Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (ΙΟΥΝΙΟΣ 2023) -Θ1

 



ΜΕΡΟΣ  ENNATO (Θ1 πρώτη ενότητα)

Έρευνα :πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου (χημικός)

Εισαγωγικά.

Δημοσιεύουμε σήμερα την πρώτη ενότητα από το τελευταίο μέρος  των άρθρων που αναφέρονται στο Κείμενο της Αλεξάνδρειας και συγκεκριμένα τα συμπεράσματα που υπάρχουν στο τέλος του κειμένου. Aκολουθεί σχετικός σχολιασμός. 

Υπενθυμίζω ότι  το κείμενο αυτό  συνέταξε η Μικτή Θεολογική επιτροπή διαλόγου Ορθοδόξων και Παπικών στην τελευταία συνεδρίασή της στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον Ιούνιο του 2023.΄

Στο κείμενο αυτό   μέσα από ασυνάρτητους συλλογισμούς και επιλεκτικά ιστορικά στοιχεία  παρουσιάζεται το πρωτείο και η λειτουργία της Συνοδικότητας που θα εφαρμοστεί μετά την Ένωση.

 

Συμπεράσματα  του Κειμένου της Αλεξάνδρειας

 

5.1. Μείζονα ζητήματα περιπλέκουν την αυθεντική κατανόηση της συνοδικότητας και του πρωτείου στην Εκκλησία. Δεν είναι ορθή η κατανόηση της Εκκλησίας ως πυραμίδας με έναν προκαθήμενο να διοικεί από την κορυφή, ούτε όμως και η κατανόησή της ως μιας ομοσπονδίας από αυτάρκεις Εκκλησίες. Η ιστορική μελέτη μας για τη συνοδικότητα και το πρωτείο κατά τη δεύτερη χιλιετία έδειξε την ανεπάρκεια και των δύο αυτών θεωρήσεων. Παρομοίως, είναι σαφές ότι για τους Ρωμαιοκαθολικούς η συνοδικότητα δεν είναι απλώς γνωμοδοτική, και για τους Ορθοδόξους το πρωτείο δεν είναι απλώς τιμητικό.

Το 1979, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος δήλωσαν: «Ο διάλογος της αγάπης … έχει ανοίξει τον δρόμο για καλύτερη κατανόηση των αντίστοιχων θεολογικών μας θέσεων και ως εκ τούτου για νέες προσεγγίσεις στο θεολογικό έργο και σε μια νέα στάση απέναντι στο κοινό παρελθόν των Εκκλησιών μας. Αυτή η κάθαρση της συλλογικής μνήμης των Εκκλησιών μας είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα του διαλόγου της αγάπης και μια απαραίτητη προϋπόθεση για μελλοντική πρόοδο» (Κοινή Διακήρυξη, 30 Νοεμβρίου 1979). Οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Ορθόδοξοι χρειάζεται να συνεχίσουν σ’ αυτήν την οδό, ώστε να ενστερνισθούν μια αυθεντική κατανόηση της συνοδικότητας και του πρωτείου στο φως των «θεολογικών αρχών, των κανονικών διατάξεω και των λειτουργικών πρακτικών» (Chieti, 21) της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας.

 

5.2. Η Β´ Βατικανή Σύνοδος άνοιξε νέες προοπτικές, ερμηνεύοντας ουσιωδώς το μυστήριο της Εκκλησίας ως μυστήριο κοινωνίας. Σήμερα, όλο και αυξάνονται οι εντατικές προσπάθειες να προωθηθεί η συνοδικότητα σε όλα τα επίπεδα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Υπάρχει, επίσης, προθυμία να γίνει διάκριση ανάμεσα σε εκείνο που μπορεί να ονομαστεί πατριαρχικο αξίωμα του πάπα, εντός της Δυτικής η Λατινικής Εκκλησίας, και στη διακονία του ως «πρώτου» στην κοινωνία όλων των Εκκλησιών, γεγονός που παρέχει νέες ευκαιρίες για το μέλλον. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η συνοδικότητα και το πρωτείο ασκούνται σε πανορθόδοξο επίπεδο, σύμφωνα με την κανονική παράδοση, μέσω της σύγκλησης αγίων και μεγάλων Συνόδων.

 

5.3. Η συνοδικότητα και το πρωτείο πρέπει να ιδωθούν ως «αλληλένδετες, συμπληρωματικές και αδιαχώριστες πραγματικότητες» (Chieti, 5) από θεολογικής απόψεως (Chieti, 4, 17). Αμιγώς ιστορικές συζητήσεις δεν είναι αρκετές. Η Εκκλησία έχει βαθιές ρίζες στο μυστήριο της Αγίας Τριάδος και μια ευχαριστιακή εκκλησιολογία της κοινωνίας είναι το κλειδί για τη διατύπωση μιάς υγιούς θεολογίας της συνοδικότητας και του πρωτείου.

 

5.4. Η αλληλεξάρτηση της συνοδικότητας και του πρωτείου είναι θεμελιώδης αρχή στη ζωή της Εκκλησίας. Συνδέεται άρρηκτα με την λειτουργία της ενότητας της Εκκλησίας σε τοπικό, περιφερειακό και οικουμενικό επίπεδο. Εντούτοις, οι αρχές πρέπει να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο και η πρώτη χιλιετία παρέχει πολύτιμη καθοδήγηση για την εφαρμογή της προαναφερθείσας αρχής (Chieti, 2). Αυτό που απαιτείται σε νέες συνθήκες είναι μια νέα και κατάλληλη εφαρμογή της ίδιας διοικητικής αρχής.

 

5.5. Ο Κύριός μας προσευχήθηκε για τους μαθητές του «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω 17:21). Η αρχή της συνοδικότητας-πρωτείου στην υπηρεσία της ενότητας, που επικαλούμαστε, καλείται να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της εποχής μας. Οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί δεσμεύονται να βρούν τρόπους για να ξεπεραστεί η αποξένωση και ο χωρισμός που συνέβη κατά τη δεύτερη χιλιετία.

 

5.6. Έχοντας μελετήσει μαζί την ιστορία της δεύτερης χιλιετίας, αναγνωρίζουμε ότι μια από κοινού ανάγνωση των πηγών μπορεί να εμπνεύσει την πρακτική της συνοδικότητας και του πρωτείου στο μέλλον. Τηρώντας την εντολή του Κυρίου μας να αγαπούμε ο ένας τον άλλον, όπως Εκείνος μας έχει αγαπήσει (Ιω 13:14), είναι χριστιανικό μας καθήκον να παλαίψουμε για την ενότητα στην πίστη και τη ζωή

 

 

Σχόλια

Α. Στην παράγραφο 5.1 υπάρχει μια  διπλωματική διατύπωση για να φτάσουν οι οικουμενιστές στο συμπέρασμα  που επιθυμούν.. Απο την μία ομολογείται η διαφορά της αντίληψης πρωτείου και συνοδικότητας Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών αφετέρου όμως προτείνουν να οδηγηθούν οι διαφωνούντες σε συμφωνία με τον λεγόμενο διάλογο  της αγάπης ο οποίος θα οδηγήσει στην κάθαρση της συλλογικής μνήμης των Εκκλησιών. Δηλαδή με άλλα λόγια θα πρέπει να διαγράψουμε οι Ορθόδοξοι όλη την Εκκλησιαστική ιστορία και να ξεχάσουμε τους αγώνες των ομολογητών Αγίων. Εντύπωση επίσης παρουσιάζει η διατύπωση στο κείμενο ««Ο διάλογος της αγάπης … έχει ανοίξει τον δρόμο για καλύτερη κατανόηση των αντίστοιχων θεολογικών μας θέσεων και ως εκ τούτου για νέες προσεγγίσεις στο θεολογικό έργο και σε μια νέα στάση απέναντι στο κοινό παρελθόν των Εκκλησιών μας». Το κοινό παρελθόν Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων ήταν μέχρι το 1054. Απο εκεί και μετά οι δρόμοι χώρισαν. Άρα εμμέσως πλην σαφώς το κείμενο υπονοεί το ότι  πρέπει να ξεχάσουμε ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ που μας χωρίζουν με τους Παπικούς.

Β. Στην παράγραφο 5.2 γίνεται αναφορά στην Β Βατικανή Σύνοδο, η οποία κατοχύρωσε το ΠΡΩΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑ.Ο τρόπος γραφής του κειμένου μας δείχνει ότι ΔΕΝ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΤΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΥΤΗ ΤΗΣ Β ΒΑΤΙΚΑΝΗΣ αλλά καλούνται οι Ορθόδοξοι να την κατανοήσουν, με βάση την εκκλησιολογική αρχή ότι η Εκκλησία είναι ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Ποια είναι επί τού προκειμένου η πεποίθηση τού Παπισμού;

α) Η τελευταία σχετική Βατικανή Εγκύκλιος­-Διακήρυξη «Dominus Jesus» (Κύριος Ιησούς), πού εκδόθηκε στίς 6.8.2000 με έγκριση τού Πάπα τονίζει: «Οι Εκκλησίες οι οποίες, ενώ δεν βρίσκονται σε τέλεια κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, εν τούτοις παραμένουν ενωμένες με αυτήν μέσω δυνατών δεσμών, ήτοι της αποστολικής διαδοχής και της έγκυρης Ευχαριστίας, αποτελούν αληθινές ιδιαίτερες Εκκλησίες. Συνεπώς, η Εκκλησία του Χριστού είναι παρούσα και ενεργής και σε αυτές τις Εκκλησίες, παρά το γεγονός ότι υπολείπονται πλήρους κοινωνίας με την Καθολική Εκκλησία, μια και δεν αποδέχονται το καθολικό δόγμα του Πρωτείου, το οποίο, σύμφωνα με τη θεία βούληση, ο επίσκοπος της Ρώμης αντικειμενικά κατέχει και ασκεί πάνω στο σύνολο του πληρώματος της Εκκλησίας».

β) Αυτό υπογραμμίζει και η «Παρατήρηση πάνω στην έκφραση “Αδελφές Εκκλησίες”» τής Επιτροπής για τη Διδασκαλία τής Πίστεως με έγκριση τού Πάπα 9.6.2000: «Στην πραγματικότητα, με τη σωστή έννοια “Αδελφές Εκκλησίες” εννοούμε αποκλειστικά τις συγκεκριμένες Εκκλησίες ή ομάδες συγκεκριμένων Εκκλησιών (για παράδειγμα τα Πατριαρχεία των μητροπολιτικών επαρχιών) μεταξύ τους. Θα πρέπει πάντως να καθίσταται σαφές, όταν χρησιμοποείται η έκφραση “Αδελφές Εκκλησίες” με τη σωστή αυτή έννοια, ότι η μία αγία, καθολική και αποστολική παγκόσμια Εκκλησία δεν είναι αδελφή, αλλά μητέρα όλων των συγκεκριμένων Εκκλησιών». Μέ τόν όρο “παγκόσμια”, σύμφωνα μέ τήν Εγκύκλιο-­Διακήρυξη Dominus Jesus εννοούν τήν παγκόσμια ιστορική εξάπλωση τής Καθολικής Εκκλησίας, μετά προφανώς τήν αναγνώριση τού παπικού πρωτείου από τήν Ορθόδοξη Εκκλησία!!!

γ) Ο καρδινάλιος Κάσπερ σε παλιότερη  συνέντευξή του  απεριφράστως είπε: «Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία όπως είναι. Η πλήρης κοινωνία με το δυτικό μέρος της Εκκλησίας δεν σημαίνει οποιαδήποτε αλλαγή για τον απλό ορθόδοξο, ούτε έχει την παραμικρή πρόθεση ο πάπας να αναμειχθεί στα εσωτερικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας… Πίσω από το πρόβλημα της ουνίας βρίσκεται ουσιαστικά το πρόβλημα του πρωτείου. Έχουμε κάνει ήδη δύο διακηρύξεις, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν: οι ουνιτικές εκκλησίες έχουν μεν το δικαίωμα να εξακολουθήσουν να υπάρχουν, αν το επιθυμούν, αλλά η ουνία δεν αποτελεί πλέον για μας μέθοδο επανένωσης».

δ) Ο  εκλιπών Πάπας Παύλος Στ΄«ομιλών προς τα πλήθη εν τη πλατεία του αγ. Πέτρου στην την Ρώμη, την Κυριακή 9-7-1972, εξ αφορμής του θανάτου του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα, χαρακτήρισε την μεν Ορθόδοξη  Εκκλησία “όχι ακόμη τελείως ηνωμένην μετά της Καθολικής Εκκλησίας”, τον δε εκδημήσαντα εις Κύριον Πατριάρχην ως “οπαδόν και απόστολον της ενανενώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά της Εκκλησίας της Ρώμης”!» (Νικ. Π. Βασιλειάδη “Μάρκος ο Ευγενικός και η 'Ενωσις των Εκκλησιών”, Ο ΣΩΤΗΡ, Αθήναι: 19732, σ. 258 υποσ.).

 Πρόκειται λοιπόν, όπως διαπιστώνουμε, για αμετακίνητη και πάγια “θεολογική γραμμή” τής Φραγκολατινικής Εκκλησίας: μάς δέχονται όπως είμαστε , αρκεί νά αναγνωρίσουμε το “Πρωτείο” και πίσω απ' αυτόν βέβαια να αποδεχθούμε όλον τόν αντιπατερικό, αντιευαγγελικό, αντιχριστιανικό καί αντιπνευματικό εκκοσμικευμένο Παπικό θεσμό.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου