ΜΕΡΟΣ Η (ΠΡΟΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)
Έρευνα:
πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)
Μία άλλη ενότητα του
κειμένου της Αλεξάνδρειας που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι η παράγραφος
4.4 που αναφέρεται στην αίρεση της Ευχαριστιακης Εκκλησιολογίας, που
κατοχυρώθηκε ΣΥΝΟΔΙΚΑ από την Κολυμπάριο Σύνοδο το 2016. Την ιδέα της
Ευχαριστιακής Εκκλησιολογίας την εισηγήθηκε πρώτος ο Ρώσος θεολόγος πρεσβύτερος
Νικόλαος Αφανάσιεφ και την συμπλήρωσε ο Περγάμου Ι.Ζηζιούλας.
Το κείμενο της παραγράφου 4.4 είναι το παρακάτω.
4.4. Ένα από
τα σημαντικότερα αποτελέσματα της ressourcement (επιστροφής στις πηγές) του
20ου αι. είναι η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία», η οποία βλέπει την τοπική
Εκκλησία, που συγκεντρώνεται γύρω από τον επίσκοπό της για την τέλεση της
Ευχαριστίας, ως φανέρωση της όλης Εκκλησίας (πβ. Ιγνάτιος, Προς Σμυρν. 8),
και ως το σημείο αφετηρίας και το επίκεντρο της εκκλησιολογικής σκέψης. Η Β´ Βατικανή Σύνοδος (1962-1965) δίδαξε ότι
μια τέτοια σύναξη είναι η «κύρια φανέρωση της Εκκλησίας» (Sacrosanctum
Concilium, 41) και ότι η ευχαριστιακή θυσία είναι «η πηγή και η κορυφή της
συ-νολης Χριστιανικής ζωής» (Lumen Gentium, 11· πβ. Sacrosanctum Concilium,
10). Τόνισε περαιτέρω τη σημασία της τοπικής Εκκλησίας, όταν είπε ότι «ένας
επίσκοπος σφραγισμένος με την πληρότητα του μυστηρίου της χειροτονίας», είναι
«ο φορέας της χάριτος της ύψιστης ιερωσύνης», ιδιαίτερα στην Ευχαριστία που
προσφέρει η επιτρέπει να προσφερθεί, και μέσω της οποίας η Εκκλησία διαρκώς
ζει και αναπτύσσεται» (Lumen Gentium, 26). Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου
Εκκλησίας στην Κρήτη (2016) δήλωσε ότι «η παράδοση των Αποστόλων και των
Πατέρων» πάντοτε τόνιζε την «άρρηκτον σχέσιν τόσον του όλου μυστηρίου της εν
Χριστώ θείας Οικονομίας προς το μυστήριον της Εκκλησίας, όσον και του
μυστηρίου της Εκκλησίας προς το μυστήριον της θείας Ευχαριστίας, η οποία
βεβαιούται συνεχώς εις την μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας διά της ενεργείας
του Αγίου Πνεύματος» (Εγκύκλιος,Ι,2). Επίσης δηλώνεται ότι: «Κάθε τοπική
Εκκλησία, προσφέρουσα την θεία Ευχαριστία, είναι η εν τόπω παρουσία και
φανέρωση της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας» (Μήνυμα, 1).
Αυτές οι δύο μεγάλες σύνοδοι χρειάζονται πιο προσεκτική εξέταση. |
Βασικά σημεία της αίρεσης της Ευχαριστηριακής
Εκκλησιολογίας
Α. Η Εκκλησία είναι
πλήρης και καθολική οπουδήποτε τελείται το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας υπό
την προεδρία του επισκόπου.
Β. Μια τοπική Εκκλησία, όταν συνέρχεται σε ευχαριστιακή
σύναξη και έχει αποστολική διαδοχή, είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική
Εκκλησία, διότι ο Χριστός είναι όλος παρών στο Μυστήριο της Ευχαριστίας της.
Γ. Η Θεία Λειτουργία
τελείται στο όνομα του επισκόπου».
Δ. Το κατεξοχήν έργον του Επισκόπου είναι η προεδρία της Θ.
Ευχαριστίας. Από αυτήν πηγάζει όλη η εξουσία του Επισκόπου, όχι μόνον η
αγιαστική αλλά και η ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική. Ευχαριστία χωρίς
Επίσκοπον δεν υπάρχει. Ο Επίσκοπος, λοιπόν, έχει ως κύριον έργον του και
πρωταρχικόν το να ηγείται της Θ. Ευχαριστίας. Όλα τα άλλα έργα του είναι
δευτερεύοντα γιατί όλα τα άλλα νοηματίζονται από τη σχέση τους με τη Θεία
Ευχαριστία.
Ε. Ο Επίσκοπος στην ουσία δεν είναι διοικητής, είναι λειτουργός, είναι εικών Χριστού, …δεν μπορούμε να παρακάμψουμε την εικόνα και να φθάσουμε απευθείας στο πρωτότυπο. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε να προσευχόμεθα απευθείας στο Χριστό, αλλά πρέπει να παρεμβάλλεται η εικόνα του, ο Επίσκοπος». Διαφορετικά «η επικοινωνία μας με το Θεό παρακάμπτει τον άνθρωπο και πραγματοποιείται μέσω της φαντασίας. Το σημείο αυτό αποδεικνύει ότι χωρίς το μνημόσυνο του Επισκόπου η Ευχαριστία είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Πρόκειται για το πλέον καίριο στοιχείο, που αναδεικνύει την Θεία Ευχαριστία επισκοποκεντρικό γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας. Το γεγονός ότι ο ιερεύς όταν πρόκειται να τελέσει τη Θ. Ευχαριστία λαμβάνει καιρόν… και από τον θρόνον του Επισκόπου, έστω και αν είναι κενός, δείχνει ότι και όταν ακόμη δεν λειτουργεί ο Επίσκοπος, αυτός είναι το κέντρο της Θ.Ευχαριστίας».
ΣΤ.Η Θεία Ευχαριστία διαφοροποιεί την Εκκλησία από τον
τρόπο που συγκροτείται η κοσμική κοινωνία. Η ευχαριστιακή κοινότητα είναι
δομημένη ιεραρχικά. Ο επίσκοπος είναι η κεφαλή της, οι πρεσβύτεροι έπονται,
ακολουθούν οι διάκονοι και έπειτα ο λαός. Είναι λάθος να λέμε ότι η Ευχαριστία
καταργεί την ιεραρχία (ο όρος «ιεράρχης» δεν προέκυψε από επίδραση κοσμική,
αλλά ευχαριστιακή). Συνεπώς, μεταφερόμενο στην κοινωνία το ήθος της Ευχαριστίας
ενθαρρύνει και απαιτεί τις ιεραρχικές δομές. Η παρατηρουμένη σήμερα ισοπέδωση
δεν συνάδει στο ευχαριστιακό ήθος. Αυτό που απαιτεί η Ευχαριστία είναι να μη
μετατρέπεται η χρησιμοποιείται η ιεραρχία ως μέσο καταπίεσης και στέρησης της
ελευθερίας.
ΣΤ."...Η Εκκλησία πρέπει να αντικατοπτρίζει από όλες
τις απόψεις συμπεριλαμβανομένης της πίστεως και της δομής και της τάξεως της,
τον Τριαδικό τρόπο υπάρξεως της του Θεού... η ιδέα "ο ένας και οι
πολλοί" που διατρέχει όλη τη δογματική θεολογία της Εκκλησίας,
συμπεριλαμβανομένου του δόγματος της Αγίας Τριάδος της Χριστολογίας και της
Ευχαριστίας- «
»Ο πρώτος έχει την τιμή και προηγείται μόνο γιατί ελεύθερα
τον αποδέχονται οι μετ’ αυτόν. Το πρότυπο της ευχαριστιακής ιεραρχίας είναι η
Αγία Τριάδα, στην οποία σαφώς και υπάρχει ιεραρχία (βλ. «ο Πατήρ μου μείζων μου
εστι»), αλλά η προσωπική ιεράρχηση (ποτέ π.χ. δεν μπορούμε να βάλουμε πρώτο το
Άγιο Πνεύμα η τρίτον τον Υιό), δεν συνεπάγεται μείωση της ουσίας, δηλαδή
οντολογική ιεράρχηση: τα τρία πρόσωπα είναι ίσα και ταυτίζονται κατά την ουσία.
Η ιεράρχηση στο προσωπικό επίπεδο (ο Πατήρ αίτιος, ο Υιός αιτιατόν, το Πνεύμα
αιτιατόν διά του αιτιατού) δεν αίρει τη βασική και κατ’ ουσίαν ισότητα των
Τριαδικών προσώπων. Το ίδιο και μέσα στην ευχαριστιακή κοινότητα, και κατ’
επέκταση στην Εκκλησία, όλοι είναι εξ ίσου μέλη του σώματος και όλοι έχουν
ανάγκη αλλήλων, αλλά δεν είναι όλοι το ίδιο. Η έννοια της κεφαλής ταυτίζεται
από τον Απ. Παύλο και εισάγεται και στο ευχαριστιακό και κανονικό λεξιλόγιο της
Εκκλησίας, ακριβώς γιατί οι ρίζες της βρίσκονται στην ίδια την Αγία Τριάδα, της
οποίας εικόνα είναι η Εκκλησία».
Ζ.«Ο πρώτος λοιπόν αυτομάτως γεννά την Ιεραρχία. Οντολογικά
η Ιεραρχία υπάρχει και στην Αγία Τριάδα. Η πηγή, η Αρχή, είναι ο Πατήρ, από
’κεί πηγάζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Στην Αγία Τριάδα, λοιπόν, έχουμε
μία διαβάθμιση, δεν έχουμε αυτόματη συνύπαρξη, αλλά έχουμε ύπαρξη η οποία
μεταφέρεται από τον έναν στον άλλον. Εάν βάλουμε τα πρόσωπα να εμφανίζονται
έτσι ταυτόχρονα, τότε καταργούμε την έννοια της αιτιότητος. Η αιτιότητα δεν
είναι κάτι που μπορούμε να παραβλέψουμε. Η αιτιότητα είναι βασικό στοιχείο της
Ετερότητος. Η Ετερότητα στην Αγία Τριάδα δεν αναδύεται έτσι φυσικά, αυτομάτως.
Υπάρχει ένα πρόσωπο, πρέπει να προέρχεται ελεύθερα. Από τη στιγμή όμως που
εισάγουμε αυτό το πρόσωπο, αυτή την αιτιότητα, εισάγουμε Ιεραρχία».
ΓΙΑΤΙ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ
Τα τρία θεμελιώδη λάθη στο εγχείρημα τους να παρουσιαστεί η
Εκκλησία ως εικόνα της Αγίας Τριάδος
είναι τα εξής:
Πρώτον, όταν
εφαρμόζουμε το σχήμα "ένας και πολλοί" και στα ανθρώπινα και στα
θεϊκά, τότε σημαίνει ότι καταργούμε την ουσιώδη διαφορά μεταξύ κτιστού και
ακτίστου.
Δεύτερον, "...αν η Εκκλησία είναι εικόνα και
αντανάκλαση της ζωής της Αγίας Τριάδος, τότε τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος
"επικοινωνούν" κατ' ενέργειαν μόνο και όχι και κατ' ουσίαν, οπότε δεν
έχουμε ομοούσιο Αγία Τριάδα... οπότε έχουμε τρεις θεούς με ιδιαίτερη υποστατική
ενέργεια" (Μοναχών Παϊσίου και Επιφανίου, Ορθόδοξη Κριτική επί του
κειμένου "Conciliarity and Primacy", Άγιον Όρος 2017).
Τρίτον δεν υφίσταται "πρωτείον" του Θεού Πατρός,
καθώς δεν το αναφέρει καμία Σύνοδος ή Πατήρ της Εκκλησίας. Παράδοξο δε, ότι
ουδέποτε οι μεταπατερικοί θεολόγοι δεν αναφέρουν ότι τα πρόσωπα της Αγίας
Τριάδος είναι ομότιμα, σύνθρονα κλπ., διότι θα αντέφασκαν στην οικοδόμηση της
θεωρίας τους επί του δήθεν "πρωτείου". Ωστόσο, οι Επίσκοποι, που
είναι διάδοχοι των Αποστόλων, είναι ισότιμοι ακριβώς γιατί οι Άγιοι Απόστολοι
ήταν (ίσοι). Ακόμα και οι Πρωτοκορυφαίοι δεν είχαν καμία υπεροχή. Δια τούτο
όλοι οι Ιεράρχες όχι μόνο είναι ομότιμοι, αλλά έχουν και διπλή διακονία: τόσο
την Επισκοπική τους, όσο και την κατά την οικουμενική Εκκλησία.
Η Ευχαριστία ως ένα μυστήριο μεταξύ των επτά, δηλ. ένα
μυστήριο που παράγεται απο την Εκκλησία και δεν παράγει την Εκκλησία.
Ας δούμε ένα εκτεταμένο απόσπασμα από την κριτική του
καθηγητή Κορναράκη στην Ζηζούλια Ευχαριστηριακή Εκκλησιολογία:
«Μία μόνο δυνατότητα έχουμε να ελέγξουμε την αλήθεια αυτού
του ισχυρισμού του Σεβ/του Μητροπ. Περγάμου ότι, ως κύριο έργο και πρωταρχικό
του Επισκόπου είναι το να ηγείται της Θ. Ευχαριστίας και ότι προίσταται και
προεδρεύει αυτής. Να ανατρέξουμε στο κείμενο της Θ. Λειτουργίας στο Ιερατικόν,
για να ιδούμε αν, πράγματι, ο Επίσκοπος είναι “ο προεστώς και το κατεξοχήν
κέντρο της Θείας Ευχαριστίας”!».
Στο ιερατικό, λοιπόν, διαβάζουμε τα αναγινωσκόμενα
(διαδραματιζόμενα):
«Α. Προ της ενάρξεως της Θείας Λειτουργίας
Ο ιερέας «προ του τέμπλου, θα ζητήσει την “χείρα” του
Δεσπότου Χριστού, για να επιτελέσει την αναίμακτο θυσία… «Κύριε, εξαπόστειλόν
μοι την χείρά σου εξ αγίων κατοικητήριόν σου και ενίσχυσον με, εις την
προκειμένην διακονία σου, ίνα …την αναίμακτον ιερουργίαν επιτελέσω. Ότι σου
εστιν η βασιλεία ….»
»Στην ευχή αυτή ο λειτουργός ιερεύς δεν ζητεί την χείρα του
οικείου επισκόπου για να επιτελέσει την “αναίμακτον ιερουργίαν”, αλλά του
προσφέροντος εαυτόν, για την θυσία αυτή, Κυρίου Ιησού Χριστού!
»Β. Κατά την ακολουθίαν της Αναφοράς της καθαγιάσεως των
τιμίων δώρων α) Η πρόσκληση του λαού του
Θεού να προσέλθει, προετοιμαζόμενος στην τράπεζα της αναιμάκτου θυσίας γίνεται
διά των λόγων του Κυρίου Ιησού και όχι διά του Επισκόπου! “Λάβετε φάγετε τούτό
μου εστι το σώμα… Πίετε εξ αυτού πάντες τούτου εστί το αίμά μου…». β) Για την
καθαγίαση των τιμίων δώρων ο ιερέας λειτουργός απευθύνεται προς τον Κύριο, που
είναι συγχρόνως θύτης και θύμα. Και στο σημείο τούτο η παρουσία η μετοχή του
Επισκόπου είναι ανύπαρκτη: “Έτι προσφέρομεν την λογικήν ταύτην και αναίμακτον
λατρείαν και παρακαλούμέν σε… κατάπεμψον το Πνεύμά σου το Άγιον εφ’ ημάς και
επί τα προκείμενα δώρα ταύτα… Και ποίησον τον μεν Άρτον τούτον, τίμιον Σώμα του
Χριστού σου… Το δε εν τω ποτηρίω τούτω τίμιον Αίμα του Χριστού σου, Μεταβαλών
τω Πνεύματί σου τω Αγίω”. γ) Προ της Θείας μεταλήψεως και πάλι η σχετική ευχή
του ιερέως θα απευθυνθεί στον θυσιασθέντα Κύριο και όχι στον Επισκοπο: “Πρόσχες
Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, εξ αγίου κατοικητηρίου σου… και ελθέ εις το
αγιάσαι ημάς, ο άνω τω Πατρί συγκαθήμενος και ώδε ημίν αοράτως συνών. Και
καταξίωσον τη κραταιά σου χειρί μεταδούναι ημίν του αχράντου σώματός σου και
του τιμίου αίματος και δι’ ημών παντί τω λαώ”.
»Της αναιμάκτου λοιπόν θυσίας του Χριστού προεστώς και
ηγέτης και πρόεδρος και κέντρο είναι ο ίδιος ο Χριστός και ουδείς άλλος. Στο
γίγνεσθαι του φρικτού μυστηρίου της θυσίας αυτής ο Επίσκοπος είναι
τελετουργικώς ανύπαρκτος!!! Συνομολογεί και βεβαιώνει το τελευταίο γεγονός και
ο Ν. Καβάσιλας στο έργο του “Εις την Θείαν Λειτουργίαν”:
»“Διότι δεν μεταλαμβάνουν πραγματικά όλοι αυτοί στους
οποίους δίδει ο ιερεύς, αλλά οπωσδήποτε μόνον εκείνοι τους οποίους δίδει μόνον
ο Χριστός. Ο Ιερεύς δίδει γενικά σε όλους τους προερχομένους ο δε Χριστός
(μόνον) στους αξίους να μετάσχουν. Από αυτά είναι φανερό ότι μόνον ένας είναι
αυτός, που τελεί το μυστήριο για τις ψυχές και αγιάζει ζωντανούς, και
αποθανόντας, ο Σωτήρ”…
»Από το κείμενο αυτό της Θ. Λειτουργίας δεν προκύπτει ότι ο
Επίσκοπος είναι προεστώς της Θ. Ευχαριστίας, με το νόημά που θέλει ο Σεβ/τος κ.
Ιωάννης Ζηζιούλας, ούτε υπάρχει κάποιο στοιχείο ότι ηγείται στα έξι λεκτικά
στάδια της μυστηριακής ιερουργίας. Ούτε επίσης μαρτυρείται στο κείμενο αυτό ότι
“ο Επίσκοπος στη Θ. Ευχαριστία είναι εικών του Χριστού”!»
Η Θ. Λειτουργία, λοιπόν, είναι ακραιφνώς χριστοκεντρική
και καθόλου επισκοποκεντρική! Στα δρώμενα της Θ. Ευχαριστίας, αλλά κι όλης
της Θ. Λειτουργίας, όπως είναι φυσικό και αυτονόητο, δεσπόζει η εικόνα του
Χριστού ως θύτου και θύματος… Αντιθέτως, η εικόνα του Επισκόπου παρουσιάζεται
εξαιρετικώς περιθωριακή στο όλο γίγνεσθαι της Θ. Ευχαριστίας–Θ. Λειτουργίας.
Απλώς ο Επίσκοπος μνημονεύεται ως ο εκκλησιαστικός διοικητικός προιστάμενος
τέσσερις φορές, χωρίς ιδιαίτερη επισήμανση χαρισματικής η λειτουργικής
υπεροχής. Δίδει ευλογία ως ιερατικός προιστάμενος και από αυτόν εξαρτώνται όλα
τα διοικητικά θέματα της Επισκοπής του. Με το νόημα αυτό, άλλωστε, γίνεται και
η μνημόνευσή του. Δεν μπορεί, λοιπόν, να ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος ότι: “το
πλέον κύριον στοιχείο, που αναδεικνύει τη Θ. Ευχαριστία επισκοποκεντρικό
γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας, είναι η μνημοσύνη του ονόματος του Επισκόπου”. Η
διοικητική εξουσία μπορεί να στηρίζει ευθύνες επισκοπικής μέριμνας για την
διασφάλιση της ομαλής λειτουργία της όλης επισκοπής, αλλά η έννοια αυτή της
εξουσίας δεν σχετίζεται με το γεγονός της Ευχαριστίας»[ Κορναράκη Ιω., Κριτική
στο άρθρο του Σεβ. Ιω. Ζηζιούλα με θέμα: Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας
Ευχαριστίας, «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ» Ιαν. 2006.]
Απ’ αυτή τη θέση και ύβρη του κ. Ζηζιούλα προκύπτει και
το τερατώδες συμπέρασμα, ότι η απευθείας επικοινωνία με τον Χριστό δεν
επιτυγχάνεται άνευ του επισκόπου. Και εκτός των άλλων ερωτημάτων που προκύπτουν
και το εξής: Όταν ο επίσκοπος είναι αιρετικός, αλλά δεν έχει καταδικασθεί ακόμα
από Σύνοδο, οι πιστοί που αρνούνται την επικοινωνία με αυτόν, δεν μπορούν να
επικοινωνήσουν μετά του Θεού; Σύμφωνα με την εκκλησιολογία του Περγάμου, χωρίς
την παρέμβαση του επισκόπου είναι αδύνατη η μετά του Θεού επικοινωνία. Σύμφωνα
με σύμπασα την εκκλησιαστική ιστορία, όμως, και τους βίους των Αγίων: ασφαλώς η
επικοινωνία είναι δυνατή.
Και ιδού μερικά αποδεικτικά παραδείγματα: ο άγιος Γρηγόριος
ο Παλαμάς, όταν καθαιρέθηκε και φυλακίστηκε από τον πατριάρχη Καλέκα, μπορούσε
να προσευχηθεί στο Θεό, και η προσευχή του δεν ήταν ψευδής και ανυπόστατη η
φανταστική (όπως θέλει ο κ. Ζηζιούλας), επειδή τάχα δεν δεχόταν να
παρεμβάλλεται η εικόνα του αιρετικού Πατριάρχη Καλέκα. Το ίδιο και οι Θ.
Λειτουργίες που τελούσε, δεν ήταν ένα θέατρο, αλλά πραγματικά μυσταγωγίες,
επειδή ακριβώς ετελούντο μη μνημονευομένου του ονόματος του Καλέκα. Το ίδιο και
ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης και προσευχόταν και λειτουργούσε στη φυλακή, όπου
ήταν έγκλειστος, αν και δεν συμφωνούσε και δεν μνημόνευε τους αιρετικούς
επισκόπους της εποχής του, οι οποίοι δεν είχαν καταδικαστεί ακόμα από Σύνοδο,
όπως σήμερα οι όμοιοί τους κ. Ζηζιούλας και Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Όσο για
τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, κι αυτός μπορούσε να προσευχηθεί και να είναι
ενωμένος με τον Θεό μόνο και μόνο γιατί είχε ως βάση και θεμέλιο την αληθή
ορθόδοξη πίστη, παρ’ όλο που δεν ανεγνώριζε 4 Πατριάρχες, οι οποίοι ακριβώς με
τις αιρετίζουσες ιδέες, αποτελούσαν εμπόδιο να ενωθεί με το Θεό.
Η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» του Ζηζιούλα, τελικά, είναι ο
Δούρειος ίππος, μέσω του οποίου θα ενωθεί το μεγαλύτερο τμήμα των μελών της
Ορθόδοξης Εκκλησίας με το Βατικανό. Διότι από τη στιγμή που «κάθε εξουσία» στην
Εκκλησία («αγιαστική, ποιμαντική και η λεγομένη διοικητική») «πηγάζει από την
ευχαριστία» και αυτόν που κατέχει την «προεδρία της Θείας Ευχαριστίας», τότε ο
Προεστώς της Ευχαριστίας μεταμορφώνεται σε πηγή εξουσίας και αυθεντίας, στην
σεβασμιότητα του οποίου ανήκει απόλυτη υπακοή, αφού θα είναι περιβεβλημένος όλο
το μυστηριακό, εσχατολογικό και θεσμικό φορτίο ιερότητος, άνευ μάλιστα του
οποίου (όπως ευθέως διδάσκει ο Περγάμου) δεν είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε τον
Κύριο. Έτσι παρακάμπτεται και από την Λειτουργία και από την καθημερινή ζωή ο
λατρευόμενος Κύριος, ο «προσφέρων και προσφερόμενος» Χριστός, και τη θέση του
καταλαμβάνει ο Προεστώς, πίσω από τον οποίο κρύβεται επιμελώς και θα κάνει την
εμφάνισή του εν τω καταλλήλω καιρώ το αποκρουστικό πρόσωπο του Πάπα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
• Κορναράκη Ιω., Κριτική στο άρθρο του Σεβ. Ιω. Ζηζιούλα με θέμα: Ο Επίσκοπος ως προεστώς της Θείας Ευχαριστίας, «ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ» Ιαν. 2006.
• http://amethystosbooks.blogspot.com/2011/10/blog-post_1371.html
• Ζηζιούλα Ιω, «Ευχαριστία και Κόσμος», Ομιλία στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου (2008).
• Τσελεγγίδη Δημ., Η λειτουργία της ενότητας της Εκκλησίας και οι εσφαλμένες θεολογικές προϋποθέσεις του Παπικού πρωτείου.
• orthodoxia-pateriki.blogspot.com/2010/09/blog-post_26.html#ixzz1c17vVSkB
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου