Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

 Ουνία Νεώτερες εξελίξεις-

Το νέον κείμενον περί Ουνίας του 

BALAMAND. 

Αποτίμησης και 

αξιολόγησις.

 

Πρωτοπρεσβυτέρου  ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΗΣΗ (Καθηγητού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)


ΜΕΡΟΣ-Α



Εισαγωγή

      

Απογοήτευσιν και πικρίαν προεκάλεσεν εις το εκκλησιαστικόν πλήρωμα το νέον κείμενον περί της Ουνίας, το γενόμενον δεκτόν και υπό των Ορθοδόξων θεολόγων, κατά την Ζ' Συνέλευσιν της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, την λαβούσαν χώραν εν τη εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Αντιοχείας, εις τας εγκαταστάσεις της Ορθοδόξου Θεολογικής Σχολής του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού εν Balamand του Λιβάνου, υπό την συμπροεδρίαν του καρδιναλίου Edward Cassidy και του αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού από 17-24 Ιουνίου 1993. Εκ της πλευράς των Ορθοδόξων από τας δεκαπέντε (15) αυτοκεφάλους και αυτονόμους εκκλησίας απέστειλαν αντιπροσώπους εννέα (9) εκκλησίαι: Κωνσταντινούπολις, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Μόσχα, Ρουμανία, Κύπρος, Πολωνία, Αλβανία, Φιλλανδία. Ηρνήθησαν όμως να μετάσχουν εξ (6) εκκλησίαι: Ιεροσόλυμα, Σερβία, Βουλγαρία, Γεωργία, Ελλάς, Τσεχοσλοβακία.

       Ο μεγάλος αριθμός των απουσών εκκλησιών μειώνει μεγάλως την διορθόδοξον αντιπροσωπευτικότητα των αποφασισθέντων, τα οποία κρίνεται ότι αποτελούν επιτυχίαν των εις τον Διάλογον στόχων του Βατικανού, διότι αναιρούν εν πρώτοις τας καταδικαστικάς της Ουνίας αποφάσεις της ειδικής υποεπιτροπής της Βιέννης (Ιανουάριος 1990), και της ΣΤ' ολομελείας της Μικτής Επιτροπής του Διαλόγου εv Freising του Μονάχου (Ιούνιος 1990), υιοθετούν δε κατόπιν απαραδέκτους διά την ορθόδοξον πίστιν αρχάς, ιδία ως προς την εκκλησιολογίαν και την περί χάριτος και μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν. Εκτιμάται όθεν ότι είναι αδιανόητον και αδύνατον να γίνουν αι αποφάσεις δεκταί, ακόμη και υπό των εκκλησιών, των οποίων οι αντιπρόσωποι εκ συναρπαγής ή ανθρωπίνης αμελείας ή και εξ άλλων λόγων υπέγραψαν κείμενον ρωμαιοκαθολικών προδιαγραφών, ακόμη και εις την φρασεολογίαν, ως φαίνεται και εκ μόνου του γεγονότος της συχνής επικλήσεως της αυθεντίας της "Αυτού Αγιότητος" του πάπα Ιωάννου Παύλου Β' και της ονομασίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως Καθολικής.

       Εκδηλούται ήδη έντονος ανησυχία και διατυπώνονται αντιδράσεις Ιεραρχών και θεολόγων, ως και απλών πιστών, η δε μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους, διαμαρτυρομένη διά τα αποφασισθέντα, επισημαίνει τας δογματικάς παρεκκλίσεις της αποφάσεως, ως και τας δυσαρέστους συνεπείας, τας οποίας θα έχη διά την πανορθόδοξον ενότητα η τυχόν υιοθέτησις του κειμένου υπό ωρισμένων εκκλησιών, εις επιστολήν της προς τον οικουμενικόν Πατριάρχην.

       Θεωρούμεν όθεν απαραίτητον προς ενημέρωσιν των ηγεσιών των εκκλησιών και του χριστεπωνύμου πληρώματος, όπως προβώμεν εις αποτίμησιν του κειμένου, εκθέτοντες συντόμως και την προϊστορίαν του θέματος της Ουνίας εν τω Διαλόγω και τας σχετικάς αντιδράσεις και θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθοδόξου πλευράς.

A'. Σύντομος παρουσίασις των εξελίξεων 

του προβλήματος της Ουνίας εν τω διαλόγω

 

Η σταθερά και συνεχής διά των αιώνων απόρριψις και καταδίκη της Ουνίας εκ μέρους των Ορθοδόξων, απαιτούντων εις πανορθοδόξους διασκέψεις την κατάργησιν αυτής, ως όρον ενάρξεως του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, συνήντησε την σταθεράν επίσης αδιαφορίαν του Βατικανού, εξακολουθούντος μέχρι σήμερον να θεωρή τους Ουνίτας, τους Ανατολικούς Καθολικούς, ως ονομάζει αυτούς, ως ουσιαστικόν παράγοντα εις τον απαρτισμόν της εννοίας της "καθολικότητος", ην διεκδικεί δι' εαυτήν μόνη η Ρώμη και υπό γεωγραφικήν και υπό εκκλησιολογικήν έννοιαν. Διά τούτο με το διάταγμα "Περί των Ανατολικών Καθολικών Εκκλησιών" της Β' Βατικανείου Συνόδου (1963-1965) απεφασίζετο η καλύτερα οργάνωσις και επέκτασις των ουνιτικών εκκλησιών ως και η ίδρυσις νέων ουνιτικών πατριαρχείων.

  Η βασική αυτή συνοδική θέσις εξηγεί την απροθυμίαν και αδυναμίαν των Ρωμαιοκαθολικών να λάβουν αποφάσεις εναντίον της Ουνίας, ως εζήτουν και ζητούν σταθερώς οι Ορθόδοξοι και εις επίπεδον εκκλησιαστικών ηγετών και εις τα πλαίσια του Θεολογικού Διαλόγου. Το Βατικανόν όχι μόνον δεν καταδικάζει την Ουνίαν και δεν εκφράζει τοιαύτην πρόθεσιν, αλλ' αντιθέτως επαινεί τα μέλη της διά την πιστότητα προς την Ρώμην και διά την θετικήν προσφοράν των εις το έργον της ενότητος των εκκλησιών.


1. Η καταδίκη της Ουνίας εις την Βιέννην 

(1990) και εις το Freising του Μονάχου 

(1990).

Η επί οκταετίαν από της ενάρξεως του Θεολογικού Διαλόγου (1980) κωλυσιεργία και παρέλκυσις εις την αντιμετώπισιν του θέματος της Ουνίας, προκλητικώς δρώσης και αναπτυσσομένης εις την Μέσην Ανατολήν, εις τας εκκλησιαστικάς δικαιοδοσίας των πρεσβυγενών πατριαρχείων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως ευθαρσώς και επιμόνως κατήγγελεν εις τας συνελεύσεις της Μικτής Επιτροπής ο αείμνηστος μητροπολίτης Πέτρας Γερμανός, εκπρόσωπος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, δεν ήτο δυνατόν να συνεχισθή, και ούτω τη επιμόνω απαιτήσει των Ορθοδόξων συνεστήθη το 1988 εις το Νέον Βάλαμον της Φιλλανδίας, κατά την Ε' ολομέλειαν της Μικτής Επιτροπής και εκ μελών αυτής, ειδική Μικτή υποεπιτροπή προς εξέτασιν του προβλήματος της Ουνίας.

 Η ειδική αυτή επί της Ουνίας υποεπιτροπή, εξ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών θεολόγων, συνήλθεν εις την Βιέννην τον Ιανουάριον του 1990 υπό το κλίμα των σαρωτικών αλλαγών εκ της πτώσεως των κομμουνιστικών καθεστώτων, αι οποίαι διήνοιγον ευοιώνους προοπτικάς διά την ελευθέραν ανάπτυξιν και δράσιν των τοπικών ορθοδόξων εκκλησιών, αι οποίαι, λόγω της συντριπτικής πλειοψηφίας του ορθοδόξου ποιμνίου εις τας χώρας της Ανατολικής Ευρώπης, έφερον το κύριον βάρος των διωγμών και του μαρτυρίου, του Βατικανού ευρίσκοντος τρόπους διά της πολιτικής και πολιτειακής αυτού υποστάσεως, μέσω της περιφήμου Ostpolitik αυτού, να συμπαρίσταται εις τους δοκιμαζομένους ωσαύτως Ρωμαιοκαθολικούς, Λατίνους και Ανατολικούς.

Αι νέαι συνθήκαι ελευθερίας πάντως συνετέλεσαν εις την αναβίωσιν και ενίσχυσιν της Ουνίας, η δράσις της οποίας είχεν ανασταλή λόγω του γενικού θρησκευτικού διωγμού εκ μέρους των μαρξιστικών καθεστώτων. Η αξιοπιστία της Ρώμης και η ειλικρίνειά της εις τον διάλογον της αγάπης και της αληθείας ετίθετο τώρα υπό αληθή δοκιμασίαν. Θα εκράτει λελογισμένας αποστάσεις από τους Ουνίτας, προκειμένου να οδηγηθή ο Διάλογος εις αληθή κοινωνίαν και ένωσιν, κατά το πρότυπον της αδιαιρέτου εκκλησίας, ή θα ενεθάρρυνε την Ουνίαν, παρέχουσα ούτως εν τη πράξει απόδειξιν του πώς αντιλαμβάνεται την ένωσιν και τορπιλίζουσα τον διάλογον της αγάπης και της αληθείας; Δυστυχώς, ως ανεμένετο και εξετιμάτο υπό των καλώς ειδότων, εγένετο το δεύτερον. Ορθόδοξοι πατριάρχαι και αρχιεπίσκοποι των δοκιμαζομένων εκ της αναβιώσεως της ουνίας περιοχών προέβαινον εις δραματικάς εκκλήσεις συμπαραστάσεως έναντι ανηκούστων και φρικιαστικών βιαιοπραγιών και βεβηλώσεων ιερών χώρων που ενεθύμιζον μεσαιωνικάς βαρβαρότητας. Η εν Φαναρίω σύναξις των προκαθημένων των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών (Μάρτιος 1992) κατέγραψε διά συγκρατημένης και ευγενικής φρασεολογίας την κατάστασιν: "Μετά πολλής θλίψεως και συνοχής καρδίας διαπιστούμεν ότι ωρισμένοι κύκλοι, εντός των κόλπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προβαίνουν εις ενεργείας εντελώς αντιθέτους προς το πνεύμα του διαλόγου της αγάπης και της αληθείας. Είχομεν ανέκαθεν ειλικρινή μεθ' όλων επικοινωνίαν εις τας οικουμενικάς συναντήσεις και εις τους διμερείς θεολογικούς διαλόγους και ανεμένομεν, μετά την κατάρρευσιν των αθεϊστικών κομμουνιστικών καθεστώτων, από τα οποία τόσον δεινώς είχον διωχθή και ταλαιπωρηθή πολλαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, αδελφικήν συμπαράστασιν ή τουλάχιστον κατανόησιν της μετά 50 ή και 70 έτη απηνών διωγμών δυσχερούς, εν πολλοίς δε και τραγικής, από πλευράς οικονομικής και ποιμαντικών προϋποθέσεων, καταστάσεως των εν λόγω Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αντί τούτου, αι κατά παράδοσιν Ορθόδοξοι χώραι εθεωρήθησαν "τόποι ιεραποστολής", και ούτω δημιουργούνται εις αυτάς ιεραποστολικά δίκτυα και ασκείται προσηλυτισμός με όλας τας από δεκαετιών παγχριστιανικώς κατακριθείσας και απορριφθείσας μεθόδους επί ζημία της ποθητής πορείας προς την χριστιανικήν ενότητα. Όλως ιδιαιτέρως επισημαίνομεν και καταδικάζομεν την εις βάρος των Εκκλησιών ημών δράσιν των εις την Εκκλησίαν της Ρώμης ανηκόντων Ουνιτών εις Ουκρανίαν, Ρουμανίαν, Ανατολικήν Σλοβακίαν, Μέσην Ανατολήν και αλλαχού".

Ενωρίτερον οι μετέχοντες του Διαλόγου αντιπρόσωποι των Εκκλησιών συνήλθον εν Φαναρίω εις έκτακτον σύσκεψιν (Δεκέμβριος 1990) υπό την προεδρίαν του Γέροντος τότε μητροπολίτου Χαλκηδόνος, νυν δε Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, και συνεσκέφθησαν επί διήμερον "επί του οξυτάτου, ως γράφει η εκδοθείσα σχετική Δήλωσις, καταστάντος προβλήματος της Ουνίας εις τας διαφόρους χώρας της Ανατολικής Ευρώπης, προς ακριβεστέραν εκτίμησιν της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως και λήψιν κοινής αποφάσεως ως προς την στάσιν έναντι του προ δεκαετίας αρξαμένου Θεολογικού Διαλόγου". Η Δήλωσις συνεχίζουσα γράφει ότι "υπό των αντιπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίαι πλήττονται αμέσως υπό της Ουνίας, κυρίως κατά τας ημέρας ταύτας εις τας χώρας της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, εξετέθησαν διά μακρών καταστάσεις και γεγονότα εις βάρος των Ορθοδόξων διαδραματιζόμενα, τα οποία υπερβαίνουν πάσαν φαντασίαν και επλήρωσαν πικρίας και απογοητεύσεως πάντας τους συνέδρους. Όλοι οι μετέχοντες της συσκέψεως συνεφώνησαν ότι η αναβίωσις της Ουνίας σήμερον συνοδεύεται από κατάφωρον παραβίασιν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της θρησκευτικής ελευθερίας. Τούτο εκφράζεται κυρίως διά της χρήσεως αμέσου βίας εναντίον ατόμων, διά της καταχρήσεως νομοθετικών ρυθμίσεων, καθώς και δι' υπόπτων χειρισμών των οργάνων της κρατικής διοικήσεως".

Συνερχομένη λοιπόν η ειδική επί της Ουνίας υποεπιτροπή εν Βιέννη τον Ιανουάριον του 1990 ευρέθη προ αυτής της καταστάσεως της αιφνιδίας αναβιώσεως της Ουνίας και της δι' απαραδέκτων μεθόδων δράσεως αυτής όχι πλέον μόνον εις τας χώρας της Μέσης Ανατολής αλλά και εις τας κατά παράδοσιν Ορθοδόξους χώρας της Ανατολικής Ευρώπης. Η Ουνία ενεφανίζετο ως ζωτικόν ποιμαντικόν πρόβλημα του παρόντος διά τους Ορθοδόξους και όχι ως υπόθεσις του παρελθόντος, κατάλληλον μόνον προς ιστορικήν και θεολογικήν έρευναν, ως υποκριτικώς θέλει να την εμφανίζη η Ρώμη. Με ιστορικά φαντάσματα λοιπόν ησχολήθη η Β' Βατικάνειος Σύνοδος, αποφασίσασα την ενίσχυσιν και ενδυνάμωσιν των Ουνιτών ήδη από του 1963, και σκιά και όναρ είναι τα διαδραματιζόμενα από ετών εις την Μέσην Ανατολήν, τώρα δε εις την Ανατολικήν Ευρώπην; Αι προσπάθειαι των Ρωμαιοκαθολικών μελών της υποεπιτροπής εν Βιέννη να εκτρέψουν την συζήτησιν εις ακαδημαϊκάς και ιστορικάς αναλύσεις και να καταστήσουν εξ ίσου υπευθύνους διά τας διαιρέσεις του παρελθόντος και την Ρωμαιοκαθολικήν και την Ορθόδοξον Εκκλησίαν απέτυχον και συνυπέγραψαν κατόπιν ομού μετά των Ορθοδόξων καταδικαστικόν της Ουνίας κείμενον του οποίου τα κύρια ανατρεπτικά αυτής σημεία είναι τα εξής: α) Η Ουνία δεν θεωρείται πλέον πρότυπον ενώσεως των Εκκλησιών, διότι η εκκλησιολογία εντός της οποίας ανεπτύχθη δεν εμπνέεται από την κοινήν παράδοσιν της αδιαιρέτου Εκκλησίας, β) Η χρήσις λειτουργικών ρυθμών και αμφίων, τα οποία ανήκουν εις την παραδοσιακήν κληρονομίαν μιας εκ των δύο εκκλησιών εκ μέρους κοινοτήτων ή και μελών του κλήρου της άλλης Εκκλησίας πρέπει να απορριφθή εξ ολοκλήρου, εάν τούτο γίνεται προς προσηλυτισμόν. γ) Τα ορθόδοξα μέλη θεωρούν ως μόνην λύσιν του προβλήματος την κατάργησιν της Ουνίας και την ενσωμάτωσιν των μελών των Ουνιτικών Εκκλησιών είτε εις την λατινικήν Ρωμαιοκαθολικήν είτε εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, κατόπιν ελευθέρας εκλογής.

Επρόκειτο όντως περί ρεαλιστικής και δικαίας αποφάσεως η οποία έθετε το πρόβλημα εις τας αληθινάς διαστάσεις και εξέφραζε την περί Ουνίας πίστιν και συνείδησιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ενώ επροβλημάτιζε συγχρόνως την Ρώμην, οι θεολόγοι της οποίας και εις την Βιέννην και εις το Freising του Μονάχου εν συνεχεία (Ιούνιος 1990), όπου συνεζητήθη εν ολομελεία υπό της Στ' Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής το κείμενον της Υποεπιτροπής της Βιέννης, κατεδίκασαν μαζί με τους Ορθοδόξους την Ουνίαν. Το κείμενον μάλιστα του Freising, παρά την καταβληθείσαν προσπάθειαν εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών μελών να τεθή επί άλλης βάσεως, ευνοϊκωτέρας ή ολιγώτερον δυσμενούς διά την Ουνίαν, προσθέτει τα εξής επί πλέον επιβαρυντικά στοιχεία εκείνου της Βιέννης. Αναγνωρίζει ότι όχι μόνον η προέλευσις αλλά και η ύπαρξις και η ανάπτυξις των Ουνιτικών Εκκλησιών δημιουργούν προβλήματα (παραγρ. 5). Ότι το πρόβλημα της Ουνίας καθίσταται επείγον και έχει προτεραιότητα έναντι των άλλων θεμάτων εν τω Διαλόγω (6α). Διά την Ουνίαν αποκλειστικώς υπεύθυνη είναι η Ρώμη, διότι επεδίωξε δι' αυτής να αποσπάση κοινότητας ή πιστούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας (6β). Η Ουνία απέτυχε να υπηρετήση τον σκοπόν της προσεγγίσεως των Εκκλησιών, αντιθέτως προεκάλεσε νέας διαιρέσεις και συγκρούσεις (6γ). Κατόπιν όλων αυτών τα μέλη της Στ' Ολομελείας της Μικτής Επιτροπής του Θεολογικού Διαλόγου, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί, κατεδίκασαν την Ουνίαν διατυπώσαντες την ιστορικήν αυτήν απόφασιν ως εξής: "Εν τη εννοία ταύτη και συμφώνως προς το κείμενον που κατήρτισεν η Υποεπιτροπή της Βιέννης, απορρίπτομεν την Ουνίαν ως μέθοδον αναζητήσεως της ενότητος, διότι είναι αντίθετος προς την κοινήν παράδοσιν των Εκκλησιών μας" (6β)1.

Συνεχίζεται



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου