Ουνία Νεώτερες εξελίξεις.
Πρωτοπρεσβυτέρου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ
ΜΕΡΟΣ-B
2. Η αντίδρασις της Ρώμης εις την
απόφασιν της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου εν Freising.
Η καταδικαστική της Ουνίας απόφασις του Freising
προσλαμβάνει μεγαλυτέραν σημασίαν εκ του ότι υπεγράφη όχι μόνον υπό του συνόλου
των Ρωμαιοκαθολικών μελών της Επιτροπής, αλλά μεταξύ αυτών και εκ των επί
κεφαλής του Ποντιφικού Συμβουλίου διά την προώθησιν της Χριστιανικής Ενότητος,
του τότε αρχιεπισκόπου και νυν καρδιναλίου Edward Cassidy, προέδρου αυτού, και
του γραμματέως αυτού επισκόπου Pierre Duprey. Αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι διά την
προώθησιν του διαλόγου και της χριστιανικής ενότητος έκριναν οι κατ' εξοχήν
ειδότες και αρμόδιοι ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να κωλυσιεργούν και να
αποφεύγουν να συζητήσουν το μόνιμον αυτό πρόβλημα εις τας σχέσεις
Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, διότι θα κατέστρεφον όλον το μέχρι τότε
επιτευχθέν έργον του Συμβουλίου, της παλαιάς Γραμματείας, επί της Ενότητος, εις
τας σχέσεις μετά των Ορθοδόξων.
Άλλως όμως έδοξε τη Ρώμη, εις το "αλάθητον" κέντρον με
την παποκεντρικήν εκκλησιολογικήν αντίληψιν. Ήδη ο μετέχων της Συνελεύσεως του
Freising καρδινάλιος Willebrands, γνωρίζων τας τάσεις και την γραμμήν της
ρωμαϊκής κουρίας, δεν υπέγραψε, μόνος αυτός εξ όλων των Ρωμαιοκαθολικών, το
καταδικαστικόν της Ουνίας κείμενον και συγχρόνως προειδοποίησε ότι δεν
επρόκειτο να γίνη δεκτόν από την Ρώμην, όπως και πράγματι συνέβη.
Η Ρώμη, όπως ελέχθη, δεν πρόκειται να καταδικάση και να κατάργηση την Ουνίαν, όχι μόνον διότι δεσμεύεται εκ των αποφάσεων της Β' Βατικανείου Συνόδου, αλλά και διότι εξακολουθεί να είναι δεσμία της παποκεντρικής εκκλησιολογίας, της απαιτήσεως όπως υπαχθούν όλοι υπό τον πάπαν ως ορατήν κεφαλήν της Εκκλησίας, όπως ενωθούν όλοι κατά το πρότυπον των Ουνιτών, έστω και αν διά τας απαιτήσεις του διαλόγου και απλώς διά λόγους τακτικής και διπλωματίας, προς εξαπάτησιν των Ορθοδόξων, απορρίπτεται αυτό το πρότυπον και προβάλλεται η εκκλησιολογία των "αδελφών εκκλησιών". Η εκκλησιολογία όμως αυτή υπάρχει και υφίσταται μόνον εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, εμφανιζομένη εις τας σχέσεις και την κοινωνίαν των τοπικών αυτοκεφάλων εκκλησιών, των εν ισότητι και συνοδικότητι ως αδελφών συνδεομένων, και όχι εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν, όπου η αυτοκεφαλία και ανεξαρτησία των τοπικών εκκλησιών, επί των οποίων ερείδεται το εκκλησιολογικόν σχήμα των αδελφών εκκλησιών, είναι έννοιαι ανύπαρκτοι και απορριπτόμενοι. Η Β' Βατικάνειος Σύνοδος, παρά τας προσπαθείας μελών της, επιδιωξάντων να ενισχύσουν την συνοδικότητα και την έννοιαν της τοπικότητος των εκκλησιών, παρέμεινε δεσμία του παποκεντρισμού. Υπό πολλών κρίνεται ότι υπό την σημερινήν αυτής ηγεσίαν η Ρώμη επιστρέφει εις την προ της Β' Βατικανείου περίοδον, εις την προβολήν και ενίσχυσιν της Πετρινείου αρχής, του Pestrusamt.
Ήδη εις τον "Οικουμενικόν Οδηγόν" της Ρώμης παρουσιασθέντα υπό του συμπροεδρεύοντος εν τω Διαλόγω μετά των Ορθοδόξων, καρδιναλίου Cassidy εις συνάντησιν Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων (10-15 Μαΐου 1993) και εις πλήρη αντίθεσιν και αντίφασιν προς όσα εν τω Διαλόγω ισχυρίζονται περί του ότι ήλλαξε πλέον η εκκλησιολογία της αποκλειστικότητος και υιοθετήθη το εκκλησιολογικόν σχήμα των αδελφών εκκλησιών, προβάλλει παντελώς αμετάβλητος η διδασκαλία περί του πρωτείου του πάπα, ως διαδόχου του αποστόλου Πέτρου, έχοντος παγκόσμιον εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν. Λέγει το κείμενον του Οδηγού: Η μοναδική Εκκλησία του Χριστού υπάρχει εις την Καθολικήν Εκκλησίαν, η οποία διοικείται υπό του διαδόχου του Πέτρου και υπό επισκόπων ευρισκομένων εν κοινωνία προς αυτόν" (παραγρ. 17). "Το Κολλέγιον των Επισκόπων έχει ως κεφαλήν του τον επίσκοπον Ρώμης ως διάδοχον του Πέτρου" (παραγρ. 14). Η χρήσις δύο γλωσσών, μιας εις τον Διάλογον προς παραπλάνησιν των συνομιλητών, και μιας εις αυθεντικά ιδικά των κείμενα, αποτελεί καλήν εφαρμογήν εν ταις ημέραις ημών της γνωστής αρχής των Ιησουϊτών "ο σκοπός αγιάζει τα μέσα", ευρίσκεται όμως εις πλήρη αντίθεσιν προς την διδασκαλίαν των αγίων και πατέρων της αδιαιρέτου Εκκλησίας, ην συνεχίζει η Ορθόδοξος Εκκλησία, συμφώνως προς την οποίαν "το καλόν ουκ έστι καλόν, εάν μη καλώς γένηται".
Εάν υπήρχεν εν προκειμένω και η παραμικρά αμφιβολία, ταύτην
διέλυσεν η γνωστή επιστολή του καρδιναλίου Ratzinger, προέδρου του Ποντιφικού
Συμβουλίου επί θεμάτων πίστεως, προς τους Ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους
"Περί πτυχών τινων της Εκκλησίας, ως κοινωνίας", η οποία συμφώνως
προς την εκτίμησιν της συνελθούσης εν Γενεύη, κατόπιν αιτήσεως Ορθοδόξων
Εκκλησιών Διαχριστιανικής Συσκέψεως επί του θέματος της Ουνίας (30 Ιουνίου - 6
Ιουλίου 1992), "φανερώνει κάποια επάνοδο σε μια παποκεντρική αντίληψη της
εκκλησίας και σε μια εκκλησιολογία που αποκλείει κάθε έννοια Αδελφών Εκκλησιών,
μια και προβάλλει ως πρότυπο ενότητος την υποταγή σε μια κεντρική εξουσία, η οποία
διεκδικεί παγκόσμια δικαιοδοσία"2.
Επειδή λοιπόν αι αποφάσεις του Freising ήσαν αντίθετοι
προς την εκκλησιολογίαν και την εκκλησιαστικήν πολιτικήν του Βατικανού,
κατεβλήθη σύντονος προσπάθεια προς εξουδετέρωσίν των διά ποικίλων τρόπων.
Εζητήθη εν πρώτοις αμέσως μετά την λήξιν της Συνελεύσεως του Freising από τους
υπευθύνους του Διαλόγου η απόσυρσίς των. Επειδή δε αυτό, ευνοήτως, δεν ήτο
δυνατόν να γίνη, εδόθη εντολή να αποκρυβούν τελείως αι εργασίαι και αποφάσεις
από τον ελεγχόμενον υπό του Βατικανού τύπον. Διά πρώτην φοράν εις τον
Osservatore Romano δεν εγένετο λόγος διά τας εργασίας και τας αποφάσεις της
Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Προς
καθησύχασιν των Ουνιτών, οι οποίοι κατεδικάζοντο και από εκείνους εκ των οποίων
απεχωρίσθησαν και από εκείνους μετά των οποίων ηνώθησαν, ο πάπας συνεκάλεσεν
αμέσως σύνοδον των Ουνιτών επισκόπων της Ουκρανίας εις την Ρώμην (25-26 Ιουνίου
1990), διά να τους ενθαρρύνη να συνεχίσουν την πορείαν τους. Εις δε την σύνοδον
των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων της Ευρώπης (28.11 - 14.12.1991) εις την ειδικήν
Διακήρυξιν (Declaratio) αυτής υπήρχε θετική αποτίμησις της Ουνίας, εν τη
διαπιστώσει ότι "μέσα εις τας εκκλησίας αυτάς (τας ουνιτικάς) όλοι μας,
διακρίνομεν εν θετικόν στοιχείον διά την προαγωγήν του οικουμενικού διαλόγου
μεταξύ της Καθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας". Ήτο μία ευθεία
αποδοκιμασία και απόρριψις του κειμένου του Freising, το οποίον αντιθέτως
διεπίστωνεν ότι "η Ουνία όπου εφηρμόσθη απέτυχε να υπηρέτηση τον σκοπόν
της προσεγγίσεως των Εκκλησιών, αντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις".
Εις τον χώρο της ιδικής της δικαιοδοσίας λοιπόν η Ρώμη ενήργησε
το παν, ώστε να αχρηστευθούν αι καταδικαστικαί αποφάσεις της Μικτής Επιτροπής
του Διαλόγου, ο οποίος ούτω ενεφανίζετο όχι ως διάλογος αληθείας, αλλά ως
διάλογος υπηρετών τας σκοπιμότητας της Ρώμης. Όταν αι σκοπιμότητες αυταί δεν
υπηρετούνται, ο διάλογος αχρηστεύεται και οι θεολόγοι αποδοκιμάζονται, μερικοί
μάλιστα υφίστανται και τας συνεπείας της τόλμης των να διακονήσουν την
αλήθειαν, όπως συνέβη με τον Πολωνόν θεολόγον Wl. Hryniewich, μέλος της Μικτής
Επιτροπής του Διαλόγου, ο οποίος διά πειστικών ιστορικών στοιχείων παρουσίασε
την Ουνίαν ως κατασκεύασμα των Ιησουϊτών, οι οποίοι ανέλαβαν να σώσουν τους
"σχισματικούς" και "αιρετικούς" ορθοδόξους διά της
προσαγωγής των εις την ενότητα και κοινωνίαν μετά του επισκόπου Ρώμης, μόνου
εγγυητού της σωτηρίας. Ο εν λόγω θεολόγος επαύθη και αντικατεστάθη εις την
Μικτήν Επιτροπήν του Διαλόγου, αφανής μάρτυς της αληθείας και της καθολικότητος
της Εκκλησίας.
Επρογραμμάτισε συγχρόνως μεθοδικώς η Ρώμη και εις τα πλαίσια του
Διαλόγου την αχρήστευσιν των αποφάσεων του Freising, διά της εντέχνου
αναιρέσεως αυτών εις νέαν συζήτησιν του προβλήματος της Ουνίας. Αυτό βεβαίως
δεν ήτο ευκόλως κατορθωτόν, διότι εξηρτάτο εκ της στάσεως του ετέρου μέρους,
των Ορθοδόξων. Χωρίς την συγκατάθεσιν των Ορθοδόξων ούτε ήτο δυνατόν να
συνεχισθή ο Διάλογος, ο οποίος είχε διακοπή λόγω της Ουνίας, ούτε να αρθούν ή
να μεταβληθούν τα αποφασισθέντα εις το Freising. Η εκκλησιαστική πολιτική του
Βατικανού εκινήθη συναφώς προς δύο κατευθύνσεις· εν πρώτοις επίεσε να συνεχισθή
ο Διάλογος, και όταν δυστυχώς επέτυχεν εις αυτό, προπαρεσκεύασε κείμενον προς
έγκρισιν και αποδοχήν, διά του οποίου όχι μόνο αναιρούνται αι καταδικαστικαί
αποφάσεις του Freising, αλλά κερδίζονται και άλλα θέματα ουσιαστικά, τα οποία
δεν ημπόρεσαν να κερδίσουν εις τας προηγουμένας συνελεύσεις του Διαλόγου ή
προέβλεπον ότι θα απετύγχανον να κερδίσουν εις το μέλλον. Αυτά προσέφερεν εις
την Ρώμην η Ζ' Συνέλευσις της Μικτής Επιτροπής εις το Balamand του Λιβάνου, η
οποία ευρίσκεται παντελώς εκτός των αποφασισθέντων πανορθοδόξως διά την
αντιμετώπισιν της Ουνίας, προ παντός όμως εκτός της διαχρονικής πίστεως και
παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
3. Η στάσις και αι αποφάσεις των
Ορθοδόξων μετά το Freising
Εμνημονεύθη ήδη η συνάντησις των μελών της Διορθοδόξου Επιτροπής
επί του Θεολογικού Διαλόγου εν Φαναρίω (11-12 Δεκεμβρίου 1990) τη πρωτοβουλία
του Οικουμενικού Πατριαρχείου "προς ακριβεστέραν εκτίμησιν της
δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως και λήψιν κοινής αποφάσεως ως προς την
στάσιν έναντι του προ δεκαετίας αρξαμένου Θεολογικού Διαλόγου" (Δήλωσις,
παραγρ. 1). Εκρίθη ότι η αναβίωσις της Ουνίας ανατρέπει κατά τον πλέον
επικίνδυνον τρόπον τους σκοπούς του Διαλόγου και ότι χωρίς την επίλυσιν του
προβλήματος τούτου όλαι αι προσπάθειαι Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών προς
προώθησιν των μεταξύ αυτών σχέσεων και επίτευξιν των σκοπών του Διαλόγου θα
αποβούν μάταιαι (παραγρ. 4). Η συνεχιζομένη έκρυθμος κατάστασις ουδεμίαν
δικαιολογεί αισιοδοξίαν διά περαιτέρω συνέχισιν του Θεολογικού Διαλόγου, και
μοναδικόν θετικόν σημείον θεωρείται η κοινή Δήλωσις της εν Freising συνελθούσης
Μικτής Επιτροπής, η οποία δέον να αποτελέση την αφετηρίαν και βάσιν διά τας
περαιτέρω επί του θέματος συζητήσεις εν τω πλαισίω του Θεολογικού Διαλόγου
(παραγρ. 5-6). Η Διορθόδοξος Επιτροπή εθεωρήθη χρήσιμον να συνέρχεται ετησίως
προς εκτίμησιν των σχέσεων Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (παραγρ. 8).
Η απαισιοδοξία της Διορθοδόξου Επιτροπής, κατ' εξοχήν γνωριζούσης τα του Διαλόγου, μετεδόθη και εις τας Εκκλησίας, ενισχύσασα ούτω την υφισταμένην απροθυμίαν αυτών να συνεχίσουν ένα ανωφελή και μάταιον Διάλογον. Η απροθυμία αυτή ενισχύθη έτι περαιτέρω μετά την συνάντησιν των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών εν Φαναρίω (15 Μαρτίου 1992, Κυριακή Ορθοδοξίας), οι οποίοι διαπίστωσαν ότι η δράσις των Ουνιτών επέφερε βαρύτατον και δυσίατον πλήγμα εις τον διάλογον της αγάπης και της αληθείας, ο οποίος εν τη πράξει έχει περιορισθή εις την συζήτησιν του θέματος της Ουνίας μέχρις ότου επιτευχθή συμφωνία επί του ζητήματος αυτού (Μήνυμα, παραγρ. 4). Διά τον λόγον αυτόν αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι εφάνησαν τελείως απρόθυμοι να αποστείλουν τους εκπροσώπους αυτών εις την Ζ' Συνέλευσιν της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου, η οποία κανονικώς έπρεπε να συνέλθη τον Ιούνιον του 1992, ακόμη και διά την περαιτέρω συζήτησιν επί του θέματος της Ουνίας. Τί απέμενε πλέον προς συζήτησιν μετά την ομόφωνον καταδίκην αυτής εις το Freising; Οιαδήποτε συνάντησις θα απέβλεπεν εις την εξασθένησιν των αποφασισθέντων και εις την αμνήστευσιν της Ουνίας, και μάλιστα με Ορθόδοξον συμφωνίαν, όπως επεδίωκε και όπως δυστυχώς επέτυχεν η Ρώμη μετά εν έτος, εις το Balamand του Λιβάνου, όπου συνήλθε τον Ιούνιον του 1993 η ματαιωθείσα το 1992 Ζ' Συνέλευσις της Μικτής Επιτροπής.
Δεν έγιναν γνωστοί οι λόγοι
που επέβαλον την συνέχισιν του Διαλόγου, ακόμη και επί του θέματος της Ουνίας.
Η κατάστασις ως προς την δράσιν της Ουνίας δεν μετεβλήθη, η δε παποκεντρική
εκκλησιολογία της Ρώμης παρουσιάζεται γυμνή τη κεφαλή, διά της προβολής του
πάπα ως κεφαλής της Εκκλησίας. Η Διορθόδοξος Επιτροπή δεν συνήλθε προς
εκτίμησιν της καταστάσεως, η δε απόφασις του Freising όχι μόνον δεν απετέλεσε
την αφετηρίαν και βάσιν των συζητηθέντων εν Balamand, αλλ' ερρίφθη εις τον
κάλαθον των αχρήστων. Ευτυχώς πολλαί Εκκλησίαι εφάνησαν απρόθυμοι να
συνεργήσουν εις τας επιδιώξεις της Ρώμης, μεταξύ δε αυτών και η Εκκλησία της
Ελλάδος, η οποία προσεπάθησε, αλλά δεν κατώρθωσε να προλάβη την δυσμενή αυτήν
εξέλιξιν.
4. Η στάσις της Εκκλησίας
της Ελλάδος
Ήδη αμέσως μετά την λήψιν της εκκλήσεως του πατριάρχου Μόσχας
κυρού Ποιμένος προς ηθικήν υποστήριξιν έναντι των βιαιοτήτων των Ουνιτών εις Δ.
Ουκρανίαν (Δεκέμβριος 1989) ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Σεραφείμ
απέστειλε αυστηράν επιστολήν προς τον πάπαν, διαμαρτυρόμενος διά τας
δραστηριότητας των Ουνιτών και δηλών ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα δυσκολευθή
να συνεχίση τον Θεολογικόν Διάλογον, εάν δεν σταματήσουν αι εις βάρος των Ορθοδόξων
ενέργειαι των Ουνιτών. Κατά την Συνέλευσιν του Freising οι αντιπρόσωποι της
Εκκλησίας της Ελλάδος κατέθεσαν Δήλωσιν, διά της οποίας ετάσσοντο υπέρ της
προσωρινής αναστολής του Διαλόγου εν τω πνεύματι της αποφάσεως της Γ'
Πανορθοδόξου Διασκέψεως, η οποία ρητώς προβλέπει την παρουσίαν πασών των
Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον Διάλογον, της συμμετοχής δε ταύτης μη
διαπιστουμένης, την εξάντλησιν πάντων των μέσων προς πλήρη και δυναμικήν
αντιπροσώπευσιν της ορθοδόξου πλευράς εν τω Διαλόγω, διότι άλλως τα κείμενα του
Διαλόγου δεν θα ανταποκρίνονται εις την ολότητα της προβληματικής και των
απόψεων συνόλου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι αυτοί αντιπρόσωποι κατά την εν
Φαναρίω μνημονευθείσαν σύσκεψιν της Διορθοδόξου Επιτροπής ετάχθησαν υπέρ της
οριστικής διακοπής του Διαλόγου, μετά την εκ μέρους του Βατικανού παντελή
αγνόησιν και απόκρυψιν των αποφάσεων του Freising και την ενθάρρυνσιν των
Ουνιτών να οργανωθούν υπό την πλήρη κάλυψιν και ενίσχυσιν της Ρώμης.
Απήντησεν επίσης αρνητικώς η Εκκλησία της Ελλάδος δι' επιστολής
του αρχιεπισκόπου κ. Σεραφείμ εις πρόσκλησιν του πάπα να σταλή εκπρόσωπος της
Εκκλησίας εις ειδικήν Συνέλευσιν των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων (Ρώμη, 28.11
-14.12.1991) με θέμα τον επανευαγγελισμόν της Ευρώπης, επισημαίνουσα την εκ του
επιθετικού φανατισμού των Ουνιτών εμφανεστάτην αντίθεσιν μεταξύ των όσων η Έδρα
της Ρώμης επισήμως διακηρύσσει και όσων εν τοις πράγμασι πράττει ή επιλέγει να
μη πράξη. Δι' εκτενούς δε επιστολής του προέδρου της Συνοδικής Επιτροπής επί
των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, μητροπολίτου Κορίνθου κ.
Παντελεήμονος, προς το Προεδρείον της ανωτέρω συνόδου, επί τη αποστολή της
Διακηρύξεως αυτής, επισημαίνεται η αχρήστευσις των πορισμάτων του Διαλόγου εν
Freising και ο κίνδυνος διακοπής αυτού, διά της εκ μέρους της Συνόδου θετικής
αποτιμήσεως του ρόλου των Ουνιτών εις την υπόθεσιν της χριστιανικής ενότητος3.
Συνοδική τέλος αποφάσει μετά την εκ μέρους του Οικουμενικού
Πατριαρχείου αποστολήν προσκλήσεως διά την συμμετοχήν των αντιπροσώπων της
Εκκλησίας της Ελλάδος εις την εν Balamand του Λιβάνου μέλλουσαν να συνέλθη Ζ'
Συνέλευσιν εγένοντο αι εξής ενέργειαι. Εστάλη εν πρώτοις προς τον Οικουμενικόν
Πατριάρχην Συνοδικόν Γράμμα, εις το οποίον, αφού διαπιστούται ότι η
δραστηριότης των Ουνιτών καθίσταται οσημέραι θρασυτέρα και ότι εκ των
συναντήσεων μετά Προκαθημένων των κατά τόπους αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών ή και
αντιπροσωπειών των φαίνεται να υπάρχη πλήρης ασυμφωνία επί του θέματος της
συνεχίσεως του Διαλόγου, αι δε κατά καιρούς γενόμεναι υποχωρήσεις προς τους
Παπικούς ουδέν επέφερον αποτέλεσμα, αλλά τουναντίον εχρησιμοποιήθησαν προς
ενίσχυσιν και περαιτέρω προαγωγήν των θέσεων του Βατικανού, γράφονται εν τω
τέλει τα εξής: Ενισχυομένης εκ μέρους του πάπα της Ουνίας, παρά τας περί του
αντιθέτου διακηρύξεις αυτού και την καταδίκην της Ουνίας υπό της εν Freising
της Θεολογικής Επιτροπής, κρίνομεν σκόπιμον την επ' αόριστον αναστολήν των
εργασιών του θεολογικού τούτου Διαλόγου, δεδομένου ότι ουδόλως εξέλοιπον οι
υφιστάμενοι λόγοι της προ ετών γενομένης εν τη ουσία διακοπής του. Προς τούτοις
η καθ' ημάς Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος ευελπιστούσα ότι οψέποτε ήθελον
εκλείψει οι προμνημονευθέντες λόγοι αναβολής των εν Ρόδω και Balamand Λιβάνου
προγραμματισθεισών συναντήσεων των θεολογικών Επιτροπών του Διαλόγου τούτου,
φρονεί ότι μόνον εν τοιαύτη περιπτώσει και εν συνεννοήσει μετά πασών των κατά
τόπους αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών ηθέλομεν χωρήσει από κοινού πάντες εις
ειλικρινή Διάλογον αγάπης και αληθείας".
Εξαντλήσασα δε και την εσχάτην δυνατότητα προς επ' αόριστον
αναστολήν του Διαλόγου απέστειλε τον εκ των μελών της αντιπροσωπείας αυτής εν
τω Διαλόγω, σεβασμιώτατον μητροπολίτην Περιστερίου κ. Χρυσόστομον εις την προ
της εν Balamand Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής συγκληθείσαν εν Ρόδω
Συνέλευσιν της Διορθοδόξου μόνον Επιτροπής, ίνα εκθέση εις τας ορθοδόξους
αντιπροσωπείας, αι οποίαι επρόκειτο να μεταβούν εις Balamand, τας απόψεις της
Εκκλησίας της Ελλάδος και την απόφασιν αυτής όπως μη μετάσχη της
προγραμματισθείσης συνεχίσεως του Διαλόγου.
συνεχιζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου