ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΕΛΕΝΤΗΣ
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΜΟΧΘΗΡΙΑ.
"TO ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ".
Ευωδιαζουν τα λειψανα του.
Ο ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΑΛΚΙΔΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΜΟΧΘΗΡΙΑ.
"TO ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ".
Ευωδιαζουν τα λειψανα του.
Φέτος συμπληρώνονται
40 χρόνια από την οσία κοίμηση του ενάρετου μακαριστού Μητροπολίτου Χαλκίδας Νικολάου Σελέντη. Η
επίγεια ζωή του υπήρξε σύντομη. Κοιμήθηκε σε ηλικία
44 ετών. Η αρχιερατική του
διακονία κράτησε λίγο – μόλις 6 έτη – αλλ’ άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα της
προσωπικότητάς του. Γεύθηκε την αδικία και την κακία του δικτάτορα
της Εκκλησίας Σεραφείμ Τίκα που τον εκθρόνισε μαζί με άλλους 11 αγίους συνεπισκόπους,
χωρίς να τους απαγγείλει κατηγορία, ν’ ακούσει την απολογία τους, να οργανώσει έντιμη
δίκη. Με μόνο στοιχείο τις Συντακτικές Πράξεις (3+7) της δικτατορίας – όνειδος του εικοστού αιώνα – τους απομάκρυνε τοποθετώντας στη θέση τους κόλακες του περιβάλλοντός του, πρόθυμους να συμμορφώνονται
στις Σεραφειμικές προσταγές.
Ο Χαλκίδος Νικόλαος ήταν μια καθαρή απεικόνιση της πραότητας. Διάφανο κρύσταλλο
της εγκράτειας. Υπόδειγμα πίστης και ανυστερόβουλης αφοσίωσης. Φτωχός σε υλικά
αγαθά αλλά πλούσιος σε έργα θυσίας. Ήταν
δοσμένος ολοκληρωτικά στο Θεό και συνεπαρμένος από την ποιμαντική φροντίδα για
το λαό του Θεού.
Γεννήθηκε στην Τήνο το 1931. Μεγάλωσε
στην αυλή της Παναγίας. Είχε ιδιαίτερη ευλάβεια στη μητέρα του Κυρίου από τα νεανικά του χρόνια, γι’ αυτό και τον ονόμασαν
«Παιδί της Παναγίας». Είχε έμφυτο ιερατικό
πόθο. Έδινε μάχες, με το θηρίο της φιλαυτίας και ήταν ασυμβίβαστος με το κακό και την
αμαρτία. Φρόντιζε να φυλάει τα τέσσερα βασικά στοιχεία στην καθημερινή του πάλη: τον
φόβο της Κρίσης του Θεού, το μίσος προς
την αμαρτία, την αγάπη προς την αρετή και
την αδιάκοπη προσευχή.
Η χειροτονία του και στους τρεις βαθμούς
της ιερωσύνης ήταν μια πραγματική μυσταγωγία. Στο ημερολόγιό του γράφει για την
χειροτονία του σε διάκονο: «Η συγκίνησίς μου
ήταν πολύ μεγάλη. Όλο το εκκλησίασμα μετείχε της συγκινήσεώς μου. Προσευχήθηκαν όλοι
εκ καρδίας. Τι ήταν αυτό, Κύριε, σήμερον; Πόθεν
μοι τούτο, Φιλάνθρωπε Χριστέ; Όταν σε κρατούσα μέσα στην παλάμη μου, Εσένα, που κρατείς το
σύμπαν, τα έχασα. Κύριε, ψιθύριζα, βοήθησέ με να
εννοήσω, όσο είναι δυνατόν, το μεγαλείο της στιγμής… Βάψε, λούσε την ψυχήν του αναξίου Σου διακόνου Νικολάου».
Η χειροτονία του σε πρεσβύτερο έγινε
στις 22 Σεπτεμβρίου 1963 από τον μητροπολίτη Φαναριοφαρσάλων κ. Κύριλλο στο μητροπολιτικό ναό της Καρδίτσας Αγ. Κων/νου
και Ελένης, την περιγραφή της οποίας κάνει
ο μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ: «Άμα τη
αποθέσει των Τιμίων Δώρων ο Διάκονος Νικόλαος
συγκλονισμένος από δυνατά ιερά συναισθήματα
και άφθονα δάκρυα προσφεύγει γονατιστός στην
αγία εικόνα της Θεομήτορος, μπροστά στο ι. τέμπλο. Ο πιστός λαός δονείται
από τη συγκίνηση και στο θέαμα αυτό ο Επίσκοπος Κύριλλος, ο οποίος εξήλθε εν τω μεταξύ στην Ωραία Πύλη για την
έναρξη του Μυστηρίου, περίδακρυς επανέρχεται μέσα στο
Άγιο Βήμα, μη δυνάμενος να
προχωρήση. Μεσολαβούν συνταρακτικές στιγμές δακρύων
και μυσταγωγικής σιγής και
όταν τελειούται το Ιερό Μυστήριο, κλονίζουν συθέμελα τον Μητροπολιτικό Ναό
των Αγίων Κων/νου και Ελένης τα ολοκάρδια επιφωνήματα “Άξιος! Άξιος!”». Ο δε νεοχειροτονηθείς Νικόλαος αποτυπώνοντας έντονα τα βιώματά του γράφει: «… Τί είναι αλήθεια κι αυτό
το μυστήριο του Θεού! Μυστήριο! Τί να ειπής; Τί
να σκεφθής; Ανυπόδητοι μόνο και με λυμένα τα
αμαρτήματα να τον πλησιάζωμε. Θεέ μου, πόσο
με αγαπάς… Δεν το αξίζω. Συ γνωρίζεις τα βάθη
μας. Σε ευχαριστώ, Κύριε, συγκινούμαι τώρα που
Σου κουβεντιάζω…».
Στις 19 Νοεμβρίου 1968 η Αριστείδην Σύνοδος τον εκλέγει επίσκοπο για την Μητρόπολη Χαλκίδας (ο Χαλκίδος Γρηγόριος είχε
παρατηθεί λόγω ορίου ηλικίας). Η χειροτονία του έγινε από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στο Ναό της Μεγαλόχαρης της Τήνου,
στις 24 Νοεμβρίου του 1968 και η ενθρόνισή του στις 8 Δεκεμβρίου 1968.
Από το ημερολόγιό του συλλέγουμε τις
πρώτες γραμμές. «… Έχω τρεις μήνες Επίσκοπος. Πώς αισθάνομαι; Μα πώς αλλιώς, παρά σαν
ένας μικρός εσταυρωμένος. Πόσο πλανώνται όταν
μιλούν για θρόνο. Τι θρόνος είναι αυτός, που οι ευθύνες τον κάνουν ηλεκτρική καρέκλα; Δεν ησυχάζω ούτε στιγμή. Θέματα-ζητήματα φορτίζουν την
ψυχήν μου συνεχώς. Ο κόπος πολύς και ο δρόμος
τραχύς. Θα αντέξω; Ό,τι θέλει ο Κύριος…».
Πρώτος πνευματικός, που τον χειραγώγησε πνευματικά στα πρώτα βήματά του ήταν
ο νέος όσιος της εκκλησίας μας π. Φιλόθεος Ζερβάκος. Στην Καρδίτσα, που έγινε Πρεσβύτερος, συνδέθηκε με τον παπα-Δημήτριο
Γκαγκαστάθη. Στο Άγιο Όρος γνώρισε τον
πατέρα Παΐσιο, με τον οποίο είχε πνευματικό σύνδεσμο και αλληλογραφία, και τον
Ρώσο παπα-Τύχωνα που έγραψε και βιβλίο.
Τον πρώτο καιρό, μετά την κοίμησή του, μια
ομάδα Χριστιανών Φοιτητών πήγε στο Άγιο
Όρος και επισκεπτόμενη τον Γέροντα Παΐσιο
τον ρώτησε ποια είναι η γνώμη του για τον
αοίδιμο Χαλκίδος Νικόλαο, λαμβάνοντας την
απάντηση: «Δεν είναι για τα (πνευματικά) μέτρα
σας, παιδιά μου, να σας πω για την πνευματική
κατάσταση μέσα στην οποία ζη τώρα η ψυχή του
αειμνήστου Νικολάου».
Ασκητής στην προσωπική
του ζωή, πλούσιος στην προσφορά. Πηγαίνοντας στην
Χαλκίδα, βρήκε στο Μητροπολιτικό οίκημα τον υπέργηρο προκάτοχό του μητροπολίτη Γρηγόριο, τον αγκάλιασε και τον περιέβαλε με αισθήματα αγάπης και σεβασμού. Τον τίμησε σαν Πατέρα του. Τον άφησε να μείνει
στο Μητροπολιτικό Μέγαρο
και ο ίδιος νοίκιασε ένα μικρό
σπίτι για δική του κατοικία.
Ο ίδιος τον επισκεπτόταν
και τον διακονούσε σαν παιδί του και σαν διάκονό του.
Ο γέροντας Επίσκοπος
συγκινημένος που έβλεπε
τον διάδοχό του να είναι ταπεινά ζωσμένος και να τον διακονή (πλύσιμο, καθαριότητα, κοπή νυχιών, κ.α.) τον ευχαριστούσε: «Να
έχεις την ευχή μου από τα βάθη της καρδιάς μου».
Τα έργα, που πραγματοποίησε στα λίγα
χρόνια της ποιμαντορίας του, μένουν αδιάψευστοι μάρτυρες των οραματισμών και του
μόχθου του. Ολόκληρη αλυσίδα τα ιδρύματα που θεμελίωσε και ολοκλήρωσε. Αυτά είναι: Ορφανοτροφείο Θηλέων, Οικοτροφείον αρρένων, Γηροκομείο, Δημοτικό Σχολείο
(του Ορφανοτροφείου αρρένων) σπίτια Γαλήνης, Κέντρα νεότητας. Συμπαραστάθηκε επίσης οικονομικά και πνευματικά σε νέους (σπουδαστές – φοιτητές) σε ορφανά, φυλακισμένους, υπερήλικες. Χάρις στην ακοίμητη μέριμνά
του κτίσθηκαν και λειτούργησαν εκκλησίες. Ως φιλομόναχος επίσκοπος ο ίδιος
συνετέλεσε στο να ζωογονηθούν και ανασυσταθούν
οκτώ μοναστήρια στη Μητρόπολή του.
Υπό το βάρος των μεγάλων υποχρεώσεων έγραφε: «Αυτό το αξίωμα
είναι ένα μεγάλο βάρος. Μερικοί νομίζουν ότι θα
χαίρωμαι. Πόσο πλανώνται! Το μόνο που με ξεκουράζει είναι ότι έτσι το ήθελε ο Κύριος. Να σταυρωθώμεν αυτώ, ίνα συναναστηθώμεν».
Οι κοινωνικές πρωτοβουλίες που απετόλμησε, τάραξαν τη ραστώνη του κατεστημένου και έφεραν σε δύσκολη θέση την Εξουσία.
Το μεγάλο έργο του το ανέκοψε ο φθόνος και η κακότητα του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ Τίκα που είχε ορκιστεί στην “ποιμαντορία του” να διώξει τους αγίους επισκόπους
και να τους αναπληρώση με πρόσωπα που
είχαν χονδρούς φακέλους! Έτσι και με την
βοήθεια του φίλου του, δικτάτορα Ιωαννίδη,
έσπρωξε βίαια τον σεμνό επίσκοπο Νικόλαο
έξω από τον επισκοπικό θρόνο, χωρίς καμία
Κανονική διαδικασία.
Το πρόβλημα το αντιμετώπισε με ηρεμία
και ακακία λέγοντας: «Τινές νομίζουν ότι η αντίδρασις είναι για να μη χαθούν οι θέσεις. Ταλαίπωροι! Το αντικανονικό με καίει. Πληρώνονται όσοι
στηρίζονται στον Καίσαρα…». Και αργότερα
με πόνο έγραφε: «Τα της Ελλαδικής Εκκλησίας
όχι απλώς είναι μια θλίψις, αλλά μια κατάθλιψις…
Βεβαίως υπάρχει η μέθοδος και είναι πολύ παλαιά… “αεί προς τους κρατούντας αποκλίνειν…”.
Είναι όμως μια τακτική, η οποία δεν είναι στα μέτρα μου… Επίορκος ποτέ δεν θα είμαι… Εάν σιωπήσωμεν, τότε εγκαθιδρύομεν ένα Παπισμόν εις
την Ανατολήν…».
Λίγους μήνες μετά την αποχώρησή του
από την Μητρόπολη Χαλκίδας έμπαινε στη
σκιά και στον πόνο της επώδυνης αρρώστιας
του. Το αντιμετώπισε με τη δύναμη και την
ελπίδα του πιστού, αγιοπρεπώς. «Στήλωνε
τα μάτια ψηλά στην εικόνα του Κυρίου που
ήταν στο θάλαμό του κι έλεγε απ’ τα κατάβαθα της καρδιάς του: “Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου,
για την τιμή που μου έκανες” και συμπλήρωνε:
“Ο Κύριος που με εδόξασε πάνω στη γη, πρέπει
τώρα να με δοκιμάση”».
Την 19 Ιανουαρίου 1975 ημέρα Κυριακή,
φτερούγησε ο Χριστοφόρος Επίσκοπος Χαλκίδος κυρός Νικόλαος στη
Βασιλεία του Θεού. Η είδηση του θανάτου του σήμανε συναγερμό. Η Εύβοια
ολόκληρη μαζεύτηκε στην
πόλι του Ευρίπου για να
ασπαστεί το χέρι του, να
δεχθεί την τελευταία ευλογία του και να προσευχηθεί για την ανάπαυση της
ψυχής του.
Δύο μέρες κράτησε το
προσκύνημα. Συγκλονιστική είναι η περιγραφή της
υποδοχής του σεπτού λειψάνου του στη Χαλκίδα:
«… Χιλιάδες άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, γέροι και
νιοί, παιδιά πλάι στις μανάδες και μωρά γερμένα στους
κόρφους τους, παπάδες και
καλόγεροι, παρθένες απ’ τα
Μοναστήρια, ένας πονεμένος
λαός, μαζωμένος μπροστά σε μια γέφυρα, περίμενε να’ρθή ένας… έρχεται… ακούστηκε και το ρίγος έγινε τρεμούλα, έγινε λυγμός, δάκρυα και αναφιλητά, έγινε μουντή βουή θρήνων… Ένας λαός
κρέμονταν και πορεύονταν πίσω απ’ αυτόν που
ήρθε… Στη μέση της Εκκλησίας του Αγίου Νικολάου ήταν τώρα… Ώρες περνούν. Απ’ το δείλι ως
τα μεσάνυχτα. Και φιλούνε και κλαίνε. Κι αποτραβιούνται τσακισμένοι. Κι έρχονται άλλοι και φιλούνε τα πόδια, τα χέρια, το μέτωπο και κλαίνε… Μεσημέριασε και έρχονται και περνούνε και φιλούνε... Τόση αγάπη. Πόση θα είχε δώσει αυτός! Σε
πόσους!... Μυριάδες φιλιά: μανάδων ζεστά, παιδιών αθώα, παπάδων ιερά, καλογέρων αγιασμένα,
παρθένων κρινομύριστα, γερόντων τρεμάμενα…
… Στους ώμους τον σηκώνουν οι ρασοφόροι…
Αργά-αργά πορεύονται και ψέλνουνε και κλαίνε,
κι από τα σπίτια τα ψηλά δάφνης κλαδιά πετούνε.
Και πάνε… βγήκαν από την πόλι. Πάνε… Χωριά
περνάνε. Θυμίαμα και κεριά, κλάματα και σταυροκοπήματα ολούθε αγροικάνε και οι καμπάνες
των χωριών λυπητερά χτυπάνε…».
Η απέραντη λιτανεία χιλιάδων αυτοκινήτων
οδήγησαν το σεπτό λείψανο του αγαπημένου Ιεράρχη στον αυλόγυρο της Μονής του
αγίου Νικολάου Άνω Βάθειας, απ’ όπου, εν
αναπαύσει ευρισκόμενο, ευλογεί το πονεμένο πλήρωμα της Μητρόπολής του.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Η προσευχή – έλεγε – είναι η συνομιλία του
ανθρώπου με τον Θεό. Ο μεν άνθρωπος μιλάει με λόγια, ο δε Θεός ανταποκρίνεται, παρέχοντας άφθονα και πλούσια πνευματικά και
υλικά αγαθά που έχει ανάγκη ο άνθρωπος.
Στο βιβλίο «Ξέσπασμα της καρδιάς μου»
μας αναφέρει πώς έμαθε να προσεύχεται από
μία απλή γυναίκα:
«Μ’ έμαθε να προσεύχωμαι κατανυκτικά
και με δάκρυα μία απλή γυναικούλα, που κατοικούσε στο Πέραμα Πειραιώς και την αποκαλούσαν περιφρονητικά όχι με τα’ όνομά
της, αλλά με το παρατσούκλι “η Αυγουλού”,
γιατί πούλαγε φρέσκα αυγά, να εξοικονομήση τον “άρτον τον επιούσιον”.
Ως περιοδεύων πέρασα μια μέρα απ’ το
φτωχικό της σπίτι, για να εισπράξω μια συνδρομή για το περιοδικό ΖΩΗ. Η ίδια απουσίαζε και βρισκόταν εκεί το παιδί της, που διήρχετο την εφηβεία. Έκαιγε το καντήλι στο
εικονοστάσι κι έκανα στο παιδί την πρότασι
αν ήθελε μέχρι να έλθη η μητέρα του να προσευχηθούμε λιγάκι. Κάπως αδιάφορα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και είπε ας
προσευχηθούμε. Όταν τελειώσαμε την προσευχή, μου λέει κάπως χαριτολογώντας, Α,
εσύ δεν ξέρεις να προσευχηθής! Εγώ
κατεπλάγην απ’ την τολμηρή αυτή παρατήρησι και τον παρακάλεσα να μου εξηγήση,
πώς κατά τη γνώμη του πρέπει να προσεύχεται ένας Ορθόδοξος Χριστιανός; Εγώ, κύριε, μου λέει, δεν ξέρω Θεολογία, αλλά βλέπω το παράδειγμα της μητέρας μου, που
όταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχώς “Κύριε Ελέησον”, πέφτει συνεχώς σε μετάνοιες,
κτυπάει το στήθος της και τρέχουν ποτάμι
τα δάκρυά της!
Μετά απ’ αυτή την αφήγησι, μεγάλωσε η επιθυμία μου να γνωρίσω αυτή την
υπέροχη γυναίκα και να διδαχθώ κάτι απ’
τη χαρισματική προσευχή της.
Εκείνη τη μέρα δεν ήλθε κι αποχώρησα.
Μια άλλη μέρα πέρασα να τη συναντήσω
και βρέθηκα μπροστά σε μια συγκλονιστική σκηνή προσευχόμενου ανθρώπου. Ο άνδρας της, όπως έμαθα, ήταν ένας μέθυσος
κι αχαΐρευτος, που της έπαιρνε ό,τι οικονομούσε απ’ τα αυγά και μπεκρόπινε. Εκείνη
τη μέρα κατά την οποία πήγα, απ’ το μεθύσι
του την είχε ξυλοκοπήσει, της είχε πάρει τα
χρήματα και της είχε πετάξει την Καινή Διαθήκη μέσα στο πηγάδι! Εγώ δε, τη βρήκα γονατιστή στο πηγάδι να προσεύχεται και να λέει: Χριστέ μου και Παναγία
μου Μεγαλόχαρη, το βιβλίο με τα ιερά γράμματα, το οποίο έριξε ο άνδρας μου στο πηγάδι δεν το έκανε από ασέβεια, αλλά ήταν
μεθυσμένος.
Κάνε Παναγία μου τα ιερά αυτά Γράμματα, που θα λειώσουν και θα γίνουν ένα με το
νερό, να τα πιή ο άνδρας μου, να μετανοήση,
να εξομολογηθή και να σωθή, να μην πάη
στην κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ο κόσμος με έχει για καλή, ενώ εγώ η τρισάθλια
έχω πολλά αθεράπευτα πάθη κι αμαρτίες!»
Ο πατήρ Γεώργιος Καψάνης, ηγούμενος
της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου Αρμά
κοντά στα Φύλλα της Χαλκίδος (την εποχή του
Χαλκίδος Νικολάου) και μετέπειτα καθηγούμενος του Μοναστηρίου Αγ. Γρηγορίου του Αγίου Όρους, μας μεταφέρει μερικά περιστατικά:
«Ο μακαριστός Νικόλαος – γράφει – επρόσεχε
πολύ να μη επηρεασθή από την δόξα του κόσμου.
Κάθε βράδυ προσηύχετο γονατιστός και μετά δακρύων στο υπνοδωμάτιο του δίπλα σε μία κάρα.
Την κάρα αυτή εζήτησε από την Ηγουμένη, όταν
για πρώτη φορά επισκέφθη την Ιερά Μονή αγίου
Νικολάου Βάθειας. Όταν, κληρικός του περιβάλλοντός του, που επληροφορήθη από την μητέρα
του επισκόπου το γεγονός, τον ηρώτησε, για ποιο
λόγο κάθε βράδυ κλαίει μπροστά στη κάρα απήντησε: “Έχει πολλή δόξα το αρχιερατικό αξίωμα”!
Προσηύχετο για να τον φυλάξη ο Θεός άτρωτο από
την ματαιοδοξία.
Ας λεχθή και αυτό, ότι δεν έδιδε σημασία στα
πολυτελή άμφια. Ήταν σε όλα λιτός και μέτριος…
Σιωπηλός, προσευχόμενος, όλος δοσμένος στον
Θεό, πονεμένος αλλά και εν Χριστώ αναπαυόμενος, ιερουργούσε την άχραντο ιερουργία…
Όταν, αργότερα, τον επισκέφθηκα ασθενούντα
σοβαρά σε συγγενικό του σπίτι στην Αθήνα, μου
είπε: “Τα πάθη μας πταίουν για όλα”. Ουδένα κατηγόρησε. Είναι αξιομνημόνευτος και η πτωχεία
του, οφειλομένη στην ελεημοσύνη του. Όσοι έζησαν κοντά του, πολλά έχουν να διηγηθούν γι’ αυτήν. Ενθυμούμαι ότι φορούσε ένα μπαλωμένο ζωστικό – εσώρασο –. Έκανα την σκέψι ότι θα είχε και
καλό. Το ίδιο όμως ζωστικό φορούσε και κατά τις
μεγάλες εορτές. Προφανώς δεν είχε άλλο».
Αυτός ήταν ο μαρτυρικός επίσκοπος Χαλκίδος κυρός Νικόλαος Σελέντης, που μετά την
κοίμηση και την ανακομιδή των λειψάνων του
ακολούθησαν πολλά θαυμαστά (συγκεκριμένα) σημεία τα οποία η αγαθότητα του Θεού θα
αποκαλύψει όταν κρίνει το χρόνο κατάλληλο.
Ας είναι αιωνία του η μνήμη
και να πρεσβεύει για το πλήρωμα
της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Υ.Γ.
Το περισσότερο υλικό το συλλέξαμε από
το βιβλίο «ΜΙΑ ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΜΟΡΦΗ» του
επισκόπου Σεραφείμ Στεργιούλη Μητρ.
Κυθήρων που κυκλοφορεί
από τις εκδόσεις «ΤΗΝΟΣ»
το αρθρο δημοσιευθηκε στον ΑΓΩΝΑ Λαρισης τον Ιανουαριο του 2015
Αιωνία του η μνήμη!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε.
ΑπάντησηΔιαγραφή