Από την Ορθόδοξη στην
Οικουμενιστική Ανατολή
Οι ορθόδοξες Πατριαρχικές και
Συνοδικές εγκύκλιοι του 19ου αιώνα
και οι εγκύκλιοι 1902, 1904
και 1920.
Τους Χριστιανούς του Πάπα δεν τους ονομάζουν τα κείμενα ούτε Καθολικούς ούτε Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά Κατόλικους και Παπιστάς. Χρησιμοποιούν το «Κατόλικοι», για να δείξουν ότι έχουν νοθεύσει το «Καθολικοί», αλλά και ακουόμενο να υπενθυμίζει τους λύκους: «Κατόλυκοι».
Έρευνα: πρωτοπρεσβύτερος Δημήτριος Αθανασίου
ΜΕΡΟΣ-Β
Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 1838 ΓΙΑ ΤΟ
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΟΥΝΙΑΣ
Αφορμή για την έκδοση της Εγκυκλίου
Η κατά το έτος 1838 δράση των Ρωμαιοκαθολικών στο χώρο της εγγύς ανατολής υπήρξε εντονότατη. Αυτοί «από του Λιβανίου όρους, ως άλλοι σκοτεινοί εωσφόροι, αναφανέντες και κατασκιάσαντες ως νέφος μέλαν τε και επαχθές και πνιγηρόν πάντα τα μέρη της Συρίας, Αιγύπτου τε και Παλαιστίνης» κήρυτταν «βλάσφημα κατά της ευαγγελικής αληθείας και διδάσκοντες σοφιστικώς εναντία της ορθοδόξου ημών πίστεως» . Και πράγματι αυτοί με το έργο τους πέτυχαν να εξαπατήσουν αφελείς Ορθοδόξους και να τους κάνουν προσηλύτους. Τούτο κυρίως το πέτυχαν διά της γνωστής ρωμαικής μεθόδου της «Ουνίας».
Οι υπογράφοντες την εγκύκλιο
Την εγκύκλιο υπογράφουν ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γρηγόριος ΣΤ’, συμφωνούντων των Πατριαρχών Αλεξανδρείας Ιεροθέου και Αντιοχείας Μεθοδίου, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Αθανάσιος και η ενδεκαμελής Σύνοδος Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δηλαδή οι Μητροπολίτες Ηρακλείας Διονύσιος, Χαλκηδόνος Ιερόθεος, Δέρκων Γερμανός, Θεσσαλονίκης Μελέτιος, Σερρών Αθανάσιος, Ιωαννίνων Ιωαννίκιος, Αγκύρας Νικηφόρος, Φιλαδελφείας Δανιήλ, Κεστεντιλίου Αρτέμιος, Λήμνου Ιερώνυμος και Σκοπίων Γαβριήλ.
Περιεχόμενο της εγκυκλίου
Η εγκύκλιος λοιπόν υπερτονίζει τις μεταξύ των δύο εκκλησιών διαφορές. Έτσι ο Πάπας παρουσιάζεται «βλασφημών καιρίως κατά της υπερθέου Τριάδος» και «κακώς πρεσβεύων», «ότι το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού, παρεισάγων ούτω δύο αρχάς εις την άναρχον Θεότητα, όπερ εστίν εναντίον όλως εις το εξ αυτού του ουρανίου στόματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού λέγοντος οριστικώς και εκπεφασμένως δογματισθέν εν τω ευαγγελίω, «ο παρά του Πατρός εκπορεύεται».
Ανατρέχοντας στην εκκλησιαστική ιστορία οι συνοδικοί πατέρες λέγουν ότι μέχρι τον Θ’ αιώνα την εκπόρευση του παναγίου Πνεύματος «εκ μόνο του Πατρός ευαγγελικώς ομολογούσαν όχι μόνο οι Οικουμενικές Σύνοδοι αλλά και όλοι οι ορθόδοξοι Πάπες». Μάλιστα ο πάπας Λέων ο Γ’, απέρριψε και κατέκρινε την προσθήκη, την οποία μετέπειτα η Εκκλησία της Ρώμης και «μέχρι της σήμερον τοσούτον ανυποστόλως αποδέχεται και ενστερνιζομένη διακηρύττει».
Εκτός όμως αυτού οι συνοδικοί ιεράρχες επισημαίνουν και το γεγονός ότι οι Δυτικοί καινοτομούν «εις το θείον μυστήριον του βαπτίσματος, ραντίσματι χρώμενοι, αντί της τριττής καταδύσεως και αναδύσεως, την τριήμερόν του Κυρίου ταφήν σημαινούσης, μήτε καν το βάθος της λέξεως βάπτισις, ην και αυτοί ελληνιστί εκφωνούσιν, εννοούντες και σεβόμενοι». Προφανώς τούτο γίνεται διότι οι παπικοί αγνοούν παντελώς την ορθή διδασκαλία ότι «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. συνετάφημεν ούν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον» . Παράλληλα κατά τρόπο αυθαίρετο κατά τον Θ’ αιώνα, οι πάπες εισήγαγαν και στην θεία ευχαριστία άζυμα ιουδαικώς, ενώ θα έπρεπε και αυτοί να χρησιμοποιούν όπως και ο Χριστός ένζυμο άρτο κατά την τέλεση της θείας ευχαριστίας. Συνηθίζουν επίσης να τρώνε πνικτά και αίμα, «παραβάται των αποστολικών κανόνων ασυνειδήτως γινόμενοι». Ακόμα νηστεύουν παρανόμως το Σάββατο . Εμποδίζουν επίσης, τον νόμιμο γάμο των κληρικών. Τούτο άρχισε να γίνεται από το 1076, διότι ο Πάπας Γρηγόριος ο Ζ’, θέλησε να αποσπάσει τους κληρικούς και κυρίως τους εγγάμους ιερείς από την βασιλική υπεράσπιση. «Και ούτως από του ενδεκάτου αιώνος και καθεξής κατηργήθη εναντίον των αρχαίων διατάξεων και των οικουμενικών συνοδικών αποφάσεων, διά παπικήν φιλαρχίαν, ο των ιερέων γάμος» . Οι παπικοί επινόησαν ακόμη το πουργατόριον, «ως ικανοποίησιν δήθεν των ημαρτημένων» .
Με την εγκύκλιο επίσης καταγγέλλονται οι περί του πρωτείου και της αναμαρτησίας του Πάπα αντιλήψεις. Καθότι «τούτο το αποδιδόμενον προς θνητόν άνθρωπον άτοπον και παράλογον… ότι ελέγχεται ως ψεύδος παχυλόν και εκφαυλίζεται διά των περί τα δόγματα, τους κανόνας και τα έθιμα της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας αντιθέων παπικών διαφόρων ανοσιουργημάτων, άτινα και τα πριν ηνωμένα τω της ειρήνης και ομονοίας συνδέσμω διέρρηξαν τε και διέσχισαν εξ αλαζονείας και τύφου».
Με όλες αυτές τις ενέργειες «το πανάγιον Πνεύμα από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών βλασφημείται» . Θίγεται επίσης και η πρακτική της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας να πωλεί συγχωροχάρτια. Πρώτος ο Πάπας Βονιφάτιος ο Η’ κατά το έτος 1300, επινόησε κάτι το οποίο όλοι οι μετέπειτα πάπες έχουν ως παρακαταθήκη, ότι δηλαδή μόνο αυτοί κατέχουν τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών και ότι μόνο αυτοί «δύνανται δεσμείν και λύειν, ανοίγειν και κλείειν τον ουρανόν, όταν και όπως και εις ούς τίνας θέλουσιν, υπό ευσπλαχνίας δήθεν κεκινημένοι προς τους δυτικούς».
Πλην όμως προς γνώση των αφελών και ευκολόπιστων χριστιανών, οι ορθόδοξοι ιεράρχες, μας πληροφορούν δίδοντας την πραγματική διάσταση του πράγματος η οποία δεν είναι άλλη από τον πλουτισμό τόσο των παπών όσο και όλης της καθολικής εκκλησίας. Προκειμένου να υποστηρίξουν τα όσα αναφέρουν, επισημαίνουν μάλιστα την αντίδραση του Λουθήρου και την ακόλουθη απόσχιση των Διαμαρτυρομένων, καθώς και τα θλιβερά επακόλουθα αυτής της τακτικής . Αμέσως μετά την έκθεση των παπικών ετεροδιδασκαλιών και διαφοροποιήσεων, η ορθόδοξη άποψη επί των θεμάτων αυτών παρουσιάζεται σύντομα και συνοπτικά, είναι δε πράγματι αφοπλιστική. «Ημείς Ορθόδοξοι όντες, ορθοδόξως πιστεύομεν και αραρότως (=όπως πρέπει) κατέχομεν όσα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απεκάλυψε και οι Απόστολοι παρέδωκαν και αι οικουμενικαί άγιαι επτά Σύνοδοι εκύρωσαν.
α. Πιστεύομεν δηλονότι την τρισυπόστατον θεότητα. Πατέρα αγέννητον, άναρχον, αίδιον, μόνην πηγήν και ρίζαν της θεότητος. Υιόν γεννητόν εκ του Πατρός, συνάναρχον, συναίδιον και ομοούσιον τω Πατρί. Πνεύμα άγιον εκ μόνου του Πατρός προερχόμενον, ου γεννητώς, αλλ’ εκπορευτώς, συνάναρχον, συναίδιον, ομοούσιον τω Πατρί και τω Υιώ.
β. Ομολογούμεν και ενεργούμεν εν βάπτισμα, ουχί ράντισμα, εις τρεις καταδύσεις και αναδύσεις, εφ’ εκάστης τούτων την επίτασιν της μιάς υπερθέου υποστάσεως της αγίας Τριάδος επιλέγοντες, και χρίοντες τον βαπτισθέντα εκ του παραυτίκα τω ιερώ μύρω, εις απολαβήν των δωρεών του παναγίου Πνεύματος.
γ. Προσφέρομεν επί της θείας ευχαριστίας άρτον ένζυμον, κατά τον απαράλλακτον τύπον του κυριακού μυστικού δείπνου, και ουχί ιουδαικώς άζυμα.
δ. Αποστρεφόμεθα τα πνικτά και το αίμα, ακολουθούντες ακριβώς την αποστολικήν νομοθεσίαν λέγουσαν, «απέχεσθαι πνικτού και αίματος» .
ε. Νηστεύομεν τετράδα και παρασκευήν, ουχί δε το σάββατον, εφεπόμενοι ακριβώς και απαραβάτως τω ξστ’ κανόνι των αγίων Αποστόλων.
στ. Ουκ εμποδίζομεν τον νόμιμον γάμον των ιερέων και διακόνων, γεγονότα πριν της αυτών χειροτονίας, κατά τον στ’ κανόνα τής ΣΤ Οικουμενικής Συνόδου, διά το μήπω αναβιβασθήναι επί τω υψηλώ αξιώματι της ιερωσύνης.
ζ. Ουδόλως αποδεχόμεθα το παρ’ αυτοίς κακώς και καινοφανώς επινοηθέν πουργατόριον(καθαρτήριο πύρ), όλως υπάρχον αντευαγγελικόν και αντίθεον, ως παρεπεισάγον τέλος κολάσεως και ως τιμωρούν μεμονωμένην την ψυχήν τε κόλασιν και την αμοιβήν των καλών συνάμα αποδοθήσεσθαι, καθώς μετά σώματος η ψυχή ούσα, είτε τας αρετάς συνάμα διεπράξατο, είτε ταναντία. Ωσαύτως παράνομον και καινότομον επίνοιαν λογιζόμεθα και τας παρ’ αυτοίς καλουμένας ινδουλγέντζιας, παραιτίους γινομένας μυρίων αμαρτιών εις τους αθλίους χριστιανούς και ευρύχωρον οδόν απωλείας δεικνυούσας» .
Οι συνοδικοί ιεράρχες αυτοχαρακτηρίζονται «γνήσια τέκνα της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, της μόνην κεφαλήν και αρχηγόν εχούσης τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και ουχί άνθρωπον ομοιοπαθή ημίν και συναμαρτωλόν». Διότι, «ταύτης της Εκκλησίας, της εχούσης κεφαλήν τον Χριστόν και ουχί τον Πάπαν, ημείς εσμέν ακόλουθοι ακριβείς, και τέκνα γνήσια και πιστά, και πας όστις θέλει σωτηρίας τυχείν της εν Χριστώ, και ορθόδοξος είναι και λέγεσθαι τη αληθεία, εις ταύτα πρέπει να εμμένη ασάλευτος και να διαφυλάττη απαραχάρακτα» .
Αξιολογότατη δεν είναι όμως μόνο η επισήμανση των κακοδιδασκαλιών από τους ιεράρχες αλλά και η προβαλλόμενη ποιμαντορική τους ευθύνη.
«Ταύτα εξεθέμεθα, τέκνα ημών πνευματικά, συντόμως μεν και κεφαλαιωδώς, σαφώς δε προς διάκρισιν υμετέραν και ασφάλειαν εις τα περί της Ορθοδοξίας, ίνα γνωρίσητε όσον το διάφορον ημών των Ορθοδόξων από των Κατολίκων, και ίνα μη απατάσθε του λοιπού από τα σοφίσματα και καινοφωνίας των ψυχοφθόρων τούτων αιρετικών, οίτινες ακολουθούντες σοφιστικαίς κακοτεχνίαις και παραλελογισμέναις διδασκαλίαις, εκτρεπόμενοι εις βεβήλους καινοφωνίας και αντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ηστόχησαν, κατά τον Παύλον Παύλον περί την πίστιν, και αγωνίζονται όλαις δυνάμεσι και ετέρους συνεφελκύσαι εις το ίδιον βάραθρον, και προσηλύτους ποιήσαι υμάς της ματαιόφρονος και σατανικής τούτων αιρέσεως, πρόσφορον όργανον και δέλεαρ εις ταύτα πάντα μεταχειριζόμενοι την παράλογον κατάλυσιν των αγίων και ψυχωφελών νηστειών, την άνετον άδειαν των σαρκικών παθών και ηδονών, την παράνομον και αντίθετον συγχώρησιν των αμαρτιών, των τε πεπραγμένων και των εσομένων, και τάλλα όσα ο σαρκικός άνθρωπος επιθυμεί και ορέγεται και ευκόλως αποδέχεται.
Ιδού ημείς, εκπληρούντες τα ποιμαντορικά ημών χρέη, υψούμεν την φωνήν της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, της κοινής ημών μητρός και τροφού, προς υμάς τα πνευματικά αυτής τέκνα, διά της παρούσης πατριαρχικής ημών και συνοδικής εγκυκλίου επιστολής, και προτρεπόμεθα και συμβουλεύομεν υμάς του σκότους του αιώνος τούτου…ίνα στήκητε στερεοί επί την ακράδαντον πέτραν της ορθοδόξου πίστεως, επί την ομολογίαν, ην εδώκατε εν τω καιρώ της αναγεννήσεως υμών της διά του λουτρού του θείου βαπτίσματος ενώπιον του φοβερού Θεού και των αοράτως παρισταμένων εκεί αύλων αυτού λειτουργών και θείων αγγέλων και ενώπιον ανθρώπων, και την οποίαν μέλλει να απαιτήση αφ’ υμών εν τη δευτέρα αυτού φρικτή παρουσία ο Κύριος… ίνα διακρατήτε ανόθευτα τα δόγματα και τα μυστήρια της μιάς, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, εις την οποίαν και εγεννήθητε και εβαπτίσθητε και ηυξήθητε και εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού εφθάσατε… ίνα μη, αντί της αληθινής κεφαλής της Εκκλησίας, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του σωτήρος και λυτρωτού των ημετέρων ψυχών, ομολογούντες κεφαλήν της Εκκλησίας άνθρωπον γηγενή, τον Πάπαν, ανεπαισθήτως αρνησίχριστοι αναφανήτε… ίνα μη, δοκούντες πίστιν ευράμενοι άνετον, εις βάραθρα ασεβείας καταντήσητε… ο γαρ από της παρεκκλίνων, εις ναυάγιον απιστίας και αιρέσεων καταβυθίζεται. Διό και ο Παύλος Τιμοθέω γράφων λέγει «ταύτην την παραγγελίαν παρατίθεμαι σοι, ίνα στρατεύη την καλήν στρατείαν, έχων πίστιν και αγαθήν συνείδησιν, ην τινές απωσάμενοι περί την πίστιν εναυάγησαν» . «Το δε της υγιούς και ορθής πίστεως ναυάγιον ερήμωσίς εστι και γύμνωσις πάντων των καλών και πάσης αρετής, και ουδεμία ελπίς απολείπεται, εάν μη επιστροφή γένηται. τι γαρ όφελος του λοιπού όλου σώματος, της κεφαλής διεφθαρμένης υπαρχούσης; Κατελήφθη λοιπόν, τέκνα ημών αγαπητά, την ορθόδοξον πίστιν ημών εν ακεραιότητι, εν ευθύτητι γνώμης, εν απλάστω καρδία, εν καθαρώ ψυχής συνειδότι, ακεραίαν, απαραχάρακτον, απαράβατον, αμετάθετον, αδιάβλητον, ανυπόκριτον, και ως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός απεκάλυψεν ημίν, και οι θείοι Απόστολοι παρέδωκαν, και αι θεόπνευστοι επτά οικουμενικαί Σύνοδοι επεκύρωσαν, δίχα προσθήκης, δίχα αφαιρέσεως, δίχα παρεκτροπής τινός ή αλλοιώσεως, ίνα έξητε σωτηρίαν την εν Χριστώ τω Θεώ ημών».
Η εγκύκλιος καταλήγει με τα εξής: «Ταύτα εξεθέμεθα, τέκνα ημών αγαπητά, συντόμως μεν και κεφαλαιωδώς, σαφώς δε προς διάκρισιν υμετέραν και ασφάλειαν εις τα περί της Ορθοδοξίας, ίνα γνωρίσητε όσον το διάφορον ημών των Ορθοδόξων από των Κατολίκων, και ίνα μη απατάσθε του λοιπού από τα σοφίσματα και καινοφωνίας των ψυχοφθόρων τούτων αιρετικών, οίτινες ακολουθούντες σοφιστικαίς κακοτεχνίαις και παραλελογισμέναις διδασκαλίαις, εκτρεπόμενοι εις βεβήλους καινοφωνίας και αντιθέσεις ψευδωνύμων γνώσεων, ηστόχησαν κατά τον Παύλον, περί την πίστιν, και αγωνίζονται όλαις δυνάμεσιν και ετέρους συνεφελκύσαι εις το ίδιον βάραθρον, και προσηλύτους ποιήσαι υμάς της ματαιοφρόνου και σατανικής τούτων αιρέσεως...»
------------------------------
Σ.Σ. Τους Χριστιανούς του Πάπα δεν τους ονομάζουν τα κείμενα ούτε Καθολικούς ούτε Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά Κατόλικους και Παπιστάς. Χρησιμοποιούν το «Κατόλικοι», για να δείξουν ότι έχουν νοθεύσει το «Καθολικοί», αλλά και ακουόμενο να υπενθυμίζει τους λύκους: «Κατόλυκοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου