ΡΑΣΟΦΟΡΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ
ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟΣ
(Ένας εκ των 12 διωχθέντων)
Ομολογώ ότι οι κατηγορούντες με έχουν κάποιο δίκαιον λέγοντες ότι εξετέθην πολύ με το, καθεστώς της επταετείας. Δεν ημπορούν όμως να καταλάβουν κάτι, πολύ απλούν. Ότι εγώ, αφ’ ής έγινα κληρικός, εννοήσας εις όλον το βάθος το καθήκον, που έχει ο ποιμήν της Εκκλησίας απέναντι του ποιμνίου του και εμφορούμενος από αγνήν αγάπην προς τους συνανθρώπους μου -τα τέκνα του Θεού- όχι μόνον κατά την διάρκειαν της επταετείας, αλλά και εις όλας τας δυσκόλους εθνικάς, περιστάσεις, ανεμίχθην εις πολλάς υποθέσεις και προέβην εις πολλάς ενεργείας, αι οποίοι δεν εφαίνοντο μεν εκ πρώτης όψεως εκκλησιαστικοί και ηδύναντο να παρεξηγηθώσι, ήσαν όμως άκρως, επιτακτικαί δια την συνείδησιν ενός κληρικού, διότι μόνον υφ’ ενός εκκλησιαστικού εκπροσώπου ηδύναντο να αχθούν εις αίσιον πέρας. Και το έκαμα, αδιαφορήσας εις τας περιστάσεις αυτάς δια το τι θα είπουν οι άνθρωποι, διακινδυνεύσας δε και την ζωήν μου ακόμη. Ούτω - δια να μνημονεύσω μερικάς: α)
Όταν την έκτην Απριλίου 1941, με την εισβολήν των Γερμανών εις την χώραν μας εγκατέλειπαν εκ φόβου την πόλιν της Καβάλας όλαι αι Πολιτικαί, Δημοτικαί και Εκκλησιαστικαί Αρχαί, με επικεφαλής τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον, τον μετέπεπα Αρχιεπίσκοπον, εγώ - υπηρετών τότε εις Καβάλαν ως ιεροκήρυξ και στρατιωτικός ιερεύς- έμεινα μόνος μου εκεί δια να ενθαρρύνω τον δοκιμαζόμενον και αιφνιδίως απορφανισθέντα λαόν, καίτοι ηδυνάμην να φύγω μαζί με τον στρατόν ως στρατιωτικός ιερεύς και μοι διετέθη προς τούτο ειδικόν όχημα. Εβοήθησα τότε τους εν αθλία καταστάσει επιστρέφοντας εκ του μετώπου στρατιώτας και κατώρθωσα να σώσω εκ βεβαίου θανάτου 1450 αξιωματικούς και οπλίτας εγκλεισμένους υπό των Γερμανών εις το στρατόπεδον Καρά Ορμάν, διότι ηδυνήθην να πείσω τας αρχάς κατοχής να τους αποστείλουν εις Θεσσαλονίκην πριν ή αφιχθούν εις Καβάλαν οι Βούλγαροι. Εν συνεχεία παρέμεινα πλησίον του λαού, παρά τους κινδύνους, που διέτρεχον από τους Βουλγάρους, μέχρις ότου, δαρείς και κακοποιηθείς παντοιοτρόπως υπ’ αυτών απηλάθην πέραν του Στρυμώνος. Μήπως δια τας ενεργείας μου αυτάς πρέπει να θεωρηθώ φίλος των Γερμανών και των Βουλγάρων; β) Μετά την απέλασίν μου εκ Καβάλας εστάλην υπό της Ιεράς Συνόδου ως προσωρινός Ιεροκήρυξ εις την Επαρχίαν Αιγιαλείας και Καλαβρύτων. Τότε εις τα Καλάβρυτα υπήρχεν αυστηρόν στρατόπεδον κρατουμένων υπό των Ιταλών, εις το οποίον η είσοδος ήτο πράγμα σχεδόν αδύνατον. Εν τούτοις εγώ κατώρθωσα να εισέρχωμαι εις το στρατόπεδον, να λειτουργώ χάριν των κρατουμένων, να τους ενθαρρύνω (δια νευμάτων και άλλων επικινδύνων δια την ζωήν μου τρόπων, διότι η παρουσία διερμηνέος καθίστα δύσκολον την δια ζώσης επικοινωνίαν) και ποικιλοτρόπως να τους συμπαρίσταμαι. Μήπως δια τας ενεργείας μου αυτάς πρέπει να χαρακτηρισθώ φίλος και συνεργάτης των Ιταλών; γ) Είναι γνωστή εις όλους η φρικώδης εκτέλεσις των 1300 κατοίκων των Καλαβρύτων. Είμαι βέβαιος ότι πολλά θα επετύγχανον και ίσως και την εκτέλεσιν θα απέτρεπα εάν εβοηθούμην υπό του ασύγγνωστον δειλίαν επιδείξαντος τότε Μητροπολίτου Αιγιαλείας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου. Επέτυχαν όμως δι ενεργειών μου - ως όλοι οι Αιγιώτες ομολογούν - να σώσω εκ της καταστροφής το Αίγιον, διότι ως έγινεν κατόπιν γνωστόν, οι Γερμανοί είχον διαταγήν να φονεύσουν 4.000 Έλληνας και όχι 1.300. Την ιδίαν εποχήν επετύγχανον από τους Γερμανούς ό,τι δεν είχον επιτύχει οι αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ακόμη και η Κυβέρνησις των Αθηνών, να τεθή δηλονότι εις την διάθεσίν μου ο οδοντωτός σιδηρόδρομος Διακοπτού - Καλαβρύτων, δια να μεταφέρω τα τρόφιμα δια τας χήρας και τα ορφανά. Επετύγχανον ακόμη την απόλυσιν όλων των συλληφθέντων πάλιν υπό των Γερμανών κατά την νέαν επιδρομήν των εις Καλάβρυτα την Μ. Παρασκευήν του 1944. Μήπως πάλιν και δι αυτάς τας ενεργείας μου και τους συναφείς προς αυτάς κινδύνους πρέπει να χαρακτηρισθώ φίλος των Γερμανών; δ) Την ιδίαν περίπου εποχήν μετέβην, πεζοπορών επί 35 ώρας, εις το Στρατηγείον του Άρη Βελουχιώτη. Σκοπός μου ήτο να τον πείσω να ανακαλέση την διαταγήν του όπως καταστραφή ο οδοντωτός σιδηρόδρομος δια να μή διακοπή ο εφοδιασμός των δεινοπαθούντων Καλαβρυτινών δια τροφίμων και λοιπών εφοδίων. Σημειωτέον ότι τον αρχηγόν των ανταρτών δεν είχον κατορθώσει να πείσουν τότε πολλοί άλλοι σημαίνοντες παράγοντες, ακόμη και οπαδοί του Ε.Α.Μ. και των διακλαδώσεών του. Και όμως εγώ κατώρθωσα να τον πείσω. Μήπως δι αυτό πρέπει να χαρακτηρισθώ φίλος του Βελουχιώτη και του Κομμουνισμού, επειδή δηλονότι εκοπίασα και διεκινδύνευσα δια να φανώ οφέλιμος εις τους κατοίκους της μαρτυρικής πόλεως των Καλαβρύτων; Από το αυτό λοιπόν πνεύμα εμφορούμενος - της ολοκληρωτικής θυσίας υπέρ του πλησίον - και ότε συνέβη να επιστρατευθώ υπό της Εκκλησίας το 1967 και να χειροτονηθώ Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως εθεώρησα χρέος μου να αναπτύξω δράσιν εις όλους, τους τομείς. Ησχολήθην βεβαίως προτίστως με την πνευματικήν διαποίμαναιν του πληρώματος της Μητροπόλεώς μου. Μετέβαινα συχνότατα εις τα χωρία δια να τελέσω προς χάριν των χωρικών την Θείαν Λειτουργίαν και να τους ομιλήσω καταλλήλως, συνεκάλουν τακτικώς συνέδρια και συγκεντρώσεις ιερέων, ενίσχυσα το κηρυκτικόν και κατηχητικόν έρνον της Μητροπόλεως και γενικώς δεν παρέλειψα τίποτε το οποίον εθεώρουν απαραίτητον δια την πνευματικήν τροφοδοσίαν των πιστών. Προσέτι έστρεψα την προσοχήν μου εις την ανοικοδόμησιν κτισμάτων και φιλανθρωπικών καταστημάτων, αναγκαίων δια την κάλυψιν πλείστων όσων αναγκών, εκκλησιαστικών και Κοινωνικών, κατορθώσας να αποσπάσω τα αναγκαία ποσά από τας τότε Κυβερνήσεις. Ούτω α) Ανήγειρα νέον Μητροπολιτικόν οίκον (Επισκοπείον), β) Ανήγειρα Πνευματικόν Κέντρον, διαθέτον αίθουσαν 635 θέσεων μετά πολλών προσηρτημένων διαμερισμάτων, γ) Επεξέτεινα και εξωράϊσα το υπάρχον γηροκομείον προσθέσας νέας θέσεις πολυτελούς κατασκευής, ώστε αύται να φτάνουν τας 75. δ) Έκτισα κατασκηνώσεις, από τας ωραιοτέρας της Ελλάδος, παρά την Νέαν Μάκρην. ε) Ίδρυσα συνοικισμόν οικημάτων προς δωρεάν παραθερισμόν οικογενειών ιερέων και εκπαιδευτικών, στ) Ίδρυσα Παιδικόν Σταθμόν, ζ) Ανήγειρα 13 νέους Ναούς και η) Εφρόντισα δια την επισκευήν και ανακαίνισιν του Μητροπολιτικού Ναού και όλων σχεδόν των άλλων Ναών της περιφερείας. Έκαμα όλα αυτά αλλά η αρχιερατική μου συνείδησις και το χρέος μου απέναντι των πιστών μου υπηγόρευαν να μη σταματήσω έως εδώ. Έπρεπε τας υποθέσεις ενός εκάστου εκ των πιστών μου να τας κάνω ιδικάς μου και τα προβλήματά των προβλήματά μου. Έτσι ένοιωθα την αποστολήν μου ως Ποιμενάρχου. Δι αυτό δεν εδίστασα να συμπαρασταθώ τον λαόν μου οσάκις ευρίσκετο εις δυσκόλους καταστάσεις. Πράγματι. Κατά την δύσκολον εποχήν της επταετίας, ως ήτο επόμενον, εις την ημερησίαν διάταξιν ήσαν αι αδικίαι, αι εξορίαι, η διαθεσιμότης, αι απολύσεις, αι μεταθέσεις κλπ. Ποιός έπρεπε να ενδιαφερθή δια τους πληττομένους αδίκως; Δεν είναι καθήκον ενός Ποιμενάρχου να ίσταται παρά το πλευρόν των αδικουμένων; Ο Ποιμήν ο καλός “ουχί την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων;”. Δι αυτό ετέθην επί το έργον. Εχρησιμοποίησα την επιρροήν μου επί των παραγόντων της Πολιτείας αποκλειστικώς και μόνον δια την ανακούφισιν και σωτηρίαν του ποιμνίου μου. Ούτω: Επανειλημμένως μετέβην εις Σαμοθράκην δια να συμπαρασταθώ και ενισχύσω τους εκεί ευρισκομένους πολιτικούς εξορίστους. Περί τούτου δύνανται να μαρτυρήσουν ο αξιότιμος υφυπουργός κ. Πανουργιάς και ο βουλευτής κ. Ιππ. Σαβούρας, αμφότεροι εξόριστοι εις Σαμοθράκην. Έτρεχα συνεχώς εις τα υπουργεία και επετύγχανα να επαναφερθούν υπάλληλοι αδίκως απολυθέντες ή τεθέντες εις διαθεσιμότητα, επέτυχα να λάβω χάριν δια καταδικασθέντας υπό του Στρατοδικείου Καβάλας, κατώρθωνα να μεταθέτω και να διορίζω πολλούς, να κάμνω δηλαδή ότι και οι βουλευταί εις δημοκρατικάς περιόδους, δι’ αυτό και πολλοί υπάλληλοι Υπουργείων, θαυμάζοντες το ενδιαφέρον μου με ονόμαζαν “βουλευτήν Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης”. Τελευταίως επέτυχα να απαλλάξω από βεβαίαν υπό του Στρατοδικείου, καταδίκην τόσον τους φοιτητάς που ανέγραψαν εις Αλεξανδρούπολιν πλήθος αντιχουντικών συνθημάτων, όσον και στρατιώτην δαρέντα ανηλεώς υπό της Ε.Σ.Α. και παραπεμφθέντα εις Στρατοδικείον. Δια τας δυο αυτός ενεργείας μου κυρίως ηρεθίσθη το αρχηγείον της Ε.Σ.Α. Αθηνών με συνέπειαν αφ ενός μεν να παρατηρηθώ αυστηρώς υπό εκπροσώπου της Ε.Σ.Α. Αλεξανδρουπόλεως και αφ ετέρου να αφήσουν ανεμπόδιστον πλέον τον Αρχιεπίσκοπον κ. Σεραφείμ να επεκτείνη και εις το πρόσωπόν μου την τιμωρητικήν του διάθεσιν και να με κηρύξη έκπτωτον, ενώ προ ολίγων ημερών με είχε ανακηρύξει κανονικόν! Αι ενέργειαί μου αυταί προς προστασίαν του ποιμνίου μου δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι υπήρξα φίλος της Χούντας; Ένα τοιούτον συμπέρασμα δύναται να ευσταθήση; Αναντιρρήτως ήτο ευκολώτερον και βολικώτερων δι εμέ να κυπάξω “τον εαυτούλη μου”, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί εν τη αρχιερωσύνη, δια να ημπορώ τώρα να παριστάνω τον “αντιχουντικόν” και “αντιστασιακόν”. Ηδυνάμην να το κάμω και μάλιστα να οφεληθώ ατομικώς, διότι, όλως τυχαίως γνωστά μου πρόσωπα συνέβαινε να κατέχουν καιρίας θέσεις εις τον μηχανισμόν του καθεστώτος. Αλλά δεν το έκαμα. Τουναντίον ήλθον εις σύγκρουσιν προς αυτούς και τους ήλεγξα δριμέως και έπαθον εν συνεχεία ό,τι έπαθον...».(αυτό είναι ένας μέρος της ιστορικής απάντησης του ιερομάρτυρος) Εξέφρασαν την εναρέσκειαν Στο πέρασμά του ο π. Κωνστάντιος άφησε, ταπεινό και αθόρυβο θρόισμα, πνοή αγίας βιοτής, ανόθευτης και πηγαίας αγάπης, δίνοντας ανάσα στις καρδιές και λάμψη πατερικής αγιοσύνης. Αυτός ο πράος λευίτης είχε ψυχή λιονταριού. Μια γενναιότητα και κληρονομιά Καλαβρυτινή. Αναμετρήθηκε δυναμικά, στήθος με στήθος, με τον εχθρό και τον θάνατο. Στρατεύτηκε από την πρώτη στιγμή με την κήρυξη του πολέμου και ήταν πρωτοπόρος στον εθνικό αγώνα. Έσφιγγε τα δόντια και τραβούσε μπροστά. Έπεφτε στη μάχη δίχως να υπολογίσει τα βόλια των αντιπάλων. Στάθηκε κυματοθραύστης όταν ξέσπασε η καταιγίδα της βουλγάρικης κατοχής. Κουβάλησε πάνω στους ιερατικούς του ώμους τσουβάλια με τρόφιμα, για να μην πεθάνει από την πείνα ο λαός. Βρήκε το θάρρος να ξανιχτεί στα βουνά για να προσπέσει στο βλοσυρό και τρομερό Βελουχιώτη ώστε να μην ανατιναχτεί η μοναδική ελπίδα της περιοχής των Καλαβρύτων, η μικρή οδοντωτή γραμμή του τραίνου. Έσωσε από βέβαιο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους, απελευθέρωσε εκατοντάδες αιχμαλώτους, βοήθησε χιλιάδες φυλακισμένους… Για τη μεγάλη προσφορά του η Στρατιωτική Διοίκηση ανεγνώρισε και εξήρε τις υπηρεσίες του που προσέφερε διατυπώνοντας την ευαρέσκειά της: «… ο Αρχιμανδρίτης Χρόνης Κωνστάντιος, κληθείς εις τας τάξεις του στρατού, από της πρώτης ημέρας του πολέμου υπηρέτησε εις τον βαθμόν του Λοχαγού… προσενέγκων πολυτίμους υπηρεσίας εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του…». Η Εκκλησία της Ελλάδος για την αξιέπανη δράση του στην Καβάλα τον βράβευσε για την αυτοθυσία του. «Η Ιερά Σύνοδος… πληροφορηθείσα την μετ’ εξαιρέτου ζήλου και αφοσιώσεως επιτέλεσιν του καθήκοντος υμών κατά τους κρισίμους τούτους καιρούς… όπερ ουκ επαύσατε πολυειδώς ενισχύοντες, ενδυναμούντες και παραμυθούντες χειμαζόμενον, τον δίκαιον έπαινον απονέμουσα, εκφράζει υμίν την εναρέσκειαν Αυτής, και μητρικαίς καταστέφουσα ευλογίας…». Ο Αθηνών Χρύσανθος. Αθήνησι 17 Ιουνίου 1941. Ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, που είχε μετατεθεί στην Πάτρα, με έγγραφό του ευαρεστούσε τον π. Κωνστάντιο γράφοντας: «… Προσφέρατε τας υπηρεσίας σας επί ολόκληρον τριετίαν εις την Ι.Μ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας… Όθεν εκφράζομεν τας ευχαριστίας ημών, διότι, τα μάλιστα και δια του λόγου, … ενισχύσατε το θρησκευτικόν αίσθημα εν τη άνω Μητρόπολει, την οποίαν και επισιτιστικώς εν τη επαρχία Καλαβρύτων, κατά την φρικτήν δοκιμασίαν της, κατά το έτος τούτο της Κατοχής, εξυπηρετήσατε, μη φεισθέντες κόπων και μόχθων και δαπανών έτι και εκ του πενιχρού βαλαντίου σας… Ο Πατρών Θεόκλητος. Εν Πάτραις 4-12-1944». Ο Πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού Πατρών Σουηδός Χανς Ερενστρώλε, αναχωρώντας από την Ελλάδα,με έγγραφό του αναφέρει στον π. Κωνστάντιο: «… πριν αναχωρήσω εκ Πατρών, θεωρώ καθήκον να σας διαβιβάσω τας πλέον ειλικρινείς και εγκαρδίους ευχαριστίας μου δια την συνδρομήνήν προσφέρατε εις την επιτροπήν Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι (Ε.Δ.Β.Ε.)… Είχατε να αντιπαλαίσητε με τεραστίας δυσχερείας ώστε να φέρητε την αποστολήν σας εις πέρας και πρέπει να ομολογήσω ότι κατά μέγα μέρος εις υμάς οφείλεται, μετά τας απαγορευτικάς διαταγάς των Αρχών Κατοχής, η συνέχισις της τροφοδοσίας των Καλαβρύτων και της περιφερείας. … δεν δύναμαι παρά να εκφράσω προς υμάς τον θαυμασμόν μου δια την καλήν σας θέλησιν, τους αστείρευτους κόπους σας και την μεγάλην σας υπομονήν καθ’ όλον το διάστημα των δυσκόλων περιστάσεων… Επί τούτοις, σας παρακαλώ δεχθήτε την διαβεβαίωσιν του εξαιρέτου προς υμάς σεβασμού μεθ’ ου διατελώ. Χανς Ερενστρώλε. Πάτραι, 13/11/1944». Ο Δήμαρχος Καλαβρύτων με ένα συγκινητικό έγγραφο που έστειλε στην ΙεράνΣύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 15 Οκτωβρίου 1947 αναφέρει για την προσφορά και τη θυσία του π. Κωνστάντιου για την Πόλη των Καλαβρύτων.
απο την εφημεριδα ΑΓΩΝΑΣ Λαρισας.
(Ένας εκ των 12 διωχθέντων)
Ομολογώ ότι οι κατηγορούντες με έχουν κάποιο δίκαιον λέγοντες ότι εξετέθην πολύ με το, καθεστώς της επταετείας. Δεν ημπορούν όμως να καταλάβουν κάτι, πολύ απλούν. Ότι εγώ, αφ’ ής έγινα κληρικός, εννοήσας εις όλον το βάθος το καθήκον, που έχει ο ποιμήν της Εκκλησίας απέναντι του ποιμνίου του και εμφορούμενος από αγνήν αγάπην προς τους συνανθρώπους μου -τα τέκνα του Θεού- όχι μόνον κατά την διάρκειαν της επταετείας, αλλά και εις όλας τας δυσκόλους εθνικάς, περιστάσεις, ανεμίχθην εις πολλάς υποθέσεις και προέβην εις πολλάς ενεργείας, αι οποίοι δεν εφαίνοντο μεν εκ πρώτης όψεως εκκλησιαστικοί και ηδύναντο να παρεξηγηθώσι, ήσαν όμως άκρως, επιτακτικαί δια την συνείδησιν ενός κληρικού, διότι μόνον υφ’ ενός εκκλησιαστικού εκπροσώπου ηδύναντο να αχθούν εις αίσιον πέρας. Και το έκαμα, αδιαφορήσας εις τας περιστάσεις αυτάς δια το τι θα είπουν οι άνθρωποι, διακινδυνεύσας δε και την ζωήν μου ακόμη. Ούτω - δια να μνημονεύσω μερικάς: α)
Όταν την έκτην Απριλίου 1941, με την εισβολήν των Γερμανών εις την χώραν μας εγκατέλειπαν εκ φόβου την πόλιν της Καβάλας όλαι αι Πολιτικαί, Δημοτικαί και Εκκλησιαστικαί Αρχαί, με επικεφαλής τον Μητροπολίτην Χρυσόστομον, τον μετέπεπα Αρχιεπίσκοπον, εγώ - υπηρετών τότε εις Καβάλαν ως ιεροκήρυξ και στρατιωτικός ιερεύς- έμεινα μόνος μου εκεί δια να ενθαρρύνω τον δοκιμαζόμενον και αιφνιδίως απορφανισθέντα λαόν, καίτοι ηδυνάμην να φύγω μαζί με τον στρατόν ως στρατιωτικός ιερεύς και μοι διετέθη προς τούτο ειδικόν όχημα. Εβοήθησα τότε τους εν αθλία καταστάσει επιστρέφοντας εκ του μετώπου στρατιώτας και κατώρθωσα να σώσω εκ βεβαίου θανάτου 1450 αξιωματικούς και οπλίτας εγκλεισμένους υπό των Γερμανών εις το στρατόπεδον Καρά Ορμάν, διότι ηδυνήθην να πείσω τας αρχάς κατοχής να τους αποστείλουν εις Θεσσαλονίκην πριν ή αφιχθούν εις Καβάλαν οι Βούλγαροι. Εν συνεχεία παρέμεινα πλησίον του λαού, παρά τους κινδύνους, που διέτρεχον από τους Βουλγάρους, μέχρις ότου, δαρείς και κακοποιηθείς παντοιοτρόπως υπ’ αυτών απηλάθην πέραν του Στρυμώνος. Μήπως δια τας ενεργείας μου αυτάς πρέπει να θεωρηθώ φίλος των Γερμανών και των Βουλγάρων; β) Μετά την απέλασίν μου εκ Καβάλας εστάλην υπό της Ιεράς Συνόδου ως προσωρινός Ιεροκήρυξ εις την Επαρχίαν Αιγιαλείας και Καλαβρύτων. Τότε εις τα Καλάβρυτα υπήρχεν αυστηρόν στρατόπεδον κρατουμένων υπό των Ιταλών, εις το οποίον η είσοδος ήτο πράγμα σχεδόν αδύνατον. Εν τούτοις εγώ κατώρθωσα να εισέρχωμαι εις το στρατόπεδον, να λειτουργώ χάριν των κρατουμένων, να τους ενθαρρύνω (δια νευμάτων και άλλων επικινδύνων δια την ζωήν μου τρόπων, διότι η παρουσία διερμηνέος καθίστα δύσκολον την δια ζώσης επικοινωνίαν) και ποικιλοτρόπως να τους συμπαρίσταμαι. Μήπως δια τας ενεργείας μου αυτάς πρέπει να χαρακτηρισθώ φίλος και συνεργάτης των Ιταλών; γ) Είναι γνωστή εις όλους η φρικώδης εκτέλεσις των 1300 κατοίκων των Καλαβρύτων. Είμαι βέβαιος ότι πολλά θα επετύγχανον και ίσως και την εκτέλεσιν θα απέτρεπα εάν εβοηθούμην υπό του ασύγγνωστον δειλίαν επιδείξαντος τότε Μητροπολίτου Αιγιαλείας και κατόπιν Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου. Επέτυχαν όμως δι ενεργειών μου - ως όλοι οι Αιγιώτες ομολογούν - να σώσω εκ της καταστροφής το Αίγιον, διότι ως έγινεν κατόπιν γνωστόν, οι Γερμανοί είχον διαταγήν να φονεύσουν 4.000 Έλληνας και όχι 1.300. Την ιδίαν εποχήν επετύγχανον από τους Γερμανούς ό,τι δεν είχον επιτύχει οι αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ακόμη και η Κυβέρνησις των Αθηνών, να τεθή δηλονότι εις την διάθεσίν μου ο οδοντωτός σιδηρόδρομος Διακοπτού - Καλαβρύτων, δια να μεταφέρω τα τρόφιμα δια τας χήρας και τα ορφανά. Επετύγχανον ακόμη την απόλυσιν όλων των συλληφθέντων πάλιν υπό των Γερμανών κατά την νέαν επιδρομήν των εις Καλάβρυτα την Μ. Παρασκευήν του 1944. Μήπως πάλιν και δι αυτάς τας ενεργείας μου και τους συναφείς προς αυτάς κινδύνους πρέπει να χαρακτηρισθώ φίλος των Γερμανών; δ) Την ιδίαν περίπου εποχήν μετέβην, πεζοπορών επί 35 ώρας, εις το Στρατηγείον του Άρη Βελουχιώτη. Σκοπός μου ήτο να τον πείσω να ανακαλέση την διαταγήν του όπως καταστραφή ο οδοντωτός σιδηρόδρομος δια να μή διακοπή ο εφοδιασμός των δεινοπαθούντων Καλαβρυτινών δια τροφίμων και λοιπών εφοδίων. Σημειωτέον ότι τον αρχηγόν των ανταρτών δεν είχον κατορθώσει να πείσουν τότε πολλοί άλλοι σημαίνοντες παράγοντες, ακόμη και οπαδοί του Ε.Α.Μ. και των διακλαδώσεών του. Και όμως εγώ κατώρθωσα να τον πείσω. Μήπως δι αυτό πρέπει να χαρακτηρισθώ φίλος του Βελουχιώτη και του Κομμουνισμού, επειδή δηλονότι εκοπίασα και διεκινδύνευσα δια να φανώ οφέλιμος εις τους κατοίκους της μαρτυρικής πόλεως των Καλαβρύτων; Από το αυτό λοιπόν πνεύμα εμφορούμενος - της ολοκληρωτικής θυσίας υπέρ του πλησίον - και ότε συνέβη να επιστρατευθώ υπό της Εκκλησίας το 1967 και να χειροτονηθώ Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως εθεώρησα χρέος μου να αναπτύξω δράσιν εις όλους, τους τομείς. Ησχολήθην βεβαίως προτίστως με την πνευματικήν διαποίμαναιν του πληρώματος της Μητροπόλεώς μου. Μετέβαινα συχνότατα εις τα χωρία δια να τελέσω προς χάριν των χωρικών την Θείαν Λειτουργίαν και να τους ομιλήσω καταλλήλως, συνεκάλουν τακτικώς συνέδρια και συγκεντρώσεις ιερέων, ενίσχυσα το κηρυκτικόν και κατηχητικόν έρνον της Μητροπόλεως και γενικώς δεν παρέλειψα τίποτε το οποίον εθεώρουν απαραίτητον δια την πνευματικήν τροφοδοσίαν των πιστών. Προσέτι έστρεψα την προσοχήν μου εις την ανοικοδόμησιν κτισμάτων και φιλανθρωπικών καταστημάτων, αναγκαίων δια την κάλυψιν πλείστων όσων αναγκών, εκκλησιαστικών και Κοινωνικών, κατορθώσας να αποσπάσω τα αναγκαία ποσά από τας τότε Κυβερνήσεις. Ούτω α) Ανήγειρα νέον Μητροπολιτικόν οίκον (Επισκοπείον), β) Ανήγειρα Πνευματικόν Κέντρον, διαθέτον αίθουσαν 635 θέσεων μετά πολλών προσηρτημένων διαμερισμάτων, γ) Επεξέτεινα και εξωράϊσα το υπάρχον γηροκομείον προσθέσας νέας θέσεις πολυτελούς κατασκευής, ώστε αύται να φτάνουν τας 75. δ) Έκτισα κατασκηνώσεις, από τας ωραιοτέρας της Ελλάδος, παρά την Νέαν Μάκρην. ε) Ίδρυσα συνοικισμόν οικημάτων προς δωρεάν παραθερισμόν οικογενειών ιερέων και εκπαιδευτικών, στ) Ίδρυσα Παιδικόν Σταθμόν, ζ) Ανήγειρα 13 νέους Ναούς και η) Εφρόντισα δια την επισκευήν και ανακαίνισιν του Μητροπολιτικού Ναού και όλων σχεδόν των άλλων Ναών της περιφερείας. Έκαμα όλα αυτά αλλά η αρχιερατική μου συνείδησις και το χρέος μου απέναντι των πιστών μου υπηγόρευαν να μη σταματήσω έως εδώ. Έπρεπε τας υποθέσεις ενός εκάστου εκ των πιστών μου να τας κάνω ιδικάς μου και τα προβλήματά των προβλήματά μου. Έτσι ένοιωθα την αποστολήν μου ως Ποιμενάρχου. Δι αυτό δεν εδίστασα να συμπαρασταθώ τον λαόν μου οσάκις ευρίσκετο εις δυσκόλους καταστάσεις. Πράγματι. Κατά την δύσκολον εποχήν της επταετίας, ως ήτο επόμενον, εις την ημερησίαν διάταξιν ήσαν αι αδικίαι, αι εξορίαι, η διαθεσιμότης, αι απολύσεις, αι μεταθέσεις κλπ. Ποιός έπρεπε να ενδιαφερθή δια τους πληττομένους αδίκως; Δεν είναι καθήκον ενός Ποιμενάρχου να ίσταται παρά το πλευρόν των αδικουμένων; Ο Ποιμήν ο καλός “ουχί την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων;”. Δι αυτό ετέθην επί το έργον. Εχρησιμοποίησα την επιρροήν μου επί των παραγόντων της Πολιτείας αποκλειστικώς και μόνον δια την ανακούφισιν και σωτηρίαν του ποιμνίου μου. Ούτω: Επανειλημμένως μετέβην εις Σαμοθράκην δια να συμπαρασταθώ και ενισχύσω τους εκεί ευρισκομένους πολιτικούς εξορίστους. Περί τούτου δύνανται να μαρτυρήσουν ο αξιότιμος υφυπουργός κ. Πανουργιάς και ο βουλευτής κ. Ιππ. Σαβούρας, αμφότεροι εξόριστοι εις Σαμοθράκην. Έτρεχα συνεχώς εις τα υπουργεία και επετύγχανα να επαναφερθούν υπάλληλοι αδίκως απολυθέντες ή τεθέντες εις διαθεσιμότητα, επέτυχα να λάβω χάριν δια καταδικασθέντας υπό του Στρατοδικείου Καβάλας, κατώρθωνα να μεταθέτω και να διορίζω πολλούς, να κάμνω δηλαδή ότι και οι βουλευταί εις δημοκρατικάς περιόδους, δι’ αυτό και πολλοί υπάλληλοι Υπουργείων, θαυμάζοντες το ενδιαφέρον μου με ονόμαζαν “βουλευτήν Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης”. Τελευταίως επέτυχα να απαλλάξω από βεβαίαν υπό του Στρατοδικείου, καταδίκην τόσον τους φοιτητάς που ανέγραψαν εις Αλεξανδρούπολιν πλήθος αντιχουντικών συνθημάτων, όσον και στρατιώτην δαρέντα ανηλεώς υπό της Ε.Σ.Α. και παραπεμφθέντα εις Στρατοδικείον. Δια τας δυο αυτός ενεργείας μου κυρίως ηρεθίσθη το αρχηγείον της Ε.Σ.Α. Αθηνών με συνέπειαν αφ ενός μεν να παρατηρηθώ αυστηρώς υπό εκπροσώπου της Ε.Σ.Α. Αλεξανδρουπόλεως και αφ ετέρου να αφήσουν ανεμπόδιστον πλέον τον Αρχιεπίσκοπον κ. Σεραφείμ να επεκτείνη και εις το πρόσωπόν μου την τιμωρητικήν του διάθεσιν και να με κηρύξη έκπτωτον, ενώ προ ολίγων ημερών με είχε ανακηρύξει κανονικόν! Αι ενέργειαί μου αυταί προς προστασίαν του ποιμνίου μου δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι υπήρξα φίλος της Χούντας; Ένα τοιούτον συμπέρασμα δύναται να ευσταθήση; Αναντιρρήτως ήτο ευκολώτερον και βολικώτερων δι εμέ να κυπάξω “τον εαυτούλη μου”, όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί εν τη αρχιερωσύνη, δια να ημπορώ τώρα να παριστάνω τον “αντιχουντικόν” και “αντιστασιακόν”. Ηδυνάμην να το κάμω και μάλιστα να οφεληθώ ατομικώς, διότι, όλως τυχαίως γνωστά μου πρόσωπα συνέβαινε να κατέχουν καιρίας θέσεις εις τον μηχανισμόν του καθεστώτος. Αλλά δεν το έκαμα. Τουναντίον ήλθον εις σύγκρουσιν προς αυτούς και τους ήλεγξα δριμέως και έπαθον εν συνεχεία ό,τι έπαθον...».(αυτό είναι ένας μέρος της ιστορικής απάντησης του ιερομάρτυρος) Εξέφρασαν την εναρέσκειαν Στο πέρασμά του ο π. Κωνστάντιος άφησε, ταπεινό και αθόρυβο θρόισμα, πνοή αγίας βιοτής, ανόθευτης και πηγαίας αγάπης, δίνοντας ανάσα στις καρδιές και λάμψη πατερικής αγιοσύνης. Αυτός ο πράος λευίτης είχε ψυχή λιονταριού. Μια γενναιότητα και κληρονομιά Καλαβρυτινή. Αναμετρήθηκε δυναμικά, στήθος με στήθος, με τον εχθρό και τον θάνατο. Στρατεύτηκε από την πρώτη στιγμή με την κήρυξη του πολέμου και ήταν πρωτοπόρος στον εθνικό αγώνα. Έσφιγγε τα δόντια και τραβούσε μπροστά. Έπεφτε στη μάχη δίχως να υπολογίσει τα βόλια των αντιπάλων. Στάθηκε κυματοθραύστης όταν ξέσπασε η καταιγίδα της βουλγάρικης κατοχής. Κουβάλησε πάνω στους ιερατικούς του ώμους τσουβάλια με τρόφιμα, για να μην πεθάνει από την πείνα ο λαός. Βρήκε το θάρρος να ξανιχτεί στα βουνά για να προσπέσει στο βλοσυρό και τρομερό Βελουχιώτη ώστε να μην ανατιναχτεί η μοναδική ελπίδα της περιοχής των Καλαβρύτων, η μικρή οδοντωτή γραμμή του τραίνου. Έσωσε από βέβαιο θάνατο χιλιάδες ανθρώπους, απελευθέρωσε εκατοντάδες αιχμαλώτους, βοήθησε χιλιάδες φυλακισμένους… Για τη μεγάλη προσφορά του η Στρατιωτική Διοίκηση ανεγνώρισε και εξήρε τις υπηρεσίες του που προσέφερε διατυπώνοντας την ευαρέσκειά της: «… ο Αρχιμανδρίτης Χρόνης Κωνστάντιος, κληθείς εις τας τάξεις του στρατού, από της πρώτης ημέρας του πολέμου υπηρέτησε εις τον βαθμόν του Λοχαγού… προσενέγκων πολυτίμους υπηρεσίας εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του…». Η Εκκλησία της Ελλάδος για την αξιέπανη δράση του στην Καβάλα τον βράβευσε για την αυτοθυσία του. «Η Ιερά Σύνοδος… πληροφορηθείσα την μετ’ εξαιρέτου ζήλου και αφοσιώσεως επιτέλεσιν του καθήκοντος υμών κατά τους κρισίμους τούτους καιρούς… όπερ ουκ επαύσατε πολυειδώς ενισχύοντες, ενδυναμούντες και παραμυθούντες χειμαζόμενον, τον δίκαιον έπαινον απονέμουσα, εκφράζει υμίν την εναρέσκειαν Αυτής, και μητρικαίς καταστέφουσα ευλογίας…». Ο Αθηνών Χρύσανθος. Αθήνησι 17 Ιουνίου 1941. Ο μητροπολίτης Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, που είχε μετατεθεί στην Πάτρα, με έγγραφό του ευαρεστούσε τον π. Κωνστάντιο γράφοντας: «… Προσφέρατε τας υπηρεσίας σας επί ολόκληρον τριετίαν εις την Ι.Μ. Καλαβρύτων και Αιγιαλείας… Όθεν εκφράζομεν τας ευχαριστίας ημών, διότι, τα μάλιστα και δια του λόγου, … ενισχύσατε το θρησκευτικόν αίσθημα εν τη άνω Μητρόπολει, την οποίαν και επισιτιστικώς εν τη επαρχία Καλαβρύτων, κατά την φρικτήν δοκιμασίαν της, κατά το έτος τούτο της Κατοχής, εξυπηρετήσατε, μη φεισθέντες κόπων και μόχθων και δαπανών έτι και εκ του πενιχρού βαλαντίου σας… Ο Πατρών Θεόκλητος. Εν Πάτραις 4-12-1944». Ο Πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού Πατρών Σουηδός Χανς Ερενστρώλε, αναχωρώντας από την Ελλάδα,με έγγραφό του αναφέρει στον π. Κωνστάντιο: «… πριν αναχωρήσω εκ Πατρών, θεωρώ καθήκον να σας διαβιβάσω τας πλέον ειλικρινείς και εγκαρδίους ευχαριστίας μου δια την συνδρομήνήν προσφέρατε εις την επιτροπήν Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι (Ε.Δ.Β.Ε.)… Είχατε να αντιπαλαίσητε με τεραστίας δυσχερείας ώστε να φέρητε την αποστολήν σας εις πέρας και πρέπει να ομολογήσω ότι κατά μέγα μέρος εις υμάς οφείλεται, μετά τας απαγορευτικάς διαταγάς των Αρχών Κατοχής, η συνέχισις της τροφοδοσίας των Καλαβρύτων και της περιφερείας. … δεν δύναμαι παρά να εκφράσω προς υμάς τον θαυμασμόν μου δια την καλήν σας θέλησιν, τους αστείρευτους κόπους σας και την μεγάλην σας υπομονήν καθ’ όλον το διάστημα των δυσκόλων περιστάσεων… Επί τούτοις, σας παρακαλώ δεχθήτε την διαβεβαίωσιν του εξαιρέτου προς υμάς σεβασμού μεθ’ ου διατελώ. Χανς Ερενστρώλε. Πάτραι, 13/11/1944». Ο Δήμαρχος Καλαβρύτων με ένα συγκινητικό έγγραφο που έστειλε στην ΙεράνΣύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 15 Οκτωβρίου 1947 αναφέρει για την προσφορά και τη θυσία του π. Κωνστάντιου για την Πόλη των Καλαβρύτων.
απο την εφημεριδα ΑΓΩΝΑΣ Λαρισας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου