Μέ
τή γλῶσσα τῆς ἀληθείας, ἐπειδή οἱ καιροί οὐ μενετοί!
ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
ΤΗΣ ΦΕΡΟΜΕΝΗΣ ΩΣ «ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
( Β΄ μέρος )
• Ἡ ἀπό δεκαετιῶν
προετοιμαζομένη Μεγάλη Σύνοδος διεκδικεῖ νά
διαδραματίση ἀνάλογο ρόλο τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου (τοῦ Παπισμοῦ) γιά τήν ὀρθόδοξο Ἀνατολή
• Γιά ποιούς συγκεκριμένους λόγους εἶναι ἤδη ἀπορριπτέα καί καταδικαστέα στή συνείδησι τῶν ὀρθοδόξων καί
διατί ἐπιβάλλεται ἡ ἐκ τῶν προτέρων ἀποδοκιμασία
της πρίν εὐρεθοῦν οἱ πιστοί πρό
τετελεσμένων
ὑπό Δημητρίου Ἰ. Κάτσουρα, Θεολόγου
Διά τοῦ λόγου τό ἀληθές καί ἀσφαλές, θά
παραθέσωμε εἰς αὐτό τό Β΄μέρος τοῦ ἄρθρου μας ἐκεῖνα τά στοιχεῖα, τά ὁποῖα πιστοποιοῦν τά ἐπιγραφικῶς ἀνωτέρω ἐπισημαινόμενα. Θά παρουσιάσωμε, δηλαδή, ἐνδεικτικῶς, ἀλλά συγκεκριμένως, τίς σχετικές ἐλλείψεις (Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὀμολογίας) ἀλλά καί τίς ἀποδείξεις (κακοδόξου πίστεως καί Οἰκουμενισμοῦ) ἐκ τῶν δημοσιευθέντων Κειμένων τῆς ἐπικειμένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».
Ἡ ἀλήθεια, ὅπως γνωρίζομε, εἶναι ἁπλή. Μάλιστα, δι’ ἡμᾶς τούς ὀρθοδόξους
Χριστιανούς, ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἐνυπόστατος. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, κατά τόν ἀψευδή λόγο Του: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. ιδ΄, 6). Αὐτή δέ ἡ Ἀλήθεια ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς Πίστεώς μας καί αὐτή τήν Ἀλήθεια ἐκφράζει καί μαρτυρεῖ ἡ Παράδοσι καί Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τήν ἐκήρυξαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί τήν ἐδίδαξαν καί ἐφύλαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ὀφείλομε ἐνταῦθα νά τονίσωμε ὅτι ὄχι μόνον οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ἀλλά καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐθεολόγησαν ἁλιευτικῶς καί οὐχί Ἀριστοτελικῶς. Εἶναι δέ γνωστόν, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὑπῆρξαν γίγαντες τοῦ Πνεύματος καί
κάτοχοι οὐ τῆς τυχούσης κατά κόσμον παιδείας,
σέ σημεῖο ὥστε οἱ σημερινοί φερόμενοι ὡς διάδοχοί των, εἰς τούς τίτλους καί τά ἀξιώματα, κοδρακιζόμενοι ὡς μεγάλοι θεολόγοι, ἰσχυρά πνεύματα καί σοφοί περιωπῆς, νά φαντάζουν συγκρινόμενοι μετ’ ἐκείνων πνευματικῶς ἀλλά καί ἐπιστημονικῶς, ὡς νάνοι!
Ἀκόμη, πρέπει νά διευκρινίσωμε ἔτι περισσότερον ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες
καί Θεοφόροι Διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης δέν ἄντλησαν τά νάματα τῆς διδαχῆς των ἀπό τήν κατά κόσμον γνῶσι, σοφία καί
παιδεία των, ἀλλά ἀπό τήν πνευματική γνῶσι καί ἐμπειρία των. Ὑπῆρξαν, κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, «διαβεβηκότες
ἐν Θεωρία»
(Φωτισμός καί Θέωσις) καί διά τοῦτο κατεστάθησαν ἀπλανεῖς ὁδηγοί σωτηρίας διά τούς πιστούς.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐκ τοῦ ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου
Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα,
κατά τήν διατύπωσι τῆς Ἁγίας Ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διά τήν
σωτηρία τῶν πιστῶν, στηριζόμενοι, ὡς προελέχθη, ὄχι στόν ἀνθρώπινο στοχασμό, ἀλλά εἰς τήν «πείρα» τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιεργείας τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, ἀπέκτησαν. Ἑπομένως καί οἱ γνήσιοι διάδοχοι αὐτῶν ἀναλόγως θά πρέπει νά «πιστοποιηθοῦν».
Ἀναφέρομε ὅλα αὐτά, διότι καλούμεθα νά ἀπαντήσωμε καί ἑρμηνεύσωμε τήν ἀπορία καί διαπίστωσι περί τῆς ὀφθαλμοφανοῦς διαφορᾶς μεταξύ τῶν λόγων καί τῆς στάσεως τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν συγχρόνων
φερομένων ὡς διαδόχων των - τουλάχιστον στά ἀξιώματα καί τούς τίτλους - ὅσον ἀφορᾶ τόσο στά θέματα πού οἱ τελευταῖοι ἐκτιμοῦν ὡς κύρια καί
σημαντικά, ὅσο καί στόν τρόπο ἀντιμετωπίσεώς
των. Ὑφίσταται ψηλαφητή
διαφορά, ἄν ὄχι χάσμα μέγα μεταξύ τῶν λόγων, τῶν θέσεων καί τῶν προτεινομένων
λύσεων ἐκείνων καί αὐτῶν.
Τί ἄραγε συμβαίνει; Πῶς δικαιολογοῦνται τά ἀνωτέρω καί πῶς ἑρμηνεύονται; Ἐν συντομία, θά ἀναφερθοῦμε σ’ αὐτά καί εὐθύς ἀμέσως θά ἐπισημάνωμε καί παραθέσωμε ὅσα βεβαιώνουν τό ὑφιστάμενο πρόβλημα.
Χωρίς νά ὁμολογεῖται καί δηλώνεται εὐθέως, ἀλλά καί χωρίς νά ἀπορρίπτεται ὡς ἀναληθές, συμβαίνει ἡ θεολογία τῆς πλειοψηφίας τῶν συγχρόνων ἐπισκόπων καί
θεολόγων (καί δέν ἀναφερόμεθα στούς ἀδιαφοροῦντας καί τούς σιωπώντας ἐκ φόβου ἤ ἰδιοτελειῶν) νά ἀποστασιοποιεῖται ἠθελημένως ἀπό τήν διαχρονική ὀρθόδοξο Παράδοσι, χωρήσασα ἀπό καιροῦ στήν ἀναζήτησι νέων μεθόδων
προσεγγίσεως τῶν διαφόρων θεμάτων.
Πρόκειται, εἴτε γιά τραγική ἄγνοια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, εἴτε γιά πλάνη καί παγίδευσι σέ
«θεολογίες» καί φιλοσοφίες οἱ ὁποῖες κατ’ οὐσίαν θεωροῦν ὅτι ἔκλεισε ἡ περίοδος τῆς καθοδηγήσεώς μας πρός τήν ἀληθινή Πίστι διά τῶν Ἀγίων τῆς Ἐκκλησίας
Πατέρων καί ἄνοιξε ἡ περίοδος τῆς ἀναζητήσεως καί ἐφαρμογῆς νέων τρόπων καί ὁδῶν γιά τήν ἀντιμετώπισι ἀκόμη καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν-πνευματικῶν θεμάτων στή
σύγχρονη ἐποχή, εἴτε, τέλος, πρόκειται
γιά συνειδητή ἀπαξίωσι καί συντονισμένη προσπάθεια ἀπαλλαγῆς τῆς Πίστεώς μας ἀπό τό ἱστορικό της περιεχόμενο καί «παρελθόν».
Βεβαίως, εἶναι τραγική ἡ διαπίστωσι τῆς ἀπουσίας συγχρόνων Ἀγίων Πατέρων ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χῶρο, οἱ ὁποῖοι θά ἀνανέωναν τή διδασκαλία τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων Πατέρων καί θά ἐπικαιροποιοῦσαν τήν Παραδοθεῖσα Πίστι μέσα στά
σύγχρονα δεδομένα καί ἔναντι τῶν συγχρόνων
προκλήσεων. Ἀδιέξοδο πάντως καί δικαιολογία γιά τήν ἀποστασιοποίησι ἀπό τήν ὁδό τῆς Παραδόσεως δέν μπορεῖ νά ἐπικαλεῖται κανείς. Διότι καί ἡ ἁπλή προσφυγή καί μελέτη τῶν Γραφῶν καί τῆς Πατερικῆς διδασκαλίας εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἐπιλύση ὅλα τά προβλήματα. Ἀρκεῖ νά πιστεύωμε ὅτι τότε μόνον διαθέτομε ὀρθή Πίστι
πρός τόν Θεόν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Θεῖος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν συμφωνοῦμε κατά πάντα μέ ὅσα οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν καί ὁμολογοῦν!
Μέ τήν ἐπικειμένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο: Ἀντί αὐτή νά ὑποδεικνύη καί ἀποδεικνύη τήν ὀρθοδοξία της, καί ἅρα τήν ὀρθότητα καί ἐγκυρότητά της, ἀπό τή συμφωνία της
πρός τήν καθόλου Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ πιστοί (μέ οἱαδήποτε ἰδιότητα Κληρικοῦ, μοναχοῦ ἤ λαϊκοῦ) ἔρχονται νά ὑποδείξουν καί ἀποδείξουν ἐμβρόντητοι, ἀπογοητευμένοι καί ἀποροῦντες τή διάστασι καί ἑτερότητά της ἀπό καί πρός τήν παραδοθεῖσα Πίστι.
Οἴκοθεν νοεῖται ὅτι δέν χρειάζεται νά περιμένωμε
τή σύγκλησί της γιά νά ἐκφράσωμε τίς ἐπιφυλάξεις μας ὡς πρός τήν ὀρθοδοξία τῆς ἐν λόγω Συνόδου, καθότι ἔχουν, ὅπως εἶναι γνωστόν, δημοσιευθεῖ τά
προσυνοδικῶς συνταχθέντα καί ἐγκριθέντα σχετικά (ὡς σχέδια πρός ἐπικύρωσι) κείμενά της. Ἐδῶ, χάριν τῆς ἐνδεικτικῆς, ὅπως προελέχθη, ἐπιβεβαιώσεως τῶν ἐπισημάνσεων καί παρατηρήσεών μας, θά περιορισθοῦμε στό κατά κοινή ὁμολογία πλέον ἐπίμαχο ἐξ αὐτῶν (κείμενο)
μέ ἀντικείμενο καί τίτλο:
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο».
Πρόκειται γιά ἕνα περίπου πεντασέλιδο κείμενο τό χαρακτηριστικό τοῦ ὁποίου εἶναι ὅτι δέν περιέχει οὔτε μία (1) φορά τή λέξι αἵρεσι ἤ αἱρετικός, καθώς ἐπίσης (οὔτε) καί τή λέξι-φράσι Ἅγιος-ἅγιοι καί Ἅγιοι Πατέρες! [Σημείωσι: Μόνο μία ἀναιμική ἀόριστος ἀναφορά περί «τῆς πατερικῆς παραδόσεως» γίνεται σέ ἕνα μόνο σημεῖο του.] Τήν δέ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τήν προσδιορίζει καί οὐσιαστικῶς τήν περιορίζει, ἀλλά καί τήν ἑτεροπροσδιορίζει μονοσήμαντα, ὡς τήν Ἐκκλησία πού διαθέτει πιστότητα εἰς τήν διδασκαλία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὡς νά ἔπαυσε (ἀπό) τότε νά ὑφίσταται ἡ πλήρης καί ἀδιαίρετος Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία! Καί, ὡς νά μή ὑπάρχη πέραν τοῦ ὀγδόου (8ου ) μ. Χ. αἰῶνος ὁτιδήποτε σημαντικό καί ἀπαραίτητο γιά
τήν ἐκκλησιολογική ταυτότητα καί αὐτοσυνειδησία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς πρός τήν Πίστι καί τήν Παράδοσί της, ἀλλά καί τή στάσι της ἔναντι τῶν αἱρέσεων (πλέον ἀποκαλουμένων Ἐκκλησιῶν καί ὁμολογιῶν).
Θά ἀντιτείνη κάποιος: μά τί χρειάζεται εἰς ἕνα κείμενο ἀναφερόμενο στίς σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν
λοιπό χριστιανικό κόσμο νά συμπεριλαμβάνονται τέτοιες λεπτομέρειες; Εἶναι προφανές ὅτι ἀκριβῶς καί κατ’ ἐξοχήν σέ ἕνα τέτοιο κείμενο
προέχει ἡ δήλωση καί ὁμολογία τῆς ἐκκλησιολογικῆς ταυτότητος καί
μάλιστα μέ σαφήνεια, γιά νά ἀκολουθήση, ἀκριβῶς βάσει αὐτῆς, ἡ ἀναφορά στίς σχέσεις πρός τούς ἑτεροδόξους. Ἄλλωστε (καί) σέ κανένα ἄλλο κείμενο τῆς ἐν λόγω Συνόδου δέν ἔχει περιληφθεῖ σχετική σαφής καί ὀρθή περί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί Πίστεως
ἐκκλησιολογική καί Θεολογική τοποθέτησις. Δίνεται δέ ἐν τέλει ἡ ἐντύπωσι, ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν ἀπευθύνεται εἰς τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, διαβεβαιώνουσα ὅτι δέν ἔχει λόγους νά προβάλλη τήν ὀρθότητα τῆς Πίστεως, ἀλλά ὡς μοναδικό σκοπό τό νά προωθήση
τό ὅραμα μιᾶς ἀμφιλεγομένης ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Εἰδικώτερον, τά προβληματικά ἕως ἀντορθόδοξα σημεῖα τοῦ συγκεκριμένου Κειμένου εἶναι:
Ἡ τοποθέτησις ὅτι « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας .... καί ἐπί τῆς
κοινωνίας ἐν τῆ Ἁγία Τριάδι
καί τοῖς
μυστηρίοις.»
Πρόκειται περί μιᾶς ἐπιμελῶς ἀδιευκρινίστου
καί διφορουμένης διατυπώσεως. Τί σημαίνει ὅτι ἡ (Ὀρθόδοξος) Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως ὅπισθεν τῆς πρώτης ἀναγνώσεως περί τῆς θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περί τοῦ θεμελίου τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιδιαστέλλεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πρός τήν καθόλου Ἐκκλησία, τήν ὁποία τελικῶς δέν τήν ἐκπροσωπεῖ, οὔτε ἐκφράζει, οὔτε ὑποστασιάζει καμμία «ἱστορική» ἐκκλησία, ἀλλά ὅλες μαζί καί τοῦτο μελλοντικῶς, μετά τήν ἀποκατάστασι τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν «Ἐκκλησιῶν», ἴσως καί ὁμολογιῶν, μεταξύ των;
Ἐπιπροσθέτως, τί σημαίνει ὅτι ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας θεμελιοῦται ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῆ Ἀγία Τριάδι; Μήπως, ἐδῶ, ἀκριβῶς, υἱοθετεῖται τό ἀπό δεκαετιῶν προωθούμενο στά πλαίσια τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (Ν. Δελχί) μοντέλο περί
μετατοπίσεως τοῦ κέντρου βάρους τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Χριστολογία στήν Τριαδολογία; Ἔτσι, ὅμως, ἀνοίγει ὁ δρόμος γιά τήν υἱοθέτησι καί τῶν θεωριῶν περί τῆς Ἀγίας Τριάδος ὡς πρώτης Ἐκκλησίας καί κοινωνίας προσώπων, τά ὁποῖα, προερχόμενα ἀπό τήν περσοναλιστική φιλοσοφία καί τίς ἐπιρροές της σέ θεολόγους τῆς Ρωσικῆς Διασπορᾶς στήν Εὐρώπη, χρησιμοποίησε
γιά τό ἄνοιγμά της στόν Οἰκουμενισμό ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος!
Ἡ τοποθέτησις ὅτι « Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία,...., ἐπρωτοστάτησε
μάλιστα εἰς τήν
σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί
τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως
αὐτῆς καί
συνετέλεσεν εἰς τήν
διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς.»
Πρόκειται γιά ἐμφανεστάτη προσπάθεια ἀμνηστεύσεως τοῦ ἀπ’ ἀρχῆς οἰκουμενιστικοῦ, δηλαδή αἱρετικοῦ, χαρακτῆρος καί περιεχομένου τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Ποία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πότε, ποῦ καί πῶς ἐπρωτοστάτησε
στήν Οἰκουμενική Κίνησι; Μήπως ἀποφεύγεται νά
λεχθῆ ἡ ἱστορική ἀλήθεια περί τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά
προαγάγουν ὁλόκληρη τήν Ὀρθοδοξία στό χῶρο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πρωτοστατούντων Μασώνων Πατριαρχῶν; Μήπως, θά ἦταν ἐντιμότερο νά γίνεται ἀναφορά, ὥστε νά γνωρίζουμε ἐπακριβῶς περί τίνος γίνεται λόγος, περί τῆς αἱρετικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως), ἀλλά καί
νωρίτερον τοῦ 1902, τήν καί ὡς Καταστατικό Χάρτη
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θεωρουμένη; Πότε δέ καί πῶς ἡ, κατ’ εὐφημισμόν, λεγομένη Οἰκουμενική
Κίνησις, τῆ ἀληθεία Οἰκουμενιστική οὐνία, ἔλαβε ἔγκρισι ὡς ἐκκλησιαστικῶς καί κανονικῶς ἀποδεκτή στάσι καί δραστηριότητα;
Μήπως δέ οἱ ὁδοί καί τρόποι τῆς συγχρόνου ἀναζητήσεως τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν εἶναι ὁ, προβλεπόμενος ἀπό τήν σαφῶς αἱρετική Πατριαρχική Συνοδική Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, συμφυρμός μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἡ ἀμνήστευσι τῶν αἱρέσεων τίς ὁποῖες ἀποκαλεῖ καί θεωρεῖ ὡς «Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ»;
Ἡ τοποθέτησις ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει
τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν...μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς».
Πρόκειται γιά σαφεστάτη
παραδοχή καί ἀναγνώρισι ἐκκλησιαστικότητος σέ
αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισμός, θέσι πού βρίσκεται ἄντικρυς ἀντίθετη στή διδασκαλία τῶν Ἀγίων Πατέρων καί τίς ἀποφάσεις δύο Οἰκουμενικοῦ κύρους Ἁγίων καί ὄντως Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (τῶν ἐπί Μ. Φωτίου καί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόν 9ον καί 14ον
αἰώνα, ἀντιστοίχως) καί σειρᾶς τοπικῶν καί Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν τελευταίων δέκα αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας!
Ἡ τοποθέτησις ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς
σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον....ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῆ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
Πρόκειται γιά στανική ἐπιβολή τῆς πολλάκις ὑπό πολλῶν θεολογικῶς ἀποδειχθείσης ὡς οἰκουμενιστικῆς παρερμηνείας τοῦ προαναφερθέντος Κυριακοῦ λόγου καί τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, ἀφορώσης στήν ἑνότητα τῶν πιστῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου (καί ὄχι τῶν αἱρετικῶν καί ψευδαδέλφων) μεταξύ των, ὡς ἀπορροίας μάλιστα τῆς προηγουμένης ἑνώσεως αὐτῶν μετά τοῦ Κυρίου, ἐν τῆ ἀκτίστω Αὐτοῦ δόξη. Συνιστᾶ πρόκλησι καί αἱρετική τακτική ἡ, πρός χάριν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, παραποίησι τῶν λόγων τοῦ Κυρίου, πρός ἐπηρεασμό τῶν ἁπλουστέρων ὅτι δῆθεν εἶναι θέλημα Θεοῦ ἡ ἕνωσι μετά τῶν αἱρετικῶν, παρά τίς δογματικές μετ’ αὐτῶν διαφορές μας.
Ἡ τοποθέτησις ὅτι «Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων
ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἰς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν
τῶν κοινῶν
στοιχείων τῆς
χριστιανικῆς
πίστεως»!
Ὥστε τό ζητούμενο στούς θεολογικούς διαλόγους εἶναι ἡ «λύσις»
(λέξις κλειδί ἐν
προκειμένῳ) τῶν παραδεδομένων (καί ὄχι ὑφισταμένων) θεολογικῶν διαφορῶν; Δηλαδή, τό νά κατορθώσουμε ἐμεῖς ὅ,τι δέν ἐκατόρθωσαν οἱ πρό ἡμῶν Ἅγιοι Πατέρες!
Οἱ αἱρετικές δογματικές παρεκκλίσεις
τοῦ Παπισμοῦ, ἐπί παραδείγματι, θεωροῦνται ὡς ἁπλές θεολογικές διαφορές, οἱ ὁποῖες ἐνδεχομένως νά ἐπιλυθοῦν καί διά μεσότητος, μέ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις, ὅπως ἐπιλύονται οἱ κοσμικές διαφορές.
Αὐτή ἡ τοποθέτησι ἀποτελεῖ παραλλαγή τῆς γνωστῆς βλασφήμου διατυπώσεως (τοῦ Οἰκ. Πατριάρχου), κατά τήν ὁποία τό Σχίσμα καί ἡ αἵρεσι τοῦ Παπισμοῦ ἀποτελοῦν κληροδοτηθεῖσα εἰς ἡμᾶς διάσπασι ὑπό τῶν θυμάτων τοῦ ἀρχεκάκκου ὄφεως προγόνων μας, δηλαδή τῶν εὐσεβῶν πατέρων μας, ἐν οἷς καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες αὐτῆς τῆς περιόδου!
Κανείς, ἕως τώρα, δέν ἀπεδείχθη ἱκανός καί ἄξιος ἄνδρας διά νά ὑπερβεῖ τήν νοσηρά αὐτή κατάστασι τῆς ἀντιπαραθέσεως-διαιρέσεως, ἕως ὅτου ἀνέτειλε ὁ φαεινός ἀστήρ ὀνόματι Ἀθηναγόρας, ὁ μέγας, κατά τόν κ. Βαρθολομαῖο Πατριάρχης, γιά νά
διακηρύξη ὅτι παρῆλθεν ὁ αἰών τοῦ δόγματος καί τόν διαδέχεται ὁ αἰών τῆς καταλλαγῆς καί τῆς ἀγάπης!
Ἐπίσης, ὅμως, σκοπός τῶν θεολογικῶν Διαλόγων εἶναι (κατά τό
Κείμενο) καί «ἡ ἀναζήτησις τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς Πίστεως»!
Διαλεγόμεθα ἀναζητώντας τρόπους πού θά μᾶς ὁδηγήσουν ὁπωσδήποτε στόν
δεδομένο ὡς ἀντικειμενικό σκοπό καί τέλος, τῆς ἑνότητος! Δηλαδή, διά νά μή χάσωμε τή λογική καί τήν
σοβαρότητά μας, διαλεγόμεθα, συμφώνως πρός τήν νέα, μεταπατερική νοοτροπία καί
θεώρησι τῶν θεολογικῶν Διαλόγων, ἔχοντας προδιαγεγραμμένη καί προσυμπεφωνημένη τήν ἔκβασι καί κατάληξί των!
Ἡ τοποθέτησις ὅτι «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῆ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό
Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.)...ἕν
συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα» μέ «σημαντική ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.»
Πρόκειται γιά ἀναγνώρισι καί καθιέρωσι τοῦ παναιρετικοῦ συνονθυλεύματος μέ τό ὄνομα Π.Σ.Ε., τό ὁποῖο ἔχει, ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του καί μέχρι σήμερον,
χρεωθεῖ πλῆθος φρικτῶν, ὡς βλασφήμων ἀπό ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ἐνεργειῶν, ἐκδηλώσεων καί κειμένων στό ἐνεργητικό του, ὅπως αὐτά ἔχουν καταγραφεῖ καί δημοσιευθεῖ κατά κόρον.
Ἀρκεῖ νά ἀναλογισθῆ κανείς ὅτι, αὐτό τό ὁποῖον ἐπιχειρεῖται νά «νομιμοποιηθῆ», πανορθοδόξως, ὡς ὄργανον διά τήν προώθησιν τοῦ Θείου θελήματος περί «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ὄχι ἁπλῶς θά ἦτο ἀδιανόητον γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἐξάπαντος θά ἐθεωρεῖτο ὑπό ἐκείνων βλάσφημο καί βδελυκτό! Νέοι καιροί, βεβαίως, νέα ἤθη!
Ἡ ἐξίσωσις, σέ οἱοδήποτε ἐπίπεδο καί συνθήκη συμβαίνει, τῆς Ὀρθοδοξίας μετά τῶν αἱρέσεων, ἀκόμη καί τῶν πλέον βλασφήμων ἐξ αὐτῶν, ἡ ὁποία πρακτικῶς καί θεωρητικῶς ἰσχύει ὡς κανών λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε., δέν ἀναιρεῖται ἀπό λεκτικές καί μόνον διαφοροποιήσεις, ὡς αὐτή τοῦ Κειμένου περί μή ἀποδοχῆς τῆς ἰδέας τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν», καθ’ ἥν στιγμήν ἡ ἰδέα αὐτή εἶναι κυρίαρχος καί δομική γιά τήν
σύστασι, τήν ὕπαρξι καί τή λειτουργία αὐτοῦ τοῦ ὀργανισμοῦ.
Αὐτό δέ πού προβάλλεται ὡς ἄλλοθι γιά τή
συνέχισι τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στό Π.Σ.Ε. ἰσοτίμως μεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων αἰρετικῶν ὁμάδων καί κοινοτήτων, δηλαδή ἡ ἐπίκλησι Καταστατικοῦ ἄρθρου τοῦ Π.Σ.Ε., σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι μόνον
αἱ Ἐκκλησίαι
καί αἱ ὁμολογίαι, αἱ ἀναγνωρίζουσαι τόν Κ.Η.Ι.Χ. ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά
τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦσαι τόν ἐν Τριάδι
Θεόν,...κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως», τοῦτο ἀπό μόνο του συνιστᾶ ἀξιοκατάκριτο
δογματικό μινιμαλισμό, ἀλλά καί μεγίστη ὑποκρισία. Πρός πίστωσι
ἀρκεῖ νά πληροφορηθῆ κανείς ποιά εἶναι σήμερον τά μέλη τοῦ Π.Σ.Ε.!
Ἐπιπλέον, ἡ τοποθέτησι, ὡς ρητή ἀποδοχή καί ἀναγνώρισι στό Π.Σ.Ε.
ὡς προφανῶς θεαρέστου σκοποῦ του, ἤτοι «νά φέρη τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός
ἀλλήλας καί νά προαγάγη τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς
χριστιανικῆς ἑνότητος»(Δήλωσις τοῦ Τορόντο, παρ. 2)» συνιστᾶ, πέραν τῆς ἀπαραδέκτου ὁμολογίας ὑπάρξεως πολλῶν Ἐκκλησιῶν, ἐκχώρησι καί μεταβίβασι τῆς ὑποθέσεως τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος ἀπό τά χέρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στά χέρια καί τούς σχεδιασμούς τῶν ὑπευθύνων τοῦ Π.Σ.Ε, δηλαδή αἱρετικῶν προσώπων καί ὀργάνων ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ!
Ἡ ἀντίφασι ὡς πρός τήν ἀρχική τοποθέτησι, στή σχετική διατύπωσι (πρώτη
παράγραφο) τοῦ ἐν λόγω κειμένου, εἶναι προφανής, ὅπως καί ἡ ἀκύρωσί της. Ἐκεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖται «ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου.» Αὐτή, ὅμως, ἡ ἀρχική τοποθέτησι διολισθαίνει
σταδιακῶς ἐντός τοῦ κειμένου καί καταλήγει νά ἀκυρώνεται διά τῆς προβολῆς καί ἀποδοχῆς, τελικῶς, τοῦ Π.Σ.Ε ὡς ὀργάνου τοῦ Θείου θελήματος, τό
ὁποῖο ἐνεργεῖ τά δέοντα πρός τήν ἐκπλήρωσί του. Μόνον πού κάθε ἄλλο παρά κυρία εἶναι ἡ θέσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέσα στό
Π.Σ.Ε. καί, βεβαίως, κάθε ἄλλο παρά ἐξασφαλίζονται, οὔτε κἄν στοιχειωδῶς, οἱ προϋποθέσεις ἐπιτεύξεως τοῦ ὑποτίθεται πανορθοδόξως «κοινοῦ σκοποῦ», ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρεται στό Κείμενο, «εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῆ ὀρθῆ πίστει
καί τῆ ἀγάπη ἑνότητος.»
Ἀξιοσημείωτη καί χαρακτηριστική, προφανῶς δέ καθόλου τυχαῖα, εἶναι καί ἡ τοποθέτησι πρός τό τέλος τοῦ Κειμένου, ὅτι «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία
θεωρεῖ καταδικαστέαν
πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί
προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας.
Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ
διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ
συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον
καί ἔσχατον
κριτήν περί τῶν θεμάτων
πίστεως.» !
Ἐνταῦθα πρέπει νά ἀναζητήσωμε πολλές ἀπαντήσεις σέ καίρια περί τῆς συγκλήσεως τῆς φερομένης ὡς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐρωτήματα καί
προβληματισμούς. Σ’ αὐτή τήν παράγραφο συμπυκνώνεται καί συγχρόνως ἀποκαλύπτεται ἡ σαθρότης τοῦ φρονήματος τῶν διοργανωτῶν καί ἐμπνευστῶν της, καθώς ἐπίσης καί ἡ ἐπικινδυνότητα τῆς συγκλήσεως αὐτῆς τώρα καί ὑπό τίς ὑπάρχουσες, ἐντελῶς ἀκατάλληλες, συνθῆκες καί προϋποθέσεις.
Ἴσως, νά θεωρηθοῦμε ὑπερβολικοί, ἀλλά θά τολμήσωμε νά ὐποστηρίξωμε ὅτι καί μόνον αὐτή ἡ παράγραφος ὡς τοποθέτησις, ἐν συνδυασμῶ μέ τήν καταφανή,
σχεδόν ἀποκλειστική, ὡς στόχο καί σκοπό τοῦ Κειμένου, προώθησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς νομιμοποιήσεως τοῦ παναιρετικοῦ Π.Σ.Ε. καί τῆς διεφθαρμένης, ἱστορικῶς καί Θεολογικῶς, Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ὡς «ὀργάνων» τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ Θείου θελήματος
περί τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν, ἄνευ ἑτέρων διευκρινίσεων, συνιστοῦν τήν ἀπόδειξι τῆς ὀρθότητος τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς φερομένης καί στανικῶς ἐπιβαλλομένης ὡς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὡς ΛΗΣΤΡΙΚΗΣ ΨΕΥΔΟ-ΣΥΝΟΔΟΥ!
Τό ρητῶς ὑποστηριζόμενο καί διακηρυττόμενο διά τῆς ὡς ἄνω τοποθετήσεως τοῦ προεγκεκριμένου καί συμπεφωνημένου σχεδίου Κειμένου τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ὅτι τό Συνοδικό σύστημα ἀνέκαθεν ἀποτελοῦσε ἐν τῆ Ἐκκλησία τόν ἔσχατο κριτή τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὑπό τήν ἔννοια τῆς ἐπικυρώσεως, διατυπώσεως καί
διακηρύξεως τῆς ὀρθότητος τῆς Πίστεως, εἶναι ἀνακριβές καί πονηρόν! Ἀποτελεῖ σαφῶς ἀντορθόδοξο
θέσι, ἀθεολόγητη ἄποψι καί ἀνιστόρητη παραποίησι τῆς διαχρονικῆς πράξεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅταν μάλιστα δέν συμπαρατίθενται
καί οἱ ἀπαραίτητες διευκρινίσεις.
Παραβλέποντες τήν μᾶλλον ὑποτιμητική γιά ἕνα Συνοδικό Κείμενο
πανορθοδόξου κύρους, ἀνωτέρω διατύπωσι, μόλις πού χρειάζεται νά ἐπισημάνωμε ὅτι προφανῶς κανένα «σύστημα»
δέν ἀποτελεῖ διαχρονικῶς τόν ἔσχατο κριτή τῶν θεμάτων τῆς πίστεως. Ἡ αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθειά Της, ἡ ὁποία μπορεῖ νά ἐκφρασθῆ καί ἐν Συνόδω καί ἐκτός Συνόδου καί ὑποστηριζομένη ὑπό τῆς πλειοψηφίας καί ὑπό τῆς μειοψηφίας, ἀκόμη καί ὑπό ἑνός μεμονωμένου προσώπου (Ἁγίου), κατά
περίπτωσιν.
Ὁ Συνοδικός θεσμός ἤ σύστημα, ἀφ’ ἑαυτοῦ καί μαγικῶ τῶ τρόπῳ, δέν διασφαλίζει τίποτε καί δέν
ἐγγυᾶται, ὁμοίως, τίποτε, ἄνευ τῶν ἀπαραιτήτων
προϋποθέσεων. Καί τοῦτο, διότι, ὡς καλῶς γνωρίζουν οἱ ἐπαΐοντες
τῆς ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἡ Σύνοδος δέν ἀποτελεῖ στήν Ἐκκλησία ἕναν αὐτοτελή ἱδρυματοποιημένο θεσμό, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει a priori ἀλαθήτως τήν Ἀλήθεια.
Προφανῶς, ἡ Σύνοδος τῶν ὀρθοδόξων καί κανονικῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας κατέχει σπουδαῖα θέσι ἐν αὐτῆ καί ὑπό προϋποθέσεις ἐκφράζει καί ἀποτελεῖ τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Τό σημαντικότερο, ὅμως, τό ὁποῖο ἀποσιωπᾶται ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντικότης μιᾶς Συνόδου οὐσιαστικῶς δέν πηγάζει, οὔτε προέρχεται ἀπό αὐτή καθ’ ἑαυτή τή συνέλευσι τῶν Ἐπισκόπων καί τή σύγκλησί της, ἀλλά πρωτίστως καί κυρίως ἀπό τή Θεολογία καί τό
ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν προσώπων-πατέρων, οἱ ὁποῖοι τήν συγκροτοῦν. Δηλαδή, ἐάν οί συγκροτοῦντες μία Σύνοδο ἐπίσκοποι εἶναι ἀθεολόγητοι καί δέν ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα, ἐκφράσουν δέ αὐτή τήν ἀθεολογησία καί ἀνορθοδοξία των στά κείμενα
καί τίς ἀποφάσεις αὐτῆς τῆς Συνόδου, εἶναι αὐτονόητο ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος δέν ἔχει καμμία ἁρμοδιότητα καί δέν ἀποτελεῖ κανενός εἴδους κριτή τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, τά ὁποῖα καλεῖται νά ἐπιληφθῆ καί ἀντιμετωπίση.
Μέ ἄλλα λόγια μία Σύνοδος, ἡ ὁποία μάλιστα ἐκ προοιμίου ἀναγορεύεται γιά τυπικούς καί ἀριθμητικούς λόγους ὡς «Ἁγία καί Μεγάλη» καί «Πανορθόδοξος», χωρίς νά διαθέτη τά ποιοτικά ἐκεῖνα χαρακτηριστικά πού προαναφέραμε, δηλαδή δέν ἔχει Ἁγίους ἤ πατερικές μορφές ἤ ἀκραιφνεῖς ὀρθοδόξους θεολόγους ἤ ἔστω ἀσκητές ἤ θεοφοβουμένους Ἱεράρχες μεταξύ τῶν μελῶν της, εἶναι ἀμφίβολο ἐάν θά κατορθώση κανονικῶς νά ἀναγνωρισθῆ ὡς τέτοια. Ἐάν, μάλιστα, ὡς συμβαίνει ἐν προκειμένω,
πλειοψηφοῦν εἰς αὐτήν οἱ ἀλλοτριοφρονοῦντες, οἱ χλιαροί περί τήν Πίστι καί δή οἱ δεδηλωμένοι αἱρετίζοντες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί τόν πρῶτο λόγο στή διαμόρφωσι τῶν κειμένων καί τῶν ἀποφάσεών της, λόγω καί τῶν στρεβλώσεων
στίς διαδικασίες λειτουργίας αὐτῆς (ψῆφος ἀνά Ἐκκλησία καί ὄχι ἀνά ἐπίσκοπο) τότε τό ἀποτέλεσμα καί ἡ κατάληξι εἶναι
προδιαγεγραμμένα.
Ὑπάρχει, ὅμως, καί κάτι ἄλλο, σημαντικό ἐν προκειμένω. Φαίνεται ὅτι οἱ ἐμπνευστές καί διοργανωτές αὐτῆς τῆς προκατασκευασμένης ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου διά τῆς ἀνωτέρω τοποθετήσεως ἐπιδιώκουν δύο
τινά: Νά ἀντιστρέψουν μέ διαστρέβλωσι τά πράγματα, ἀφ’ ἑνός, καί, ἀφ’ ἑτέρου, νά καλλιεργήσουν γιά τούς ἀφελεῖς καί προθύμους τήν ἀπαραίτητη δικαιολογία ἀναγνωρίσεως καί ὑπακοῆς μιᾶς τέτοιας πολυδιαφημιζομένης Συνόδου.
Διότι συνιστᾶ ἀντιστροφή τῆς πραγματικότητος
καί τῶν δεδομένων νά θεωρεῖται ἡ Σύνοδος κριτής τῆς Πίστεως καί ὄχι, ὅπως ἁρμόζει καί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἡ εὐσεβής Πίστις κριτής τῆς Συνόδου! Ὅσο δέ γιά τήν καλλιέργεια κλίματος ἐπιβολῆς καί φόβου πρός ἀναγκαστικό σεβασμό
καί ἀναγνώρισι τῶν θέσεων καί ἀποφάσεων αὐτῆς τῆς Συνόδου, θά εἴμεθα πολύ ἀφελεῖς καί ἀσύνετοι ἐάν ἐνωτισθοῦμε τέτοιες σειρῆνες καί παρακούσωμε
τή φωνή τῆς Ἐκκλησίας λεγούσης, διά στόματος
τοῦ μεγάλου Ὁμολογητοῦ Ἀγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, περί
Συνόδων, τά ἑξῆς:
«Συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί
παμπληθεῖς καί Ἐκκλησίαν Θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασι, καί
ὑπέρ Κανόνων ἐφρόντισαν τῶ δοκεῖν, κατά Κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι» . Γιά νά συνεχίσει: «Συνόδους τοίνυν, δέσποτα, οὐ τό ἀπλῶς συνάγεσθαι Ἱεράρχας τε
καί Ἱερεῖς, κἄν πολλοί ὦσιν (κρείσσων
γάρ εἶς ποιῶν τό θέλημα
τοῦ Κυρίου, ἤ μύριοι
παραβαίνοντες), ἀλλά τό ἐν ὀνόματι
Κυρίου, ἐν τῆ εἰρήνη καί
φυλακῆ τῶν Κανόνων.
Καί τό δεσμεῖν καί λύειν οὐχ ὡς ἔτυχεν, ἀλλ’ ὡς δοκεῖ τῆ ἀληθείᾳ, καί τῶ κανόνι, καί
τῶ γνώμονι τῆς ἀκριβείας. ... καί ἐξουσίᾳ τοῖς ἱεράρχαις ἐν οὐδενί δέδοται ἐπί πάση
παραβάσει κανόνος, ἤ μόνον στοιχεῖν τά δεδογμένα καί ἔπεσθαι τοῖς προλαβοῦσιν».
Ἄς προσέξωμε, λοιπόν, ἰδιαιτέρως τή
στάσι μας εἰδικῶς ἔναντι αὐτῆς τῆς Συνόδου. Δέν πρόκειται γιά μία
ἀκόμη οἰκουμενιστική ἀσχημία. Ἀποτελεῖ ὁρόσημο! Δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο μπορεῖ νά μή μᾶς ἀφορᾶ. Οὐδείς ἐχέφρων μπορεῖ νά ἀμφισβητήση ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία στήν ἐποχή μας χειμάζεται
καί δοκιμάζεται ἀπό τή λαίλαπα τοῦ ἀντιχρίστου καί παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀπό τόν ἐξουνιτισμό τῶν ἐξ ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι προδίδουν ἐπειγόμενοι νά μοιρασθοῦν παπική ἐξουσία ἐπί τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς.
Ἡ προετοιμασθεῖσα καί ἤδη ἐπικειμένη νά συγκληθῆ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» δέν ἔχει καμμία σχέσι μέ
τίς Συνόδους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ τήν ἀ-συνέχειά των, τήν διακοπή των, μή γένοιτο, διά τῆς «πανορθοδόξου» Συνοδικῆς διακηρύξεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς συνεπαγομένης Συνοδικῆς καταργήσεως, κατά τόν ἀοίδιμο ὁσιομάρτυρα Κοσμᾶ Φλαμιᾶτο (+ 1852), τῆς Ὀρθοδοξίας!
Ἡ Σύνοδος αὐτή δέν πρέπει νά
συγκληθῆ! Ἐάν, ὅμως, παραχωρήσει ὁ Θεός κάτι τέτοιο, θά πρέπει νά ἀποκηρυχθῆ ἐκ τῶν προτέρων, κρινομένη βάσει τῶν προεγκεκριμένων
καί συμπεφωνημένων ἀντορθοδόξων Κειμένων της, ὡς ληστρική! Διότι, διαφορετικά, ἐάν, παρ’ ἐλπίδα, ὕπνος καταλάβει τούς φύλακας, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος θά προκαλέσει διαιρέσεις καί σχίσματα καί ἁπώλεια δυσαριθμήτων ψυχῶν, κατά τήν προφητική ἐκτίμησι τοῦ σπουδαίου Σέρβου Δογματολόγου Ἰουστίνου Πόποβιτς (+1979).
Ἡ Σύνοδος
αὐτή δέν ζητεῖ νά ἀρνηθοῦμε τήν Ὀρθοδοξία ἐνεργητικῶς. Ζητεῖ κάτι ὕπουλο: Νά
ἀποδεχθοῦμε νά μή ὁμολογοῦμε τήν Ὀρθοδοξία (κατά τό Κείμενο «ἀποκλειομένης
πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ ἤ ἄλλης
προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ»!) καί
νά σιωπῶμε ὅταν αὐτή προδίδεται! Νά ἐγκαταλείψωμε τόν ἀγώνα περί τοῦ ἐνός «οὗ ἐστι χρεία» (ἤτοι τῆς σωτηρίας μας διά τῆς ἅπαξ
παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις Πίστεως ἐν τῆ Ἐκκλησία) καί νά ἀσχολούμεθα μέ τάς «νέας συνθήκας» καί τάς «νέας προκλήσεις» τοῦ συγχρόνου κόσμου, καθιστάμενοι ἔτσι τέκνα του! Νά μή
μᾶς ἀπασχολῆ ἡ Ἀλήθεια περισσότερο ἀπό τήν ὁμόνοια. Νά ἀναζητοῦμε τήν ἑνότητα στήν ψευδαίσθησι μιᾶς ἑτερόκλητης μεγάλης ποίμνης καί ἑνός ποιμένος χωρίς γνώριμη φωνή καί ὄχι νά χαιρώμεθα ὡς μέλη τοῦ μικροῦ ποιμνίου, στό ὁποῖο εὐδόκησε ὁ Πατήρ ἡμῶν νά δώσει τήν Βασιλεία Του
(Λουκ. ιβ΄, 32)! Στῶμεν, λοιπόν, καλῶς!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου