H ΟΥΝΙΑ
Η λέξη Ουνία είναι πολωνική με
λατινική ρίζα και σημαίνει Ένωση και κάθε ένας που ανήκει στην Ουνία λέγεται
Ουνίτης ή Ελληνοκαθολικός. Χρησιμοποιήθηκε από την ΡΚαθολική «εκκλησία», για να
δηλώσει κυρίως τους Ορθόδοξους εκείνους, οι οποίοι αναγνώρισαν το πρωτείο του
Πάπα στην Εκκλησία και έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με την ΡΚαθολική
«εκκλησία». Είναι μια από τις κακοδοξίες του Παπισμού και μάλιστα η πιο ύπουλη
και θεωρείται ο δούρειος ίππος του Παπισμού. Είναι η πραγμάτωση του πρωτείου
εξουσίας του Πάπα σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Η επιδίωξη αυτή ξεκινάει ήδη από
τον 1ο αιώνα και κορυφώνεται τον 5ο και 6ο
αιώνα συχνά με την ανοχή της Εκκλησίας. Η επιδίωξη αυτή εντάθηκε μετά το Σχίσμα
του 1054 και ειδικά στη σύνοδο του Λατερανού το 1215 και στην παπική βούλα του
Πάπα Ιννοκέντιου Δ΄ και εφαρμόστηκε δυναστικά σε όλες τις φραγκοκρατούμενες
περιοχές της περιόδου των Σταυροφοριών (12ος-14ος
αιώνας). Η επίσημη όμως εφαρμογή της Ουνίας γίνεται μετά την «ενωτική» σύνοδο
Φλωρεντίας του 1439, όπου δημιουργήθηκε η ομάδα εκείνη των «Ορθοδόξων», που
δέχτηκαν το πρωτείο εξουσίας του Πάπα Ρώμης σ’ ολόκληρη την Εκκλησία. Τότε
δημιουργήθηκε μια οργανωμένη λατινική προπαγάνδα, σύμφωνα με την οποίαν οι
Ορθόδοξοι που προσχωρούσαν στην Ουνία μπορούσαν να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητα
των παραδοσιακών τους στοιχείων στην οργάνωση, στη θεία λατρεία, στα έθιμα και
στην πνευματικότητα.
Ήδη, κατά τη σύνοδο της Φλωρεντίας
πραγματοποιήθηκαν διμερείς συμφωνίες της ΡΚαθολικής «εκκλησίας» με τους
Μαρωνίτες του Λιβάνου, με αποσχισμένες ομάδες από τις προχαλκηδόνιες
«εκκλησίες» (Συροϊακωβίτικη, Κοπτική, Αρμενική), με τους Νεστοριανούς του Ιράκ
και των Ινδιών, με τους Χαλδαίους και άλλες ομάδες του χριστιανισμού της
Ανατολής.
Η Ουνία άρχισε να παίρνει σάρκα και
οστά στην Πολωνία ήδη από το 1587 και ειδικά μετά την ουνίτικη σύνοδο της
Βρέστης (Brest-Litovsk) του 1596, οπότε έγινε αυτή το σύμβολο
του αγώνα της Ουνίας να εξουδετερώσει με βίαιους και απαράδεκτους τρόπους την
Ορθόδοξη ιεραρχία σε όλες τις ελεγχόμενες από το Πολωνο-Λιθουανικό βασίλειο
ρωσικές περιοχές, η δε Ακαδημία του Κιέβου έγινε κέντρο της ουνίτικης
θεολογικής προπαγάνδας στη Ρωσία κατά τον 17ο αιώνα. Η ουνίτικη
δραστηριότητα επεκτάθηκε στη Μολδαβία με οδυνηρές συνέπειες για την Ορθοδοξία
στην ευρύτερη περιοχή, καθώς επίσης και στη Λιθουανία και τη δυτική Ουκρανία,
ενώ από τον 18ο αιώνα υπήρξε επέκταση στη Συρία, Παλαιστίνη και
Αίγυπτο μεταξύ των Ορθοδόξων και των προχαλκηδόνιων «εκκλησιών» με συνέπεια την
οργάνωση μικρών ουνίτικων «εκκλησιών».
Για τη συστηματικότερη ενεργοποίησή
της, το 1622 εντάχθηκε στη διαβόητη Προπαγάνδα της Πίστεως (Propaganda Fidei), τον πρώτο στην ανθρώπινη ιστορία
μηχανισμό ιδεολογικής προπαγάνδας και μεθοδικής «πλύσης εγκεφάλου» των μαζών.
Η εποπτεία και προώθηση της Ουνίας
ανατέθηκε στους Ιησουίτες μοναχούς. Αυτοί, πιστοί στο δόγμα τους «ο σκοπός
αγιάζει τα μέσα», εργάζονταν με ανένδοτο πείσμα, αναπτύσσοντας μια παροιμιώδη
για τη δολιότητά της δράση: εκμεταλλεύονταν την ανέχεια εμπερίστατων ορθοδόξων
πληθυσμών και ασκούσαν φιλανθρωπικό έργο, δημιουργούσαν αντιθέσεις και
φανατισμούς, προσεταιρίζονταν δυσαρεστημένους ή φιλόδοξους κληρικούς,
εξαγόραζαν συνειδήσεις κ.ά. αναφέρονται δε δυο παραδείγματα των ουνίτικων
μεθοδεύσεων:
α/ Το 1577 ιδρύεται στη Ρώμη το
Ελληνικό Κολλέγιο του αγίου Αθανασίου, για την προσφορά ανώτερης παιδείας στα
υπόδουλα Ελληνόπουλα. Οι απόφοιτοι του Κολλεγίου δηλώνουν υποταγή στον Πάπα
και, στη συνέχεια, εργάζονται στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, για τον εξουνιτισμό
των συμπατριωτών τους.
β/ Το 1596 (Σύνοδος του Μπρεστ), με
την ισχυρή επιρροή ιησουιτών μοναχών, ο βασιλιάς της Πολωνίας επιβάλλει με τη
βία την Ουνία στους ορθόδοξους Πολωνούς, Λιθουανούς και Ουκρανούς. Εκατομμύρια
Ορθοδόξων έγιναν Ουνίτες, ενώ όσοι αρνήθηκαν υπέστησαν πρωτοφανείς διώξεις. Η
Ουνίτικη Σύνοδος του Μπρεστ έγινε απαρχή απερίγραπτων δεινών για τους
Ορθοδόξους, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε αρκετές περιοχές (Ουκρανία,
Τσεχοσλοβακία, Ρουμανία, Μέση Ανατολή κ.ά.).
Η Ουνία προβλήθηκε από τον Παπισμό
ως μοντέλο ενώσεως των Χριστιανών. Οι Ορθόδοξοι λαοί, όμως, που γνώρισαν το
αληθινό της πρόσωπο, την απέκρουσαν με βδελυγμία, ενώ σύσσωμη η Ορθόδοξη
Εκκλησία την απέρριψε για τους εξής δυο λόγους:
α/ Δεν δικαιολογείται εκκλησιολογικά
η ύπαρξη των Ουνίτικων «εκκλησιών», γιατί, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν
ένα τμήμα της Παπικής «εκκλησίας», θέλουν να εμφανίζονται ως επιμέρους
Ανατολικές Εκκλησίες.
β/ Πρόκειται για ύπουλη και ανέντιμη
προσηλυτιστική μέθοδο, η οποία αποτελεί ένα Δούρειο Ίππο στα σπλάγχνα της
Ορθοδοξίας με σκοπό την άλωσή της. Γι’ αυτό και η Πατριαρχική Εγκύκλιος του
1838 χαρακτηρίζει την Ουνία «μέθοδο απόκρυφη και όργανο καταχθόνιο» και τους
Ουνίτες «προβατόσχημους λύκους, δόλιους και απατεώνες».
Το Βατικανό επιμένει πεισματικά να
ενισχύει και σήμερα την Ουνία. Κι αυτό γιατί η Ουνία αποδεικνύεται ο
ευκολότερος τρόπος προσηλυτισμού των Ορθοδόξων. Επίσης, παρέχει στον Παπισμό
μια ψευδαίσθηση καθολικότητας, αφού περιλαμβάνει στους κόλπους του Χριστιανούς,
σε Δύση και Ανατολή, που χρησιμοποιούν είτε τον ορθόδοξο είτε τον λατινικό
ρυθμό. Επιπλέον, διευκολύνει τη διεθνή πολιτική του Βατικανού και προωθεί τους
πολιτικοοικονομικούς του στόχους. Τέλος, οι Ουνίτες, επειδή κυριαρχούνται
νομοτελειακά από το σύνδρομο του γενιτσαρισμού, μισούν θανάσιμα τους πρώην
ομοπίστους τους και αναδεικνύονται οι φανατικότεροι υποστηρικτές του παπικού
θεσμού. Και αυτό, ιδιαίτερα σήμερα, το έχει ανάγκη ο Πάπας.
Αντίθετα, η Ορθόδοξη Εκκλησία
αγωνίστηκε με όλες της τις δυνάμεις και σε πολύ δύσκολους καιρούς (τουρκοκρατία
κ.λπ.) καταδίκασε με σειρά μεγάλων συνόδων (ως ανωτέρω), την αθέμιτη άσκηση
προσηλυτισμού σε βάρος των Ορθοδόξων και σκλήρυνε τη στάση της έναντι της
ΡΚαθολικής «εκκλησίας» προβάλλοντας τις αιρετικές της κακοδοξίες, για να
εμποδίσει την προσχώρηση των Ορθοδόξων στη λατινική Ουνία. Οι εξελίξεις αυτές
επηρέασαν σοβαρά τις σχέσεις Ορθοδοξίας και Παπισμού, ιδιαίτερα δε τον
διεξαγόμενο θεολογικό διάλογο μεταξύ των δυο. Εξ αυτού του λόγου, της ύπαρξης
της Ουνίας, εμποδίζεται η αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας μεταξύ
Ανατολής και Δύσης.
Πάντως, η πραγματικότητα, ανεξάρτητα
από τις επίσημες διακηρύξεις, είναι τελείως διαφορετική και δικαιολογεί την διατυπωθείσα
ρήση, ότι «η εκδυτικοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι σχεδόν συντελεσμένη».
Πράγματι, αν κάποιος βρεθεί σε Ορθόδοξο χώρο, θα διαπιστώσει τόσες πολλές
δυτικές επιδράσεις, ώστε, όταν γνωρίζει επακριβώς την Ορθόδοξη Πίστη και
Παράδοση, τότε θα αισθανθεί, ότι δεν βρίσκεται πραγματικά σε χώρο Ορθόδοξο,
αλλά σε χώρο ουνίτικο (π.χ. Σύρος, κ.λπ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου