Είναι
γνωστό πως το ζήτημα αν ο Θεόδωρος Στουδίτης αναγνώριζε το
παπικό πρωτείο με το αιρετικό του περιεχόμενο (δηλ. ως πρωτείο εξουσίας και όχι
ως πρωτείο τιμής), είναι κάτι που έχει τύχει μακράς συζήτησης και μελέτης,
καθώς συχνές είναι οι προσπάθειες δυτικών συγγραφέων να εκμεταλλευτούν
επιλεγμένα κείμενα του Θεοδώρου ώστε να προβάλουν δήθεν
συμπεράσματα υπέρ του αιρετικού παπικού πρωτείου.
Είναι όμως γνωστό, ότι οι δυτικοί ματαιοπονούν…
Όπως γράφει ο καθηγητής Βλ. Φειδάς:
«Ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών,
στην οποία συμπεριλαμβανόταν ως πρώτος κατά την τάξη και ο παπικός θρόνος,
αποτέλεσε τον συλλογικό τύπο του Πρώτου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στον κανονικό αυτό θεσμό οι πέντε πατριάρχες συγκροτούν την ανώτατη διοικητική
αρχή στην Εκκλησία, το ‘πεντακόρυφον κράτος’ της Εκκλησίας» [39].
Ας προσέξουμε ιδιαίτερα τη φράση «πεντακόρυφον
κράτος» που χρησιμοποιεί ο καθηγητής και θεωρείται μία από τις
χαρακτηριστικότερες για να περιγράψει τον θεσμό της πενταρχίας της μίας
εκκλησίας. Η φράση αυτή, ανήκει ακριβώς στον …Θεόδωρο Στουδίτη,
αυτόν που κατηγορούν κάποιοι ως δήθεν υποστηρικτή του παπικού πρωτείου στην
αιρετική του μορφή.
Και είναι μια φράση που διατυπώνεται επανειλημμένα από
τον Θεόδωρο στα κείμενα του, όπου δεν αφήνει το παραμικρό να
παρεξηγηθεί:
«...απόστολοι
και οι τούτων διάδοχοι. τίνες δ' ουν οι ΔΙΑΔΟΧΟΙ; ο της
Ρωμαίων νυνι πρωτόθρονος, ο της Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Αλεξανδρείας τε
και Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων. τούτο
το πεντακόρυφον κράτος της εκκλησίας, παρά τούτοις το των θείων δογμάτων
κριτήριον» [40].
Όχι μόνο ο Θεόδωρος μιλάει στον πληθυντικό για
ΔΙΑΔΟΧΟΥΣ των Αποστόλων (και όχι για έναν διάδοχο), επιπλέον όμως θεωρεί
ΟΛΟΚΛΗΡΟ το «πεντακόρυφο» αυτό «κράτος» ως κριτήριο των θείων δογμάτων! Από εκεί και πέρα, κάθε «παρεξήγηση» των λεγομένων
του είναι εκ του πονηρού.
Ακόμα και όταν το ζήτημα αφορά «εγκωμιαστικές
εκφράσεις του για τον Απόστολο Πέτρο, οι όποιες έχουν εκληφθεί ως μαρτυρίες
υπέρ του παπικού πρωτείου», «θα γίνει ευχερεστέρα η σύγκριση και θα
διαπιστωθεί η φραστική και νοηματική ομοιότητα» όταν οι φράσεις αυτές «παραλληλισθούν
με αντίστοιχες που χρησιμοποιούνται για τους άλλους Αποστόλους» και έτσι θα
φανεί «η συνέπεια και η ταυτότητα των θέσεων, τις οποίες εξέφραζε [ο
Θεόδωρος] και προς όλες τις άλλες, πλην του πάπα, προσωπικότητες»[41].
Ο Παναγιώτης Χρήστου, αν και θεωρεί ότι
μπαίνει ένα ζήτημα από το γεγονός ότι σε επιστολή του ο Θεόδωρος αναφέρεται
σε σύγκλιση Οικ. Συνόδου από τον Πάπα ενώ συνηθιζόταν να συγκαλείται επίσημα
από τον αυτοκράτορα, εντούτοις γράφει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται «εις το
γεγονός ότι δεν ανεγνώριζε την αυθεντίαν των εικονοφίλων αυτοκρατόρων, κρυφίων
και φανερών, ως και των Μοιχειανών».
Και συμπληρώνει:
«Δεν έχει βεβαίως πολλήν σπουδαιότητα το γεγονός
ότι καλεί εις τας επιστολάς του τον πάπαν ισάγγελον και την έδραν της Ρώμης
πρωταρχίαν, έναντι της πενταρχίας των πατριαρχείων, και ποιμεναρχίαν, διότι
τοιαύται εκφράσεις είναι συνήθεις εις την επιστολογραφίαν των Βυζαντινών [...] αι
εκφράσεις αύται δύνανται να ερμηνευθούν, χωρίς προσφυγήν εις το υπό ρωμαϊκήν
έννοιαν πρωτείον, διά της αναφοράς εις τας διώξεις τας οποίας αντιμετώπιζον
τότε οι ορθόδοξοι εικονόφιλοι» [42].
Ενδιαφέρον έχουν και τα όσα σημειώνει ο έγκυρος
πατρολόγος, σε εκτενή βιβλιοκρισία του για έργο που πραγματεύεται
εκκλησιολογικά προβλήματα της μεσοβυζαντινής εποχής:
«επικαλείται [ο συγγραφέας του υπό βιβλιοκρισία έργου] αρκετά χωρία απαντώντα εις συγγράμματα θεολόγων της περιόδου, Μαξίμου, Δαμασκηνού, Νικηφόρου Α΄, Θεοδώρου Στουδίτου, τα οποία μαρτυρούν αναγνώρισιν του πρωτείου υπό την δυτικήν έννοιαν, επισημαίνει δε επίσης αρκετάς ενδεικτικάς ενεργείας. Ότι τα πράγματα δεν είναι τόσον απλά, καθίσταται φανερόν εκ της απουσίας θετικής αναγνωρίσεως του πρωτείου ΠΑΡ' ΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΔΡΟΣ. Όλοι οι ανωτέρω θεολόγοι, καθώς και άλλοι, μόνον εις στιγμάς ανταγωνισμού επικαλούνται τον πάπαν της Ρώμης. Η καταφυγή εις αυτόν αποτελεί απλώς επιχείρημα κατ' αντιπάλων, αιρετικών ή διωκτών. Ό,τι λέγεται εις τοιαύτας περιστάσεις, δεν είναι σταθερόν περιεχόμενον διδασκαλίας, είναι όπλον. Ό,τι λέγεται νηφαλίως και άνευ εξωτερικής πιέσεως, είναι προϊόν σταθεράς πεποιθήσεως. Εις την δευτέραν ταύτην περίστασιν το μόνον το οποίον λέγεται είναι ότι η έδρα της Ρώμης έχει πρωτείον τιμής και όχι εξουσίας, είναι το πρώτον τη τάξει εις την πενταρχίαν πατριαρχείον»[43].
Όπως γράφει και στη μελέτη του για την Ζ΄ Οικ. Σύνοδο
ο καθ. Γιαννόπουλος Βασίλειος:
«Ο Θεόδωρος […] χαρακτηρίζει
τους θρόνους της Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και
Ιεροσολύμων ως 'το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας' και ως 'το των θείων
δογμάτων κριτήριον'. Επειδή όμως δεν ήταν τότε, κατά την έναρξη της
δεύτερης περιόδου της εικονομαχίας, δυνατή η έλευση στην Κωνσταντινούπολη ή η
έκφραση γνώμης από τους πατριάρχες της Ανατολής, λόγω της αραβοκρατίας,
πρότεινε την αποστολή αντιπροσωπειών εκ μέρους των εικονομάχων και των
εικονοφίλων προς τον Ρώμης για τη λήψη κανονικώς ορθής απόφασης για το
θεολογικό πρόβλημα των ιερών εικόνων. Πράγματι στην εν λόγω επιστολή του ο
Θεόδωρος προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα, για θέματα πίστεως, στο θρόνο της
Ρώμης [...] Η τελευταία αυτή θέση του δεν ανατρέπει την
παραπάνω σχετική με το 'πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας'. Η συγκυρία των
ημερών εκείνων δεν επέτρεπε τότε να λειτουργήσει και να εκφρασθεί 'το
πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας', αφού, μετά την εκθρόνιση του πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου, μόνο ο Ρώμης ήταν σε θέση να αποφανθεί ελεύθερα
από έξωθεν επιδράσεις»[44].
Τα συμπεράσματα είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά:
- Η
επιστολή αρ. 275, απευθύνεται προς τον «πάπα ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ»(!) με
τον εξής τίτλο: «Τω τα πάντα αγιωτάτω πατρί πατέρων, φωστήρι φωστήρων,
κυρίω μου και δεσπότη μακαριωτάτω πάπα Αλεξανδρείας, Θεόδωρος ελάχιστος
πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου» [46].
- Από
την ίδια επιστολή προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα.
α) Ούτε καν τον τίτλο του πάπα δεν αποδίδει αποκλειστικά
στον Ρώμης.
β) Καθώς στέλνει την ίδια επιστολή και «προς τον της
Αντιοχείας πατριάρχην», προσφωνεί και τους δύο με τους τίτλους «αποστολική...
θειοτάτη κορυφή» και «μεγάλη και θεία κεφαλή».
γ) Για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δηλώνει ότι είναι «ο
πρώτιστος, η ιερά ημών κεφαλή» [47].
- Η
επιστολή αρ. 276, απευθύνεται στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θωμά και αν το
προοίμιο θεωρηθεί δογματικό κατά γράμμα, τότε ο Θεόδωρος του
αναγνωρίζει …πρωτείο ανάμεσα στους πέντε: «...η
της σης μακαριότητος υπάρχει κορυφή, συ ΠΡΩΤΟΣ πατριαρχών, ΚΑΝ ΠΕΝΤΑΖΟΙΣ τω αριθμώ»[48]!
- Εκτός
των άλλων, ο τίτλος «αποστολικός» δεν αποδίδεται μόνο στον πάπα
Ρώμης, αλλά εξίσου και στους άλλους πατριάρχες. «Εκείνο που πρέπει να
επισημανθεί είναι πως για τον Θεόδωρο τα αξιώματα και οι τίτλοι δεν
έχουν ιδιαίτερη σημασία από μόνοι τους, εάν όσοι τους κατέχουν δεν πράττουν
αντάξια με όσα συμβολίζουν οι τίτλοι τους. Γι' αυτό το λόγο... προτρέπει
τον πατριάρχη Ιεροσολύμων να δραστηριοποιηθεί και με τις πράξεις του να γίνει
ένας από τους δώδεκα Αποστόλους» [49].
Η ανάλυση θα ήταν μακρά και για όποιον επιθυμεί,
έχουμε καταγράψει στις υποσημειώσεις τη βιβλιογραφία για περαιτέρω ανάγνωση. Το
λεξιλόγιο του Θεοδώρου, το οποίο οι προτεστάντες χαρακτήρισαν
«γλοιώδες», και εξαιτίας του ονόμασαν τον Στουδίτη «υποτελή»
και «δουλοπρεπή», δεν είναι παρά τρόπος γραφής και μορφή της επιστολογραφίας
του προς ΟΛΟΥΣ. Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί είναι κάτι συνηθισμένο στις
επιστολές του, αλλά και στη βυζαντινή αλληλογραφία γενικότερα. Ο Θεόδωρος ονομάζει
«αποστολικούς» όλους τους πατριάρχες και όχι μόνο τον Ρώμης, μιλάει για
«πρωτείο» ακόμη και του Ιεροσολύμων, ονομάζει «πάπα» τον
Αλεξανδρείας, και όλα αυτά έρχονται στις σωστές τους διαστάσεις μόνο με
προσεκτική μελέτη των εκατοντάδων επιστολών του.
Και αυτό επίσης που οι συκοφάντες εικονομάχοι του
Προτεσταντισμού δεν γνωρίζουν, ή δεν θέλουν να το γνωρίζουν, είναι ότι οι
τιμητικοί τίτλοι που αποδίδονται στους Λειτουργούς της Εκκλησίας, δεν
αποδίδονται στο πρόσωπο, αλλά στο ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ, το οποίο είναι του Χριστού και
όχι των προσώπων. Οι τιμητικοί
τίτλοι απευθύνονται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, του οποίου εικόνα και χέρια είναι οι ιερείς, και όχι αυτοδύναμοι αποδέκτες του τίτλου.
Στη ζωή του άλλωστε ο Θεόδωρος αποδείχθηκε
ατρόμητος σε κάθε είδους πίεση και τιμωρία, και κανείς δεν δικαιούται να του
προσάψει τέτοιες μομφές! Κανένα ζήτημα κολακείας δεν υπάρχει, διότι προσφωνεί
με την ίδια φιλοφρόνηση ακόμη και πρόσωπα τα οποία ψέγει για τη συμπεριφορά
τους! Το ανυποχώρητο του χαρακτήρα του σε σημείο υπερβολής, οι εξορίες, οι
φυλακίσεις, οι μαστιγώσεις, ο ατρόμητος έλεγχος πατριαρχών και αυτοκρατόρων,
διαψεύδει πέρα από κάθε αμφιβολία οποιονδήποτε ισχυρισμό περί δουλοπρέπειας,
και δείχνει άνθρωπο που όχι μόνο για «κτήματα» δεν ενδιαφερόταν, αλλά ούτε και
για την ίδια του τη ζωή.
Σημειώσεις
[39] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία…», τόμ. Α΄,
σελ. 854.
[40] PG 99, 1417C.
[41] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου
Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 194.
[42] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τομ. Ε',
ό.π., σελ. 372.
[43] Περιοδ. «Κληρονομία», τόμ. 03, τεύχ. 1 (ΙΑΝ 1971),
Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 165.
[44] Γιαννόπουλος Βασίλειος, «Θεόδωρος ο Στουδίτης και η Ζ΄
Οικουμενική Σύνοδος», ό.π., σελ. 298-299.
[45] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου
Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 221-222.
[46] PG 99, 1156.
[47] PG 99, 1157.
[48] PG 99, 1161.
[49] Τσίγκος Βασ., «Εκκλησιολογικές θέσεις του αγίου
Θεοδώρου…», ό.π., σελ. 226.
[50] Βλ. σχετικό άρθρο της ΟΟΔΕ.
[51] UNESCO, «Ιστορία της Ανθρωπότητας», τόμ. 11, «Η
Θεμελίωση των Νεώτερων Χρόνων 1300-1775», εκδ. Χ. Τεγόπουλου-Ν. Νίκας & ΣΙΑ
Ο.Ε., Αθήνα 1970, σελ. 3759.
[52] Chamberlin E.R., «Η Καθημερινή Ζωή στην Αναγέννηση»,
Παπαδήμας, Αθήνα 1995, σελ. 207.
[53] Λήμμα «Αντισημιτισμός», Θρησκειολογικό Λεξικό, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2000, σελ. 60.
[54] Δεληκωστόπουλος Αθανάσιος, «Ορθοδοξία, η σύγχρονη
πρόκληση», 3η έκδ., εκδ. Άλφα-Δέλτα, Αθήνα 1990, σελ. 147-148.
ΠΗΓΗ.Ο.Ο.Δ.Ε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου