Α΄ Μέρος
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Ὁ λόγος ὁ ὁποῖος μᾶς ἀνάγκασε νά προβοῦμε εἰς αὐτήν τήν μικράν ἐργασία καί μελέτη εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἀμφισβήτησις ἐκ μέρους κάποιων ἀδελφῶν, κυρίως Ἀντιοικουμενιστῶν, τῆς ἐπιτακτικῆς ἀπολύτου καί ὑποχρεωτικῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, περί ἀμέσου ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους και ποιμένας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατηγορία καί μομφή τήν ὁποία μᾶς ἀπηύθυναν, ὅτι δῆθεν παρερμηνεύουμε τίς Γραφές καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐξάγουμε τά συμπεράσματα τά ὁποῖα μᾶς ἐξυπηρετοῦν, προκειμένου νά στηρίξωμε τό ὑποχρεωτικό τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Ἱερᾶς Συνόδου.
Παρουσιάζοντας λοιπόν αὐτήν τήν μικράν ἐργασία στούς ἀδελφούς, προσεπιδηλοῦμε ὅτι, ἡ ἐντολή αὐτή τῆς ἀποτειχίσεως, εἶναι ἡ πλέον σαφής καί ἀδιαμφισβήτητη μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί, κατά τήν γνώμη μας, αὐτή ἡ ἐντολή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μέ διαφόρους τρόπους ἔχει καταγραφεῖ περισσότερες φορές ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές, σέ σημεῖο, θά λέγαμε, νά τήν συναντᾶς, μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή, συνεχῶς μπροστά σου.
Παρ’ ὅλα αὐτά αὐτήν τήν ἐντολή, ἡ ὁποία εἶναι ἴσως ἡ μόνη ἡ ὁποία, ὄχι μόνο προστατεύει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά προστατεύει καί τήν ἀλήθεια, καί τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀπό τή νοθεία καί τήν ἐκκοσμίκευσι, αὐτήν τήν ἐντολή σήμερα τήν ἀμφισβητοῦν κάποιοι, τήν περιορίζουν ὡς θεσπισθεῖσαν ἀπὸ μόνο ἕναν Ἱερό Κανόνα μιᾶς τοπικῆς Συνόδου, τόν ὁποῖο γιά εὐνοήτους λόγους τόν ἐβάπτισαν δυνητικό, τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ὑπέταξαν στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ τό νά θεωρήσουν ὅτι ἡ ἐφαρμογή της προκαλεῖ σχίσμα, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία (κατ’ οὐσία τήν οἰκουμενιστική και συνεπῶς αἱρετική) κ.λπ.
Τήν ἐντολή αὐτή τήν ἔφεραν στά μέτρα των, τήν ἀπομόνωσαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἁγία Γραφή καί φυσικά ἀπό τό πνεῦμα της· διδάσκουν ὅτι χρειαζόμαστε Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι πρέπει πρῶτοι νά τήν ἐφαρμόσουν καί μετέπειτα, αὐτοί θά τούς ἀκολουθήσουν· διδάσκουν ὅτι χρειάζονται Συνοδικές ἀποφάσεις περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως γιά νά τήν ἐφαρμόσουν· διδάσκουν ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες δέν τήν ἐφάρμοσαν καί ἄρα καλύπτονται πίσω ἀπό αὐτό τό λάθος των, καί τελικῶς, μέ ὅλες αὐτές τίς διδασκαλίες των, τά τεχνάσματα καί τίς ἐφευρέσεις των, κατήργησαν αὐτήν τήν σωτήρια ἐντολή, ἡ ὁποία ὡς μόνιμη ἐπωδός εὑρίσκεται διάχυτη σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή πρός προστασία μας, θά λέγαμε καί ὡς φύλαξ ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας.Διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς διδασκαλίας λοιπόν, ἤδη δρέπομε τούς καρπούς τῆς δειλίας μας καί τῆς ὀλιγωρίας μας, βλέπομε πλέον τήν ραγδαία καί μέ γεωμετρική πρόοδο αὔξησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι παραμένουν ἁπλοί παρατηρητές τῶν γεγονότων καί ἐξελίξεων.
Οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ρυθμίζουν καί κατευθύνουν πλέον τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦν, ἄλλοι μετά χαρᾶς και ἀδιαφορίας (οἱ χλιαροί καί ἀδιάφοροι), ἄλλοι μετά διαμαρτυριῶν, διακηρύξεων καί χαρτοπολέμου (οἱ συνειδητοί καί προβληματισμένοι)· πάντως ὅλοι εἶναι στόν χορό τῆς αἱρέσεως καί ὁ καθένας κινεῖται σ’ αὐτόν τόν χορό ἀναλόγως τῆς γνώσεως καί τῆς προαιρέσεως του.
Ἕνας ἐπί πλέον λόγος, διά τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή ἡ μικρή ἐργασία καί μελέτη, εἶναι καί τό ὅτι πάλι καί πολλάκις ἐζητήσαμε ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς τίς θεωρίες των καί τήν στάσι των ἀπέναντι στήν αἵρεσι καί αὐτοί, γνωρίζοντας προφανῶς ὅτι εἶναι ἀκατοχύρωτη καί κατά τό δή λεγόμενο στόν ἀέρα, ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν, ἤ, ὅταν ἀπαντοῦσαν, ἔλεγαν ἄλλα ἀντί ἄλλων.
Ἡ παρουσίασις τῶν ἁγιογραφικῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἐντέλλονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀποδεικνύει τήν πλήρη ἁρμονία καί ταύτισι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀποδεικνύει δέ ἐπί πλέον ὅτι ὅλοι οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ἀναφέρονται στούς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα γενικῶς (εἴτε δηλαδή καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου, εἴτε ὄχι) καί ὄχι, ὅπως μέ πονηρία καί ἀπάτη διδάσκουν οἱ Ἀντοικουμενιστές, ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στούς καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς καί ἄρα ὅτι, οἱ μή καταδικασμένοι, δέν ὑπάγονται στίς διατάξεις καί στά ἐπιτίμια τῶν Κανόνων. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι σκόπιμη, ὕπουλη καί ἐφησυχαστική καί, φυσικά, ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τά ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα παραθέτομε κατωτέρω δέν εἶναι τά μοναδικά, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἄμεσο ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἐκρίναμε ὅτι εἶναι τά σημαντικώτερα, διότι ὅπως ἐπαναλάβαμε, παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ γιά τήν ἀποτείχισι, διότι τελικῶς αὐτή ἀποτελεῖ τήν προστασία της καί τήν προστασία τῶν πιστῶν καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι εἶναι ἡ φύσις τῆς ἀληθείας τέτοια, ὥστε νά μήν δέχεται οἱαδήποτε ἐπιμιξία καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.
Ὅπως εἴχαμε προαναγγείλει, προκειμένου να κατοχυρωθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, δημοσιεύομε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα διακελεύουν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, προσθέτοντας καί ὁρισμένα σχόλια, τά ὁποῖα βοηθοῦν εἰς τήν κατανόησι τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑρμήνευσαν καί κατενόησαν τήν Ἁγία Γραφή. Θά ἀκολουθήση δέ καί ἡ παράθεσις ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καθώς καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἴσως ὑπάρχουν καί ἄλλα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, τά ὁποῖα διέφυγον τῆς προσοχῆς μας, ἀλλά καί αὐτά πού παρουσιάζομε νομίζομε ὅτι εἶναι ἀρκετά πρός κατοχύρωσι ἑκάστου.
Ἡ παρουσίασις αὐτή τῶν κειμένων χρειάζεται ἴσως σήμερα πού κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ διερχόμεθα τούς ἐσχάτους καιρούς, σέ παλαιότερες, ὅμως, ἐποχές οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν κατά κανόνα τό χάρισμα καί τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως καί ἐγνώριζαν ἀπό ποιούς ποιμένες ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθοῦν καί ποιούς νά ἐμπιστεύωνται. Ἡ σύγχυσις δέ αὐτή ἐπί τοῦ θέματος τούτου, τό ὁποῖο ὑπάρχει σήμερα εἶναι ἴσως καί ἡ καλυτέρα ἀπόδειξις τοῦ ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐποχῆς μας. Τά ἁγιογραφικά αὐτά κείμενα πού συλλέξαμε εἶναι τά ἑξῆς:
Α. ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
1. Ψαλμός 25, 4-5: «οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς χρησιμοποιῶντας καί ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν ψαλμό τῆς Π. Διαθήκης: «Ἐκδιώξατε τόν πονηρόν καί σκολιόν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδή πᾶσα κακία μολύνει τόν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ, φεύγων τούς πονηρούς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος, καί μετά παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διά τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδή πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καί μετά ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καί μετά στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καί γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετά σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἐξομοιώνεσαι μέ αὐτόν τόν ὁποῖο συνοικεῖς, δι’ αὐτό ἀπαιτεῖ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς πονηρούς καί σκολιούς. Αὐτό φυσικά ἰσχύει πολύ περισσότερο διά τήν ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χρησιμοποιεῖ τόν ψαλμό αὐτόν μαζί μέ τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά διδάξη ὅτι, ὄχι μόνο νά μήν ἔχωμε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, καί μέ αὐτούς πού ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, ἀλλά οὔτε στούς ναούς πού κατέχονται ἀπό αὐτούς νά εἰσερχώμεθα χάριν προσευχῆς καί ψαλμωδίας. Εἰς ἀπάντησιν κάποιων ἐρωτήσεων τοῦ μοναχοῦ Μεθοδίου ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐρώτησις Γ΄: Περί τῶν κοινωθέντων ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ἱερέων τῶν κοινωνησάντων τῇ αἱρέσει, καί κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν· εἰ χρή ἐν αὐταῖς εἰσιέναι χάριν εὐχῆς καί ψαλμῳδίας.
Ἀπόκρισις: Οὐ χρή τό καθόλου εἰς τάς τοιαύτας ἐκκλησίας εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους τρόπους· ἐπειδή γέγραπται· Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθῆναι τήν αἵρεσιν, ἀπέπτη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου· καί κοινός οἶκος ὁ τοιόσδε χρηματίζει ναός. Καί οὐ μή εἰσέλθω, φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων. Καί ὁ Ἀπόστολος· Τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» (Φατ. 549,832,29).
Ἐδῶ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀντιοικουμενιστές κάθονται στήν ἴδια τράπεζα (μάλιστα πνευματική) μέ τούς Οἰκουμενιστές αἱρετικούς, τούς μνημονεύουν, τούς ἀναγνωρίζουν κ.λπ.
2. Ὁ ψαλμός 138, 21-22: «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμό αὐτό μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «”Οὐχί τούς μισοῦντας σε Κύριε, ἐμίσησα;” Ὅτι τούς μέν σούς ἠγάπων καί ἀπεδεχόμην φίλους∙ τούς δέ ἐχθρούς σου τελείως ἐμίσουν. Ἐχθροί δέ τοῦ Θεοῦ πρώτως μέν καί κυρίως οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες∙ δεύτεροι δέ μετ’ ἐκείνους οἵ τε τήν εἰδωλολατρείαν πρεσβεύοντες καί οἱ τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοί» (Ε.Π.Ε. 7, 264,15).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ συγκαταλέγει καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων· ἐμεῖς ὀφείλομε νά τούς μισοῦμε σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί, φυσικά, νά μήν ἔχωμε μαζί των καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία. Μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία δηλώνομε ἐμπράκτως ὅτι ὄχι μόνο δέν τούς μισοῦμε, ἀλλά ἀπεναντίας εἴμεθα ἐνσωματωμένοι μαζί των, τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες, τούς ἀκολουθοῦμε κ.λπ.
3. Γένεσις 12, 1-4: «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος· καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. καὶ ἐπορεύθη Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαρράν.».
Διατί ἄρραγε ἐχρειάσθηκε νά φύγη ὁ Ἀβραάμ ἀπό τήν πατρίδα του καί τούς στενούς του συγγενεῖς καί μάλιστα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία; Τήν ἀπάντησι τήν ἔχομε ἀπό τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός διατάσσει τόν Ἅβραμ νά φύγη ἀπό τήν πατρίδα του Οὔρ, διότι ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ ξένου τόπου τῆς Χαναάν δέν ἦτο τόσον ἐπικίνδυνος εἰς αὐτόν, ὅσον ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ περιβάλλοντος τῆς πατρίδος, τοῦ πατρικοῦ του οἴκου καί τῶν συγγενῶν του» (Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄, τομ. 1 , σελ. 110).
Ἡ φυγή λοιπόν τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός διά νά μήν ἐπηρεασθῆ καί ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά του ἀπό τήν εἰδωλολατρεία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί διαδίδεται εἰς αὐτόν ἡ αἵρεσις. Διά νά μήν ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά μας καί σταδιακῶς θεωρήσωμε τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία, ἤ ζώντας μέσα στήν αἵρεσι νομίζομε ὅτι συγχρόνως ἀνήκομε καί στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τόν χῶρο, καί τά ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι φορεῖς τῆς αἱρέσεως.
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἔτι περισσότερον ἐπικίνδυνος ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, διότι αὐτή ἐμφανίζεται καί διαδίδεται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί διότι ἐμπεριέχει στοιχεῖα καί διδασκαλίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλοιωμένα καί διεστραμμένα βεβαίως, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι ἱκανά νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, συμπορευόμενοι σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει ἀλλοιωθῆ τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων σέ σημεῖο μάλιστα, ὥστε νά μή θεωροῦμε ἀλλοίωσι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί Παραδόσεως π.χ. τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. κ.λπ. Μάλιστα αὐτά θεωροῦνται ἀπό τούς πολλούς καί πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεγκλωβισμός καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τό περιθώριο κ.λπ.
Διά ταῦτα πάντα καί ἄλλα, πού κατά καιρούς ἀναφέρομε, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί τῆς συγγενείας σου», ἰσχύει ἀπολύτως καί διά τήν αἵρεσι τῆς κάθε ἐποχῆς καί τῆς ἐποχῆς μας καί, βεβαίως, τήν ἐφάρμοσαν ἐπακριβῶς ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ἐξαιρουμένων τῶν συγχρόνων γερόντων, τούς ὁποίους ἤδη οἱ Οἰκουμενιστές ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν ἐν σπουδῇ γιὰ εὐνοήτους λόγους.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μόνον διαφυλάσσομε ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν εἰς τόν ἑαυτόν μας καί φυσικά ἀνήκομε ὄντως στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον βασικό στοιχεῖο καί γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθαρή καί Ὀρθόδοξος πίστις.
4. Ἡσαΐας 48,22: «Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν».
Τό χωρίον αὐτό τοῦ προφήτου Ἡσαΐα τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιά νά μᾶς διδάξη ὅτι, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς, γίνεται πρωτίστως γιά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματός των καί, βεβαίως, γιά νά συναισθανθοῦν καί συνειδητοποιήσουν ποῦ εὑρίσκονται καί ποία ὁδό ἀκολουθοῦν.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Αὐξέντιο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πρός δέ ὅτι τοῖς Ἰουδαίοις λογομαχία πρόκειται, ἔα τούς χριστομάχους, ὦ πατέρων ἄριστε, λυττᾶν εἰς ἑαυτούς∙ οἱ γάρ αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν τάς διδαχάς ἀπορραπίσαντες, τάς τε τῶν ἀποστόλων ὑποθήκας παρωσάμενοι καί συλλήβδην πάντων τῶν θεοφόρων τάς ὑψηγορίας βδελυξάμενοι σχολῇ γ’ ἄν ὑφ’ ἡμῶν αὐτούς, ὁ Κύριος εἶπεν, τυφλοί εἰσιν. καί ὁ προφήτης φησίν∙ οὐκ ἔστι λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι λέγει Κύριος. πρός γάρ τῷ μηδέν ὠφελεῖσθαι ἐν τῇ συμβολῇ τοῦ λόγου καί ἑαυτούς παραβλάψοιμεν, τοῖς ἰοβόλοις αὐτῶν ῥήμασι δίκην ὄφεως φαρμακευόμενοι. ὁ θεός συντρίψει τούς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν∙ τάς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος» (Φατ. 518, 772,14).
Ἐπίσης ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἄλλη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὅλους τούς δεδιωγμένους διά τήν Ὀρθόδοξο πίστι, χρησιμοποιώντας πρός κατοχύρωσι τόν Μ. Βασίλειο, ἐπικαλεῖται πάλι τό ἴδιο χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καί ἀπαγορεύει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀκόμη καί τόν ἁπλό χαιρετισμό, ὅταν αὐτός γίνεται γιά νά δείξωμε ἀγάπη καί φιλία πρός τούς αἱρετικούς: «...εἰ δεῖ εἰς εὐκτήριον αὐτῶν εἰσέρχεσθαι εὐχῆς χάριν καί εἰ δεῖ τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν αὐτῷ ἐπιτελεῖν μετά ἰδίας τραπέζης; οὐδαμῶς ἑκάτερον. εἰ δεῖ χαίρειν αὐτοῖς λέγειν καί ἀσπάζεσθαι; οὐδαμῶς, ὥς φησιν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Κύριος ἐκώλυσεν τόν κοινόν ἀσπασμόν∙ ὥστε τοῦτο κατά σύμβασιν, ὡς δέ ἐξ ἀγάπης καί φιλίας φευκτέον, ἵνα πληρωθῇ ἐν τούτῳ∙ οὐκ ἔστι λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν» (Φατ. 393, 547,77).
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν πρέπει νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τούς αἱρετικούς διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, τά λόγια των εἶναι δηλητήριο μέ τό ὁποῖο σάν φίδια δηλητηριάζουν τούς Ὀρθοδόξους καί δή τούς ἁπλουστέρους. Ὅταν λοιπόν δέν ἀπομακρύνονται ἀπό αὐτούς, ἀλλά ἀπεναντίας ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, παραβαίνουν βασικές ἐντολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί φυσικά τά ἐπακόλουθα εἶναι πρόδηλα καί καθημερινῶς τά ψηλαφοῦμε.
5. Ἡσαΐας 52, 10-12: «Καὶ ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου· ὅτι οὐ μετὰ ταραχῆς ἐξελεύσεσθε, οὐδὲ φυγῇ πορεύσεσθε, προπορεύσεται γὰρ πρότερος ὑμῶν Κύριος καὶ ὁ ἐπισυνάγων ὑμᾶς Θεὸς ᾿Ισραήλ».
Ἐδῶ ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ λαός του πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέχρι τοῦ νά ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο. Αὐτή ἡ ἐντολή ἀπευθύνεται πρωτίστως στούς Λευΐτας, δηλαδή τό ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί πρός ὅλον τόν λαό. Τό χωρίο αὐτό τό χρησιμοποιεῖ πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος (Β΄ Κορινθ. 6,17) διά νά διδάξη τούς Κορινθίους καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλους μας, νά μήν συνοδοιποροῦν σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς ἀπίστους, τούς εἰδωλολάτρες κ.λπ.
Ἐδῶ φαίνεται καί ἡ συμφωνία καί ὁμοφωνία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος γενικεύει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἑβραίους, νά ἀπομακρυνθοῦν δηλαδή ἀπό τήν Βαβυλώνα, καί διακελεύει τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό ὅλους αὐτούς πού ἔχουν ἀλλότρια πρός τούς Ὀρθοδόξους φρονήματα. Τό χωρίον αὐτό τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο γιά νά διδάξη τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς καί, εἰδικά, τήν ἀποφυγή τῶν ἀξιωμάτων, τά ὁποῖα οἱ αἱρετικοί δίδουν γιά νά δελεάσουν τούς Ὀρθοδόξους κληρικούς καί νά τούς ἔχουν ὑποχειρίους∙ «....ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως πεπραχότων καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων καί σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογία. δεῖν τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν, μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος∙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε∙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτως διαστελλομένους δηλονότι καί μή συγχέοντας τήν Χριστοῦ ὁμολογία» (Φατ. 495,730,20).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἐπί πλέον διδάσκει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπιφέρει σύγχυσι τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, διότι ἄλλα λέμε μέ τά λόγια καί ἄλλα πράττομε μέ τά ἔργα.
6. Ἡσαΐας 66,3: «Ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε».
Ὁ Προφήτης στό σημεῖο αὐτό τονίζει ὅτι οἱ θυσίες, οἱ προσφορές καί τά τελούμενα γενικῶς ὑπό τῶν ἀσεβῶν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτα στόν Θεό. Οἱ αἱρετικοί δέ, εἶναι οἱ πλέον ἀσεβεῖς, διότι διαστρέφουν τήν Ἁγία Γραφή καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοιουτοτρόπως ἀσεβοῦν ἀμέσως καί εὐθέως πρός αὐτόν τόν Θεό. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου καί στηριζόμενος εἰς αὐτό τό χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, μᾶς διδάσκει ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ναός βεβηλώθηκε διά τῆς αἱρέσεως, ἀνεχώρησε ἀπό αὐτόν ὁ ἄγγελος, ὁ ναός δέ ἔχασε τήν ἱερότητά του καί μετετράπη εἰς κοινό οἶκο. Δι’ αὐτό καί ὅ,τι τελεῖται εἰς αὐτόν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτο εἰς τόν Θεό. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του στόν λογοθέτη Ἰωάννη:
«...διότι οὐ ναός θεοῦ ἅγιος ὁ ὑφ' αἱρετικῶν βεβηλούμενος, ἀλλ' οἶκος κοινός, ὡς φησίν ὁ Μέγας Βασίλειος, τοῦ ἐφεστῶτος ἀγγέλου ἐν αὐτῷ ὡς ἐφ᾿ ἑκάστης ἐκκλησίας ὑπεκστάντος διά τήν ἀσέβειαν. Διόπερ οὐδ᾿ ἡ τελουμένη ἐν αὐτῷ θυσία θεῷ εὐπρόσδεκτος· καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος· ὁ ἀσεβής ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα» (Φατ. 424,593,8).
Ἐδῶ ἐμμέσως πλήν σαφῶς διδάσκει ὁ προφήτης καί οἱ Πατέρες τήν ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς τούς ναούς στούς ὁποίους εἰσῆλθε ἡ αἵρεσις, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι τελεῖται δέν εἶναι εὐπρόσδεκτον εἰς τόν Θεό.
7. Θρῆνος Ἱερεμίου 4,15: «Ἀπόστητε ἐκαθάρτων —καλέσατε αὐτούς—ἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν».
Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας μετ’ ἐπικλήσεως διδάσκει νά ἀπομακρυνθῆ ὁ λαός ἀπό τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μολυσμένοι ἀπό διάφορες ἁμαρτίες. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων”. Ἀκαθάρτους ἐκάλουν ἡμᾶς. Εἶτα δείξας τίνας ὀνομάζει ἀκαθάρτους, ἀνέλαβε τό ρητόν, καί φησίν· “Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων· ἀπόστητε μή ἐγγίσητε αὐτοῖς, ὅτι παρώξυναν”, τουτέστιν τόν Θεόν. “Καί ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν”. Ἐγυμνώθησαν φησί, διά τήν παρανομίαν τῆς θείας ἐπικουρίας. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὐ μή προσθῶσι τοῦ παροικεῖν πρό προσώπου Κυρίου”. Παντελῶς φησίν ἡμᾶς ἀπηγόρευσεν» (P.G. 81,801C).
Ἐπίσης ὁ Ὀλυμπιόδωρος, διάκονος Ἀλεξανδρείας (στ’ αἰών) ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἤψαντο ἐνδυμάτων» (προηγούμενος στίχος). Ὅσοι, φησίν, εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε∙ φησίν οὖν, ὅτι καί περί αὐτήν τήν πίστιν ἐκινδύνευσαν. “Ἀπόστητε”. Παραινέσατε ἀλλήλοις ἀποστῆναι ἀπό τῶν ἀκαθάρτων. Τό γάρ, Καλέσατε αὐτούς, ἀντί τοῦ, ἕκαστος τόν πλησίον νουθετήσατε. “Ὅτι ἀνήφθησαν”. Ὅτι ὑποχείριοι τῇ ὀργῇ γεγόνασιν. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν”. Εἴπατε, φησίν, αὐτοῖς∙ Μή προστεθῆτε τοῦ παροικεῖν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀντί τοῦ, Μή συναμίγνυσθε τοῖς ἀλλοτρίοις» (P.G. 93, 756A).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἑρμηνευτές τοῦ χωρίου αὐτοῦ, ὁ προφήτης Ἱερεμίας διακελεύεται τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ἀκαθάρτους καί μολυσμένους ἱερεῖς τοῦ Ἰσραήλ. Μάλιστα ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε προσέγγισι καί ἄγγιγμα «ἀπόστητε, μή ἅπτεσθε». Αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, ἰσχύει καί γιά τόν πνευματικό μολυσμό τῆς πίστεως, δηλαδή τήν αἵρεσι. Μάλιστα ὁ μολυσμός αὐτός εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος καί ὑπερβαλλόντως ἐπικινδυνότερος. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀπομακρυνθοῦν τελείως ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μολυσμένοι καί ἀκάθαρτοι ἀπό τήν αἵρεσι.
Σαφῶς τό τονίζει αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι μεγαλυτέρα εἶναι ἡ βλάβη πού προέρχεται, ὄχι τόσο ἀπό κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατά πρόσωπον δηλαδή ἐναντιώσεως πρός τόν Θεόν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ, T.L.G., V. 31, p. 1096, l. 47).
8. Σοφία Σειράχ 9,13: «Μακρὰν ἄπεχε ἀπὸ ἀνθρώπου, ὃς ἔχει ἐξουσίαν τοῦ φονεύειν, καὶ οὐ μὴ ὑποπτεύσῃς φόβον θανάτου· κἂν προσέλθῃς, μὴ πλημμελήσῃς, ἵνα μὴ ἀφέληται τὴν ζωήν σου· ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεων περιπατεῖς».
Τό χωρίο αὐτό ἔχει ἀπόλυτον θά λέγαμε ἐφαρμογή στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐξουσία πνευματική, καί διά τῆς αἱρέσεως φονεύουν ὅσους τούς πλησιάζουν ἐκκλησιαστικῶς καί τούς ἐμπιστεύονται τίς ψυχές των. Ἡ ἀπομάκρυνσις λοιπόν ἀπό αὐτούς μᾶς διασφαλίζει τήν πνευματική ζωή, τό δέ πλησίασμα πρός αὐτούς σημαίνει ὅτι βαδίζομε «ἐν μέσῳ παγίδων», ὅτι περιπατοῦμε «ἐπί ἐπάλξεων πόλεων», δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους σημαίνει κατά τήν πατερική ὁρολογία, ὅτι εἴμεθα στό στόμα τοῦ λύκου.
Τήν ἴδια θέσι ἐκφράζει ἐμφαντικά καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καί κατανύξεως, T.L.G., l. 29-36).
Β. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Θά συνεχίσουμε ἀναφέροντας τά χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν ἀποτείχισι, καί ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πλέον ξεκάθαρα, διότι ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὑπῆρχαν αὐτοί πού διέστρεφαν τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί εἰσήγαγον τίς αἱρέσεις. Ὡς ἐκ τούτου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ σαφήνεια διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό μέχρι σημείου συνεστιάσεως καί ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ καί μάλιστα ἀναθεματίζουν ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι μέ αἱρετικές διδασκαλίες. Τά κυριώτερα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ὁμιλοῦν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι τά ἑξῆς:
9) Ματθ. 6, 24: «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίους δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά δουλεύη καί νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους, δέν ἔχει τήν ἐφαρμογή της μόνο στό ὅτι δέν δύνασαι συγχρόνως νά ὑπηρετῆς τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ, ἀλλά καί σέ οἱαδήποτε ἄλλη περίπτωσι θελήση ὁ ἄνθρωπος νά ὑπηρετήσει μαζί μέ τόν Θεό καί κάποιον ἄλλον ὡς κύριο· π.χ. νά ὑπηρετῆ τόν Θεό καί τά πάθη του τά σαρκικά, τόν ἐγωϊσμό κ.λπ., τόν Θεό καί τόν κόσμο μέ τήν ἔννοια τῆς κοσμικότητος, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ὅσα ζητεῖ ὁ κόσμος κ.λπ. Πολύ δέ περισσότερο ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί διά τά θέματα τῆς πίστεως. Δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά ὑπηρετῆ συγχρόνως καί νά ἀκολουθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεσι, νά ὁμολογῆ καί νά διακηρύσση τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί συγχρόνως νά συντάσσεται καί νά ἐνσωματώνεται ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Οἰκουμενιστές, νά κατηγορῆ καί νά ἀναθεματίζη τό Π.Σ.Ε καί συγχρόνως νά ἀνήκη εἰς αὐτό κ.λπ.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογή ὄχι στούς Οἰκουμενιστές, διότι αὐτοί συντάσσονται ὡς αἱρετικοί μέ τόν διάβολο, ἀλλά στούς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν μέ τά λόγια τήν ἀλήθεια καί συντάσσονται μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί μέ τά ἔργα δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι ἀνήκουν καί ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι. Ὡς ἐκ τούτου δουλεύουν καί ὑπηρετοῦν δύο κυρίους.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐν προκειμένῳ, χρησιμοποιεῖ τό χωρίο αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης διά τά θέματα τῆς πίστεως καί, μάλιστα, κατηγορεῖ αὐτούς πού θεωρητικά, ἤ καί μυστικά, συνετάσσοντο μέ τούς Ὀρθοδόξους, πρακτικά δέ καί ἐξωτερικά ἀκολουθοῦσαν τούς αἱρετικούς, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε γιά νά μήν χάσουν τά μοναστήρια κ.λπ.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται ἤθελε νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους καί κατά τό δή λεγόμενο νά παίζη σέ διπλό ταμπλώ, τόν ἐλέγχει, ἀφ’ ἑνός μέν δι’ αὐτήν τήν στάσι του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ δηλώνει ὅτι, ἐξ’ αἰτίας αὐτῆς του τῆς τοποθετήσεως, δέν δύνανται οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἀποτειχισμένοι νά ἔχουν μαζί του καμμία σχέσι ἐκκλησιαστική ἀλλά καί οἱαδήποτε δοσοληψία:
«Ταῦτα πάντα λελύπηκεν ἡμᾶς, ὧ τιμιώτατε, καί εἴργει ἡμᾶς, σύγγνωθι, ἡ πρός ὑμᾶς ἀπάρτι καί συνανάκρασις καί συναναστροφή, λῆψίς τε καί δόσις καί εἴ τι ἄλλο τῶν φιλικῶν καί ἐξ ἔθους· ἱνατί γάρ, φησίν, ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπό ἄλλης συνειδήσεως; καί ἐπειδή ἱκανῶς ᾠκονομήσαμεν ἐν τοῖς προλαβοῦσιν καί, ὡς Θεός μόνος οἶδεν, σύν πολλῇ διαθέσει καί ἐλεημοσύνῃ, δεῖν ἄρτι καί οἰκοδομῆσαι καί μή ἀμφοτέρωθεν ζημιοῦσθαι μήτε τό ἀλλότριον προσλαμβανομένους καί τό οἰκεῖον ἀλόγως προέσθαι. εἰδόσιν ὁ λόγος· οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ἡ ἀλήθεια ἀπεφήνατο. Κύριοί ἐστε καί δεσπόται καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν καί βουλευμάτων, ἡμεῖς δέ ταπεινοί καί ἀλίτιμοι, ὧδέ που παραρρεριμμένοι διά τόν διωγμόν. Χαρίσασθε ἡμῖν τήν ἐλευθερίαν ταύτην καί τό τοῖς οἰκείοις ἐπιστυγνάζειν ἁμαρτήμασιν. Καί οἶδα μέν ὅτι λυπηρόν τό γράμμα τῇ τιμιότητί σου ὥσπερ καί ἡμῖν, ἀλλά τῆς τοῦ θεοῦ ἀγάπης οὐδέν προτιμότερον, δι’ ἥν καί ἡμεῖς σύν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν ἐπί τῇ ὕβρει Χριστοῦ ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα» (Φατ. 494, 728,13).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος μέ θαυμάσια μεγαλοπρέπεια καί σαφήνεια ξεχωρίζει τούς Ὀρθοδόξους, ἀπό αὐτούς πού ἤθελαν νά ὑπηρετοῦν δύο κυρίους· καί ἐνῶ αὐτοί ἦσαν «κύριοι καί δεσπότες καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν» (μέ συμβιβασμό βέβαια στήν πίστι), οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν «ταπεινοί καί ἀλίτιμοι (περιπλανόμενοι) ὧδέ που παραρρεριμένοι διά τόν διωγμόν». Εἶχαν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία, ἡ ὁποία τούς ὡδηγοῦσε εἰς τό νά ἀρνηθοῦν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστόν καί νά ἐπιλέξουν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστό, καί νά τά διακρατήσουν· «ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα», δηλαδή ἀρνήθηκαν τά μοναστήρια, τίς ἐξουσίες κ.τλ. καί ἐπροτίμησαν τόν διωγμό.
10) Ματθ. 7,6: «Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτούς ἐν τοῖς ποσίν αὐτῶν καί στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς».
Τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά νά τό κατανοήσωμε, θά χρησιμοποιήσωμε τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι τό περιεχόμενό του εἶναι ἀλληγορικό.
Ὁ Μέγας Φώτιος, ἑρμηνεύοντάς το, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἅγια καί μαργαρῖται, ὅ τε τοῦ θείου κηρύγματος λόγος, καί τό Δεσποτικόν καί ἄχραντον χρηματίζει σῶμα· μαργαρῖται μέν ὅτι τίμια καί ὅτι λαμπράν τῆς σωτηρίας τήν αἴγλην τοῖς εἰλικρινῶς προσιοῦσιν ἐκπέμπουσιν, ἅγια δέ, ὅτι τά σεπτά καί ὅτι τῆς πλάνης ἀφορίζοντες τῇ ἀληθείᾳ ἀνατιθέασι. Κύνες δέ, καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν κατά τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο» (P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232, 30). Τά ἅγια λοιπόν καί οἱ μαργαρῖτες, κατά τόν Μέγα Φώτιο, εἶναι τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα καί τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τά σκυλιά δέ οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἄπιστοι.
Τό ἴδιο ἀναφέρει καί ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀπαντώντας σέ κάποια ἐρώτησι: «Μή δῶτε τοίνυν “τό ἅγιον τοῖς κυσίν” τοῖς πολλάκις τόν θεῖον λόγον δεξαμένοις Ἰουδαίους καί πάλιν ἐπί τόν ἴδιον ἔμετον ἐπιστρέφουσιν, ἤ τοῖς ἐξ αἱρέσεων ἐπί τόν ἀληθῆ λόγον βαδίζουσιν καί παλινοστοῦσι πρός τήν προτέρον κακόνοιαν» (Ε.Π.Ε. 1, 166, 3).
Ἡ ἔννοια λοιπόν τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δέν πρέπει νά ἔχωμε καμμία σχέσι ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε καί τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα νά τούς προσφέρωμε, διότι θά τό διαστρεβλώσουν καί θά τό βεβηλώσουν μέ σκοπό νά μᾶς κάνουν κακό.
Ὁ Μέγας Φώτιος τελειώνοντας τήν ἑρμηνεία αὐτή, καί ἀφοῦ ἀναφέρει καί ἄλλες περιπτώσεις στίς ὁποῖες ἀλληγορικά δύναται νά ἐφαρμοστῆ αὐτό τό χωρίο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἰ δέ καί ἀπό τῶν μαχομένων ἐννοιῶν καί ἐνθυμήσεων, ἐπ’ αὐτάς προσέλθοις τάς ἀντικειμένας πράξεις, καί τούς κατά τάς πράξεις αὐτάς διακειμένους, οὐδέν ἧττον εὑρήσεις τήν θεωρίαν προβαίνουσαν. Ὁ γάρ σπουδαῖος βίος καί ὀρθόδοξος, μαργαριτῶν καί Ἁγίων δίκην ἀποστίλβων, οὐκ ὀφείλει ταῖς αἱρετικαῖς καί δυσώδεσι καί ρυπώσαις πολιτείαις συνδιαιτᾶσθαι καί συναναφύρεσθαι. «“Ἐξέλθετε γάρ, φησίν, ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε”, λέγει Κύριος, “κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”. Καί, “τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος”; καί, “ἐξάρατε τόν πονηρόν ἐκ μέσου ὑμῶν”· καί, “τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν”, καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον. Ἀλλά ταῦτα μέν σήν πεφιλοτιμήσθω χάριν» (P.G. 101, 944C. –Ε.Π.Ε. 3, 238, 16).
Ὁ κάθε Ὀρθόδοξος λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο, εἶναι τά ἅγια καί τά μαργαριτάρια τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου, καί δέν πρέπει νά συνδιαιτᾶται καί νά ἀναμιγνύεται μέ τούς αἱρετικούς.
Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «συνδιαιτᾶσθαι ἤ συναναφύρεσθαι» εἶναι, θά λέγαμε, πολύ ἐπίκαιρες καί ἀνταποκρίνονται πλήρως στήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι μέ τούς Οἰκουμενιστές συνδιαιτῶνται (καί μάλιστα στήν πλήρη καί ἀπόλυτο μορφή τῆς πνευματικῆς τραπέζης) καί συναναφύρονται (ἀναμιγνύονται, κυλίονται ὁμοῦ κατά τό Μ. Λεξικό τῆς Ἐλληνικῆς γλώσσης) οἱ ἀντιοικουμενιστές καί ἔτσι προσφέρουν τά ἅγια τοῖς κυσίν.
Χαρακτηριστικό τέλος εἶναι ὅτι γιά νά δείξη ὁ ἅγιος ὅτι ἀναφέρεται συγκεκριμένα στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέρει ὅλα τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καθαρά δι’ αὐτήν τήν ἀποτείχισι. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά ἁγιογραφικά αὐτά χωρία καί ὅπως συγκεκριμένα ἀναφέρει «καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον» ἁγιογραφικῶν χωρίων ἀναφέρονται πρωτίστως στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
11) Ματθ. 10, 34-36: «Μή νομίσατε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν. ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ».
Ὅπως σέ πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκεται ἡ ἑνότης μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἑνότης καί σχέσις καί σύνδεσμος τήν ὁποία ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματος, ἔτσι πάλι, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, διδάσκεται καί ἡ διάστασις καί ἀπομάκρυνσις, ὅταν προέρχεται (ἀπό τήν ἕνωσιν) ψυχική βλάβη καί κίνδυνος ἀπωλείας τῆς ψυχῆς. Τότε ἡ ἑνότης αὐτή εἶναι κακή καί ἡ διάστασις καί ὁ χωρισμός θεάρεστος. Στό χωρίο, αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης διδάσκεται ἡ διάστασις, ἐφ’ ὅσον ἡ ἑνότης μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τήν κατά Θεόν ζωή καί τήν σωτηρία μας.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐ πανταχοῦ καλόν ἡ ὁμόνοια· ἀλλ’ ἔστιν ὅτε καί ἡ διάστασις. Μάχαιρα γοῦν ὁ τῆς πίστεως λόγος, ὅς ἀποτέμνει ἡμᾶς ἀπό τῆς σχέσεως τῶν οἰκείων καί συγγενῶν ἐμποδιζόντων ἡμῖν εἰς θεοσέβειαν. Οὐ γάρ ἁπλῶς διχάζεσθαι ἤτοι χωρίζεσθαι ἀπό τούτων λέγει, ἀλλ’ ὅταν μή συνέρχοντο, μᾶλλον δέ καί ἐμποδίζοιεν τήν πίστιν» (P.G. 123, 244C). Ὅταν λοιπόν ἡ ὁμόνοια γίνεται ἐμπόδιο εἰς τήν πίστι, τότε ἡ διάστασις, ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσις εἶναι θεάρεστος καί σωτήριος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅτι τοῦτο μάλιστα εἰρήνη, ὅταν τό νενοσηκός ἀποτέμνηται, ὅταν τό στασιάζον χωρίζηται. Οὕτω γάρ δυνατόν τόν οὐρανόν τῇ γῇ συναφθῆναι. Ἐπεί καί ἰατρός οὕτω τό λοιπόν διασώζει σῶμα, ὅταν τό ἀνιάτως ἔχον ἐκτέμῃ· καί στρατηγός, ὅταν κακῶς ὁμονοοῦντας εἰς διάστασιν ἀγάγῃ. Οὕτω καί ἐπί τοῦ πύργου γέγονεν ἐκείνου· τήν γάρ κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε, καί ἐποίησεν εἰρήνην. Οὕτω καί Παῦλος τούς κατ’ αὐτοῦ συμφωνοῦντας διέσχισεν. Ἐπί δέ τοῦ Ναβουθέ πολέμου παντός τότε ἡ διαφωνία ἐκείνη χαλεπωτέρα γέγονεν. Οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν· ἐπεί καί λησταί συμφωνοῦσιν. Οὐκ ἄρα οὖν τῆς αὐτοῦ προθέσεως τό ἔργον, ἀλλά τῆς ἐκείνων γνώμης ὁ πόλεμος. Αὐτός μέν γάρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τόν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδή δέ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται. Ἀλλ’ οὐκ εἶπεν οὕτως· ἀλλά τί φησιν; “Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην”, ἐκείνους παραμυθούμενος. Μή γάρ νομίσητε, φησίν, ὅτι ὑμεῖς αἴτιοι τούτων· ἐγώ εἰμι ὁ ταῦτα κατασκευάζων, ἐπειδή οὕτω διάκεινται. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε, ὡς παρά προσδοκίαν τῶν πραγμάτων γινομένων. Διά τοῦτο ἦλθον, ὥστε πόλεμον ἐμβαλεῖν· τοῦτο γάρ ἐμόν ἐστι τό θέλημα. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε πολεμουμένης, ὡς ἐπιβουλευομένης τῆς γῆς. Ὅταν γάρ ἀποσχισθῇ τό χεῖρον τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός (Ε.Π.Ε. 10, 492-494).
»”Ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ”. Καί γάρ καί ἐπί τῶν Ἰουδαίων τοιοῦτόν τι συνέβη. Ἦσαν γάρ προφῆται καί ψευδοπροφῆται, καί ὁ δῆμος ἐσχίζετο καί αἱ οἰκίαι διῃροῦντο· καί οἱ μέν τούτοις ἐπίστευον, οἱ δέ ἐκείνοις. Διά τοῦτο παραινεῖ ὁ προφήτης λέγων. “Μή πιστεύετε ἐν φίλοις, μηδέ ἐλπίζετε ἐπί ἡγουμένοις· ἀλλά καί ἀπό τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ” καί∙ “Ἐχθροί τοῦ ἀνδρός οἱ ἄνδρες οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ”» (Ε.Π.Ε. 10, 498).
Κατά τόν Χρυσορρήμονα λοιπόν Ἰωάννη εἰρήνη καί ὁμόνοια δέν ὑφίσταται σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ὅταν εἴμεθα ἑνωμένοι μέ τούς ἔχοντας ἀνίατη καί κολλητική ἀσθένεια, ἀλλά ὅταν ἀποκοπτόμεθα ἀπό αὐτούς. Τότε, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, μέ τό ὑγιαῖνον μέρος συνάπτεται ὁ οὐρανός: «ὅταν γάρ ἀποσχιστῇ τό χεῖρον, τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός». Δηλαδή ἑνωνόμεθα μέ τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε καί ἀποσχιστοῦμε ἀπό τούς ἀνιάτως ἔχοντας περί τήν πίστιν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἶναι ἐχθροί κατά τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης διότι μᾶς ἐμποδίζουν εἰς τήν εὐσέβεια καί τήν εὐσεβῆ πίστι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐπίσης, διδάσκει σαφέστατα τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν οἱονδήποτε μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό: «Ὅταν δέ ἡ τῶν γονέων σχέσις καί φιλία πρός αὐτόν φέρῃ τόν κίνδυνον τήν ψυχήν καί τοῦ δημιουργοῦ πόρρῳ ποιῇ, ἐκκόπτειν ταύτην παντάπασι προστετάγμεθα, καί μηδόλως εἴκειν τοῖς χωρίζουσι ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μισεῖν τούτους καί ἀποστρέφεσθαι, κἄν πατήρ ὁ τά ἀπευκταῖα ἐπιτάττων εἴη, κἄν μήτηρ, κἄν βασιλεύς, κἄν τῆς ζωῆς αὐτῆς κύριος» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Βαρλαάμ και Ἰωάσαφ, κεφ. ΧΧV, T.L.G., p. 376, l. 12).
Ὁ Ἁγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κάνει τήν ἴδια διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τούτου: «”Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκειακοί αὐτοῦ”. Ἐχθροί μέν οὖν καθό καί ἑτερόφρονες· φίλοι δέ καί οὐν εἰς μακράν, ὡς ἐν ὁμοψυχίᾳ πίστεως καί ὡς ἐν ἑνότητι Πνεύματος καί ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις εἰς τόν Προφήτην Ἀγγαῖον, T.L.G., v. 2, p.e 280, l. 1).
Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὁμιλῶν δι’ αὐτήν τήν θεομίσητον ὁμόνοια, ἡ ὁποία γίνεται εἰς βάρος τῆς πίστεως, καί διά τήν θεάρεστον διάστασιν, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί γίνεται χάριν αὐτῆς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ᾿ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν· ἡ γάρ εἰρήνη μετά τοῦ δικαίου καί πρέποντος, κάλλιστόν ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον τε καί βλαβερώτατον· ὅτι ἔστι κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία· ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς· οἷς γάρ ἡ φιλία πρόξενος ἀπωλείας, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται· καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ ἀπαθείας διάστασις» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, τομ. Α΄, σελ. 410, ἐκδόσεις Ρηγόπουλου).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, τέλος, ἐπί τοῦ θέματος τῆς κακῆς ὁμονοίας καί τῆς καλῆς καί θεαρέστου διαστάσεως ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἰσχυρὸν εἰς ὁμόνοιαν τοῖς γνησίοις τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἡ περὶ Θεοῦ συμφωνία· καὶ οὐδὲν οὕτως ἕτοιμον εἰς διάστασιν, ὡς ἡ περὶ τοῦτο διαφωνία. Καὶ γὰρ ὁ τὰ ἄλλα ἐπιεικέστατος περὶ τοῦτο θερμότατος, καὶ ὁ πραῢς ὄντως γίνεται μαχητής, ὅταν ἴδῃ μακροθυμίᾳ Θεὸν ζημιούμενος, μᾶλλον δὲ Θεὸν ζημιῶν τῷ ἑαυτοῦ πτώματι, τὸν ἡμᾶς πλουτοῦντά τε καὶ πλουτίζοντα» (Ε.Π.Ε. 1, 248, 15).
Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει, σύμφωνα μέ τόν θεολόγο, διαφωνία στά θέματα τῆς πίστεως, τότε ὑπάρχει ἡ διάστασις, τότε ὁ ἐπιεικής γίνεται θερμός καί ὁ πρᾶος μαχητής, προκειμένου νά μήν ζημιωθῆ ὁ ἴδιος καί νά μήν ζημιώση τόν ἴδιο τόν Θεόν μέ τήν πραότητα καί μακροθυμία του.
Ὡς ἐκ τούτου οἱ Πατέρες, στό χωρίο αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν εἶδον ὡς ἐχθρούς τῶν Ὀρθοδόξων μόνο τούς κατά σάρκα οἰκιακούς των, ἀλλά καί τούς κατά πνεῦμα· δηλαδή εἶδαν τό θέμα ἐκκλησιαστικῶς καί μᾶς ἐδίδαξαν ὅτι γίνονται ἐχθροί μας καί πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς, ὅσοι διαστρέφουν τήν πίστι καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν αἵρεσι. Ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀπομάκρυνσις καί διάστασις, τότε δέν εἰρηνεύουμε μέ τόν οὐρανό καί ζημιούμεθα αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, δηλαδή ἔχοντας ἑνότητα ἐκκλησιαστική μέ τούς αἱρετικούς ἔχομε διάστασι συγχρόνως μέ τόν Θεό. Ἀντιθέτως δε, ἔχοντας ἐκκλησιαστική διάστασι μέ τούς αἱρετικούς, ἔχουμε ἑνότητα, ὁμόνοια καί εἰρήνη μέ τόν Θεό.
(Συνεχίζεται)
Παρουσιάζοντας λοιπόν αὐτήν τήν μικράν ἐργασία στούς ἀδελφούς, προσεπιδηλοῦμε ὅτι, ἡ ἐντολή αὐτή τῆς ἀποτειχίσεως, εἶναι ἡ πλέον σαφής καί ἀδιαμφισβήτητη μέσα στήν Ἁγία Γραφή καί, κατά τήν γνώμη μας, αὐτή ἡ ἐντολή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μέ διαφόρους τρόπους ἔχει καταγραφεῖ περισσότερες φορές ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές, σέ σημεῖο, θά λέγαμε, νά τήν συναντᾶς, μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή, συνεχῶς μπροστά σου.
Παρ’ ὅλα αὐτά αὐτήν τήν ἐντολή, ἡ ὁποία εἶναι ἴσως ἡ μόνη ἡ ὁποία, ὄχι μόνο προστατεύει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά προστατεύει καί τήν ἀλήθεια, καί τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅλη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀπό τή νοθεία καί τήν ἐκκοσμίκευσι, αὐτήν τήν ἐντολή σήμερα τήν ἀμφισβητοῦν κάποιοι, τήν περιορίζουν ὡς θεσπισθεῖσαν ἀπὸ μόνο ἕναν Ἱερό Κανόνα μιᾶς τοπικῆς Συνόδου, τόν ὁποῖο γιά εὐνοήτους λόγους τόν ἐβάπτισαν δυνητικό, τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ὑπέταξαν στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ τό νά θεωρήσουν ὅτι ἡ ἐφαρμογή της προκαλεῖ σχίσμα, ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία (κατ’ οὐσία τήν οἰκουμενιστική και συνεπῶς αἱρετική) κ.λπ.
Τήν ἐντολή αὐτή τήν ἔφεραν στά μέτρα των, τήν ἀπομόνωσαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἁγία Γραφή καί φυσικά ἀπό τό πνεῦμα της· διδάσκουν ὅτι χρειαζόμαστε Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι πρέπει πρῶτοι νά τήν ἐφαρμόσουν καί μετέπειτα, αὐτοί θά τούς ἀκολουθήσουν· διδάσκουν ὅτι χρειάζονται Συνοδικές ἀποφάσεις περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως γιά νά τήν ἐφαρμόσουν· διδάσκουν ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες δέν τήν ἐφάρμοσαν καί ἄρα καλύπτονται πίσω ἀπό αὐτό τό λάθος των, καί τελικῶς, μέ ὅλες αὐτές τίς διδασκαλίες των, τά τεχνάσματα καί τίς ἐφευρέσεις των, κατήργησαν αὐτήν τήν σωτήρια ἐντολή, ἡ ὁποία ὡς μόνιμη ἐπωδός εὑρίσκεται διάχυτη σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή πρός προστασία μας, θά λέγαμε καί ὡς φύλαξ ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας.Διά τῆς καινοτόμου αὐτῆς διδασκαλίας λοιπόν, ἤδη δρέπομε τούς καρπούς τῆς δειλίας μας καί τῆς ὀλιγωρίας μας, βλέπομε πλέον τήν ραγδαία καί μέ γεωμετρική πρόοδο αὔξησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι παραμένουν ἁπλοί παρατηρητές τῶν γεγονότων καί ἐξελίξεων.
Οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ρυθμίζουν καί κατευθύνουν πλέον τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦν, ἄλλοι μετά χαρᾶς και ἀδιαφορίας (οἱ χλιαροί καί ἀδιάφοροι), ἄλλοι μετά διαμαρτυριῶν, διακηρύξεων καί χαρτοπολέμου (οἱ συνειδητοί καί προβληματισμένοι)· πάντως ὅλοι εἶναι στόν χορό τῆς αἱρέσεως καί ὁ καθένας κινεῖται σ’ αὐτόν τόν χορό ἀναλόγως τῆς γνώσεως καί τῆς προαιρέσεως του.
Ἕνας ἐπί πλέον λόγος, διά τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή ἡ μικρή ἐργασία καί μελέτη, εἶναι καί τό ὅτι πάλι καί πολλάκις ἐζητήσαμε ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς τίς θεωρίες των καί τήν στάσι των ἀπέναντι στήν αἵρεσι καί αὐτοί, γνωρίζοντας προφανῶς ὅτι εἶναι ἀκατοχύρωτη καί κατά τό δή λεγόμενο στόν ἀέρα, ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν, ἤ, ὅταν ἀπαντοῦσαν, ἔλεγαν ἄλλα ἀντί ἄλλων.
Ἡ παρουσίασις τῶν ἁγιογραφικῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἐντέλλονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀποδεικνύει τήν πλήρη ἁρμονία καί ταύτισι τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀποδεικνύει δέ ἐπί πλέον ὅτι ὅλοι οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τήν σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ἀναφέρονται στούς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα γενικῶς (εἴτε δηλαδή καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου, εἴτε ὄχι) καί ὄχι, ὅπως μέ πονηρία καί ἀπάτη διδάσκουν οἱ Ἀντοικουμενιστές, ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται στούς καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς καί ἄρα ὅτι, οἱ μή καταδικασμένοι, δέν ὑπάγονται στίς διατάξεις καί στά ἐπιτίμια τῶν Κανόνων. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν εἶναι σκόπιμη, ὕπουλη καί ἐφησυχαστική καί, φυσικά, ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τά ἁγιογραφικά χωρία τά ὁποῖα παραθέτομε κατωτέρω δέν εἶναι τά μοναδικά, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τήν ἄμεσο ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἐκρίναμε ὅτι εἶναι τά σημαντικώτερα, διότι ὅπως ἐπαναλάβαμε, παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ γιά τήν ἀποτείχισι, διότι τελικῶς αὐτή ἀποτελεῖ τήν προστασία της καί τήν προστασία τῶν πιστῶν καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι εἶναι ἡ φύσις τῆς ἀληθείας τέτοια, ὥστε νά μήν δέχεται οἱαδήποτε ἐπιμιξία καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.
Ὅπως εἴχαμε προαναγγείλει, προκειμένου να κατοχυρωθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων, δημοσιεύομε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα διακελεύουν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, προσθέτοντας καί ὁρισμένα σχόλια, τά ὁποῖα βοηθοῦν εἰς τήν κατανόησι τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑρμήνευσαν καί κατενόησαν τήν Ἁγία Γραφή. Θά ἀκολουθήση δέ καί ἡ παράθεσις ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος τῶν Ἱερῶν Κανόνων καθώς καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἴσως ὑπάρχουν καί ἄλλα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, τά ὁποῖα διέφυγον τῆς προσοχῆς μας, ἀλλά καί αὐτά πού παρουσιάζομε νομίζομε ὅτι εἶναι ἀρκετά πρός κατοχύρωσι ἑκάστου.
Ἡ παρουσίασις αὐτή τῶν κειμένων χρειάζεται ἴσως σήμερα πού κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ διερχόμεθα τούς ἐσχάτους καιρούς, σέ παλαιότερες, ὅμως, ἐποχές οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν κατά κανόνα τό χάρισμα καί τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως καί ἐγνώριζαν ἀπό ποιούς ποιμένες ἔπρεπε νά ἀπομακρυνθοῦν καί ποιούς νά ἐμπιστεύωνται. Ἡ σύγχυσις δέ αὐτή ἐπί τοῦ θέματος τούτου, τό ὁποῖο ὑπάρχει σήμερα εἶναι ἴσως καί ἡ καλυτέρα ἀπόδειξις τοῦ ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐποχῆς μας. Τά ἁγιογραφικά αὐτά κείμενα πού συλλέξαμε εἶναι τά ἑξῆς:
Α. ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
1. Ψαλμός 25, 4-5: «οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει τά ἑξῆς χρησιμοποιῶντας καί ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν ψαλμό τῆς Π. Διαθήκης: «Ἐκδιώξατε τόν πονηρόν καί σκολιόν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδή πᾶσα κακία μολύνει τόν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ, φεύγων τούς πονηρούς, ἔλεγεν· “Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος, καί μετά παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διά τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδή πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· “Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καί μετά ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καί μετά στρεβλοῦ διαστρέψῃς”. Καί γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετά σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἐξομοιώνεσαι μέ αὐτόν τόν ὁποῖο συνοικεῖς, δι’ αὐτό ἀπαιτεῖ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς πονηρούς καί σκολιούς. Αὐτό φυσικά ἰσχύει πολύ περισσότερο διά τήν ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χρησιμοποιεῖ τόν ψαλμό αὐτόν μαζί μέ τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου γιά νά διδάξη ὅτι, ὄχι μόνο νά μήν ἔχωμε καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, καί μέ αὐτούς πού ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ αὐτούς, ἀλλά οὔτε στούς ναούς πού κατέχονται ἀπό αὐτούς νά εἰσερχώμεθα χάριν προσευχῆς καί ψαλμωδίας. Εἰς ἀπάντησιν κάποιων ἐρωτήσεων τοῦ μοναχοῦ Μεθοδίου ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐρώτησις Γ΄: Περί τῶν κοινωθέντων ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ἱερέων τῶν κοινωνησάντων τῇ αἱρέσει, καί κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν· εἰ χρή ἐν αὐταῖς εἰσιέναι χάριν εὐχῆς καί ψαλμῳδίας.
Ἀπόκρισις: Οὐ χρή τό καθόλου εἰς τάς τοιαύτας ἐκκλησίας εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους τρόπους· ἐπειδή γέγραπται· Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθῆναι τήν αἵρεσιν, ἀπέπτη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου· καί κοινός οἶκος ὁ τοιόσδε χρηματίζει ναός. Καί οὐ μή εἰσέλθω, φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων. Καί ὁ Ἀπόστολος· Τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» (Φατ. 549,832,29).
Ἐδῶ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀντιοικουμενιστές κάθονται στήν ἴδια τράπεζα (μάλιστα πνευματική) μέ τούς Οἰκουμενιστές αἱρετικούς, τούς μνημονεύουν, τούς ἀναγνωρίζουν κ.λπ.
2. Ὁ ψαλμός 138, 21-22: «Οὐχὶ τοὺς μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμό αὐτό μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «”Οὐχί τούς μισοῦντας σε Κύριε, ἐμίσησα;” Ὅτι τούς μέν σούς ἠγάπων καί ἀπεδεχόμην φίλους∙ τούς δέ ἐχθρούς σου τελείως ἐμίσουν. Ἐχθροί δέ τοῦ Θεοῦ πρώτως μέν καί κυρίως οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες∙ δεύτεροι δέ μετ’ ἐκείνους οἵ τε τήν εἰδωλολατρείαν πρεσβεύοντες καί οἱ τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοί» (Ε.Π.Ε. 7, 264,15).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ συγκαταλέγει καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων· ἐμεῖς ὀφείλομε νά τούς μισοῦμε σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί, φυσικά, νά μήν ἔχωμε μαζί των καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία. Μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία δηλώνομε ἐμπράκτως ὅτι ὄχι μόνο δέν τούς μισοῦμε, ἀλλά ἀπεναντίας εἴμεθα ἐνσωματωμένοι μαζί των, τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες, τούς ἀκολουθοῦμε κ.λπ.
3. Γένεσις 12, 1-4: «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος· καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. καὶ ἐπορεύθη Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαρράν.».
Διατί ἄρραγε ἐχρειάσθηκε νά φύγη ὁ Ἀβραάμ ἀπό τήν πατρίδα του καί τούς στενούς του συγγενεῖς καί μάλιστα σ’ αὐτήν τήν ἡλικία; Τήν ἀπάντησι τήν ἔχομε ἀπό τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός διατάσσει τόν Ἅβραμ νά φύγη ἀπό τήν πατρίδα του Οὔρ, διότι ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ ξένου τόπου τῆς Χαναάν δέν ἦτο τόσον ἐπικίνδυνος εἰς αὐτόν, ὅσον ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ περιβάλλοντος τῆς πατρίδος, τοῦ πατρικοῦ του οἴκου καί τῶν συγγενῶν του» (Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ο΄, τομ. 1 , σελ. 110).
Ἡ φυγή λοιπόν τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός διά νά μήν ἐπηρεασθῆ καί ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά του ἀπό τήν εἰδωλολατρεία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί διαδίδεται εἰς αὐτόν ἡ αἵρεσις. Διά νά μήν ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά μας καί σταδιακῶς θεωρήσωμε τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία, ἤ ζώντας μέσα στήν αἵρεσι νομίζομε ὅτι συγχρόνως ἀνήκομε καί στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τόν χῶρο, καί τά ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι φορεῖς τῆς αἱρέσεως.
Ἐδῶ πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἔτι περισσότερον ἐπικίνδυνος ἀπό τήν εἰδωλολατρεία, διότι αὐτή ἐμφανίζεται καί διαδίδεται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί διότι ἐμπεριέχει στοιχεῖα καί διδασκαλίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλοιωμένα καί διεστραμμένα βεβαίως, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι ἱκανά νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, συμπορευόμενοι σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει ἀλλοιωθῆ τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων σέ σημεῖο μάλιστα, ὥστε νά μή θεωροῦμε ἀλλοίωσι τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί Παραδόσεως π.χ. τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων στό Π.Σ.Ε. κ.λπ. Μάλιστα αὐτά θεωροῦνται ἀπό τούς πολλούς καί πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεγκλωβισμός καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τό περιθώριο κ.λπ.
Διά ταῦτα πάντα καί ἄλλα, πού κατά καιρούς ἀναφέρομε, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ «ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί τῆς συγγενείας σου», ἰσχύει ἀπολύτως καί διά τήν αἵρεσι τῆς κάθε ἐποχῆς καί τῆς ἐποχῆς μας καί, βεβαίως, τήν ἐφάρμοσαν ἐπακριβῶς ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ἐξαιρουμένων τῶν συγχρόνων γερόντων, τούς ὁποίους ἤδη οἱ Οἰκουμενιστές ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν ἐν σπουδῇ γιὰ εὐνοήτους λόγους.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μόνον διαφυλάσσομε ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν εἰς τόν ἑαυτόν μας καί φυσικά ἀνήκομε ὄντως στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον βασικό στοιχεῖο καί γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθαρή καί Ὀρθόδοξος πίστις.
4. Ἡσαΐας 48,22: «Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν».
Τό χωρίον αὐτό τοῦ προφήτου Ἡσαΐα τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γιά νά μᾶς διδάξη ὅτι, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς, γίνεται πρωτίστως γιά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματός των καί, βεβαίως, γιά νά συναισθανθοῦν καί συνειδητοποιήσουν ποῦ εὑρίσκονται καί ποία ὁδό ἀκολουθοῦν.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Αὐξέντιο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πρός δέ ὅτι τοῖς Ἰουδαίοις λογομαχία πρόκειται, ἔα τούς χριστομάχους, ὦ πατέρων ἄριστε, λυττᾶν εἰς ἑαυτούς∙ οἱ γάρ αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν τάς διδαχάς ἀπορραπίσαντες, τάς τε τῶν ἀποστόλων ὑποθήκας παρωσάμενοι καί συλλήβδην πάντων τῶν θεοφόρων τάς ὑψηγορίας βδελυξάμενοι σχολῇ γ’ ἄν ὑφ’ ἡμῶν αὐτούς, ὁ Κύριος εἶπεν, τυφλοί εἰσιν. καί ὁ προφήτης φησίν∙ οὐκ ἔστι λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι λέγει Κύριος. πρός γάρ τῷ μηδέν ὠφελεῖσθαι ἐν τῇ συμβολῇ τοῦ λόγου καί ἑαυτούς παραβλάψοιμεν, τοῖς ἰοβόλοις αὐτῶν ῥήμασι δίκην ὄφεως φαρμακευόμενοι. ὁ θεός συντρίψει τούς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν∙ τάς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος» (Φατ. 518, 772,14).
Ἐπίσης ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἄλλη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται πρός ὅλους τούς δεδιωγμένους διά τήν Ὀρθόδοξο πίστι, χρησιμοποιώντας πρός κατοχύρωσι τόν Μ. Βασίλειο, ἐπικαλεῖται πάλι τό ἴδιο χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καί ἀπαγορεύει τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀκόμη καί τόν ἁπλό χαιρετισμό, ὅταν αὐτός γίνεται γιά νά δείξωμε ἀγάπη καί φιλία πρός τούς αἱρετικούς: «...εἰ δεῖ εἰς εὐκτήριον αὐτῶν εἰσέρχεσθαι εὐχῆς χάριν καί εἰ δεῖ τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν αὐτῷ ἐπιτελεῖν μετά ἰδίας τραπέζης; οὐδαμῶς ἑκάτερον. εἰ δεῖ χαίρειν αὐτοῖς λέγειν καί ἀσπάζεσθαι; οὐδαμῶς, ὥς φησιν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Κύριος ἐκώλυσεν τόν κοινόν ἀσπασμόν∙ ὥστε τοῦτο κατά σύμβασιν, ὡς δέ ἐξ ἀγάπης καί φιλίας φευκτέον, ἵνα πληρωθῇ ἐν τούτῳ∙ οὐκ ἔστι λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν» (Φατ. 393, 547,77).
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν πρέπει νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τούς αἱρετικούς διότι, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, τά λόγια των εἶναι δηλητήριο μέ τό ὁποῖο σάν φίδια δηλητηριάζουν τούς Ὀρθοδόξους καί δή τούς ἁπλουστέρους. Ὅταν λοιπόν δέν ἀπομακρύνονται ἀπό αὐτούς, ἀλλά ἀπεναντίας ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, παραβαίνουν βασικές ἐντολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί φυσικά τά ἐπακόλουθα εἶναι πρόδηλα καί καθημερινῶς τά ψηλαφοῦμε.
5. Ἡσαΐας 52, 10-12: «Καὶ ἀποκαλύψει Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. ἀπόστητε, ἀπόστητε, ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε, οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου· ὅτι οὐ μετὰ ταραχῆς ἐξελεύσεσθε, οὐδὲ φυγῇ πορεύσεσθε, προπορεύσεται γὰρ πρότερος ὑμῶν Κύριος καὶ ὁ ἐπισυνάγων ὑμᾶς Θεὸς ᾿Ισραήλ».
Ἐδῶ ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ λαός του πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέχρι τοῦ νά ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο. Αὐτή ἡ ἐντολή ἀπευθύνεται πρωτίστως στούς Λευΐτας, δηλαδή τό ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί πρός ὅλον τόν λαό. Τό χωρίο αὐτό τό χρησιμοποιεῖ πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος (Β΄ Κορινθ. 6,17) διά νά διδάξη τούς Κορινθίους καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλους μας, νά μήν συνοδοιποροῦν σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς ἀπίστους, τούς εἰδωλολάτρες κ.λπ.
Ἐδῶ φαίνεται καί ἡ συμφωνία καί ὁμοφωνία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπί τοῦ θέματος τούτου, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος γενικεύει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἑβραίους, νά ἀπομακρυνθοῦν δηλαδή ἀπό τήν Βαβυλώνα, καί διακελεύει τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό ὅλους αὐτούς πού ἔχουν ἀλλότρια πρός τούς Ὀρθοδόξους φρονήματα. Τό χωρίον αὐτό τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο γιά νά διδάξη τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς καί, εἰδικά, τήν ἀποφυγή τῶν ἀξιωμάτων, τά ὁποῖα οἱ αἱρετικοί δίδουν γιά νά δελεάσουν τούς Ὀρθοδόξους κληρικούς καί νά τούς ἔχουν ὑποχειρίους∙ «....ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως πεπραχότων καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων καί σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογία. δεῖν τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν, μᾶλλον δέ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος∙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε∙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτως διαστελλομένους δηλονότι καί μή συγχέοντας τήν Χριστοῦ ὁμολογία» (Φατ. 495,730,20).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἐπί πλέον διδάσκει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπιφέρει σύγχυσι τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, διότι ἄλλα λέμε μέ τά λόγια καί ἄλλα πράττομε μέ τά ἔργα.
6. Ἡσαΐας 66,3: «Ὁ δὲ ἄνομος ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε».
Ὁ Προφήτης στό σημεῖο αὐτό τονίζει ὅτι οἱ θυσίες, οἱ προσφορές καί τά τελούμενα γενικῶς ὑπό τῶν ἀσεβῶν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτα στόν Θεό. Οἱ αἱρετικοί δέ, εἶναι οἱ πλέον ἀσεβεῖς, διότι διαστρέφουν τήν Ἁγία Γραφή καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοιουτοτρόπως ἀσεβοῦν ἀμέσως καί εὐθέως πρός αὐτόν τόν Θεό. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου καί στηριζόμενος εἰς αὐτό τό χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα, μᾶς διδάσκει ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ναός βεβηλώθηκε διά τῆς αἱρέσεως, ἀνεχώρησε ἀπό αὐτόν ὁ ἄγγελος, ὁ ναός δέ ἔχασε τήν ἱερότητά του καί μετετράπη εἰς κοινό οἶκο. Δι’ αὐτό καί ὅ,τι τελεῖται εἰς αὐτόν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτο εἰς τόν Θεό. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του στόν λογοθέτη Ἰωάννη:
«...διότι οὐ ναός θεοῦ ἅγιος ὁ ὑφ' αἱρετικῶν βεβηλούμενος, ἀλλ' οἶκος κοινός, ὡς φησίν ὁ Μέγας Βασίλειος, τοῦ ἐφεστῶτος ἀγγέλου ἐν αὐτῷ ὡς ἐφ᾿ ἑκάστης ἐκκλησίας ὑπεκστάντος διά τήν ἀσέβειαν. Διόπερ οὐδ᾿ ἡ τελουμένη ἐν αὐτῷ θυσία θεῷ εὐπρόσδεκτος· καί ἄκουσον αὐτοῦ λέγοντος· ὁ ἀσεβής ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα» (Φατ. 424,593,8).
Ἐδῶ ἐμμέσως πλήν σαφῶς διδάσκει ὁ προφήτης καί οἱ Πατέρες τήν ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς τούς ναούς στούς ὁποίους εἰσῆλθε ἡ αἵρεσις, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι τελεῖται δέν εἶναι εὐπρόσδεκτον εἰς τόν Θεό.
7. Θρῆνος Ἱερεμίου 4,15: «Ἀπόστητε ἐκαθάρτων —καλέσατε αὐτούς—ἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν».
Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας μετ’ ἐπικλήσεως διδάσκει νά ἀπομακρυνθῆ ὁ λαός ἀπό τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μολυσμένοι ἀπό διάφορες ἁμαρτίες. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων”. Ἀκαθάρτους ἐκάλουν ἡμᾶς. Εἶτα δείξας τίνας ὀνομάζει ἀκαθάρτους, ἀνέλαβε τό ρητόν, καί φησίν· “Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων· ἀπόστητε μή ἐγγίσητε αὐτοῖς, ὅτι παρώξυναν”, τουτέστιν τόν Θεόν. “Καί ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν”. Ἐγυμνώθησαν φησί, διά τήν παρανομίαν τῆς θείας ἐπικουρίας. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὐ μή προσθῶσι τοῦ παροικεῖν πρό προσώπου Κυρίου”. Παντελῶς φησίν ἡμᾶς ἀπηγόρευσεν» (P.G. 81,801C).
Ἐπίσης ὁ Ὀλυμπιόδωρος, διάκονος Ἀλεξανδρείας (στ’ αἰών) ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἤψαντο ἐνδυμάτων» (προηγούμενος στίχος). Ὅσοι, φησίν, εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε∙ φησίν οὖν, ὅτι καί περί αὐτήν τήν πίστιν ἐκινδύνευσαν. “Ἀπόστητε”. Παραινέσατε ἀλλήλοις ἀποστῆναι ἀπό τῶν ἀκαθάρτων. Τό γάρ, Καλέσατε αὐτούς, ἀντί τοῦ, ἕκαστος τόν πλησίον νουθετήσατε. “Ὅτι ἀνήφθησαν”. Ὅτι ὑποχείριοι τῇ ὀργῇ γεγόνασιν. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν”. Εἴπατε, φησίν, αὐτοῖς∙ Μή προστεθῆτε τοῦ παροικεῖν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀντί τοῦ, Μή συναμίγνυσθε τοῖς ἀλλοτρίοις» (P.G. 93, 756A).
Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἑρμηνευτές τοῦ χωρίου αὐτοῦ, ὁ προφήτης Ἱερεμίας διακελεύεται τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ἀκαθάρτους καί μολυσμένους ἱερεῖς τοῦ Ἰσραήλ. Μάλιστα ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε προσέγγισι καί ἄγγιγμα «ἀπόστητε, μή ἅπτεσθε». Αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, ἰσχύει καί γιά τόν πνευματικό μολυσμό τῆς πίστεως, δηλαδή τήν αἵρεσι. Μάλιστα ὁ μολυσμός αὐτός εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος καί ὑπερβαλλόντως ἐπικινδυνότερος. Σύμφωνα λοιπόν μέ τό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀπομακρυνθοῦν τελείως ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι μολυσμένοι καί ἀκάθαρτοι ἀπό τήν αἵρεσι.
Σαφῶς τό τονίζει αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι μεγαλυτέρα εἶναι ἡ βλάβη πού προέρχεται, ὄχι τόσο ἀπό κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπό τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως, τῆς κατά πρόσωπον δηλαδή ἐναντιώσεως πρός τόν Θεόν τῶν κακοδοξούντων: «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ, T.L.G., V. 31, p. 1096, l. 47).
8. Σοφία Σειράχ 9,13: «Μακρὰν ἄπεχε ἀπὸ ἀνθρώπου, ὃς ἔχει ἐξουσίαν τοῦ φονεύειν, καὶ οὐ μὴ ὑποπτεύσῃς φόβον θανάτου· κἂν προσέλθῃς, μὴ πλημμελήσῃς, ἵνα μὴ ἀφέληται τὴν ζωήν σου· ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεων περιπατεῖς».
Τό χωρίο αὐτό ἔχει ἀπόλυτον θά λέγαμε ἐφαρμογή στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐξουσία πνευματική, καί διά τῆς αἱρέσεως φονεύουν ὅσους τούς πλησιάζουν ἐκκλησιαστικῶς καί τούς ἐμπιστεύονται τίς ψυχές των. Ἡ ἀπομάκρυνσις λοιπόν ἀπό αὐτούς μᾶς διασφαλίζει τήν πνευματική ζωή, τό δέ πλησίασμα πρός αὐτούς σημαίνει ὅτι βαδίζομε «ἐν μέσῳ παγίδων», ὅτι περιπατοῦμε «ἐπί ἐπάλξεων πόλεων», δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους σημαίνει κατά τήν πατερική ὁρολογία, ὅτι εἴμεθα στό στόμα τοῦ λύκου.
Τήν ἴδια θέσι ἐκφράζει ἐμφαντικά καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Μηδέποτε συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραίμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καί κατανύξεως, T.L.G., l. 29-36).
Β. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Θά συνεχίσουμε ἀναφέροντας τά χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν διά τήν ἀποτείχισι, καί ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πλέον ξεκάθαρα, διότι ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ὑπῆρχαν αὐτοί πού διέστρεφαν τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί εἰσήγαγον τίς αἱρέσεις. Ὡς ἐκ τούτου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ σαφήνεια διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό μέχρι σημείου συνεστιάσεως καί ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ καί μάλιστα ἀναθεματίζουν ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι μέ αἱρετικές διδασκαλίες. Τά κυριώτερα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ὁμιλοῦν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι τά ἑξῆς:
9) Ματθ. 6, 24: «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίους δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά δουλεύη καί νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους, δέν ἔχει τήν ἐφαρμογή της μόνο στό ὅτι δέν δύνασαι συγχρόνως νά ὑπηρετῆς τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ, ἀλλά καί σέ οἱαδήποτε ἄλλη περίπτωσι θελήση ὁ ἄνθρωπος νά ὑπηρετήσει μαζί μέ τόν Θεό καί κάποιον ἄλλον ὡς κύριο· π.χ. νά ὑπηρετῆ τόν Θεό καί τά πάθη του τά σαρκικά, τόν ἐγωϊσμό κ.λπ., τόν Θεό καί τόν κόσμο μέ τήν ἔννοια τῆς κοσμικότητος, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ὅσα ζητεῖ ὁ κόσμος κ.λπ. Πολύ δέ περισσότερο ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί διά τά θέματα τῆς πίστεως. Δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά ὑπηρετῆ συγχρόνως καί νά ἀκολουθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν αἵρεσι, νά ὁμολογῆ καί νά διακηρύσση τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί συγχρόνως νά συντάσσεται καί νά ἐνσωματώνεται ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Οἰκουμενιστές, νά κατηγορῆ καί νά ἀναθεματίζη τό Π.Σ.Ε καί συγχρόνως νά ἀνήκη εἰς αὐτό κ.λπ.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογή ὄχι στούς Οἰκουμενιστές, διότι αὐτοί συντάσσονται ὡς αἱρετικοί μέ τόν διάβολο, ἀλλά στούς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν μέ τά λόγια τήν ἀλήθεια καί συντάσσονται μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί μέ τά ἔργα δηλώνουν ἀπερίφραστα ὅτι ἀνήκουν καί ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι. Ὡς ἐκ τούτου δουλεύουν καί ὑπηρετοῦν δύο κυρίους.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐν προκειμένῳ, χρησιμοποιεῖ τό χωρίο αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης διά τά θέματα τῆς πίστεως καί, μάλιστα, κατηγορεῖ αὐτούς πού θεωρητικά, ἤ καί μυστικά, συνετάσσοντο μέ τούς Ὀρθοδόξους, πρακτικά δέ καί ἐξωτερικά ἀκολουθοῦσαν τούς αἱρετικούς, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε γιά νά μήν χάσουν τά μοναστήρια κ.λπ.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται ἤθελε νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους καί κατά τό δή λεγόμενο νά παίζη σέ διπλό ταμπλώ, τόν ἐλέγχει, ἀφ’ ἑνός μέν δι’ αὐτήν τήν στάσι του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ δηλώνει ὅτι, ἐξ’ αἰτίας αὐτῆς του τῆς τοποθετήσεως, δέν δύνανται οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἀποτειχισμένοι νά ἔχουν μαζί του καμμία σχέσι ἐκκλησιαστική ἀλλά καί οἱαδήποτε δοσοληψία:
«Ταῦτα πάντα λελύπηκεν ἡμᾶς, ὧ τιμιώτατε, καί εἴργει ἡμᾶς, σύγγνωθι, ἡ πρός ὑμᾶς ἀπάρτι καί συνανάκρασις καί συναναστροφή, λῆψίς τε καί δόσις καί εἴ τι ἄλλο τῶν φιλικῶν καί ἐξ ἔθους· ἱνατί γάρ, φησίν, ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπό ἄλλης συνειδήσεως; καί ἐπειδή ἱκανῶς ᾠκονομήσαμεν ἐν τοῖς προλαβοῦσιν καί, ὡς Θεός μόνος οἶδεν, σύν πολλῇ διαθέσει καί ἐλεημοσύνῃ, δεῖν ἄρτι καί οἰκοδομῆσαι καί μή ἀμφοτέρωθεν ζημιοῦσθαι μήτε τό ἀλλότριον προσλαμβανομένους καί τό οἰκεῖον ἀλόγως προέσθαι. εἰδόσιν ὁ λόγος· οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ἡ ἀλήθεια ἀπεφήνατο. Κύριοί ἐστε καί δεσπόται καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν καί βουλευμάτων, ἡμεῖς δέ ταπεινοί καί ἀλίτιμοι, ὧδέ που παραρρεριμμένοι διά τόν διωγμόν. Χαρίσασθε ἡμῖν τήν ἐλευθερίαν ταύτην καί τό τοῖς οἰκείοις ἐπιστυγνάζειν ἁμαρτήμασιν. Καί οἶδα μέν ὅτι λυπηρόν τό γράμμα τῇ τιμιότητί σου ὥσπερ καί ἡμῖν, ἀλλά τῆς τοῦ θεοῦ ἀγάπης οὐδέν προτιμότερον, δι’ ἥν καί ἡμεῖς σύν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν ἐπί τῇ ὕβρει Χριστοῦ ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα» (Φατ. 494, 728,13).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος μέ θαυμάσια μεγαλοπρέπεια καί σαφήνεια ξεχωρίζει τούς Ὀρθοδόξους, ἀπό αὐτούς πού ἤθελαν νά ὑπηρετοῦν δύο κυρίους· καί ἐνῶ αὐτοί ἦσαν «κύριοι καί δεσπότες καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν» (μέ συμβιβασμό βέβαια στήν πίστι), οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν «ταπεινοί καί ἀλίτιμοι (περιπλανόμενοι) ὧδέ που παραρρεριμένοι διά τόν διωγμόν». Εἶχαν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία, ἡ ὁποία τούς ὡδηγοῦσε εἰς τό νά ἀρνηθοῦν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστόν καί νά ἐπιλέξουν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστό, καί νά τά διακρατήσουν· «ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα», δηλαδή ἀρνήθηκαν τά μοναστήρια, τίς ἐξουσίες κ.τλ. καί ἐπροτίμησαν τόν διωγμό.
10) Ματθ. 7,6: «Μή δῶτε τό ἅγιον τοῖς κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτούς ἐν τοῖς ποσίν αὐτῶν καί στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς».
Τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά νά τό κατανοήσωμε, θά χρησιμοποιήσωμε τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων Πατέρων, διότι τό περιεχόμενό του εἶναι ἀλληγορικό.
Ὁ Μέγας Φώτιος, ἑρμηνεύοντάς το, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἅγια καί μαργαρῖται, ὅ τε τοῦ θείου κηρύγματος λόγος, καί τό Δεσποτικόν καί ἄχραντον χρηματίζει σῶμα· μαργαρῖται μέν ὅτι τίμια καί ὅτι λαμπράν τῆς σωτηρίας τήν αἴγλην τοῖς εἰλικρινῶς προσιοῦσιν ἐκπέμπουσιν, ἅγια δέ, ὅτι τά σεπτά καί ὅτι τῆς πλάνης ἀφορίζοντες τῇ ἀληθείᾳ ἀνατιθέασι. Κύνες δέ, καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν κατά τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο» (P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232, 30). Τά ἅγια λοιπόν καί οἱ μαργαρῖτες, κατά τόν Μέγα Φώτιο, εἶναι τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα καί τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τά σκυλιά δέ οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἄπιστοι.
Τό ἴδιο ἀναφέρει καί ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀπαντώντας σέ κάποια ἐρώτησι: «Μή δῶτε τοίνυν “τό ἅγιον τοῖς κυσίν” τοῖς πολλάκις τόν θεῖον λόγον δεξαμένοις Ἰουδαίους καί πάλιν ἐπί τόν ἴδιον ἔμετον ἐπιστρέφουσιν, ἤ τοῖς ἐξ αἱρέσεων ἐπί τόν ἀληθῆ λόγον βαδίζουσιν καί παλινοστοῦσι πρός τήν προτέρον κακόνοιαν» (Ε.Π.Ε. 1, 166, 3).
Ἡ ἔννοια λοιπόν τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δέν πρέπει νά ἔχωμε καμμία σχέσι ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε καί τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα νά τούς προσφέρωμε, διότι θά τό διαστρεβλώσουν καί θά τό βεβηλώσουν μέ σκοπό νά μᾶς κάνουν κακό.
Ὁ Μέγας Φώτιος τελειώνοντας τήν ἑρμηνεία αὐτή, καί ἀφοῦ ἀναφέρει καί ἄλλες περιπτώσεις στίς ὁποῖες ἀλληγορικά δύναται νά ἐφαρμοστῆ αὐτό τό χωρίο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἰ δέ καί ἀπό τῶν μαχομένων ἐννοιῶν καί ἐνθυμήσεων, ἐπ’ αὐτάς προσέλθοις τάς ἀντικειμένας πράξεις, καί τούς κατά τάς πράξεις αὐτάς διακειμένους, οὐδέν ἧττον εὑρήσεις τήν θεωρίαν προβαίνουσαν. Ὁ γάρ σπουδαῖος βίος καί ὀρθόδοξος, μαργαριτῶν καί Ἁγίων δίκην ἀποστίλβων, οὐκ ὀφείλει ταῖς αἱρετικαῖς καί δυσώδεσι καί ρυπώσαις πολιτείαις συνδιαιτᾶσθαι καί συναναφύρεσθαι. «“Ἐξέλθετε γάρ, φησίν, ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε”, λέγει Κύριος, “κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”. Καί, “τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος”; καί, “ἐξάρατε τόν πονηρόν ἐκ μέσου ὑμῶν”· καί, “τῷ τοιούτῳ μηδέ συνεσθίειν”, καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον. Ἀλλά ταῦτα μέν σήν πεφιλοτιμήσθω χάριν» (P.G. 101, 944C. –Ε.Π.Ε. 3, 238, 16).
Ὁ κάθε Ὀρθόδοξος λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο, εἶναι τά ἅγια καί τά μαργαριτάρια τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου, καί δέν πρέπει νά συνδιαιτᾶται καί νά ἀναμιγνύεται μέ τούς αἱρετικούς.
Οἱ ἐκφράσεις τοῦ ἁγίου «συνδιαιτᾶσθαι ἤ συναναφύρεσθαι» εἶναι, θά λέγαμε, πολύ ἐπίκαιρες καί ἀνταποκρίνονται πλήρως στήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι μέ τούς Οἰκουμενιστές συνδιαιτῶνται (καί μάλιστα στήν πλήρη καί ἀπόλυτο μορφή τῆς πνευματικῆς τραπέζης) καί συναναφύρονται (ἀναμιγνύονται, κυλίονται ὁμοῦ κατά τό Μ. Λεξικό τῆς Ἐλληνικῆς γλώσσης) οἱ ἀντιοικουμενιστές καί ἔτσι προσφέρουν τά ἅγια τοῖς κυσίν.
Χαρακτηριστικό τέλος εἶναι ὅτι γιά νά δείξη ὁ ἅγιος ὅτι ἀναφέρεται συγκεκριμένα στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέρει ὅλα τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καθαρά δι’ αὐτήν τήν ἀποτείχισι. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά ἁγιογραφικά αὐτά χωρία καί ὅπως συγκεκριμένα ἀναφέρει «καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον» ἁγιογραφικῶν χωρίων ἀναφέρονται πρωτίστως στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
11) Ματθ. 10, 34-36: «Μή νομίσατε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν. ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ».
Ὅπως σέ πολλά σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκεται ἡ ἑνότης μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα ἑνότης καί σχέσις καί σύνδεσμος τήν ὁποία ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματος, ἔτσι πάλι, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, διδάσκεται καί ἡ διάστασις καί ἀπομάκρυνσις, ὅταν προέρχεται (ἀπό τήν ἕνωσιν) ψυχική βλάβη καί κίνδυνος ἀπωλείας τῆς ψυχῆς. Τότε ἡ ἑνότης αὐτή εἶναι κακή καί ἡ διάστασις καί ὁ χωρισμός θεάρεστος. Στό χωρίο, αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης διδάσκεται ἡ διάστασις, ἐφ’ ὅσον ἡ ἑνότης μᾶς ἐμποδίζει ἀπό τήν κατά Θεόν ζωή καί τήν σωτηρία μας.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐ πανταχοῦ καλόν ἡ ὁμόνοια· ἀλλ’ ἔστιν ὅτε καί ἡ διάστασις. Μάχαιρα γοῦν ὁ τῆς πίστεως λόγος, ὅς ἀποτέμνει ἡμᾶς ἀπό τῆς σχέσεως τῶν οἰκείων καί συγγενῶν ἐμποδιζόντων ἡμῖν εἰς θεοσέβειαν. Οὐ γάρ ἁπλῶς διχάζεσθαι ἤτοι χωρίζεσθαι ἀπό τούτων λέγει, ἀλλ’ ὅταν μή συνέρχοντο, μᾶλλον δέ καί ἐμποδίζοιεν τήν πίστιν» (P.G. 123, 244C). Ὅταν λοιπόν ἡ ὁμόνοια γίνεται ἐμπόδιο εἰς τήν πίστι, τότε ἡ διάστασις, ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσις εἶναι θεάρεστος καί σωτήριος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅτι τοῦτο μάλιστα εἰρήνη, ὅταν τό νενοσηκός ἀποτέμνηται, ὅταν τό στασιάζον χωρίζηται. Οὕτω γάρ δυνατόν τόν οὐρανόν τῇ γῇ συναφθῆναι. Ἐπεί καί ἰατρός οὕτω τό λοιπόν διασώζει σῶμα, ὅταν τό ἀνιάτως ἔχον ἐκτέμῃ· καί στρατηγός, ὅταν κακῶς ὁμονοοῦντας εἰς διάστασιν ἀγάγῃ. Οὕτω καί ἐπί τοῦ πύργου γέγονεν ἐκείνου· τήν γάρ κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε, καί ἐποίησεν εἰρήνην. Οὕτω καί Παῦλος τούς κατ’ αὐτοῦ συμφωνοῦντας διέσχισεν. Ἐπί δέ τοῦ Ναβουθέ πολέμου παντός τότε ἡ διαφωνία ἐκείνη χαλεπωτέρα γέγονεν. Οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν· ἐπεί καί λησταί συμφωνοῦσιν. Οὐκ ἄρα οὖν τῆς αὐτοῦ προθέσεως τό ἔργον, ἀλλά τῆς ἐκείνων γνώμης ὁ πόλεμος. Αὐτός μέν γάρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τόν τῆς εὐσεβείας λόγον· ἐπειδή δέ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται. Ἀλλ’ οὐκ εἶπεν οὕτως· ἀλλά τί φησιν; “Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην”, ἐκείνους παραμυθούμενος. Μή γάρ νομίσητε, φησίν, ὅτι ὑμεῖς αἴτιοι τούτων· ἐγώ εἰμι ὁ ταῦτα κατασκευάζων, ἐπειδή οὕτω διάκεινται. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε, ὡς παρά προσδοκίαν τῶν πραγμάτων γινομένων. Διά τοῦτο ἦλθον, ὥστε πόλεμον ἐμβαλεῖν· τοῦτο γάρ ἐμόν ἐστι τό θέλημα. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε πολεμουμένης, ὡς ἐπιβουλευομένης τῆς γῆς. Ὅταν γάρ ἀποσχισθῇ τό χεῖρον τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός (Ε.Π.Ε. 10, 492-494).
»”Ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ”. Καί γάρ καί ἐπί τῶν Ἰουδαίων τοιοῦτόν τι συνέβη. Ἦσαν γάρ προφῆται καί ψευδοπροφῆται, καί ὁ δῆμος ἐσχίζετο καί αἱ οἰκίαι διῃροῦντο· καί οἱ μέν τούτοις ἐπίστευον, οἱ δέ ἐκείνοις. Διά τοῦτο παραινεῖ ὁ προφήτης λέγων. “Μή πιστεύετε ἐν φίλοις, μηδέ ἐλπίζετε ἐπί ἡγουμένοις· ἀλλά καί ἀπό τῆς συγκοίτου σου φύλαξαι τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ” καί∙ “Ἐχθροί τοῦ ἀνδρός οἱ ἄνδρες οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ”» (Ε.Π.Ε. 10, 498).
Κατά τόν Χρυσορρήμονα λοιπόν Ἰωάννη εἰρήνη καί ὁμόνοια δέν ὑφίσταται σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, ὅταν εἴμεθα ἑνωμένοι μέ τούς ἔχοντας ἀνίατη καί κολλητική ἀσθένεια, ἀλλά ὅταν ἀποκοπτόμεθα ἀπό αὐτούς. Τότε, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, μέ τό ὑγιαῖνον μέρος συνάπτεται ὁ οὐρανός: «ὅταν γάρ ἀποσχιστῇ τό χεῖρον, τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός». Δηλαδή ἑνωνόμεθα μέ τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε καί ἀποσχιστοῦμε ἀπό τούς ἀνιάτως ἔχοντας περί τήν πίστιν, οἱ ὁποῖοι μάλιστα εἶναι ἐχθροί κατά τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης διότι μᾶς ἐμποδίζουν εἰς τήν εὐσέβεια καί τήν εὐσεβῆ πίστι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἐπίσης, διδάσκει σαφέστατα τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν οἱονδήποτε μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό: «Ὅταν δέ ἡ τῶν γονέων σχέσις καί φιλία πρός αὐτόν φέρῃ τόν κίνδυνον τήν ψυχήν καί τοῦ δημιουργοῦ πόρρῳ ποιῇ, ἐκκόπτειν ταύτην παντάπασι προστετάγμεθα, καί μηδόλως εἴκειν τοῖς χωρίζουσι ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μισεῖν τούτους καί ἀποστρέφεσθαι, κἄν πατήρ ὁ τά ἀπευκταῖα ἐπιτάττων εἴη, κἄν μήτηρ, κἄν βασιλεύς, κἄν τῆς ζωῆς αὐτῆς κύριος» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Βαρλαάμ και Ἰωάσαφ, κεφ. ΧΧV, T.L.G., p. 376, l. 12).
Ὁ Ἁγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κάνει τήν ἴδια διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τούτου: «”Καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκειακοί αὐτοῦ”. Ἐχθροί μέν οὖν καθό καί ἑτερόφρονες· φίλοι δέ καί οὐν εἰς μακράν, ὡς ἐν ὁμοψυχίᾳ πίστεως καί ὡς ἐν ἑνότητι Πνεύματος καί ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις εἰς τόν Προφήτην Ἀγγαῖον, T.L.G., v. 2, p.e 280, l. 1).
Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὁμιλῶν δι’ αὐτήν τήν θεομίσητον ὁμόνοια, ἡ ὁποία γίνεται εἰς βάρος τῆς πίστεως, καί διά τήν θεάρεστον διάστασιν, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί γίνεται χάριν αὐτῆς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ᾿ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν· ἡ γάρ εἰρήνη μετά τοῦ δικαίου καί πρέποντος, κάλλιστόν ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον, μετά δέ κακίας ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον τε καί βλαβερώτατον· ὅτι ἔστι κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία· ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς· οἷς γάρ ἡ φιλία πρόξενος ἀπωλείας, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται· καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ ἀπαθείας διάστασις» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, τομ. Α΄, σελ. 410, ἐκδόσεις Ρηγόπουλου).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, τέλος, ἐπί τοῦ θέματος τῆς κακῆς ὁμονοίας καί τῆς καλῆς καί θεαρέστου διαστάσεως ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἰσχυρὸν εἰς ὁμόνοιαν τοῖς γνησίοις τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἡ περὶ Θεοῦ συμφωνία· καὶ οὐδὲν οὕτως ἕτοιμον εἰς διάστασιν, ὡς ἡ περὶ τοῦτο διαφωνία. Καὶ γὰρ ὁ τὰ ἄλλα ἐπιεικέστατος περὶ τοῦτο θερμότατος, καὶ ὁ πραῢς ὄντως γίνεται μαχητής, ὅταν ἴδῃ μακροθυμίᾳ Θεὸν ζημιούμενος, μᾶλλον δὲ Θεὸν ζημιῶν τῷ ἑαυτοῦ πτώματι, τὸν ἡμᾶς πλουτοῦντά τε καὶ πλουτίζοντα» (Ε.Π.Ε. 1, 248, 15).
Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει, σύμφωνα μέ τόν θεολόγο, διαφωνία στά θέματα τῆς πίστεως, τότε ὑπάρχει ἡ διάστασις, τότε ὁ ἐπιεικής γίνεται θερμός καί ὁ πρᾶος μαχητής, προκειμένου νά μήν ζημιωθῆ ὁ ἴδιος καί νά μήν ζημιώση τόν ἴδιο τόν Θεόν μέ τήν πραότητα καί μακροθυμία του.
Ὡς ἐκ τούτου οἱ Πατέρες, στό χωρίο αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης, δέν εἶδον ὡς ἐχθρούς τῶν Ὀρθοδόξων μόνο τούς κατά σάρκα οἰκιακούς των, ἀλλά καί τούς κατά πνεῦμα· δηλαδή εἶδαν τό θέμα ἐκκλησιαστικῶς καί μᾶς ἐδίδαξαν ὅτι γίνονται ἐχθροί μας καί πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς, ὅσοι διαστρέφουν τήν πίστι καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν αἵρεσι. Ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀπομάκρυνσις καί διάστασις, τότε δέν εἰρηνεύουμε μέ τόν οὐρανό καί ζημιούμεθα αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό, δηλαδή ἔχοντας ἑνότητα ἐκκλησιαστική μέ τούς αἱρετικούς ἔχομε διάστασι συγχρόνως μέ τόν Θεό. Ἀντιθέτως δε, ἔχοντας ἐκκλησιαστική διάστασι μέ τούς αἱρετικούς, ἔχουμε ἑνότητα, ὁμόνοια καί εἰρήνη μέ τόν Θεό.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου