«Λένε μερικοί, ότι
είναι δυνατό να ζωγραφίζονται εικόνες του Θεού Πατρός επειδή ο Πρωτομάρτυρας
Στέφανος είδε τον Θεό Πατέρα και ότι οι Πράξεις των Αποστόλων καταγράφουνε το
όραμά του.
Αυτό το επιχείρημα δεν έχει ούτε θεολογική βάση ούτε
βάση στην Αγία Γραφή. Το βιβλίο των Πράξεων δεν αναφέρει πουθενά ότι ο
Πρωτομάρτυρας είδε το Θεό Πατέρα. Να, πώς η Γραφή διηγείται το όραμα του Αγίου
Στεφάνου: “Υπάρχων πλήρης Πνεύματος Αγίου, ατενίσας εις τον ουρανόν είδε δόξαν
Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού, και είπεν^ ιδού θεωρώ τους ουρανούς
ανεωγμένους και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα”. (Πράξεις, ζ΄:
55)
Άραγε, λέει ότι είδε “τον Θεό Πατέρα” ή έστω απλά
“τον Θεό”; Όχι, “είδε δόξαν Θεού”. Και όλοι οι ορθόδοξοι, που έχουν κάποια
επίγνωση της πίστης τους, ξέρουν πώς η άκτιστη δόξα του Θεού δεν είναι το ίδιο
με τη θεία φύση ή τις τρείς υποστάσεις. “Ου γάρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου
και ζήσεται”. (Έξ. λγ΄: 20) Αλλά όμως ένας άνθρωπος, που θά κριθεί άξιος από το
Θεό, μπορεί να δεί τη δόξα του Θεού. Το ότι ο Άγιος Στέφανος είδε “τους
ουρανούς ανεωγμένους”, είναι μια εικόνα της αποκάλυψης της θείας δόξας. Το ίδιο
πράγμα εννοούσε και ο Απόστολος Παύλος λέγοντας: “Ελεύσομαι γάρ εις οπτασίας
και αποκαλύψεις Κυρίου. οίδα άνθρωπον... αρπαγέντα έως τρίτου ουρανού...” (Κορ.
ιβ΄: 1-2)
Υπάρχει μόνο μία δόξα, ένα φώς, μία ενέργεια της
Αγίας Τριάδος. Και τι είδε ο Πρωτομάρτυρας μέσα σ’ αυτή τη δόξα; Μας λένε οι
Πράξεις, “είδε Ιησούν”. Ποιος είναι Αυτός που μόνος φανερώνεται εκ μέρους του
Πατρός; Ο Ιησούς, “ο μονογενής υιός, εκείνος εξηγήσατο”. (Ιω. α΄: 18) “Ο θεωρών
εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με”. (Ιω. ιβ΄: 45)
Ο Πρωτομάρτυς λοιπόν είδε τον Υιό του Ανθρώπου
ορατό, σαρκωμένο, αναστημένο, και ανελθόντα στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Ο
Άγιος Αθανάσιος μας λέει: “Ο Στέφανος είπε: Ιδού ο Υιός του Ανθρώπου εκ δεξιών
της δόξης του Θεού. Δεν είπε πώς είδε το Λόγο ή τη Σοφία του Πατρός, αλλά τον
Υιό του Ανθρώπου, το σώμα του Κυρίου που προήλθε από τη Μαρία”.
Η Γραφή μας λέει πώς ο Μωϋσής δεν είδε το “πρόσωπο”
του Θεού, αλλά μόνον “τα οπίσθια”. Οι όροι αυτοί είναι συμβολικές εκφράσεις
προκειμένου να διακρίνουμε τα απρόσιτα του Θεού και τα προσιτά και ασφαλώς δεν
εννοούνται με την ανθρωπομορφική έννοια. Ο Θεός δεν έχει “δεξιά” ή αριστερά,
ούτε “πρόσωπο” ή “οπίσθια”.
Όπως ο Μωϋσής, έτσι και ο Άγιος Στέφανος δεν είδε το
“πρόσωπο” του Θεού. Είδε μόνο ό,τι βρισκόταν στα “δεξιά Του”. Είδε τον Υιό του
Ανθρώπου μέσα σε δόξα, και στό πρόσωπό Του είδε την τελική θέωση του ανθρώπου».(Απόσπασμα
από το βιβλίο απαγορευμένες απεικονίσεις)
ΣΧΟΛΙΑ
Μας λέγει λοιπόν ο παραπάνω συγγραφέας , ότι πουθενά δεν αναφέρεται ότι ο Πρωτομάρτυς Στέφανος είδε τον Θεόν Πατέρα. Είδε λέγει μόνον την Δόξαν του Θεού, η οποία άλλωστε είναι κοινή και εις τα τρία πρόσωπα. Το ότι, ο άγιος Στέφανος είδε τον Πατέρα δεν είναι ιδική μας επινόησις ή παρανόησις, αλλά το φρόνημα των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι διατρανώς κηρύττουν, ότι Αυτός Ούτος ο Θεός Πατήρ ήταν εκείνος που ο Χριστός ως υιός ανθρώπου εστάθη εκ δεξιών Του. Ποίος άλλωστε ήταν αυτός ο Θεός προς τον οποίον ο υιός του ανθρώπου εστάθη εκ δεξιών εάν δεν ήταν ο Θεός Πατήρ; Μήπως εισάγουν και τετάρτη θείαν υπόστασιν εις τας τρεις ήδη υπαρχούσας; Και πως διέκρινε τα δεξιά από τα αριστερά εάν δεν υπήρχεν ο εκεί ιστάμενος, δηλαδή ο Πατήρ; ….Επίσης το, ότι ο άγιος Αθανάσιος τον οποίον επικαλείται ο εικονομάχος λέγει, πως ο Στέφανος είδε τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών της Δόξης του Θεού, ασφαλώς και έχει δίκαιον, διότι ο αόρατος και άκτιστος Θεός είναι αδύνατον να εμφανισθή εις ημάς τους κτιστούς ανθρώπους διά της Θείας Αυτού Ουσίας, αλλά μόνον διά της Θείας Δόξης Αυτού, δηλαδή διά της Θείας Ενεργείας Του.
Που λοιπόν
βλέπει την αντίθεσιν; Απορούμεν όμως· πως ο εν τοσούτω ΄΄αγιοπνευματικώ τω
τρόπω΄΄ κάτοχος της Πατερικής γνώσεως εντόπισε το κείμενον του αγίου Αθανασίου,
αλλά του διέφυγε της προσοχής ένα άλλο, όπου σαφώς αναφέρεται εις την
συμβολικήν αυτήν θέασιν του Πατρός; Το οποίον εις την απλήν μας λέγει: Ο
Στέφανος όπου ήτο ο πρώτος όπου εμαρτύρησεν μετά τον Χριστόν, αφού εσήκωσε προς
τα επάνω τους οφθαλμούς του είδε τους ουρανούς ανεωγμένους και την λαμπρότητα
του Θεού εν αυτοίς και τον Χριστόν να ίσταται εις τα δεξιά του Θεού. Είναι
δυνατόν η αισθητική δύναμις των οφθαλμών να φθάνη έως τα επουράνια; Ούτος όμως
έβλεπεν προς τα εκεί, όντως κάτω εις την γην, και το σπουδαιότερον είναι, ότι
δεν έβλεπε μόνον τον Χριστόν, αλλά και τον Πατέρα Του. Πως δηλαδή θα έβλεπεν
εις τα δεξιά του τον Υιόν, εάν δεν έβλεπεν και εκείνον τον ίδιον; (Καταφανής η
διάστασις των ερμηνειών μεταξύ του Αγίου και του συγγραφέως του βιβλιαριδίου
όπου σχολιάζομεν· ο Άγιος μας λέγει, ότι ο Πατήρ εφανερώθη, ο δε έτερος το
αρνείται βασιζόμενος εις την ιδικήν του ερμηνευτική αντίληψιν και γνώμην,
προφανώς έχουσα αυτήν ως πλέον αξιόπιστον αυτής του Αγίου!). Βλέπεις, ότι
βλέπεται ο αόρατος από εκείνους που έχουν κεκαθαρμένην την καρδίαν, αλλ’ όχι
αισθητά, ούτε νοητά, ούτε με αφαιρετικόν τρόπον, αλλά με μίαν ανέκφραστον
δύναμιν;... Πως λοιπόν είδε ταύτα...; Εγώ θα σου το ειπώ παρρησία˙ Πνευματικώς.
Διατί άραγε απέκρυψε το σημαντικότατον αυτό χωρίον του αγίου Γρηγορίου, το
οποίον και προφανώς εγνώριζεν; Προφανέστατα διότι δεν τον συνέφερεν!!! Κατ’
αυτόν όμως τον τρόπον δεν μπορεί να γίνη σοβαρά συζήτησις και έρευνα, όταν
κάποιοι με δόλον αποκρύπτουν ή παραποιούν τα στοιχεία όπου καταρρίπτουν τας
θέσεις των· πράγμα όπου σημαίνει, ότι δεν ενδιαφέρονται ουδόλως διά την
αλήθειαν, παρά μόνον προσπαθούν να στήσουν την πλάνην τους!
Ας αφήσωμεν όμως και τον άγιον Επιφάνιον να μας
εξηγήση πλέον επισταμένως τον τρόπον της οράσεως του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου,
αλλά και των λοιπών Προφητών: «΄΄ώφθη κύριος τοις προφήταις΄΄. και ώφθη μέντοι
ως ηθέλησε, δυνατός ων εν άπασι, και ουκ αρνούμεθα ότι είδον οι προφήται θεόν,
ου μόνον δε οι προφήται, αλλά και οι απόστολοι. φησί γαρ ο άγιος Στέφανος ο
πρωτομάρτυς «ιδού, ορώ τον ουρανόν ανεωγμένον, και τον υιόν του ανθρώπου εκ
δεξιών εστώτα του θεού και πατρός». αλλά τη ιδία δυνάμει θεός ο πανάγαθος, φιλανθρωπευόμενος
το ίδιον πλάσμα, ίνα μη τινες των απίστων νομίσωσι τα περί Θεού λεχθέντα είναι
απλώς λόγω και ουκ αληθεία, και έως λόγου ίστασθαι τα κατά τον θεόν και μη
πληρούσθαι το παρά τω αποστόλω ειρημένον, ότι «δεί τον προσερχόμενον θεώ
πιστεύειν ότι έστι και τοις αγαπώσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται» – ίνα ούν
παραθαρσύνη τον υπ' αυτού πεπλασμένον άνθρωπον, τοις αγίοις αυτού και αξίοις
εαυτόν αποκαλύπτει θεός, ίνα ίδωσι φύσει θεόν και θεμελιωθώσι την διάνοιαν και
ελπίσωσιν εν αληθεία και κηρύξωσιν αυτόν αληθώς και πιστοποιήσωσι τον πιστόν
άνθρωπον, ως αμέλει [και] οι Ελλήνων παίδες έχουσι περί θεού έως λόγου τε και
φαντασίας, ημείς δε αληθώς θεόν επιστάμεθα, αληθή και όντα
αληθώς ενυπόστατον βασιλέα, ακατάληπτον, ποιητήν των όλων, Και ότι μεν ώφθη θεός ανθρώποις πολλάκις είπομεν, και ουκαρνούμεθα. εάν γαρ αρνησώμεθα τας θείας γραφάς, αληθείς ουκ εσμέν και ευρισκόμεθα εκπίπτοντες της αληθείας· η την παλαιάν διαθήκην εκβάλλοντες ουκέτι εσμέν της καθολικής εκκλησίας. το δε ευαγγέλιον έφη «θεόν ουδείς πώποτε εώρακεν, ο μονογενής θεός αυτός εξηγήσατο», και πάλιν η αυτή θεία γραφή ότι «ώφθη ο θεός τω Αβραάμ όντι εν τη Μεσοποταμία», και αυτός ο κύριος εν τω ευαγγελίω ότι «οι άγγελοι τούτων ορώσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανώ». αλλά πάντως ερεί τις ειρηκέναι την θείαν γραφήν, τους προφήτας εωρακέναι τον θεόν εν τω νω, από του ρητού του «και οι άγγελοι τούτων ορώσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανώ», και πάλιν από του «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον θεόν όψονται». νοήσας δε τούτο και παραζεύξας κατά την αυτού έννοιαν τας λέξεις είποι αν ότι εν τω νω έκαστος ορά τον θεόν, ου γαρ οφθαλμοίς. αντιπίπτει δε τούτω ο θείος λόγος φάσκων διά Ησαίου του προφήτου «τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ακάθαρτα χείλη έχων εν λαώ ακάθαρτα χείλη έχοντι εγώ κατοικώ, και τον κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου»· και ουκ είπε τω νω, ουδέ εν τη εννοία, αλλά τοις οφθαλμοίς, τα αληθή και στερεά της πίστεως βεβαιούμενος. τι ούν είπωμεν, του ευαγγελίου λέγοντος θεόν μη εωρακέναι τινά πώποτε, των δε προφητών και αποστόλων φασκόντων και αυτού του κυρίου; άρα αντίθετον εν τη θεία γραφή προς εαυτήν τι; μη γένοιτο. αλλά είδον προφήται και απόστολοι, και αληθές υπάρχει. είδον δε καθό ηδύναντο αυτοί και καθό ενεχώρει, και ώφθη αυτοίς οθεός ως ηθέλησεν· «πάντα γαρ αυτώ δυνατά». και ότι μεν αόρατος ο θεός και ακατάληπτος, τούτο δήλόν εστι και ωμολόγηται. αλλά πάλιν δυνατός εστι ποιείν ο βούλεται. «ου γαρ τις αντιτίθησιν αυτού τω βουλήματι». αόρατος ούν εστι την φύσιν και ακατάληπτος την δόξαν. βουλομένου δε τω υπ' αυτού γεγονότι ανθρώπω οπτάνεσθαι ουδέν εναντιούται τω αυτού βουλήματι. ου γαρ πάθει συνέχεται το θείον, ίνα ο βούλεται μη πράττη η πράττη ο μη βούλεται· δυνατός γαρ εστι ποιείν ο βούλεται. αλλά πράττει άπερ αυτού πρέπει τη θεότητι, μηδενός όλως τω θελήματι αυτού αντιπίπτοντος, ώστε μη δύνασθαι πράττειν ο βούλεται πρεπόντως τη αυτού θεότητι. και αδύνατόν εστιν ιδείν θεόν μάλιστα ανθρωπίνην φύσιν, και ουκ εγχωρεί το ορατόν οράν το αόρατον, αλλ' ο αόρατος θεός εν φιλανθρωπία και δυνάμει ενισχύσας το αδύνατον κατηξίωσε τη εαυτού δυνάμει, όπως ίδη το αόρατον· και ο είδε το αόρατόν τε ενδυναμωθείσα του αδυνάτως έχοντος προς επέκτασιν του δυνατού. και ουδέν διοίσει εν τη θεία γραφή ούτε αντίθετος λέξις προς λέξιν ευρεθήσεται...». Και συνεχίζει ο Άγιον με ένα παράδειγμα δεικνύων πως τα εν τη Γραφή αντιφατικά μόνον κατά το φαινόμενον είναι αντίθετα. «Έστι δε, ως πολλάκις το υπόδειγμα διηγησάμην, το πράγμα και άπειρον, ου καθώς έσχε το άπειρον, αλλ' ως ηδύνατο χωρείν η φύσις ούτως ως ει τις θεάσοιτο δι' οπής μικροτάτης τον ουρανόν και είποι· ορώ τον ουρανόν, και ουκ αν ψεύσοιτο ο τοιούτος· ορά γαρ ουρανόν τω όντι· είποι δε τις αυτώ συνετώς ότι ουχ εώρακας τον ουρανόν, και ουκ αν ψεύσοιτο ο τοιούτος. ο μεν γαρ λέγων εωρακέναι ου ψεύδεται, και ο φήσας προς αυτόν μη εωρακέναι και αυτός αληθεύει. ούτε γαρ είδε την επέκτασιν ούτε το πλάτος. και ο μεν εωρακώς ηλήθευσεν, ο δε αντειπών μη εωρακέναι ουκ εψεύσατο, αλλά και αυτός ηλήθευσε. πολλάκις γαρ και επί ακρωρεία όρους εστώτες θεώμεθα και την θάλασσαν, και εάν είπωμεν εωρακέναι θάλασσαν, ουκ εψευσάμεθα· ει δε τις αντείπει λέγων ότι ουχ εώρακας, και αυτός ου ψεύδεται. που γαρ διικνείται το πλάτος, που το μήκος, που το βάθος, που οι μυχοί του βυθού και τα αποτελέσματα, ου δύναταί ειδέναι άνθρωπος ων. ει τοίνυν τα περί των κτισμάτων ούτως εν ημίν πληρούται, πόσω γε μάλλον εν τη χάριτι η εχαρίσατο ο θεός προφήταις και αποστόλοις; εθεάσαντο ούν τον θεόν τω όντι, και ουκ εθεάσαντο, αλλ' εθεάσαντο ως ηδύνατο η φύσις φέρειν, και αυτό κατά χάριν δυνάμεως, ης ενεδυνάμωσεν ο δυνατός εν άπασι...». Με απλά λόγια: Εφανερώθη, λέγει ο θείος Επιφάνιος, ο Κύριος εις τους Προφήτας. Εφανερώθη με τον τρόπον όπου Αυτός ηθέλησε, διότι είναι δυνατός, ώστε να ενεργή τα πάντα εις όλα. Δεν αρνούμεθα λέγει, ότι οι Προφήτες είδον τον Θεόν, και όχι μόνον οι Προφήτες, αλλά και οι Απόστολοι. Διά τούτο λέγει και ο Πρωτομάρτυς Στέφανος, «ιδού, ορώ τον ουρανόν ανεωγμένον, και τον υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών εστώτα του θεού και πατρός»· όχι με την ιδικήν του δύναμιν, αλλά με αυτήν όπου ο Θεός επέτρεψε από φιλανθρωπίαν διά το ιδικόν του πλάσμα, ώστε να μην νομίσουν κάποιοι από τους απίστους, ότι όσα λέγονται διά τον Θεόν είναι απλώς λόγια και όχι αλήθεια. Διά να μην αποθρασυνθή λοιπόν ο από τον Θεόν πεπλασμένος άνθρωπος αποκαλύπτει τον εαυτόν Του εις τους αξίους, ώστε να ιδούν τον Θεόν κατά την Φύσιν Του (sic), και ούτω να θεμελιωθούν κατά την διάνοιαν και ενισχύσουν και άλλο εις την πίστιν τον πιστόν άνθρωπον. Όχι όπως μας κατηγορούν οι Εθνικοί, ότι όσα λέμε διά τον Θεόν είναι ιδικές μας φαντασίες, διότι εμείς γνωρίζομεν πραγματικώς τον Θεόν, ως αληθινόν και πράγματι αληθινόν Βασιλέα, ο οποίος είναι ακατάληπτος και ποιητής των όλων. Το ότι, λοιπόν ο Θεός εφανερώθη εις τους ανθρώπους το είπωμεν πολλές φορές και δεν το αρνούμεθα, διότι εάν το αρνηθώμεν είναι ωσάν να αρνούμεθα τας Γραφάς, οπότε δεν θα είμεθα αληθείς και θα έχουμε εκπέσει από την αλήθειαν. Εάν απορρίψωμεν την Παλαιάν Διαθήκην δεν θα ανήκωμεν πλέον εις την Καθολικήν Εκκλησίαν. Το δε Ευαγγέλιον λέγει, ότι τον Θεόν δεν είδεν κανείς, αλλού όμως λέγει, ότι ο Θεός εφανερώθη εις τον Αβραάμ εις την Μεσοποταμίαν, και πάλιν, ότι οι Άγγελοι βλέπουν το πρόσωπον του Θεού Πατρός εις τον ουρανόν.
Αλλά θα ειπή κάποιος, ότι με τον νούν του τον βλέπει, συμπεραίνων αυτό από το γραφικόν «και οι άγγελοι τούτων ορώσι το πρόσωπον του πατρός μου του εν ουρανώ», και πάλιν από του «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον θεόν όψονται». Εάν όμως είπη κάποιος, ότι ο καθένας όπου βλέπει τον Θεόν τον βλέπει μόνο με τους νοερούς οφθαλμούς του, τότε πως ο Ησαίας λέγει αντιλέγων, ότι είδε τον Κύριον Σαβαώθ με τους αισθητούς οφθαλμούς του; Και δεν είπε με τον νούν του, ούτε με την διάνοιάν του, αλλά με τα μάτια του εβεβαίωσε τα της πίστεως. Και τι να είπωμεν διά την Θείαν Γραφήν όπου λέγει, ότι τον Θεόν δεν είδεν κανείς ποτέ, το οποίον είπον οι Απόστολοι οι Προφήτες ακόμη και Αυτός ο Κύριος; Μήπως η Γραφή είναι αντίθετος με τον εαυτόν της; Μη γένοιτο! Όλα αυτά τα είδαν πραγματικώς οι Απόστολοι και οι Προφήτες. Τα είδαν όσον μπορούσαν να ιδούν και όσον είχον την δυνατότητα, αλλά και όσον ο Θεός ήθελε να φανερωθή· διότι είναι εις Αυτόν τα πάντα δυνατά. Ότι δε ο Θεός είναι αόρατος και ακατάληπτος αυτό είναι φανερόν και έχει ομολογηθεί. Από την άλλην όμως είναι δυνατός και πράττει ο,τι θέλει. Είναι λοιπόν αόρατος κατά την Φύσιν και ακατάληπτος κατά την Δόξαν. Δεν εναντιούται λοιπόν εις την βούλησίν Του όταν θέλει να γίνη ορατός από τους ανθρώπους· ο Θεός είναι απαθής, ώστε αυτό όπου θέλει να μην το πράττη και αυτό όπου δεν θέλει να πράττη. Είναι δυνατός λοιπόν ώστε να κάνη ο,τι θέλει, αλλά κάνει μόνον αυτά όπου αρμόζουν εις την Θεότητα χωρίς να αντιπίπτει εις το θέλημά Του. Είναι αδύνατον η ανθρωπίνη φύσις να ίδη τον Θεόν, καθώς δεν δύναται το ορατόν να ίδη το αόρατον, αλλ’ ο αόρατος Θεός με φιλανθρωπίαν και δύναμιν ενίσχυσε το αδύνατον και το αξίωσε με την θεικήν Του δύναμιν να ίδη το αόρατον. Και είδεν ο αδύνατος άνθρωπος με την ενίσχυσιν του δυνατού Θεού το αόρατον Αυτού. Και ούτως ερμηνεύοντες, τίποτε διαφορετικόν δεν ευρίσκομεν εις την Θείαν Γραφήν, ούτε μίαν λέξιν αντίθετον.
Τα
δε αντιφατικά μόνον κατά το φαινόμενον είναι αντίθετα μεταξύ των!
Μας λέγει επίσης συγγραφεύς, ότι ο Πρωτομάρτυς δεν
είδεν τον Θεόν, αλλά την Δόξαν του Θεού, διαχωρίζων ούτως το ένα από το άλλο!
Δηλαδή μας λέγει ότι άλλο Θεός, άλλο δόξα Θεού!!! Κατά τους θεοφόρους όμως
Πατέρες της Εκκλησίας μας, το Όνομα ΄΄ΘΕΟΣ΄΄ αρμόζει όχι μόνον εις την την
Φύσιν και τας υποστάσεις Του Θεού, αλλά ακόμη και εις την Θείαν Αυτού
Ενέργειαν-Δόξαν! Σημειωτέον, ότι οι όροι Ενέργεια και Δόξα είναι ταυτόσημοι.
Ούτω λοιπόν, όποιος αξιούται να ίδη την Θείαν Δόξαν (δηλαδή την Ενέργειαν) του
Θεού, εις την πραγματικότητα βλέπει τον ίδιον τον Θεόν· όχι όμως κατά την
Φύσιν, αλλά μόνον και την Θείαν Ενέργειαν Αυτού! «Τοιαύτην ούν δύναμιν και
ενέργειαν έχων ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον (μας λέγει ο άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς) και ΘΕΟ και Θεοποιός εστί τε και λέγεται».
«Τοιαύτην λοιπόν δύναμιν και Ενέργειαν έχων ο Πατήρ
και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον είναι και λέγεται ΘΕΟΣ και Θεοποιός. Και
αλλού ο αυτός Άγιος:
«Αλλά γαρ και θεωνυμίας ο μέγας (Διονύσιος) ενταύθα
καλέσας τα ονόματα τούτων των προόδων τον Θεόν υπέδειξεν είναι τας προόδους
ταύτας, ει και μη κατ’ ουσία».
Μετάφρασις: Αλλά βεβαίως καλέσας ο μέγας εδώ και
θεωνυμίας τα ονόματα τούτων των προόδων υπέδειξεν, ότι οι πρόοδοι αύται είναι
ΘΕΟΣ, αν και όχι κατ' ουσίαν. Ο διαχωρισμός λοιπόν των δύο αυτών ορισμών
αποτελεί από μόνος του αίρεσιν, έχουσα τις ρίζες της εις την διδασκαλίαν του
κακοδόξου Βαρλαάμ.
(ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ
ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου