου, ουδείς έδωσε σημασίαν εις το κείμενον της Συντονιστικής Επιτροπής της Ariccia, το οποίον όμως προετοίμασε το απαράδεκτον κείμενον του Balamand. Η διαφορετική πάντως στάσις του Βατικανού έναντι των κειμένων του Freising και του Balamand ομιλεί ευγλώττως περί της ποιότητος και αξίας αμφοτέρων.

1. Αναίρεσις των αποφασισθέντων εν Βιένη και Freising

Αι αποφάσεις της ειδικής Υποεπιτροπής εν Βιέννη και της Στ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής εν Freising του Μονάχου (Ιανουάριος και Ιούνιος 1990) ανταποκρίνονται απολύτως προς την πανορθόδοξον διαχρονικήν συνείδησιν περί Ουνίας. Παρουσιάζουν ως μόνην υπεύθυνον την Εκκλησίαν της Ρώμης, η οποία διά της Ουνίας επεδίωκε να απασπάση πιστούς εκ της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως παραβαίνουσαν την τάξιν και παράδοσιν της αδιαιρέτου Εκκλησίας, ένθα είναι άγνωστον τοιούτον πρότυπον ενώσεως, και ως προκαλούσαν διαιρέσεις και συγκρούσεις, αντί της επιδιωκομένης ενότητος. Απαγορεύουν την χρήσιν ρυθμών και αμφίων της Ορθοδόξου υπό των Ουνιτών, εναντίον ακόμη και των αποφάσεων της Β' Βατικανείου Συνόδου, η οποία συνιστά ακόμη και εις τους Λατίνους κληρικούς να χρησιμοποιούν τους λειτουργικούς ρυθμούς και την αμφίεσιν των Ορθοδόξων, και θεωρούν, συμφώνως προς πανορθόδοξον απόφασιν, ως μόνην λύσιν του προβλήματος την κατάργησιν της Ουνίας και την ενσωμάτωσιν των Ουνιτών είτε εις την λατινικήν Ρωμαιοκαθολικήν είτε εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, κατόπιν ελευθέρας εκλογής. Διακηρύσσουν ότι πρόβλημα δημιουργεί όχι μόνον η προέλευσις, αλλά και η ύπαρξις και ανάπτυξις των ουνιτικών εκκλησιών. Ταύτα συνδεόμενα προς την στάσιν των Ορθοδόξων έναντι της παρουσίας Ουνιτών εις τον Διάλογον κατά την έναρξιν αυτού, ότε ηναγκάσθησαν μεν υποχωρούντες να συμφωνήσουν εις την παρουσίαν των, κατέθεσαν όμως Δήλωσιν, εν τη οποία εγράφετο ότι η υποχώρησις αυτή δεν σημαίνει αναγνώρισιν της Ουνίας, ταύτα λοιπόν σημαίνουν ότι διά τους μη αναγνωρίζοντας ούτε την προέλευσιν, ούτε την ύπαρξιν και ανάπτυξιν των Ουνιτών Ορθοδόξους, η παρουσία Ουνιτών εις τον Διάλογον είναι ανυπόστατος και άκυρος.

 Όλως αντιθέτως έχουν τα πράγματα εις το κείμενον του Balamand. Κατεβλήθη προσπάθεια απ' αυτού του τίτλου του κειμένου να αποσιωπηθή η προβληματικότης της υπάρξεως και της δράσεως των Ουνιτών. Και ενώ το γενικόν θέμα των συζητήσεων, ως προκύπτει εκ του επισήμου Ανακοινωθέντος, ήτο "Τα θεολογικά και πρακτικά ζητήματα που τίθενται από την ύπαρξη και την ποιμαντική δράση των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών", όπερ σαφώς δηλώνει ότι η ύπαρξις και η δράσις των Ουνιτών δημιουργεί θεολογικά και πρακτικά ζητήματα, αυτό απεκρύβη τελείως εις τον υιοθετηθέντα τελείως απαράδεκτον τίτλον "Η Ουνία μέθοδος ενώσεως κατά το παρελθόν, και η σημερινή αναζήτησις της πλήρους κοινωνίας", ο οποίος εις το πρώτον του σκέλος αφήνει την εντύπωσιν ότι η Ουνία δεν είναι σημερινόν υπαρκτόν εκκλησιαστικόν πρόβλημα, αλλά μέθοδος ενώσεως κατά το παρελθόν. Αυτό το ιστορικόν φάντασμα δεν έχουν δυσκολίαν να το καταδικάσουν και οι Ρωμαιοκαθολικοί, επιθυμούν όμως κυρίως να μη θιγούν η σημερινή ύπαρξις και η νομιμότης υπάρξεως και δράσεως της Ουνίας.

 Ακόμη όμως και την ιστορικήν προέλευσιν της Ουνίας δικαιώνει το κείμενον του Balamand. Συγκαταλέγει αυτήν μεταξύ των γνησίων και αμοιβαίων προσπαθειών, αι οποίαι εγένοντο κατά τον ρουν των αιώνων προς επίτευξιν της χριστιανικής ενότητος, διά ποικίλων τρόπων, και ότι μάλιστα η Ρώμη δεν είχε ουδεμίαν ανάμειξιν, διότι αι πρωτοβουλίαι προήρχοντο πρωτίστως από τον εσωτερικόν χώρον ωρισμένων Εκκλησιών και ότι εν πάση περιπτώσει η δημιουργηθείσα ούτω κατάστασις κατέστη πηγή συγκρούσεων και δεινών διά τους Ορθοδόξους εν πρώτοις, αλλά και διά τους Καθολικούς (παραγρ. 7. 8). Πρόκειται περί τελείας διαστροφής της ιστορικής αληθείας και περί εξισώσεως θυτών και θυμάτων. Δεν υπάρχει το θάρρος της αναγνωρίσεως των λαθών του παρελθόντος και της εν μετανοία εκζητήσεως συγγνώμης διά την πρόκλησιν των συγκρούσεων και διαιρέσεων, τα οποία θα διήνοιγον δι' αγαθών ελπίδων την οδόν της αληθείας εις τον Διάλογον της αγάπης και της αληθείας. Αποφεύγεται εις το κείμενον ο χαρακτηρισμός και η αμφισβήτησις των καλών προθέσεων των επινοητών της Ουνίας ως μεθόδου ενώσεως (παραγρ. 9), ήτις κατά την ορθόδοξον συνείδησιν αποτελεί ανέντιμον και απατηλήν προσηλυτιστικήν εκμετάλλευσιν των δυσμενών ιστορικών συνθηκών των ορθοδόξων λαών, της πενίας και της ανεχείας αυτών και προϊόν, εις τας πλείστας των περιπτώσεων, πολιτικής επιβολής και βίας τη παροτρύνσει και συμφωνία της Ρώμης.

  Το τελευταίον στοιχείον, της ουσιαστικής συμμετοχής δηλαδή της Ρώμης εις την οργάνωσιν και επιβολήν της Ουνίας, διαφοροποιεί τελείως τους διωγμούς και τας πιέσεις εις βάρος των Ορθοδόξων εκ μέρους πιστών και πειθηνίων εις τον πάπαν Ρωμαιοκαθολικών ηγετών, όπως συνέβη με την Ουνίαν εις την Ουκρανίαν, την Ρουμανίαν και αλλαχού, από τας πιέσεις εναντίον των Ουνιτών εις τον αιώνα μας εκ μέρους απίστων και αθέων ηγετών των κομμουνιστικών καθεστώτων, εις τας οποίας ουδεμίαν είχον ανάμειξιν αι τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αι υφιστάμενοι τελείως απροστάτευτοι και μη καλυπτόμεναι υπό της διπλωματίας του Βατικανού βαρυτέρους και σκληροτέρους διωγμούς. Ας μη συγχέωμεν λοιπόν τα πράγματα με ανεπιτρέπτους ταυτίσεις, διά να κατανείμωμεν ισομερώς, τας μόνον την Ρώμην βαρυνούσας ευθύνας, όπως πράττει το κείμενον, το οποίον έναντι του οργίου των πιέσεων και διωγμών υπό των οργάνων του Βατικανού αντιπαραθέτει τας εις βάρος των Ουνιτών διώξεις υπό πολιτικών αρχών εις τας χώρας της Ανατολικής Ευρώπης (παραγρ. 11), διά τας οποίας όμως ουδεμίαν ευθύνην έχει η διωκομένη επίσης Ορθόδοξος Εκκλησία.

Δικαιώνεται λοιπόν ακόμη και η ιστορική Ουνία, παρά την φραστικήν και άνευ σημασίας απόρριψιν αυτής ως μεθόδου ενώσεως. Σοβαρώτερον όμως θέμα, ανατρέπον άρδην την διά των αιώνων και μέχρι των ημερών ημών ορθόδοξον πεποίθησιν και αυτοσυνειδησίαν περί της Ουνίας, ήτις θέτει προβλήματα όχι μόνον ως ιστορικόν μέγεθος, αλλ' ως υπάρχουσα και δρώσα εισέτι σήμερον απατηλή και δυσδιάκριτος από τους πιστούς δύναμις, λόγω της εξωτερικής ομοιότητος εις την λατρείαν και εις την αμφίεσιν των κληρικών, δημιουργεί η υπό του κειμένου αναγνώρισις διά τας ουνιτικάς εκκλησίας του δικαιώματος να υπάρχουν και να δρουν, διά να ανταποκριθούν εις τας πνευματικάς ανάγκας των πιστών τους (παραγρ. 2 και 3). Με υπογραφάς Ορθοδόξων ενομιμοποιήθη η μέχρι τώρα απορριπτομένη ύπαρξις και δράσις της Ουνίας. Απορρίπτεται επίσης το αίτημα της καταργήσεως αυτών διά της ενσωματώσεώς τους είτε εις την Λατινικήν Ρωμαιοκαθολικήν, είτε εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. αντιθέτως μάλιστα αντί εκείνης της ενσωματώσεως αποφασίζεται "να ενσωματωθούν πλήρως, τόσον επί τοπικού, όσον και επί παγκοσμίου επιπέδου εις τον διάλογον της αγάπης εν τω αμοιβαίω σεβασμώ και τη επανευρεθείση αμοιβαία εμπιστοσύνη, και να εισέλθουν εις τον θεολογικόν διάλογον με όλα τα πρακτικά του επακόλουθα" (παραγρ. 16). Είναι πράγματι απορίας άξιον πώς η εσχάτη παραχώρησις των Ορθοδόξων να δεχθούν κατ' οικονομίαν τους Ουνίτας εις τον Διάλογον, των οποίων καταδικάζουν και την προέλευσιν και την ύπαρξιν και την δράσιν, κατέληξεν εις πανηγυρικήν αναγνώρησιν της εκκλησιαστικής αυτών νομιμότητος και της ανεπιφυλάκτου και πλήρους αυτών παρουσίας εις τον Θεολογικόν Διάλογον. Εθριάμβευσεν όντως η διπλωματία του Βατικανού, ημών κοιμωμένων ή αμνημονούντων.

 Οι Ρωμαιοκαθολικοί καθιστούν σαφές εις το κείμενον ότι η Ουνία όχι μόνον δεν αποτελεί εκκλησιολογικήν ανωμαλίαν, αλλ' αντιθέτως τα μέλη της επαινούνται διά την πιστότητα αυτών εις την Ρώμην, εξ αιτίας της οποίας "έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις που συνδέονται με αυτήν την Κοινωνίαν εις την οποίαν ανήκουν" (παραγρ. 16). Αι νόμιμοι εν τη ιστορία, και μέχρι σήμερον συνεχιζόμεναι, αντιδράσεις των Ορθοδόξων ουδόλως λαμβάνονται υπ' όψιν διά την ρύθμισιν του θέματος της Ουνίας, οι δε Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εν τω Διαλόγω υπέγραψαν κείμενον επικυρούν και επικροτούν τας περί Ουνιτών αποφάσεις της Β' Βατικανείου Συνόδου εις το διάταγμα "Περί των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών", το οποίον συνιστά να οργανωθούν καλύτερον και να επεκταθούν αι ουνιτικαί εκκλησίαι ιδρυομένων και νέων ουνιτικών πατριαρχείων.

 Διά το διάταγμα αυτό ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης, μετασχών της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως εν Ρόδω (1964) και μεταφέρων το πνεύμα των εκεί τότε αποφασισθέντων γράφει τα εξής: "Το διάταγμα τούτο είναι τελείως απαράδεκτον εκ μέρους των Ορθοδόξων, διό και κατεκρίθη σφοδρώς εν τη Γ' Πανορθοδόξω Διασκέψει της Ρόδου, υπό της οποίας ετέθη ως όρος απαραίτητος της ενάρξεως του Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας η υπό της τελευταίας κατάργησις των ουνιτικών τούτων εκκλησιών και η υπαγωγή και συγχώνευσίς των εις το ρωμαιοκαθολικόν ποίμνιον. Το διάταγμα τούτο θεωρείται γενικώς υπό των Ορθοδόξων ως πέτρα σκανδάλου και ως πυριτιδαποθήκη ικανή να ανατινάξη εις τον αέρα τον επιδιωκόμενον διάλογον μεταξύ της ορθοδόξου Ανατολής και της λατινικής Δύσεως"4. Η ιδία, η Γ' Πανορθόδοξος εν Ρόδω, Διάσκεψις εις ην αναφέρεται ο αείμνηστος καθηγητής, διετύπωσε με αυστηράν γλώσσαν ως εξής την σχετικήν απόφασιν: "Εφ' ω και ηξιώθη η ολοσχερής απομάκρυνσις από των Ορθοδόξων χωρών πάντων των Ουνιτών πρακτόρων και προπαγανδιστών του Βατικανού προ της ενάρξεως του διαλόγου και η υπαγωγή και συσσωμάτωσις των λεγομένων ουνιτικών Εκκλησιών εις την Εκκλησίαν της Ρώμης, διότι Ουνία και διάλογος είναι ασυμβίβαστα ταυτοχρόνως"5. Ο δε νυν Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος ως μητροπολίτης Φιλαδελφείας, ολίγα έτη μετά την έναρξιν του Διαλόγου, αναφερόμενος εις τας δυσχερείας τας οποίας γεννά διά τον διάλογον το πρόβλημα της Ουνίας είπε: "Επί του θέματος τούτου οι Ορθόδοξοι γενικώς έχουν αλλεργίαν και αντιδρούν, διότι τούτο συνάπτεται προς δυσάρεστα ιστορικά γεγονότα. Αλλά την ψυχολογικήν τοποθέτησιν των Ορθοδόξων έναντι της Ουνίας φαίνεται ότι δεν κατενόησεν εισέτι επαρκώς η Ρώμη και την υποτιμά, εάν κρίνωμεν εξ ωρισμένων ενεργειών των τελευταίων ετών"6.

 Και ενώ η αναβίωσις της Ουνίας εις τας ημέρας μας, μετά τας πολιτικάς αλλαγάς εις την Ανατολικήν Ευρώπην, ενισχύει έτι περισσότερον τας πανορθοδόξους αυτάς διαπιστώσεις περί του ότι Ουνία και διάλογος είναι ασυμβίβαστα, αυξάνει την αλλεργίαν και επιβαρύνει ψυχολογικώς το κλίμα, το κείμενον του Balamand συμβιβάζει Ουνίαν και διάλογον, απορρίπτει τα πανορθοδόξως αποφασισθέντα και πιστευόμενα και αναγνωρίζει τας περί Ουνιτών αποφάσεις της Β' Βατικανείου Συνόδου διά των εξής εκπληκτικών από ορθοδόξου πλευράς: "Ως αρχάς ρυθμίζουσας την στάσιν των έναντι των Ορθοδόξων Εκκλησιών έχουν (οι Ουνίται) εκείνας αι οποίαι ετονίσθησαν υπό της Β' Βατικανείου Συνόδου και υλοποιήθησαν υπό των παπών, καθορισάντων τα πρακτικά επακόλουθα εις κείμενα εκδοθέντα έκτοτε" (παραγρ. 16).

 Διά να μη απομείνη δε ουδεμία αμφιβολία περί του ότι ανατρέπονται αι πανορθόδοξοι αποφάσεις, και παύει πλέον το ασυμβίβαστον μεταξύ Ουνίας και διαλόγου, οι δε Ορθόδοξοι υποκείμεθα πλέον εις τας ρυθμίσεις όχι των ιδικών μας συνοδικών οργάνων, αλλά των συνόδων του Βατικανού, το κείμενον του Balamand εις την προτελευταίαν παράγραφον προσκαλεί τους Ουνίτας "να μετάσχουν εις τον διάλογον τούτον, ο οποίος δέον να συνεχισθή εν ατμοσφαίρα γαλήνης, αναγκαία διά την πρόοδόν του, προς την αποκατάστασιν της πλήρους ενότητος" (παράγρ. 35).

 Συν τοις άλλοις κατηγορούμεθα εμμέσως εν τω κειμένω οι Ορθόδοξοι, διότι, αντιδρώντες διά την παρουσίαν Ουνιτών εις τον Διάλογον, διαταράσσομεν την πρόοδον αυτού εν ατμοσφαίρα γαλήνης και δυσχεραίνομεν την αποκατάστασιν της πλήρους ενότητος, και κοινωνίας, ήτις κατανοείται, ως θα ίδωμεν κατωτέρω, ως κοινωνία μετά του επισκόπου Ρώμης ακόμη και σήμερον, κατά τον πρότυπον των Ουνιτικών Εκκλησιών, αι οποίαι καλούνται να βοηθήσουν εις αυτήν την πλήρη κοινωνίαν Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, ως εν είδος γέφυρας, κατά την σταθεράν ρωμαιοκαθολικήν αξιολόγησιν της Ουνίας (παραγρ. 21).

 2. Παραχωρήσεις εις θέματα πίστεως άσχετα προς την Ουνίαν

  Δεν ηρκέσθησαν οι Ρωμαιοκαθολικοί εις την αναίρεσιν των αποφάσεων της Βιέννης και του Freising, εις την κατοχύρωσιν της εκκλησιαστικής νομιμότητος των Ουνιτών και της πλήρους αυτών παρουσίας εις τον Θεολογικόν Διάλογον. Εθεώρησαν κατάλληλον την ευκαιρίαν να επεκταθούν και εις αποφάσεις επί θεμάτων πίστεως, επί των οποίων απέτυχον προηγουμένως να έχουν ευνοϊκήν απόφασιν ή υπολογίζουν ότι θα έχουν προς παντός δυσκολίας εις το μέλλον.

 Η μέχρι τούδε πορεία του Διαλόγου διηνύθη με την ενασχόλησιν εις ουδέτερα θεωρητικά θέματα, ησχολήθημεν με τα ενούντα και όχι με τα διαιρούντα, τα οποία είναι πολλά και δυσεπίλυτα. Αλλά και όταν εν τη θεωρητική και ουδετέρα αναπτύξει των θεμάτων αυτών, των ενούντων, επεχειρείτο παρείσδυσις σοβαρού χωρίζοντος θέματος, ενετοπίζετο υπό των Ορθοδόξων μελών και απεσύρετο, διά να συζητηθή ενδελεχώς, όταν θα συζητηθούν τα χωρίζοντα. Αυτό έγινε π.χ. με το θέμα του αναβαπτισμού των ετεροδόξων εκ μέρους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όταν συνεζητείτο το κείμενον "Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας" εις την Κρήτην (1984) και εις το Μπάρι (1986). Αφέθη να συζητηθή εις το μέλλον. Τώρα εις το κείμενον του Balamand ο αναβαπτισμός, αποκλείεται (παραγρ. 13), χωρίς συζήτησιν και προβληματισμόν και επί αθετήσει μακραίωνος παραδόσεως.

Η θεμελίωσις δε της απαγορεύσεως του αναβαπτισμού εν τω κειμένω δημιουργεί σοβαρώτατον θέμα, διότι εξισώνει την Ρωμαιοκαθολικήν και την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, θεωρούσα αμφοτέρας κατόχους της γνήσιας αποστολικής πίστεως, της μυστηριακής Χάριτος και της αποστολικής διαδοχής. Διά πρώτην φοράν και επί αθετήσει όχι μόνον της σταθεράς και καθηγιασμένης πατερικής παραδόσεως αιώνων αλλά και προσφάτων πανορθοδόξων Δηλώσεων και Αποφάνσεων, Ορθόδοξοι θεολόγοι αρνούνται ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, διότι αι διατυπώσεις του κειμένου σημαίνουν ότι αύτη συναποτελεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας την Μίαν Εκκλησίαν και είναι από κοινού προς αυτήν υπεύθυνος διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού. Η διδασκαλία των μεγάλων αγίων και Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας περί του ότι οι Λατίνοι είναι σχισματικοί και αιρετικοί συγχρόνως εγκατελείφθη και ηχρηστεύθη. Είναι λοιπόν αποστολική πίστις το filioque, το πρωτείον και το αλάθητον του πάπα, το καθαρτήριον πυρ, τα άζυμα, η κτιστή Θεία Χάρις, η διάσπασις των μυστηρίων της μυήσεως και η πληθύς των άλλων καινοτομιών7; Θα επαναλάβωμεν την Ψευδοσύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας; Δεν προετοιμάζουν το έδαφος έτσι διά την ελαχιστοποίησιν των μελλουσών να συζητηθούν μεγάλων διαφορών, εφ' όσον η αληθής αποστολική πίστις δεν ευρίσκεται μόνον εις την Ορθόδοξον αλλά και εις την Ρωμαιοκαθολικήν Εκκλησίαν, έχουσαν επίσης αποστολικήν διαδοχήν και μεταδίδουσαν την αγιαστικήν Χάριν; Είναι φοβερά η διατύπωσις του κειμένου του Balamand: "εκατέρωθεν αναγνωρίζεται ότι όσα ενεπιστεύθη ο Χριστός εις την Εκκλησίαν του - ομολογία της αποστολικής πίστεως, μετοχή εις τα αυτά μυστήρια, κυρίως εις την μίαν ιερωσύνην την τελούσαν την μίαν θυσίαν του Χριστού, αποστολική διαδοχή των επισκόπων - δεν δύνανται να θεωρηθούν ως αποκλειστική ιδιοκτησία μιας των ημετέρων Εκκλησιών. Είναι σαφές ότι εντός του πλαισίου τούτου αποκλείεται πας αναβαπτισμός. Διά τούτον ακριβώς τον λόγον η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς εκκλησίας, από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα" (παραγρ. 13 και 14). Εις άλλο μάλιστα σημείον επαναλαμβάνει το κείμενον λόγους του Πάπα Παύλου ΣΤ' εν Φαναρίω, συμφώνως προς τους οποίους οι ποιμένες, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, πρέπει να σέβωνται και να αναγνωρίζουν αλλήλους ως ποιμένας του πεπιστευμένου αυτοίς τμήματος της ποίμνης του Χριστού (παραγρ. 18). Ο ομολογιακός συγκρητισμός και η οικουμενιστική εκκλησιολογική σύγχυσις ήρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Η Ορθόδοξος λοιπόν Εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Χριστού, φύλαξ και οικονόμος και διαχειριστής της Χάριτος και της αποστολικής πίστεως, αλλά μέρος μόνον της Εκκλησίας, τμήμα της ποίμνης του Χριστού κατά την γνωστήν θεωρίαν των κλάδων.

Είναι απαραίτητον να επισημανθούν προφανέσταται εν τω κειμένω εκκλησιολογικαί αντιφάσεις συσκοτίζουσαι την αλήθειαν. Πώς είναι δυνατόν "η Καθολική Εκκλησία και η Ορθόδοξος Εκκλησία να αναγνωρίζουν εαυτάς αμοιβαίως ως αδελφάς εκκλησίας, από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν" (παραγρ. 14), να υιοθετείται θέσις του πάπα Παύλου ΣΤ' ότι οφείλουν "οι αρχηγοί των εκκλησιών να φέρουν τας Εκκλησίας επί της οδού της οδηγούσης εις την επανευρεθείσαν πλήρη κοινωνίαν" (παραγρ. 18), άτινα σημαίνουν ότι επανεύρομεν την πλήρη κοινωνίαν και διά τον λόγον αυτόν είμεθα αδελφαί Εκκλησίαι, και συγχρόνως να διαπιστούται "ότι η αποκατάστασις της ενότητος της Ανατολικής Εκκλησίας μετά της Δυτικής δεν επετεύχθη και ότι η διαίρεσις εξακολουθεί" (παραγρ. 9), ως επίσης και ότι υπάρχει "σταθερά προσπάθεια προς ανανέωσιν της διαρκώς αναζωογονουμένης επιθυμίας προς επανεύρεσιν της επί μίαν χιλιετίαν και πλέον υπαρξάσης πλήρους κοινωνίας των Εκκλησιών μας" (παραγρ. 20). Αν όμως υπάρχη απλώς επιθυμία προς επανεύρεσιν της εν τη πρώτη χιλιετία υπαρξάσης κοινωνίας, προς του σχίσματος δηλαδή, πώς υιοθετείται η παπική θέσις, ήτις θεωρεί ως τι δεδομένον "την επανευρεθείσαν πλήρη κοινωνίαν", και καλούνται οι αρχηγοί των Εκκλησιών όχι να φέρουν τας Εκκλησίας εις την οδόν της αναζητήσεως και ευρέσεως της κοινωνίας, αλλ' εις την "επανευρεθείσαν πλήρη κοινωνίαν". Ο συμβιβασμός Ουνίας και Διαλόγου επετεύχθη, δεν κατωρθώθη όμως ο συμβιβασμός και η εναρμόνισις αντιτιθεμένων θέσεων του κειμένου, αι οποίαι δημιουργούν σύγχυσιν εις βάρος της απλότητος, σαφήνειας και αληθείας.

