Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Πρωτοπρ. Διονύσιος Τάτσης, «Ἄς γίνουν ἐξωμόται!»


 
Eπικαλείται στο παρον αρθρο του ο π. Διον. Τατσης, ως κατεξοχην επικαιρα, οσα εγραφε, δεκατιες πριν, ο αειμνηστος Καθηγητης Κων. Μουρατιδης. Γράφει:
«Ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο θεωροῦμε τὸ λόγο τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, καθὼς παρακολουθοῦμε στὶς μέρες μας τὴν ἔντονη οἰκουμενιστικὴ δραστηριότητα, ἡ ὁποία ἔχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ἔλεγε: “Ἐὰν οἱ ἴδιοι (οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) προτιμοῦν τὸν παπισμόν, ἂς γίνουν ἐξωμόται, ἂς προσχωρήσουν ὡς ἄτομα εἰς αὐτόν· ἐν τίνι ὅμως δικαιώματι διαπραγματεύονται τὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας εἶναι ἁπλοῖ διάκονοι καὶ ὑπηρέται;”».

Εσεις, πατερ μου, γιατι επιτρεπετε στους «εξωμοτες του Πατριαρχειου που προτιμουν τον Παπισμον», να διαφεντευουν την Ορθοδοξία; Γιατι δεν αναλαμβανετε σταυροφορια να φυγουν, αλλα επικοινωνειτε μαζι τους; Αυτα λένε οι Πατερες που διαβαζετε; Γιατι μας διδασκετε, άλλο Ευαγγελιο επικοινωνίας με τους ακοινωνητους;


«Ἄς γίνουν ἐξωμόται!»
 Απο τις "Ακτινες"

ΣΥΧΝΑ τὰ μέσα ἐνημέρωσης προβάλλουν διάφορες ἐκδηλώσεις τοῦ αἱρετικοῦ Πάπα καὶ βγάζουν ἐσφαλμένα συμπεράσματα, γιατὶ παρασύρονται ἀπὸ τὴν ὑποκρισία καὶ δολιότητά του. Τὸν βλέπουν ὡς ἀρχηγὸ τοῦ κρατιδίου τοῦ Βατικανοῦ ἀλλὰ καὶ ὡς ἡγέτη ἑκατομμυρίων χριστιανῶν σὲ ὅλο τὸν κόσμο, ποὺ ἔχει μεγάλη πολιτικὴ δύναμη, στὴν ὁποία, ἀλίμονο, στρέφουν τὴν προσοχή τους καὶ πολλοὶ Ὀρθόδοξοι ἡγέτες, ποὺ ἀντιμετωπίζουν πολλὰ προβλήματα καὶ ἐλπίζουν στὴ βοήθειά του, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν ἔρχεται.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης, ἀναφερόμενος στὸν Πάπα, ἔλεγε: «Αἱ δύο ἐξουσίαι εἰς ἕν καὶ τὸ αὐτὸ ὑποκείμενον, ἡ πνευματικὴ τοὐτέστι δύναμις καὶ ἡ κοσμικὴ δεσποτεία εἰς τὸν ἐπίσκοπον Ρώμης, εἶναι ἕνας τραγέλαφος τόσον τερατώδης, ὁποὺ οἱ σωφρονέστεροι ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν τιμοῦν, δὲν ἠμποροῦν οὐδ᾽ αὐτοὶ νὰ τὸν χωνεύσουν. Τόσα αἵματα ἀνθρώπων ἔχυσε ἡ Ἱερὰ Ἐξέτασις τῶν τυράννων ὁποὺ ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν. Ὁ γὰρ παπισμὸς ἀπὸ Θεοῦ ἐστι χωρισμός».

 Ἡ πολιτικὴ ἐξουσία σὲ ἕνα κληρικὸ εἶναι ἀποδεκτή. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἐπιμελῶς ἀρνήθηκε τὴν κοσμικὴ ἐξουσία. Ποτὲ δὲν ζήτησε τὴ βοήθειά της, οὔτε καὶ ἐπέλεξε τοὺς μαθητές του ἀπὸ τὶς τάξεις της. Θεωροῦσε τὴν πολιτικὴ ἐξουσία ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν πνευματική του ἀποστολή, ἡ ὁποία στόχευε στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν αἰώνια ζωή. Βέβαια, ὁ Πάπας αὐτὴ τὴν ἀλήθεια τὴν παραθεωρεῖ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἔγινε πολιτικὸς ἡγέτης, προκειμένου νὰ ἔχει καλύτερα ἀποτελέσματα στὴν πνευματική του ἀποστολή. Αὐτὸ ὅμως ἀποδείχτηκε πλάνη καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ ἐγκληματικὲς πράξεις. Ἡ πολιτική του ἐξουσία ἔβαλε στὴν ἄκρη τὴν πνευματι- κή του ἀποστολή, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἔγινε ἀδίστακτος.
Μὲ τὸν Πάπα λοιπὸν ἐπικοινωνοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ ἰδίως ὁ Οἰκουμενικὸς καὶ τὸν θεωροῦν πεφιλημένον ἐν Χριστῷ ἀδελφό τους, μὲ τὸν ὁποῖο θέλουν νὰ ἑνωθοῦν καὶ νὰ ἀποτελέσουν τὴ νέα μία «ἐκκλησία»! Ἀπορεῖ κανεὶς πῶς οἱ μεγαλόσχημοι τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν αὐτὴ τὴν ὀλισθηρὴ πορεία, περιφρονώντας τὰ ὅσα μᾶς ἔχουν διδάξει καὶ νομοθετήσει οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Τόσο ἰσχυρὸς εἶναι ὁ οἶνος τοῦ οἰκουμενισμοῦ, ποὺ τοὺς ἔχει ἀφαιρέσει τὴ διάκριση, τὸν ἱερὸ ζῆλο καὶ τὴν ὁμολογία πίστεως. Προφανῶς δὲν μιλᾶμε γιὰ ἱερὰ μέθη, ἀλλὰ γιὰ δαιμονική, ποὺ μὲ βεβαιότητα θὰ ἔχει τραγικὰ ἀποτελέσματα καὶ γιὰ τοὺς ἴδιους καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Ἰδιαίτερα ἐπίκαιρο θεωροῦμε τὸ λόγο τοῦ ἀείμνηστου καθηγητῆ Κωνσταντίνου Δ. Μουρατίδου, καθὼς παρακολουθοῦμε στὶς μέρες μας τὴν ἔντονη οἰκουμενιστικὴ δραστηριότητα, ἡ ὁποία ἔχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Ἔλεγε: «Ἐὰν οἱ ἴδιοι (οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου) προτιμοῦν τὸν παπισμόν, ἂς γίνουν ἐξωμόται, ἂς προσχωρήσουν ὡς ἄτομα εἰς αὐτόν· ἐν τίνι ὅμως δικαιώματι διαπραγματεύονται τὴν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας εἶναι ἁπλοῖ διάκονοι καὶ ὑπηρέται;».
Ορθόδοξος Τύπος, 09/05/2014

3 σχόλια:


  1. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ



    Στον ίδιο το Χριστό έθεσαν το πρόβλημα της κοσμικής εξουσίας οι Σαδδουκαίοι. Πως το αντιμετώπισε; Δεν το αγνόησε, αλλά έφτασε στη ρίζα του και το έλυσε: «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. 22. 21). Ο Ωριγένης το ερμηνεύει αλληγορικά. Πρώτα θα παραδώσουμε το κακό στον Καίσαρα κι έπειτα το καλό στο Θεό.

    Άλλη μια φορά ασχολήθηκε με το θέμα του φόρου. Στην απαίτηση του φορατζή να πληρώσει φόρο, αντέτεινε ότι δεν υποχρεούται, αλλά τελικά τον πλήρωσε για να μη σκανδαλίσει (Ματθ. 17. 24-27).

    Σε μια άλλη περίπτωση αποσαφήνισε τη θέση της πολιτικής εξουσίας έναντι της θεϊκής. Στον Πιλάτο απαντάει: «ουκ είχες εξουσίαν ουδεμίαν κατ’ εμού, ει μη ην σοι δεδομένον άνωθεν» (Ιω. 19. 11). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία προέρχεται από το Θεό.

    Σχετική είναι και αναφορά περί της «βασιλείας των ουρανών». Στέλνει τους Αποστόλους με την εντολή: «πορευόμενοι δε κηρύσσετε λέγοντες ότι ήγγικεν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 10. 7). Αλλού συνιστά: «ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6. 33). Αλλά και στην Κυριακή προσευχή το πρώτο μας αίτημα είναι: «ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6. 9-13). Όταν δε ρωτήθηκε για τη βασιλεία του Θεού απάντησε: «ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17. 21). Κι ο ληστής στο σταυρό παρακάλεσε: «μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 23. 42).

    Ως προς την επίγεια βασιλεία, ο Χριστός αρνήθηκε δυο φορές να γίνει επίγειος βασιλιάς. Την πρώτη φορά, όταν ο διάβολος, θεωρώντας τον άνθρωπο, άρχισε να τον πειράζει: «σοι δώσω την εξουσίαν ταύτην άπασαν και την δόξαν αυτών, ότι εμοί παραδέδοται, και ω εάν θέλω δίδωμι αυτήν. συ ουν εάν προσκυνήσης ενώπιόν μου, έσται σου πάσα». Έλαβε όμως την αποστομωτική απάντηση: «ύπαγε οπίσω μου, Σατανά. γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις» (Ματθ. 4. 6-8). Τη δεύτερη φορά αρνήθηκε την επίγεια βασιλεία που του προσφέρθηκε από τον όχλο μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων: «Ιησούς ουν γνους ότι μέλλουσιν έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα, ανεχώρησε πάλιν εις το όρος αυτός μόνος» (Ιω. 6. 15).

    Αλλά και για την πολιτική εξουσία το ξεκαθάρισε: «οίδατε ότι οι δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών» (Μάρκ. 10. 42). Ο Ι. Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά: «Οι άνθρωποι, όταν αναλάβουν την εξουσία, αυτή τη δύναμη τη χρησιμοποιούν για να κάνουν αδικίες» (Εις Ψαλμό ΜΣΤ΄, ΕΠΕ 6. 132). Τον Ηρώδη, που ήταν φορέας της πολιτικής εξουσίας τον χαρακτήρισε αλεπού, δηλ. κατεργάρη: «πορευθέντες είπατε τη αλώπεκι ταύτη» (Λουκ. 13. 32). Στις τρεις τελευταίες αυτές περιπτώσεις παρουσιάζεται ο Κύριος να χαρακτηρίζει την εξουσία καταπιεστική, πονηρή και δούλη του Σατανά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η Εκκλησία ακολουθώντας τα λόγια του Χριστού απαγόρευσε σε κληρικούς να κατέχουν και πολιτικέ θέσςις, σύμφωνα με τον ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής. Εφαρμόστηκε όμως απόλυτα αυτό από την Εκκλησία; Ας δούμε κάποιες παρεκκλίσις:

    Η δημιουργία του παπικού κράτους συνέβη με τον Επίσκοπο Ρώμης, ο οποίος απέκτησε de facto, την διπλή αυτή ιδιότητα κοσμικού και εκκλησιαστικού άρχοντα ήδη από το 600, με τον Ρώμης άγιο Γρηγόριο Α΄ Διάλογο, που θεωρείται ο ηθικός ιδρυτής της κοσμικής εξουσίας των παπών, κάτι που κατέστη επίσημα δεκτό από τον Ρώμης Στέφανο Γ΄, το 754, με την αναγνώριση παπικού κράτους από τη συμφωνία με τον βασιλέα των Φράγκων Πεπίνο Γ΄. Σημειώνεται, ότι δεν υπήρξε αντίδραση από την Εκκλησία, η οποία δέχτηκε τον Ρώμης Αδριανό Α΄, στη Ζ΄ Οικουμενική του 787 και τον Ιωάννη Η΄ στην Η΄ Οικουμενική του 880, με την διπλή αυτή ιδιότητα. Βέβαια, η ανωτέρω αναγνώριση αντιβαίνει στους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας (ζ΄ της Δ΄), αλλά δεν είναι η μοναδική, αφού και στον Ορθόδοξο χώρο υπάρχουν τέτοιες περιπτώσεις.

    Παράδειγμα, η θέση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου και ως θεσμικού παράγοντος της Πολιτείας. Έτσι, και παρά την απαγόρευση από την Δ΄ Οικουμενική (ζ΄ κανόνας) της ταυτόχρονης ύπαρξης κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο αυτό πρόσωπο, όμως με το διάταγμα του αυτοκράτορα Ζήνωνα, του 488, ο Κύπρου αποκτούσε de jure και κοσμική εξουσία και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος ήταν και ο τοποτηρητής του Αυτοκράτορα στην Κύπρο και τούτο διήρκεσε επί 8 αιώνες! Σε επίρρωση αυτού, ο Κύπρου απέκτησε το προνόμιο να φέρει πορφυρό αυτοκρατορικό μανδύα, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κόκκινο μελάνη, προνόμια τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Η Πενθέκτη Οικουμενική δεν επικύρωσε το διάταγμα, καθότι αυτοκρατορικό, αλλά και δεν απαγόρευσε την διπλή αυτή ιδιότητα του Κύπρου, παρά τη σαφή παράβαση του ζ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Η΄, σελ. 358). Το 1204 οι Φράγκοι κατέλυσαν την αυτοκεφαλία της Κύπρου, η οποία εδόθη πάλι το 1572, επί Σελίμ Β΄, στον Αρχιεπίσκοπο Τιμόθεο, το δε 1660 εδόθη στον Κύπρου και πάλιν η κοσμική εξουσία, επί Μεχμέτ Δ΄, στον Αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο. Επίσης, ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός (925) έγινε αντιβασιλέας, ο Ιωάννης ΙΔ΄ Καλέκας (1347) έγινε επίτροπος στην αντιβασιλεία. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως υπήρξαν ταυτόχρονα εθνάρχες των Ορθοδόξων και κατ’ αναλογία και όλοι οι τοπικοί Επίσκοποι. Πρόσφατα η Ιστορία αναφέρει την ύπαρξη της ιδιότητας του Αντιβασιλέα στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό, καθώς και την διπλή ιδιότητα του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ που ήταν ταυτόχρονα και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εκτός όμως της συμμετοχής κληρικών, ως μελών της Εκτελεστικής εξουσίας, έχουμε και διορισμούς κληρικών, ως μελών της Δικαστικής εξουσίας, παρά τις σαφείς απαγορεύσεις των σχετικών Ι. Κανόνων. Συγκεκριμένα: Η σχετική αναδιοργάνωση του κράτους που παρατηρείται στην εποχή του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (1328-1341) επεκτάθηκε και στον τομέα της δικαιοσύνης. Η διαφθορά των δικαστών ήταν γνωστή και δημιουργούσε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Ήδη από το 1296 ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1282-1328) προσπάθησε να την πατάξει, οργανώνοντας στην ΚΠολη ένα ανώτατο δικαστήριο από 12 δικαστές. Ο Ανδρόνικος Γ΄ θεώρησε την ήττα του στον Πελεκάνο εν μέρει ως θεία τιμωρία για την διαφθορά των δικαστών και αποφάσισε να προβεί σε σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Το ανώτατο δικαστήριο αποτελέσθηκε από 4 δικαστές, 2 εκκλησιαστικούς και 2 κοσμικούς, διορισμένους από τον αυτοκράτορα. Οι «καθολικοί κριταί των Ρωμαίων, όπως τους αποκάλεσαν, έδωσαν όρκο ότι θα ήταν αδέκαστοι και θα δίκαζαν χωρίς προκαταλήψεις. Στη δικαιοδοσία τους συμπεριλαμβάνονταν όλες οι υποθέσεις, και οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες. Πολύ γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι και αυτοί οι δικαστές ήταν ευάλωτοι στη γενικότερη διαφθορά του δικαστικού συστήματος. Επίσης, η αποκέντρωση που χαρακτήριζε τη βυζαντινή αυτοκρατορία των ύστερων χρόνων επεκτάθηκε και στο ανώτατο αυτό δικαστήριο, έτσι ώστε στο τέλος του 14ου αι. η δικαιοδοσία του περιορίσθηκε στην ΚΠολη. Ωστόσο, η μεταρρύθμιση επέζησε ως το τέλος της αυτοκρατορίας. Ο τελευταίος καθολικός κριτής των Ρωμαίων ήταν ο Γεννάδιος Σχολάριος (μετέπειτα Οικ. Πατριάρχης). Χαρακτηριστικό της δυνάμεως και του κύρους της Εκκλησίας στην εποχή των Παλαιολόγων, είναι ότι στο ανώτατο αυτοκρατορικό δικαστήριο, κατά τα τελευταία 130 χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετείχαν και κληρικοί (Ιστορία του Ελληνικού έθνους, τ. Θ΄, σελ. 150).



    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου