Ἀναζητῶντας τὸ ἀρχαῖον κάλλος τῶν ἑορτῶν
Ἅγιο Δωδεκαήμερο 2018:
Πρὸς Ἐκκλησιασμόν λοιπόν, ἤ ὄχι;
«Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσι» (Ἀ. Παπαδιαμάντης, Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο)
Καθὼς πλησιάζει καὶ πάλι τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο, μιὰ περίεργη θλίψη ἔρχεται νὰ προστεθεῖ στὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας. Γιατὶ ὄντως ὅλοι μας, λίγο-πολύ, διαπιστώνουμε πὼς ἐπιχειρεῖται, χρόνο τὸ χρόνο, μιὰ πνευματικὴ καθίζηση, σκοπὸς τῆς ὁποίας εἶναι νὰ διασαλευτοῦν τὰ ὅσα ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια μᾶς ἄφησαν οἱ Πατέρες μας ὡς κληρονομιὰ πολύτιμη. Κι’ αὐτὸ φαίνεται στὴ συμπεριφορὰ τῶν νεοελλήνων ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ ζωή. Καὶ εἰδικά, ἀπέναντι στὴν ἴδια τὴ Γιορτή.
Ὅμως ἂς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Κάποτε, στὴν προβιομηχανικὴ λεγομένη ἐποχή, μέχρι τὰ τέλη περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἡ Ἐκκλησία ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Καὶ γιὰ νὰ τὸ διατυπώσω πιὸ ἁπλᾶ αὐτό, θυμίζω, πὼς δὲν ἐννοεῖτο νὰ μὴν ἐκκλησιαστεῖ κάποιος τὴ Νύχτα τῶν Χριστουγέννων, γιατὶ διαφορετικὰ δὲν καταλάβαινε ὅτι ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα. Μάλιστα, γιὰ νὰ εὐφρανθεῖ ὁ κάθε πιστός, ἔπρεπε νὰ προετοιμαστεῖ μέσα στὸ Σαρανταήμερο, νὰ νηστέψει δηλαδή, νὰ Κοινωνήσει, νὰ ἀναμένει τὴ Γιορτή, γιὰ νὰ νοιώσει ἐπιτέλους αὐτὸ τὸ Θάλπος ποὺ κομίζει. Τὴ θαλπωρή, δηλαδή, καὶ τὴ ζεστασιά συντροφευμένη πάντα μὲ τὴ σιγουριά καὶ τὴν κατάνυξη. Καὶ γιὰ νὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα αὐτό, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ σκύψουμε στὸν Παπαδιαμαντικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος καὶ προτάθηκε στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὸ ἀνόθευτο καί γνήσιο πνεῦμα τῆς Γιορτῆς. Καὶ δὲν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι στὰ χωριά, ἐκεῖ, δηλαδή, ποὺ κυριαρχοῦσε τὸ γνήσιο πνεῦμα τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν, πρόσεχαν πάρα πολὺ τὴ δίαιτά τους, ἀπέχοντας ἀπὸ τὸ κρέας καὶ γαλακτοτυροκομικά, καταλύοντας μονάχα ψάρι, ὄσπρια, ἐλιές, χόρτα καὶ ἄλλα νηστήσιμα. Καὶ τὸ πλέον σημαντικὸ εἶναι, πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαναν μὲ εὐχαρίστηση καὶ σεβασμὸ στὴν Παράδοση τῶν Πατέρων τους. Ἔτσι, ὅταν ἔφτανε ἡ μεγάλη Γιορτή ζοῦσαν πραγματικὰ ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρεται στὸ προσόμοιο τῶν Αἴνων: τὸ, «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη Χριστοῦ γεννηθέντος...». Κι ἡ εὐφροσύνη αὐτὴ συνεχιζόταν ὅλο τὸ Δωδεκαήμερο. Γιατὶ θεωροῦσαν τὶς μέρες αὐτὲς ἱερές, φωτεινὲς καὶ φορτισμένες μὲ πανηγυρικὸ πνεῦμα καὶ ἑόρτιο διάθεση.
Φυσικά, σήμερα, μὲ τὴν εἴσοδο τοῦ νέου τρόπου ζωῆς καὶ ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων, ἡ γιορτὴ αὐτὴ τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὑποστεῖ μιὰ ἀπίστευτη παραποίηση. Γιατὶ Χριστούγεννα θεωροῦνται οἱ στολισμοὶ τῶν σπιτιῶν, τῶν καταστημάτων καὶ τῶν δρόμων. Οἱ ὑπερβολικοὶ ἐξωτερικοὶ φωτισμοί –ὄχι οἱ ἐσωτερικοί– καὶ ἡ ἔντονη παρουσία τῶν λεγομέων «ρεβεγιόν» ἢ τῶν ἑορταστικῶν διακοπῶν. Ποὺ ὑποκαθιστοῦν τὸ πνεῦμα τῆς γιορτῆς χωρὶς ὡστόσο νὰ βιώνει ὁ σύγχρονος «πιστός», τό, «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστὸς» καί, γιατί.
Εἰλικρινὰ μιλῶ: Ὁ σημερινὸς πιστός, μὴ ἔχοντας σωστὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀγωγή καὶ μὴ γνωρίζοντας «πῶς δεῖ πορεύεσθαι», περιπολεῖ σὲ θάλασσες τοῦ αἰωνίου ἄγνωστες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμβιώνει κενὰ μηνύματα καὶ ἔναγχο βίο, ποὺ τελικὰ τὸν ἀποσυντονίζουν πλήρως. Γιατί, ὑπακούοντας σὲ ἐπιταγὲς καὶ σὲ κελεύσματα τῆς ἐποχῆς του, ἐν πολλοῖς ἄχρηστα, πασχίζει νὰ συντονιστεῖ μὲ αὐτά. Χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι μπερδεύεται περισσότερο, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ ὅλα ὅσα προσφέρει ἡ κατανάλωση καὶ ἡ ἀγορὰ δὲν εἶναι μήτε χρήσιμα, μήτε κι ἀναγκαῖα. Ἔτσι, τὴν παραμονὴ π.χ. τοῦ Ἁγίου Βασιλείου οἱ περισσότεροι ξενυχτοῦν περιμένοντας «νὰ γυρίσει» ὁ χρόνος. Νὰ φύγει δηλαδὴ ὁ παλιὸς(!) καὶ νὰ «ἔρθει ὁ νέος»!! Καὶ μετροῦν τὶς ὧρες, τὰ λεπτὰ, τὰ δευτερόλεπτα... Εἰς μάτην δηλαδή, γιατὶ τελικὰ στὴν οὐσία τίποτε δὲν ἀλλάζει, ἄν μέσα μας παραμένουμε οἱ ἴδιοι καὶ δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου δὲν εἶναι τελικὰ οἱ συμβατικοὶ ἀριθμοὶ ποὺ διαφοροποιοῦνται, ἀλλὰ ἡ διάθεση γιὰ προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Σωτηρίας, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνακαινίζει τὴν καθημερινότητά μας, ἄρα καὶ τὸν ἴδιο τὸ χρόνο.
Παλαιότερα οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι καὶ συνειδητοὶ πιστοὶ δὲν περίμεναν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν ἔλευση τοῦ νέου χρόνου ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε., ὅπως γίνεται σήμερα, ἀλλὰ περίμεναν νὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία, νὰ λειτουργηθοῦν, νὰ πάρουν τὸν Ἁγιασμὸ κ.λ.π. νὰ εὐχηθοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, γιὰ νὰ καταλάβουν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου. Φυσικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τὴ συνόδευαν πάντα καὶ κάποιες συναφεῖς ἐνέργειες, ὅπως ἡ ἀλλαγὴ τῶν ξύλων στὴ φωτιά (στὸ τζάκι) τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἡ εἴσοδος στὸ σπίτι, πρωΐ-πρωΐ, τοῦ φρέσκου νεροῦ καὶ τῆς εἰκόνας, τὸ κόψιμο τῆς κουλούρας τῆς ἁγιοβασιλιάτικης στὸ τραπέζι, ἀφοῦ προηγουμένως τὴ σταύρωναν κ.ἄ ἀκόμη.
Σήμερα, ἀπὸ τὰ παραπάνω, πολὺ ἐλάχιστα διατηροῦνται, γιατὶ ὁ σύγχρονος καὶ σαρωτικὸς τρόπος ζωῆς δὲν ἐπιτρέπει τέτοιου εἴδους συμπεριφορές, ἐπειδὴ θεωροῦνται παρωχημένες ἕως φαιδρὲς ἀπὸ πολλούς. Μόνο πού, ἀντὶ νὰ εἶναι παρωχημένη ὅλη αὐτὴ ἡ ἐθιμικὴ πρακτικὴ καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος βιώσεως τῆς Γιορτῆς, καταντᾶ παρῳδία, ὅ,τι τὸ ἀντίθετο. Αὐτό, δηλαδή, ποὺ προωθεῖ τὸ ψυχρὸ marketing, τὸ ὁποῖο δὲ νοιάζεται γιὰ νὰ ἀναπαύει καὶ νὰ εἰρηνεύει τὶς ψυχές, ἀλλὰ νὰ τὶς σκοτίζει μὲ ἔγνοιες καὶ πολὺ περισσότερο μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ ἀπανθρωπία: τὰ θεμέλια τοῦ κέρδους δηλαδή.
Αὐτὴ ἡ θλίψη κατέχει, λοιπόν, τὸν κάθε πιστό, ποὺ ἀγναντεύει τὸν συνάθρωπό του νὰ ἀναζητᾶ τρόπους ἑορτασμοῦ τοῦ Δωδεκαημέρου. Χωρὶς φυσικὰ νὰ γιορτάζει, δίχως νὰ γνωρίζει καλὰ καλὰ τὶ εἶναι καὶ πῶς νοηματοδοτεῖ τὴ ζωή του ἡ πάντιμος αὐτὴ ἑόρτιος παρένθεση τοῦ βίου. Ἀπὸ τὶς κορυφαῖες, μάλιστα....
Σκόπελος π. Κωνσταντῖνος Ν. Καλλιανός
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Τεῦχος 196
Δεκέμβριος 2018
Μά, οἱ πολλοί, ὅλοι μας μᾶλλον σὲ ἐλάχιστο ἢ σὲ μεγαλύτερο μέτρο ὁ καθένας, δὲν ξέρουμε τί ἑορτάζουμε, πλέον. Τὰ Χριστούγεννα κατάντησαν Χριστούγεννα χωρὶς Χριστὸ καὶ μετατράπηκαν σὲ γιορτὴ τῆς κοιλιᾶς, τῶν ταξιδίων, τῶν ρεβεγιόν, τῶν ἁμαρτωλῶν διασκεδάσεων, τῆς τσίκνας καὶ τῆς οἰνοποσίας. Αὐτὰ ὅμως, εἶναι, ἂς ποῦμε, σαρκικές καὶ ψυχικές κατὰ φύσιν ὑπερβολὲς ἢ/καὶ παρεκτροπές. Δὲν μᾶς ἐνοχλεῖ ὅμως νὰ στολίσουμε καὶ τὸ εἱδωλολατρικὸ δεντράκι, πού, οὐδεμία σχέση ἔχει μὲ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἀπεναντίας προέρχεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα εἰδωλολατρικὰ δρώμενα τῶν δρυΐδων, ἀρκετοὶ συμμετέχουμε παραμονὲς Χριστουγέννων σὲ φωτιές καὶ κλαδαριές, πού, ὄχι ἐμεῖς ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ ὑποστηρικτές τους ἢ οἱ ἐπαΐοντες, λένε πὼς ἀναβιώνουν ἀρχαῖες πυρολατρικὲς εἰδωλολατρικὲς τελετές, μεταμφιεσθεῖσες σὲ πυρὲς τῶν ποιμένων, καίτοι δὲν ὑπάρχει κάποια πληροφόρησι ὅτι οἱ ποιμένες τῆς Βηθλεέμ, νύχτα πιθανοῦ καύσωνα, ἄναβαν φωτιές. Ἄλλοι, Χριστουγεννιάτικα, ἀντὶ εὐλαβοῦς παροτρύνσεως σὲ μετάνοια, μεταμφιεζόμεθα σὲ μωμόγερους (ἁμαρτωλούς, ἔχοντας μῶμον γέρους) καί σὲ γυναῖκες μωμονεάνιδας καί νομίζουμε πώς ἑορτάζουμε Χριστιανικά, τηρῶντας τίς ἀρχαῖες παραδόσεις. Τότε, γιατί ἦρθε ὁ Χριστός, ἂν ὄχι γιὰ νὰ καραργήσῃ κάποιες εἰδωλολατρικές τελετουργίες ἢ συνήθειες; Ἀσυμβίβαστες, ἀδελφοί!. Μά, τίς εἰσάγουμε καὶ στὴ λαϊκή λατρεία... πόσα καὶ πόσα! Προβληματιστήκαμε σχετικά καὶ σὲ ἄλλο σχόλιο. Πόσοι ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς ποὐ ἑορτάζουμε τὴ μνήμη τοῦ λιτοδίαιτου, μεσῆλικος (ἑκοιμήθη 49 ἐτῶν) μαυρομάλλη καὶ μαυρογένη ἱεράρχου ἁγίου Βασιλείου, ἀποποιούμεθα στιγμιαίως ἢ πλήρως τῆς ἀληθινῆς μνήμης τοῦ ἁγίου, μετατρέποντάς την σὲ ἑορτασμό ἀσπρομάλλη στρουμπουλοῦ "ἁγίου Βασιλείου" τῶν ἀναψυκτικῶν, τῆς οἰνοποσίας, τῆς χαζομάρας (χό χό χό), μᾶλλον τοῦ δῆθεν ἁγίου Νικολάου -Σάντα Νικόλαους - Σάντα Κλάους- μὲ τὰ δῶρα στίς κάλτσες, τὸ ἱπτάμενο ἔλκηθρο, τοὺς ταράνδους, ὁ ὁποῖος, ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο, ἁκόμα καὶ στὴ δική μας ναυτικὴ παράδοσι, τῶν Χριστιανῶν, ἄν τὸ ἑρευνήσῃ κάποιος, ἀπέκτησε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ποσειδῶνος, ὁμωνύμου κατὰ τὴν εἱδωλολατρικὴ ἀρχαιότητα, ὅπως στὶς βόρειες χῶρες ἡ ἔννοια τοῦ θεοῦ Χρόνου ἀντιπροσωπεύει τὸν μυθικὸ θεὸ Κρόνο.
ΑπάντησηΔιαγραφή