 Διεκδικεί όντως διά την Ορθόδοξον αυτοσυνειδησίαν και παράδοσιν μοναδικότητα η διπλόη αυτή της εκκλησιολογικής μας τοποθετήσεως, να θεωρώμεν αφ' ενός την Ρώμην αιρετικήν και σχισματικήν, μη δυναμένην ως εκ τούτου να μετάσχη της κοινωνίας του κοινού ποτηρίου, και αφ' έτερου να δεχώμεθα αυτήν πλήρως ως αδελφήν εκκλησίαν. Τί είναι τότε αι ομόδοξοι τοπικαί αυτοκέφαλοι εκκλησίαι, αι εν τη αυτή πίστει λατρεία και διοικήσει ηνωμέναι και του αυτού ποτηριού μετέχουσαι; Και ημπορούμεν άραγε και οι Ορθόδοξοι άλλα να πιστεύωμεν περί των Ρωμαιοκαθολικών και άλλα να δεχώμεθα εις τας μετ' αυτών συζητήσεις, ακολουθούντες την ιδικήν των διγλωσσίαν; Πού τότε είναι η ευθύνη μας διά την μαρτυρίαν της αληθείας; Θα μεταβάλωμεν τον πνευματικόν χώρον της Εκκλησίας, χώρον απλότητος, παρρησίας, ευθύτητος και ειλικρίνειας, εις χώρον κοσμικών φιλοφρονήσεων και διπλωματικών ευγενών αποκρύψεων, διά να διατηρηθή απλώς κλίμα ψεύδους ειρήνης και συμφιλιώσεως εις βάρος των αληθειών της πίστεως;

Και τί είδους θεολογία της κοινωνίας είναι αυτή, περί της οποίας συχνάκις κάμνει λόγον το κείμενον, όταν δεν υπάρχη η μοναδική σχέσις, η επισφραγίζουσα και βεβαιούσα πάσαν κοινωνίαν και ενότητα, η συμμετοχή δηλαδή εις το κοινόν ποτήριον; Η Εκκλησία εκφράζει την κοινωνίαν εν τη τελέσει της Θείας Ευχαριστίας, ένθα ενούνται όλοι, ζώντες και τεθνεώτες εν τω ενί σώματι του Χριστού. Όσοι δεν μνημονεύονται εν τη Προσκομιδή δεν ενούνται εν τω σώματι του Χριστού, ευρίσκονται άρα έκτος της Εκκλησίας και εκτός πάσης κοινωνίας8. Η επιζήτησις κοινωνίας μετά ζώντων χωρίς να αρθούν οι λόγοι της ακοινωνησίας αυτών, χωρίζει και ημάς της Εκκλησίας και των κεκοιμημένων αγίων μελών αυτής, άτινα επέβαλον και ετήρησαν την ακοινωνησίαν μετ' αυτών. Όσοι θεολογικοί νεολογισμοί και εντυπωσιακαί εκφράσεις και αν επινοηθούν, το οντολογικόν γεγονός της συμμετοχής εις την θείαν Ευχαριστία αποτελεί την λυδίαν λίθον διά την διακρίβωσιν της εκκλησιαστικότητος. Δεν υπάρχουν ωσαύτως διαβαθμίσεις εκκλησιαστικής κοινωνίας, ώστε να γίνεται λόγος εις το κείμενον περί αναζητήσεως της πλήρους κοινωνίας, ως εάν υπήρχε τώρα μερική ή ατελής κοινωνία. Ή μετέχει ή δεν μετέχει κανείς εις το σώμα του Χριστού. Είναι βεβαίως γνωστόν ότι η Ρωμαιοκαθολική εκκλησιολογία είναι ελαστική, δεχομένη βαθμούς εκκλησιαστικότητος εν συναρτήσει προς την αναγνώρισιν και σχέσιν μετά του επισκόπου Ρώμης, ως διαδόχου του Πέτρου και κεφαλής συμπάσης της Εκκλησίας. Συμφώνως προς αυτήν, ακόμη και εις την Αίρεσιν και το σχίσμα υπάρχει εκκλησιαστικότης, η οποία ολοκληρούται και καθίσταται πλήρης κοινωνία, όταν αι οιαδήποτε χριστιανικαί ομάδες γίνουν μέλη της "Καθολικής κοινωνίας" αναγνωρίζουσαι το πρωτείον του πάπα. Αυτήν την "πλήρη κοινωνίαν" εννοούν και επιζητούν οι Ρωμαιοκαθολικοί και δι' ημάς τους Ορθοδόξους, και όχι την εν τη πίστει και τοις δόγμασιν ενότητα, ώστε βάσει αυτής εν ομονοία και ειρήνη, τω αύτώ νοΐ και τη αυτή καρδία, να μετάσχωμεν ηνωμένοι του σώματος και αίματος του Χριστού. Και τούτο φαίνεται εκδήλως εκ του ότι ακόμη και αιρετικοί γίνονται δεκτοί εις την "Καθολικήν κοινωνίαν" διά της Ουνίας, αρκεί να αναγνωρίσουν το πρωτείον του πάπα.

Από ορθοδόξου λοιπόν πλευράς δεν υφίσταται οιαδήποτε εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, ώστε επί τη βάσει αυτής, της ατελώς έστω υφισταμένης, να αναζητήσωμεν την "πλήρη κοινωνίαν" κατά τον τίτλον του κειμένου. Ούτε υπάρχει αλλαγή εις την Ορθόδοξον Εκκλησιολογίαν, ώστε να δυνάμεθα τώρα να συνυπολογίζωμεν και την Ρώμην ως "αδελφήν εκκλησίαν" μετά των τοπικών αυτοκεφάλων Ορθοδόξων εκκλησιών, οι προκαθήμενοι των οποίων μνημονεύονται εις τα Δίπτυχα κατά την τέλεσιν της θείας Ευχαριστίας. Είναι εσφαλμένη και εξωπραγματική η διαπίστωσις της παραγράφου 13 του κειμένου του Balamand, συμφώνως προς την οποίαν "από των Πανορθοδόξων Διασκέψεων και της Β' Βατικανείου Συνόδου και εξής" έχομεν δήθεν "εκ νέου ανακάλυψιν και επαναξιοποίησιν της Εκκλησίας ως κοινωνίας τόσον υπό των Ορθοδόξων όσον και υπό των Ρωμαιοκαθολικών". Ακόμη και αν ήθελον αι Πανορθόδοξοι Διασκέψεις, δεν θα ημπορούσαν να προβούν εις "ανακαλύψεις" και "επαναξιοποιήσεις" εις θέματα πίστεως, αίρουσαι ή μεταίρουσαι τα όρια α έθεντο οι Πατέρες, διότι ως λέγουν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου είναι ανεπίτρεπτοι οι νεωτερισμοί, αι ανανεώσεις και αι ανακαλύψεις: "Η γαρ αληθινή της Εκκλησίας και ευθυτάτη κρίσις καινουργείσθαι εν αυτή συγχωρεί ουδέν, ούτε αφαίρεσιν ποιείσθαι. Ημείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι, παρά του ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν ακαινοτομήτως και αμειώτως πάντα τα της Εκκλησίας εφυλάξαμεν"9.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου