Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

theotokos21
Γράφει ο Αναστάσιος Πολυχρονιάδης
δρ θεολογίας ΑΠΘ
Θεσσαλονίκη


Ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου διετέλεσε καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, με γνωστικό αντικείμενο: «Παλαιά Διαθήκη και Βιβλική Εβραϊκή Γλώσσα» (1984-2019).
Αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή του, το εν λόγω Τμήμα πρότεινε ομοφώνως την απονομή σε εκείνον του τιμητικού τίτλου του ομότιμου καθηγητή και η Σύγκλητος του ΑΠΘ ομοφώνως του απένειμε τη διάκριση (30/10/2019).
Ο Κωνσταντίνου διετέλεσε Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας (2001-2003 & 2005-2007) και Κοσμήτωρ της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ (2014-2018).
Επίσης, είναι «Οφφικιάλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον τίτλο: Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας».
Στη μελέτη που ακολουθεί, καταθέτουμε μια μικρή έρευνα, μέσα από γραπτά του κείμενα, στα οποία φανερώνεται η απόκλισή του από την εμπειρία και πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Απαξίωση του Προσώπου της Παναγίας
Γράφει ο Κωνσταντίνου με αφορμή τη συγκατάθεση της Παναγίας στο μήνυμα του Αρχαγγέλου Γαβριήλ: «Αυτό που καθιστά ένα πρόσωπο άξιο της θείας εκλογής δεν είναι κάποιες ιδιαίτερες σωματικές ή διανοητικές ικανότητές του, ούτε καν η ηθική του, αλλά η ετοιμότητά του για υπακοή στο θέλημα του Θεού [...] Οι εκλεκτοί [...] του Θεού δεν είναι αγγελικές υπάρξεις ούτε διαθέτουν κάποια ειδικά προσόντα ή ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά είναι άνθρωποι με πάθη και αδυναμίες‧ όμως η ταπεινή υποταγή και η ανταπόκρισή τους στο θείο θέλημα τους αξιώνει να γίνουν συνεργάτες του Θεού [...] ο αποφασιστικός παράγοντας που κινεί την Ιστορία είναι η χάρη και η δύναμη του Πνεύματός του και όχι οι όποιες ικανότητες των πρωταγωνιστών».
Συνεχίζοντας, ο ομότιμος καθηγητής, σημειώνει: «Όταν, λοιπόν, ήρθε ο κατάλληλος καιρός, ο Θεός αναζήτησε άλλον έναν άνθρωπο, που και πάλι ελεύθερα και χωρίς καταναγκασμό, θα δεχόταν να συνεργαστεί μαζί του. Όταν ο άγγελος μετέφερε στη Μαρία την απόφαση του Θεού, εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς αντίρρηση δέχτηκε να γίνει όργανό του. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι χωρίς αυτήν την απροϋπόθετη συνεργασία της Μαρίας, η πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου θα ήταν αδύνατη».
«Η Μαρία δεν είχε τίποτε το ξεχωριστό», σημειώνει ο Κωνσταντίνου και συνεχίζει, «δεν είχε τίποτε που δεν θα μπορούσε να έχει ο κάθε άνθρωπος. Καταγόταν από ένα χωριό της Παλαιστίνης, ήταν φτωχή και άσημη και ούτε φαίνεται να είχε κάποια μόρφωση. Αλλά είχε κάτι, που και πάλι θα μπορούσε ο κάθε άνθρωπος να αποκτήσει, χρειάζεται όμως γι’ αυτό ιδιαίτερη προσπάθεια και συνεχής αγώνας. Είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στον Θεό και ήταν πάντοτε έτοιμη να υποταχθεί στο θέλημά του. Έτσι αξιώθηκε να γίνει αυτή η ‘‘κλίμακα’’ που κατέστησε δυνατή την κάθοδο του Θεού στη γη και έγινε το σύμβολο της ανθρώπινης συμμετοχής στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου».
Τί να απαντήσει κάποιος σε όλα τα ανωτέρω; Η παράθεση και μόνο του κοντακίου της εορτής των Εισοδίων αναιρεί τους λόγους του Θεοτοκομάχου, Κωνσταντίνου, του κατά τα άλλα φέροντος το οφφίκιο του «Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας»(!): «Ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος, ἡ πολυτίμητος παστὰς καὶ Παρθένος, τὸ ἱερὸν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου, τὴν χάριν συνεισάγουσα, τὴν ἐν Πνεύματι Θείῳ· ἣν ἀνυμνοῦσιν Ἄγγελοι Θεοῦ· αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος».
«Ὁ καθαρώτατος», λοιπόν, «ναὸς τοῦ Σωτῆρος», η Αειπάρθενος Μαρία, εντάσσεται, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Κωνσταντίνου, στους ανθρώπους «με πάθη και αδυναμίες», οι οποίοι με την «ταπεινή υποταγή» και «ανταπόκρισή τους στο θείο θέλημα» αξιώνονται «να γίνουν συνεργάτες του Θεού».
Η Παναγία, για εκείνον, είναι απλά ένας άλλος άνθρωπος, που δέχεται «χωρίς δεύτερη σκέψη», «χωρίς αντίρρηση», το μήνυμα του Αρχαγγέλου.
Τα λεγόμενα του, αποδίδοντος μειωτικούς χαρακτηρισμούς στο πρόσωπο της Θεομήτορος και ως εκ τούτου, αμαρτοφιλικού, Κωνσταντίνου για τη «Μαρία», που «δεν είχε τίποτα το ξεχωριστό», σύμφωνα με εκείνον, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τα λεχθέντα υπό του Ιωάννου του Δαμασκηνού για την «αειπαρθενεύουσα» Θεοτόκο, στο νου, στην ψυχή και στο σώμα «καὶ νῷ, καὶ ψυχῇ, καὶ σώματι ἀειπαρθενεύουσαν», τονίζει ο άγιος.
Στην ίδια συνάφεια, σημειώνουμε τα λεγόμενα του Βλαδίμηρου Λόσκι για την Παναγία, η οποία, όπως τονίζει, ήταν «αγία και καθαρά πάσης αμαρτίας εκ κοιλίας μητρός».
Ουδέποτε η αμαρτία μπόρεσε να πραγματοποιηθεί στο Πρόσωπό της, συνεχίζει, για να καταλήξει, ότι η κληρονομική, από την πτώση του ανθρώπου, αμαρτωλότητα δεν είχε επιρροή «επί της δικαίας θελήσεώς Της».
Η Θεοτόκος, υπογραμμίζει ο μεγάλος ρώσος θεολόγος: «Αντιπροσωπεύει την κορωνίδα της αγιότητος». Ήταν χωρίς αμαρτία, σε συνθήκες καθολικής επικράτησης της αμαρτίας. Ήταν «καθαρά πάσης διαφθοράς, εντός της υποδουλωμένης εις τον άρχοντα του κόσμου τούτου ανθρωπότητος».
Κατόπιν, τούτων, καταλαβαίνει, καθένας, την πλήρη αυθαιρεσία, φυσικά, άνευ και των απαραιτήτων, για την επιστημονική τεκμηρίωση, παραπομπών, των λεγομένων του Θεοτοκομάχου, Κωνσταντίνου, τα οποία, μάλιστα, δημοσιεύονται στο περιοδικό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος για τους ιερείς, Εφημέριος.
Ακολούθως, ο ίδιος προχωρά στη διατύπωση ενός ακόμη αυθαίρετου συμπεράσματος, ότι δήθεν η Παναγία κατά τον Ευαγγελισμό δεν διατύπωσε την απορία της σχετικά με τη Γέννηση του Χριστού και δέχθηκε, όπως λέγει, «χωρίς δεύτερη σκέψη», απροϋποθέτως, το μήνυμα του Αρχαγγέλου.
Ας δούμε όμως τα γεγονότα. Όταν ο Γαβριήλ είπε στην Παρθένο Μαρία «χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν», εκείνη ξαφνιάστηκε: «ἡ δὲ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπὶ τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καὶ διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος».
Τότε ο Αρχάγγελος της είπε: «μὴ φοβοῦ, Μαριάμ· εὗρες γὰρ χάριν παρὰ τῷ Θεῷ.
καὶ ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦν.
οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται, καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνον Δαυῒδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ,
καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ιακὼβ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος».
Πάλι η Παναγία τον ρωτά: «πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;», για να λάβει την απάντηση από τον Γαβριήλ: «Πνεῦμα ῞Αγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διὸ καὶ τὸ γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱὸς Θεοῦ.
καὶ ἰδοὺ ᾿Ελισάβετ ἡ συγγενής σου καὶ αὐτὴ συνειληφυῖα υἱὸν ἐν γήρει αὐτῆς, καὶ οὗτος μὴν ἕκτος ἐστὶν αὐτῇ τῇ καλουμένῃ στείρᾳ·
ὅτι οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα».

Τότε, η Παναγία, είπε: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου. καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος».
Έπειτα, λοιπόν, από δύο ερωτήσεις ή «ὕστερον ἀπὸ ἄλλα λόγια», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, η Παρθένος Μαρία έδωσε τη συγκατάθεσή της στο μήνυμα του Αρχαγγέλου.
Αυτό ψάλλει η Εκκλησία και στην υμνολογία της εορτής του Ευαγγελισμού. Αναφέρουμε ενδεικτικά το Κάθισμα: «Γαβριὴλ ἐξ οὐρανοῦ, τὸ Χαῖρε κράζει τῇ Σεμνῇ, ὅτι συλλήψῃ ἐν γαστρί, τὸν προαιώνιον Θεόν, τὸν διὰ λόγου τὰ πέρατα συστησάμενον· ὅθεν Μαριὰμ ἀπεφθέγγετο· Ἄνανδρός εἰμι, καὶ πῶς τέξω Υἱόν; ἄσπορον γονὴν τὶς ἑώρακε; Καὶ ἑρμηνεύων ἔλεγεν ὁ Ἄγγελος, τῇ Θεοτόκῳ καὶ Παρθένῳ· Ἐλεύσεταί σοι· Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι».
Οπότε για ποια απροϋπόθετη απάντηση της Θεοτόκου προς τον Αρχάγγελο κάνει λόγο ο «Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», Κωνσταντίνου;
Ο π. Θεόδωρος Ζήσης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής ΑΠΘ, σχολιάζοντας τα λεγόμενα του Κωνσταντίνου, γράφει: «Ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση προκύπτει ὅτι ἡ Θεοτόκος ἔκανε καὶ δεύτερη σκέψη καὶ διετύπωσε καὶ τὶς ἀντιρρήσεις της· δὲν βιάστηκε νὰ ἀπαντήσει, γιὰ νὰ μὴ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ἡ Εὔα στὸν Παράδεισο ποὺ δέχθηκε ἀμέσως τὴν συμβουλὴ τοῦ Ὄφεως».
«Αὐτὸ μάλιστα, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ Πατέρες δείχνει τὴν σύνεση, τὴν φρονιμάδα, τὴν ἐξυπνάδα της. Διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι μετὰ τὸν κολακευτικὸ χαιρετισμὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ‘‘χαῖρε κεχαριτωμένη ὁ Κύριος μετὰ σοῦ εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν’’ (Λκ. 1,28) δὲν παρασύρθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους σὲ αὐτοθαυμασμὸ καὶ αὐταρέσκεια, ἀλλὰ ἔβαλε σὲ λειτουργία τὸ μυαλό της γιὰ τὸ τί ἆραγε σημαίνει αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμός· ‘‘διελογίζετο ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμὸς οὗτος’’ (Λκ 1,29”)».
«Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ἀναιρώντας πλήρως τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἀρθρογράφου», συνεχίζει ο π. Ζήσης, «’’θαυμαστὴ ἦν ἡ Παρθένος, καὶ δείκνυσιν αὐτῆς τὴν ἀρετὴν ὁ Λουκᾶς, λέγων ὅτι ἐπειδὴ τὸν ἀσπασμὸν ἤκουσεν, οὐκ εὐθέως ἑαυτὴν ἐξέχεεν, οὐδὲ ἐδέξατο τὸ λεχθέν ἀλλ᾽ ἐταράχθη ζητοῦσα τὸ, ποταπὸς εἴη ὁ ἀσπασμός’’» (Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, PG 57,45).
Ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τὴν καθησυχάζει καὶ τῆς ἐξηγεῖ ὅτι θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα, καὶ πάλι προβάλλει τὶς ἀντιρρήσεις της ἐπικαλούμενη τὴν ἁγνότητα καὶ παρθενία της, λέγοντας ‘‘πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω; (Λκ. 1,34)’’.
Καὶ μόνον ὅταν ὁ Ἀρχάγγελος τῆς ἐξηγεῖ ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ γίνει κατὰ τὸν φυσικὸ τρόπο, μὲ τὴν συνδρομὴ κάποιου ἄνδρα, ἀλλὰ κατὰ ὑπερφυσικό, μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὑπενθυμίζει δὲ καὶ τὸ θαυμαστὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο συνέλαβε ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής της στὰ γηρατειά της, γιὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι γιὰ τὸν Θεὸ ὅλα εἶναι δυνατά, ‘‘οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ρῆμα’’ (Λκ. 1,37), τότε μόνο, μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνετὲς καὶ καλόπιστες ἀντιρρήσεις καὶ τὶς ἀρχαγγελικὲς ἀπαντήσεις, δέχτηκε νὰ ὑπακούσει στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
Ἐξηγεῖ πειστικώτατα καὶ τιμητικὰ γιὰ τὴν Θεοτόκο ὁ Θεοφύλακτος: ‘‘Οὐχ ὡς ἀπιστήσασα ἡ Παρθένος, εἶπε τό, Πῶς ἔσται μοι τοῦτο; ἀλλ᾽ ὡς σοφὴ καὶ συνετή, ἐπιζητοῦσα μαθεῖν τὸν τρόπον τοῦ πράγματος οὐδὲ γὰρ γέγονέ τι τοιοῦτον πρότερον, οὐδὲ μετὰ ταῦτα γενήσεται» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, PG 123, 704D-705A).
Ο Πατρολόγος, ομότιμος καθηγητής, σημειώνει, επίσης, και το εσφαλμένο των πληροφοριών –χωρίς παραπομπές- που παραθέτει ο Κωνσταντίνου, ως προς τα βιογραφικά της Παναγίας.
Εξάλλου, όπως μαρτυρεί το Συναξάρι των Εισοδίων, η Παναγία δεν «ήταν φτωχή και άσημη».
«Ταύτης τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου», σημειώνει ο άγιος Νικόδημος, «ὁ μὲν πατὴρ Ἰωακεὶμ εἶχε τὸ γένος ἀπὸ τὴν βασιλικὴν φυλὴν τοῦ Δαβίδ‧ καὶ ἐπειδὴ παιδίον δὲν ἐγέννα, ἀλλὰ ὠνειδίζετο διὰ τοῦτο, τούτου χάριν δὲν ἔπαυεν ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρῃ εἰς τὸν Θεὸν διπλὰ τὰ δῶρά του, ὡς πλούσιος ὤν καὶ φιλόθεος. Ἡ δὲ μήτηρ αὐτῆς Ἄννα, καὶ αὐτὴ παρομοίως ἐκατάγετο ἀπὸ τὸ βασιλικὸν γένος τοῦ Δαβίδ‧ ὅθεν ἦτον καὶ κατὰ τὸ σῶμα καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν εὐγενεστάτη ἀπὸ ὅλας».
Συνεπώς, και εκ πατρός και εκ μητρός, ήταν βασιλική, εκ του Δαβίδ, η καταγωγή της Θεοτόκου. Πώς, λοιπόν, διατυπώνει το όλως αυθαίρετο συμπέρασμά του ο Κωνσταντίνου; Και πώς ο ίδιος υπηρετούσε επιστημονικώς την Ορθόδοξη Θεολογία σε ανώτατο ίδρυμα;
Περί δε της δήθεν μη μορφώσεως της Παναγίας, την οποία υποστηρίζει ο ίδιος, ο μητροπολίτης Αχελώου, Ευθύμιος, δίνει την απάντηση: «Είναι γνωστό από την ιστορία, ότι οι ιερείς των Σουμερίων ήδη από το 5.000 π. Χ. άρχισαν να χρησιμοποιούν τη γραφή [...] Οι ιερείς συνεπώς υπήρξαν οι πρώτοι που απέκτησαν γνώσεις και ήσαν οι πρώτοι εν συνεχεία διδάσκαλοι των ανθρώπων. Για πολλούς αιώνες οι άνθρωποι προσήρχοντο στους Ιερείς του ναού για μόρφωση και εκπαίδευση, εφ’ όσον οι Ιερείς ήσαν οι μόνοι που γνώριζαν ανάγνωση και γραφή. Είναι λοιπόν πολύ φυσικό να σκεφθούμε, ότι και στην Παλαιστίνη επικρατούσε η ίδια κατάστασις στους χρόνους των Θεοπατόρων. Ας μη λησμονούμε δε ότι, μέχρι τα τελευταία ακόμη χρόνια, σε πολλά ελληνικά χωριά ο μόνος που γνώριζε λίγα γράμματα ήταν ο ιερεύς! Και σε μερικά χωριά ο ιερεύς ήταν και είναι παπάς και δάσκαλος μαζί! Η παράδοσις επομένως της μικρής Θεοτόκου στους ιερείς, εκτός από την αφιέρωση, είχε και την έννοια της γραμματικής μορφώσεως και της ιερής ανατροφής».
Συνεπώς, η άποψη του Κωνσταντίνου περί μη μορφώσεως της Αειπαρθένου είναι και αυτή αυθαίρετη.
Επίσης, από πού εξάγει το αβάσιμο συμπέρασμά του περί δήθεν καταγωγής της Παναγίας «από ένα χωριό της Παλαιστίνης»;
Η οικία του Ιωακείμ και της Άννας, όπως διαβάζουμε στον ιστότοπο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, κοντά στην Προβατική Κολυμβήθρα και στην Πύλη της Γεθσημανή, στο σημείο όπου σήμερα υπάρχει μοναστήρι προς τιμήν των Θεοπατόρων.
Εν συνεχεία, παραθέτουμε αυτολεξεί, τον λόγο του αγίου Νικοδήμου, όπως διατυπώνεται στο Συναξάρι του Γενεσίου της Θεοτόκου, όπου καθίσταται εμφανής, ο όντως υποτιμητικός, ως προς το πρόσωπο της Παναγίας, λόγος του Κωνσταντίνου.
Γράφει, «ο μεγαλύτερος ορθόδοξος μυστικὸς θεολόγος των τελευταίων εκατοντετηρίδων της Εκκλησίας μας», όπως αποκαλεί τον άγιο Νικόδημο ο Π.Β.Πάσχος, ότι ο Ιωακείμ και η Άννα «ἐγέννησαν τὴν Θεοτόκον Μαρίαν, τὴν πάντων τῶν Ἁγίων ἁγιωτέρα. Καὶ οὕτως ἀπόκτησαν μίαν καλλιτεκνίαν ἀσύγκριτον καὶ ἐξοχωτάτην, ἥτις ὑπερεῖχεν ὅλας τὰς καλλιτεκνίας τῶν ἀνθρώπων. Καὶ μακάριοι ὄντες καθ’ ἑαυτοὺς διὰ τὴν ἐνάρετον καὶ θεοφιλῆ αὐτῶν γνώμην, πολλῷ μᾶλλον μακαριώτεροι ἔγιναν, διὰ τὴν ἀσύγκριτον χάριν καὶ θείαν τεκνογονίαν, ὁποῦ ἠξιώθησαν. Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἐδικήν τους θυγατέρα, ἤτοι τὴν ᾈειπάρθενον Μαριάμ, κατεδέχθη νὰ γεννηθῇ ὁ Ὑιὸς τοῦ Θεοῦ».
Αντίθετα, ο λόγος του Κωνσταντίνου, υποτιμά το κορυφαίο πρόσωπό της, εκείνης για την οποία ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει: «τὴν ὄντως ἁγνὴν μετὰ Θεὸν ὑπὲρ ἅπαντας».
Αλλά και ο συγγραφέας του Πρωτευαγγελίου του Ιακώβου, που είτε πρόκειται για κάποιον Ιουδαίο, ο οποίος «γνωρίζει καλά τη Γραφή» είτε «για κάποιον εθνικό, χρόνια προσήλυτο στη Συναγωγή, που και αυτός γνωρίζει πολύ καλά τη Γραφή», φανερώνεται ως «ένας πρώιμος, από τους μεταγενέστερους μεγάλους πατέρες, υμνητής της Παναγίας», ο οποίος τονίζει, έναντι της υποτίμησης του προσώπου της, όπως περί της δήθεν άσημης καταγωγής της κλπ, «την Δαβιδική γενιά» της, «τους ένδοξους και θεοσεβείς γονείς» της, «τα προσωπικά χαρίσματα, τη μεγάλη καθαρότητα, την [...] παρθενία πριν και μετά τη γέννηση, την πιστότητα, την πραότητα» κλπ.
Το παράδοξο δε, των ημερών μας, είναι ότι ενώ εκτυλίσσεται εκτενέστατη συζήτηση για το θέμα της Ουκρανίας, δεν γίνεται, σχεδόν καμία αναφορά, στα γραφόμενα του Θεοτοκομάχου Κωνσταντίνου, (ή και άλλων σύγχρονων παραφθορέων της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Θεολογίας), ο οποίος, χρησιμοποιεί, μάλιστα, και επίσημο περιοδικό της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να προβάλει την, αλλότρια της Ορθοδόξου Πίστεως, διδασκαλία του.
Φωτο(ς)βέστης
Γράφει ο Κωνσταντίνου: «Η σημερινή ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αυτοπροσδιοριζόμενη ως η ‘Εκκλησία’ διαφοροποιεί σαφώς τον εαυτό της από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία και πιέζει την πολιτική ηγεσία της χώρας για εξασφάλιση προνομιών για τον εαυτό της, ακόμη και ενάντι στην ελληνική κοινωνία, όπως, για παράδειγμα [...] τη σπατάλη μεγάλων ποσών για μαγικές και απολύτως ξένες προς την ορθόδοξη παράδοση τελετές, όπως π.χ. τη ναύλωση ειδικών πτήσεων της κρατικής αεροπορικής εταιρίας για μεταφορά του ‘αγίου’ φωτός από τα Ιεροσόλυμα και την αστεία υποδοχή του στην Αθήνα με ... τιμές αρχηγού κράτους! Στη διαμόρφωση της κατάστασης αυτής όμως δεν έχει ευθύνη μόνον η ηγεσία της Εκκλησίας αλλά και η νεολληνική διανόηση, καθώς υπάρχει μια υπεροπτική από την πλευρά της προσπάθεια περιθωριοποίησης της Εκκλησίας, σαν αυτή να μην είναι τμήμα της πνευματικής παραδόσεως του ελληνικού λαού που εξακολουθεί να επηρεάζει ακόμη πλατιά στρώματά του. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αναλύσεις για να αποδειχθεί ότι χωρίς τη συμβολή της διανόησης δεν είναι δυνατό να δημιουργηθεί η πολιτική βούληση που θα μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά τον παράγοντα Εκκλησία και θα ρυθμίσει το ρόλο της μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία».
Τί να πρωτοσχολιάσει κάποιος στην εν λόγω τοποθέτηση του Κωνσταντίνου; Τις απαξιωτικές, όσον αφορά τη μεταφορά του Αγίου Φωτός στην Ελλάδα, εκφράσεις του, χαρακτηρίζοντας το γεγονός, ως τελετή μαγική και απολύτως ξένη προς την Ορθόδοξη Παράδοση;
Ή τη λέξη «αστεία» που χρησιμοποιεί, προκειμένου να χαρακτηρίσει τον τρόπο της υποδοχής; Φαίνεται ότι μπερδεύθηκε με την όντως, «ως διά μαγείας», επί της κοσμητείας του, ίδρυση «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ, χωρίς την κατά Νόμον, ψήφο των συναδέλφων του, καθηγητών του ετέρου Τμήματος της Ποιμαντικής.
Έτσι, λοιπόν, απαξιώνει το νόμιμο, (έστω και αν κάποιος άπιστος δεν θεωρεί την εν λόγω νόμιμη υποδοχή του Αγίου Φωτός και ως ευλογία), δεχόμενος το παράνομο. Γελά με τον τρόπο της υποδοχής του και ταυτόχρονα «καθαγιάζει» την ακαδημαϊκά πραξικοπηματική ενέργεια της ανωτέρω ιδρύσεως, που συνέβη επί της κοσμητείας του.
Ο σχολιασμός του, περί σπατάλης χρημάτων, όσον αφορά την υποδοχή, θυμίζει την απάντηση του Κυρίου στον Ιούδα, πριν την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα.
Όταν η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, άλειψε με μύρο τα πόδια του και τα σκούπισε κατόπιν με τα μαλλιά της, «ὁ μέλλων αὐτὸν παραδιδόναι», ρώτησε γιατί αυτό το μύρο δεν πωλήθηκε αντί 300 δηναρίων, για να δοθεί το αντίτιμό του στους φτωχούς.
Τότε, έλαβε την απάντηση από τον Χριστό, να αφήσει τη Μαρία, διότι η πράξη της συμβολίζει τα προ της ταφής Του, αφού τους φτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας, εκείνον όμως όχι (ορατώς μαζί σας).
Επιπλέον, ο Κωνσταντίνου φαίνεται να ξεχνά την όντως διασπάθιση δημοσίου χρήματος που συνέβη επί των ημερών της κοσμητείας του στη Θεολογική ΑΠΘ, όπως αναφέρεται σε σχετική διαδικτυακή ανάρτηση, που αναπαράγει ρεπορτάζ του τηλεοπτικού σταθμού της συμπρωτεύουσας Egnatia TV, με τίτλο: «Οικονομικό σκάνδαλο στο τμήμα Μουσουλμανικών Σπουδών» (3/5/2016).
Τότε, προηγήθηκε η «Πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την προμήθεια προβολέων για τις ανάγκες διδασκαλίας της Εισαγωγικής κατεύθυνσης μουσουλμανικών σπουδών του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής», με προϋπολογισμό 3.000 ευρώ και ημερομηνία λήξης προσφορών την 16/3/2016 (διάρκεια: 11-16/3/2016), τη στιγμή, κατά την οποία, η «Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών» ιδρύθηκε με ΦΕΚ, έπειτα από έναν και πλέον μήνα και πιο συγκεκριμένα στις 19/4/2016 (ΦΕΚ τ. Α/69/19-4-2016)!
Προηγήθηκε, δηλαδή, ο διαγωνισμός και ακολούθησε η ίδρυση! Δε γνώριζε τίποτα από αυτά ο Κωνσταντίνου;
Επίσης, μας εκπλήσσει το γεγονός της αναζήτησης, εκ μέρους του, των διανοουμένων, ως καθοδηγητών περί της ορθής πορείας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Δεν γνωρίζει, άραγε, ο «Άρχων Διδάσκαλος του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», Κωνσταντίνου, ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως τονίζει ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, στα έργα τους και τις συνοδικές πράξεις τους, ομολογούν «την αγιότητα της Εκκλησίας, ως την χαρακτηριστικήν και αμετάβλητον ιδιότητά της, οι δε Πατέρες της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου εσφράγισαν δογματικώς και συνοδικώς την καθολικήν ομολογίαν αυτήν εις το θ΄ άρθρον του Συμβόλου της πίστεως», ενώ, οι «μετέπειτα Οικουμενικαί Σύνοδοι επιβεβαίωσαν τούτο διά της σφραγίδος της συμφωνίας και ομοφωνίας»;
Η γνώση από μόνη της δεν μπορεί να συμβάλει στην επίλυση των προβλημάτων και σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε ως πρόβλημα τη μεταφορά και υποδοχή της μεγίστης ευλογίας του Αγίου Φωτός.
Μόνο η διά της μετανοίας γνώση βαδίζει την οδό της αγιότητας και λύνει προβλήματα.
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, μάλιστα, μιλώντας περί γνώσης και προσευχής, αναφέρει ότι ο τρόπος προσέγγισης του Θεού, διά της προσευχής, δεν είναι η γνώση, αλλά το φρόνημα του νηπίου, δηλαδή η μακαρία απλότητα: «Ὅτε προσεγγίσεις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ προσευχῆς», λέγει, «μὴ εἴπῃς ἔμπροσθεν αὐτοῦ τι ἐν γνώσει, ἀλλὰ τῷ νηπιάζοντι φρονήματι προσέγγισον τῷ Θεῷ, καὶ πορεύθητι ἐνώπιον αὐτοῦ».
Εκ των πρωτοστατών στην ίδρυση Μουσουλμανικού Τμήματος στο Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ 

Δεν γνώριζε άραγε ο Κωνσταντίνου ότι η ίδρυση «καμουφλαρισμένου» Τμήματος (4ετούς φοίτησης) έναντι της λεγόμενης «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» βαρύνει επιπλέον τον κρατικό προϋπολογισμό, με την αφαίμαξη του έλληνα φορολογούμενου και μάλιστα σε καιρούς οικονομικής δυσκολίας;
Αν επρόκειτο όντως για «Εισαγωγική Κατεύθυνση» θα έπρεπε οι φοιτητές να διδάσκονται επί μία διετία μαθήματα του Τμήματος Θεολογίας και την επόμενη διετία μαθήματα της «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης», όπως συμβαίνει στα Τμήματα Ιστορίας-Αρχαιολογίας (2 χρόνια μαθήματα κορμού + 2 χρόνια μαθήματα κατεύθυνσης);
Εδώ, όμως, δε συμβαίνει αυτό. Οι υποψήφιοι δηλώνουν στα μηχανογραφικά δελτία τη δήθεν «Εισαγωγική Κατεύθυνση» και κατόπιν εισέρχονται σε αυτοτελές Τμήμα. Αν αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια, δηλαδή εξαπάτηση του ελληνικού λαού, τότε τί άλλο σημαίνει; Μήπως, ο Κωνσταντίνου αγνοεί και πάλι την έννοια της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος;
Σε ρεπορτάζ της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης (TV 100), σχετικά με το Συμβούλιο Επικρατείας που ενέκρινε «την ίδρυση Εισαγωγικής Κατεύθυνσης και όχι Τμήματος Μουσουλμανικών Σπουδών», παρουσιάζεται ο Κωνσταντίνου, ως ακόλουθος αυτής της απόφασης, λέγοντας πως: «Δεν πρόκειται για Τμήμα Ισλαμικών Σπουδών, αλλά για μια Εισαγωγική Κατεύθυνση, που θα ενταχθεί στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής».
«Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό», συνεχίζει, «γιατί [...] πάρα πολλοί, δυστυχώς, με κακόβουλο τρόπο, αναφέρονται σε Τμήμα Ισλαμικών Σπουδών, που σημαίνει μια ανεξάρτητη μονάδα ακαδημαϊκή. Κάτι που ενδεχομένως θα δημιουργούσε προβλήματα. Θα άλλαζε το προφίλ της Θεολογικής Σχολής».
Εκ των παρατιθεμένων, καταλαβαίνει καθένας, ότι ψεύδεται δημόσια, αφού το τετραετές πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Θεολογίας και το αντίστοιχο της Εισαγωγικής Κατεύθυνσης είναι ανεξάρτητα και έχουν ξεχωριστή τμηματική ταυτότητα.
Πέραν αυτών, παρατηρούμε στην έγγραφη ανακοίνωση της ύλης των κατατακτηρίων εξετάσεων της «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης» (27-5-2019/αρ. πρωτ. 1506/Τμήμα Θεολογίας/ΑΠΘ), ότι το λογότυπο του ΑΠΘ φέρει και προσθήκη, που αναφέρει πως: «Το ΑΠΘ ζητά την προστασία της Πολιτείας από τα φαινόμενα βίας και ανομίας».
Ερευνώντας περί του χρόνου εισαγωγής της εν λόγω προσθήκης διαπιστώνουμε ότι έγινε έπειτα από απόφαση της Συγκλήτου στις 12-12-2018, λόγω των καταστροφικών ζημιών που συνέβησαν στη Θεολογική ΑΠΘ (6-12-2018).
Μήπως, λοιπόν, ο Κωνσταντίνου, με την εμπειρία της ακαδημαϊκά πραξικοπηματικής ίδρυσης «Εισαγωγικής Κατεύθυνσης Μουσουλμανικών Σπουδών» στη Θεολογική ΑΠΘ ή του διαγωνισμού προμήθειας προβολέων για την «Εισαγωγική Κατεύθυνση», πριν την έκδοση του ΦΕΚ ίδρυσής του, θα μπορούσε να απαντήσει στο αντίστροφο ερώτημα, περί του ποιος θα προστατέψει την Πολιτεία από τα φαινόμενα ακαδημαϊκής βίας και ανομίας που συμβαίνουν στο ΑΠΘ;
Στην ίδια συνάφεια, της άσκησης βίας, αυτή τη φορά χειροδικίας, θέτουμε δημοσίως το ερώτημα, περί του εάν αληθεύει το βίντεο που αναρτήθηκε στο διαδίκτυο (youtube) στις 6/6/2012, με σχετική λεζάντα «Ο καθ. Θεολογίας ΑΠΘ Μιλτ. Κωνσταντίνου βιαιοπραγεί» και σχόλιο του ιστολογίου ανάρτησης, ότι «Οικουμενιστής καθηγητής Θεολογικής του Α.Π.Θ., υπέρμαχος του διαλόγου, της αγάπης και της ένωσης, παραδίδει...μαθήματα judo».
Στο βίντεο παρουσιάζεται επεισόδιο βιαιοπραγίας, που συνέβη εντός του Ρωμαιοκαθολικού ναού της οδού Φράγκων στη Θεσσαλονίκη, ενάντια σε ρασοφόρο. Αν όντως αληθεύει το περιστατικό, αποδόθηκαν τα κατά Νόμον οριζόμενα, εκ του Ποινικού Κώδικα, στον ασκούντα ή στους ασκούντες τη βιοπραγία;
Οι διανοούμενοι ως «διδάσκαλοι» της Εκκλησίας
Ο Κωνσταντίνου κάνει λόγο για την απαραίτητη «συμβολή της διανόησης» ώστε «να δημιουργηθεί η πολιτική βούληση που θα μπορεί να αντιμετωπίσει σωστά τον παράγοντα Εκκλησία και θα ρυθμίσει το ρόλο της μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία». Πώς εννοεί άραγε τη «συμβολή της διανόησης»; Όπως τη «μαγική» ψήφο του στην περίπτωση της ίδρυσης των «Μουσουλμανικών Σπουδών»;
Σημειώνουμε ενδεικτικά την άποψη του Κορνήλιου Καστοριάδη σχετικά με την έννοια του διανοούμενου, που ουδέποτε συμπάθησε, όπως λέγει, (ούτε αποδέχτηκε για λογαριασμό του) «και για λόγους αισθητικούς, εξαιτίας της άθλιας και αμυντικής υπεροψίας που [...] προϋποθέτει, αλλά και για λόγους λογικούς‧ ποιος δεν είναι διανοούμενος;».
Ο Νόαμ Τσόμσκι, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, σημειώνει: «Στην πραγματικότητα, ο ρόλος των διανοουμένων -κι αυτό ισχύει εδώ και χιλιάδες χρόνια- συνίσταται στο να κάνουν ό,τι πρέπει ώστε οι άνθρωποι να παραμένουν παθητικοί, υπάκουοι, αστοιχείωτοι και προγραμματισμένοι».
«Ο Ραλφ Ουάλντο Έμερσον», συνεχίζει ο Τσόμσκι, «ο μεγάλος Αμερικανός συγγραφέας και φιλόσοφος του δεκάτου ενάτου αιώνα, όταν σχολίαζε τα εκπαιδευτικά προγράμματα είχε πει: Πρέπει να εκπαιδεύσουμε το λαό έτσι ώστε να μη μας αρπάξει απ’ το λαιμό. Με άλλα λόγια πρέπει να τον καταστήσουμε τόσο παθητικό που δεν θα στραφεί εναντίον μας. Κι αυτός βασικά είναι ο ρόλος των διανοουμένων σε πολλούς τομείς. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αλλά, γενικά, η παρατήρηση παραμένει έγκυρη».
Εν συνεχεία, ο Τσόμσκι απαντά στο ερώτημα: «Διαβάζοντάς σας, ανακαλύπτουμε ότι αγωνίζεστε εναντίον αυτού που ονομάζετε κατασκευή συναίνεσης. Οι διανοούμενοι χρησιμεύουν και σ’αυτό;».
Ο Τσόμσκι λέγει: «Η έκφραση κατασκευάζω συναίνεση δεν είναι δική μου. Τη δανείστηκα από τον Ουόλτερ Λίπμαν, την πιο διακεκριμένη προσωπικότητα της αμερικανικής δημοσιογραφίας του εικοστού αιώνα, που ήταν κι αυτός ένα προοδευτικό πνεύμα. Από τη δεκαετία του 1920, επέστησε την προσοχή στη σημασία των τεχνικών που χρησιμοποιεί η προπαγάνδα για τον έλεγχο των μαζών και την κατασκευή συναίνεσης. Οι μηχανισμοί της δημοκρατίας που εφαρμόζουμε είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να κυβερνάται από υπεύθυνους πολίτες, μια πρωτοπορία -κάτι που μας θυμίζει το λενινισμό- κι οι υπόλοιποι πρέπει απλώς να κάθονται φρόνιμα. Γι’ αυτό, πρέπει να ελέγχονται οι σκέψεις τους και να τους ομαδοποιούμε σαν στρατιώτες. Παρεμπιπτόντως, αυτοί ακριβώς είναι οι όροι που χρησιμοποίησε ένας άλλος σημαντικός προοδευτικός διανοητής, ο Έντουαρντ Μπέρνεϊς, ένας από τους ιδρυτές της τεράστιας βιομηχανίας των δημοσίων σχέσεων που, όπως ο Λίπμαν, συμμετείχε στην επίσημη μηχανή προπαγάνδας του Γοΰντροου Ουίλσον» (28ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, 1913-1921).
«Από εκεί», συνεχίζει, ο Τσόμσκι, «άντλησαν πολλές από τις ιδέες τους για την ανάγκη ελέγχου της κοινής γνώμης και για να εξασφαλίσουν ότι οι πολίτες θα μένουν μακριά από τη δημόσια ζωή. Αυτά τα θέματα είχαν καταστεί θεμελιώδη στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1920», καταλήγει ο Τσόμσκι.
Έπειτα από αυτά, αναρωτιέται καθένας περί του τρόπου που αναμένει από τη διανόηση να δασκαλέψει «τον παράγοντα Εκκλησία», ο Κωνσταντίνου, ρυθμίζοντας «το ρόλο της μέσα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία»; Ο ίδιος, εκ των λεγομένων του, φανερώνει ότι θέτει εαυτόν, ως δάσκαλο των διανοουμένων, υποδεικνύοντας, ταυτόχρονα, σε ποια ενέργεια πρέπει να προβούν εκείνοι, ώστε να αντιμετωπιστεί «σωστά» ο παράγοντας «Εκκλησία».
Η «γνώση», λοιπόν, καλείται για τη σωστή ρύθμιση του ρόλου της Εκκλησίας, την οποία, ο Κωνσταντίνου, ο φέρων και το οφφίκιο του «Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», εκλαμβάνει ως «παράγοντα» και μάλιστα ελλειμματικό!
Κατά συνέπεια, για εκείνον, το πλήρωμα της χάριτος, βρίσκεται στη γνώση και όχι στον αγιασμό. Πόση αντίθεση τα λόγια του με εκείνα του γέροντος Χρυσάνθου Αγιαννανίτου, όταν ο τελευταίος μιλώντας περί εκκλησιαστικών θεμάτων σημειώνει ότι «η ενασχόλησις» με αυτά προϋποθέτει «σώφρονα βίον, καθαράν εξομολόγησιν και νουν καθαρόν».
Στην ίδια λογική της «σωτηριώδους γνώσεως» των διανοουμένων σημειώνει ο Κωνσταντίνου ότι: «η αληθινή χριστιανική μαθητεία δεν τελειώνει με την εξομολόγηση της αμαρτίας, ούτε με την αποδοχή της χάρης, αλλά με τη μεταμόρφωση του μαθητή σε απόστολο».
Σε αντίθεση, ο άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης λέγει ότι «τὸ πᾶν εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ», ενώ, όπως ειπώθηκε, ο Κωνσταντίνου κάνει λόγο για κάποιο άλλο στάδιο, πέρα από εκείνο της χάριτος, αυτό της μεταμόρφωσης «του μαθητή σε απόστολο».
Καινοτομεί, δηλαδή, ο ομότιμος καθηγητής, θέλοντας να εισάγει στην Ορθόδοξη Θεολογία κάτι πέρα από την αποδοχή της χάριτος. Θαρρείς και η χάρις δεν είναι η μεταμόρφωση!
Αλλά όποιος προτάσσει τη γνώση έναντι της μετάνοιας, σίγουρα διαχωρίζει και τη χάρη από τη μεταμόρφωση.
Το θαύμα αίρει το αυτεξούσιο;
Σε άλλη συνάφεια, ο Κωνσταντίνου, ερμηνεύοντας την ευαγγελική περικοπή του πλούσιου και του πτωχού Λαζάρου, λέγει: «Μια πίστη που προκύπτει ύστερα από ένα θαύμα είναι αναγκαστική, δεν είναι ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου. Το να δείχνει κανείς την αγάπη του σε κάποιον που του έκανε μεγάλο καλό δεν είναι φιλία, είναι υποχρέωση. Ο Θεός, όμως, ζητάει τη φιλία του ανθρώπου, όχι την υποχρέωση, ζητάει συνεργάτες όχι δουλικούς υπηρέτες. Μόνο συνεργάτες του Θεού, άνθρωποι ελεύθεροι, μπορούν να αγωνιστούν μαζί με τον Θεό για τον ερχομό της βασιλείας του. Δουλικοί υπηρέτες, παγιδευμένοι μέσα στον πλούτο της λογικής τους, που αποζητούν τη σιγουριά και την προσωπική τους εξασφάλιση, μόνο για τον εαυτό τους μπορούν να παλαίψουν».
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο Θεός, που επιτρέπει το θαύμα, αίρει, ταυτόχρονα, την αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, οδηγώντας τον σε μια πίστη αναγκαστική!
Οπότε η ρήση του Κυρίου περί ελευθερίας του ανθρώπου, όσον αφορά το γεγονός της Πίστεως, το γνωστό τοις πάσι, «ὅστις θέλει», αίρεται, για τον Κωνσταντίνου, στην περίπτωση του θαύματος.
Τουτέστιν, για εκείνον, ο Θεός ακυρώνει Εαυτόν, δηλαδή εισάγει στη θεότητα την έννοια της τρεπτότητας.
Είναι, δυνατόν, λοιπόν, να υποστηρίζει αυτές τις θεωρίες ένας καθηγητής Ορθόδοξης θεολογίας, ο οποίος εκπροσωπεί την Εκκλησία σε επίσημους διαλόγους;
Δεν υφίσταται ιστορική απαρχή στην πτώση;
Ο καθηγητής της Δογματικής στο Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ Ιωάννης Κουρεμπελές στο βιβλίο του Ηδονοδοξία επισημαίνει ότι ο Παλαιοδιαθηκολόγος Μ. Κωνσταντίνου «λέει» για τις «αφηγήσεις» των ένδεκα πρώτων κεφαλαίων «της Γενέσεως» ότι «‘‘δεν αποτελούν αναφορές σε ιστορικά γεγονότα του αρχέγονου παρελθόντος, αλλά περιγράφουν καταστάσεις που αναφέρονται στις σχέσεις του ανθρώπου με τον Θεό και επαναλαμβάνονται συνεχώς μέσα στην ιστορία’’».
Συνεχίζοντας, ο ίδιος καθηγητής, σχολιάζει τη θέση του Κωνσταντίνου, σημειώνοντας: «Δύσκολο, βέβαια, να κατανοήσει κανείς σε τι βοηθούν τέτοιες παραπομπές σε γενικευτικές θεωρήσεις, οι οποίες έχουν μέσα τους μια εσωτερική αντίφαση. Αν τα γεγονότα του αρχέγονου παρελθόντος είναι γεγονότα που επαναλαμβάνονται συνεχώς μέσα στην ιστορία, γιατί είναι στερημένα ιστορικής απαρχής, η οποία απαρχή, μάλιστα, υπογραμμίζει την άμα τη γενέσει του ανθρώπου εμπρόσωπη σχέση του με τον Θεό και την ενότητα του ανθρωπίνου γένους;».
Με τη λογική του Κωνσταντίνου το γεγονός της ιστορικής απαρχής της πτώσης αποϊστορικοποιείται. Καθίσταται ένα γεγονός επαναλαμβανόμενο, καθημερινό, άσχετο με τις πτωτικές συνέπειες της διαίρεσης του Θεού από τον άνθρωπο. Οπότε, η έννοια της αμαρτίας σμικρύνεται, σχετικοποιείται.
Αν για εκείνον η πτώση είχε ιστορική απαρχή τότε η επίλυση των προβλημάτων θα ακολουθούσε την οδό της Εκκλησίας, που δεν είναι άλλη από τη ζωή της μετανοίας και της άσκησης ενάντια στην αμαρτία. Γνώση όμως χωρίς ταυτόχρονη αναφορά στη μετάνοια δε νοείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όπως σημειώνει, ο Κουρεμπελές, «Δεν είναι συμπτωματικό» που η εν λόγω θεώρηση των πραγμάτων θέτει «παντελώς» εκτός τη «δαιμονική παρέμβαση, που προκρίνεται στα πατερικά κείμενα», και η οποία παύει πια να «αποτελεί θέμα ειδικής θεολογικής αναφοράς σχετικά με την παρεκτροπή της κατά φύσιν κινήσεως του ανθρώπου».
Έτσι, όμως, ακυρώνεται ο λόγος του Χριστού περί του αντικείμενου διαβόλου: «τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ».
Το ψεύδος της μη ομολογιακότητας
Ο Κωνσταντίνου, ως μέλος ΔΕΠ του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ και κοσμήτωρ της Θεολογικής ΑΠΘ, δεν προέβη στις κατά νόμον ενέργειες περί του εγγράφου που φέρει τον τίτλο «Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ 2016-2020», το οποίο εξέδωσε το Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ, τον Ιούλιο του 2016, περιλαμβάνοντας το ψευδές, σύμφωνα με την απόφαση του ΣτΕ, συμπέρασμα, περί της δήθεν μη ομολογιακότητας των Θεολογικών Σχολών της Ελλάδας (σελίδα 4), μνημονεύοντας την άσχετη περί του θέματος απόφαση του ΣτΕ 194/1984.
Τη στιγμή που η απόφαση περί της όντως ομολογιακότητας των Θεολογικών Σχολών περιλαμβάνεται στην απόφαση ΣτΕ 194/1987, στην οποία τονίζεται, (με αφορμή την εγγραφή ενός ατόμου, κατόχου δύο πτυχίων και ταυτόχρονα μη Ορθοδόξου, κατά το θρήσκευμα, στο Θεολογικό Τμήμα της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ), πως: «Το υποστηριζομένο από την παρέμβαση ότι ο αιτών κατά παράβαση του άρθ. 25 παρ. 3 του Συντάγματος επιδίωξε να εγγραφεί στο θεολογικό τμήμα, δεδομένου ότι είναι ήδη κάτοχος δύο πανεπιστημιακών πτυχίων και δεν συμμερίζεται την πίστη, τα δόγματα της οποίας διδάσκονται, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, αφ’ ενός μεν διότι η εγγραφή του αιτούντος δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, αφού το δικαίωμα εγγραφής πτυχιούχων Α.Ε.Ι σε άλλο Α.Ε.Ι. ή τμήμα αναγνωρίζεται και ρυθμίζεται από τον νόμο χωρίς περιορισμό ως προς τον αριθμό των αποκτηθέντων πτυχίων (άρθ. 7 Ν. 1286/82), αφ’ ετέρου δε διότι τα όσα διδάσκονται στο θεολογικό τμήμα αποτελούν μεν κυρίως δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας, δεν αποκλείεται όμως να αποτελέσουν αντικείμενο σπουδής και έρευνας και από μη μέλη της εκκλησίας αυτής».
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι η απόφαση ομιλεί μόνο για «αντικείμενο σπουδής και έρευνας», χωρίς αναφορά στη διδασκαλία.
Οπότε, η ομολογιακότητα των Θεολογικών Σχολών, που απορρέει από τη διδασκαλία είναι δεδομένη, με συνέπεια το συγκεκριμένο απόσπασμα του Ιστορικού καθώς και του Στρατηγικού Σχεδίου του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ (2016-2020), να διατυπώνει δημοσίως ψευδή συμπεράσματα και μάλιστα προερχόμενα από δημόσιο ίδρυμα, όπως είναι το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ (ΑΠΘ-ΝΠΔΔ).
Και απορούμε, πώς ο τότε κοσμήτορας της Θεολογικής ΑΠΘ και μέλος ΔΕΠ του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, δεν προέβει στις κατά νόμον διοικητικές ενέργειες περί αποκατάστασης της αληθείας και παραπομπής της υπόθεσης στη δικαιοσύνη;
Επιλογικά
Έπειτα από τα παραπάνω εκτεθέντα φανερώνεται η μεταπατερικότητα του Κωνσταντίνου, δηλαδή η αντιπατερικότητά του.
Η διατύπωση, εκ μέρους του, έλλειψης ιστορικής απαρχής, όσον αφορά την πτώση του ανθρώπου, σημαίνει σχετικοποίηση του γεγονότος της αμαρτίας, άρα και της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Χριστό, με συνέπεια την υποτίμηση του προσώπου της Παναγίας.
Στην ίδια λογική κινείται, χρησιμοποιώντας μειωτικούς όρους και για τρόπο μεταφοράς και υποδοχής του Αγίου Φωτός στην Ελλάδα.
Δεν εκφράζει απλώς τη διαφωνία του ως προς τον τρόπο υποδοχής, αλλά χρησιμοποιεί όρους απαξιωτικούς του θαύματος, τη στιγμή που, επί της κοσμητείας του, «θαυματουργικά», δηλαδή ακαδημαϊκώς πραξικοπηματικά, ιδρύθηκε στη Θεολογική ΑΠΘ η μεταλλαγμένη «αυτομάτως» σε αυτοτελές Τμήμα «Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών».
Με ανάλογο «θαυματουργικό» τρόπο προηγήθηκε, επί της κοσμητείας του, ο σκανδαλώδης διαγωνισμός αγοράς προβολέων για την εν λόγω «Κατεύθυνση» πριν την έκδοση του σχετικού ιδρυτικού ΦΕΚ!
Έτσι εξηγείται και η από μέρους του πρόταξη της γνώσης έναντι της μετανοίας, όσον αφορά την επίλυση προβλημάτων που δημιουργήθηκαν πριν από μερικά χρόνια, εξαιτίας του ανθρώπινου παράγοντα, στην Εκκλησία της Ελλάδος, όπως και το καινοφανές στάδιο στη ζωή του πιστού, που θέλει να «εισάγει» ο ίδιος, δηλαδή εκείνο της μεταμόρφωσης του μαθητή σε απόστολο, το οποίο θεωρεί κάτι πέρα από την «αποδοχή της χάριτος», θεωρώντας, δηλαδή, τη χάρη κάτι διαφορετικό και μάλιστα υποδεέστερο από τη μεταμόρφωση!
Πριν κλείσουμε τη μικρή μας έρευνα, θέτουμε το ερώτημα, βάσει των βιογραφικών του στοιχείων: Πώς, με αυτή την εκκλησιολογική θεώρηση, ο Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, δύναται να φέρει το οφφίκιο του Άρχοντος Διδασκάλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ή πώς εκπροσωπεί την Εκκλησία της Ελλάδος στη Διεθνή Επιτροπή Θεολογικού Διαλόγου Αγγλικανών-Ορθοδόξων, ως μέλος της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων ή επίσης πώς μετέχει ως σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Προπαρασκευαστική Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων-Λουθηρανών ή, ακόμη, πώς αποτελεί μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου και της Διαχειριστικής Επιτροπής του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών Θεσσαλονίκης;
Τέλος, ευχόμαστε μια επόμενη μελέτη να ερευνήσει διεξοδικότερα όλα τα γραπτά του, προκειμένου να φωτίσει, έτι περισσότερο, την ιδιωτική οδό της «θεολογίας» του.

1 σχόλιο:

  1. Οι σύγχρονες αιρετικές απόψεις και κακοδιδασκαλίες πρέπει να φανερώνονται και να στηλιτεύονται!

    Χαράλαμπος

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου