Προς Μητροπολίτην
Αλεξανδρουπόλεως κ.κ. Άνθιμον
Σεβασμιώτατε
Η
καθημερινή και ιστορική εμπειρία μας φανερώνει πληθώρα αποχρώσεων και
διαβαθμίσεων συμπυκνώσεις εκκλησιολογικών πράξεων και λόγων, ωφελίμων ή μη.
Οι
δηλώσεις σας (συνέντευξη) για μετάβαση από την πνευματική σφαίρα του Ευαγγελίου
σε εκείνη των κοινωνικών μεγεθών, επιβεβαιώνει αυτή την καθημερινή και ιστορική
εμπειρία. Οι δηλώσεις σας χαρακτηρίσθηκαν (εύστοχα) ως «άρνηση του Ευαγγελίου»,
διότι υπηρετούν την άρθρωση και την ικανοποίηση κοσμικών κοινωνικών αξιώσεων
ισχύος, πέρα από το Ευαγγέλιο.
Επίκαιρα
τα λόγια του Ι. Χρυσοστόμου:
«Εμοί
δε δακρύειν επέρχεται, όταν ακούσω από της ημετέρας Εκκλησίας τινάς λέγοντας,
μη ειρήσθαι ταύτα εν ταις θείαις Γραφαίς· και τούτο ου μόνον παρά λαϊκών, αλλά
και παρά των δοκούντων είναι ποιμένων, και τόπους επεχόντων αποστόλων και
προφητών, αλλ’ ου τρόπους».
Μετάφραση: «Μου έρχεται να
κλάψω όταν ακούω μερικούς από την Εκκλησία μας να λένε, ότι δεν τα λένε αυτά οι
θείες Γραφές. Και αυτό δεν το ακούμε μόνο από τους λαϊκούς, αλλά και απ’ αυτούς
που νομίζουν ότι είναι ποιμένες και κατέχουν τον τόπο των Αποστόλων και
Προφητών, όχι όμως και τους τρόπους» (P.G.
– Λόγος «περί ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων»).
Σεβασμιώτατε,
ο Ι. Χρυσόστομος μας υπενθυμίζει, ότι «πάνω δε αναγκαίως πανταχού είρηται εν
ταις Γραφαίς, το, βλέπετε, και οράτε, και γρηγορείτε, και προσέχετε, ου μόνον
εαυτοίς, αλλά και παντί τω ποιμνίω. Ουδέν γαρ παρεσιώπησε των ημίν συμφερόντων
η θεία Γραφή».
Μετάφραση:
«Επειδή
είναι σπουδαίο αυτό, γι’ αυτό παντού οι γραφές το λένε· το «προσέχετε»,
«βλέπετε» και «γρηγορείτε», όχι μόνο για τους εαυτούς μας, αλλά για όλο το
ποίμνιο. Τίποτε από τα συμφέροντά μας δεν παρέλειψε η θεία Γραφή» (P.G.
56 - Αυτόθι).
Ερώτημα:
Πιστεύετε, Σεβασμιώτατε, ότι είναι προς το πνευματικό σας συμφέρον (και του
ποιμνίου) ο περιορισμός του Ευαγγελίου σ’ ένα δευτερεύοντα ρόλο μετρήσεως των
ανθρωπίνων πραγμάτων μέσα στην Εκκλησία; Εάν το πιστεύετε, είναι όντως άρνηση
του Ευαγγελίου, άρνηση του Χριστού, αίρεση!
Για
την υπεροχή των Ευαγγελίων, ο Ι. Χρυσόστομος τονίζει:
«Πάσης
μεν θεοπνεύστου Γραφής η ανάγνωσις γίνεται τοις προσέχουσιν ευσεβείας
επίγνωσις· η δε σεπτή των Ευαγγελίων γραφή υψηλοτέρων εστί διδαγμάτων υπεροχή·
τα γαρ εν αυτοίς εμφερόμενα λόγια υψίστου Βασιλέως υπάρχει θεσπίσματα.
Μετάφραση: «Η ανάγνωση όλης
της θεόπνευστης Γραφής γίνεται, σ’ εκείνους που προσέχουν, επίγνωση της
ευσέβειας. Η σεπτή όμως γραφή των Ευαγγελίων είναι ανώτερη σε υψηλότερα
διδάγματα, γιατί τα αναφερόμενα σ’ αυτά λόγια είναι προστάγματα του ύψιστου
Βασιλιά».
Η
Εκκλησία δεν πρέπει να υπακούει στο ευαγγέλιο αυτοσυνείδησης του ανθρώπου –
κόσμου. Η Εκκλησία μόνο γνωρίζει τι και ποιος είναι ο άνθρωπος και πως
επιστρέφει στο Θεό.
Αυτή
η λειτουργία επιστροφής είναι ανάγλυφα καταγεγραμμένη στο Ευαγγέλιο, ως αξία,
ως ευθύνη, ως πνευματικότητα, ως ελευθερία και ως κοινωνικότητα.
Όταν
η ποιμαίνουσα Εκκλησία αποδέχεται την εμπειρία της πτώσεως ως «οικονομία», ως
κοινωνική πράξη, τότε ο κόσμος μένει αθεράπευτος. Τότε αναιρεί την αποστολή
της, ως αγωγή στην αγιότητα του Θεού (θέωσις) και δυσφημεί το Ευαγγέλιο.
Παραδείγματα:
-
Σε άρθρο του «Βήματος» (1975-1978) διαβάζουμε:
«Αν
η Ορθόδοξη Εκκλησία (όπως κάνει με συνέπεια η Καθολική) είχε μείνει αμετακίνητη
στην Ευαγγελική διακήρυξη ότι ο γάμος είναι αδιάλυτος (εκτός σε περίπτωση
μοιχείας), θα ήταν ίσως δυνατό να δικαιολογήσει και τη σημερινή προσκόλλησή της
στο δόγμα αυτό. Αφού, όμως, επί αιώνες έχει εγκαταλείψει το Ευαγγέλιο, έχει
συμβιβαστεί με την Πολιτεία και, ύστερα από παζάρια, αναγνωρίζει το διαζύγιο για
πολλούς και διαφόρους λόγους, από πού αντλεί το δικαίωμά της να συνεχίζει
τα παζάρια και να αντιτάσσεται στη διάφορη νομοθετική διαμόρφωση των λόγων του
διαζυγίου;» (21-9-75 - Γιώργος Α. Κουμάντος).
-
Κάποιος γνωστός (οικουμενιστής) αρχιμανδρίτης των Αθηνών, σε συζήτησή μας στο
Άγιο Όρος, ενώπιον πολλών λαϊκών και μοναχών, τόνισε:
«Όταν
δύο νέοι έχουν ειλικρινή – αληθινή αγάπη με σκοπό τον γάμο, τότε οι προγαμιαίες
σχέσεις δεν είναι αμαρτία».
Είδατε
Σεβασμιώτατε, που οδηγεί η απατηλότητα της «οικονομίας» πέρα από το Ευαγγέλιο
και την διαχρονική διδασκαλία των αγίων Πατέρων; Οδηγεί στην σχετικοποίηση της
αλήθειας του Θεού.
Στο
«ταμείον Ορθοδοξίας» σελ. 64, διαβάζουμε:
«Οι
Αρχιερείς ναι έλαβον εξουσίαν αμαρτίας λύειν, όχι όμως εντολάς του Θεού και
άλλας νομοθεσίας· ει γαρ εις εδέσμει, ο δε έτερος έλυε, τέλος ουκ ήν».
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου