Έρευνα: πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου(χημικού)
Εισαγωγικά
Ένα άλλο θέμα που προέκυψε πρόσφατα είναι η εμφάνιση-καθιέρωση του ιερού Συνθρόνου πίσω από την Αγία Τράπεζα,
στην κόγχη του ιερού. Στο παρακάτω άρθρο ερευνάται ιστορικά και θεολογικά τα
σχετικά με το Σύνθρονο, όπως τα διέσωσε
η Ορθόδοξη παράδοση.
Επισημαίνουμε επίσης ότι όσοι είναι υπέρμαχοι της
επιστροφής του ΣΥΝΘΡΟΝΟΥ σύμφωνα με την πρακτική της παραδοσιακής παλαιοχριστιανικής
λατρείας, ας λάβουν υπόψη ότι πρέπει να αλλάξουν και άλλα πολλά όπως η εκλογή
των επισκόπων από κλήρο και λαό, η αλλαγή της σημερινής αρχιερατικής στολής
κ.α.
Ιστορικά στοιχεία περί του Συνθρόνου
Σύνθρονο ονομάζεται η λειτουργική εκείνη
κατασκευή ή το σύνολο των καθισμάτων τα
οποία βρίσκονται διατεταγμένα στην ανατολική πλευρά του ναού και μάλιστα στον
χώρο του Ιερού Βήματος, κατά κανόνα δε εκατέρωθεν της Αγίας Τράπεζας.
Ο θρόνος του επισκόπου εντός του συνθρόνου είναι
υπερυψωμένος κάτι που ήταν αποτέλεσμα και του ολοένα αυξανόμενου κύρους των
επισκόπων αλλά και της ανάγκης να είναι ορατός και ακουστός από το εκκλησίασμα,
καθως παρεμβαλλόταν η αγία τράπεζα, το κιβώριο που την σκέπαζε με τα καταπετάσματά
της
Το Σύνθρονο εμφανίστηκε μετά την εικονομαχία και
σύμφωνα με τον Α,Ορλάνδο είχε γνωρίσει εκτεταμένη χρήση κατά τη διάρκεια
της παλαιοχριστιανικής περιόδου.
Καθώς ήταν
προορισμένο να φιλοξενεί
τον επίσκοπο και τα μέλη του κλήρου στη διάρκεια της θείας λειτουργίας,
εξακολούθησε να είναι
σε χρήση και
στη μεταγενέστερη εποχή. Η παρουσία του
σε βυζαντινούς ναούς
ανιχνεύεται μέχρι και
την ύστερη βυζαντινή
περίοδο τουλάχιστον στους
καθεδρικούς ναούς, όπου
τελούνταν αρχιερατική λειτουργία προεξάρχοντος του επισκόπου.
Η θέση των
θρόνων που τοποθετούνταν
στο σύνθρονο καθοριζόταν
ήδη από τους
πρώτους χριστιανικούς αιώνες
με τις Αποστολικές
Διαταγές, οι οποίες
όριζαν: «κείσθω δε μέσος
ο του επισκόπου θρόνος, παρ’ εκάτερα δε αυτού
καθεζέσθω το πρεσβυτέριον».
Αργότερα, όταν άρχισε να κυριαρχεί η κατασκευή του
τέμπλου στους ναούς, ο θρόνος του αρχιερέα περιήλθε σε αχρηστία. Έτσι,
μεταφέρθηκε εκτός του Ιερού, στον κυρίως Ναό και τοποθετήθηκε απέναντι ακριβώς
από το θρόνο του Αυτοκράτορα. Εκεί παρέμεινε για αρκετά χρόνια. Μετά την Άλωση,
όμως, της Κων/λεως, όταν ο θρόνος του Αυτοκράτορα αποσύρθηκε, το Σύνθρονο
ταυτίστηκε με τον Δεσποτικό θρόνο, που έως πριν ανήκε στον βυζαντινό
αυτοκράτορα. Γι᾿ αυτό ψάλλουμε τον «Δεσπότην και Αρχιερέα…», γιατί πλέον, από
την πτώση της Πόλης, ο Επίσκοπος ταυτίστηκε με τον Δεσπότη, συμπληρώνοντας,
τρόπον τινά, την εκκλησιαστική και κοσμική, με την έννοια του Εθνάρχη, εξουσία
στο πρόσωπό του.
Το
σύνθρονο γνώρισε ευρεία
διάδοση στην εκκλησιαστική
αρχιτεκτονική των πρώτων
χριστιανικών αιώνων, επιβίωσε σε
αρκετές περιοχές και
κατά τη βυζαντινή
περίοδο. Μερικά από
τα πιο γνωστά
και χαρακτηριστικά παραδείγματα απαντούν
στη Νάξο, όπου έχει
επισημανθεί η ύπαρξη
συνθρόνου σε τουλάχιστον
ΤΡΙΑΝΤΑ βυζαντινούς ναούς.
Αυτό που μπορεί
να συμπεράνει κανείς
είναι το γεγονός
ότι αν και
η παρουσία συνθρόνου
ανιχνεύεται σε πολλές κατηγορίες μεσοβυζαντινών ναών, στους
καθεδρικούς ναούς η κατασκευή του ήταν
απαραίτητη και αποτελούσε συνειδητή επιλογή που στόχο είχε να καλύψει
συγκεκριμένες ανάγκες της
αρχιερατικής λειτουργίας. Η άνοδος σ’
αυτό του επισκόπου
μετά τη Μικρή Είσοδο
και η ευλογία που απηύθυνε
από τη θέση
αυτή στο εκκλησίασμα
αποτελούσε μέρος της λατρευτικής
πράξης που τελούνταν στη διάρκεια της λειτουργίας.
Ο επίσκοπος ως
τύπος Χριστού ευλογούσε από το θρόνο του το εκκλησίασμα. Για
το λόγο αυτό η ύπαρξη
συνθρόνου στους καθεδρικούς
ναούς της μέσης
βυζαντινής περιόδου, ακόμη και σ’ αυτούς που δεν σώζεται, θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη
καθώς ήταν απαραίτητη
στη διάρκεια τέλεσης
της λατρευτικής πράξης. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις των
απλών ενοριακών ναών, όπου ‐εκτός εξαιρέσεων‐ τη λειτουργία τελούσε μόνος ο
ιερέας του ναού, η παρουσία συνθρόνου
δεν ήταν απαραίτητη,
γι αυτό και
περιορίστηκε σημαντικά στη
βυζαντινή περίοδο.
Στους ναούς της Τουρκοκρατίας τα σύνθρονα έχουν
μειωθεί αισθητά, καθώς με την εξέλιξη
της λειτουργίας και την έξοδο του επισκόπου από το Βήμα, δεν ήταν πλέον απαραίτητα. Στα λιγοστά μνημεία που απαντούν
αποτελούν απλές κατασκευές, οι οποίες
συχνά δεν είχαν χρηστικό χαρακτήρα.
Συμβολισμός του Συνθρόνου
Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως του Ιωάννη (δ,4-11)
περιγράφεται η κυκλοτερής διάταξη εικοσιτεσσάρων θρόνων γύρω από τον θρόνο του
Θεού, στους οποίους βρίσκονται καθήμενοι εικοσιτέσσερις πρεσβύτεροι. Στα
απόκρυφα κείμενα του 4ου και 5ου αιώνα μ.Χ Αποστολικές Διαταγές αναφέρεται ότι
ο επισκοπικός θρόνος βρίσκεται στο μέσον δηλαδή στην κορυφή του ημικυκλίου της
κόγχης του ιερού Βήματος, ενώ εκατέρωθεν αυτού κάθονταν οι συλλειτουργοί
πρεσβύτεροι. Οι διάκονοι κάθονταν όρθιοι.
Καθώς συνιστά λειτουργική κατασκευή το Σύνθρονο
συμβολίζει το Θρόνο του Τριαδικού Θεού, ως επουράνιος και επίγειος θρόνος.
Είναι η υπερυψωμένη θέση και ο θρόνος όπου κάθισε ο Χριστός με τους μαθητές του
και προαναγγέλλει τη δεύτερη έλευσή του και την τελική κρίση. Επίσης είναι
σύμβολο ενότητας και ανεξαρτησίας των κατά τόπους Εκκλησιών.
Το σύνθρονο ενσάρκωνε συμβολισμό τον οποίο επισημαίνει
ο Συμεών Θεσσαλονίκης
τον 15ο αιώνα: «..Η
μεν ούν άνω
καθέδρα, ως είρηται,
την υπερουράνιον δείκνυσι
καθέδραν του Ιησού.
αι υπ’ αυτήν δε βαθμίδες
την εκάστου των ιεραρχών
και ιερέων τάξιν
τε και ανάβασιν.
ένθα δη και
ου θέμις τινά
έτερον καθίσαι, ουδέ
των διακόνων αυτών…».
Ο Γερμανός
πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως στα σχόλιά
του για το
σημαντικό γεγονός της
ανόδου του επισκόπου
στο σύνθρονο και
της από εκεί
ευλογίας που απευθύνει στο
λαό, αναφέρει: «…το δε
ανελθείν εν τω
συνθρόνω τον αρχιερέα,
και σφραγίσαι τον
λαόν έστιν, ότι
ο Υιός του
Θεού μέλλων πληρούν
την σάρκα ημών
οικονομίαν, επάρας τας
χείρας αυτού, ευλόγησε
τους αγίους αυτού μαθητάς, λέγων αυτοίς «Ειρήνην αφίημι υμίν». Δεικνύων,
ότι την
αυτήν ειρήνην και
ευλογίαν δέδωκε τω
κόσμω ο Χριστός
διά των αποστόλων
αύτού….Τάξις γαρ, φησίν
ο θεολόγος Γρηγόριος,
αρίστη, εκ Θεού τε άρχεσθαι, και εις Θεόν αναπαύεσθαι.
Αρχιερεύς, ο Κύριος. Θρόνος, η
Παρθένος. το δε καθίσαι εστίν, ότι ο Υιός την εαυτού
σάρκα ην εφόρεσε, και το πρόβατον
ο ανέλαβεν επί των ώμων (όπερ σημαίνει το ωμοφόριον) ο εστι το Αδαμιαίον φύραμα, ανεβίβασεν υπεράνω
πάσης αρχής και εξουσίας και κυριότητος
των άνω Δυνάμεων,
και προσήγαγεν αυτό
τω Θεώ και
Πατρί»( Γερμανός, Ιστορία Εκκλησιαστική, 409).
Το σύνθρονο στην θεία Λειτουργία
ιστορικά
Παρακολουθώντας
την πορεία της θείας
λειτουργίας, διαπιστώνει κανείς
ότι οι λειτουργικές
πηγές της περιόδου,
που διασώζουν διατάξεις
αρχιερατικής λειτουργίας, δίνουν αρκετές πληροφορίες για τη
λειτουργική και συμβολική
χρήση του συνθρόνου.
Σύμφωνα με τα
κείμενα, όταν η
πομπή της Μικρής Εισόδου,
η οποία σηματοδοτούσε
και την έναρξη
της θείας λειτουργίας, κατέληγε
στο Βήμα, επίσκοπος και κλήρος έπαιρναν τη θέση τους στο σύνθρονο, προκειμένου
να παρακολουθήσουν από εκεί τα
αναγνώσματα. Από τις πιο πρώιμες μαρτυρίες αποτελεί το μνημειώδες έργο του
Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου «Περί
βασιλείου τάξεως», όπου
ο συγγραφέας καταγράφει
επίσημες τελετές που έλαβαν
χώρα στην Αγία
Σοφία Κωνσταντινούπολης, στις
οποίες συμμετείχε ο
βυζαντινός αυτοκράτορας. Περιγράφοντας
την είσοδο του
πατριάρχη και του
αυτοκράτορα στο ναό
για την έναρξη
της θείας λειτουργίας,
δίνει την πληροφορία
ότι «εισέρχονται οι
δεσπόται μετά του πατριάρχου εις
το κυκλίν (=ημικυκλικός χώρος της
κόγχης του ιερού) , εν ω ίδρυται η διάχρυσος αγία σταύρωσις..»(Σημείωση; Αυτή
υπήρχε στο υπέργειο τμήμα της κόγχης του ιερού). ( Κωνσταντίνος
Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως I.I., 12.).
Αναφορές
στην άνοδο του
επισκόπου στο σύνθρονο
προκειμένου να παρακολουθήσει από
εκεί τα αναγνώσματα έχουμε και στο
Τυπικό της Μεγάλης
Εκκλησίας. Στα σχετικά
αποσπάσματα αναφέρεται «..και
εισοδεύει ο πατριάρχης
μετά του ευαγγελίου…και ανέρχεται
εν τω συνθρόνω». Και σε άλλο σημείο «…και ευθέως
ανέρχεται ο πατριάρχης εν τω συνθρόνω»(
Mateos, Le Typicon I, 254)
Την παραπάνω διάταξη σώζει και ο κώδικας 34060 του
Βρετανικού Μουσείου, ο οποίος
χρονολογείται το 12ο αιώνα και τιτλοφορείται «Τάξις της
αγίας λειτουργίας κατά
τον τύπον της
μεγάλης εκκλησίας». Στο
πολύτιμο αυτό χειρόγραφο
αναφέρεται ότι μετά τη
λιτανεία της Μικρής Εισόδου, ο
αρχιερέας, ο οποίος
μέχρι εκείνη τη
στιγμή καθόταν στο
νάρθηκα της εκκλησίας
προ των ωραίων
πυλών, εισοδεύων εισέρχεται άχρι
των αγίων θυρών»,
όπου «προσκυνήσας και
ασπασάμενος την εν
τω αρμώ εφ’ ηνίαν αγίαν εικόνα,
είσεισιν εις το θυσιαστήριον».
Ακολουθεί
ο τρισάγιος ύμνος,
και ο αρχιδιάκονος
«του τελευταίου τρισαγίου
αδομένου καλεί τον
αρχιερέα προς την
καθέδραν διά προσκυνήσεως. Ο δε αρχιερεύς προσκυνήσας και
ανελθών εις την κρηπίδα και ασπασάμενος,
πορεύεται επάνω της
κρηπίδος. Και προς
το τέλος, κατελθών απ’
αυτής, ευρίσκει τον
άρχοντα και τον
κανστρήσιον εκείσε εστώτας,
και χειροκρατούμενος υπ’
αυτών ανέρχεται, του
διακόνου προπορευομένου. Ότε ούν
εγγίσει τω συνθρόνω του αρχιδιακόνου ειπόντος
«Ευλόγησον, δέσποτα, την
καθέδραν, λέγει ο
αρχιερεύς˙ Ευλογημένος ει
ο καθήμενος επί θρόνου δόξης της
βασιλείας σου, πάντοτε, νυν και αεί και εις
τους αιώνας. είτα ανελθών
εν τω συνθρόνω
και προσκυνήσας και
ασπασάμενος, επιστρέφει εις τον λαόν».
Η άνοδος
του αρχιερέα
στο σύνθρονο
είναι μια κίνηση που επισημαίνεται και
σχολιάζεται από τους μεγάλους ερμηνευτές της θείας λειτουργίας.
Ο Συμεών
Θεσσαλονίκης τονίζει ότι «Καθὶσας δὲ τῷ συνθρόνῳ,
τὸν Χριστὸν
ἐκμιμούμενος συγκαθέδρους ἔχων καὶ τοὺς συνεπισκόπους καὶ ἱερεῖς,
μιμούμενος τοὺς ἀποστόλους
«Εἰρήνην
ἅπασι»λέγει…»
( Συμεὼν Θεσσαλονίκης, Περί τού Αγίου Ναού, 722‐723).
(πηγή ΦΛΩΡΑ Γ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ- Διδακτορική Διατριβή- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2006).
Το
σύνθρονο ως ΑΝΩ ΚΑΘΕΔΡΑ στην Θεία
Λειτουργία Αγ.Ιωαν.Χρυσοστόμου και Μ.Βασιλείου
Η «Άνω Καθέδρα» είναι ο επουράνιος Θρόνος του
Χριστού και συμβολίζεται με τον Θρόνο του Επισκόπου, γι᾽ αυτό όλες οι αρχαίες
Βυζαντινές Εκκλησίες έχουν τον Θρόνο του Επισκόπου και το «Σύνθρονο» των
Πρεσβυτέρων στο πίσω ημικύκλιο, πίσω από την αγία Τράπεζα.
Ανατρέχοντας κανείς στα Ιερατικά βιβλία, κατά την
διάρκεια της ψαλμωδίας του Τρισάγιου Ύμνου, συναντά ένα διάλογο μεταξύ διακόνου
και ιερέως.
ΔΙΑΚΟΝΟΣ-Κέλευσον,
Δέσποτα. Ο Ιερέας, ακολουθούμενος από τον Διάκονο,
κατευθύνεται προς την Καθέδρα λέγοντας· ΙΕΡΕΑΣ:
Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ο
Διάκονος·-Ευλόγησον, Δέσποτα, την άνω Καθέδραν. Ο Ιερέας
ευλογεί την Καθέδρα και στην συνέχεια έχοντας τα χέρια του σε στάση ικεσίας,
λέει· ΙΕΡΕΑΣ
:Ευλογημένος ει ο επί θρόνου δόξης της βασιλείας σου, ο καθήμενος επί των
Χερουβίμ, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. |
ΣΧΟΛΙΑ.
Ο παραπάνω διάλογος είναι ίσως ένα από τα πιο
αινιγματικά σημεία της θείας λατρείας, που έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται
μία σειρά παρεξηγήσεων που συναντώνται στη σημερινή λειτουργική πράξη και που
έχουν ως τελικό αποδέκτη τον απλό πιστό που δεν μπορεί να κατανοήσει τα
τελούμενα στο σημείο αυτό παρά μόνο εάν μελετήσει την ιστορία και την εξέλιξη
τους.
Σημειώνουμε ότι στο σημείο αυτό γινόταν η είσοδος
των Ιερέων στο Θυσιαστήριο και η άνοδός
τους στην «Καθέδρα», δηλαδή στο «Σύνθρονο», που βρισκόταν πίσω από την αγία
Τράπεζα. Εκεί κάθονταν την ώρα που διαβάζονταν τα Αναγνώσματα και γινόταν το
κήρυγμα. Η «Άνω Καθέδρα» ήταν ο Επισκοπικός θρόνος, που βρισκόταν στο κέντρο του Συνθρόνου. Από το σημείο αυτό
δινόταν η αρχική ευλογία στον Λαό, όπως μαρτυρούν οι αρχαίες πηγές. Σήμερα όλα
αυτά για διαφόρους λόγους έχουν ατονήσει και χάθηκε το νόημά τους, ενώ
διατηρούνται μόνο στις Σλαβικές Εκκλησίες.
Μετά από όλη αυτή τη διαδικασία γίνεται αντιληπτό,
ότι ο αινιγματικός αυτός διάλογος είναι λείψανο μιας αρχαιοτάτης λειτουργικής
πράξης, της εισόδου των λειτουργών στο θυσιαστήριο και της ανόδου των στην
καθέδρα. Τόσο ο ασπασμός της Αγίας Τραπέζης όσο και η προσφορά θυμιάματος μετά
την είσοδο ήταν ο χαιρετισμός του θυσιαστηρίου από τον λειτουργό που το
πλησίασε πρώτη φορά. Η μετακίνηση των λειτουργών γίνεται με σκοπό την μετάβασή
του στην καθέδρα ή σύνθρονο που βρισκόταν στο βάθος της αψίδος πίσω από την
Αγία Τράπεζα και συνδυάζεται με την ευλογία του κεντρικού επισκοπικού θρόνου,
της «ἄνω καθέδρας», όπου ανέρχεται και κάθεται μόνο ο επίσκοπος της τοπικής
Εκκλησίας. Οι ιερείς κάθονται στα ειδικά για αυτούς διαμορφωμένα παράπλευρα
βάθρα είτε λειτουργούν μόνοι τους είτε με την παρουσία αρχιερέως. Από το
σύνθρονο δινόταν και η πρώτη ευλογία προς το λαό με σταυρική κίνηση του χεριού
του λειτουργού κατά την διάρκεια της ανάγνωσης της ευχής της Καθέδρας. Στο Μικρό Ευχολόγιο
της Ρώμης εν έτει 1875. Γράφεται το εξής κείμενο:
Δέσποτα,
Κύριε, ο Θεός των Δυνάμεων, σώσον τον λαόν σου και ειρήνευσον αυτόν τη
δυνάμει του αγίου σου Πνεύματος, διά του τύπου του τιμίου σου Σταυρού, του
μονογενούς σου Υιού· μεθ’ ου ευλογητός ει, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν |
Στο σύνθρονο παρέμενε ο επίσκοπος και οι λειτουργοί
τόσο κατά τη διάρκεια των αναγνωσμάτων όσο και κατά τη διάρκεια του κηρύγματος
που ακολουθούσε.
Σήμερα λόγω της απουσίας του Συνθρόνου, ατόνησε ο χαρακτήρας των μετακινήσεων και των
ευλογιών. Στην σημερινή λειτουργική πράξη ορισμένα ιερατικά αφήνουν στον ιερέα
το δικαίωμα να επιλέξει ανάμεσα στην Αγία Πρόθεση και την Καθέδρα, άλλα
αναφέρουν ότι η Προσκομιδή είναι η καθέδρα, άλλα αναφέρουν ότι καθέδρα είναι η
Αγία Τράπεζα και ορίζουν την ευλόγησή της από τον ιερέα.
Επίλογος
Μετά τα παραπάνω συμπεραίνουμε τα εξής:
Α. Το Σύνθρονο ως ΘΡΟΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ στην κόγχη του ιερού, πίσω από την Αγία Τράπεζα δεν είναι νεότερη
εφεύρεση αλλά συνάδει με την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και την
εκκλησιαστική λειτουργική.
Η σημερινή πρακτική να αντικαθίσταται το Σύνθρονο
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ είναι ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ.
Η ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΑΥΤΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ μας δείχνει ολοφάνερα
την έξαρση της αίρεσης του
επισκοποκεντρισμού.
Β. Η αναδρομή που έγινε παραπάνω στην
λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας δεν ήταν χρήσιμη μόνο για να φωτίσει
ορισμένα περίεργα σημεία της λατρείας αλλά κυρίως για να διορθώσει ορισμένες παρεξηγήσεις
και διαστροφές της λειτουργικής τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι
δύσκολο να αποκατασταθεί η ορθή τάξη. Στη σημερινή μάλιστα εποχή που τα ιερά
Βήματα των Ναών είναι ευρύχωρα, μπορεί να κατασκευαστεί ιερά καθέδρα. Προς
εκείνο το σημείο, της αγίας καθέδρας, οφείλουν να κινηθούν οι λειτουργοί κατά
το διακονικό «Κέλευσον» και εκεί να παραμείνουν τόσο κατά τα αναγνώσματα όσο
και κατά τη διάρκεια του κηρύγματος.
Γ. «Η επαναφορά των λειτουργικών τύπων στο αρχικό
και σωστό των περιεχόμενο θα οδηγήσει και στην εκπλήρωση του αρχικού και
αληθινού τους προορισμού για τον οποίο εισήχθησαν στη λατρεία της Εκκλησίας και
δεν θα αφήνουν πλέον κανένα αινιγματικό σημείο, τόσο στους λειτουργούς όσο και
στον απλό λαό που συμμετέχει στην λατρεία της Εκκλησίας» (1 Ἰωάννου Φουντούλη, Απαντήσεις
εις Λειτουργικάς Απορίας τόμος Γ΄, ό.π., σελ. 186-193.)
Δ. Εννοείται ότι για να πετύχουμε την επαναφορά της λειτουργικής
πρακτικής των παλαιοχριστιανικών χρόνων πρέπει να γίνουν και άλλες λειτουργικές
αλλαγές, όπως π.χ. η αλλαγή των σημερινών αμφίων των επισκόπων.(Θα αναφερθούμε
σε μελλοντικό άρθρο γι΄αυτές).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου