Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2023

 Ουνία Νεώτερες εξελίξεις. 

Πρωτοπρεσβυτέρου  ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ

ΜΕΡΟΣ Δ (τελαυταιο)

 Παραχωρήσεις εις θέματα πίστεως άσχετα προς την Ουνίαν (συνέχεια από το προηγούμενο)

 Εάν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία επέτρεψε να κυριαρχηθή η Β' Βατικάνειος Σύνοδος υπό του συνθήματος της ανανεώσεως και του εκσυγχρονισμού, του Aggiornamento, παρασυρθείσα εις τούτο υπό του Προτεσταντισμού10, η Ορθόδοξος Εκκλησία, επί συνοδικού επιπέδου, εις ουδεμίαν νέαν ανακάλυψιν και επαναξιοποίησιν εις θέματα πίστεως προέβη. Εις σειράν όλην αποφάσεων και δηλώσεων, εν συνοδικαίς διασκέψεσι και επιτροπαίς διαλόγων, οι Ορθόδοξοι επανέλαβον αυτό το οποίον διετύπωσε προ αιώνος η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1895, ότι δηλαδή "η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία δικαίως καυχάται εν Χριστώ ότι είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, στύλος και εδραίωμα της αληθείας". Το αυτό διεκηρύχθη εσχάτως και εν τη Γ' Προσυνοδική Πανορθοδόξω Διασκέψει (Γενεύη 1986) εν τη εξετάσει του θέματος των "Σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον", ότι δηλαδή η ορθόδοξος Εκκλησία έχει πλήρη συνείδησιν της ευθύνης αυτής διά την ενότητα του Χριστιανικού κόσμου, διότι αύτη είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία (παραγρ. 2).

 Πού λοιπόν ερείδονται από ορθοδόξου πλευράς αι εκκλησιολογικαί θέσεις της μνημονευθείσης παραγράφου 13 του κειμένου του Balamand, αλλά και της παραγράφου 12, κατά την οποίαν "Καθολικοί" και Ορθόδοξοι θεωρούν διά νέου τρόπου εαυτούς εν τη σχέσει των προς το μυστήριον της Εκκλησίας και ανακαλύπτουν εκ νέου εαυτούς ως αδελφάς Εκκλησίας;

Θα εμάκρυνε πολύ ο λόγος, εάν εθίγοντο και τα περί αποστολικής διαδοχής, η οποία, όπως ήδη εσημείωνε το πρώτον κείμενον του Διαλόγου εις το Μόναχον (1982), δεν είναι απλή μεταβίβασης εξουσίας, αλλά μεταβίβασης και της αυτής αποστολικής πίστεως, άνευ της οποίας διασπάται και η αποστολική διαδοχή11. Το αυτό ισχύει και ως προς την αγιάζουσαν Χάριν, μη ενεργούσαν άνευ της κοινωνίας και της ενότητος εν τη πίστει, η οποία, παρά την διαπίστωσιν των θεολόγων του Balamand, δεν υφίσταται δυστυχώς μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, λόγω των καινοτομιών και παρεκκλίσεων της Ρώμης εκ της κοινής πίστεως και παραδόσεως της αδιαιρέτου Εκκλησίας, εις την οποίαν οφείλει να επανέλθη.

Οι διατυπούμενοι πρακτικοί κανόνες εις το δεύτερον μέρος του κειμένου ερείδονται επί πλήρους εκκλησιολογικής συγχύσεως και συμφυρμού των ασυγχύτων και ασυμφύρτων. Οπωσδήποτε πάντως προϋποθέτουν την πλήρη αναγνώρισιν εκ μέρους των Ορθοδόξων της εκκλησιαστικότητος των Ρωμαιοκαθολικών και των Ουνιτών. Γίνεται λόγος περί "αμοιβαίου σεβασμού των Εκκλησιών, αι οποίαι είναι εμπερίστατοι" (παραγρ. 19), συνιστάται η συνεργασία των υπευθύνων επισκόπων και ποιμένων των Εκκλησιών (παραγρ. 24-27), ο σεβασμός της λατρείας των άλλων εκκλησιών με βάσιν την πίστιν εις την μυστηριακήν πραγματικότητα, και, ως εάν είχομεν ήδη ενωθή, συνιστάται επίσης η εκ περιτροπής τέλεσις εν τω αυτώ ναώ των ακολουθιών εις διάφορα ωράρια (παραγρ. 28) διά της χρήσεως μάλιστα της προτροπής του αποστόλου Παύλου να "προσλαμβανώμεθα αλλήλους καθώς και ο Χριστός προσελάβετο ημάς εις δόξαν Θεού" (Ρωμ. 15, 7), η οποία όμως ρυθμίζει την συμπεριφοράν των μελών της Εκκλησίας μεταξύ των και όχι τας σχέσεις αυτών μετά σχισματικών και αιρετικών, διά τας οποίας άλλως φρονεί και διδάσκει ο μέγας Απόστολος. Εν τη ρυθμίσει μάλιστα πρακτικών ζητημάτων υφαρπάζεται και κατοχυρούται λανθανόντως η εκ μέρους των Ορθοδόξων αναγνώρισις της ιεροσύνης και των λοιπών μυστηρίων των Ρωμαιοκαθολικών διά των λεγομένων ότι "οι επίσκοποι και οι ιερείς έχουν χρέος ενώπιον του Θεού να σέβωνται την εξουσίαν την οποίαν το Άγιον Πνεύμα έδωκεν εις τους επισκόπους και τους ιερείς της άλλης Εκκλησίας" ως και "την μυστηριακήν τάξιν της άλλης Εκκλησίας" (παραγρ. 29).

 2. Παραχωρήσεις εις θέματα πίστεως άσχετα προς την Ουνίαν(συνέχεια από το προηγούμενο)

 Προκλητική διά την ορθόδοξον μνήμην είναι η παράγραφος 33 του κειμένου, η οποία καλεί τας Εκκλησίας να εκδηλώσουν από κοινού ευγνωμοσύνην προς όλους, γνωστούς και αγνώστους, επισκόπους, ιερείς ή πιστούς, Ορθοδόξους, Ανατολικούς Καθολικούς ή Λατίνους, οι οποίοι υπέστησαν διωγμούς και παρέσχον μαρτυρίαν πιστότητος εις την Εκκλησίαν. Αυτό ασφαλώς έχει νόημα υπό δύο προϋποθέσεις. Η πιστότης εις την Εκκλησίαν κατά τους Ορθοδόξους είναι πιστότης εις την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν. Άνευ αυτού του γνωρίσματος ούτε το αίμα του μαρτυρίου, κατά τον άγιον Ιωάννην Χρυσόστομον, δύναται να αποπλύνη το αμάρτημα της αιρέσεως και του σχίσματος. Διά την πιστότητα αυτήν προς την Εκκλησίαν εκατοντάδες Ορθοδόξων υπέστησαν φρικτάς διώξεις, εορταζόμενοι πολλοί και ως μάρτυρες, κατά την περίοδον της διά παντός μέσου επιβολής εκ μέρους της Ρώμης της "εκκλησιολογίας της επιστροφής", είτε διά του βιαίου εκλατινισμού, την εποχήν των σταυροφοριών, είτε διά της απατηλής και ανεντίμου μεθόδου της Ουνίας, εις περιόδους δυσχερών ιστορικών συνθηκών διά τους Ορθοδόξους. Προς ποίαν Εκκλησίαν λοιπόν η πιστότης λαμβάνεται ως κριτήριον, διά να εκφράσωμεν την ευγνωμοσύνην ημών συλλογικώς προς όλους;

 Εξ ίσου προκλητική, όχι μόνον από εκκλησιολογικής αλλά και από ιστορικής πλευράς, καθόσον αμνηστεύει τας επεκτατικάς κατακτητικάς επιχειρήσεις της Ρώμης εις βάρος της Ανατολής με τας σταυροφορίας και τας "ιεραποστολικάς" μέσω της Ουνίας διεισδύσεις της, τα οποία οριστικοποίησαν το σχίσμα και έστρεψαν αποφασιστικώς τον ζυγόν της ευθύνης προς την πλευράν της Ρώμης, είναι η εξισωτική και παντελώς αστήρικτος και αποκρουομένη από τήν απροκατάληπτον ιστορικήν έρευναν διαπίστωσις της παραγρ. 30 του κειμένου κατά την οποίαν θα πρέπη να γίνεται τιμία και σφαιρική παρουσίασις της ιστορίας. Η παρουσίασις αυτή "θα συμβάλη εις την συνειδητοποιήσιν ότι αι αδικίαι του χωρισμού εβιώθησαν από κοινού καταλιπούσαι εκατέρωθεν βαθείας πληγάς" ή κατά την ετέραν μορφήν συντάξεως του κειμένου, ως εδημοσίευσεν αυτό η "Επίσκεψις", η παρουσίασις "θα συντελέση στη λήψη συνειδήσεως ότι οι ευθύνες για τον χωρισμό είναι μοιρασμένες και ότι άφησαν εκατέρωθεν βαθειές πληγές". Το πώς αντιλαμβάνεται η Ρώμη, και μετ' αυτής οι συντάκται του κειμένου, την τιμίαν και σφαιρικήν παρουσίασιν της ιστορίας φαίνεται εκ του ότι εκ των προτέρων καθορίζεται το αποτέλεσμα της ιστορικής ερεύνης, η ίση δηλαδή κατανομή ευθυνών και ζημιών, εν άλλαις λέξεσιν η εξίσωσις θυτών και θυμάτων, επιτεθεμένων και αμυνομένων, διεκδικούντων και φυλασσόντων, καινοτομούντων και εμμενόντων εις τας παραδόσεις, αιρετιζόντων και ορθοδοξούντων.

 Επισημαίνομεν, επίσης, την υιοθέτησιν απαραδέκτου ορολογίας, η οποία οδηγεί εις εγκατάλειψιν της εκκλησιαστικής Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας. Θα ήτο ασφαλώς πολύ να ζητήση κανείς εις κείμενον Διαλόγου να μη χρησιμοποιήται ο όρος "εκκλησία" "εκκλησίαι" διά τους ετεροδόξους, όπως κατ' ακρίβειαν αρμόζει, εφ' όσον η εκκλησιαστικότης των Ρωμαιοκαθολικών και των άλλων ετεροδόξων δεν γίνεται δεκτή υπό των Ορθοδόξων. Αυτό θα απετέλει πρόκλησιν και προσβολήν, ήτις θα καθίστα αδύνατον ακόμη και την έναρξιν του διαλόγου. Δεν ήτο όμως αναγκαία η υιοθέτησις του όρου "Καθολική Εκκλησία", όστις αποδίδει το σύνολον της εννοίας της Εκκλησίας εις τους Ρωμαιοκαθολικούς, ταυτίζων αυτούς προς την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν. Ήδη εις τον Διάλογον είχε επικρατήσει και καθιερωθή ο όρος "Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία", όστις τουλάχιστον περιορίζει την καθολικότητα εις τον χώρον δικαιοδοσίας της Ρώμης, και είχε γίνει δεκτός υπό των Ρωμαιοκαθολικών. Διά πρώτην και πάλιν φοράν εις το κείμενον του Balamand εγκαταλείπεται το "Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία" και υιοθετείται το "Καθολική Εκκλησία" καθ' όλην την έκτασιν του κειμένου, ονομαζομένων μάλιστα και των ουνιτικών εκκλησιών ως "Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών", υποκαθισταμένης ούτω της ορθοδόξου Εκκλησίας πλήρως εις βασικά αυτής γνωρίσματα, διά μεν του "Καθολική Εκκλησία" εις το γνώρισμα της καθολικότητος, διά δε του "ανατολικών εκκλησιών" εις το γεωγραφικόν γνώρισμα της κατ' Ανατολάς Εκκλησίας.

 Ούτω ουσιαστικώς αναγνωρίζομεν οι Ορθόδοξοι την οικουμενικότητα και παγκοσμιότητα της Ρώμης, εχούσης υπό την δικαιοδοσίαν αυτής Ανατολήν και Δύσιν, διότι την Ανατολήν εκπροσωπούν δι' αυτήν κάλλιστα οι Ουνίται, υποκαθιστώντες και αχρηστεύοντες την Ορθόδοξον Ανατολήν. Όταν οι Ρωμαίοι ποντίφηκες λέγουν ότι η Εκκλησία αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον πνεύμονα της Ανατολής και τον πνεύμονα της Δύσεως, ασφαλώς υπό την Ανατολήν δεν εννοούν τους Ορθοδόξους, διότι ούτω θα εθεώρουν την Εκκλησίαν αυτών λειτουργούσαν δι' ενός πνεύμονος, ασθενή, ελλιπή και μερικήν, εφ' όσον η ορθόδοξος Ανατολή είναι κεχωρισμένη· εννοούν τους Ουνίτας, τους "Ανατολικούς Καθολικούς", οι οποίοι προσέφεραν εις την Ρώμην το γνώρισμα της Ανατολής προς απαρτισμόν της εννοίας της καθολικότητος.

Χαρακτηριστικόν της αδιαφορίας ημών εσχάτως διά τα εκφράζοντα την εκκλησιαστικήν ημών αυτοσυνειδησίαν ονόματα και της σταδιακής αποψιλώσεως και απογυμνώσεως της "Φίλης Ορθοδοξίας" των Αγίων και Πατέρων, υπέρ ης σθεναρώς ηγωνίσθησαν και ήσαν έτοιμοι και το αίμα αυτών να εκχύσουν, είναι ότι και το κατ' εξοχήν χαρακτηριστικόν γνώρισμα ημών ως Ορθοδόξων εχαρίσαμεν εις τους Αντιχαλκηδονίους, ονομάσαντες αυτούς Ορθοδόξους, χωρίς ουδεμίαν μετάνοιαν και αλλαγήν των ασεβών αυτών δογμάτων, ως χαρακτηρίζει την διδασκαλίαν αυτών ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός, ο κωδικοποιήσας και συμπυκνώσας την Ορθόδοξον αυτοσυνειδησίαν12. Και οι μεν πολιτικοί αγωνιζόμενοι διά τα επί γης και τα των γηίνων πατρίδων δίδουν ορθώς μεγάλην σημασίαν εις τα ονόματα, ως π.χ. εις το όνομα Μακεδονία, ημείς δε οι της Εκκλησίας, αγωνιζόμενοι διά τα εν τοις ουρανοίς και την ουράνιον ημών πατρίδα, απεμπολήσαμεν ήδη τα ονόματα "Καθολική", "Ανατολική", "Ορθόδοξος", εγυμνώσαμεν και επτωχεύσαμεν την λαμπροφορούσαν, παρά ταύτα, και πλουτούσαν εν ταις συνειδήσεσι των Ορθοδόξων πιστών Ορθόδοξον Καθολικήν Εκκλησίαν.

Αξία υπογραμμίσεως επίσης τυγχάνει η συχνή εν τω κειμένω επίκλησης ρήσεων των παπών, ήτις είναι αυτονόητος εις αμιγή ρωμαιοκαθολικά κείμενα, ένθα η αυθεντία του πάπα υπερκαλύπτει το κύρος των αγίων και της εκκλησιαστικής παραδόσεως, είναι όμως αδιανόητος εις μεικτά κείμενα διαλόγου και μάλιστα μετά των ορθοδόξων, οίτινες θεωρούμεν  το πρωτείον και αλάθητον του πάπα ως την κατ' εξοχήν πέτραν σκανδάλου, ενώπιον της οποίας προσέκοπτε και θα προσκόπτη πάσα προσπάθεια προς ένωσιν και επάνοδον εις το σύστημα των τοπικών αυτοκεφάλων εκκλησιών, των συνοδικώς εν ισότητι συνδεομένων και αποφαινομένων. Οσάκις εις τας προηγουμένας φάσεις του Διαλόγου εις το προσκομιζόμενον υπό των Ρωμαιοκαθολικών σχέδιον κειμένου υπήρχον συχναί αναφοραί εις ρήσεις παπών, ή παρελείποντο παντελώς ή προσετίθεντο ισάριθμοι ρήσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου.

 Παρατηρητέα προσέτι η υπό δύο συντάξεις εις διαφορετική γλωσσικήν μορφήν κυκλοφόρησις του κειμένου του Balamand εις την ελληνικήν γλώσσαν. Υπό της "Επισκέψεως" (496/30.9.1993) εδημοσιεύθη το κείμενον εις την δημοτικήν, μάλλον κατά μετάφρασιν εκ του γαλλικού πρωτοτύπου κειμένου, ενώ υπό της "Καθολικής" (φλ. 2705/20.7.1993), οργάνου των εν ελλάδι Ουνιτών, εδημοσιεύθη εις την καθαρεύουσαν. Μεταξύ των δύο συντάξεων υπάρχουν σοβαραί γλωσσικαί αποκλίσεις με σοβαρωτάτας θεολογικάς συνεπείας. Εις το κείμενον της "Επισκέψεως" π.χ. εις τινα σημεία, όπως εις τας παραγράφους 1 και 3, η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ονομάζεται Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ενώ εις το κείμενον της "Καθολικής" ονομάζεται Καθολική Εκκλησία. Ελπίζομεν να υπάρχη και επίσημον ελληνικόν κείμενον, παραλλήλως προς το γαλλικόν, κατά τα πανορθοδόξως αποφασισθέντα και υιοθετηθέντα εν τω Διαλόγω, και να μη εγκατελείφθη και αυτή η πολύ σημαντική και ουσιώδης διά την γλωσσικήν σαφήνειαν και πληρότητα του κειμένου ρύθμισης. Υπό της "Καθολικής" το δημοσιευόμενον ελληνικόν κείμενον χαρακτηρίζεται πάντως ως επίσημον, αυτό δε είχομεν και ημείς ως βάσιν της αποτιμήσεως, μη διαφέρον άλλωστε του κειμένου της "Επισκέψεως" ως προς το περιεχόμενον, παρά μόνον εις την γλωσσικήν μορφήν και την εν μεταφράσει απόδοσιν ωρισμένων όρων.

Επιλεγόμενα

  Εν συμπεράσματι παρατηρούμεν ότι το κείμενο της Ζ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής του Balamand πρέπει να προβληματίση τας Ορθοδόξους Εκκλησίας όχι ως προς την αποδοχήν ή απόρριψίν του, διότι είναι αδιανόητος και αδύνατος πάσα, και παραμικρά έστω, σκέψις αποδοχής του, αλλά ως προς το πώς εφθάσαμεν να συζητούμεν και να υπογράφωμεν κείμενον, ανατρέπον άρδην την ερριζωμένην περί της Ουνίας πίστιν των Ορθοδόξων μέχρι των ημερών μας και διανοίγον την οδόν της ενώσεως, άνευ της ενότητος εις την πίστιν και παρά τας διαφοράς εις μεγάλας δογματικάς αληθείας, αι οποίαι ασφαλώς θα παρουσιασθούν ως νόμιμοι και δικαιολογημέναι διαφοροποιήσεις, ως απλά θεολογούμενα. Διά του κειμένου αυτού όχι μόνον δεν κατηργήθη το εμπόδιον το οποίον ώθησε ωρισμένας αυτοκεφάλους Εκκλησίας να αναστείλουν την συμμετοχήν των εις τον θεολογικόν Διάλογον, ως εκτιμά η Μικτή Επιτροπή εις το ακροτελεύτιον τμήμα του κειμένου (παραγρ. 35), αλλά εδημιουργήθησαν μεγαλύτερα εκ της αποκαλύψεως των μεθόδων και της εμμονής της Ρώμης εις τας καινοτομίας αυτής, ας θεωρεί αποστολικήν πίστιν και παράδοσιν. Ο Διάλογος επιστρέφει εις την αρχήν, εις την άνευ υποχωρήσεων απαίτησιν της μη συμμετοχής των Ουνιτών εις την Μικτήν Επιτροπήν, ως επίστευε και εδήλωνε πάντοτε η Εκκλησία της Ελλάδος, και εις την συζήτησιν των διαιρούντων, ημάς εις τα δόγματα, ώστε να φανή τίνος ιδιοκτησία είναι η αποστολική πίστις και παράδοσις, εν διαλόγω αγάπης αλλά και αληθείας. Είναι απαραίτητον διά την "Ενότητα" να υπάρχουν και τα δύο· δεν αρκεί το εν. Επί αιώνας άγιοι και Πατέρες εδίδαξαν τούτο, πιστεύοντες συγχρόνως οι μετά το σχίσμα εξ αυτών ότι η Ρώμη στερείται ασφαλώς του ενός, έχει αποστατήσει εκ της κοινής πίστεως και των κοινών δογμάτων, όπερ δεν δύνανται να αναπληρώσουν αι χρηστολογίαι και οι περί αγάπης και ειρήνης λόγοι· "Ο γαρ της θεοσεβείας τρόπος εκ δύο τούτων συνέστηκε· δογμάτων ευσεβών και πράξεων αγαθών. Και ούτε τα δόγματα, χωρίς έργων αγαθών, ευπρόσδεκτα τω Θεώ· ούτε τα μη μετ' ευσεβών δογμάτων έργα τελούμενα προσδέχεται ο Θεός... Αιρετικών δε παίδες διά της χρηστολογίας και ευγλωττίας απατώσι τας καρδίας των ακάκων, ώσπερ μέλιτι τη του Χριστού προσηγορία τα των δυσσεβών δογμάτων ιοβόλα συγκαλύπτοντες"13.

 Σημειώσεις

 1. Τα μνημονευθέντα κείμενα εν τω συνόλω αυτών ως και πληρεστέραν ανάλυσιν των προσφάτων εξελίξεων περί την Ουνίαν βλ. εν Θεοδώρου Ζήση, πρωτοπρεσβυτέρου, Ουνία. Η καταδίκη της, Θεσσαλονίκη 1993 και Κ. Κωτσιοπούλου, Η Ουνία στην Ελληνική Θεολογική Βιβλιογραφία. Ιστορική, Θεολογική και Κοινωνιολογική διερεύνηση,  Θεσσαλονίκη 1993.

2. Ενημέρωσις Η-1992/7,σελ.6.

3. Και τα εν λόγω κείμενα βλ. εν Θεοδώρου Ζήση, ένθ' ανωτ.

4. Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. 2, σ. 252-253, Αθήναι 1965.

5. Ιω. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. 2, Αυστρία 1968, σ.1007-1008.

6. Επίσκεψις 287/1983, σελ.4.

7. Σχεδόν το σύνολον των λατινικών καινοτομιών παρουσιάζει επί τη βάσει της διδασκαλίας του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης εις πρόσφατον ενδιαφέρουσαν μελέτην, ήτις ενεκρίθη ως διδακτορική διατριβή υπό του τμήματος Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο σεβασμιώτατος μητροπολίτης Δράμας Διονύσιος Κυράτσος με θέμα: Ο άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης και η Δύση. Η λατινική Εκκλησία και οι καινοτομίες της, Θεσσαλονίκη 1993.

8. Γράφει σχετικώς περί της μετά Λατίνων κοινωνίας ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: "Αρκείτω τα ειρημένα προς ελέγχον από μέρους της των καινοτομούντων παρατροπής και ώστε παραγγέλλειν τους αδελφούς από τούτων φυλάττεσθαι, ίνα μη λάθωσιν αγνοία κοινωνούντες ακοινωνήτοις, οις καν εν οίκω συνεύξασθαι ο αποστολικός απαγορεύει κανών διό και προσεκτέον οπόση δύναμις", Επιστολή Δογματική 17, εν D. Balfour, Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Έργα Θεολογικά, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 218. Και αλλαχού· "Λοιπόν προσεκτέον έσται ημίν το περί της κοινωνίας αυτών και το περί της λεγομένης ενώσεως δέον καλώς εξετάσαι", Διάλογος 29, PG 155,141. Βλ. εν μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου Κυράτσου, ένθ' ανωτ., σ. 151-152.

9. Mansi 13,409-412.

10. Περί του θέματος αυτού βλ. σχετικώς Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις Πατράσι. Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 48 έ.

11. Συμεών Θεσσαλονίκης, Διάλογος 23, PG 155,120-121: "Ει δ' ου διάδοχος τη πίστει τοις αγίοις εκείνοις εστίν, ουδέ διάδοχος του θρόνου". Αναφέρεται εις τον πάπαν και την διακοπείσαν διαδοχήν των Ορθοδόξων παπών λόγω των περί την πίστιν καινοτομιών.

12. Βλ. σχετικώς ημετέραν πρόσφατον μελέτην "Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός και η Ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων" εν Γρηγόριος Παλαμάς 75 (1992) 1133-1144.

13. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις 4,2.

(Πηγή: "Ουνία - Νεώτερες εξελίξεις". Σειρά "Καιρός". Θέματα Εκκλ. Επικαιρότητος. Εκδόσεις "Βρυένιος"-Αναδημοσίευση από: http://www.impantokratoros.gr/3E930DAE.el.aspx)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου