Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Δ΄Νηστ Μρ 9,17-31


Τρία σκηνικά



του αρχιμ. Αθανασίου Σιαμάκη



Σκηνικό πρώτο.


Όταν ο Χριστός κατέβηκε από το βουνό της μεταμορφώσεως και διατηρούσε ακόμη στο πρόσωπό του κάποια λάμψη, είδε τους γραμματείς να συζητάνε με το λαό, και ανησύχησε. Εκείνοι, σαν είδαν το Χριστό, τραβήχτηκαν πιο πέρα και κουβέντιαζαν μεταξύ τους συνωμοτικά. Βλέποντας ο κόσμος τη λάμψη του προσώπου του τρέχει κοντά του θαμπωμένος και τον ασπάζεται.


Αλλ’ εκείνος στρέφεται προς τους γραμματείς και τους αιφνιδιάζει με το ερώτημα· Τι συζητάτε μεταξύ σας, τι σχολιάζετε; δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι ήξερε τι συζητούν και τώρα και λίγο πριν με το λαό, αλλ’ επιφυλάσσεται να τους απαντήσει με σημείο, που πρόκειται να κάνει στη συνέχεια. Προφανώς οι εμπαθείς αυτοί άνθρωποι σχολίαζαν σαρκαστικά την αδυναμία των μαθητών να βγάλουν το δαιμόνιο, προσπαθώντας με τα πικρόχολα σχόλιά τους να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του λαού σ’ αυτούς και στο διδάσκαλό τους.


Από την κίνηση των πολλών παρορμήθηκε κι ένας άνθρωπος, που πλησίασε και είπε στον Κύριο τον πόνο του. Ο μονοχογιός του, είπε, είναι σε δεινή κατάσταση. Έχει καταληφθεί από άλαλο πνεύμα που τον κατασπαράζει κατά καιρούς, κι αφρίζει, και τρίζει τα δόντια του, και περιέρχεται σε ακινησία και αναισθησία σα ξερός. Και παρακάλεσα τους μαθητάς σου, πρόσθεσε, να το βγάλουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Απ’ αυτό το τελευταίο φαίνεται πως ο πατέρας του νέου συμφωνούσε με τους δολοπλόκους και άπιστους γραμματείς.


Ο Χριστός από όσα είδε κι άκουσε δυσφόρησε, διότι στον άνθρωπο αυτόν και στους γραμματείς διέγνωσε απιστία. Μια απιστία που τον ενοχλούσε και καθιστούσε δύσκολη την περαιτέρω συνύπαρξή του μαζί τους, και με όλη βέβαια τη γενιά τους. Παράλληλα έβλεπε να λιγοστεύει και η ανοχή του. Αυθόρμητα λοιπόν του βγήκε από το στόμα μια γενική διαμαρτυρία-καταγγελία για την απιστία της γενιάς εκείνης, πού, αν και είχε δει τόσα και τόσα σημεία, εν τούτοις δεν εννοούσε να πιστέψει. Άπιστη γενιά, είπε, μέχρι πότε θα είμαι κοντά σας, μέχρι πότε θα σας ανέχομαι;


Παρά τη δυσφορία του όμως ο Χριστός έδειξε για τον πάσχοντα στοργή κι ενδιαφέρον. Φέρτε τον σ’ εμένα, είπε. Και τον οδήγησαν κοντά του. Το άλαλο πνεύμα σαν είδε ότι έφτασε η ώρα να φύγει και ν’ αφήσει ήσυχο το νέο, τον κατασπάραξε για μια τελευταία φορά. Πέφτοντας κάτω ο νέος κυλίονταν στο χώμα αφρίζοντας.


Την κρίσιμη εκείνη στιγμή ρώτησε ο Κύριος κι έμαθε από τον πατέρα ότι το παιδί του πάσχει από μικρό, κι ότι συχνά το πνεύμα το έσπρωξε και στη φωτιά και στα νερά, για να το καταστρέψει. Στο μεταξύ, καθώς ο πατέρας βλέπει το ενδιαφέρον του Χριστού, ενθαρρύνεται κι εκφράζει το αίτημά του· Αν μπορείς εσύ, λυπήσου μας, και βοήθησέ μας, είπε. Εμένα ν’απαλλαγώ από την απιστία και το παιδί μου από το άλαλο πνεύμα. Οι μαθηταί σου δεν μπόρεσαν να κάνουν ούτε το ένα ούτε το άλλο.


Τώρα εξηγείται καλύτερα γιατί ο Χριστός προτήτερα φάνηκε να διαμαρτύρεται γενικά και ασύνδετα για την απιστία της γενιάς εκείνης. Προφανώς το διεισδυτικό μάτι του από την πρώτη στιγμή είχε τσεκάρει την απιστία του πατέρα, που κι αυτή ακόμη τη στιγμή εκφράζεται ειρωνικά με το Αν μπορείς. Ποιος μας βεβαιώνει ότι αυτή η απιστία του πατέρα δεν ευθύνεται για ότι έπαθε το παιδί του; Εξ άλλου η απιστία των γραμματέων, που χαιρέκακα περίμεναν να δουν και το Χριστό να μην μπορεί να θεραπεύσει το νέο, όπως και οι μαθηταί του, για να τον διαπομπεύσουν, ήταν δεδομένη.


Ούτε γενική λοιπόν ούτε ασύνδετη ήταν η διαμαρτυρία του Κυρίου. Είχε συγκεκριμένες αφορμές. Απλώς, φερόμενος διακριτικά, δεν είχε δώσει στη διαμαρτυρία του προσωπικό χαρακτήρα. Όταν τελικά ο πατέρας κατάλαβε ότι ο Χριστός υπαινίσσεται την απιστία του, που ενδεχομένως θα μπορούσε ν’ αποβεί σε βάρος της θεραπείας του παιδιού του, τότε με δάκρυα εξομολογείται δημοσίως· Πιστεύω, Κύριε, βοήθα με ν’ απαλλαγώ από την απιστία μου, που ευθύνεται όχι μόνο για το πάθημα του παιδιού μου, αλλά και για την παρακώλυση της θεραπείας του.


Μετά την ομολογία αυτή ο Χριστός διατάσσει το άλαλο πνεύμα να βγει και να μην ξαναμπεί ποτέ πια στο παιδί αυτό. Άλαλο και κωφό πνεύμα, όχι πια οι μαθηταί μου, αλλ΄εγώ σε διατάσσω, είπε· Να βγεις αμέσως απ’ το νέο και ποτέ πια να μην μπεις μέσα του.


Το άλαλο πνεύμα, μη μπορώντας να κάνει κι αλλιώς, παρ’ όλες τις παρελκυστικές κραυγές και τους σπαραγμούς δυσαρεσκείας, διότι έχανε το «στέκι» του, βγήκε, προκαλώντας την τελευταία κακούργα πράξη του, αφήνοντας το νέο σε σχεδόν κατάσταση θανάτου. Ο κόσμος τον πέρασε για νεκρό. Αλλ’ ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε όρθιο. Κι εκείνος, απαλλαγμένος και ειρηνικός, στάθηκε στα πόδια του.


Σκηνικό δεύτερο.


Βλέποντας το σημείο οι μαθηταί, ενθαρρύνονται, διότι τελικά δεν έγινε των γραμματέων, και ρωτούν τον Κύριο· Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να διώξουμε το άλαλο πνεύμα και ντροπιαστήκαμε μπροστά στους γραμματείς; Κι εκείνος τους απάντησε στην εύλογη απορία τους λέγοντας· Οι δαίμονες, όταν θρονιάζουν μέσα στους ανθρώπους, δεν βγαίνουν, παρά μόνο με πολλή προσευχή και νηστεία. Κι εννοούσε βέβαια κατά πολύ αυστηρότερη από αυτήν που καλούμαστε να κάνουμε εμείς τώρα τη μεγάλη τεσσαρακοστή, για τον ίδιο σκοπό.


Σκηνικό τρίτο.


Σαν βγήκαν πιο πέρα και βρέθηκαν μόνοι τους, βαδίζοντας δια μέσου της Γαλιλαίας, ο Χριστός τους αποκάλυψε ότι τα δαιμόνια και τα όργανά τους συσπειρώνονται, για να τον εκδικηθούν. Σκοπός τους είναι, είπε, να τον οδηγήσουν στο σταυρικό θάνατο. Αφού με σκοτώσουν, όμως, πρόσθεσε, θ’ αναστηθώ σε τρεις μέρες. Δυσάρεστη η είδηση, αλλ’ είχε μέσα της κι ένα σπέρμα ελπίδος· Την ανάστασή του. Και τη συντριβή του διαβόλου.


Σα να τους έλεγε· «Μη χάνετε το θάρρος σας· θέλω και παραδίδομαι στο θάνατο, για να σώσω όσους με πιστεύουν. Μπορώ να τον αποφύγω, αλλ’ εγώ δίνω την άδεια στο διάβολο και στα όργανά του να με πιάσουν. Ο διάβολος θα το θεωρήσει αδυναμία μου, αλλά θα είναι γι’ αυτόν αργά, όταν η ανάστασή μου θα τον συντρίψει μια για πάντα, ώστε να μην μπορεί άλλο να τυραννάει τους αθώους, όπως αυτόν τον σεληνιαζόμενο νέο, με την κακία του. Μετά την ανάστασή μου όσοι πιστεύουν σ’ εμένα θα είναι άτρωτοι από τις επιβουλές του διαβόλου. Πεθαίνω για να ζήσετε εσείς αιωνίως, υφιστάμενοι μεν κακά από το διάβολο στην παρούσα κατάσταση, αλλά νικώντας τον τελικώς με τη δύναμη της αναστάσεώς μου. Μακάρια και ανενόχλητη ζωή θα ζήσετε μετά την τελική συντριβή του σατανά κατά τη δευτέρα παρουσία μου. Προς το παρόν προσεύχεστε και νηστεύετε».

2 σχόλια:

  1. Άψογη διατύπωση με λίαν διεισδυτική πρωτότυπη ερμηνευτική προσέγγιση σε όλα, αλλά ειδικά στα:

    α΄ακηνικό: "αν μπορείς",
    β΄σκηνικό: "θρονιάζουν, αυστηρότερη".
    Στο γ΄σκηνικό: αξίζει απομνημονεύσεως η παράγραφος:

    "Μετά την ανάστασή μου όσοι πιστεύουν σ’ εμένα θα είναι άτρωτοι από τις επιβουλές του διαβόλου.
    Πεθαίνω για να ζήσετε εσείς αιωνίως, υφιστάμενοι μεν κακά από το διάβολο στην παρούσα κατάσταση, αλλά ΝΙΚΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΕΛΙΚΩΣ με τη ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ μου. Μακάρια και ανενόχλητη ζωή θα ζήσετε μετά την τελική συντριβή του σατανά κατά τη δευτέρα παρουσία μου. Προς το παρόν προσεύχεστε και νηστεύετε".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. "Η δύναμις της αναστάσεως" ως αυτούσια έκφραση αναφέρεται στο χωρίο 3,10 της προς Φιλιπησίους επιστολής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου